ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3064 /2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαΐου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ – ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με έδρα τις νήσους Μ., με την επωνυμία «…», η οποία έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΑΝ 89/67, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Γεωργίου Τσάφου.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Εταιρείας με έδρα την Σιγκαπούρη με την επωνυμία «…», η οποία έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΑΝ 89/67, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, Χαρίκλειας Πέππα και Μιχαήλ Πέππα.
Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 7-1-2014 ανακοπή της μετά των από 16-9-2014 προσθέτων αυτής λόγων, που κατατέθηκαν με αριθμούς … και …, αντιστοίχως, και προσδιορίστηκαν, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 21ης Οκτωβρίου 2014, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … ανακοπή και οι υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … πρόσθετοι λόγοι της, με τους οποίους ζητείται η ακύρωση, για τους αναφερόμενους στα δικόγραφα λόγους, αφενός της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποία η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το συνολικό ποσό των 251.202,61 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία ευρώ δολαρίου κατά την ημέρα πληρωμής, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της τελευταίας έναντι της πρώτης από ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, αφετέρου της από 9-12-2013 επιταγής προς πληρωμή, η οποία έχει συνταχθεί κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής, που κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα στις 10-12-2013, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την τακτική διαδικασία, καθώς αυτή η διαδικασία εφαρμόζεται για τη διάγνωση της εκτελεστέας αξίωσης {άρθρα 585 παρ. 2, 632 παρ. 1 και 933 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως το άρθ. 632 και η παρ. 1 του άρθ. 933 αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 14 παρ. 1 και 19 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012), αντιστοίχως, σε συνδ. με τα άρθρα 3 παρ. 1, 25 παρ. 2, 31 παρ. 3 και 584 του ίδιου ως άνω Κώδικα και 51 του ν. 2172/1993). Επομένως, οι εν λόγω ανακοπές (κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση) παραδεκτώς σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο (άρθρα 218 παρ. 1 και 585 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού εκτός του ότι υπάγονται στο ίδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο και στο ίδιο είδος διαδικασίας, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, ενώ η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση (ΑΠ 337/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 5326/2007 ΕλλΔνη 2008. 1099). Επιπροσθέτως, αμφότερες οι σωρευόμενες ανακοπές μετά των προσθέτων λόγων τους έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα, κατ’ άρθρα 585 παρ. 2, 632 παρ. 1 και 934 παρ. 1α, β και 2 ΚΠολΔ, και, επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διατασσόμενης, σύμφωνα με το άρθρο 246 του ΚΠολΔ, της ένωσης και συνεκδίκασής τους, αφού, κατά τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε μείωση των εξόδων.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 παρ. 1, 626, 628 παρ. 1 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι απαραίτητη θετική προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η ύπαρξη εγγράφου που αποδεικνύει την (χρηματική) απαίτηση, αρνητική δε τοιαύτη να μην εξαρτάται η απαίτηση από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή. Στην έννοια του εγγράφου, όπως το απαιτεί η προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, εμπίπτει κάθε γραπτή βεβαίωση που περιέχει τα στοιχεία του χρέους και φέρει την υπογραφή του υποχρέου. Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και βάσει συνδυασμού εγγράφων, αποδεικνυόντων την ύπαρξη και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης (ΑΠ 933/2011 ΧρΙδΔ 2012. 198, 1305/2009 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 3298/1994 ΕλλΔνη 1995. 886). Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005. 1649, 10/1997 ΕΕμπΔ 1999. 30, ΑΠ 933/2011 ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, ως εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Έτσι, κατά τη γνώμη που υιοθετεί ως ορθότερη το Δικαστήριο τούτο, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση πιστωτικό τίτλο ή από σύμβαση, χωρίς να απαιτείται να αναγράφονται στο δικόγραφο της αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο κατά την ανάληψη της εν λόγω υποχρέωσης ή ότι αυτά ενήργησαν εντός των ορίων της εκπροσωπευτικής τους εξουσίας, σύμφωνα με το καταστατικό του νομικού προσώπου ή τη σχετική εξουσία που παρείχε σε τρίτο το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο, και συνακόλουθα δεν απαιτείται να προσκομισθούν τα σχετικά έγγραφα από τα οποία να αποδεικνύεται ότι τα προαναφερόμενα φυσικά πρόσωπα εκπροσωπούσαν νομίμως το νομικό πρόσωπο κατά την ανάληψη της υποχρέωσης από τον πιστωτικό τίτλο ή κατά την κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ αυτού (νομικού προσώπου) και του αιτούντος την έκδοση διαταγής πληρωμής (ΑΠ 908/2005 ΕλλΔνη 2005. 1077, ΕφΔωδ 391/2009 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τέτοια προϋπόθεση δεν περιέλαβε στη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ και δεν θέλησε ο νομοθέτης, γιατί απέβλεψε στη θεραπεία των συναλλακτικών αναγκών και ιδιαίτερα των εμπορικών που απαιτούν ταχύτητα (πρβλ. και τη γνώμη της μειοψηφίας στην ΑΠ 1480/2007 ΧρΙδΔ 2008. 437. Αντίθετη η γνώμη της πλειοψηφίας, σύμφωνα με την οποία, στην περίπτωση κατά την οποία έχει υπογράψει επί των τιμολογίων – δελτίων αποστολής, βάσει των οποίων εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, κάτω από τη δήλωση παραλαβής των εμπορευμάτων, τρίτο πρόσωπο, ως αντιπρόσωπος του υπόχρεου αγοραστή, κατόπιν εντολής και εξουσιοδοτήσεως τούτου, απαιτείται για την έκδοση διαταγής πληρωμής η εντολή και πληρεξουσιότητα αυτή να αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, βλ. και ΕφΑθ 2649/2009 ΕλλΔνη 2009. 1460, 13978/1988 ΕΕμπΔ 1990. 73, με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχει το απαιτούμενο κατά τις παραπάνω διατάξεις έγγραφο για την έκδοση διαταγής πληρωμής και στην περίπτωση κατά την οποία επί του εγγράφου τίθεται η υπογραφή του υπόχρεου προσώπου από τρίτο πρόσωπο ως αντιπρόσωπο αυτού, κατόπιν εντολής και εξουσιοδοτήσεως του υπόχρεου προσώπου, χωρίς να απαιτείται και η εντολή και πληρεξουσιότητα αυτή να περιβάλλονται τον τύπο του εγγράφου). Αν, όμως, με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αμφισβητηθεί από τον ανακόπτοντα η αντιπροσωπευτική εξουσία του τρίτου προσώπου, που φέρεται να έχει υπογράψει επί του εγγράφου (πιστωτικού τίτλου ή σύμβασης) ως αντιπρόσωπός του (ανακόπτοντος), ο καθ’ ου η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέσει ενάγοντος, επικαλούμενος ότι εγκύρως εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής βάσει του προσκομισθέντος στον δικαστή που την εξέδωσε, ως άνω εγγράφου, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις του και να αποδείξει ότι το φυσικό πρόσωπο, το οποίο ανέλαβε για λογαριασμό του ανακόπτοντος υποχρέωση από τον πιστωτικό τίτλο ή τη σύμβαση, νομίμως εκπροσώπησε τον τελευταίο (ανακόπτοντα) στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε διότι ήταν καταστατικό του όργανο είτε διότι του είχε δοθεί από καταστατικό όργανο η εξουσία εκπροσώπησής του και δήλωσε κατά νόμιμο τρόπο τη σχετική βούλησή του (ΑΠ 908/2005 ό.π., 1433/2002 ΕλλΔνη 44. 175, ΕφΔωδ 391/2009 ό.π.). Στην προκείμενη περίπτωση, με το μοναδικό λόγο της υπό κρίση ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ακύρως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, για το λόγο ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν προσκόμισε για την έκδοσή της, ως σχετικό έγγραφο που αποδεικνύει την απαίτησή της από την επικαλούμενη απ’ αυτή από 8-12-2012 έγγραφη αναγνώριση χρέους κατ’ άρθρο 873 ΑΚ, αντίγραφο της απαιτούμενης από το νόμο έγγραφης πληρεξουσιότητας του υπογράφοντος για λογαριασμό της (ανακόπτουσας), ως άμεσου αντιπροσώπου της, την ως άνω σύμβαση. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας και γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού της καθ’ ης, απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατ’ άρθρο 623 ΚΠολΔ, έγγραφη απόδειξη περί του ότι ο υπογράφων το έγγραφο, βάσει του οποίου εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, ως αντιπρόσωπος του οφειλέτη της απαίτησης, πράγματι εκπροσωπεί τον τελευταίο νόμιμα. Αυτό θα αποτελέσει λόγο ανακοπής κατά της ένδικης διαταγής πληρωμής, μόνο στην περίπτωση που η ανακόπτουσα αμφισβητεί την ιδιότητά της ως συμβαλλομένης και αρνείται την εκπροσώπησή της από το φερόμενο ως αντιπροσωπεύον αυτή φυσικό πρόσωπο, πράγμα όμως που δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με σκοπό να γεννηθεί ενοχή μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Η αφηρημένη αναγνώριση χρέους αποβλέπει κυρίως στη διευκόλυνση για το δανειστή της επιδίωξης των δικαιωμάτων του, στην αποσαφήνιση αμφιβόλων απαιτήσεων και στην ασφάλεια των συναλλαγών. Για τη θεμελίωσή της απαιτείται συμφωνία των μερών, στην οποία η υπόσχεση ή η δήλωση πρέπει να γίνει εγγράφως. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης ανεξαρτήτως από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξιώσεως), όπου το θεμελιωτικό της αξίωσης πραγματικό περιστατικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση της παροχής (ΕφΠειρ 879/2000 ΠειρΝ 2000. 427, 786/1997 ΕλλΔνη 1998. 450), το δε κύρος αυτής δεν θίγεται από την ανυπαρξία ή την ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης. Επομένως, κατά κανόνα, σε περιπτώσεις αναφοράς της αιτίας πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση και διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (ΑΚ 361). Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι, καταρχήν, αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (ΑΚ 260) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ. 2β) (ΕφΠειρ 430/2009 ΔΕΕ 2009. 1247). Όπως, εξάλλου, προαναφέρθηκε, από τα άρθρα 623, 624, 626 παρ. 2, 628 παρ. 1 και 629 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι βασική προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η ύπαρξη απαιτήσεως που αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο έχει συνταχθεί κατά νόμιμο αποδεικτικό τρόπο (ΑΠ 562/2003 ΕλλΔνη 45. 1369). Ως τέτοιο ιδιωτικό έγγραφο, με το οποίο πρέπει να αποδεικνύεται χρηματική απαίτηση για να εκδοθεί αντίστοιχη διαταγή πληρωμής, νοείται όχι μόνο εκείνο που περιέχει διατύπωση δικαιοπραξίας αλλά και το έγγραφο που περιέχει μαρτυρία (δήλωση γνώσεως), με αποδεικτική δύναμη, του εκδότη του εις βάρος του ίδιου, ενέχουσα εξώδικη ομολογία χρέους (ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 32. 65, ΕφΠατρ 1097/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα διατείνεται, δια ειδικότερου ισχυρισμού της περιλαμβανομένου στον πρώτο εκ των προσθέτων λόγων ανακοπής της, ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο ότι, ενόψει του γεγονότος ότι το επικαλούμενο από την καθ’ ης η ανακοπή έγγραφο, βάσει του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω διαταγή πληρωμής, φέρει το χαρακτήρα αιτιώδους σύμβασης αναγνώρισης χρέους, συνδεδεμένης ευθέως με την υποκείμενη αιτία του εφοδιασμού του πλοίου «…» με καύσιμα και όχι ανεξάρτητης από αυτή, στοιχείο που πιστοποιείται κυρίως λόγω της εξειδικευμένης αναφοράς στην ανωτέρω σύμβαση της αιτίας της οφειλής με πλήρεις διευκρινίσεις σχετικά, η καθ’ ης η ανακοπή ώφειλε να προσκομίσει το σχετικό τιμολόγιο, προκειμένου να είναι σε θέση ο Δικαστής να εκτιμήσει τη βασιμότητα της απαίτησής της και να εκδώσει νομίμως την ένδικη διαταγή πληρωμής. Εντούτοις, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, ο ως άνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι όσα η ανακόπτουσα επικαλείται μ’ αυτόν, περί συνάψεως εν προκειμένω μεταξύ αυτής και της καθ’ ης η ανακοπή αιτιώδους σύμβασης αναγνώρισης χρέους, και αληθή υποτιθέμενα δεν συνεπάγονται τη μη πλήρωση των οριζομένων στο άρθρο 623 ΚΠολΔ, θετικών προϋποθέσεων για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι η εν λόγω σύμβαση συνιστά εξώδικη ομολογία χρέους εκ μέρους της ανακόπτουσας, ήτοι ιδιωτικό έγγραφο από το οποίο αποδεικνύεται νομίμως η ύπαρξη και το ποσό της χρηματικής απαίτησης της καθ’ ης για να εκδοθεί η αντίστοιχη διαταγή πληρωμής.
Από τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής είναι μία ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου Κώδικα και πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου (άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔ) και σαφή έκθεση των γεγονότων (άρθρο 216 ΚΠολΔ) που στηρίζουν τους λόγους της ανακοπής, για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Λόγους ανακοπής μπορεί να αποτελέσουν όλες οι ενστάσεις που καταλύουν τόσο τον τίτλο, όσο και το δικαίωμα του δανειστή που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής και ειδικότερα οι ενστάσεις που αναφέρονται στην έλλειψη των προϋποθέσεων που τίθενται από τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και όσες αναφέρονται στη μη ισχύ του δικαιώματος που επικαλείται ο δανειστής και βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής (ΑΠ 1026/2013, 662/2010 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης ανεξαρτήτως από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξιώσεως), όπου το θεμελιωτικό της αξίωσης πραγματικό περιστατικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση της παροχής (ΕφΠειρ 879/2000 ό.π., 786/1997 ΕλλΔνη 1998. 450), το δε κύρος αυτής δεν θίγεται από την ανυπαρξία ή την ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης. Μπορεί όμως ο οφειλέτης, είτε ως εναγόμενος είτε ως ανακόπτων την εναντίον του εκδοθείσα διαταγή πληρωμής, να επικαλεσθεί τη βασική αιτιώδη σχέση που τον συνδέει με το δανειστή του και να αντιτάξει, κατ’ ένσταση (ή με λόγο ανακοπής αντίστοιχα), το παράνομο ή ανύπαρκτο της αιτίας, καθώς επίσης και τα ελαττώματα αυτής, βοηθούμενος από τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 904 επ. ΑΚ (ΑΠ 208/2004 ΧρΙδΔ 2004. 705, 104/1990 ΕλλΔνη 1990. 816), οπότε έτσι να ελευθερωθεί, ως έχοντας αναγνωρίσει χρέος χωρίς νόμιμο λόγο (ΕφΠειρ 430/2009 ό.π.). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο πρόσθετο λόγο της υπό κρίση ανακοπής της, η ανακόπτουσα αμφισβητεί την απαίτηση της καθ’ ης, προβάλλοντας τον ισχυρισμό περί ακυρότητας της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, επικαλούμενη ότι η επίδικη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, δια της οποίας αποδεικνύεται η ως άνω απαίτηση, είναι ομοίως άκυρη και δεν παράγει οιαδήποτε έννομη συνέπεια εναντίον της, διότι η καθ’ ης η ανακοπή έχει αποξενωθεί των δικαιωμάτων από την αφορώσα σε συναλλαγές εφοδιασμού του πλοίου «…» βασική αιτιώδη σχέση, συνεπεία εκχωρήσεως αυτών (δικαιωμάτων), όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των σχετικών τιμολογίων. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, ως στηριζόμενος στις διατάξεις που διαλαμβάνονται στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη, καθώς και σ’ αυτές του άρθρου 933 παρ. 1 και 4 του ΚΠολΔ και πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 270 παρ. 2, 339, 393 και 394 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι μαρτυρίες των τρίτων δίνονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο είτε με ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου και ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθεί στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν απ’ αυτή. Μαρτυρία που δόθηκε μ’ άλλον τρόπο δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Αυτό ισχύει και για τις δηλώσεις ή βεβαιώσεις τρίτων που αποτελούν μαρτυρίες τους, εφόσον έγιναν για να χρησιμοποιηθούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ως αποδεικτικά μέσα στην ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη, χωρίς να τηρηθούν οι πιο πάνω δικονομικές διατάξεις (ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 28. 629, ΑΠ 624/2013 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 53/2012 ΕΝΔ 2012. 125). Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως προσκομιζομένων και επικαλουμένων από τους διαδίκους εγγράφων, κάποια εκ των οποίων θα αναφερθούν ειδικότερα στη συνέχεια, και της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα της καθ’ ης η ανακοπή, …, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Άννας Καλλίτση – Παναγοπούλου, που ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ανακόπτουσας (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …) και η οποία παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη, αφού από οιοδήποτε στοιχείο δεν προέκυψε η επικαλούμενη από την ανακόπτουσα ιδιότητα του ως άνω …, ως νομίμου εκπροσώπου της καθ’ ης η ανακοπή (βλ. και ΟλΑΠ 1328/1977, ΑΠ 988/2013 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), μη λαμβανομένης υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση, της από 8-10-2014 δήλωσης του επικεφαλής του λογιστηρίου της καθ’ ης η ανακοπή, …, την οποία προσκομίζει η τελευταία, δοθέντος ότι αυτή, όπως συνάγεται από το εν γένει περιεχόμενό της, έγινε για να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 8-12-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού αναγνώρισης χρέους που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η ανακόπτουσα αναγνώρισε ρητώς ότι η καθ’ ης η ανακοπή έχει απαίτηση έναντί της 251.202,25 δολλαρίων ΗΠΑ, προερχόμενη από την πώληση καυσίμων στο πλοίο Μ/Τ «…», IMO 9014822, και ειδικότερα από την πώληση, στις 30 Μαίου του 2011, 580.000 μετρικών τόνων καυσίμων τύπου RMG 380, συνολικού ποσού 360.760,00 δολλαρίων ΗΠΑ και 100.737 μετρικών τόνων τύπου καυσίμου MGO DMA 0.1, συνολικού ύψους 92.678,04 δολλαρίων ΗΠΑ, και την παράδοση τους (barging) – το κόστος barging ανήλθε σε 1.000,00 δολλάρια ΗΠΑ – στο λιμάνι του Πειραιά στην Ελλάδα, όπου το ως άνω πλοίο βρισκόταν κατά τη στιγμή της παράδοσης, καθώς και από την πώληση, στις 4 Ιουνίου του 2011, 60.270 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου MGO DMA 0.1, συνολικού ποσού 56.653,80 δολλαρίων ΗΠΑ και την παράδοση τους (barging), – το κόστος barging ανήλθε σε 500,00 δολλάρια ΗΠΑ – στο ανωτέρω πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά στην Ελλάδα, όπου βρισκόταν κατά το χρόνο της παράδοσης. Επίσης, η ανακόπτουσα, με το εν λόγω συμφωνητικό, αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα ότι υποχρεούται να αποπληρώσει το προαναφερθέν ποσό των 251.202,25 δολλαρίων ΗΠΑ στην καθ’ ης η ανακοπή σε τρεις δόσεις, ήτοι δύο ισόποσες δόσεις των 90.000,00 δολλαρίων ΗΠΑ, καταβλητέες στις 10 Ιουνίου 2013 και στις 10 Ιουλίου 2013, αντίστοιχα, και μία δόση των 71.202,25 δολλαρίων ΗΠΑ, καταβλητέα στις 10 Αυγούστου 2013. Εξάλλου, όπως προέκυψε, ιδίως από το νομίμως προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ανακόπτουσα, από 3-10-2014 έγγραφο της τράπεζας Τόκιο – Μιτσουμπίσι UFJ, Ltd., (Υποκατάστημα Σιγκαπούρης), αναφορικά με τον όρο εκχωρήσεως που υπάρχει στα σχετικά με τις προεκτιθέμενες πωλήσεις καυσίμων, υπ’ αριθ. 2223788 με ημερομηνία 31 Μαίου 2011 και υπ’ αριθ. 2223789 με ημερομηνία 22 Ιουνίου 2011 τιμολόγια, σύμφωνα με τον οποίο η εκδούσα αυτά (τιμολόγια) καθ’ ης η ανακοπή έχει εκχωρήσει όλα τα δικαιώματά της, τους τίτλους και όλα τα χρήματα που είναι πληρωτέα και οφείλονται στην ίδια από τα ανωτέρω τιμολόγια στην ως άνω τράπεζα, η συμπερίληψη του όρου αυτού στα εν λόγω τιμολόγια έλαβε χώρα εξαιτίας προηγούμενης χρηματοδοτήσεως εισαγωγών από την προαναφερθείσα τράπεζα προς την καθ’ ης η ανακοπή, υπό την αναβλητική αίρεση μη πληρωμής από την τελευταία, προκειμένου να είναι σε θέση η τράπεζα να ενεργοποιήσει/καταθέσει αυτά τα τιμολόγια ως εξασφάλιση, στην περίπτωση ενός τέτοιου γεγονότος μη πληρωμής. Ο συγκεκριμένος, μάλιστα, όρος ουδέποτε ενεργοποιήθηκε από την ανωτέρω τράπεζα, καθώς οι απαιτήσεις της από την προμνημονευόμενη συμφωνία χρηματοδοτήσεως εισαγωγών είχαν ήδη εξοφληθεί από άλλα προγενέστερα τιμολόγια, που ήταν στο σύνολό τους προτυπωμένα, με αποτέλεσμα να μην πληρωθεί η ως άνω αναβλητική αίρεση. Ως εκ τούτου και απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η ανακόπτουσα με το δεύτερο πρόσθετο λόγο της υπό κρίση ανακοπής της ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν, μοναδικός δικαιούχος όλων των δικαιωμάτων και αξιώσεων που πηγάζουν από τα ανωτέρω τιμολόγια, από την ημέρα που κάθε ένα από αυτά έχει εκδοθεί, είναι η καθ’ ης η ανακοπή και, επομένως, εγκύρως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής βάσει της από 8-12-2012 σύμβασης αναγνώρισης χρέους, δια της οποίας αποδεικνύεται η επίδικη ως άνω απαίτησή της (καθ’ ης η ανακοπή). Το γεγονός, άλλωστε, ότι ο συγκεκριμένος όρος εκχώρησης ουδέποτε ενεργοποιήθηκε και ότι αποκλειστικός δικαιούχος των σχετικών απαιτήσεων είναι η καθ’ ης η ανακοπή το γνώριζε και η ίδια η ανακόπτουσα, όπως προκύπτει, κατά λογική αναγκαιότητα, από αυτή καθαυτή την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης αναγνώρισης χρέους μεταξύ της ιδίας και της καθ’ ης η ανακοπή, παρόλο που ο προεκτιθέμενος όρος είχε τεθεί υπόψη της, ως διαλαμβανόμενος ρητώς στα ως άνω τιμολόγια. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα, πρέπει αυτή (ανακοπή) και οι πρόσθετοι λόγοι της να απορριφθούν και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ανακόπτουσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, κατά παραδοχή του σχετικού της αιτήματος (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την ένωση και συνεκδίκαση: α) της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … ανακοπής και β) των με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … προσθέτων λόγων της.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή και τους πρόσθετους αυτής λόγους.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό … διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα – προσθέτως ανακόπτουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή – πρόσθετοι λόγοι, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -7-2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ