Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Αποφάσεως  1459/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Ιωάννη Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε με κλήρωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 Ν 3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 26η-6-2020, χωρίς την σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αιτούσας: της εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στον … όπως εκπροσωπείται νομίμως, με ΑΦΜ …, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεμιστοκλή Σοφό.

Των καθ’ ων η αίτηση: α) του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, β) της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, γ) του …, κατοίκου …, δ) του …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … και ε) …, κατοίκου …, …, με ΑΦΜ …) εκ των οποίων ο πρώτος, τέταρτος και πέμπτη των καθ’ων παρέστησαν δια των πληρεξούσιων δικηγόρων τους Γεώργιου Γεωργιάδη και Χριστίνας Ιωάννας Δερβένη και η δεύτερη και τρίτος δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Ξάνθιππου Κοροβίνη.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 29-5-2020 αίτηση της, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης καταθέσεως 3090/719/2020 προσδιορίστηκε για να συζητηθεί την ως άνω δικάσιμο, εγγράφηκε και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.

Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτοί και εντός της προθεσμίας που τους χορήγησε το Δικαστήριο, κατέθεσαν τα σημειώματα τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 34 ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά την διάταξη του άρθρ. 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρ. 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ` αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ` αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83 §2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με την μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρ. 5§1 και 12§§ 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του. Ενδεικτικά κριτήρια μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως, ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από την δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, εξαιτίας δε της συγχύσεως των περιουσιών, χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας υπέρ των δανειστών της ή κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για την συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση από τον μέτοχο ή τον εταίρο προς την εταιρεία, οπότε η τελευταία ευθύνεται για τις έναντι τρίτων υποχρεώσεις του μοναδικού ή σχεδόν μοναδικού μετόχου. Στην τελευταία περίπτωση καταχρηστική (281 ΑΚ) θα είναι η επίκληση της αυτοτέλειας από την πλευρά του νομικού προσώπου, ειδικά όταν η περιουσία του μετόχου είναι ανύπαρκτη ή ανεπαρκής για την ικανοποίηση των αναληφθεισών από αυτόν υποχρεώσεων (Ολ ΑΠ 2/2013, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1369/2018, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ. Θ. Λιακόπουλος: H άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, Εκδόσεις Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1993).Εξάλλου από την διάταξη του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ, που ορίζει ότι η δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνον φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 180 του ίδιου κώδικα, κατά την οποία η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε, προκύπτει ότι η εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρη, η δε ακυρότητά της μπορεί να προταθεί όχι μόνον από τους συμβληθέντες για την κατάρτιση αυτής, αλλά και από τους τρίτους που έχουν έννομο συμφέρον να αποκαλύψουν την ανυπαρξία της δικαιοπραξίας. Για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται.  Η ακυρότητα λόγω εικονικότητας, ανεξάρτητα αν είναι απόλυτη ή σχετική, ολική ή μερική, επέρχεται αυτοδικαίως και δεν απαιτείται να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση, μπορεί, όμως, να βεβαιωθεί με αναγνωριστική απόφαση, θετική ή αρνητική. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που τίκτει υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου.  Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσόμενων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν κατά το κοινό αίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας) συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλο (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει σύμφωνα με αυτή τη διάταξη συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθαυτή και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας. Τέλος, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων  914, 928 εδ. β`, 929 εδ. β`, 297 και 298 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αξίωση για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση (λόγω ηθικής βλάβης) έχει μόνο ο ζημιωθείς αμέσως από την πράξη, όχι δε και ο εμμέσως ζημιωθείς τρίτος, εκτός αν η συμπεριφορά του αδικοπρακτούντος, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά και ως προς τον τρίτο είτε αδικοπραξία είτε αυτοτελή λόγο υποχρέωσης για αποζημίωση. Εξ ετέρου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18, 22, 22β του πιο πάνω Ν. 2190/1920, ως ισχύει και 68, 714, 297, 298 ΑΚ προκύπτει, ότι τα μέλη διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ευθύνονται έναντι του νομικού αυτού προσώπου, για τη ζημία που από πταίσμα τους προξένησαν στην εταιρία, η ευθύνη τους δε αυτή υφίσταται και κατά τα άρθρα 914, 919 ΑΚ, όταν η ζημιογόνος πράξη τους, στρεφόμενη κατά της εταιρίας, αποτελεί και αδικοπραξία, με την έννοια των διατάξεων των εν λόγω άρθρων. Στην περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή η ζημιογόνος πράξη που ι αποτελεί και αδικοπραξία στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, την αξίωση προς αποζημίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό τούτο πρόσωπο της εταιρίας, νομιμοποιούμενο να εγείρει την οικεία αγωγή κατά των μελών της διοίκησης, κατά τους όρους του άρθρου 22β του Ν. 2190/1920. Οι κατ` ιδίαν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρίας, τυχόν υφιστάμενοι έμμεση ζημία, που μπορεί να συνίσταται στην πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών ή τη μείωση της εσωτερικής αξίας τους ή τη διανομή μικρότερου μερίσματος, δεν έχουν και αυτοί παράλληλα αξίωση αποζημίωσης για τη ζημία τους αυτή, διότι δεν είναι οι αμέσως από την αδικοπραξία ζημιωθέντες. Ωστόσο, κατά λογική ακολουθία των προεκτεθέντων, έχουν και οι μέτοχοι αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης κατά των μελών της διοίκησης της εταιρίας, όταν η ζημιογόνος πράξη των τελευταίων, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά συγχρόνως και παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος, συνιστά δηλαδή και ως προς τους μετόχους αδικοπραξία, από την οποία απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση προς αποζημίωση (ΑΠ 413/2020, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα εκθέτει ότι είναι μητρική εταιρεία του Ομίλου …, με θυγατρικές της εταιρείες στην Ελλάδα, αλλά και την Ασία, την Ευρώπη, την Μέση Ανατολή, μεταξύ των οποίων και η εδρεύουσα στον … εταιρεία … …, που είναι η μητρική των θυγατρικών της στην Ασία. και ότι διατηρεί αξιώσεις αποζημιώσεως συνολικού ύψους 80.000.000 δολ.ΗΠΑ κατά του πρώτου, τέταρτου και πέμπτης των καθ’ων, που πηγάζουν από τις αδικοπραξίες που τέλεσαν εις βάρος της υπό την ιδιότητα του Προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου έως 26-9-2018 ο πρώτος, του εκτελεστικού μέλους του διοικητικού της συμβουλίου έως 16-12-2019 ο τέταρτος και της Αντιπροέδρου του διοικητικού της συμβουλίου έως 26-9-2018 η πέμπτη. Ότι ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα από 21-3-2018 έως 4-5-2018, ο πρώτος των καθ’ων, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα του, με την συνδρομή του τέταρτου και της πέμπτης, ιδιοποιήθηκε παρανόμως και υπαιτίως από την περιουσία της αιτούσας το χρηματικό ποσό του 1.814.698,27 ευρώ, ενώ κατά τα έτη 2007 έως και 2018, ο πρώτος των καθ’ων και πάλι με την συνδρομή του τέταρτου και της πέμπτης, με τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις του, που περιγράφονται στην αίτηση προκάλεσε ζημία ύψους 78.700.000 δολ.ΗΠΑ στην αιτούσα, καθώς με πρόθεση παραποιούσε τα οικονομικά στοιχεία της εδρεύουσας στο … και θυγατρικής της αιτούσας εταιρείας με την επωνυμία … … και την παρουσίαζε ψευδώς να έχει σημαντικές πωλήσεις (799.000.000 ευρώ αυξημένες σε σχέση με τις πραγματικές) και συνακόλουθα αυξημένα κέρδη και ταμειακά διαθέσιμα, σε σχέση με τα πραγματικά, με αποτέλεσμα καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα να καταβάλει (η … …) συνολικό φόρο εισοδήματος ύψους 78.700.000 δολ. ΗΠΑ, τον οποίο δεν θα είχε υποχρέωση να καταβάλει, εάν δήλωσε τα πραγματικά της οικονομικά της στοιχεία. Ότι επίσης κατά το χρονικό διάστημα από 24-4-4-2006 έως 31-8-2010 ζημίωσαν την αιτούσα κατά το χρηματικό ποσό των 488.000 ευρώ που αποτελεί το σύνολο των ναύλων που εισέπραξαν από τη ναύλωση του του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού τουριστικού πλοίου αναψυχής με το όνομα «…», πλοιοκτησίας της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία «…». Ότι για τις ως άνω απαιτήσεις της ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τους λοιπούς καθ’ων – οφειλέτες της και η δεύτερη και τρίτος των καθ’ων. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αίτηση, η δεύτερη αποτελεί μία εταιρεία με καταστατική έδρα στην … και πραγματική στην Ελλάδα, που δεν έχει συναλλακτική οργάνωση και δράση, αλλά ιδρύθηκε το έτος 2012 από τον πρώτο των καθ’ων, που ασκεί αποκλειστικά την διοίκηση της, με μοναδικό σκοπό να αποκτήσει την πλοιοκτησία του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού τουριστικού πλοίου αναψυχής με το όνομα «…», ώστε να αποκρύβεται ο πραγματικός του πλοιοκτήτης που ήταν ο πρώτος των καθ’ων και κατ’ αυτό τον τρόπο να μην είναι υπέγγυο στους δανειστές του, όπως και συνέβη την 6η-7-2012, που το ως άνω πλοίο μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα από την έως τότε πλοιοκτήτρια του, ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «…», που επίσης ελεγχόταν από τον πρώτο των καθ’ων, στην δεύτερη των καθ’ων, η οποία το διέγραψε από το νηολόγιο του Πειραιώς και το ενέγραψε στο νηολόγιο της …, την σημαία της οποίας φέρει μέχρι σήμερα. Ότι με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και δεδομένου ότι η δεύτερη των καθ’ων χρησιμοποιείται από τον πρώτο κατά κατάχρηση του θεσμού της, με αποκλειστικά σκοπό να μην φαίνεται ο ίδιος ως πλοιοκτήτης του ως άνω πλοίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την ανάστροφη άρση της αυτοτέλειας της για τις επίδικες αξιώσεις, ενώ υπόχρεος έναντι της αιτούσας για αυτές έχει καταστεί και ο τρίτος των καθ’ων, με νόμιμο λόγο ευθύνης του την αδικοπραξία, καθώς την 6η-3-2020 απέκτησε κατά κυριότητα από τον πρώτο των καθ’ων το σύνολο των μετοχών της δεύτερης, πλην, όμως, αυτή η μεταβίβαση ήταν εικονική, αφού μοναδικός σκοπός των μερών, που ενήργησαν με πρόθεση βλάβης των δανειστών του πρώτου, ήταν να φαίνονται οι μετοχές της εταιρείας στο όνομα του δεύτερου και κατ’ αυτόν τον τρόπο να μην είναι υπέγγυες στους δανειστές του πρώτου, που παραμένει ο πραγματικός κύριος τους και μοναδικός μέτοχος της δεύτερης. Με βάση, λοιπόν, τους ως άνω νόμιμους λόγους ευθύνης των καθ’ων και επικαλούμενη την συνδρομή επείγουσας περιπτώσεως και επικείμενου κινδύνου λόγω της αφερεγγυότητας των καθ’ων και της ανεπάρκειας της περιουσίας τους, ζητεί για την εξασφάλιση των απαιτήσεων της, να ληφθούν τα ασφαλιστικά μέτρα της συντηρητικής κατασχέσεως κάθε κινητής περιουσίας τους μέχρι του χρηματικού ποσού των 100.000.000 ευρώ και ειδικότερα ως προς την δεύτερη των καθ’ων της συντηρητικής κατασχέσεως του υπό σημαία … πλοίου με το όνομα …. Τέλος, ζητεί να καταδικασθούν οι αντίδικοί της στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αίτηση, αρμοδίως και παραδεκτώς, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο και συνακόλουθα έχει και διεθνή δικαιοδοσία ως προς την δεύτερη των καθ’ων, σύμφωνα με τα άρθρα 683 παρ. 1 και 4, 31 και 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012 , για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις 682 επ, του Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1, παρ. 2, παρ. 3 και παρ. 5 Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατά το σκέλος που αφορά την μεταβίβαση των μετοχών της δεύτερης, σε συνδυασμό με τον τόπο που ναυλοχεί το πλοίο. Ενόψει, δε, του ότι ως προς: α) την απιστία ύψους 78.700.000 δολΗΠΑ, που σύμφωνα με την αίτηση τέλεσαν ο πρώτος, τέταρτος και πέμπτη των καθ’ων κατά την διαχείριση της θυγατρικής της αιτούσας που εδρεύει στο … και β) την μεταβίβαση των μετοχών της δεύτερης από τον πρώτο των καθ’ων στον τρίτο και την αδικοπρακτική ευθύνη του τελευταίου έναντι της αιτούσας, εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή με στοιχεία αλλοδαπότητος, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς την διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει, ενώ προς ως την απιστία που τέλεσαν ο πρώτος, τέταρτος και πέμπτη των καθ’ων, κατά την διαχείριση της εταιρείας … … στο … είναι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1§1, 2§1 και 4§§1 και 14 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (ΡΩΜΗ ΙΙ), το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, τις διατάξεις του οποίου επικαλούνται όλοι οι διάδικοι για να θεμελιώσουν τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει σιωπηρή συμφωνία τους για την εφαρμογή του, παρά το γεγονός ότι τόπος επελεύσεως της ζημίας από την απιστία είναι το …, που η ως άνω θυγατρική κατέβαλε αχρεωστήτως για φόρο εισοδήματος το χρηματικό ποσό των 78.700.000 δολ.ΗΠΑ. Περαιτέρω ως προς   την ανάστροφη άρση της νομικής αυτοτέλειας της δεύτερης των καθ’ων, που αποτελεί το πρόκριμα για την εις ολόκληρο ευθύνη της με τον πρώτο, τέταρτο και πέμπτη εφαρμοστέο είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ ως το δίκαιο της πραγματικής της έδρας, καθώς από την προεπισκόπηση των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι προκύπτει ότι η πραγματική έδρα της δεύτερης βρίσκεται στην Ελλάδα, όπου ασκείτο η διοίκηση της από τον πρώτο των καθ’ων(ad hoc ΕφΠειρ 606/2001, ΕΝΔ 2002, σελ. 108, Χάρη Παμπούκη: Το εφαρμοστέο δίκαιο στην κάμψη της νομικής προσωπικότητας στον Τόμο Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο του Εμπορίου, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 91 επ., Χάρη Παμπούκη: Νομικά πρόσωπα και ιδίως εταιρείες στις συγκρούσεις νόμων), ενώ σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης-6-2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)»  με το ίδιο ουσιαστικό δίκαιο θα κριθεί και το κύρος ή η ακυρότητα λόγω εικονικότητας της από 6-3-2020 συμβάσεως μεταβιβάσεως των μετοχών της δεύτερης από τον πρώτο στον τρίτο, ως το δίκαιο που συνδέεται στενότερα με την σύμβαση μεταβιβάσεως, λόγω της πραγματικής έδρας της εταιρείας, της ιθαγένειας και του τόπου κατοικίας των αντισυμβαλλόμενων και της συμφωνίας του για υπαγωγή των διαφορών τους από την σύμβαση στην δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του τρίτου των καθ’ων εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (ΡΩΜΗ ΙΙ) ως το δίκαιο του τόπου επελεύσεως της ζημίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, η αίτηση, κατά το σκέλος που ζητείται η εξασφάλιση της απαιτήσεως της αιτούσας από την υπεξαίρεση που ισχυρίζεται ότι τέλεσε εις βάρος της ο πρώτος των καθ’ων, με την συνδρομή του τέταρτου και της πέμπτης των καθ’ων και για την οποία ευθύνεται και η δεύτερη τωνκαθ’ων, λόγω ανάστροφης άρσεως της νομικής της προσωπικότητας,  είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 481, 138 ΑΚ, 18, 22 α΄ και 23 α΄ του Ν. 2190/1920, 707, 708, 712 και 713 του Κ.Πολ.Δ.. Ειδικά για την δεύτερη των καθ’ων επισημαίνεται ότι η ευθύνη της έναντι της αιτούσας για την συγκεκριμένη απαίτηση θα υφίσταται εφόσον πιθανολογηθεί από το παρόν Δικαστήριο ότι ο πρώτος των καθ’ων παραμένει ο μοναδικός μέτοχος της, αφού η μεταβίβαση των μετοχών τους στον τρίτο είναι άκυρη λόγω εικονικότητας και ότι ο μοναδικός σκοπός που υφίσταται αυτή η εταιρεία δεν είναι να εκμεταλλεύεται οικονομικά το πλοίο …, αλλά να εμφανίζεται στους τρίτους ως πλοιοκτήτρια του και έτσι να μην είναι υπέγγυο στους δανειστές του πρώτου, που παραμένει ο πραγματικός του πλοιοκτήτης. Αντιθέτως, κατά το σκέλος, που ζητείται η εξασφάλιση των απαιτήσεων της αιτούσας από την απιστία ύψους 78.700.000 δολ.ΗΠΑ, που τέλεσαν εις βάρος της ο πρώτος, τέταρτος και πέμπτη των καθ’ων, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της αιτούσας. Ειδικότερα, όπως σαφώς εκτίθεται στην αίτηση, ο Όμιλος … αποτελείται από την αιτούσα, που είναι η μητρική εταιρεία και τους δύο υποομίλους (της Ασίας και της Ευρώπης – Μέσης Ανατολής – Αμερικής) που συγκροτούνται από θυγατρικές εταιρείες της αιτούσας, εκ των οποίων μία σε κάθε υποόμιλο είναι μητρική των λοιπών θυγατρικών. Έτσι στον υποόμιλο της Ασίας η εδρεύουσα στο … εταιρεία με την επωνυμία … … είναι θυγατρική της αιτούσας και ταυτόχρονα μητρική των λοιπών θυγατρικών, με αποτέλεσμα να συντάσσει δικές της ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της κάθε θυγατρικής της στην Ασία, τις οποίες (ενοποιημένες καταστάσεις της) τις υποβάλλει στην αιτούσα, που συντάσσει τις ενοποιημένες καταστάσεις όλου του Ομίλου. Σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αίτηση, η κάθε εταιρεία του ομίλου, ήτοι η αιτούσα ως μητρική και οι θυγατρικές της στην Ελλάδα κα την αλλοδαπή, διαθέτει ξεχωριστή νομική προσωπικότητα και είναι αυτοτελής οικονομικά από τις υπόλοιπες, με αποτέλεσμα η κάθε εταιρεία να είναι υπεύθυνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της, όπως την καταβολή του φόρου εισοδήματος που επιβάλλεται από τις αρχές του κράτους της έδρας κάθε εταιρείας για κάθε χρήση. Με βάση επομένως τα ανωτέρω και σύμφωνα με το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, όπως αναλύθηκε στην μείζονα σκέψη της παρούσας, η αίτηση, ως προς αυτό το σκέλος της, είναι απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της αιτούσας, καθώς ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι αληθή όσα εκθέτει η αιτούσα για την απιστία που τέλεσαν ο πρώτος, τέταρτος και πέμπτη των καθ’ων (αύξαναν πλασματικά τα οικονομικά στοιχεία της … …, με αποτέλεσμα η τελευταία να έχει επιβαρυνθεί από το έτος 2007 με επιπλέον φόρο εισοδήματος ύψους 78.700.000 δολΗΠΑ σε σχέση με αυτόν που θα πλήρωνε εάν δηλώνονταν τα πραγματικά στοιχεία), αμέσως ζημιωθέν είναι μόνον το νομικό πρόσωπο της … … και όχι οι μέτοχοι της, όπως η αιτούσα (εάν υποτεθεί ότι είναι η κυρίαρχη μέτοχος της), με αποτέλεσμα δικαιούχος της αξιώσεως αποζημιώσεως κατά των υπαιτίων της εις βάρος της απιστίας να είναι μόνον η ως άνω εταιρεία και όχι η αιτούσα, στην οποία η ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά έχει μόνον αντανακλαστικές συνέπειες στην αιτούσα. Επίσης μη νόμιμη είναι η αίτηση και κατά το σκέλος των 488.000 ευρώ που αποτελούν τους ναύλους που εισέπραξε η … από την εκμετάλλευση του πλοίου … κατά το χρονικό διάστημα από 24-4-2006 έως 31-8-2010, καθώς δεν προκύπτει σύνδεση της πληρωμής των ως άνω ναύλων με ζημία της αιτούσας. Τέλος ως προς τον τρίτο των καθ’ων, η αίτηση είναι μη νόμιμη και για τον λόγο αυτό απορριπτέα, καθώς η εικονικότητα της από 6-3-2020 μεταβιβάσεως των μετοχών από τον πρώτο των καθ’ων σε αυτόν θα έχει ως αποτέλεσμα να παραμένει ο πρώτος μοναδικός μέτοχος της δεύτερης και κατ’ επέκταση να υφίσταται ευθύνη της τελευταίας για την απαίτηση της αιτούσας κατά του πρώτου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ανάστροφης άρσης της νομικής της προσωπικότητας. Σύμφωνα, βέβαια, με το περιεχόμενο της αιτήσεως, ο τρίτος των καθ’ων ενήργησε εν γνώσει του και με πρόθεση βλάβης της αιτούσας, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά του να είναι παράνομη και υπαίτια, πλην, όμως, δεν συνδέεται αιτιωδώς με ζημία της αιτούσας, αφού η τελευταία δεν επικαλείται ότι υπέστη κάποια ζημία (θετική ή μη περιουσιακή) από την εικονική μεταβίβαση, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται αξίωση της για εξασφάλιση κατά του τρίτου των καθ’ων. Ειδικότερα, οι αξιώσεις της αιτούσας για τις οποίες ζητείται η εξασφάλιση απορρέουν από την αδικοπραξία (υπεξαίρεση) που τέλεσε εις βάρος της ο πρώτος των καθ’ων, χωρίς να υπάρχει καμία συμμετοχή του τρίτου σε αυτήν, ενώ δεν εκθέτει στην αίτηση ότι προέκυψε κάποιος κίνδυνος στην περιουσία της από την εικονική, σύμφωνα με την ίδια, μεταβίβαση, από τον οποίο (κίνδυνο) να προέκυψε ζημία στην περιουσία της. Κατόπιν τούτου και κατά το μέρος που η αίτηση κρίθηκε νόμιμη (για τον πρώτο, δεύτερη, τέταρτο και πέμπτη των καθ’ων και για την εξασφάλιση της απαιτήσεως της αιτούσας ύψους 1.814.698,27 ευρώ που απορρέει από την υπεξαίρεση που τέλεσε εις βάρος της ο πρώτος των καθ’ων, με την συνδρομή του τέταρτου και της πέμπτης κατά το χρονικό διάστημα από 21-3-2018 έως 4-5-2018) πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Με τα νομίμως κατατεθέντα σημειώματα τους, οι καθ’ ων (εννοείται ο πρώτος, δεύτερη, τέταρτος και πέμπτη, ως προς τους οποίους θα ερευνηθεί ως προς την ουσία της η αίτηση) αρνούνται αιτιολογημένως την ιστορική βάση της αιτήσεως, ενώ ειδικά ο πρώτος, τέταρτος και πέμπτη προτείνουν την ένσταση εξοφλήσεως, με την καταβολή ύψους 2.000.000 ευρώ την 11η-4-2019, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 416 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της. Επίσης προτείνουν ένσταση περιορισμού του τυχόν διαταχθησόμενου ασφαλιστικού μέτρου μέχρι του χρηματικού ποσού του 1.814.698,27 ευρώ που προβάλλεται, όμως, αλυσιτελώς, καθώς η αίτηση ήδη έχει κριθεί ότι ασκείται παραδεκτώς μόνον για το ως άνω ποσό. Tέλος, ζητούν να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικασθεί η αντίδικος του στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρος της αιτούσας στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και από τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι μεταξύ των οποίων είναι και τα έγγραφα που προσάγονται σε πλήρη ή αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: H αιτούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» με τον διακριτικό τίτλο «…» αποτελεί ελληνική ανώνυμη εταιρεία (έδρα στον …), με μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και προήλθε από την συγχώνευση με απορρόφηση των ανώνυμων εταιρειών … από την ανώνυμη εταιρεία …, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. … απόφαση του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, που καταχωρήθηκε την 30η-10-2010 στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών. Η ως άνω εταιρεία που ασχολείται στον τομέα της λιανικής και χρονικής πωλήσεως ενδυμάτων και υποδημάτων, της εκμεταλλεύσεως πολυκαταστημάτων και της ταξιδιωτικής λιανικής, δραστηριοποιείται, εκτός της Ελλάδος και σε πολλές χώρες διεθνώς, μέσω των θυγατρικών εταιρειών που ιδρύει σε καθεμία από αυτές τις χώρες. Έτσι, για την άσκηση της ως άνω δραστηριότητας της αιτούσας έχει σχηματισθεί ένας όμιλος εταιρειών με μητρική εταιρεία και επικεφαλής την αιτούσα και δύο υποομίλους, με επικεφαλής του πρώτου την εταιρεία … …, που εδρεύει στο … και είναι θυγατρική της αιτούσας και ταυτόχρονα μητρική δεκαεπτά (17) θυγατρικών της στην Ασία και με επικεφαλής του δευτέρου ομίλου την εταιρεία …, επίσης θυγατρική της αιτούσας και μητρική των θυγατρικών της σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αμερική. Υπό αυτήν την οργάνωση και μορφή και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 42 ε΄ και 90 επ. του Ν. 2190/1920, ως ίσχυαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήτοι κατά τα έτη 2017 και 2018, η αιτούσα – μητρική εταιρεία του συνόλου των ως άνω επιχειρήσεων συνέτασσε, για κάθε οικονομική χρήση, ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις με τις αλλοδαπές θυγατρικές της, που είναι επικεφαλής του κάθε υποομίλου, ήτοι την … … και την …, οι οποίες με την σειρά τους συνέτασσαν και κατέθεταν στην αιτούσα ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις με στοιχεία και για τις αλλοδαπές θυγατρικές τους, ώστε στις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις να παρουσιάζεται ολοκληρωμένη η κατάσταση του Ομίλου. Επισημαίνεται ότι η αιτούσα, όπως και κάθε θυγατρική της, διαθέτει ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, διατηρώντας τη νομική και οικονομική αυτοτέλεια της έναντι των λοιπών εταιρειών του Ομίλου. Την 31-12-2017, το τότε διοικητικό συμβούλιο της αιτούσας , στο οποίο συμμετείχαν με κυρίαρχο ρόλο ο πρώτος των καθ’ων με την ιδιότητα του Προέδρου, ο τέταρτος με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου και η πέμπτη με την ιδιότητα της Αντιπροέδρου (ο πρώτος ήταν μέτοχος με ποσοστό 35,08%), συνέταξε την ετήσια οικονομική έκθεση για την χρήση του έτους 2017, που περιείχε την χρηματοοικονομική κατάσταση της αιτούσας και τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις του Ομίλου, την οποία δημοσίευσε την 28η-4-2018..  Την 4η-5-2018, όμως, δημοσιεύθηκε έκθεση του επενδυτικού κεφαλαίου με την επωνυμία «…» με την οποία αμφισβητήθηκαν επιμέρους στοιχεία των δημοσιευθέντων ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων της ως άνω χρήσεως και ειδικότερα το μέγεθος του δικτύου των σημείων πωλήσεως (σύμφωνα με την έκθεση τα σημαία πωλήσεως ήταν σημαντικά λιγότερα από τα αναφερόμενα στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις), την διαδικτυακή της παρουσία, τις ηλεκτρονικές της πωλήσεις και το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων της, με τα παραπλανητικά στοιχεία να εντοπίζονται κυρίως στις ενοποιημένες καταστάσεις της εταιρείας  … … (όπως προπιθανολογήθηκε είναι θυγατρική της αιτούσας και μητρική των εταιρειών του ασιατικού υποομίλου). Με ανακοίνωση που εξέδωσε την ίδια ημέρα, η αιτούσα διέψευσε το περιεχόμενο της ως άνω εκθέσεως, ενώ την 25-5-2018 κατόπιν αιτήματος της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφάσισε την αναστολή της διαπραγματεύσεως των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Ακολούθως, την 14η-6-2018, η αιτούσα, συμμορφούμενη στο από 7-5-2018 σχετικό αίτημα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ανέθεσε στην διεθνή ελεγκτική εταιρεία με την επωνυμία «…» τον επανέλεγχο (o πρώτος έλεγχος είχε πραγματοποιηθεί από την ανεξάρτητη εταιρεία ορκωτών λογιστών με την επωνυμία «…», που συνέταξε την από 26-4-2018 έκθεση ελέγχου, χωρίς να διαπιστώσει τις παρατυπίες και τις ανακρίβειες που εντόπισε η …) των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών της καταστάσεων του 2017 και την 25η -6-2018 ανέθεσε την διενέργεια δικανικής –  αξιολογήσεως των πλέον πρόσφατων χρηματοοικονομικών καταστάσεων της … … και των θυγατρικών της στην εταιρεία …, η οποία την 26η-9-2018 ανακοίνωσε τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της έρευνας της, τα οποία μετέβαλλαν σημαντικά την εικόνα του Ομίλου σε σχέση με αυτήν που παρουσιαζόταν στις δημοσιευθείσες ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις για το 2018, για τις οποίες η εταιρεία που πραγματοποίησε τον αρχικό έλεγχο, ανακάλεσε την αίτηση της. Με βάση τα ευρήματα της ως άνω εκθέσεως, με την οποία επιβεβαιώθηκαν οι αμφιβολίες της …, προβλεπόταν σημαντική απομείωση για τις συμμετοχές και τις απαιτήσεις που υπάρχουν με την … … και τις θυγατρικές της στην Κίνα. Παράλληλα, κατόπιν εντολής της αιτούσας, η ανώνυμη ελεγκτική εταιρεία με την επωνυμία … διενήργησε διαχειριστικό έλεγχο σε αυτήν και συνέταξε τις αναμορφωμένες λογιστικές καταστάσεις της εταιρείας για την χρήση του 2017, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα της αιτούσας την 15η-7-2019. Υπό αυτές τις συνθήκες, την 26η-9-2018, ο πρώτος και η πέμπτη των καθ’ων παραιτήθηκαν από τα διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, ενώ ο τέταρτος υπέβαλε την παραίτηση του από το αξίωμα του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας την 16η-12-2019. Κατόπιν τούτου, την 14-2-2020, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση διορισμού προσωρινής διοικήσεως της αιτούσας και με την από 18-2-2020 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών διορίσθηκε νέο διοικητικό συμβούλιο. Παράλληλα, εκτός από τον έλεγχο και την αναμόρφωση των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων της για την χρήση του έτους 2017, η αιτούσα το Νοέμβριο του έτους 2018 ανέθεσε στην Διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου της να διενεργήσει έλεγχο των καταχωρήσεων στον υπ’ αριθμ. … δοσοληπτικό λογαριασμό που τηρούσε για τις συναλλαγές της με τον πρώτο των καθ’ων, καθώς η Διεύθυνση λογιστηρίου εντόπισε ότι εντός του έτους 2018, ο ως άνω λογαριασμός είχε χρεωθεί με το χρηματικό ποσό των 3.250.000 ευρώ και είχε πιστωθεί μόνον με 500.000 ευρώ. Ειδικότερα, μέσω του ως άνω δοσοληπτικού λογαριασμού, που τηρούνταν και πριν από το έτος 2018, η αιτούσα πραγματοποιούσε τις συναλλαγές της με τον πρώτο των καθ’ων. Την 1η-1-2018, ο λογαριασμός εμφάνιζε πιστωτικό υπόλοιπο 500.000 ευρώ, ήτοι η αιτούσα όφειλε το ως άνω ποσό στον πρώτο. Από την 21η3-2018, όμως, έως και την 4η-5-2018, χρεώθηκε με το χρηματικό ποσό των 2.750.000 ευρώ, ήτοι την 21η-3-2018 με 200.000 ευρώ, την 23η-3-2018 με 1.300.000 ευρώ, την 3η-4-2018 με 200.000 ευρώ, την 26η-4-2018 με 300.000 ευρώ, την 30η-4-2018 με 250.000 ευρώ και την 4η-5-2018 με 500.000 ευρώ, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός να εμφανίζει χρεωστικό υπόλοιπο 2.300.000 ευρώ, ήτοι η εταιρεία είχε απαίτηση κατά του πρώτου ύψους 1.800.000 ευρώ, εκ των οποίων ο πρώτος πίστωσε τον λογαριασμό με 500.000 ευρώ την 11η-6-2018, μειώνοντας το χρεωστικό υπόλοιπό σε 1.800.000 ευρώ, το οποίο αυξήθηκε εκ νέου στο χρηματικό ποσό των 2.300.000 ευρώ με χρέωση ύψους 500.000 ευρώ την 19η-10-2018. Από τον έλεγχο, λοιπόν, που διενήργησε στο κεντρικό ταμείο της αιτούσας ο εσωτερικός ελεγκτής της …, που εξετάσθηκε ενόρκως και ως μάρτυρας στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, επιβεβαιώθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 21η-3-2018 έως και 19-10-2018 πραγματοποιήθηκαν καταβολές συνολικού ύψους 3.250.000 ευρώ στον πρώτο των καθ’ων, με αποτέλεσμα ο … δοσοληπτικός λογαριασμός να παρουσιάζει την 19η-10-2018 χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 2.300.000 ευρώ, αφού από τις ως άνω καταβολές αφαιρέθηκε το πιστωτικό υπόλοιπο του προηγούμενου έτους ύψους 450.000 ευρώ κα το χρηματικό ποσό των 500.000 ευρώ που κατέθεσε ο πρώτος των καθ’ων στον λογαριασμό την 11η-6-2018. Ως προς την διαδικασία που τηρείτο για την εκταμίευση αυτών των χρηματικών ποσών, από τον έλεγχο του κεντρικού ταμείου προέκυψε ότι κατά παράβαση των κανόνων σχετικά με τις συναλλαγές που αφορούν σε διακίνηση μετρητών ύψους μεγαλυτέρου των 500 ευρώ και των αρχών διαφάνειας για την παροχή χρηματικών διευκολύνσεων από την αιτούσα  ο πρώτος των καθ’ων, υπέβαλε κάθε φορά προς το κεντρικό ταμείο προφορικά το αίτημα του για την καταβολή συγκεκριμένου ποσού, χωρίς προσδιορίζει την αιτία ή τον σκοπό για τον οποίο θα χρησιμοποιούσε τα χρήματα και ο ταμίας, με την συναίνεση και του τέταρτου των καθ’ων – διευθύνοντος συμβούλου, προχωρούσε στην καταβολή είτε με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό που του είχε υποδείξει ο πρώτος είτε με την καταβολή μετρητών, χωρίς να εκδίδει κανένα παραστατικό. Έτσι την 21-3-2018,, την 23η-3-2018, την 3η-4-2018 και την 4η-5-2018, τα χρηματικά ποσά που είχε αιτηθεί ο πρώτος μεταφέρθηκαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς που υπέδειξε (μάλιστα την 3η-4-2018 το χρηματικό ποσό του 1.300.000 ευρώ μεταφέρθηκε σε κοινό λογαριασμό του με τον τέταρτο των καθ’ων, όπως προκύπτει από την κίνηση του δοσοληπτικού λογαριασμού που περιέχεται στην έκθεση ελέγχου του …), ενώ την 26η-4-2018, την30η-4-2018 και την 19η-10-2018 καταβλήθηκαν από το κεντρικό ταμείο μετρητά χρήματα στον πρώτο. Ως προς την αιτία για την οποία καταβλήθηκαν τα ως άνω χρηματικά ποσά, από κανένα στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε ότι δόθηκαν σε εξόφληση κάποιας υποχρεώσεως της αιτούσας έναντι του πρώτου των καθ’ων ή ότι παραδόθηκαν στον πρώτο για να τα διαθέσει για την εξυπηρέτηση των σκοπών της αιτούσας ή ότι του χορηγήθηκαν ως δάνειο με υποχρέωση επιστροφής τους (ανεξαρτήτως της αντιθέσεως μίας τέτοιας συμβάσεως στο άρθρο 23 α΄ του Ν. 2190/1920). Συνεπώς το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (21-3 έως 19-10-2018) ο πρώτος των καθ’ων, εκμεταλλευόμενος την κυρίαρχη θέση του στην εταιρεία ως ο βασικότερος μέτοχος και Πρόεδρος του ΔΣ, έδινε εντολές στον ταμία και το λογιστήριο της αιτούσας και χωρίς να υπάρχει κάποια νόμιμη αιτία, του κατέβαλαν από το ταμείο της αιτούσας τα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά τα οποία καρπώθηκε, καθώς ούτε τα χρησιμοποίησε για τους σκοπούς της εταιρείας (να εξοφλήσει κάποια υποχρέωση της αιτούσας ή να τα επενδύσει στο όνομα της εταιρείας) ούτε είχε αναλάβει υποχρέωση επιστροφής τους σε αυτήν. Με βάση τα ανωτέρω, η προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου των καθ’ων, που την τέλεσε με την συνδρομή και του τέταρτου (όπως προπιθανολογήθηκε και προκύπτει ευθέως και από την έκθεση ελέγχου του …, έδινε εντολή και ο τέταρτος των καθ’ων για την εκταμίευση του) πληροί το πραγματικό της εκ προθέσεως παράνομης ιδιοποιήσεως χρηματικών ποσών από την αιτούσα και τελικώς της προκάλεσε ζημία ύψους 1.814.698,27 ευρώ, ήτοι ισόποση του υπολοίπου του υπ’ αριθμ. … πιστοδοτικού λογαριασμού κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως, όπως προκύπτει από το αντίγραφο κινήσεως του λογαριασμού που περιέχεται στην από 27-9-2019 έγκληση της αιτούσας κατά του πρώτου των καθ’ων για την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως (από τις κινήσεις του ως άνω λογαριασμού προκύπτει ότι μετά από τις από 23-1-2019 δύο χρεώσεις με τα χρηματικά ποσά των 13.264,43 ευρώ και των 716,92 ευρώ, ο πρώτος των καθ’ων επέστρεψε την 31η-7-2019 το χρηματικό ποσό των 500.000 ευρώ). Παρά δε τις επανειλημμένες οχλήσεις της αιτούσας, ο πρώτος των καθ’ων δεν προέβη σε καμία άλλη καταβολή, με αποτέλεσμα η συνολική ζημία της αιτούσας από την υπεξαίρεση που τέλεσε εις βάρος της ο πρώτος των καθ’ων με την συνδρομή του τέταρτου να ανέρχεται στο χρηματικό ποσό του 1.814.698,27 ευρώ, για την αποκατάσταση της οποίας ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο οι ως άνω των καθ’ων. Αντιθέτως από κανένα στοιχείο δεν πιθανολογείται ότι στις ως άνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις συμμετείχε με οιονδήποτε τρόπο η πέμπτη των καθ’ων, με αποτέλεσμα ως προς αυτήν η αίτηση να πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Με το νομίμως κατατεθέν, βέβαια, σημείωμα τους, ο πρώτος και ο τέταρτος των καθ’ων αρνούνται αιτιολογημένως ότι οι καταβολές των ως άνω χρηματικών ποσών, τις οποίες συνομολογούν, ήταν παράνομες και προκάλεσαν βλάβη στην αιτούσα, καθώς στην πραγματικότητα δόθηκαν σε μερική εξόφληση του χρηματικού ποσού των 39.000.000 δολ.ΗΠΑ με το οποίο ο πρώτος είχε χρηματοδοτήσει την θυγατρική της … …, επικεφαλής του ασιατικού υποομίλου, της οποίας ήταν Πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου. Ειδικότερα, ο πρώτος των καθ’ων εκθέτει ότι υπό την ως άνω ιδιότητα του αλλά και ως ο μεγαλύτερος μέτοχος του Ομίλου, κατέβαλε, κατά το χρονικό διάστημα από 10η-5-2018 έως την 9η-7-2018, στην … … το χρηματικό ποσό του 1.240.000 ελβετικών φράγκων και των 4.800.000 ευρώ για την κάλυψη ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της, τα οποία είχε την ευχέρεια να αναζητήσει είτε από την θυγατρική είτε από την μητρική αιτούσα δεδομένου ότι αποτελούν ένα μεγαλύτερο σύνολο επιχειρήσεων, κοινών συμφερόντων που συντάσσουν ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Άλλωστε σύμφωνα με τους καθ’ων,  η ίδια τακτική ακολουθούνταν καθ’ όλη την διάρκεια λειτουργίας του Ομίλου, χωρίς ο πρώτος εξ αυτών να έχει εκδηλώσει πρόθεση ιδιοποιήσεως χρηματικών ποσών από το ταμείο της αιτούσας, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι για το έτος 2017 ο υπ’ αριθμ. … δοσοληπτικός λογαριασμός ήταν πιστωτικός κατά το χρηματικό ποσό των 450.000 ευρώ, ήτοι η αιτούσα όφειλε σε αυτόν, ενώ πιστωτικός κατά το χρηματικό ποσό των 39.000.000 ευρώ είναι και ο δοσοληπτικός λογαριασμός που τηρεί η θυγατρική στο …. Μάλιστα εάν το Νοέμβριο του έτους 2018,  η αιτούσα δεν είχε διαγράψει την λογιστική εγγραφή της 19ης-10-2018 με την οποία ο δοσοληπτικός λογαριασμός του είχε πιστωθεί με το χρηματικό ποσό των 2.300.000 ευρώ που προερχόταν από μεταφορά κεφαλαίου από την θυγατρική της … …, δεν θα υπήρχε χρεωστικό υπόλοιπο, στο οποίο η αιτούσα θα μπορούσε να θεμελιώσει την εις βάρος της υπεξαίρεση. Συνοψίζοντας οι καθ’ων υποστηρίζουν ότι στα πλαίσια των ενδοεταιρικών συναλλαγών, ο πρώτος των καθ’ων χρηματοδοτούσε με σημαντικά κεφάλαια την θυγατρική … …, μέρος των οποίων του επιστρεφόταν από την αιτούσα, χωρίς η τακτική αυτή που ακολουθούσαν όλα τα χρόνια λειτουργίας του Ομίλου να προκαλεί ζημία στην αιτούσα, αφού τελικώς όλες οι εταιρείες του Ομίλου συνέτασσαν ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Τέλος, προβάλλουν και την ένσταση εξοφλήσεως, την οποία θεμελιώνουν στην καταβολή από τον πρώτο στην αιτούσα του χρηματικού ποσού των 2.000.000 ευρώ την 11η4-2019. Με βάση, όμως, τα ίδια αποδεικτικά μέσα, οι ως άνω ισχυρισμοί, κατά το μέρος που συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αιτήσεως δεν πιθανολογούνται ως βάσιμοι. Ειδικότερα, όπως συνομολογούν και οι διάδικοι, η κάθε εταιρεία του Ομίλου …, μητρική ή θυγατρική, εδρεύουσα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, διέθετε ξεχωριστή νομική προσωπικότητα με οργανωτική και οικονομική αυτοτέλεια, με αποτέλεσμα οι υποχρεώσεις της κάθε εταιρείας να βαρύνουν την ίδια και όχι τις υπόλοιπες εταιρείες του Ομίλου. Κατά το χρονικό διάστημα από 21-3-2018, η αιτούσα κατέβαλε από το ταμείο της στον πρώτο των καθ’ων το χρηματικό ποσό των 2.750.000 ευρώ, χωρίς να εισπράξει από εκείνο κάποιο χρηματικό ποσό, με αποτέλεσμα ο δοσοληπτικός λογαριασμός που τηρούσαν να έχει χρεωστικό υπόλοιπο 2.300.000 ευρώ. Δεν προσκομίζονται στοιχεία για τις χρεωπιστώσεις αυτού του λογαριασμού τα προηγούμενα έτη, παρά μόνον ότι την 1η-1-2018 είχε πιστωτικό υπόλοιπο 450.000 ευρώ (δεν υπάρχουν στοιχεία δηλαδή ότι ανεξαρτήτως του κύρους ή της αντιθέσεως αυτών των συναλλαγών στο άρθρο 23β του Ν. 2190/1920 υπήρχε η πρακτική ο πρώτος των καθ’ων να χρηματοδοτεί την εταιρεία ή το αντίστροφο με υποχρέωση επιστροφής αυτών των χρηματικών ποσών), με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ότι αυτά τα χρηματικά ποσά καταβλήθηκαν στα πλαίσια κάποιας συμφωνίας της αιτούσας με τον πρώτο των καθ’ων, ούτε άλλωστε ο τελευταίος επικαλείται κάτι σχετικό. Αντιθέτως όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τον πρώτο έγγραφα αλλά και από έκθεση ελέγχου του …, ο ίδιος, κατά το χρονικό διάστημα από 10-5-2018 έως 9-7-2018 στην θυγατρική … … το χρηματικό ποσό των 3.800.000 ευρώ και του 1.240.000 ελβετικών φράγκων, με την απαίτηση του κατ’ αυτής της εταιρείας μαζί με τις καταβολές από προηγούμενα έτη να ανέρχεται συνολικά στο χρηματικό ποσό των 39.000.000 ευρώ, τα οποία εισέπραττε τμηματικά από την αιτούσα που ήταν η μητρική της οφειλέτιδος του και ελεγχόμενη από τον ίδιο. Δηλαδή ο πρώτος των καθ’ων υποστηρίζει ότι τα χρηματικά ποσά που κατέβαλε στην θυγατρική της αιτούσας του επιστρέφονταν από την αιτούσα και επομένως, δεν είχε πρόθεση βλάβης της τελευταίας, αφού εισέπραττε απαιτήσεις που είχε κατά εταιρείας του Ομίλου. Ο ισχυρισμός του, όμως, αυτός δεν πιθανολογείται ως βάσιμος, καθώς από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι υπήρχε μία τέτοια συμφωνία μεταξύ θυγατρικής – μητρικής και πρώτου των καθ’ων, αφού αν οι καταβολές της αιτούσας δίνονταν έναντι εξοφλήσεως υποχρεώσεων της θυγατρικής της, τότε θα πιστωνόταν αντιστοίχως και ο δοσοληπτικός λογαριασμός που τηρούσε η θυγατρική για τις συναλλαγές της με τον πρώτο των καθ’ων. Αντιθέτως όπως προπιθανολογήθηκε κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, ο πρώτος των καθ’ων, εκμεταλλευόμενος την κυρίαρχη θέση στην αιτούσα και έχοντας την συναίνεση του τρίτου των καθ’ων, έδινε αυθαιρέτως σε εντολές προς το λογιστήριο και το ταμείο της αιτούσας για την καταβολή σε αυτών σημαντικών χρηματικών ποσών, τα οποία δεν είχε πρόθεση να τα επιστρέψει, όπως συνάγεται από τις από 21-2-2019 και 10-5-2019 απαντήσεις του στις οχλήσεις της αιτούσας, όπου επικαλέσθηκε τις ως άνω πληρωμές του προς την θυγατρική, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι ενδεχομένως για την καλύτερη προστασία του θα έπρεπε να καταβάλει απευθείας στην αιτούσα τα χρηματικά ποσά που διέθεσε στην θυγατρική, ώστε να μην έχει χρεωστικό υπόλοιπο ο δοσοληπτικός του λογαριασμός και να μην του καταλογίζεται ότι ιδιοποιήθηκε παρανόμως τα ως άνω χρηματικά ποσά από το ταμείο της αιτούσας. Μάλιστα, η πρόθεση του πρώτου των καθ’ων να ιδιοποιηθεί παρανόμως τα ως άνω χρηματικά ποσά και να μην τα επιστρέψει στην αιτούσα πιθανολογείται και από την λογιστική εγγραφή της από 19-10-2018 στον δοσοληπτικό λογαριασμό που τηρούσε η αιτούσα και με την οποία (εγγραφή) πραγματοποιήθηκε ακύρως, αφού δεν βρέθηκε κανένα παραστατικό για αυτή, μεταφορά κεφαλαίου ύψους 2.300.000 ευρώ από την … … στην αιτούσα, με αποτέλεσμα να αποσβεσθεί το χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 1.800.000 ευρώ και να υπάρχει πλέον πιστωτικό υπέρ του πρώτου ύψους 500.000 ευρώ το οποίο του καταβλήθηκε την ίδια ημέρα. Ήτοι με την ως άνω εγγραφή επιδιώχθηκε με κεφάλαιο προερχόμενο από την θυγατρική στο …, το οποίο άλλωστε δεν προκύπτει ότι εισέρευσε στο ταμείο της αιτούσας, να μηδενισθεί το χρέος του πρώτου στην αιτούσα και να εισπράξει και ο ίδιος 500.000 ευρώ. Έτσι ο πρώτος των καθ’ων από την 21η-3-2018 έως και την 19η-10-2018 είχε εισπράξει από την αιτούσα το χρηματικό ποσό των 2.300.000 ευρώ, χωρίς κάποια νόμιμη αιτία και χωρίς πρόθεση να τα επιστρέψει. Παράλληλα διατηρούσε και την απαίτηση ύψους 39.000.000 ευρώ κατά της … … αφού δεν προκύπτει ότι χρεώθηκε ισόποσα ο λογαριασμός του σε αυτήν μετά τις καταβολές από την αιτούσα. Τέλος ως αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί και η ένσταση εξοφλήσεως καθώς η από 11-4-2019 τραπεζική κατάθεση στον λογαριασμό της του χρηματικού ποσού των 2.000.000 ευρώ δεν έγινε από τον πρώτο των καθ’ων, αλλά από την … … και είχε αιτιολογία το δάνειο, χωρίς να πιθανολογείται από κάποιο στοιχείο ότι αφορούσε το χρεωστικό υπόλοιπο του πρώτου των καθ’ων. Άλλωστε ο τελευταίος ήδη γνώριζε ότι η αιτούσα αξίωνε την επιστροφή των χρημάτων που είχε εισπράξει από τον πιστοδοτικό λογαριασμό το έτος 2018 και επομένως, αν είχε συμφωνήσει με την θυγατρική να πληρώσει η ίδια την αιτούσα, θα αξίωνε να καταβληθεί πρώτα το χρηματικό ποσό από την θυγατρική στον ίδιο και ακολούθως αυτός να το καταβάλει στο όνομα του και για λογαριασμό του στην αιτούσα, όπως δηλαδή ανέφερε στην εξώδικη απάντηση της 10ης-5-2019. Περαιτέρω, η αιτούσα υποστηρίζει ότι για την καταβολή σε αυτήν του χρηματικού ποσού του 1.814.698,27 ευρώ, ευθύνεται, πέραν του πρώτου και τρίτου των καθ’ων και η δεύτερη, καθώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αντίστροφη άρση της νομικής της αυτοτέλειας. Ως προς το κρίσιμο αυτό ζήτημα από τα ίδια αποδεικτικά μέσα πιθανολογείται ότι η δεύτερη των καθ’ων αποτελεί μία εταιρεία που εδρεύει τυπικά στην …, αλλά στην πραγματικότητα στην Ελλάδα και το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο είναι το υπό σημαία … επαγγελματικό τουριστικό πλοίο αναψυχής με το όνομα …, το οποίο απέκτησε την 16η-7-2012 από τη ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…», η οποία είχε ιδρυθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3182/2003 τον Σεπτέμβριο του έτους 2005 από τον πρώτο των καθ’ων, προκειμένου να αποκτήσει την πλοιοκτησία του ως άνω πλοίου. Μοναδικός μέτοχος της και εκείνος που πραγματικά την ήλεγχε και την διοικούσε ήταν ο πρώτος των καθ’ων, ο οποίος το εκμεταλλευόταν οικονομικά βάσει της από 1ης-7-2005 και με αριθμ.πρωτ. … άδειας επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, ενώ έλαβε και επενδυτικό δάνειο ύψους 4.000.000 ευρώ από την τράπεζα …. Η απόφαση του πρώτου των καθ’ων να συστήσει τη … για να εκμεταλλεύεται το πλοίο, μέσω αυτής, δεν συνιστά συμπεριφορά καταχρηστική του θεσμού της νομικής της προσωπικότητας ή αντίθετη στα συναλλακτικά χρηστά ήθη, καθώς πράγματι το πλοίο αποκτήθηκε με κεφάλαια αποκλειστικά του πρώτου των καθ’ων, χωρίς να φαίνεται ότι ανήκει στον ίδιο, πλην, όμως, παρέμεινε κύριος του 100% των μετοχών της, με αποτέλεσμα να είναι υπέγγυες στους δανειστές του, οι οποίοι θα μπορούσαν να τις κατασχέσουν ως ειδικό περιουσιακό στοιχείο, σε που δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του. Ακολούθως την 16η-7-2012, η ως άνω …, κατόπιν αποφάσεως του πρώτου των καθ’ων μεταβίβασε την πλοιοκτησία του πλοίου στην δεύτερη των καθ’ων, η οποία είχε ιδρυθεί εκείνο το χρονικό διάστημα από τον ίδιο και αποκλειστικά για αυτόν τον σκοπό. Ειδικότερα όπως πιθανολογείται, το τότε διοικητικό συμβούλιο της αιτούσας, στο οποίο είχε κυρίαρχο ρόλο ο πρώτος των καθ’ων, συνέτασσε ήδη ανακριβείς ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, με αποτέλεσμα ο πρώτος των καθ’ων που γνώριζε την πραγματική οικονομική κατάσταση της αιτούσας, να σπεύσει να αποκρύψει το πλοίο από την περιουσία του. Για τον λόγο αυτό, μεταβίβασε το πλοίο, χωρίς τίμημα, από τη …, στην οποία διέτρεχε τον κίνδυνο να δεσμευθούν οι μετοχές του, στην δεύτερη των καθ’ων, η οποία ήταν μία εταιρεία χωρίς συναλλακτική οργάνωση και δράση και για την οποία θα μπορούσε να επικαλεσθεί την αυτοτέλεια της νομικής της προσωπικότητας, εάν στρέφονταν κατ’ αυτής οι δανειστές του για την κατάσχεση του πλοίου. Επισημαίνεται ότι οι δανειστές του πρώτου των καθ’ων ήταν πλέον αναγκασμένοι να στραφούν ευθέως κατά του πλοίου (με βάση την ανάστροφη άρση της αυτοτέλειας της δεύτερης), αφού η κατάσχεση των μετοχών της δεύτερης των καθ’ων, που παρέμεναν στην κατοχή του πρώτου, δεν θα ήταν ευχερής όπως στη … καθώς σε αυτήν την κατηγορία των εταιρειών δεν υπάρχουν στοιχεία για την ταυτότητα του πραγματικού μετόχου αλλά μόνον για το μοναδικό διευθυντή τους ή το νόμιμο εκπρόσωπο. Όπως προαναφέρθηκε την 4η-5-2019 το επενδυτικό κεφάλαιο … αμφισβήτησε τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της αιτούσας και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προχώρησε σε έλεγχο τους από το 2007 και την αναμόρφωση τους. Παράλληλα διενεργήθηκε και εσωτερικός λογιστικός έλεγχος από τον ελεγκτή … που κατέληξε ότι κατά το έτος 2018 εκταμιεύθηκε παρανόμως από το ταμείο και το λογιστήριο της εταιρείας το χρηματικό ποσό των 2.300.000 ευρώ, το οποίο κατέληξε στον πρώτο των καθ’ων είτε με την καταβολή μετρητών είτε με καταθέσεις στους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Κατόπιν τούτων και μετά την από 26-9-2018 παραίτηση του πρώτου και της πέμπτης των καθ’ων από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, η νέα διοίκηση της αιτούσας, την 30η-9-2019 υπέβαλε κατά του πρώτου των καθ’ων την από 27-9-2019 έγκληση για την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος. Υπό αυτές τις περιστάσεις και μετά τον από 18-2-2020 διορισμό νέου διοικητικού συμβουλίου της αιτούσας, ο πρώτος των καθ’ων, για να αποφύγει το ενδεχόμενο δεσμεύσεως των μετοχών του στην δεύτερη των καθ’ων, προχώρησε την 6η-3-2020, με έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό στην εικονική τους μεταβίβαση στον τρίτο των καθ’ων, ώστε ο τελευταίος να εμφανίζεται ως μοναδικός μέτοχος της δεύτερης που παρέμενε πλοιοκτήτρια του πλοίου, ενώ στην πραγματικότητα μοναδικός μέτοχος ήταν ο πρώτος. Παράλληλα την ίδια ημέρα ο πρώτος των καθ’ων για να αποκρύψει κάθε σχέση του με την δεύτερη των καθ’ων, παραιτήθηκε εικονικά και από το αξίωμα του μοναδικού της διευθυντή. Οι καθ’ων, βέβαια, αρνούνται την εικονικότητα της μεταβιβάσεως των μετοχών, πλην, όμως, οι ισχυρισμοί τους κρίνονται αβάσιμοι, καθώς όπως συνομολογείται, ο τρίτος των καθ’ων δεν κατέβαλε κάποιο τίμημα για την απόκτηση τους, στοιχείο που παραπέμπει ευθέως σε εικονικότητα (δεν γίνεται δεκτό ότι ο πρώτος των καθ’ων μεταβίβασε ένα περιουσιακό του στοιχείο αξίας 3.000.000 ευρώ χωρίς να αξιώσει κάποιο αντάλλαγμα), ενώ και μετά την μεταβίβαση, ο τρίτος των καθ’ων δεν προέβη σε καμία ενέργεια για την εκμετάλλευση του πλοίου, χωρίς να πιθανολογούνται ως βάσιμοι οι ισχυρισμοί του ότι η συμφωνία με τον πρώτο των καθ’ων ήταν να αποκτήσει χωρίς αντάλλαγμα τις μετοχές της δεύτερης, να μεταπωλήσει το πλοίο και από το τίμημα που θα εισπράξει να αποδώσει 3.000.000 ευρώ στον πρώτο, καθώς πέραν του ότι δεν πιθανολογείται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, μία τέτοια συμφωνία είναι παντελώς αντίθετη με την συναλλακτική πρακτική στις μεταβιβάσεις πλοίων αναψυχής και δεν θα εξασφάλιζε τον πρώτο των καθ’ων, ο οποίος εκμεταλλευόμενος το πλοίο από το 2005, διέθετε την ανάλογη εμπειρία σε αυτόν τον τομέα των συναλλαγών. Με βάση επομένως τα ανωτέρω, ο πρώτος των καθ’ων παραμένει μέχρι σήμερα ο μοναδικός μέτοχος, διευθυντής και ασκών την  διοίκηση της δεύτερης των καθ’ων, η οποία, όπως δέχεται το παρόν Δικαστήριο, από την 16η-7-2012 που απέκτησε την πλοιοκτησία του … δεν ανέπτυξε καμία δραστηριότητα για την εκμετάλλευση του, αλλά ιδρύθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τον πρώτο των καθ’ων με αποκλειστικό σκοπό το πλοίο να μην είναι υπέγγυο στους δανειστές του, όπως η αιτούσα, αφού θα ανήκε σε μία αλλοδαπή εταιρεία, στην οποία δεν θα ευχερής ο εντοπισμός του αληθινού μετόχου, όπως συνέβαινε με τη … στην οποία ανήκε μέχρι τότε το πλοίο. Με την συμπεριφορά του αυτή, ο πρώτος των καθ’ ων, για να πετύχει την επιδίωξη του, ήτοι το πλοίο … να μην είναι υπέγγυο αμέσως στην αιτούσα, χρησιμοποίησε την αυτοτέλεια της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης, κατά κατάχρηση του θεσμού της και για σκοπούς αντίθετους με εκείνους μίας ναυτιλιακής εταιρείας και αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά των συμφερόντων του ιδίου και βλάβης των δανειστών, όπως η αιτούσα. Συνεπώς η επίκληση από τους δύο πρώτους των καθ’ων της αυτοτέλειας της νομικής της προσωπικότητας της δεύτερης προβάλλεται καταχρηστικά, λόγω της προπεριγραφόμενης συμπεριφοράς του πρώτου, μοναδικού μετόχου και διευθυντή της, με αποτέλεσμα να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αντίστροφης άρσεως της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης των καθ’ων έναντι της αιτούσας για την απαίτηση που διατηρεί κατά του πρώτου και του τρίτου των καθ’ων και να υπέχει ευθύνη και αυτή για την ως άνω απαίτηση ύψους 1.814.698,27 ευρώ. Περαιτέρω πιθανολογείται ότι η δεύτερη των καθ’ων έχει μοναδικό περιουσιακό στοιχείο το προαναφερόμενο πλοίο, το οποίο όμως υπόκειται στους κινδύνους της θαλασσοπλοΐας και συνεπώς δεν αποκλείεται απώλεια αυτού με επακόλουθο την ματαίωση της ικανοποιήσεως των απαιτήσεων της αιτούσας, ενώ ο πρώτος και ο τέταρτος των καθ’ων κρίνονται αφερέγγυοι μετά και την δέσμευση περιουσιακών τους στοιχείων δυνάμει του υπ’ αριθμ. 4632/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, των υπ’ αριθμ. 133 και 136/2018 διατάξεων της Προέδρου της Αρχής Καταπολεμήσεως της Νομιμοποιήσεως Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της υπ’ αριθμ. 735/2019 διατάξεως της Ανακρίτριας του 35ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Επομένως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επικειμένου κινδύνου αποξενώσεως των καθ’ων από τα περιουσιακά τους στοιχεία και της επείγουσας περιπτώσεως να εξασφαλιστούν οι ως άνω βάσιμες αξιώσεις της αιτούσας, που εκτιμώνται ότι θα ανέλθουν στο χρηματικό ποσό των 3.000.000 ευρώ.

Συνοψίζοντας, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς τον τρίτο και την πέμπτη  των καθ’ων και γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη εν μέρει για τον πρώτο, δεύτερη και τέταρτο και να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας τους, μέχρι του χρηματικού ποσού των τριών εκατομμυρίων ευρώ (3.000.000) και ειδικά του υπό σημαία … τουριστικού – επιβατηγού επαγγελματικού πλοίου αναψυχής με το όνομα «…», με αριθμό νηολογίου … και ΔΔΣ 9ΗΒ3006, πλοιοκτησίας της δεύτερης. Εξάλλου, λαμβάνοντας υπόψη αφ’ ενός μεν ότι η ένδικη απαίτηση έχει χρηματικό χαρακτήρα αφ’ ετέρου δε ότι το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατασχέσεως είναι εξαιρετικά επαχθές, κρίνεται αναγκαίο να επιτραπεί, από τώρα, στον πρώτο, δεύτερη και τέταρτο των καθ’ων να αντικαταστήσουν την εις βάρος τους συντηρητική κατάσχεση, με το ηπιότερο μέτρο της εγγυοδοσίας. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της αιτούσας πρέπει να επιβληθεί εις βάρος του πρώτου, δεύτερης και τέταρτου των καθ’ων, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση ως προς τον τρίτο και την πέμπτη των καθ’ων.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο ως προς τον πρώτο, δεύτερη και τέταρτο των καθ’ων.

Δέχεται εν μέρει την αίτηση ως προς τον πρώτο, δεύτερη και τέταρτο  των καθ’ων.

Διατάσσει την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του πρώτου, δεύτερης και τέταρτου των καθ’ων και ειδικότερα ως προς την δεύτερη των καθ’ων του υπό σημαία … τουριστικού – επιβατηγού επαγγελματικού πλοίου αναψυχής με το όνομα «…», με αριθμό νηολογίου … και ΔΔΣ 9ΗΒ3006, πλοιοκτησίας της δεύτερης, για την εξασφάλιση της αναφερόμενης στο σκεπτικό απαιτήσεως της αιτούσας κατ’ αυτών και μέχρι του ποσού των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ.

Παρέχει την ευχέρεια σε καθέναν από τους πρώτο, δεύτερη και τέταρτο των καθ’ων να ματαιώσει ή σε περίπτωση επιβολής να αντικαταστήσει την διαταχθείσα εις βάρος του συντηρητική κατάσχεση με την παροχή εκ μέρους του ισόποσης εγγυοδοσίας υπέρ της αιτούσας και συγκεκριμένα με την κατάθεση στην Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τράπεζας που λειτουργεί στην Ελλάδα χρηματικού ποσού τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ..

Επιβάλει εις βάρος του πρώτου, δεύτερης και τέταρτου των καθ’ων μέρος των δικαστικών εξόδων της αιτούσας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ και εις βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα του τρίτου και της πέμπτης των καθ’ων τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 3H Νοεμβρίου 2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στον Πειραιά, την ίδια ημέρα απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς Βασίλειο Τζελέπη, Προέδρου Πρωτοδικών, λόγω προαγωγής του Πρόεδρου Πρωτοδικών Ιωάννη Μαλλούχου

 

Ο Δικαστής                                                      Γραμματέας

(Για τη δημοσίευση)