Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ     

Αριθμός αποφάσεως  2848/2022

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 667/370/2021)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

   (τακτική διαδικασία)

Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Ελένη Μπαντή, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Ιανουαρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία … στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 26.5.2021 πληρεξούσιου έγγραφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Νικόλαος Μαθιόπουλος του Κωνσταντίνου … κάτοικος Πειραιά (Ακτή Μιαούλη 47-49), και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία … , όπου είχε εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, όπως τροποποιήθηκε, και ήδη πλέον αγνώστου διαμονής και έδρας, με ΑΦΜ … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28.1.2021 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 667/370/28.1.2021 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 7.12.2021 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015) συνάγεται ότι, αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα και, αν δεν επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015), στην περίπτωση του άρθρου 237 ΚΠολΔ αντίγραφο του κατατεθέντος εισαγωγικού δικογράφου επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κατάθεσή του και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία 60 ημερών. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 122, 123, 134, 135, 136 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και συγχρόνως δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα, ύστερα από υπόδειξη του εισαγγελέα στον οποίο γίνεται η επίδοση, περίληψη του δικογράφου που κοινοποιήθηκε, η οποία συντάσσεται και υπογράφεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση και έχει το οριζόμενο από την πρώτη των άνω διατάξεων περιεχόμενο. Ως πρόσωπο αγνώστου διαμονής μπορεί να θεωρηθεί και το νομικό πρόσωπο, όταν δεν έχει κατάστημα ή γραφείο ή είναι άγνωστος ο τόπος και η διεύθυνση αυτών. Δεδομένου όμως ότι, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 126, 124 και 129 ΚΠολΔ, η επίδοση προς νομικό πρόσωπο γίνεται προς τον κατά νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπο και σε περίπτωση περισσοτέρων σε έναν απ’ αυτούς, είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα ή γραφείο του κ.λπ., για να έχει εφαρμογή επί νομικού προσώπου αγνώστου διαμονής, η παραπάνω διαδικασία επιδόσεως, θα πρέπει και τα πρόσωπα που εκπροσωπούν αυτά κατά το νόμο ή το καταστατικό να είναι όλα, κατά το χρόνο επίδοσης, αγνώστου διαμονής (βλ. ΑΠ 1888/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 2242/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο η εναγόμενη. Από την υπ’ αριθ. …κθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής επιδόθηκε αντίστοιχα στον εκπρόσωπο του εγκατεστημένου στην Ελλάδα γραφείου της εναγόμενης … βεβαίωση του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών της Διεύθυνσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής), κατ’ άρθρα 126 παρ. 1 γ και 128 παρ. 1 ΚΠολΔ, και στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, κατ’ άρθρο 135 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο οποίος όρισε τις εφημερίδες «Ο ΛΟΓΟΣ», που εκδίδεται στην Αθήνα, και «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ», που εκδίδεται στον Πειραιά, για τη δημοσίευση της περίληψης του επιδοθέντος δικογράφου, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα, η οποία και έλαβε χώρα στις 3.2.2021 (φύλλο 10328) και τις 4.2.2021 (φύλλο 14918) αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, επειδή ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης δεν τυγχάνει αγνώστου διαμονής κατά το χρόνο επίδοσης, ως εκ περισσού έτυχε εφαρμογής η διαδικασία επιδόσεως σε πρόσωπο αγνώστου διαμονής για την εναγόμενη, η οποία πράγματι έχει αποχωρήσει από τα επί της οδού … γραφεία της στην Αθήνα, όπου ήταν και η πραγματική της έδρα, σε άγνωστη διεύθυνση (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως … έκθεση επίδοσης – ματαίωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … απόφασης περί εγκατάστασης γραφείου της στην Ελλάδα). Η εναγόμενη, ωστόσο, αν και κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, δεν κατέθεσε προτάσεις εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας ούτε και παραστάθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο τούτο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Πρέπει, συνεπώς, να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).

Οι διατάξεις των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932 [που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ)], καθιερώνουν ευχέρεια η πρώτη και υποχρέωση η δεύτερη του οφειλέτη για εξόφληση χρηματικών οφειλών σε ξένο νόμισμα βάσει της αντιστοιχίας του με το εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο της πραγματικής πληρωμής (εκούσιας ή αναγκαστικής) και αφορούν μόνο χρηματική οφειλή με αντικείμενο ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα, προερχόμενη είτε από έγκυρη σύμβαση (διεθνή συναλλαγή ή άλλη ενοχική σχέση υπαγόμενη στο ελληνικό ή σε αλλοδαπό δίκαιο) είτε από ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει οφειλή σε ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα (ΑΠ 124/2014 ΧρΙΔ 2014.422). Εξ αυτών επομένως συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο λήξης ή κάποιον άλλον. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, η οποία δεν συμπίπτει με τον χρόνο λήξεως του χρέους αλλά, σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης, με τον χρόνο της κατάσχεσης (Ταμπάκης σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 291 αριθ. 12). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στον νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημιώσεως από αδικοπραξία, που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο σε κάθε περίπτωση (ΑΠ 1884/2013 ΕΕμπΔ 2014.698, ΑΠ 678/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 35/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝαυτΔ 2012.302, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝαυτΔ 2011.401, ΕφΠειρ 153/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝαυτΔ 2010.397). Η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ περιέχει λανθάνοντα κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ορίζει ότι το είδος του νομίσματος πληρωμής διέπεται από το δίκαιο του τόπου εκπλήρωσης της χρηματικής οφειλής (βλ. B. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 291 αριθ. 1, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε (άρθρο 224 ΚΠολΔ), η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στη διεθνή εμπορία ναυτιλιακών καυσίμων. Ότι στο πλαίσιο σύμβασης πώλησης καυσίμων που συνήψε με την εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία, η οποία μέχρι τον Δεκέμβριο 2018, οπότε έπαυσε την επιχειρηματική της δράση, δραστηριοποιείτο στη χρονοναύλωση φορτηγών πλοίων ξηρού φορτίου, νομίμως εγκατεστημένη στην …, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, όπου διατηρούσε και την πραγματική της έδρα, πώλησε σ’ αυτήν στις 4.10.2018 ποσότητα 600 ΜΤ καυσίμου τύπου RMG 380 ISO 8217-2005 έναντι τιμήματος 594 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, καταβλητέου εντός προθεσμίας 45 ημερών από την παράδοση των πωληθέντων καυσίμων. Ότι, σε εκτέλεση της σύμβασης πώλησης, η ενάγουσα παρέδωσε στις 6.10.2018 μέσω της εταιρείας “… ως φυσικής προμηθεύτριας καυσίμων, επί του ναυλωθέντος από την εναγόμενη υπό σημαία …» στο λιμάνι της … ποσότητα 599,444 μετρικών τόνων του ανωτέρω τύπου ναυτιλιακού καυσίμου, τα οποία (καύσιμα) παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα. Ότι σχετικά η ενάγουσα εξέδωσε και παρέδωσε στην εναγόμενη το υπό στοιχεία … της αξίας 356.069,74 δολ. ΗΠΑ, που παρατίθεται αυτούσιο στο αγωγικό δικόγραφο και το οποίο η τελευταία αρνείται να εξοφλήσει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας, αν και έχει πολλές φορές αναγνωρίσει τη σχετική οφειλή. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να τής καταβάλει το ποσό των 356.069,74 δολ. ΗΠΑ, άλλως και επικουρικά το ισόποσό του σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία δολ. ΗΠΑ προς ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής (1  = 1,12114 $), άλλως και επικουρικότερα με βάση την επίσημη ισοτιμία κατά την ημέρα της πληρωμής, πλέον του συμβατικά συμφωνηθέντος τόκου, ανερχόμενου σε 2% μηνιαίως από την επομένη της ημέρας κατά την οποία το επίδικο τιμολόγιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι από την 20ή.11.2018, άλλως και όλως επικουρικώς με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την ανωτέρω ημερομηνία, άλλως επικουρικά από την επομένη επίδοσης της αγωγής, μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία, όπως εκτέθηκε στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε στην εναγόμενη μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, και για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας κατατέθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας το από 27.1.2021 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, ενώ έλαβε χώρα και η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6, 7 του Ν. 4620/2019, όπως προκύπτει από το από 25.2.2021 Πρακτικό Περάτωσης αυτής του διαμεσολαβητή …, στην οποία εκπροσωπήθηκαν αμφότερα τα διάδικα μέρη διά των νομικών παραστατών τους, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 9, 18, 221 εδ. β, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α, 2, 3Α – Β ε, ι Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία [άρθρα 4 παρ. 1, 63 παρ. 1 Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Κανονισμός “Βρυξέλλες Ια”)]. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γενικό Μέρος παρ. 2, σελ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου Δικαίου. Ως προς τη διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν από τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του δικάζοντος Δικαστηρίου, ενώ ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης – αγοράστριας από την αναφερόμενη στην αγωγή σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, εφαρμοστέο είναι, εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) –που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές»– το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 4 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε και για το λόγο αυτό συνδέεται προς αυτή στενότερα, ήτοι το ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι η ένδικη σύμβαση καταρτίστηκε στην Αθήνα, όπου και βρισκόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο η πραγματική έδρα της εναγόμενης. Εξάλλου, το ίδιο (ελληνικό) δίκαιο είναι εφαρμοστέο, εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλείται η ενάγουσα και δεν αντιλέγει η εναγόμενη λόγω της ερημοδικίας της, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 παρ. 2 ως άνω Κανονισμού, βλ. ΑΠ 1115/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 541/2016 ΔΕΕ 2017.401). Σύμφωνα δε με τους κανόνες του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου που αφορούν την κρινόμενη υπόθεση, η αγωγή είναι μη νόμιμη κατά το κύριο αίτημα περί καταβολής του ποσού των 356.069,74 δολ. ΗΠΑ, καθώς και κατά το πρώτο επικουρικό αίτημα περί καταβολής του ισόποσού του σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία δολ. ΗΠΑ προς ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής, σύμφωνα με τις προειρημένες διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας περί οφειλής σε ξένο νόμισμα, ενώ είναι νόμιμη κατά το (δεύτερο) επικουρικό της αίτημα περί καταβολής του ισόποσου κατά τον χρόνο πληρωμής των 356.069,74 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 341, 345 και 346 ΑΚ, 176, 907, 908 ΚΠολΔ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής του ανωτέρω ποσού (45 ημέρες από την παράδοση των πωληθέντων καυσίμων), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς το επί μέρους κονδύλιο συμβατικών τόκων 2% μηνιαίως είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, αφού η σχετική συμφωνία είναι άκυρη, κατά το επί πλέον του νόμιµου τόκου ποσοστό ως εκ του ύψους του επικαλούμενου συμβατικού επιτοκίου (άρθρο 294 ΑΚ, βλ. ΑΠ 1397/2012 ΧρΙΔ 2013.130). Μετά ταύτα, η κρινομένη αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με κωδικό 44497768095202140012 e—παράβολο, σε συνδυασμό με την από 17.12.2021 γνωστοποίηση ολοκλήρωσης πληρωμής της ΓΓΠΣ).

Κατά της υπό κρίση αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής ποσό των 356.069,74 δολαρίων ΗΠΑ με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής του ανωτέρω ποσού (45 ημέρες από την παράδοση των πωληθέντων καυσίμων), ήτοι από την 20ή.11.2018, μέχρι την εξόφληση διότι, εφόσον η εναγόμενη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται αυτοί ως ομολογημένοι εκ μέρους της εναγόμενης σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ. Το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν, καθόσον δεν προέκυψε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα που νίκησε. Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης λόγω της ερημοδικίας και της ήττας της (άρθρα 176, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, άρθρα 63 παρ. 1iα, 68 παρ. 1 Ν. 4194/2013), ενώ, λόγω της ερημοδικίας της εναγόμενης, θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από αυτήν (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εναγόμενης.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εναγόμενη στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €).

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής των τριακοσίων πενήντα έξι χιλιάδων εξήντα εννιά δολαρίων ΗΠΑ και εβδομήντα τεσσάρων σεντς (356.069,74 $) με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο αιτιολογικό της παρούσας, μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δώδεκα χιλιάδων οκτακοσίων (12.800,00 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 8 Σεπτεμβρίου 2022 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 14 Σεπτεμβρίου 2022.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ