ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1567/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 84100/9546/14-06-2013 αγωγή)
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 8380/3904/29-10-2020 κλήση)
………………………………………
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Οκτωβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ KAΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο Β.Ι.Π.Α. Σ. Κ. και επί της οδού … αυτού και εκπροσωπείται νόμιμα, πρώην «…, με ΑΦΜ ……… , η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πέτρο-Παναγιώτη Πλαζομίτη (…).
ΤHΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: … η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Γιαννάτου (…).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-06-2013 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης 84100/9546/14-06-2013 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 08-03-2017, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 11-12-2019. Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4544/2020 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία το τελευταίο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 23-10-2020 κλήση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 8380/3904/29-10-2020 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 02-02-2021, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, λόγω της πανδημίας του ιού «Covid 19» και στη συνέχεια, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο της 07-09-2021, δυνάμει της υπ’ αριθ. 2104/2021 Πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου (άρθρο 83 του ν. 4790/2021), κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραστάθηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, όπως αναφέρεται παραπάνω και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 23-10-2020 (με γενικό αριθμό κατάθεσης 8380/29-10-2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3904/29-10-2020) κλήση της καλούσας – ενάγουσας η από 10-06-2013 (με γενικό αριθμό κατάθεσης 84100/14-06-2013 και αριθμό κατάθεσης 9546/14-06-2013) αγωγή της κατά της καθ’ ης η κλήση – εναγομένης, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 4544/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το τελευταίο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ’ αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας, που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της Εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της εκδόσεως επιταγής που είναι ακάλυπτη (ΑΠ (Ποιν) 858/2016, ΑΠ (Ποιν) 891/2015, ΑΠ (Ποιν) 671/2013 ΤΝΠ NΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής, η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια Τράπεζα δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ), αφού, μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 με το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972, δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια (ΟλΑΠ 29/2007, ΑΠ 1008/2010, ΑΠ 966/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό (ΑΠ 1069/2017 NΟΜΟΣ, ΑΠ 671/2013 ό.π., ΑΠ 1051/2012, ΜΕφΛαρ 7/2017 NΟΜΟΣ), χωρίς να επηρεάζεται το αξιόποινο της πράξης του εκδότη από λόγους αναγόμενους στην αιτία εκδόσεως και μεταβιβάσεως της ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 740/2001, ΕλλΔνη 43.733). Αρκεί δηλαδή για το υποκειμενικό στοιχείο ο εκδότης σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη των διαθέσιμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Επομένως, είναι χωρίς έννομη επιρροή αν το προαναφερόμενο γνωστικό στοιχείο του εκδότου αναφέρεται στο χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή σε εκείνο της πληρωμής. Όταν δε στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία πράξη προξενείται κατ’ αιτιώδη συνάφεια στον νόμιμο κομιστή της επιταγής η ζημία εκ της μη εισπράξεως του ποσού της εν λόγω επιταγής κατά τον χρόνο εμφανίσεώς της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο εκείνου της επιταγής. Εξάλλου, η οικονομική δυσχέρεια του εκδότη να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή της επιταγής κεφάλαια, δεν αίρει το δόλο, με την προεκτεθείσα έννοια, αφού το στοιχείο της υπαιτιότητας δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του εκδότη – αφού αυτή εμπεριέχεται στον κύκλο της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας – αλλά τη στάση του έναντι του οικείου λογαριασμού και την αποδοχή του ότι ενδέχεται να μην υπάρξουν τα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής. Οι διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής, και μάλιστα, μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Συνεπώς, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει, κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, σε ισόποση κατ’ αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος μάλιστα δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα, αλλά μπορεί να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής με δικαίωμα αναγωγής, ζημία του είναι απότοκη της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή (Ολ.ΑΠ 29/2007, ΑΠ 1069/2017 ό.π., ΑΠ 1008/2010, ΜΕφΛαρ 7/2017 ό.π.). Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. 1 και 4 και 56 του Ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης (ΑΠ 1069/2017 ό.π., ΑΠ 705/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλονότι η επιταγή είναι πάντα πληρωτέα εν όψει, ακόμα και όταν είναι μεταχρονολογημένη κάθε δε αντίθετη μνεία θεωρείται μη γεγραμμένη. Έτσι, στην περίπτωση μεταχρονολογημένης επιταγής, αφού η επιταγή είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει», ο εκδότης αναλαμβάνει και τον κίνδυνο της πρόωρης εμφάνισής της, δεδομένου ότι αυτή νομίμως εμφανίζεται σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, από την ημέρα που πραγματικά εκδόθηκε μέχρι και οκτώ (8) ημέρες μετά την επ’ αυτής αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης (ΑΠ 1451/2007 Δνη 48. 1401, ΑΠ 342/2005 Δνη 47. 1393, ΕφΛαρ 101/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνον ο τελευταίος νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο της εμφανίσεως της και βεβαιώσεως της μη πληρωμής που είναι και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος, όπως γινόταν δεκτό νομολογιακά μέχρι πρότινος, αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος που έγινε κομιστής αυτής, αφού υφίσταται τελικά τη ζημία από μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτή είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη, ο οποίος εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν. Εξάλλου κατά το άρθρο 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής στο όνομα του νομικού προσώπου, ο υπογράψας ως εκπρόσωπός του ευθύνεται και ο ίδιος από αδικοπραξία (ΕφΠειρ 822/2003 ό.π., ΕφΑθ 4704/1998 Δνη 39. 1365, ΕφΠειρ 665/1999 Δνη 41. 491, Μάρκου Δίκαιο επιταγής εκδ. 1995 σελ. 311). Ως όργανο δε του νομικού προσώπου, μεταξύ των οποίων είναι και η ανώνυμη εταιρεία, νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο, αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη και τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμη και όταν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου (ΑΠ 1536/2000 Δνη 42. 1305, ΑΠ 1615/1999 Δνη 41. 429, ΕφΑθ 6256/2000 ό.π., ΕφΑθ 4704/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτήν (πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος ή άλλο μέρος του Δ.Σ.) δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Δηλαδή η αρχή της μη ευθύνης των καταστατικών οργάνων ανώνυμης εταιρίας δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία με βάση τις γενικές αρχές (άρθρο 914 ΑΚ), οπότε υπάρχει στην περίπτωση αυτή ευθύνη τους (ΕφΑθ 7018/1998 Δνη 40. 1139, ΕφΑθ 4704/1998 Δνη 39. 1365, Πασσιά, Το Δίκαιο της ΑΕ παρ. 548, 561, Λεβαντή, Το Δίκαιο των Εμπορικών Εταιριών έκδ. 1994, σελ. 562).Επομένως, την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε αυτός ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας και απλώς στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρο 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το Νομικό Πρόσωπο της Εταιρείας και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μορφή της Εταιρείας ως Προσωπικής ή Κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των Κεφαλαιουχικών Εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής (AΠ 1051/2012 όπ.).
Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι η εναγόμενη, με την ιδιότητα της ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, διευθύνουσας συμβούλου και εκτελεστικού μέλους του Δ.Σ. της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «Σ.Α.Ο.Σ. Α. Ν. Ε. Σ.-Α.», μέλος του ομίλου εταιρειών …, που εδρεύει στην Κ. Σ. και με υποκατάστημα στην Κ. Α., όπου διατηρούσε τα κεντρικά γραφεία της διοίκησής της εξέδωσε στις 15-02-2008 και στις 21-03-2008 στην Αθήνα τις υπ’ αριθ. … μεταχρονολογημένες επιταγές αντίστοιχα, ποσού 11.000 ευρώ η πρώτη και 10.000 ευρώ η δεύτερη, πληρωτέες στο κατάστημα της …) η πρώτη, και στο κατάστημα της τράπεζας … η δεύτερη. Ότι η ως άνω πρώτη επιταγή εκδόθηκε εις διαταγήν της Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία την οπισθογράφησε εις διαταγήν της (της ενάγουσας) στις 15-02-2008 και στη συνέχεια η ίδια οπισθογράφησε την ως άνω επιταγή στην … και η τελευταία την εμφάνισε προς πληρωμή στις 18-08-2008 στην Τράπεζα Κ., κατάστημα Κερατσινίου, πλην όμως αυτή δε πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας κατά την ως άνω ημερομηνία και ότι στη συνέχεια αυτή (ενάγουσα) κατέβαλε στην ως άνω … το αντίτιμό της στις 18-08-2008 και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια της ως άνω πρώτης επιταγής εξ αναγωγής. Ότι η ως άνω δεύτερη επιταγή εκδόθηκε εις διαταγήν της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία την οπισθογράφησε εις διαταγήν της (της ενάγουσας) στις 30-09-2008 και στη συνέχεια η τελευταία οπισθογράφησε την ως άνω επιταγή στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» και η εταιρεία αυτή την εμφάνισε προς πληρωμή στις 30-09-2008 στην Τράπεζα Πειραιώς, κατάστημα Κερατσινίου, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας, μετά από εξουσιοδότηση της Τράπεζας που τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας, στις 02-10-2008 και ότι στη συνέχεια η ίδια (η ενάγουσα) κατέβαλε στις 02-10-2008 στην ως άνω «….» το αντίτιμό της και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια της ως άνω δεύτερης επιταγής εξ αναγωγής. Ότι τα ποσά για τα οποία αυτές εξεδόθησαν αφορούσαν αμοιβές και τίμημα από παρασχεθείσες εργασίες στις κύριες μηχανές του πλοίου «ΕΞΠΡΕΣ ΛΗΜΝΟΣ» ΝΠ 10126 ΕΓ/ΟΓ συνολικής αξίας 50.000 ευρώ (εξάρμωση και άρμωση ολισθαινουσών εξαγωγής των δύο κύριων μηχανών αυτού, όπως και των αντλιών πετρελαίου Κ/Μ στο γκαράζ αυτού, έλεγχος μηχανισμού μετακίνησης – ντίζες κανόνων αντλιών πετρελαίου από γκόβερνορ μέχρι κανόνων αντλιών, εξάρμωση και άρμωση καυστήρων στο γκαράζ, ομοίως και κουζινέτων βάσεως κυρίων μηχανών αυτού και επιθεώρηση, όπως και βαλβιδοφόρων εξαγωγής από τα πώματα, μεταφορά στο συνεργείο, πλήρη αποσυναρμολόγηση, επισκευή, επαναφορά στο πλοίο και άρμωση ως πρότερον, εξάρμωση φίλτρων ελαίου τύπου άλφα λαβάλ, αντικατάσταση, καθαρισμός και επανάρμωση μετά δοκιμών, καθώς και ομοίως των φίλτρων πετρελαίου κ.α.), οι οποίες εργασίες ξεκίνησαν στα τέλη Ιανουαρίου 2008 και συνεχίστηκαν μέχρι τον Ιούνιο 2008 και τις οποίες αποδέχθησαν ανεπιφύλακτα οι εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας εταιρείας «…», ανήκουσα στον όμιλο …, την οποία εκπροσωπούσε η εναγομένη. Ότι η εναγομένη γνώριζε την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων τόσο κατά το χρόνο πραγματικής έκδοσης των ως άνω επιταγών, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης αυτών προς πληρωμή, η οποία (έλλειψη) είχε ως αποτέλεσμα η ενάγουσα να υποστεί ισόποση περιουσιακή ζημία ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 21.000 ευρώ. Ότι για μεν την ως άνω πρώτη επιταγή εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 41416/2008 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία επεδόθη νομίμως δύο (2) φορές τόσο στην εταιρεία «… Α..Ν.Ε.Σ.» όσο και στην εταιρεία «…» με τις αναφερόμενες στην υπό κρίση αγωγή εκθέσεις επίδοσης και ότι για τη δε ως άνω δεύτερη επιταγή εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 41419/2008 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία επεδόθη νομίμως δύο (2) φορές τόσο στην εταιρεία «… ΑΝΕΣ» όσο και στην εταιρεία «…» με τις αναφερόμενες στην υπό κρίση αγωγή εκθέσεις επίδοσης. Ότι λόγω της αδικοπρακτικής αυτής συμπεριφοράς της εναγομένης η ενάγουσα έχει υποστεί ηθική βλάβη, συνιστάμενη σε πλήγμα επί της εμπορικής και τραπεζικής της φήμης κ.α. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό εκ των δύο (2) επίδικων επιταγών, ήτοι 21.000 ευρώ ως αποζημίωση, καθώς και το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από της ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2, 3 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθρο 51 παρ. 1 και 3Β περ. β΄ και ι΄ του Ν. 2172/1993) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις, που αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, καθώς και σε αυτές των άρθρων 297, 298, 346 ΑΚ, 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2, 907 και 908 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε από την ενάγουσα το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τα υπ’ αριθ. 429829, 264924, 429830, 264925 και 276089 Σειρά Α΄ αγωγόσημα).
Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο Β.Ι.Π.Α. Σ. Κ. έχει ως αντικείμενο δραστηριότητάς της τη διενέργεια και εκτέλεση μηχανουργικών εργασιών και επισκευών πλοίων παντός τύπου. Η εναγόμενη, κατά τον επίδικο χρόνο της έκδοσης των παρακάτω αναφερόμενων τραπεζικών επιταγών τύγχανε νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΝΑΥΤΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ». Η εναγομένη, με την ανωτέρω ιδιότητά της εξέδωσε στις 15-02-2008 και στις 21-03-2008 στην Αθήνα τις υπ’ αριθ. 00100308-9 /10-08-2008 και 20012731-4/ 30-09-2008 μεταχρονολογημένες επιταγές αντίστοιχα, ποσού 11.000 ευρώ η πρώτη και 10.000 ευρώ η δεύτερη, πληρωτέες στο κατάστημα της …) η πρώτη, και στο κατάστημα της τράπεζας … η δεύτερη. Ειδικότερα, η ως άνω πρώτη επιταγή εκδόθηκε εις διαταγήν της Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία την οπισθογράφησε εις διαταγήν της ενάγουσας στις 15-02-2008 και στη συνέχεια η ενάγουσα οπισθογράφησε την ως άνω επιταγή στην … και η τελευταία την εμφάνισε προς πληρωμή στις 18-08-2008 στην Τράπεζα Κ., κατάστημα Κερατσινίου, πλην όμως αυτή δε πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας κατά την ως άνω ημερομηνία. Στη συνέχεια η ενάγουσα κατέβαλε στην ως άνω … το αντίτιμό της στις 18-08-2008 και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια της ως άνω πρώτης επιταγής εξ αναγωγής. Η ως άνω δεύτερη επιταγή εκδόθηκε εις διαταγήν της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία την οπισθογράφησε εις διαταγήν της ενάγουσας στις 30-09-2008 και στη συνέχεια η τελευταία οπισθογράφησε την ως άνω επιταγή στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» και η εταιρεία αυτή την εμφάνισε προς πληρωμή στις 30-09-2008 στην Τράπεζα Πειραιώς, κατάστημα Κερατσινίου, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας, μετά από εξουσιοδότηση της Τράπεζας που τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας, στις 02-10-2008. Στη συνέχεια η ενάγουσα κατέβαλε στις 02-10-2008 στην ως άνω «….» το αντίτιμό της και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια της ως άνω δεύτερης επιταγής εξ αναγωγής. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «… Α.Ν.Ε.Σ.» ήδη από την 01-10-2007, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από τον χρόνο πραγματικής έκδοσης των επίδικων επιταγών και μέχρι την 31-03-2008 είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 2.556.000 ευρώ, όπως αναφέρεται στην από 30-09-2008 απαντητική απευθυνόμενη προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιστολή της, που ανακοινώθηκε προς το επενδυτικό κοινό από το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.) (βλ. την υπ’ αριθ. 888/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως ανοίγματος διαδικασίας συνδιαλλαγής της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …). Κατόπιν αυτού αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη ως νόμιμη εκπρόσωπος της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «… Α.Ν.Ε.Σ.», τελούσε σε γνώση της οικονομικής κατάστασης αυτής και επομένως τελούσε σε γνώση ότι τόσο κατά τον χρόνο της πραγματικής έκδοσης των επίδικων επιταγών όσο και κατά το χρόνο πληρωμής τους ήταν πιθανό να μην υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή αυτών, γεγονός το οποίο αποδέχθηκε, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός της ότι είχε προβεί σε όλα τα προπαρασκευαστικά μέτρα για τη δημιουργία επαρκούς εισοδήματος, ώστε να πληρωθούν οι επίδικες επιταγές να τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εξάλλου, η οικονομική δυσχέρεια της εταιρείας «… Α.Ν.Ε.Σ.», την οποία εκπροσωπούσε η εναγόμενη, να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή των επιταγών κεφάλαια, δεν αίρει το δόλο, αφού το στοιχείο της υπαιτιότητας δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής – αφού αυτή εμπεριέχεται στον κύκλο της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας – αλλά με βάση τη στάση του έναντι του οικείου λογαριασμού και την αποδοχή του ότι ενδέχεται να μην υπάρξουν τα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Σε κάθε δε περίπτωση το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής δυνάμει της υπ’ αριθ. 114/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, και η επικύρωσή της σχετικής συμφωνίας, δυνάμει της υπ’ αριθ. 107/2010 απόφασης του ιδίου δικαστηρίου, που επικαλείται η εναγόμενη αναφορικά με την εταιρεία «… Α.Ν.Ε.Σ.» ουδεμία επιρροή ασκεί, ως προς το δόλο της εναγόμενης, διότι οποιαδήποτε μεταβολή στη νομική κατάσταση του νομικού προσώπου, ακόμα και η θέση του σε καθεστώς πτώχευσης, δεν επάγεται την άρση του στοιχείου της υπαιτιότητας ούτε και του παρανόμου χαρακτήρα της πράξεως της εκδόσεως της ακαλύπτου επιταγής στο πρόσωπο του νομίμου εκπροσώπου και ως εκ τούτου η εναγόμενη, εν προκειμένω, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη και την υποχρέωση να αποζημιώσει την ενάγουσα, αφού αυτή έχει πρόσθετη με το νομικό πρόσωπο ευθύνη προς αποζημίωση (ΑΠ 1846/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1096/2011, ΔΕΕ 2011/823, ΕφΘεσ 2006/2010, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2011/211, ΜΠΑ 5347/2013). Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγόμενης τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Ενόψει των ανωτέρω, η εναγόμενη πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας, το συνολικό ποσό των είκοσι μια χιλιάδων (21.000) ευρώ (11.000 ευρώ + 10.000 ευρώ), που αντιστοιχεί στις ανωτέρω επιταγές. Επιπλέον, η ενάγουσα από την ανωτέρω σε βάρος της αδικοπραξία υπέστη και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης. Ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της βλάβης που υπέστη η φήμη της ενάγουσας, της μείωσης της εμπορικής και επαγγελματικής της πίστης και της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών πρέπει να επιδικασθεί σε αυτή για τον λόγο αυτό το ποσόν των εξακοσίων (600) ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινομένης υπόθεσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 944/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- άρθρ. 25 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος και 2, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι μία χιλιάδων εξακοσίων (21.600) ευρώ (21.000 ευρώ + 600 ευρώ), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως. Η απόφαση αυτή πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, καθώς η επιβράδυνση της εκτελέσεως θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρο 908 παρ. 1 KΠολΔ). Τέλος, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας της (178 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, άρθρα 63 και 68 του Ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι μια χιλιάδων εξακοσίων (21.600) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ