ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1569/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 84117/9552/14-06-2013 αγωγή)
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 8376/3903/29-10-2020 κλήση)
………………………………………
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Οκτωβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ KAΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…» που εδρεύει … αυτού και εκπροσωπείται νόμιμα, πρώην «… Πειραιά, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πέτρο-Παναγιώτη Πλαζομίτη (…).
ΤHΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: … η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Γιαννάτου (…).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-06-2013 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης 84117/9552/14-06-2013 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 08-03-2017, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 11-12-2019. Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4449/2020 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία το τελευταίο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 23-10-2020 κλήση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 8376/3903/29-10-2020 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 02-02-2021, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, λόγω της πανδημίας του ιού «Covid 19» και στη συνέχεια, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο της 07-09-2021, δυνάμει της υπ’ αριθ. 2104/2021 Πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου (άρθρο 83 του ν. 4790/2021), κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραστάθηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, όπως αναφέρεται παραπάνω και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 23-10-2020 (με γενικό αριθμό κατάθεσης 8376/29-10-2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3903/29-10-2020) κλήση της καλούσας – ενάγουσας η από 10-06-2013 (με γενικό αριθμό κατάθεσης 84117/14-06-2013 και αριθμό κατάθεσης 9552/14-06-2013) αγωγή της κατά της καθ’ ης η κλήση – εναγομένης, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 4449/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το τελευταίο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ’ αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας, που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της Εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της εκδόσεως επιταγής που είναι ακάλυπτη (ΑΠ (Ποιν) 858/2016, ΑΠ (Ποιν) 891/2015, ΑΠ (Ποιν) 671/2013 ΤΝΠ NΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής, η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια Τράπεζα δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ), αφού, μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 με το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972, δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια (ΟλΑΠ 29/2007, ΑΠ 1008/2010, ΑΠ 966/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό (ΑΠ 1069/2017 NΟΜΟΣ, ΑΠ 671/2013 ό.π., ΑΠ 1051/2012, ΜΕφΛαρ 7/2017 NΟΜΟΣ), χωρίς να επηρεάζεται το αξιόποινο της πράξης του εκδότη από λόγους αναγόμενους στην αιτία εκδόσεως και μεταβιβάσεως της ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 740/2001, ΕλλΔνη 43.733). Αρκεί δηλαδή για το υποκειμενικό στοιχείο ο εκδότης σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη των διαθέσιμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Επομένως, είναι χωρίς έννομη επιρροή αν το προαναφερόμενο γνωστικό στοιχείο του εκδότου αναφέρεται στο χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή σε εκείνο της πληρωμής. Όταν δε στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία πράξη προξενείται κατ’ αιτιώδη συνάφεια στον νόμιμο κομιστή της επιταγής η ζημία εκ της μη εισπράξεως του ποσού της εν λόγω επιταγής κατά τον χρόνο εμφανίσεώς της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο εκείνου της επιταγής. Εξάλλου, η οικονομική δυσχέρεια του εκδότη να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή της επιταγής κεφάλαια, δεν αίρει το δόλο, με την προεκτεθείσα έννοια, αφού το στοιχείο της υπαιτιότητας δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του εκδότη – αφού αυτή εμπεριέχεται στον κύκλο της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας – αλλά τη στάση του έναντι του οικείου λογαριασμού και την αποδοχή του ότι ενδέχεται να μην υπάρξουν τα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής. Οι διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής, και μάλιστα, μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Συνεπώς, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει, κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, σε ισόποση κατ’ αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος μάλιστα δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα, αλλά μπορεί να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής με δικαίωμα αναγωγής, ζημία του είναι απότοκη της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή (Ολ.ΑΠ 29/2007, ΑΠ 1069/2017 ό.π., ΑΠ 1008/2010, ΜΕφΛαρ 7/2017 ό.π.). Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. 1 και 4 και 56 του Ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης (ΑΠ 1069/2017 ό.π., ΑΠ 705/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλονότι η επιταγή είναι πάντα πληρωτέα εν όψει, ακόμα και όταν είναι μεταχρονολογημένη κάθε δε αντίθετη μνεία θεωρείται μη γεγραμμένη. Έτσι, στην περίπτωση μεταχρονολογημένης επιταγής, αφού η επιταγή είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει», ο εκδότης αναλαμβάνει και τον κίνδυνο της πρόωρης εμφάνισής της, δεδομένου ότι αυτή νομίμως εμφανίζεται σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, από την ημέρα που πραγματικά εκδόθηκε μέχρι και οκτώ (8) ημέρες μετά την επ’ αυτής αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης (ΑΠ 1451/2007 Δνη 48. 1401, ΑΠ 342/2005 Δνη 47. 1393, ΕφΛαρ 101/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνον ο τελευταίος νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο της εμφανίσεως της και βεβαιώσεως της μη πληρωμής που είναι και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος, όπως γινόταν δεκτό νομολογιακά μέχρι πρότινος, αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος που έγινε κομιστής αυτής, αφού υφίσταται τελικά τη ζημία από μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτή είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη, ο οποίος εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν. Εξάλλου κατά το άρθρο 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής στο όνομα του νομικού προσώπου, ο υπογράψας ως εκπρόσωπός του ευθύνεται και ο ίδιος από αδικοπραξία (ΕφΠειρ 822/2003 ό.π., ΕφΑθ 4704/1998 Δνη 39. 1365, ΕφΠειρ 665/1999 Δνη 41. 491, Μάρκου Δίκαιο επιταγής εκδ. 1995 σελ. 311). Ως όργανο δε του νομικού προσώπου, μεταξύ των οποίων είναι και η ανώνυμη εταιρεία, νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο, αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη και τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμη και όταν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου (ΑΠ 1536/2000 Δνη 42. 1305, ΑΠ 1615/1999 Δνη 41. 429, ΕφΑθ 6256/2000 ό.π., ΕφΑθ 4704/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτήν (πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος ή άλλο μέρος του Δ.Σ.) δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Δηλαδή η αρχή της μη ευθύνης των καταστατικών οργάνων ανώνυμης εταιρίας δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία με βάση τις γενικές αρχές (άρθρο 914 ΑΚ), οπότε υπάρχει στην περίπτωση αυτή ευθύνη τους (ΕφΑθ 7018/1998 Δνη 40. 1139, ΕφΑθ 4704/1998 Δνη 39. 1365, Πασσιά, Το Δίκαιο της ΑΕ παρ. 548, 561, Λεβαντή, Το Δίκαιο των Εμπορικών Εταιριών έκδ. 1994, σελ. 562). Επομένως, την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε αυτός ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας και απλώς στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρο 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το Νομικό Πρόσωπο της Εταιρείας και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μορφή της Εταιρείας ως Προσωπικής ή Κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των Κεφαλαιουχικών Εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής (AΠ 1051/2012 όπ.). Συνακόλουθα για τις εναντίον του απαιτήσεις από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του μπορεί ως μέσο εκτέλεσης να διαταχθεί κατά το άρθ. 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ και η προσωποκράτησή του, αφού η εξαίρεση της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου εμποδίζει την προσωποκράτησή του για χρέη που βαρύνουν το Νομικό Πρόσωπο της Εταιρείας (Α.Ε. ή Ε.Π.Ε.) και όχι ατομικά το ίδιο το Φυσικό Πρόσωπο, έστω και αν αυτό αδικοπράγησε στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 1380/2013, ΑΠ 1720/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 79 ν. 5960/1933, 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι ο εκδότης επιταγής σε διαταγή, έστω και μεταχρονολογημένης, που γνωρίζει ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια υπέρ του κομιστή στην πληρώτρια τράπεζα (και γι’ αυτό τον λόγο δεν πληρώθηκε η επιταγή μέσα στη νόμιμη προθεσμία εμφάνισής της), ζημιώνει τον τελευταίο και δη υπαίτια και παράνομα, συνεπώς υποχρεούται προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ συρρέει παράλληλα με την αξίωση από το νόμο περί επιταγών (άρθρο 40), διότι, όπως γίνεται δεκτό, επί συρροής αξιώσεων από συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μιας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης (ΕφΑθ 6286/2000 Δνη 42. 202, ΕφΘεσ 308/1998 ΔΕΕ 1998. 304). Στην περίπτωση που ασκείται αγωγή από αδικοπραξία εξαιτίας εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, ο ενάγων μπορεί να ζητήσει αποζημίωση όχι μόνο για το ποσό της επιταγής, αλλά και για κάθε άλλη ζημία που υπέστη από την σε βάρος του αδικοπραξία του εκδότη της επιταγής, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης. Επίσης, δεδομένου ότι ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, σε αποζημίωση του κομιστή και αν ακόμα η επιταγή είναι μεταχρονολογημένη σε περίπτωση άσκησης της αγωγής, ο δικαιούχος (κομιστής της επιταγής), κατά την τακτική διαδικασία, ως εκ του λόγου ότι έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να σωρεύσει και το αίτημα προσωπικής κρατήσεως κατά του εναγομένου – εκδότη της επιταγής, θεμελιωμένο στο άρθρο 1047 ΚΠολΔ, δηλαδή στο γεγονός του αδικήματος έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατά του εναγομένου εκδότη της. Το αίτημα για προσωπική κράτηση του εναγομένου επιβάλλεται μόνο σε περίπτωση που ασκείται η αγωγή για ακάλυπτη επιταγή με τη βάση της αδικοπραξίας, που είναι συμβατή προς το αίτημα της προσωποκράτησης του υπαιτίου ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης, με βάση το νόμο χωρίς να απαιτείται να γίνει επιπλέον αναφορά στην αφερεγγυότητα ή, την απόκρυψη τυχόν περιουσίας του οφειλέτη και σε άλλες ειδικές συνθήκες ή περιστάσεις (ΑΠ 133/2001 ΕλλΔνη 42.699 , ΕφΑθ 297/2018, ΕφΑθ 2730/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2551/2008 ΔΕΕ 2008. 1146). Η αποδοχή της προσωπικής κράτησης, όπως σε κάθε αδικοπραξία, είναι δυνητική και απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, εάν και πόση διάρκεια θα έχει, ύστερα από εκτίμηση διαφόρων κριτηρίων, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη θέση έχουν το ύψος της απαιτήσεως, η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος και οι συνέπειες του, η βαρύτητα του πταίσματος του εναγομένου, τυχόν ανυπαιτιότητα του ενάγοντος, η καλή πίστη του υπόχρεου, η φερεγγυότητα του, η απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, η διάθεση του εναγομένου να καταβάλει την οφειλή του και οι λοιπές συνθήκες και συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 152/2000, ΕλλΔνη 41.712, ΑΠ 343/95, ΕΕΝ 64.280, ΑΠ 1070/93, ΕλλΔνη 35.1579, ΑΠ 25/2000 ΕλλΔνη 41.712, Εφθεσ 353/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το αίτημα για την απαγγελία της προσωπικής κράτησης είναι νόμιμο και όσον αφορά στο νόμιμο εκπρόσωπο Ανώνυμης Εταιρίας ή Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης, εφόσον αυτός είναι «ο δράστης του αδικήματος», δηλαδή, το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, το οποίο εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή εν γνώσει της ανεπάρκειας της κάλυψης, καθόσον, η εξαίρεση της παρ. 3 του άρθρου 1047 του ΚΠολΔ αναφέρεται μόνο στην απαγόρευση της προσωπικής κράτησης των εκπροσώπων Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης για χρέη εμπορικά ή από δικαιοπραξία, που βαρύνουν μόνο το νομικό πρόσωπο και όχι για χρέη από αδικοπραξία, που βαρύνουν το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, έστω και αν αυτό τέλεσε την αδικοπραξία στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 1069/2017 ό.π., ΑΠ 271/2015 ό.π., ΑΠ 1051/2012,ό.π., NΟΜΟΣ, ΜΕφΛαρ 7/2017 ό.π., ΕφΠειρ 133/2016 και ΜΕφΠειρ 202/2016 ΤΝΠ NΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι έχει ως αντικείμενο δραστηριότητάς της τη διενέργεια και εκτέλεση μηχανουργικών εργασιών και επισκευών πλοίων παντός τύπου. Ότι η εναγόμενη, με την ιδιότητα της ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», μέλος του ομίλου εταιρειών «…», που εδρεύει στην Κ. Σ. και με υποκατάστημα στην Κ. Α., όπου διατηρούσε τα κεντρικά γραφεία της διοίκησής της εξέδωσε στην Αθήνα στις 27-06-2008, στις 25-02-2008, στις 10-10-2008, στις 03-03-2008, στις 11-03-2008, στις 14-03-2008 και στις 24-04-2008 τις υπ’ αριθ. … επτά μεταχρονολογημένες επιταγές, αντίστοιχα, ποσού 10.000 ευρώ η πρώτη, 10.000 ευρώ η δεύτερη, 8.000 ευρώ η τρίτη, 10.000 ευρώ η τέταρτη, 10.000 ευρώ η πέμπτη, 10.000 ευρώ η έκτη και 8.000 ευρώ η έβδομη, πληρωτέες στο κατάστημα της Τ. Π. (Αλεξανδρούπολη) η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη, στο κατάστημα Ε. Τ. (Αλεξανδρούπολη) η τέταρτη, η πέμπτη, η έκτη και η έβδομη, αντίστοιχα. Ότι η ως άνω πρώτη επιταγή εκδόθηκε εις διαταγήν της Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία την οπισθογράφησε εις διαταγήν της (της ενάγουσας) στις 27-06-2008 και στη συνέχεια η ίδια την εμφάνισε προς πληρωμή στις 01-12-2008 στην Τράπεζα …, κατάστημα Περάματος, πλην όμως αυτή δε πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας, μετά από ρητή εξουσιοδότηση της Τράπεζας που τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας, στις 03-12-2008. Ότι η ως άνω δεύτερη επιταγή εκδόθηκε εις διαταγήν της (της ενάγουσας) και στη συνέχεια την οπισθογράφησε στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία την οπισθογράφησε περαιτέρω στον Ι. Ψ. και ο τελευταίος την οπισθογράφησε στην ίδια (την ενάγουσα), η οποία την εμφάνισε προς πληρωμή στις 22-09-2008, στην Τράπεζα Π., κατάστημα Περάματος, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας την ίδια ως άνω ημερομηνία. Ότι η ως άνω τρίτη επιταγή εκδόθηκε εις διαταγήν της (της ενάγουσας), η οποία αφού την οπισθογράφησε την εμφάνισε προς πληρωμή στις 14-10-2008 στην Τράπεζα Π., κατάστημα Περάματος, πλην όμως αυτή δε πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας την ίδια ως άνω ημερομηνία. Ότι η ως άνω τέταρτη επιταγή εκδόθηκε εις διαταγήν της (της ενάγουσας) και στη συνέχεια αυτή την οπισθογράφησε εις διαταγήν Φ. Ν., ο οποίος την εμφάνισε προς πληρωμή στις 15-10-2008, στην Ε. Τ., κατάστημα Περάματος, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας την ίδια ως άνω ημερομηνία και ότι στη συνέχεια η ίδια κατέβαλε στον ως άνω Φ. Ν. στις 15-10-2008 το αντίτιμό της και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια της ως άνω τέταρτης επιταγής εξ αναγωγής. Ότι η ως άνω πέμπτη επιταγή εκδόθηκε εις διαταγήν της (της ενάγουσας) και όταν έφτασε η ημερομηνία πληρωμής αυτής στις 10-09-2008, λόγω οικονομικής αδυναμίας πληρωμής της από την εκδότρια, ζητήθηκε από αυτή να μην σφραγιστεί και να δοθεί παράταση πληρωμής της και έτσι με κοινή συμφωνία των διαδίκων η 10-09-2008 έγινε 10-10-2008, ενώ όταν έφτασε η ως άνω ημερομηνία, πάλι λόγω αδυναμίας της εναγομένης προς πληρωμή, με νεότερη κοινή συμφωνία η ημερομηνία πληρωμής έγινε 10-12-2008. Ότι η ίδια οπισθογράφησε περαιτέρω την ως άνω επιταγή εις διαταγήν Σ. Χ., ο οποίος την οπισθογράφησε εις διαταγήν Ι. Ψ. και ο τελευταίος την οπισθογράφησε εις διαταγής της (της ενάγουσας), η οποία την εμφάνισε προς πληρωμή στις 10-12-2008 στην … Tράπεζα, κατάστημα Περάματος, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας μετά από ρητή εξουσιοδότηση της πληρώτριας Τράπεζας στις 12-12-2008. Ότι η ως άνω έκτη επιταγή εκδόθηκε εις διαταγήν της (της ενάγουσας) και ότι περαιτέρω αυτή την οπισθογράφησε εις διαταγήν της εταιρείας «….», η οποία την εμφάνισε προς πληρωμή στις 22-09-2008 στην Ε. Τ., κατάστημα Ακτής Κονδύλη Πειραιά, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω Τράπεζας κατά την ως άνω ημερομηνία και ότι στη συνέχεια η ίδια κατέβαλε στην ως άνω «….» στις 22-09-2008 το αντίτιμό της και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια της ως άνω επιταγής εξ αναγωγής. Ότι η ως άνω έβδομη επιταγή εκδόθηκε εις διαταγήν της (της ενάγουσας) στις 24-04-2008 και ότι περαιτέρω αυτή την οπισθογράφησε εις διαταγήν του …, ο οποίος την εμφάνισε προς πληρωμή στις 27-10-2008 στην Τ. Α. κατάστημα Κερατσινίου, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω Τράπεζας μετά από ρητή εξουσιοδότηση της πληρώτριας τράπεζας της εκδότριας στις 30-10-2008 και ότι στη συνέχεια η ίδια κατέβαλε στον ως άνω Ε. Φ. στις 30-10-2008 το αντίτιμό της και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια της ως άνω έβδομης επιταγής εξ αναγωγής. Ότι τα ποσά για τα οποία αυτές εξεδόθησαν αφορούσαν αμοιβές και τίμημα από παρασχεθείσες εργασίες Α) στις κύριες μηχανές του πλοίου «… συνολικής αξίας 51.000 ευρώ (εξάρμωση και άρμωση ολισθαινουσών εξαγωγής των δύο κύριων μηχανών αυτού, όπως και των αντλιών πετρελαίου Κ/Μ στο γκαράζ αυτού, έλεγχος μηχανισμού μετακίνησης – ντίζες κανόνων αντλιών πετρελαίου από γκόβερνορ μέχρι κανόνων αντλιών, εξάρμωση και άρμωση καυστήρων στο γκαράζ, ομοίως και κουζινέτων βάσεως κυρίων μηχανών αυτού και επιθεώρηση, όπως και βαλβιδοφόρων εξαγωγής από τα πώματα, μεταφορά στο συνεργείο, πλήρη αποσυναρμολόγηση, επισκευή, επαναφορά στο πλοίο και άρμωση ως πρότερον, εξάρμωση φίλτρων ελαίου τύπου άλφα λαβάλ, αντικατάσταση, καθαρισμός και επανάρμωση μετά δοκιμών, καθώς και ομοίως των φίλτρων πετρελαίου κ.α.), οι οποίες εργασίες ξεκίνησαν στα τέλη Ιανουαρίου 2008 και συνεχίστηκαν μέχρι τον Ιούνιο 2008 και τις οποίες αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα οι εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας εταιρείας «…», ανήκουσα στον όμιλο …, την οποία εκπροσωπούσε η εναγομένη και Β) στις κύριες μηχανές του πλοίου «… συνολικής αξίας 94.557,60 ευρώ (επισκευή κυρίων μηχανών αυτού και επισκευή καπακιών και εμβόλων του, επισκευή ψυγείων αέρος Κ/Μ και επισκευή αξόνων, έλεγχος με τη μέθοδο DY/CHECK, έλεγχος πηδαλίων και επιστόμιων), τις οποίες αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα οι εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας εταιρείας «…» ανήκουσα στον όμιλο …, την οποία εκπροσωπούσε η εναγόμενη. Επιπλέον αφορούσαν αμοιβές και τίμημα από παρασχεθείσες εργασίες α) για γενικές επισκευές στο πλοίο «… γενικού συνόλου 1.742 ευρώ, ιδιοκτησίας της πλοιοκτήτριας εταιρείας «…» του ομίλου «…», β) για γενικές επισκευές στο πλοίο «… ΙΙ» ΝΠ 10599 Ε-Γ/Ο-Γ γενικού συνόλου 400 ευρώ, ιδιοκτησίας της πλοιοκτήτριας εταιρείας «…», γ) για γενικές επισκευές στο πλοίο «… γενικού συνόλου 2.540 ευρώ ιδιοκτησίας της ναυτικής εταιρείας «…» του ομίλου …, δ) για γενικές επισκευές στο πλοίο «… γενικού συνόλου 4.598 ευρώ, πλοιοκτησίας του ομίλου … και ε) για γενικές επισκευές στο πλοίο «…Γ πλοιοκτησίας της «…», ανήκουσα στον όμιλο «…». Ότι η εναγομένη γνώριζε την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων τόσο κατά το χρόνο πραγματικής έκδοσης των ως άνω επιταγών, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης αυτών προς πληρωμή, η οποία (έλλειψη) είχε ως αποτέλεσμα η ενάγουσα να υποστεί ισόποση περιουσιακή ζημία ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 66.000 ευρώ. Ότι για μεν την ως άνω πρώτη επιταγή εκδόθηκε η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία επεδόθη νομίμως δύο (2) φορές τόσο στην εταιρεία «…» όσο και στην εταιρεία «…» με τις αναφερόμενες στην υπό κρίση αγωγή εκθέσεις επίδοσης, για την ως άνω δεύτερη επιταγή εκδόθηκε η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία επεδόθη νομίμως δύο (2) φορές στην εταιρεία «…» με τις αναφερόμενες στην υπό κρίση αγωγή εκθέσεις επίδοσης, για την ως άνω τρίτη επιταγή εκδόθηκε η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία επεδόθη νομίμως δύο (2) φορές στην εταιρεία «…» με τις αναφερόμενες στην υπό κρίση αγωγή εκθέσεις επίδοσης, για την ως άνω τέταρτη επιταγή εκδόθηκε η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία επεδόθη νομίμως δύο (2) φορές στην εταιρεία «…», για την ως άνω πέμπτη επιταγή εκδόθηκε η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία επεδόθη νομίμως δύο (2) φορές στην εταιρεία «…» με τις αναφερόμενες στην υπό κρίση αγωγή εκθέσεις επίδοσης, για την ως άνω έκτη επιταγή εκδόθηκε η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία επεδόθη νομίμως δύο (2) φορές στην εταιρεία «…» με τις αναφερόμενες στην υπό κρίση αγωγή εκθέσεις επίδοσης και τέλος για την ως άνω έβδομη επιταγή εκδόθηκε η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία επεδόθη νομίμως δύο (2) φορές στην εταιρεία «…» με τις αναφερόμενες στην υπό κρίση αγωγή εκθέσεις επίδοσης. Ότι λόγω της αδικοπρακτικής αυτής συμπεριφοράς της εναγομένης η ενάγουσα έχει υποστεί ηθική βλάβη, συνιστάμενη σε πλήγμα επί της εμπορικής και τραπεζικής της φήμης κ.α. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί κατόπιν νομίμου περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά το ποσό των 10.000 ευρώ, αναφορικά με την υπ’ αριθ… τραπεζική επιταγή και κατά το ποσό των 1.000 ευρώ, αναφορικά με το κονδύλιο της ηθικής βλάβης, που έλαβε χώρα τόσο με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις της, όσο και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά (άρθρα 223, 294 και 297 ΚΠολΔ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το οφειλόμενο ποσό εκ των λοιπών έξι (6) επίδικων επιταγών, ήτοι 56.000 ευρώ ως αποζημίωση, καθώς και το ποσό των 6.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από της ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή να απαγγελθεί εναντίον της εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και τέλος να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2, 3 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθρο 51 παρ. 1 και 3Β περ. β΄ και ι΄ του Ν. 2172/1993) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις, που αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, καθώς και σε αυτές των άρθρων 346 ΑΚ, 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2, 907 και 908 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε από την ενάγουσα το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τα υπ’ αριθ. 288670, 288672, 288671, 429835, 429836, 429834, 263295 και 264926 Σειρά Α΄ αγωγόσημα).
Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο ΒΙ.ΠΑ Σχιστού Κερατσινίου έχει ως αντικείμενο δραστηριότητάς της τη διενέργεια και εκτέλεση μηχανουργικών εργασιών και επισκευών πλοίων παντός τύπου. Η εναγόμενη, κατά τον επίδικο χρόνο της έκδοσης των παρακάτω αναφερόμενων τραπεζικών επιταγών τύγχανε νόμιμος εκπρόσωπος της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία αποτελούσε θυγατρική της εταιρείας «…». Η εναγόμενη, με την ανωτέρω ιδιότητά της εξέδωσε στην Αθήνα, στις 25-02-2008, στις 10-10-2008, στις 03-03-2008, στις 11-03-2008, στις 14-03-2008 και στις 24-04-2008 τις υπ’ αριθ. 00000408-1 / 15-08-2008, ποσού 10.000 ευρώ, 00000435-9 / 10-10-2008, ποσού 8.000 ευρώ, 38571738-5 / 15-10-2008, ποσού 10.000 ευρώ, 39187754-2/10-12-2008, ποσού 10.000 ευρώ, 39187765-8 / 20-09-2008, ποσού 10.000 ευρώ και 39572283-7/25-10-2008, ποσού 8.000 ευρώ, μεταχρονολογημένες επιταγές, πληρωτέες στο κατάστημα της Τ. Π. (Αλεξανδρούπολη) η πρώτη και η δεύτερη και στο κατάστημα Ε. Τ. (Αλεξανδρούπολη) η τρίτη, η τέταρτη, η πέμπτη και η έκτη, αντίστοιχα. Η ως άνω πρώτη επιταγή με αριθμό 00000408-1/15-08-2008, ποσού 10.000 ευρώ, εκδόθηκε εις διαταγήν της ενάγουσας, η οποία στη συνέχεια την οπισθογράφησε εις διαταγήν της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία με τη σειρά της την οπισθογράφησε εις διαταγήν Ι. Ψ.. Ο Ι. Ψ.ς οπισθογράφησε στη συνέχεια την εν λόγω επιταγή εις διαταγήν της ενάγουσας, η οποία την εμφάνισε προς πληρωμή στις 22-09-2008, στην Τράπεζα Π., κατάστημα Περάματος, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας την ίδια ως άνω ημερομηνία. Η ως άνω δεύτερη επιταγή με αριθμό 00000435-9/10-10-2008, ποσού 8.000 ευρώ, εκδόθηκε εις διαταγήν της ενάγουσας, η οποία, αφού την οπισθογράφησε την εμφάνισε προς πληρωμή στις 14-10-2008 στην Τράπεζα Π., κατάστημα Περάματος, πλην όμως αυτή δε πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας την ίδια ως άνω ημερομηνία. Η ως άνω τρίτη επιταγή με αριθμό 38571738-5 /15-10-2008, ποσού 10.000 ευρώ, εκδόθηκε εις διαταγήν της ενάγουσας και στη συνέχεια η τελευταία την οπισθογράφησε εις διαταγήν Νικολάου Φράγκου, ο οποίος την εμφάνισε προς πληρωμή στις 15-10-2008, στην Ε. Τ., κατάστημα Περάματος, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας την ίδια ως άνω ημερομηνία. Στη συνέχεια η ενάγουσα κατέβαλε στον ως άνω Νικόλαο Φράγκο στις 15-10-2008 το αντίτιμό της και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια της ως άνω τρίτης επιταγής εξ αναγωγής. Η ως άνω τέταρτη επιταγή με αριθμό 39187754-2/10-12-2008, ποσού 10.000 ευρώ, εκδόθηκε εις διαταγήν της ενάγουσας, η οποία την οπισθογράφησε περαιτέρω εις διαταγήν Σ. Χ., ο οποίος την οπισθογράφησε εις διαταγήν Ι. Ψ. και ο τελευταίος την οπισθογράφησε εις διαταγήν της ενάγουσας, η οποία την εμφάνισε προς πληρωμή στις 10-12-2008 στην … Tράπεζα, κατάστημα Περάματος, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας μετά από ρητή εξουσιοδότηση της πληρώτριας Τράπεζας στις 12-12-2008. Η ανωτέρω πέμπτη επιταγή με αριθμό 39187765-8/20-09-2008, ποσού 10.000 ευρώ εκδόθηκε εις διαταγήν της ενάγουσας η οποία την οπισθογράφησε εις διαταγήν της εταιρείας «….», η οποία την εμφάνισε προς πληρωμή στις 22-09-2008 στην Ε. Τ., κατάστημα Ακτής Κονδύλη Πειραιά, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω Τράπεζας κατά την ως άνω ημερομηνία. Στη συνέχεια η ενάγουσα κατέβαλε στην ως άνω «….» στις 22-09-2008 το αντίτιμό της και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια της ως άνω επιταγής εξ αναγωγής. Η ως άνω έκτη επιταγή με αριθμό 39572283-7/25-10-2008, ποσού 8.000 ευρώ εκδόθηκε εις διαταγήν της ενάγουσας, η οποία την οπισθογράφησε εις διαταγήν του Κοντογιάννη Κωνσταντίνου, ο οποίος την οπισθογράφησε εις διαταγήν Ευστρατίου Φράγκου, ο οποίος την εμφάνισε προς πληρωμή στις 27-10-2008 στην Τ. Α. κατάστημα Κερατσινίου, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω μη επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω Τράπεζας μετά από ρητή εξουσιοδότηση της πληρώτριας τράπεζας της εκδότριας στις 30-10-2008. Στη συνέχεια η ενάγουσα κατέβαλε στον ως άνω Ε. Φ. στις 30-10-2008 το αντίτιμό της και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια της ως άνω επιταγής εξ αναγωγής. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εταιρεία «…», στην κυριότητα της οποίας ανήκει το πλοίο «ΑΡΣΙΝΟΗ» (αριθμός νηολογίου στον λιμένα του Πειραιά 5337), το οποίο αποτελεί και το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο, με την από 27-11-2008 αίτησή της (η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό κατάθεσης 218054/2008 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 1.709/28-11-2018) ζήτησε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής εκθέτοντας σε αυτή (αίτηση) ότι βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία αποπληρωμής των χρεών της, χωρίς όμως να έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών. Στην εν λόγω αίτηση η ίδια ανέφερε ότι αποκλειστική πηγή εσόδων της, αποτελούσαν οι εισπράξεις του τιμήματος των πωλήσεων από τα δρομολόγια του πλοίου αυτού, οι οποίες κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2007 ανήλθαν στο ποσό των 189.852,07 ευρώ, καθώς και ότι το σύνολο σχεδόν των ανωτέρω εσόδων της διατίθενται για την εξυπηρέτηση τοκοχρεολυσίων οφειλόμενων στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» καθώς και στη γαλλική Τράπεζα με την επωνυμία «ΝΑΤΙΧΙS», στα πλαίσια κοινοπρακτικού δανείου, που αυτή είχε από 16-04-2007 συνάψει με αυτές και προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του οποίου είχε συσταθεί υποθήκη επί του ως άνω πλοίου. Επιπλέον, στις προτάσεις που κατέθεσε αναφορικά με την ανωτέρω αίτηση, η εταιρεία «…», εξέθεσε ότι ήδη κατά το χρονικό διάστημα από 31-07-2008 και μέχρι την 17-12-2008 (χρόνος συζήτησης της αίτησης) είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις προμηθευτών και λοιπών πιστωτών ύψους 454.124 ευρώ, που θα μπορούσαν να εξοφληθούν μόνο από τα (ύψους 189.852,07) έσοδα από τα δρομολόγια του πλοίου «ΑΡΣΙΝΟΗ», τα όποια όμως διατίθεντο για την εξυπηρέτηση τοκοχρεολυσίων του προαναφερθέντος κοινοπρακτικού δανείου (βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα υπ’ αριθ. 873/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών-Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας, που εκδόθηκε επί της ανωτέρω αιτήσεως ανοίγματος διαδικασίας συνδιαλλαγής). Κατόπιν αυτού αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη ως νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρείας «…», τελούσε σε γνώση της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας και επομένως τελούσε σε γνώση ότι τόσο κατά τον χρόνο της πραγματικής έκδοσης των επίδικων επιταγών όσο και κατά το χρόνο πληρωμής τους δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή των ανωτέρω επιταγών, γεγονός το οποίο αποδέχθηκε, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός της ότι είχε προβεί σε όλα τα προπαρασκευαστικά μέτρα για τη δημιουργία επαρκούς εισοδήματος, ώστε να πληρωθούν όλες οι επίδικες επιταγές, καθώς και ότι η αδυναμία πληρωμής αυτών οφειλόταν σε σοβαρή βλάβη που υπέστη το πλοίο της ανωτέρω εταιρείας την 01-09-2008, λόγω πρόσκρουσης αυτού στο λιμένα της Φολεγάνδρου, γεγονός το οποίο οδήγησε σε αδυναμία συνέχισης των πλοών του να τυγχάνουν αναληθείς. Εξάλλου, η οικονομική δυσχέρεια της εταιρείας «…», την οποία εκπροσωπούσε η εναγόμενη, να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή των επιταγών κεφάλαια, δεν αίρει το δόλο, αφού το στοιχείο της υπαιτιότητας δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής – αφού αυτή εμπεριέχεται στον κύκλο της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας – αλλά με βάση τη στάση του έναντι του οικείου λογαριασμού και την αποδοχή του ότι ενδέχεται να μην υπάρξουν τα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγόμενης τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εξέταση της ένστασης εξόφλησης που προτείνει η εναγόμενη και αφορά την υπό υπ’ αριθ… τραπεζική επιταγή παρέλκει, δεδομένου ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ενάγουσα εταιρεία περιόρισε το αίτημά της ως προς το ποσό των 10.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην επιταγή αυτή. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας, το συνολικό ποσό των πενήντα έξι χιλιάδων (56.0000) ευρώ (10.000 ευρώ + 8.000 ευρώ + 10.000 ευρώ + 10.000 ευρώ + 10.000 ευρώ + 8.000 ευρώ), που αντιστοιχεί στις ανωτέρω επιταγές. Επιπλέον, η ενάγουσα από την ανωτέρω σε βάρος της αδικοπραξία υπέστη και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης. Ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της βλάβης που υπέστη η φήμη της ενάγουσας, της μείωσης της εμπορικής και επαγγελματικής της πίστης και της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα για τον λόγο αυτό το ποσόν των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινομένης υπόθεσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 944/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- άρθρ. 25 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος και 2, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Συνεπώς, η κρινομένη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των πενήντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων (57.800) ευρώ (56.000 ευρώ + 1.800 ευρώ), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως. Η απόφαση αυτή πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, καθώς η επιβράδυνση της εκτελέσεως θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρο 908 παρ. 1 KΠολΔ). Ακόμη, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της απαιτήσεως (ΕφΑθ 4940/91, ΕλλΔνη, 1994.464), τη βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος και τις συνέπειες του, τη βαρύτητα του πταίσματος της εναγομένης, την ανυπαιτιότητα του ενάγοντος, την όλη συμπεριφορά της εναγομένης, καθώς και την οικονομική κατάσταση των μερών (ΕφΑθ 9577/86, Δ 1987.316) κρίνει ότι πρέπει να απαγγελθεί προσωπική κράτηση δύο (2) μηνών σε βάρος της τελευταίας ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσας μετά την τελεσιδικία αυτής, αφού πρόκειται για απαίτηση από αδικοπραξία (άρθρο 1047 ΚΠολΔ). Τέλος, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας της (176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, άρθρα 63 και 68 του Ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των πενήντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων (57.800) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων (28.000) ευρώ.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ κατά της εναγομένης προσωπική κράτηση διαρκείας δύο (2) μηνών, ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ