ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3306/2015
…
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-02-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος – ενάγοντος: Η. Ο. του Σ., κατοίκου Θ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Σαμαρά.
Της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο Λ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Διονύσιο Αμπάτη.
Ο καλών – ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 09-06-2011 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 13-02-2014, οπότε και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 3342/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε αυτό αναρμόδιο και παραπέμφθηκε η αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Δικαστηρίου τούτου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Ήδη η αγωγή αυτή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 13-06-2014 κλήση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το π.δ. 55/1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος» κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο και μεταγλωττίσθηκαν στη δημοτική όλες οι διατάξεις του ν. 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» και των τροποποιήσεών του. Ο νόμος αυτός τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις ρύπανσης α) των λιμανιών, των ακτών της χώρας και των ελληνικών χωρικών υδάτων από εγκαταστάσεις ή πλοία και δεξαμενόπλοια, με ελληνική ή ξένη σημαία, αλλά και από κάθε άλλη πηγή ρύπανσης και β) της ανοικτής θάλασσας από πλοία και δεξαμενόπλοια, με ελληνική ή ξένη σημαία, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων των Διεθνών Συμβάσεων που ισχύουν κάθε φορά (βλ. αρθρ. 2§1 του ως άνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο δέκατο παρ. 3 του ν. 2252/1994 και κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 55/1998, λαβόν τον ίδιο αριθμό 2§1). Σημειωτέον ότι η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών ή CLC «περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», η οποία υπογράφηκε το έτος 1969 στις Βρυξέλλες και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 314/1976, μετά δε την κύρωση και των πρωτοκόλλων των ετών 1976, 1984 και 1992 (π.δ. 81/1989 και 197/1995), ονομάζεται Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992), εφαρμόζεται μόνον επί πλοίων, τα οποία προορίζονται για τη μεταφορά χύδην πετρελαίου ως φορτίου. Επομένως, η Σύμβαση Ευθύνης 1992 δεν αφορά ρύπανση από διαφυγή πετρελαίου γενικώς, εκτός αν το συγκεκριμένο πλοίο εκ του οποίου η διαφυγή, χρησιμοποιείται για τη μεταφορά πετρελαίου (βλ. αρθρ. 1§1 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, βλ. επίσης και ΕφΠειρ 127/2009, ΕΝαυτΔ 2009,429, ΕΕμπΔ 2010,691, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, πρβλ. και ΟλΑΠ 23/2006, ΝοΒ 2007,666, ΝοΒ 2006,1797, ΕφΠειρ 133/2008, ΕΕμπΔ 2009,107, ΕΝαυτΔ 2008,221, ΠειρΝομ 2009,194, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Για όσες δε περιπτώσεις δεν εμπίπτουν στις προϋποθέσεις εφαρμογής της Διεθνούς αυτής Σύμβασης, εφαρμόζεται αποκλειστικά ο ως άνω ν. 743/1977, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 11 και 12 του οποίου, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το άρθρο δέκατο παρ. 1, 2, 4, 11 και 12 αντιστοίχως του ν. 2252/1994 και όπως κωδικοποιήθηκαν με το π.δ. 55/1998, λαβόντα τους ιδίους αριθμούς 1, 3, 11 και 12, προκύπτουν τα εξής: Απαγορεύεται η απόρριψη στις ακτές, στα λιμάνια και στα ελληνικά χωρικά ύδατα πετρελαίου, πετρελαιοειδών μιγμάτων, επιβλαβών ουσιών ή μιγμάτων αυτών και πάσης φύσεως αποβλήτων, λυμάτων και απορριμμάτων από τα οποία μπορεί να προκληθεί ρύπανση της θάλασσας και των ακτών (αρθρ. 3§1 περ. α΄). Ως πετρέλαιο νοείται κάθε τύπος πετρελαίου που περιλαμβάνει αργό πετρέλαιο, πετρέλαιο εξωτερικής καύσης, στερεά πετρελαιοειδή κατάλοιπα, πετρελαιοειδή απορρίμματα και προϊόντα απόσταξης, καθώς και κάθε άλλος τύπος που, άσχετα από τη σύνθεσή του, χαρακτηρίζεται ειδικά από τη Σύμβαση ως πετρέλαιο, ενώ ως πετρελαιοειδές μίγμα νοείται κάθε μίγμα που περιέχει πετρέλαιο όπως αυτό προσδιορίζεται από τον εν λόγω νόμο ή από τη Σύμβαση (αρθρ. 1 περ. ι΄ και ια΄). Ως απόρριψη νοείται η εκβολή ή διαφυγή οποιασδήποτε ουσίας στη θάλασσα και ως ρύπανση η παρουσία στη θάλασσα κάθε ουσίας, η οποία αλλοιώνει τη φυσική κατάσταση του θαλασσινού νερού ή το καθιστά επιβλαβές στην υγεία του ανθρώπου ή στην πανίδα και χλωρίδα των βυθών και γενικά ακατάλληλο για τις προβλεπόμενες κατά περίπτωση χρήσεις του (αρθρ. 1 περ. γ΄ και ιδ΄). Επίσης, ως εγκαταστάσεις νοούνται, μεταξύ άλλων, οι εταιρείες αποθήκευσης, διακίνησης και εμπορίας πετρελαιοειδών και επιβλαβών ουσιών, οι κάθε είδους λιμενικές εγκαταστάσεις και κάθε είδους επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στη θάλασσα, σε παράκτιους χώρους ή στην ενδοχώρα και χρησιμοποιούν τη θάλασσα και τις ακτές άμεσα ή έμμεσα για τις λειτουργικές τους ανάγκες ή έχουν άμεση ή έμμεση δυσμενή επίδραση στο θαλάσσιο περιβάλλον, ενώ ως Αρχή νοούνται τα Κεντρικά Λιμεναρχεία, Λιμεναρχεία και Υπολιμεναρχεία της Χώρας (αρθρ. 1 περ. δ΄ και στ΄). Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο προϊστάμενος ή διευθυντής της εγκατάστασης, καθώς και οι τυχόν εντεταλμένοι υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια Λιμενική Αρχή ή στο Υπουργείο και να λάβουν άμεσα κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης, ενεργώντας σύμφωνα με τα υφιστάμενα σχέδια αντιμετώπισης της ρύπανσης. Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο αυτός που προκάλεσε τη ρύπανση, οι συνυπεύθυνοι και οι τυχόν εντεταλμένοι αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στην έκταση που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις αντιμετώπισης της ρύπανσης, ευθυνόμενοι επιπρόσθετα για τις συνέπειες κάθε καθυστέρησης. Η Αρχή, αμέσως μόλις πληροφορηθεί περιστατικό ρύπανσης ή πρόδηλο και επικείμενο κίνδυνο πρόκλησης ρύπανσης, παίρνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, τον περιορισμό και την εξουδετέρωση των συνεπειών της, ενημερώνοντας σχετικά, τον ιδιοκτήτη ή αυτόν που εκμεταλλεύεται την εγκατάσταση. Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί και να συντονίζει ιδιωτικά μέσα και να ζητεί τη συνδρομή συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που διαθέτουν τα αναγκαία μέσα και τη σχετική πείρα για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών. Η χρησιμοποίηση των μέσων που ανήκουν σε Οργανισμούς και ιδιώτες γίνεται πάντοτε κάτω από τον έλεγχο της Αρχής, ενώ οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν το πλοίο ή την εγκατάσταση και αυτόν που με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε τη ρύπανση. Οι εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης εκτελούνται πάντοτε κάτω από την άμεση εποπτεία της Αρχής, η οποία εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους. Οι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης έχουν όλες τις ευθύνες του εντολοδόχου για τη λήψη των προβλεπομένων μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης και εκτελούν τις σχετικές εργασίες κάτω από την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αρχής, με ποινή ανάκλησης της άδειας που τους έχει χορηγηθεί (αρθρ. 11§§1-5 και 7). Για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση, καθώς και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση αυτής, υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαίτια τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο πρόκλησης αυτής (πταισματική ευθύνη) και μαζί μ’ αυτόν ευθύνονται εις ολόκληρον (αντικειμενική ευθύνη) ο ιδιοκτήτης της εγκατάστασης, αυτός που την εκμεταλλεύεται, αν δε αυτή ανήκει σε εταιρεία, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, καθώς και όποιος γενικά εκπροσωπεί τη μονάδα που ρυπαίνει (αρθρ. 12§1 περ. β΄).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, η οποία νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την από 13-06-2014 κλήση, ύστερα από την έκδοση της υπ’ αριθμ. 3342/2014, τελεσίδικης πλέον, απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της εν λόγω αγωγής το ως άνω Δικαστήριο και παραπέμφθηκε η υπόθεση για να δικασθεί από το αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Δικαστηρίου τούτου, ιστορούνται τα ακόλουθα: Ο ενάγων διατηρεί ατομική επιχείρηση με αποκλειστικό αντικείμενο δραστηριότητας την καταπολέμηση της θαλάσσιας ρύπανσης και τη διαχείριση στερεών και υγρών αποβλήτων. Η επιχείρησή του αυτή διαθέτει όλες τις απαιτούμενες άδειες και πιστοποιητικά, επαρκείς γνώσεις και εμπειρία, καθώς και το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό, τον εξοπλισμό και τα μέσα για την αποτελεσματική άσκηση της δραστηριότητάς της, έχει δε συνάψει σύμβαση συνεργασίας, σχετική με το αντικείμενο των εργασιών της, με τον Οργανισμό Λιμένος Βόλου. Την 22-02-2011 και περί ώρα 19:20 ειδοποιήθηκε από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Βόλου για την πρόκληση ρύπανσης σε κρηπίδωμα εντός του λιμένος Βόλου, η οποία έλαβε χώρα κατά τη διαδικασία μετάγγισης καυσίμων από βυτιοφόρα οχήματα της εναγομένης στον ως άνω λιμένα. Κατόπιν αυτού, συνεργείο της εν λόγω επιχείρησης έσπευσε άμεσα στην περιοχή του συμβάντος ενεργοποιώντας παράλληλα τον αναγκαίο αντιρρυπαντικό εξοπλισμό και μέσα αποτροπής θαλάσσιας ρύπανσης. Την ίδια ημέρα η εναγομένη ανέθεσε στην επιχείρηση του ενάγοντος την απορρύπανση της ρυπανθείσας περιοχής του ως άνω λιμένα, αναλαμβάνοντας η ίδια, ως υπαίτια της πρόκλησης της ρύπανσης, το κόστος εκτέλεσης των απαιτούμενων προς το σκοπό αυτό εργασιών. Σε εκτέλεση της ανωτέρω εντολής, το προσωπικό της επιχείρησης του ενάγοντος, πραγματοποιώντας όλες τις ενδεδειγμένες για τη συγκεκριμένη περίπτωση εργασίες με τη χρήση του κατάλληλου εξοπλισμού, κατόρθωσε να συλλέξει τα πετρελαιοειδή που είχαν διαρρεύσει κατά την προαναφερόμενη μετάγγιση καυσίμων και, τελικά, να αποτρέψει τη θαλάσσια ρύπανση του λιμένος Βόλου. Μετά το πέρας των εργασιών, ο ενάγων ενημέρωσε την εναγομένη για το σύνολο των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν και των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και για το συνολικό κόστος αυτών, το οποίο ανήλθε στο ποσό των 28.667 € και στο οποίο συμπεριλαμβανόταν τόσο η αμοιβή του όσο και οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την εκτέλεση της ανωτέρω εντολής. Αναλυτική παράθεση της κάθε επιμέρους εκτελεσθείσας εργασίας και του κάθε χρησιμοποιηθέντος υλικού καθώς και του κόστους αυτών γίνεται στο σχετικό πίνακα που εμπεριέχεται στην από 15-03-2011 επιστολή του ενάγοντος προς την εναγομένη, η οποία έχει ενσωματωθεί στην αγωγή. Εν συνεχεία, ο ενάγων εξέδωσε για τις ανωτέρω αιτίες προς την εναγομένη το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο συνολικού ποσού, μαζί με τον αναλογούντα Φ.Π.Α., 34.440 €. Ωστόσο, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του προς την εναγομένη, η τελευταία αρνείται να του καταβάλει το προαναφερόμενο ποσό. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το προαναφερόμενο ποσό των 34.440 € με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί αυτή (η εναγόμενη) στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρ. 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 και 46 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 3342/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε αυτό αναρμόδιο και παραπέμφθηκε η αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Δικαστηρίου τούτου, έχει καταστεί τελεσίδικη, αφού μετά την επίδοσή της προς την εναγομένη, που διενεργήθηκε κατά την 05-09-2014 (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), παρήλθε άπρακτη η τριακονθήμερη προθεσμία της εφέσεως. Μετά δε την τελεσιδικία της, η ως άνω παραπεμπτική απόφαση είναι υποχρεωτική τόσο για την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο έγινε η παραπομπή. Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1, 2§1, 3§1 και 12§1 του ν. 743/1977, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 55/1998, 293, 340, 345 και 346 ΑΚ, 907, 908§1 περ. στ΄ και 176 ΚΠολΔ. Ο δε ισχυρισμός της εναγομένης περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω αοριστίας, επειδή δεν συγκεκριμενοποιούνται σ’ αυτήν τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης έργου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι η υποχρέωση της ως άνω διαδίκου (εναγομένης) για την καταβολή των δαπανών που έγιναν για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση της ρύπανσης που προήλθε από την εγκατάστασή της, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι δαπάνες των εργασιών που εκτελέσθηκαν και των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν από την επιχείρηση του ενάγοντος προς το σκοπό αυτό, απορρέει από ενοχή εκ του νόμου (αρθρ. 12§1 του ν. 743/1977, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 55/1998 – βλ. και ΑΠ 332/2006, ΧρΙδΔ 2006,614, ΕΕμπΔ 2006,405, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) και όχι από σύμβαση έργου. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν η αγωγή, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ των ΤΑΧΔΙΚ, Ε.Τ.Α.Α. (Τ.Α.Ν.) και Ε.ΟΠ.Υ.Υ. και το ανάλογο χαρτόσημο (βλ. το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιώς με τα επικολληθέντα σε αυτό ένσημα του Ταμείου Νομικών και του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων).
Η εναγομένη, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά της συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και με τις προτάσεις της αρνείται την αγωγή, επιπλέον δε προβάλλει την ένσταση της παραγραφής των επίδικων αξιώσεων ισχυριζόμενη αφενός μεν ότι οι αξιώσεις αυτές υπόκειται στην ετήσια παραγραφή του άρθρου 289 του ΚΙΝΔ, αφετέρου δε ότι από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν οι εν λόγω αξιώσεις (ήτοι από την 31-12-2011) έως την άσκηση της υπό κρίσιν αγωγής (15-11-2013) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους. Η ένσταση αυτή παραδεκτώς προβάλλεται κατ’ αρθρ. 269 ΚΠολΔ, κατά την παρούσα συζήτηση της υπόθεσης, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της ενάγουσας, δεδομένου ότι σε περίπτωση παραπομπής κατ’ αρθρ. 46 ΚΠολΔ, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, ως πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία προτείνονται με ποινή απαραδέκτου οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, θεωρείται αυτή που γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, ήτοι, εν προκειμένω, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (βλ. ΕφΑθ 4322/1995, Δίκη 1996,1186). Τυγχάνει, ωστόσο, νόμω αβάσιμη και, ως εκ τούτου, απορριπτέα. Και τούτο διότι στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 του ΚΙΝΔ υπόκεινται αποκλειστικά οι περιοριστικά απαριθμούμενες στη διάταξη του άρθρου αυτού αξιώσεις (ήτοι οι αξιώσεις: 1) του πλοιάρχου και του πληρώματος για την πληρωμή των μισθών και λοιπών παροχών που πηγάζουν από τη σύμβαση ναυτολόγησης, 2) του πλοιοκτήτη κατά του πλοιάρχου ή του πληρώματος για τις κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους διαπραχθείσες απ’ αυτούς αδικοπραξίες, 3) εκ της χορηγήσεως υλικών ή τροφίμων, εκ της εκτελέσεως εργασιών για τη ναυπήγηση, επισκευή, εξοπλισμό ή εφοδιασμό του πλοίου και εκ των κατά τα άρθρα 45 και 46 του ΚΙΝΔ ενεργειών του πλοιάρχου, 4) εκ της συμβάσεως ναυλώσεως, μεταφοράς επιβατών ή πραγμάτων ως και εκ της μη εκτελέσεως ή μη προσήκουσας εκτελέσεως της συμβάσεως, 5) εκ γενικής αβαρίας προς πληρωμή συνεισφοράς και 6) εκ συγκρούσεως πλοίων για τις προξενηθείσες σε πρόσωπα ή πράγματα βλάβες ή ζημίες). Στις αξιώσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται οι προβλεπόμενες στη διάταξη του άρθρου 12§1 του ν. 743/1977, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 55/1998, απαιτήσεις τρίτων (όπως των επιχειρήσεων αντιμετώπισης της ρύπανσης) κατά του υπαιτίου της θαλάσσιας ρύπανσης και των προσώπων που ευθύνονται εις ολόκληρον μ’ αυτόν για τις δαπάνες αποτροπής ή εξουδετέρωσης της ρύπανσης, έστω και αν αυτή (η ρύπανση) προκλήθηκε στο πλαίσιο εφοδιασμού πλοίου με ναυτιλιακά καύσιμα. Οι ως άνω απαιτήσεις, εφόσον οι δικαιούχοι τους έχουν την ιδιότητα του εμπόρου (όπως συμβαίνει με τις επιχειρήσεις αντιμετώπισης θαλάσσιας ρύπανσης), υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται στον Αστικό Κώδικα για τις αξιώσεις των εμπόρων, των βιομηχάνων και των χειροτεχνών για εμπορεύματα που χορήγησαν, για την εκτέλεση εργασιών και για την επιμέλεια υποθέσεων άλλων, καθώς και για τις δαπάνες που έκαναν (αρθρ. 250 αρ. 1 ΑΚ). Η παραγραφή αυτή αρχίζει μόλις λήξει το έτος εντός του οποίου γεννήθηκαν οι εν λόγω απαιτήσεις και κατέστη δυνατή η δικαστική επιδίωξή τους (αρθρ. 253 σε συνδ. με 251 ΑΚ). Συνεπώς, οι ένδικες αξιώσεις του εμπόρου ενάγοντος δεν υπόκεινται στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 του ΚΙΝΔ, αλλά στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 του ΑΚ. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθούν αληθή τα εκτιθέμενα στις προτάσεις της εναγομένης, εφόσον η υπό κρίσιν αγωγή επιδόθηκε σ’ αυτήν τη 15-11-2013, εντός, δηλαδή, της προβλεπόμενης στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 250, 251 και 253 του ΑΚ πενταετίας από τη λήξη του έτους 2011, εντός του οποίου συνέπεσε η γέννηση των επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος και κατέστη δυνατή η δικαστική επιδίωξή τους, η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων διακόπηκε πριν τη συμπλήρωσή της (η οποία θα επερχόταν την 31-12-2016).
Από τη συνεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων Α. Σ. του Δ. και Π. Γ. του Π. στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασής του, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και τα ταυτάριθμα με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 3342/2014 παραπεμπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πρακτικά, στα οποία εμπεριέχονται οι ένορκες καταθέσεις των ίδιων ως άνω μαρτύρων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 13-02-2014, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρεία δραστηριοποιείται στον κλάδο της εμπορίας πετρελαιοειδών και παράγωγων προϊόντων. Στο πλαίσιο της προαναφερόμενης δραστηριότητάς της συνήψε κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2011 σύμβαση πώλησης με την πλοιοκτήτρια εταιρεία του υπό σημαία Κομορών φορτηγού πλοίου με την ονομασία «….», δυνάμει της οποίας ανέλαβε τον εφοδιασμό του ως άνω πλοίου στο λιμένα του Βόλου με ποσότητα 101,85 μετρικών τόνων πετρελαίου ναυτιλίας τύπου 0,1% (gasoil 0,1%). Σε εκπλήρωση της σχετικής της υποχρέωσης από την ανωτέρω σύμβαση πώλησης, παρέδωσε κατά τις απογευματινές ώρες της 22-02-2011, μέσω των υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …, …, … και … Δ.Χ. βυτιοφόρων οχημάτων, αντιστοίχως 25,66, 25,19, 25,68 και 25,32 μετρικούς τόνους, και συνολικά 101,85 μετρικούς τόνους, του ως άνω τύπου ναυτιλιακού καυσίμου στο προαναφερόμενο πλοίο, ενώ αυτό ήταν προσδεδεμένο στην υπ’ αριθμ. 1 προβλήτα του εμπορικού λιμένα Βόλου. Για την εν λόγω πώληση εκδόθηκαν τα υπ’ αριθμ. …, …, … και … δελτία αποστολής και το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο πώλησης της εναγομένης. Ωστόσο, κατά τη διαδικασία της παράδοσης της πωληθείσας ποσότητας ναυτιλιακού καυσίμου στο πλοίο, υπήρξε διαρροή πετρελαίου από το σύστημα μετάγγισης του ενός από τα προαναφερόμενα βυτιοφόρα οχήματα, εξαιτίας της οποίας προκλήθηκε ρύπανση τόσο στο χερσαίο όσο και στο θαλάσσιο χώρο του ως άνω λιμένα πέριξ του σημείου της διαρροής. Ειδικότερα, όπως διαπιστώθηκε από τα όργανα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Βόλου, συνομολογείται δε και στις προτάσεις της εναγομένης, συνεπεία της παραλείψεως του οδηγού του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … βυτιοφόρου οχήματος, Ν. Ν. του Γ., να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διενέργεια της ως άνω πετρέλευσης με ασφάλεια, διέρρευσε στην ανωτέρω αναφερόμενη (υπ’ αριθμ. 1) προβλήτα του εμπορικού λιμένα Βόλου κατά τις απογευματινές ώρες της 22-02-2011 ποσότητα 300 περίπου λίτρων πετρελαίου ναυτιλίας τύπου 0,1% από το δίκτυο παροχής καυσίμου του βυτίου του παραπάνω οχήματος. Εν συνεχεία δε, και δη κατά τις πρωινές ώρες της 23-02-2011, υπολείμματα της ως άνω ποσότητας πετρελαίου διέρρευσαν, μέσω φρεατίου, το οποίο βρισκόταν πλησίον του σημείου της ανωτέρω διαρροής (σε απόσταση 4 – 5 μέτρων περίπου) και εκτεινόταν κατά μήκος του κρηπιδώματος της εν λόγω προβλήτας, καθώς και μέσω των ρωγμών (λόγω διαβρώσεως) του κρηπιδώματος αυτού, στη θαλάσσια περιοχή κατά μήκος της προβλήτας, με αποτέλεσμα να ρυπανθεί η θάλασσα σε έκταση 15 – 20 τ.μ. περίπου (βλ. τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. … απόφαση του Κεντρικού Λιμενάρχη Βόλου με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 3.000 € στον υπαίτιο της ρύπανσης οδηγό). Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τα αναφερόμενα στην κατάθεση του ενός από τους οδηγούς των προαναφερόμενων βυτιοφόρων οχημάτων, Π. Γ. του Π., ο οποίος εξετάσθηκε ως μάρτυρας στο ακροατήριο τόσο του Δικαστηρίου τούτου όσο και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι εν λόγω οδηγοί επιχείρησαν αρχικά να αντιμετωπίσουν την προκληθείσα ρύπανση με ίδια μέσα (απορροφητικές πετσέτες, κουβάδες κλπ). Η προσπάθειά τους αυτή δεν υπήρξε, όμως, επιτυχής, λόγω του ότι η ποσότητα των 300 λίτρων του διαρρεύσαντος πετρελαίου ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τα αντιρρυπαντικά μέσα που διέθεταν αυτοί. Για το λόγο αυτό, τα αρμόδια όργανα της εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία ασκεί τη διοίκηση και την εκμετάλλευση των χώρων της Ζώνης του λιμένος Βόλου που ανήκει στη δικαιοδοσία της, μεταξύ των οποίων και αυτού στον οποίο προκλήθηκε η ένδικη ρύπανση, απευθύνθηκαν περί ώρα 19:20 της 22-02-2011, αμέσως μόλις ενημερώθηκαν, δηλαδή, για το περιστατικό της διαρροής από τον πράκτορα του ως άνω πλοίου, στην ατομική επιχείρηση του ενάγοντος, η οποία έχει αντικείμενο δραστηριότητας την καταπολέμηση της θαλάσσιας ρύπανσης και τη διαχείριση στερεών και υγρών αποβλήτων και με την οποία έχει καταρτίσει σχετική σύμβαση συνεργασίας η ως άνω εταιρεία (…). Η ατομική επιχείρηση αυτή, η οποία φέρει το διακριτικό τίτλο «…», εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και διατηρεί υποκατάστημα εντός του λιμένος Βόλου, αναλαμβάνει την απορρύπανση των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών με ειδικό αντιρρυπαντικό εξοπλισμό και εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό έναντι αμοιβής. Ειδικότερα, για το περιστατικό της διαρροής ειδοποιήθηκε ο υπεύθυνος του υποκαταστήματος Βόλου της ως άνω επιχείρησης, Α. Σ. του Δ., ο οποίος εξετάσθηκε ως μάρτυρας στο ακροατήριο τόσο του Δικαστηρίου τούτου όσο και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο συγκεκριμένος μάρτυρας μετέβη άμεσα (ήτοι περί ώρα 20:00 της 22-02-2011) στο σημείο της προβλήτας όπου είχε διαρρεύσει το πετρέλαιο για να διαπιστώσει την ύπαρξη και την έκταση της ρύπανσης και να προβεί στην εκτίμηση των αναγκαίων εργασιών και υλικών για την αντιμετώπισή της. Λόγω, όμως, του ήδη επελθόντος νυκτερινού σκότους, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατόν. Την ίδια ημέρα (22-02-2011), η εναγομένη ανέλαβε εγγράφως, ως προστήσασα τον οδηγό του ρυπογόνου βυτιοφόρου οχήματος, την ευθύνη καθώς και τις δαπάνες για την αποκατάσταση της προκληθείσας στην ως άνω προβλήτα του λιμένος Βόλου ρύπανσης από τη διαρροή πετρελαίου από τα προαναφερόμενα τέσσερα βυτιοφόρα οχήματά της κατά τη διαδικασία εφοδιασμού του πλοίου «….» με καύσιμα (βλ. τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 22-02-2011 επιστολή που απέστειλε τηλεομοιοτυπικά η εναγομένη προς την εταιρεία «….»). Συγχρόνως, ο εκπρόσωπος της ανωτέρω διαδίκου, κ. Μ., επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον ως άνω μάρτυρα (Α. Σ.) και του ζήτησε να προβεί σε εκτίμηση του κόστους των απαιτούμενων εργασιών απορρύπανσης, το οποίο είχε αναλάβει να επωμισθεί η εταιρεία του (δηλ. η εναγομένη). Ο Α. Σ. αρνήθηκε να προβεί σε τέτοια εκτίμηση, αφού δεν ήταν σε θέση λόγω του σκότους να διαπιστώσει την έκταση της ρύπανσης, όπως προεκτέθηκε, και σε κάθε περίπτωση επειδή για τον καθορισμό του είδους και της χρονικής διάρκειας των αντιρρυπαντικών εργασιών που επρόκειτο να εκτελεσθούν αποκλειστικά αρμόδια ήταν τα λιμενικά όργανα σύμφωνα με το νόμο (βλ. τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 743/1977, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 55/1998). Εν συνεχεία, ο ως άνω εκπρόσωπος της εναγομένης επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον ενάγοντα ο οποίος τον ενημέρωσε γενικά για τον τρόπο κοστολόγησης των εργασιών που εκτελεί και των υλικών που χρησιμοποιεί η ατομική του επιχείρηση σε κάθε περίπτωση ρύπανσης που καλείται να αντιμετωπίσει, χωρίς όμως να προσδιορίσει το κόστος των εργασιών και υλικών που απαιτούνταν για την ένδικη ρύπανση, αφού κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό πριν την ολοκλήρωση των συγκεκριμένων εργασιών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Απέστειλε, όμως, ο ενάγων την ίδια ημέρα στην εναγομένη, μέσω τηλεομοιοτυπίας, τον μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο αναλυτικό τιμοκατάλογο με τις πάγιες σχετικές χρεώσεις της επιχείρησής του. Για το ύψος των χρεώσεων αυτών δεν προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου ότι υπήρξε αντίλογος εκ μέρους της εναγομένης, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι έγιναν αποδεκτές απ’ αυτήν ως βάση υπολογισμού της καταβλητέας αμοιβής του ενάγοντος. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι πρόταση του ενάγοντος, έστω και προφορική, προς την εναγομένη για την ανάληψη του έργου της αποκατάστασης της ένδικης ρύπανσης έναντι προκαθορισθείσας αμοιβής ύψους 6.000 € ουδέποτε υπήρξε. Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Προσέτι, αποδεικνύεται ότι η έκταση της ρύπανσης στο χώρο της προβλήτας και το θαλάσσιο χώρο πλησίον αυτής κατέστη δυνατό να προσδιορισθεί από τα λιμενικά όργανα που είχαν επιληφθεί του συμβάντος και από τον προαναφερόμενο μάρτυρα Α. Σ. κατά τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας (23-02-2011), όταν και διαπιστώθηκε το πρώτον η διαρροή ποσότητας πετρελαίου στη θάλασσα. Κατόπιν αυτού, δόθηκε εντολή προς τον ενάγοντα από το Γραφείο Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Βόλου να μεριμνήσει για τον άμεσο, εντός της ίδιας ημέρας, καθαρισμό των φρεατίων της ως άνω προβλήτας, προκειμένου να αποτραπεί η κατάληξη στη θάλασσα της συσσωρευθείσας σ’ αυτά ποσότητας πετρελαιοειδών. Επιπλέον, του επισημάνθηκε ότι οιαδήποτε καθυστέρηση θα είχε ενδεχομένως ως συνέπεια, σε περίπτωση επιδείνωσης των καιρικών συνθηκών, την πρόκληση εκτεταμένης ρύπανσης της θαλάσσιας περιοχής του λιμένος Βόλου από πετρελαιοειδή (βλ. το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. πρωτ. 2412.2/01/11/23-12-2011 έγγραφο της ως άνω Υπηρεσίας που απεστάλη στον ενάγοντα μέσω τηλεομοιοτυπίας την ίδια ημέρα). Εν συνεχεία, ο ανωτέρω μάρτυρας (Α. Σ.) ειδοποίησε τα μέλη του προσωπικού της επιχείρησης του ενάγοντος που απασχολούντο στο υποκατάστημά της στο Βόλο να σπεύσουν, με το σχετικό εξοπλισμό, στο χώρο όπου είχε εκδηλωθεί η ρύπανση, ώστε να ξεκινήσουν άμεσα οι εργασίες αντιμετώπισής της. Με την άφιξη αυτών στον ως άνω χώρο, συγκροτήθηκε ένα τετραμελές συνεργείο, απαρτιζόμενο από τον ίδιο τον Α. Σ., ως διευθυντή των επιχειρήσεων, τον Γ. Π., οδηγό του οχήματος της επιχείρησης που μετέφερε τον απαραίτητο εξοπλισμό στον ανωτέρω τόπο, και τους Μ. Κ. και Κ. Ι., τεχνικούς (εργάτες). Επιπλέον, την ίδια ημέρα μετέβη στο λιμένα του Βόλου, προερχόμενος από την έδρα της επιχείρησης στη Θεσσαλονίκη, ο τεχνικός ασφαλείας αυτής. Έκτοτε, και κατά τις ημέρες που ακολούθησαν, το ως άνω συνεργείο εκτέλεσε, με τη χρήση του κατάλληλου εξοπλισμού, τις σχετικές εργασίες απορρύπανσης υπό την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις των λιμενικών οργάνων. Ειδικότερα, τα μέλη του εν λόγω συνεργείου προέβησαν εξαρχής, με τη χρήση βοηθητικού σκάφους (μηχανοκίνητης λέμβου), στην τοποθέτηση ενός πλωτού φράγματος μήκους 25 μέτρων στη θαλάσσια περιοχή κατά μήκος της προβλήτας, προκειμένου να εγκλωβίσουν εντός αυτού την ποσότητα πετρελαίου που είχε ήδη διαρρεύσει στη θάλασσα. Η τοποθέτηση ενός μόνο πλωτού φράγματος με το προαναφερόμενο μήκος ήταν αρκετή για τον ανωτέρω σκοπό, καθώς, όπως προεκτέθηκε, η έκταση της θαλάσσιας ρύπανσης δεν υπερέβη τα 15 – 20 τ.μ., η δε διαρροή του πετρελαίου προς τη θάλασσα έγινε μέσω ενός μόνο από τα υφιστάμενα στην προβλήτα φρεάτια. Τα ανωτέρω προκύπτουν σαφώς από την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. … απόφαση του Κεντρικού Λιμενάρχη Βόλου, δεν αναιρούνται δε από το περιεχόμενο του ανωτέρω αναφερόμενου υπ’ αριθμ. πρωτ. … εγγράφου του Γραφείου Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Βόλου, όπου γίνεται λόγος για συσσώρευση ποσότητας πετρελαιοειδών σε απροσδιόριστο αριθμό φρεατίων (και όχι σε ένα μόνο). Τούτο επειδή η ανωτέρω απόφαση του Κεντρικού Λιμενάρχη Βόλου εκδόθηκε δύο περίπου μήνες μετά το ένδικο συμβάν, σε χρόνο, δηλαδή, κατά τον οποίο είχαν περατωθεί οι σχετικές αντιρρυπαντικές εργασίες και είχε καταστεί εφικτός ο ακριβής προσδιορισμός τόσο του σημείου διαρροής του πετρελαίου προς τη θάλασσα όσο και της έκτασης της προκληθείσας ρύπανσης από τα αρμόδια λιμενικά όργανα, ώστε να επιβληθεί και το ανάλογο πρόστιμο στον υπαίτιο οδηγό του βυτιοφόρου από το οποίο προήλθε η διαρροή πετρελαίου. Βασιζόμενος στη διατύπωση του ως άνω εγγράφου του Γραφείου Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Βόλου, ο μάρτυρας Α. Σ. ισχυρίζεται αφενός μεν ότι τα πετρελαιοειδή διέρρευσαν προς τη θάλασσα μέσω τριών, και όχι ενός μόνο, φρεατίων, τα οποία απείχαν, μάλιστα, μεταξύ τους 30 μέτρα το καθένα (ήτοι συνολικά 60 μέτρα), αφετέρου δε ότι θαλάσσια ρύπανση υπήρξε σε τρεις διαφορετικές περιοχές (εκεί δηλαδή όπου βρισκόταν η απόληξη του καθενός από τα τρία προαναφερόμενα φρεάτια) και είχε έκταση 75 τ.μ. περίπου κάθε φορά, συνολικά, δε, υπερέβαινε τα 200 τ.μ. Σε συνέπεια με τους ανωτέρω ισχυρισμούς του, ο εν λόγω μάρτυρας αναφέρει ότι για τον εγκλωβισμό της ποσότητας πετρελαίου που διέρρευσε στη θάλασσα χρησιμοποιήθηκαν τρία (και όχι ένα) πλωτά φράγματα, μήκους 25 μέτρων το καθένα. Πλην, όμως, οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν κρίνονται πειστικοί από το Δικαστήριο καθώς έρχονται σε πλήρη αντίθεση με γεγονότα, την αλήθεια των οποίων διαπίστωσαν και βεβαίωσαν εγγράφως τα καθ’ ύλην αρμόδια λιμενικά όργανα. Είναι δε βέβαιο ότι αν η συνολική έκταση της θαλάσσιας ρύπανσης είχε πράγματι υπερβεί τα 200 τ.μ., τούτο θα είχε επισημανθεί κατά τη βεβαίωση της σχετικής παράβασης από τη Λιμενική Αρχή και θα είχε ληφθεί υπ’ όψιν για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε σχετικά. Άλλωστε, ούτε από την επισκόπηση των φωτογραφιών του χώρου της προβλήτας και του θαλάσσιου χώρου πλησίον αυτής, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα, προκύπτει ότι είχαν τοποθετηθεί στον ως άνω θαλάσσιο χώρο περισσότερα του ενός πλωτά φράγματα, αφού στις φωτογραφίες αυτές ένα μόνο φράγμα απεικονίζεται. Περαιτέρω, το μοναδικό πλωτό φράγμα (μήκους 25 μέτρων) που τοποθετήθηκε από το συνεργείο της επιχείρησης του ενάγοντος, συγκρατείτο από δύο κάβους που ήταν δεμένοι σε αντίστοιχες δέστρες της προβλήτας (βλ. τη φωτογραφική απεικόνιση του φράγματος), καθώς και από μία άγκυρα. Όπως δε αποδεικνύεται από την κατάθεση του μάρτυρα Α. Σ., το φράγμα αυτό παρέμεινε στην ως άνω θαλάσσια περιοχή επί πέντε συνεχή εικοσιτετράωρα μεταξύ της 23-02-2011 και της 28-02-2011, οπότε και επετράπη η απομάκρυνσή του από τη Λιμενική Αρχή, όταν πλέον κατέστη βέβαιο ότι δεν υπήρχε περίπτωση διαρροής άλλης ποσότητας πετρελαίου στη θάλασσα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην ίδια ως άνω κατάθεση, το μεγαλύτερο μέρος της εγκλωβισθείσας στο ως άνω φράγμα ποσότητας πετρελαίου συνελέγη με τη χρήση απορροφητικών υλικών, και συγκεκριμένα ειδικών φραγμάτων («λουκάνικων») τύπου SPC 510, συνολικού μήκους 75 μέτρων, και πετσετών, ενώ το υπόλοιπο αυτής, που δεν κατέστη δυνατόν να συλλεγεί με τα ανωτέρω απορροφητικά υλικά, απομακρύνθηκε με τη χρήση διασκορπιστικού υλικού. Περαιτέρω, για την απομάκρυνση της ποσότητας πετρελαίου που είχε παραμείνει στην επιφάνεια της προβλήτας χρησιμοποιήθηκε μεγάλη ποσότητα πριονιδιού με πυρηνόξυλο, το ακριβές μέγεθος της οποίας, όμως, δεν δύναται να προσδιορισθεί με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου. Και τούτο διότι η μόνη μνεία στην ποσότητα αυτή γίνεται στην κατάθεση του μάρτυρα Α. Σ., η οποία, όμως, κρίνεται απολύτως αναξιόπιστη ως προς το σημείο τούτου, αφού ο συγκεκριμένος μάρτυρας, εξεταζόμενος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προσδιόρισε την ποσότητα αυτή αρχικά στους τρεις και στη συνέχεια στους πέντε τόνους, ενώ κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου την προσδιόρισε στους οκτώ τόνους. Αφού το πριονίδι παρέμεινε απλωμένο στην προβλήτα επί μία ημέρα, απορροφώντας την ως άνω ρυπογόνα ουσία, συνελέγη την επομένη, μαζί με το χώμα και τα υπολείμματα χύδην φορτίων (σιτηρά, λιπάσματα κλπ) τα οποία είχαν χυθεί επί της προβλήτας κατά τη διάρκεια προηγούμενων φορτοεκφορτώσεων και είχαν εμποτισθεί με το διαρρεύσαν πετρέλαιο, και τοποθετήθηκε σε ειδικό κάδο που είχε εναποτεθεί για το σκοπό αυτό στον ως άνω χώρο από τρίτη εταιρεία (την εδρεύουσα στη … εταιρεία διαχείρισης αποβλήτων με την επωνυμία «….»), στην οποία ο ενάγων είχε αναθέσει περαιτέρω την απομάκρυνση των αποβλήτων που επρόκειτο να συλλεγούν (δηλαδή των απορροφητικών υλικών που θα χρησιμοποιούνταν και των άλλων ρυπανθέντων υλικών) κατά την εκτέλεση των αντιρρυπαντικών εργασιών. Η συλλογή αυτή διενεργήθηκε από τα μέλη του ως άνω συνεργείου, κατά κύριο λόγο μέσω μηχανοκίνητης σκούπας και κατ’ εξαίρεση με τα χέρια στα σημεία της προβλήτας όπου δεν ήταν δυνατή η χρήση μηχανικού μέσου (όπως εκεί όπου υπήρχαν ρωγμές λόγω διάβρωσης ή κατά μήκος των ραγών των γερανών φορτοεκφόρτωσης). Επιπλέον, επειδή εντός του φρεατίου μέσω του οποίου διέρρευσε το πετρέλαιο στη θάλασσα είχαν απομείνει υπολείμματα του ως άνω καυσίμου, το συνεργείο της επιχείρησης του ενάγοντος κλήθηκε από τη Λιμενική Αρχή να προβεί στον καθαρισμό αυτού. Προς το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν ειδικές απορροφητικές πετσέτες, επιπροσθέτως δε ο ενάγων προέβη στη μίσθωση ειδικού αποφρακτικού οχήματος από τρίτη επιχείρηση (η οποία εδρεύει στο Βόλο, φέρει το διακριτικό τίτλο «…» και ασχολείται με τη διενέργεια αποφράξεων αποχετεύσεων). Τα ανωτέρω προκύπτουν από τα αναφερόμενα στην κατάθεση του Α. Σ., το δε μισθωθέν όχημα απεικονίζεται στις φωτογραφίες που προσκομίζονται από τον ενάγοντα. Την 25-02-2011, ο ειδικός κάδος της εταιρείας «….», στον οποίο είχαν τοποθετηθεί τα απορροφητικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν (πριονίδι, λουκάνικα, πετσέτες) καθώς και τα υπόλοιπα υλικά που ρυπάνθηκαν (χώμα, υπολείμματα χύδην φορτίων) και συνελέγησαν από τα μέλη του συνεργείου της επιχείρησης του ενάγοντος, παρελήφθη από το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … ανατρεπόμενο φορτηγό όχημα της ως άνω εταιρείας («….») και μεταφέρθηκε σε ειδικό χώρο επεξεργασίας εκτός του λιμένος Βόλου. Το συνολικό βάρος των ως άνω αποβλήτων ανήλθε στους 14,82 τόνους (βλ. το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. … έντυπο αναγνώρισης για συλλογή και μεταφορά επικίνδυνων αποβλήτων που συντάχθηκε από την προαναφερόμενη εταιρεία). Την ίδια ημέρα (25-02-2011) ολοκληρώθηκαν και οι εργασίες που ανέλαβε να εκτελέσει το συνεργείο της επιχείρησης του ενάγοντος. Ωστόσο, το πλωτό φράγμα που είχε τοποθετηθεί απ’ αυτό στο θαλάσσιο χώρο πλησίον της ανωτέρω προβλήτας, παρέμεινε εκεί μέχρι την 28-02-2011, όπως προεκτέθηκε. Μετά το πέρας των εργασιών, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη εξουδετέρωση της προκληθείσας ρύπανσης, ο ενάγων απέστειλε στην εναγομένη τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 15-03-2011 επιστολή του, με την οποία την ενημέρωνε ότι το συνολικό κόστος των εργασιών που εκτελέσθηκαν και των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν ανήλθε στο ποσό των 28.667 €, παραθέτοντας, συγχρόνως και πίνακα με τις επιμέρους χρεώσεις για κάθε εργασία και υλικό. Την 31-03-2011 εξέδωσε για τις ανωτέρω αιτίες προς την εναγομένη το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο συνολικού ποσού, μαζί με τον αναλογούντα Φ.Π.Α. ποσοστού 23%, 34.440 €, το οποίο η τελευταία ουδέποτε του κατέβαλε. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το σύνολο των προεκτεθέντων, σε συνδυασμό με τις πάγιες χρεώσεις της επιχείρησης του ενάγοντος για την αντιμετώπιση περιστατικών ρύπανσης που περιέχονται στον αναλυτικό τιμοκατάλογο που απέστειλε αυτός, πριν την έναρξη των ένδικων αντιρρυπαντικών εργασιών, στην εναγομένη και αποδέχθηκε η τελευταία ως βάση υπολογισμού της καταβλητέας αμοιβής του ενάγοντος, το ύψος της αμοιβής αυτής υπολείπεται σημαντικά του αιτούμενου από εκείνον ποσού. Ειδικότερα: Α) Όπως προαναφέρθηκε, η τοποθέτηση του πλωτού φράγματος στη θαλάσσια περιοχή κατά μήκος της υπ’ αριθμ. 1 προβλήτας του λιμένος Βόλου έγινε με τη χρήση βοηθητικού σκάφους (μηχανοκίνητης λέμβου), το πλήρωμα του οποίου αποτελείτο από τους δύο προαναφερόμενους τεχνικούς της επιχείρησης του ενάγοντος. Με τον ίδιο τρόπο διενεργήθηκε και η ανάκτηση του φράγματος. Επίσης, μέσω του βοηθητικού σκάφους πραγματοποιήθηκε και η ρίψη του διασκορπιστικού υλικού για την απομάκρυνση του υπολοίπου της εγκλωβισθείσας στο πλωτό φράγμα ποσότητας πετρελαίου, η οποία δεν κατέστη δυνατόν να συλλεγεί με τη χρήση απορροφητικών υλικών. Με βάση τα ανωτέρω και ενόψει του ότι αφενός μεν η χρέωση για τη χρήση βοηθητικού σκάφους εργασίας – ρίψης φραγμάτων γίνεται ανά ώρα και είναι 300 €, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο τιμοκατάλογο, αφετέρου δε η διάρκεια χρήσης του βοηθητικού σκάφους στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι δυνατόν να ήταν μικρότερη των τριών ωρών (ήτοι 1 ώρα για την τοποθέτηση του πλωτού φράγματος + 1 ώρα για την ανάκτηση αυτού + 1 ώρα για τη ρίψη του διασκορπιστικού υλικού), το συνολικό κόστος χρήσης του ανωτέρω σκάφους ανέρχεται στο ποσό των (300 €/ώρα χ 3 ώρες =) 900 €. Επιπλέον, δεδομένου ότι αφενός μεν η χρέωση για την απασχόληση των τεχνικών γίνεται ανά ημέρα και είναι 400 €, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο τιμοκατάλογο, αφετέρου δε οι δύο τεχνικοί που αποτελούσαν το πλήρωμα του σκάφους απασχολήθηκαν επί δύο τουλάχιστον ημέρες, αφού η τοποθέτηση και η ανάκτηση του πλωτού φράγματος έγιναν σε δύο διαφορετικές ημέρες, σε κάθε δε περίπτωση ήταν αυτοί που εκτέλεσαν και τις υπόλοιπες εργασίες απορρύπανσης στην προαναφερόμενη προβλήτα του λιμένος Βόλου, υπό τη διεύθυνση του Α. Σ., το συνολικό κόστος απασχόλησης των ανωτέρω τεχνικών ανέρχεται στο ποσό των (400 €/ημέρα χ 2 ημέρες χ 2 τεχνικοί =) 1.600 €. Επομένως, το κόστος της χρήσης του ανωτέρω βοηθητικού σκάφους και της απασχόλησης των ως άνω τεχνικών ανέρχεται συνολικά στο ποσό των (900 + 1.600 =) 2.500 €. Εφόσον, όμως, ο ενάγων ζητεί το ποσό των 1.760 € για τις ανωτέρω αιτίες, θα του επιδικασθεί το έλασσον αυτό ποσό. Β) Όπως, επίσης, προεκτέθηκε, το μήκος του πλωτού φράγματος, που παρέμεινε τοποθετημένο στη θαλάσσια περιοχή κατά μήκος της υπ’ αριθμ. 1 προβλήτας του λιμένος Βόλου επί πέντε συνεχή εικοσιτετράωρα (μεταξύ της 23-02-2011 και της 28-02-2011), ήταν 25 μέτρα. Ενόψει δε του ότι η χρέωση για τη χρήση του ως άνω πλωτού φράγματος γίνεται ανά μέτρο και ανά ημέρα και είναι 8 €, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο τιμοκατάλογο, το συνολικό κόστος χρήσης του φράγματος αυτού ανέρχεται στο ποσό των (8 €/μέτρο/ημέρα χ 5 ημέρες χ 25 μέτρα =) 1.000 € και όχι στο ποσό των 3.000 € που ζητεί ο ενάγων για τη συγκεκριμένη αιτία. Γ) Όπως αποδεικνύεται από την κατάθεση του μάρτυρα Α. Σ., κατά την εκτέλεση των ένδικων αντιρρυπαντικών εργασιών (οι οποίες διήρκεσαν επί δύο ημέρες, ήτοι την 23-02-2011 και την 24-02-2011), παρέμενε σε ετοιμότητα ένα βυτιοφόρο όχημα παραλαβής πετρελαιοειδών αποβλήτων, πιστοποιημένο κατά ADR, το οποίο ανήκε στον εξοπλισμό της επιχείρησης του ενάγοντος. Το όχημα αυτό θα χρησιμοποιείτο σε ενδεχόμενη διαρροή μεγαλύτερης ποσότητας πετρελαίου στη θάλασσα απ’ αυτήν που τελικά διέρρευσε πράγματι. Σε μια τέτοια περίπτωση το πετρέλαιο θα απομακρυνόταν από την επιφάνεια της θάλασσας μέσω ειδικών αντλιών (skimmers) και εν συνεχεία θα τοποθετείτο στο βυτίο του ως άνω οχήματος. Εφόσον, όμως, η ποσότητα ναυτιλιακού καυσίμου που διέρρευσε προς τη θάλασσα διαπιστώθηκε τελικά ότι ήταν τέτοιου μεγέθους, ώστε να επαρκεί για την απομάκρυνσή της η χρήση των προαναφερόμενων απορροφητικών υλικών (λουκάνικων, πετσετών) και του διασκορπιστικού υλικού, το βυτιοφόρο όχημα δεν χρησιμοποιήθηκε. Ενόψει δε του ότι αφενός μεν η χρέωση για την παραμονή τέτοιου οχήματος σε ετοιμότητα γίνεται ανά ώρα και είναι 100 € (ήτοι το ήμισυ της χρέωσης για τη χρήση αυτού), σύμφωνα με τον προαναφερόμενο τιμοκατάλογο, αφετέρου δε το ως άνω όχημα παρέμεινε σε ετοιμότητα στην προκείμενη περίπτωση επί ημίσεια τουλάχιστον ημέρα (12 ώρες), μέχρις ότου διαπιστωθεί, δηλαδή, το μέγεθος της ποσότητας πετρελαίου που διέρρευσε προς τη θάλασσα, το συνολικό κόστος για την παραμονή του συγκεκριμένου βυτιοφόρου οχήματος σε ετοιμότητα ανέρχεται στο ποσό των (100 €/ώρα χ 12 ώρες =) 1.200 €, το οποίο και ζητεί ο ενάγων για τη συγκεκριμένη αιτία. Δ) Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, για τον καθαρισμό του φρεατίου, μέσω του οποίου διέρρευσε το πετρέλαιο στη θάλασσα, από τα υπολείμματα του ως άνω καυσίμου που είχαν παραμείνει εντός αυτού, ο ενάγων προέβη στη μίσθωση ειδικού αποφρακτικού οχήματος από τρίτη επιχείρηση (με το διακριτικό τίτλο «…»). Το καταβληθέν μίσθωμα αποτελεί δαπάνη του ενάγοντος διενεργηθείσα στο πλαίσιο της εκτέλεσης των εργασιών απορρύπανσης που του ανατέθηκαν και, ως εκ τούτου, είναι αποδοτέα από την εναγομένη. Ωστόσο, ουδόλως αποδεικνύεται, το ύψος του ως άνω μισθώματος, ούτε, άλλωστε, ο ενάγων επικαλείται ότι δαπάνησε συγκεκριμένο ποσό για την αιτία αυτή. Επομένως, δεν πρέπει να αποδοθεί σ’ αυτόν το ποσό των 700 €, το οποίο ζητεί για τη χρήση ειδικού αποφρακτικού μηχανήματος, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει ή αποδεικνύει πως προκύπτει αυτό. Το αντίστοιχο αγωγικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Ε) Εξάλλου, ο ενάγων ζητεί την καταβολή συνολικού ποσού 800 € από την εναγομένη για την απασχόληση τριμελούς ομάδας έκτακτης ανάγκης γραφείου, αποτελούμενης από τον ίδιο ως γενικό διευθυντή/υπεύθυνο περιβάλλοντος, τον τεχνικό ασφαλείας … και τη γραμματέα …. Πέραν, όμως, του ως άνω τεχνικού ασφαλείας, ο οποίος πράγματι μετέβη στη ρυπανθείσα περιοχή από τη Θεσσαλονίκη προκειμένου να εποπτεύσει τις εργασίες απορρύπανσης, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, τα άλλα δύο από τα ανωτέρω πρόσωπα ουδόλως αποδεικνύεται ότι απασχολήθηκαν για την εκτέλεση του έργου που ανατέθηκε στην επιχείρηση του ενάγοντος από τη Λιμενική Αρχή. Ειδικότερα, από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι μόνες ενέργειες στις οποίες προέβη ο ενάγων ήταν να ενημερώσει τηλεφωνικά τον εκπρόσωπο της εναγομένης για τον τρόπο κοστολόγησης των εργασιών και των υλικών που θα απαιτούνταν για την αποκατάσταση της ρύπανσης και να του αποστείλει μέσω τηλεομοιοτυπίας τον αναλυτικό τιμοκατάλογο με τις σχετικές χρεώσεις της επιχείρησής του. Η δε γραμματέας …, ή οιαδήποτε άλλη διοικητική υπάλληλος της επιχείρησης του ενάγοντος, σε ουδεμία ενέργεια αποδεικνύεται ότι προέβη. Ο ισχυρισμός του μάρτυρα Α. Σ. ότι στο λιμένα του Βόλου αφίχθη από τη Θεσσαλονίκη και μία γραμματέας της επιχείρησης του ενάγοντος για να επιβλέπει το έργο δεν κρίνεται πειστικός καθώς αντίκειται στα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής η εκτέλεση εργασιών του είδους των επίδικων να εποπτεύεται από γραμματείς ή, γενικότερα, η γραμματειακή υποστήριξη τέτοιων εργασιών να διενεργείται επί τόπου, στο χώρο εκτελέσεώς τους. Με βάση τα ανωτέρω και ενόψει του ότι η χρέωση για την απασχόληση του τεχνικού ασφαλείας γίνεται ανά ημέρα και είναι 500 €, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο τιμοκατάλογο, στην προκείμενη δε περίπτωση η απασχόληση του τεχνικού ασφαλείας δεν υπερέβη τη μία ημέρα, δεδομένης και της μικρής επικινδυνότητας των εκτελεσθεισών εργασιών, το κόστος απασχόλησης αυτού ανέρχεται στο ποσό των (500 €/ημέρα χ 1 ημέρα =) 500 €, ως προς το οποίο πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό το αγωγικό κονδύλιο που αφορά την αμοιβή του ενάγοντος για την απασχόληση τριμελούς ομάδας έκτακτης ανάγκης. ΣΤ) Όπως, άλλωστε, προεκτέθηκε, για τη συλλογή της διαρρεύσασας ποσότητας πετρελαίου χρησιμοποιήθηκαν ειδικά απορροφητικά φράγματα («λουκάνικα») τύπου SPC 510, συνολικού μήκους 75 μέτρων, καθώς και απροσδιόριστες ποσότητες απορροφητικών πετσετών και πριονιδιού. Ενόψει δε του ότι η χρέωση για τη χρήση των απορροφητικών φραγμάτων γίνεται ανά μέτρο και είναι 20 €, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο τιμοκατάλογο, το συνολικό κόστος χρήσης των φραγμάτων που χρησιμοποιήθηκαν εν προκειμένω ανέρχεται στο ποσό των (20 €/μέτρο χ 75 μέτρα =) 1.500 €, ποσό που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 1.200 €, στο οποίο υπολογίζει ο ενάγων το συνολικό κόστος χρήσης όλων των προαναφερόμενων απορροφητικών υλικών. Εφόσον, όμως, ο ενάγων ζητεί το ανωτέρω ποσό των 1.200 € για τις παραπάνω αιτίες, θα του επιδικασθεί το έλασσον αυτό ποσό. Ζ) Τέλος, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η διάθεση των αποβλήτων που συνελέγησαν (ήτοι των χρησιμοποιηθέντων απορροφητικών υλικών και των υπόλοιπων ρυπανθέντων υλικών), τα οποία είχαν συνολικό βάρος 14,82 τόνους, ανατέθηκε σε τρίτη εταιρεία, την «….». Όπως προκύπτει από τον ανωτέρω αναφερόμενο τιμοκατάλογο της επιχείρησης του ενάγοντος, η χρέωση για τη διάθεση των καταλοίπων της εκάστοτε ρύπανσης, την αποκατάσταση της οποίας αναλαμβάνει αυτός, ισούται με το κόστος της εν λόγω διάθεσης, ήτοι με τη δαπάνη στην οποία υποβάλλεται αυτός προς το σκοπό αυτόν. Πρόβλεψη περαιτέρω χρέωσης δεν υφίσταται. Επομένως, αποδοτέα εν προκειμένω στον ενάγοντα εκ μέρους της εναγομένης τυγχάνει η αμοιβή που κατέβαλε αυτός προς την εταιρεία «….» για την ανωτέρω αιτία. Ωστόσο, ουδόλως αποδεικνύεται το ύψος της ως άνω αμοιβής, ούτε, άλλωστε, ο ενάγων επικαλείται ότι δαπάνησε συγκεκριμένο ποσό για την αιτία αυτή. Επομένως, δεν πρέπει να αποδοθεί σ’ αυτόν το ποσό των 20.007 €, το οποίο ζητεί για τη συλλογή – μεταφορά – τελική διάθεση της προαναφερόμενης ποσότητας αποβλήτων σε πιστοποιημένη εγκατάσταση. Το αντίστοιχο αγωγικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το συνολικό ύψος της αμοιβής του ενάγοντος για την αποκατάσταση της ρύπανσης που προκλήθηκε στο χερσαίο και θαλάσσιο χώρο της υπ’ αριθμ. 1 προβλήτας του λιμένος Βόλου από τον προστηθέντα της εναγομένης οδηγό του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … βυτιοφόρου οχήματος κατά τον εφοδιασμό με καύσιμα του φορτηγού πλοίου «….», ανέρχεται στο ποσό των (1.760 + 1.000 + 1.200 + 500 + 1.200 =) 5.660 €, με το συνυπολογισμό δε και του αναλογούντος Φ.Π.Α. ποσοστού 23% ανέρχεται στο ποσό των 6.961,80 €. Για την καταβολή του ποσού αυτού ευθύνεται εις ολόκληρον με τον υπαίτιο οδηγό και η εναγομένη, ως ιδιοκτήτρια της ρυπογόνου εγκατάστασης (αρθρ. 12§1 περ. β΄ του ν. 743/1977, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 55/1998), η οποία, άλλωστε, αφενός μεν υποσχέθηκε να πληρώσει η ίδια τις δαπάνες για την αποκατάσταση της ανωτέρω ρύπανσης, αφετέρου δε συνομολογεί με τις προτάσεις της τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ως άνω ευθύνη της.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα ενός ευρώ και ογδόντα λεπτών (6.961,80 €), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ωστόσο, το αίτημα περί της κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εναγομένη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος (άρθρα 176, 178§1 και 191§§1,2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα ενός ευρώ και ογδόντα λεπτών (6.961,80 €), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Καταδικάζει την εναγομένη στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 27-08-2015.
Ο Δικαστής Η Γραμματέας