ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3346/2015
…
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19-05-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: εταιρείας με την επωνυμία «…» …) που εδρεύει στο … Περάματος και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Πεζόδρομο.
Των εναγομένων: α) εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο “…” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, β) … του … κατοίκου …, και γ) … του …, κατοίκου …, οι οποίοι κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο ήταν απόντες και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 09-12-2014 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ’ αριθμ. … και … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αμαλιάδας Β. Σ., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εναγομένους (άρθρα 122 επ., 124§2, 126§1 περ. α΄ και δ΄ και 129§1 ΚΠολΔ), και, συγκεκριμένα, αφενός μεν παραδόθηκε στα χέρια του ίδιου του δεύτερου εναγόμενου, αφετέρου δε, επειδή ο τρίτος εναγόμενος, προς τον οποίο έγινε η επίδοση τόσο ατομικά όσο και υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, δεν βρέθηκε στον τόπο εργασίας του, ήτοι στο κατάστημα της έδρας της πρώτης εναγομένης, παραδόθηκε στα χέρια του συνεργάτη του, δευτέρου εναγομένου. Οι εναγόμενοι, όμως, δεν εμφανίσθηκαν την παραπάνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και πρέπει, συνεπώς, να δικασθούν ερήμην [άρθρο 271§§1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)].
Εκτός από τα βασικά πρόσωπα τα οποία μετέχουν στη σύμβαση μεταφοράς, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, τον αγωγιάτη ή μεταφορέα και τον παραλήπτη, μπορεί να παρεμβληθεί και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος διαφέρει από το μεταφορέα κατά το ότι ο τελευταίος διενεργεί ο ίδιος τη μεταφορά, ενώ ο παραγγελιοδόχος αναλαμβάνει τη μέριμνα απέναντι στο φορτωτή ή στον παραλήπτη να εξεύρει μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει ο ίδιος τη σύμβαση μεταφοράς στο δικό του μεν όνομα, αλλά πάντοτε για λογαριασμό του παραγγελέα αποστολέα ή φορτωτή, έχοντας ελευθερία στην επιλογή των μέσων και των δρομολογίων που θα χρησιμοποιήσει (ΟλΑΠ 33/1998, Δνη 1998,1262, ΔΕΕ 1998,990, ΕΕμπΔ 1998,544, ΕΕΝ 1998,644, ΝοΒ 1999,245, ΑΠ 928/2011, ΕΕμπδ 2011,880, ΧρΙδΔ 2012,203, ΕπισκΕμπΔ 2012,332, ΔΕΕ 2012,800, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ο μεταφορέας δεν τελεί σε συμβατική σχέση προς τον παραγγελέα, δεδομένου ότι η αποστολή του παραγγελιοδόχου μεταφοράς, ο οποίος, όπως προελέχθη, ενεργεί ιδίω ονόματι, ακόμα και αν δήλωσε ότι ενεργεί για λογαριασμό άλλου, συνίσταται ακριβώς στο να εκτελέσει την παραγγελθείσα πράξη, έτσι ώστε αυτή να μην παραγάγει συνέπειες άμεσης αντιπροσώπευσης. Αυτό έχει, προδήλως, ως αποτέλεσμα να μην ευθύνεται έναντι του μεταφορέα για την καταβολή της αμοιβής του ο παραγγελέας παρά μόνον ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς (ΕφΠειρ 240/2004, ΔΕΕ 2004,673, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, συστατικό στοιχείο της συμβάσεως παραγγελίας, η οποία διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ, αποτελεί η αμοιβή του παραγγελιοδόχου, που καθορίζεται συμβατικώς ή είναι η ειθισμένη και καταβάλλεται, σε περίπτωση ελλείψεως ρητής συμφωνίας, μετά την εκτέλεση της συμβάσεως (ΕφΘεσ 2069/1999, ΕπισκΕμπΔ 2000,695, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ενόψει δε του ότι ο νόμος δεν ορίζει ειδικά, το κέρδος του παραγγελιοδόχου μεταφοράς δύναται να ποικίλει και να συνίσταται, μεταξύ άλλων, είτε στη διαφορά μεταξύ του ποσού το οποίο ο παραγγελιοδόχος έλαβε από τον αποστολέα και του ποσού που κατέβαλε στο μεταφορέα, είτε σε προμήθεια επί της αμοιβής του μεταφορέα, είτε σε προμήθεια υπολογιζόμενη επί της αξίας των μεταφερόμενων πραγμάτων κ.ο.κ. (ΕφΑθ 3601/1981, Αρμ 1982,529, ΕΕμπΔ 1982,543, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, επί της συμβάσεως παραγγελίας, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων, έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 91 του ΕμπΝ, οι κανόνες περί εντολής. Συνεπώς, ο παραγγελέας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 90 – 92 ΕμπΝ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 722, 723 και 301 ΑΚ, οφείλει να ανορθώσει κάθε ζημία την οποία υπέστη ο παραγγελιοδόχος αναίτια κατά την εκτέλεση της παραγγελίας και, επιπλέον, να αποδώσει στον παραγγελιοδόχο και μάλιστα εντόκως από της καταβολής, κάθε δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ο ίδιος κατά την εκτέλεση της παραγγελίας (ΕφΘεσ 2069/1999, ο.π., βλ. και ΕφΠειρ 1312/1990, ΕΝαυτΔ 1991,59, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 §1 του ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ’ αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. του ΑΚ, προκύπτει, ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από τα άρθρα 914 επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40 – 47 του ν. 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεώς της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (ΑΠ 1550/2013, ΔΕΕ 2014,62, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Τούτο ρητώς ορίζεται πλέον από τη διάταξη του άρθρου 79§5 του ν. 5960/1933, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 15§3 του ν. 3472/2006, σύμφωνα με την οποία δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως κατά του εκδότη ακάλυπτης επιταγής έχουν τόσο ο κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όσο και ο εξ αναγωγής υπόχρεος ο οποίος εξόφλησε την επιταγή και έγινε κομιστής της, ο οποίος (εξ αναγωγής υπόχρεος) δικαιούται να λάβει αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ.). Τα ανωτέρω είχαν γίνει δεκτά από τη νομολογία και υπό την ισχύ της παρ. 5 του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, όπως αυτή είχε προτού αντικατασταθεί από το άρθρο 15§3 του ν. 3472/2006 (βλ. ΟλΑΠ 23/2007, ΠοινΔνη 2007,960, ΝοΒ 2007,1852, ΑρχΝομ 2007,718, Δίκη 2007,1098,975, και όμοιες ΟλΑΠ 24/2007, ΟλΑΠ 25/2007 και ΟλΑΠ 29/2007, άπασες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, υπόχρεος σε αποκατάσταση της σχετικής ζημίας του κομιστή της, κατά τα άρθρα 71 εδ. β΄, 914, 297 και 298 ΑΚ, είναι (πλέον του νομικού προσώπου) και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, που υπέγραψε την επιταγή, εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής (ΑΠ 427/2013, ΕΕμπΔ 2013,834, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Προσέτι, από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147 – 149 του ίδιου Κώδικα και 386 του ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε, χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο. Περαιτέρω η υπό των διατάξεων των άρθρων 297 – 298 ΑΚ προβλεπομένη αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα, που έχουν ληφθεί. Ως θετική ζημία νοείται η μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, η οποία μπορεί να συνίσταται σε μείωση του ενεργητικού ή σε αύξηση του παθητικού της. Αποθετική ζημία ή διαφυγόν κέρδος είναι η μη επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, η οποία (επαύξηση) θα επερχόταν με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων (ΑΠ 1364/2013, ΔΕΕ 2014,56, ΧρΙδΔ 2014,195, ΕΕμπΔ 2014,168, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 361 και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον επιμέλειας, που επιβάλλει να μην προκαλείται ζημία σε άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22,505, ΑΠ 334/2015, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή συρρέουν οι αξιώσεις από τη σύμβαση με αυτές από το αδίκημα και αν μεν κατατείνουν σε διαφορετικές παροχές πρόκειται για γνήσια συρροή αξιώσεων, ενώ αν αφορούν την αυτή παροχή, που απλώς θεμελιώνεται τόσο ενδοσυμβατικά όσο και εξωσυμβατικά, δηλαδή σε δύο διαφορετικές νομικές βάσεις, πρόκειται για συρροή των περισσότερων νομικών βάσεων της αυτής ενιαίας αξίωσης. Αντίστοιχα, ο δανειστής δικαιούται να ασκήσει όποια από τις περισσότερες αξιώσεις του ο ίδιος προκρίνει ή να στηρίξει την ενιαία αξίωσή του σε οποιαδήποτε από τις περισσότερες βάσεις της ή και σε όλες κατά τρόπο ισοδύναμο ή επικουρικό. Τις περισσότερες όμως συρρέουσες αξιώσεις του ο δανειστής μπορεί να ασκήσει από κοινού μόνον επικουρικά τη μία της άλλης, αφού δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση σωρευτικά όλων των αξιώσεων αυτών, αλλά η ικανοποίηση της μίας επιφέρει την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν κάποια απ’ αυτές έχει ευρύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται κατά το επιπλέον (ΑΠ 334/2015, ο.π.).
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ συνάγεται ότι σύμβαση αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους συνάπτεται όταν οι συμβαλλόμενοι αποσκοπούν στη θεμελίωση υποχρεώσεως κατά τρόπο ανεξάρτητο από την αιτία. Πότε τούτο συμβαίνει εξαρτάται από την ίδια τη δήλωση βουλήσεως των συμβαλλομένων, όπως αυτή προκύπτει από το έγγραφο και τις συνοδεύουσες περιστάσεις. Η επιταγή που ρυθμίζεται από το ν. 5960/1933 θεμελιώνει αφηρημένη ή αναιτιώδη ενοχή ανεξαρτήτως από τη αιτία της. Η άκυρη επιταγή μπορεί να ισχύσει μεταξύ του εκδότη και του πρώτου κομιστή κατά μετατροπή (ΑΚ 182) ως αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, αφού ο μεν τύπος της ΑΚ 873 καθόσον αφορά την περί αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους δήλωση βουλήσεως του εκδότη της επιταγής, η οποία και μόνο υπόκειται στον έγγραφο τύπο καλύπτεται με την έκδοση της επιταγής ενώ η αποδοχή του δανειστή (πρώτου κομιστή) στον οποίο παραδίδεται η επιταγή μπορεί να δηλωθεί ρητώς ή σιωπηρώς και χρειάζεται να περιέλθει στον οφειλέτη. Η πρόθεση των συμβαλλομένων όπως η άκυρη επιταγή ισχύσει ως αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους τεκμαίρεται. Για την κατά την ΑΚ 182 μετατροπή απαιτούνται: α) ακυρότητα της τελεσθείσης (εμφανούς) δικαιοπραξίας, β) άγνοια της ακυρότητας από τους συμβαλλόμενους, γιατί αν την γνώριζαν θα έλειπε γι’ αυτούς η βούληση παραγωγής εννόμου αποτελέσματος και μετατροπή δεν θα ήταν νοητή, γ) η άκυρη δικαιοπραξία να συγκεντρώνει τους όρους της κατά μετατροπή δικαιοπραξίας και δ) τα μέρη να ήθελαν την κατά μετατροπή δικαιοπραξία, αν ήξεραν την ακυρότητα (ΕφΑθ 7463/1995, Δνη 1997,902, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, ιστορούνται τα ακόλουθα: Κατά τις αρχές του έτους 2010 η εναγομένη, η οποία διατηρεί επιχείρηση επεξεργασίας, συντήρησης και πώλησης βρώσιμων αγροτικών προϊόντων, κατήρτισε στον Πειραιά, διά του τρίτου εναγομένου, προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου αυτής, και του δεύτερου εναγομένου, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της, ο οποίος την εκπροσωπεί, σύμφωνα με το καταστατικό της, για όλες τις συμφωνίες και θέματα που αφορούν τις οικονομικές συναλλαγές της, συμφωνία με την ενάγουσα, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε και διεκπεραίωσε, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς/ενδιάμεσος μεταφορέας, τη θαλάσσια ή/και αεροπορική μεταφορά των αναλυτικά αναφερόμενων στην αγωγή φορτίων με εμπορεύματα της πρώτης εναγομένης από την Ελλάδα προς τις Η.Π.Α. και τον Καναδά αντί του εκάστοτε ορισθέντος ναύλου, ο οποίος, άλλωστε, ήταν και ο ειθισμένος στον τόπο και κατά το χρόνο της εκάστοτε συναλλαγής. Ειδικότερα, από το τέλος του έτους 2010 έως και το μήνα Αύγουστο του έτους 2011, η ενάγουσα μερίμνησε για τη θαλάσσια ή εναέρια μεταφορά 98 συνολικά φορτίων με εμπορεύματα της πρώτης εναγομένης από τον αερολιμένα Αθηνών και τους λιμένες Πειραιά και Θεσσαλονίκης προς τους αερολιμένες του Τορόντο και της Νέας Υόρκης και τους λιμένες του Farmingdale, της Νέας Υόρκης, του Pinconning, του Όκλαντ (Oakland), της Σαβάνα (Savannah), του Μόντρεαλ, της Βαλτιμόρης και του Worcester. Τα στοιχεία των φορτίων και των εμπορευματοκιβωτίων που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά τους, τα μέσα (πλοία ή αεροπλάνα) διά των οποίων διενεργήθηκε η κάθε επιμέρους μεταφορά, οι λιμένες ή αερολιμένες φόρτωσης και εκφόρτωσης του κάθε φορτίου και η εκάστοτε εκδοθείσα φορτωτική παρατίθενται αναλυτικά στο αγωγικό δικόγραφο. Για καθεμία από τις διενεργηθείσες μεταφορές η πρώτη εναγομένη όφειλε να καταβάλει στην ενάγουσα τα ειδικά προσδιοριζόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά, τα οποία αντιστοιχούσαν στον συμφωνηθέντα ναύλο και τις δαπάνες (τελωνειακές κ.α.) στις οποίες υποβλήθηκε αυτή για την εκτέλεση της κάθε επιμέρους παραγγελίας μεταφοράς και για τα οποία εκδόθηκαν τα τιμολόγια που απαριθμούνται στο αγωγικό δικόγραφο. Χάριν καταβολής της ως άνω οφειλής της πρώτης εναγομένης, η οποία ανήλθε συνολικά στο χρηματικό ποσό των 166.170,46 €, οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, ενεργούντες υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους ως εκπρόσωποι της πρώτης αυτών, παρέδωσαν στην ενάγουσα κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010 πέντε επιταγές συνολικού ποσού 142.000 € και κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2011 μία επιταγή ποσού 20.000 €, τις οποίες είχε εκδώσει (υπογράψει) ο δεύτερος εναγόμενος εις διαταγήν της (της ενάγουσας), ενεργώντας υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα, παρέδωσαν στην ενάγουσα: α) την υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 20.000 €, η οποία ήταν πληρωτέα στην τράπεζα … από τον τηρούμενο σ’ αυτήν υπ’ αριθμ. … λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Η επιταγή αυτή ήταν μεταχρονολογημένη, καθώς μολονότι επί του σώματός της αναγραφόταν ως ημερομηνία έκδοσής της η 15-03-2011, στην πραγματικότητα εκδόθηκε την 03-12-2010, οπότε και παραδόθηκε στην ενάγουσα, β) την υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 23.500 €, η οποία ήταν πληρωτέα στην τράπεζα Π……… Η επιταγή αυτή ήταν μεταχρονολογημένη, καθώς μολονότι επί του σώματός της αναγραφόταν ως ημερομηνία έκδοσής της η 30-04-2011, στην πραγματικότητα εκδόθηκε τη 17-12-2010, οπότε και παραδόθηκε στην ενάγουσα, γ) την υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 30.000 €, η οποία ήταν πληρωτέα την τράπεζα …. Η επιταγή αυτή ήταν μεταχρονολογημένη, καθώς μολονότι επί του σώματός της αναγραφόταν ως ημερομηνία έκδοσής της η 30-04-2011, στην πραγματικότητα εκδόθηκε την 21-12-2010, οπότε και παραδόθηκε στην ενάγουσα, δ) την υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 30.000 €, η οποία ήταν πληρωτέα την τράπεζα … από τον ως άνω λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Η επιταγή αυτή ήταν μεταχρονολογημένη, καθώς μολονότι επί του σώματός της αναγραφόταν ως ημερομηνία έκδοσής της η 30-05-2011, στην πραγματικότητα εκδόθηκε την 21-12-2010, οπότε και παραδόθηκε στην ενάγουσα, ε) την υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 38.500 €, η οποία ήταν πληρωτέα την τράπεζα … από τον ως άνω λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Η επιταγή αυτή ήταν μεταχρονολογημένη, καθώς μολονότι επί του σώματός της αναγραφόταν ως ημερομηνία έκδοσής της η 30-06-2011, στην πραγματικότητα εκδόθηκε την 21-12-2010, οπότε και παραδόθηκε στην ενάγουσα, και στ) την υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 20.000 €, η οποία ήταν πληρωτέα την τράπεζα … από τον ως άνω λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Η επιταγή αυτή ήταν μεταχρονολογημένη, καθώς μολονότι επί του σώματός της αναγραφόταν ως ημερομηνία έκδοσής της η 30-08-2011, στην πραγματικότητα εκδόθηκε την 22-03-2011, οπότε και παραδόθηκε στην ενάγουσα. Κατά το χρόνο εμφάνισης της πρώτης από τις ανωτέρω επιταγές (15-03-2011), οι ως άνω εκπρόσωποι της πρώτης εναγομένης (δεύτερος και τρίτος των εναγομένων), προφασιζόμενοι προσωρινή έλλειψη ρευστότητας, ζήτησαν τη μετάθεση του χρόνου πληρωμής της οφειλής που ενσωμάτωνε αυτή για ένα τρίμηνο. Για το λόγο αυτό αντικατέστησαν την επιταγή αυτή με την ισόποση υπ’ αριθμ. … επιταγή, η οποία ήταν πληρωτέα στην τράπεζα … από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Και η νέα επιταγή ήταν μεταχρονολογημένη, καθώς μολονότι επί του σώματός της αναγραφόταν ως ημερομηνία έκδοσής της η 30-06-2011, στην πραγματικότητα εκδόθηκε τη 15-03-2011, οπότε και παραδόθηκε στην ενάγουσα. Επίσης, κατά το χρόνο εμφάνισης της δεύτερης από τις ανωτέρω επιταγές (30-04-2011), οι ίδιοι ως άνω εκπρόσωποι της πρώτης εναγομένης, ζήτησαν τη μετάθεση του χρόνου πληρωμής μέρους της οφειλής που ενσωμάτωνε αυτή για τη 10-06-2011. Για το λόγο αυτό κατέβαλαν στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 10.000 € σε μετρητά και αντικατέστησαν την ανωτέρω επιταγή με την υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 13.500 €, η οποία ήταν πληρωτέα στην τράπεζα … από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Η επιταγή αυτή ήταν επίσης μεταχρονολογημένη, καθώς μολονότι επί του σώματός της αναγραφόταν ως ημερομηνία έκδοσής της η 10-06-2011, στην πραγματικότητα εκδόθηκε την 30-04-2011, οπότε και παραδόθηκε στην ενάγουσα. Τέλος, κατά το χρόνο εμφάνισης της τρίτης από τις ανωτέρω επιταγές (30-04-2011), οι ίδιοι ως άνω εκπρόσωποι της πρώτης εναγομένης, ζήτησαν τη μετάθεση του χρόνου πληρωμής μέρους της οφειλής που ενσωμάτωνε αυτή για ένα δίμηνο. Για το λόγο αυτό κατέβαλαν στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 20.000 € σε μετρητά και αντικατέστησαν την ανωτέρω επιταγή με την υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 10.000 €, η οποία ήταν πληρωτέα στην τράπεζα … από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Η επιταγή αυτή ήταν επίσης μεταχρονολογημένη, καθώς μολονότι επί του σώματός της αναγραφόταν ως ημερομηνία έκδοσής της η 17-06-2011, στην πραγματικότητα εκδόθηκε την 30-04-2011, οπότε και παραδόθηκε στην ενάγουσα. Εκ των ανωτέρω επιταγών, η υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 13.500 € και η υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 38.500 € μεταβιβάσθηκαν δι’ οπισθογραφήσεως στην προμηθεύτρια της ενάγουσας εδρεύουσα στον Ι. Ρ. Αττικής εταιρεία με την επωνυμία «….», ενώ η υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 20.000 € μεταβιβάσθηκε δι’ οπισθογραφήσεως στην εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρεία με την επωνυμία «…». Ωστόσο, παρότι άπαντες οι προαναφερόμενοι τίτλοι εμφανίσθηκαν από τον τελευταίο κομιστή τους εντός της οριζόμενης στο άρθρο 29 του ν. 5960/1933 εκάστοτε οκταήμερης προθεσμίας στην ανωτέρω πληρώτρια τράπεζα (…), δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στον προαναφερόμενο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, γεγονός που βεβαιώθηκε από την τράπεζα στο σώμα της καθεμίας από τις ένδικες επιταγές. Ειδικότερα, η υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 20.000 € (με αναγραφόμενη επί του σώματός της ημερομηνία εκδόσεως την 30-06-2011), η υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 10.000 € (με αναγραφόμενη επί του σώματός της ημερομηνία εκδόσεως τη 17-06-2011) και η υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 30.000 € (με αναγραφόμενη επί του σώματός της ημερομηνία εκδόσεως την 30-05-2011) εμφανίσθηκαν προς πληρωμή από την ενάγουσα την 02-07-2011, τη 17-06-2011 και την 03-06-2011 αντιστοίχως, η υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 13.500 € (με αναγραφόμενη επί του σώματός της ημερομηνία εκδόσεως τη 10-06-2011) και η υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 38.500 € (με αναγραφόμενη επί του σώματός της ημερομηνία εκδόσεως την 30-06-2011) εμφανίσθηκαν προς πληρωμή από την τελευταία κομίστριά τους, εταιρεία με την επωνυμία «….», τη 14-06-2011 και την 05-07-2011 αντιστοίχως, ενώ η υπ’ αριθμ. … επιταγή ποσού 20.000 € (με αναγραφόμενη επί του σώματός της ημερομηνία εκδόσεως την 30-08-2011) εμφανίσθηκε προς πληρωμή από την τελευταία κομίστριά της, εταιρεία με την επωνυμία «…», την 07-09-2011. Ακολούθως, με βάση τις υπ’ αριθμ. …, … και … επιταγές (ποσών 13.500 €, 38.500 € και 20.000 € αντιστοίχως) εκδόθηκαν αντιστοίχως, κατόπιν σχετικών αιτήσεων των προαναφερόμενων τελευταίων κομιστριών τους, σε βάρος της εκδότριάς τους, πρώτης εναγομένης, αλλά και της οπισθογράφου αυτών, ενάγουσας, ως εξ αναγωγής υπόχρεης για την πληρωμή τους, α) η υπ’ αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πειραιώς με την οποία διατάχθηκε η ενάγουσα να καταβάλει στην εταιρεία «….» το ποσό των 13.500 €, πλέον τόκων υπερημερίας και εξόδων εκδόσεως της διαταγής πληρωμής και εκτελέσεως, το ύψος των οποίων καθορίσθηκε στο συνολικό ποσό των 1.386,92 € με την από 07-11-2011 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτωθι του κοινοποιηθέντος στην ενάγουσα αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής, β) η υπ’ αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία διατάχθηκε η ενάγουσα να καταβάλει στην ίδια ως άνω εταιρεία («….») το ποσό των 38.500 €, πλέον τόκων υπερημερίας και εξόδων εκδόσεως της διαταγής πληρωμής και εκτελέσεως, το ύψος των οποίων καθορίσθηκε στο συνολικό ποσό των 1.948,65 € με την από 06-10-2011 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτωθι του κοινοποιηθέντος στην ενάγουσα αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής, και γ) η υπ’ αριθμ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία διατάχθηκε η ενάγουσα να καταβάλει στην εταιρεία «…» το ποσό των 20.000 €, πλέον τόκων υπερημερίας και εξόδων εκδόσεως της διαταγής πληρωμής και εκτελέσεως, το ύψος των οποίων καθορίσθηκε στο συνολικό ποσό των 773,84 € με την από 22-03-2011 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτωθι του κοινοποιηθέντος στην ενάγουσα αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής. Στην έκδοση των ένδικων επιταγών προέβη ο δεύτερος εναγόμενος (υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του) εν γνώσει του ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής τους. Επιπλέον, αμφότεροι οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, αποσκοπώντας να πείσουν την ενάγουσα να συνεχίσει τη συνεργασία της με την πρώτη εναγομένη, ώστε να εξακολουθήσει να εκτελεί παραγγελίες μεταφοράς των εμπορευμάτων της τελευταίας και πέραν του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2010, παρότι δεν είχε εξοφληθεί για τις μέχρι τότε διενεργηθείσες μεταφορές, της παρέδωσαν τις ανωτέρω επιταγές παριστάνοντας εν γνώσει τους σ’ αυτήν ψευδή γεγονότα σαν αληθινά. Συγκεκριμένα, της παρέστησαν ότι τόσο η πρώτη εναγομένη όσο και οι ίδιοι ήταν πρόσωπα φερέγγυα και εύρωστα οικονομικά καθώς και ότι στον τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, από τον οποίο ήταν πληρωτέες οι επιταγές αυτές, υπήρχαν τα αναγκαία κεφάλαια για την κάλυψή τους τόσο κατά το χρόνο της έκδοσής τους όσο και κατά το χρόνο που θα εμφανίζονταν αυτές προς πληρωμή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έπεισαν την ενάγουσα να μεριμνήσει για τη μεταφορά των τελευταίων 38 από τα 98 συνολικά ένδικα φορτία κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου του έτους 2010 και Ιουνίου 2011. Συγχρόνως, την έπεισαν να δεχθεί, χάριν καταβολής των ποσών που της όφειλε η πρώτη εναγομένη για την εκτέλεση τόσο των ως άνω παραγγελιών μεταφοράς όσο και αυτών (60 συνολικά) που είχαν ήδη διενεργηθεί μέχρι το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010, τις ανωτέρω μεταχρονολογημένες επιταγές, πιστώνοντας έτσι τα εν λόγω ποσά. Στις ως άνω ενέργειες δεν θα προέβαινε η ενάγουσα αν γνώριζε την πραγματική οικονομική κατάσταση των αντιδίκων της και δη την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων για την κάλυψη των ένδικων επιταγών. Συνεπεία της προπεριγραφόμενης συμπεριφοράς των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, η οποία συνιστά την ποινικά κολάσιμη πράξη της απάτης και, συνεπώς, και αδικοπραξία, η ενάγουσα υπέστη θετική ζημία, καθώς η περιουσία της μειώθηκε συνολικά κατά το ποσό των 136.109,41 €. Ειδικότερα, λόγω της μη πληρωμής των τριών ανωτέρω ακάλυπτων επιταγών, που η ίδια εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα ως τελευταία κομίστρια, το ενεργητικό της περιουσίας της μειώθηκε κατά το ποσό των απαιτήσεών της που ενσωμάτωναν οι εν λόγω επιταγές, ήτοι συνολικά κατά το ποσό των (20.000 € + 10.000 € + 30.000 € =) 60.000 €, ενώ λόγω της μη πληρωμής των έτερων τριών ακάλυπτων επιταγών, που μεταβιβάσθηκαν απ’ αυτήν περαιτέρω δι’ οπισθογραφήσεως και εμφανίσθηκαν στην πληρώτρια τράπεζα από τις προαναφερόμενες τελευταίες κομίστριές τους, και της συνεπεία αυτής (της μη πληρωμής) εκδόσεως των ανωτέρω αναφερόμενων διαταγών πληρωμής κατά της ενάγουσας, το παθητικό της περιουσίας της αυξήθηκε κατά το ποσό που επιτάχθηκε αυτή να πληρώσει στις εν λόγω τελευταίες κομίστριες δυνάμει των ως άνω διαταγών πληρωμής (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα), ήτοι συνολικά κατά το ποσό των [(13.500 € + 38.500 € + 20.000 € =) 72.000 € + (1.386,92 € + 1.948,65 € + 773,84 € =) 4.109,41 € =] 76.109,41 €. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, και επικαλούμενη επιπλέον ότι η έκδοση των ένδικων επιταγών από την πρώτη εναγομένη συνιστά αναγνώριση της προς αυτήν οφειλής των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούσαν στον συμφωνηθέντα ναύλο και τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την εκτέλεση της κάθε επιμέρους παραγγελίας μεταφοράς, η ενάγουσα ζητεί, όπως το αίτημα της αγωγής της παραδεκτά, κατ’ άρθρ. 223, 294 και 297 ΚΠολΔ, περιορίσθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και με τις προτάσεις της, ως προς την αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση συνολικού ύψους 24.000 €, ως προς την οποία παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής της, να υποχρεωθούν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, α) η μεν πρώτη εναγομένη να της καταβάλει το απομένον υπόλοιπο, μετά την τμηματική καταβολή συνολικού ποσού 30.000 € κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, της απορρέουσας από την ανωτέρω αιτία (διαδοχικές συμβάσεις παραγγελίας μεταφοράς), αλλά και από την ιστορούμενη αφηρημένη αναγνώριση χρέους, οφειλής της προς αυτήν, ήτοι το ποσό των (166.170,46 € – 30.000 € =) 136.170,46 €, άλλως το ποσό των 136.109,41 € ως αποζημίωση εκ της αδικοπραξίας που τελέσθηκε εις βάρος της από τους νομίμους εκπροσώπους της (της πρώτης εναγομένης), δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, και συνίσταται τόσο στην έκδοση των ένδικων ακάλυπτων επιταγών όσο και τη διαπραχθείσα εις βάρος της απάτη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, β) οι δε δεύτερος και τρίτος των εναγομένων να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας με την πρώτη εναγομένη, το ποσό των 136.109,41 € ως αποζημίωση εκ της ως άνω αδικοπραξίας τους, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επίσης, ζητεί να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά του δεύτερου των εναγομένων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, είναι καθ’ ύλην [άρθρ. 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 ΚΠολΔ), λειτουργικά (άρθρ. 51§§1,3Α και 3Β περ. ε΄ του ν. 2172/1993) και κατά τόπον αρμόδιο λόγω του ότι τόσο ο τόπος κατάρτισης των ένδικων διαδοχικών συμβάσεων παραγγελίας μεταφοράς όσο και ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής της πρώτης εναγομένης που απορρέει από τις ανωτέρω συμβάσεις είναι το Πέραμα Αττικής, όπου βρίσκεται η επαγγελματική εγκατάσταση της ενάγουσας, στον ίδιο δε τόπο συνέβη και το οφειλόμενο στην αδικοπραξία (απάτη) των εναγομένων ζημιογόνο γεγονός, υπό την έννοια ότι εκεί προέβη η ενάγουσα στις ζημιογόνες για την ίδια πράξεις που περιγράφονται στην αγωγή εξαιτίας των προς αυτήν ψευδών παραστάσεων των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, και εκεί επήλθε και η ζημία της (άρθρα 33 ΚΠολΔ σε συνδ. με 321 εδ. β΄ ΑΚ, 35 ΚΠολΔ και 51§2 ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη και α) κατά το σκέλος της κατά το οποίο στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης τυγχάνει νόμιμη ως προς άπασες τις συρρέουσες βάσεις της, πλην 1) εκείνης που θεμελιώνεται στην αφηρημένη αναγνώριση χρέους, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη καθώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, προκειμένου η επιταγή να ισχύσει κατά μετατροπή (ΑΚ 182) ως αφηρημένη αναγνώριση χρέους απαιτείται να είναι άκυρη, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω ως προς τις ένδικες επιταγές με βάση τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, και 2) εκείνης που θεμελιώνεται στην αδικοπραξία από την έκδοση ακάλυπτων επιταγών, η οποία τυγχάνει νόμιμη μόνο καθ’ ο μέρος αφορά τις επιταγές που εμφανίσθηκαν προς πληρωμή από την ίδια την ενάγουσα ως τελευταία κομίστριά τους, ενώ, αντιθέτως, ως προς εκείνες τις επιταγές οι οποίες εμφανίσθηκαν προς πληρωμή από τις αναφερόμενες στην αγωγή τρίτες εταιρείες, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι, ακόμη και αν υποτεθούν αληθή τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η ενάγουσα ουδέποτε πλήρωσε τις εν λόγω επιταγές στις ως άνω τελευταίες κομίστριές τους, ώστε να καταστεί εξ αναγωγής κομίστριά τους και, κατ’ επέκτασιν, δικαιούχος της σχετικής αποζημίωσης, β) κατά το σκέλος της κατά το οποίο στρέφεται κατά του δεύτερου εναγομένου η αγωγή τυγχάνει νόμιμη ως προς την εκ της αδικοπραξίας βάση της που θεμελιώνεται στην απάτη, ενώ ως προς την, επίσης αδικοπρακτική, συρρέουσα βάση της που θεμελιώνεται στην έκδοση ακάλυπτων επιταγών τυγχάνει νόμιμη μόνο καθ’ ο μέρος αφορά τις επιταγές που εμφανίσθηκαν προς πληρωμή από την ίδια την ενάγουσα ως τελευταία κομίστριά τους, ενώ ως προς εκείνες τις επιταγές οι οποίες εμφανίσθηκαν προς πληρωμή από τις ως άνω τρίτες εταιρείες, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, για το λόγο που προεκτέθηκε, και γ) κατά το σκέλος της κατά το οποίο στρέφεται κατά του τρίτου εναγομένου η αγωγή τυγχάνει νόμιμη μεν ως προς την εκ της αδικοπραξίας βάση της που θεμελιώνεται στην απάτη, νόμω αβάσιμη δε, και ως εκ τούτου απορριπτέα, ως προς την συρρέουσα αδικοπρακτική βάση της που θεμελιώνεται στην έκδοση ακάλυπτων επιταγών, ενόψει του ότι, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, στην έκδοση (υπογραφή) των ένδικων επιταγών, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, δεν προέβη ο εν λόγω εναγόμενος αλλά ο δεύτερος των εναγομένων. Καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη η αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 90, 91 ΕμπΝ, 361, 722, 301, 914, 147, 149, 297, 298, 330 εδ. α΄, 340, 345, 346, 293, 71, 926 (η οποία εφαρμόζεται ανάλογα και στην περίπτωση όπου τη διαζευκτική αιτιότητα αποτελούν γεγονότα που συνιστούν αθέτηση της σύμβασης, βλ. ΕφΑθ 9960/2005, ο.π., Απ. Γεωργιάδη, Αστικός Κώδιξ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τομ. IV, Ειδικό Ενοχικό, αρθρ. 926, αρ. 27, Ι. Δεληγιάννη – Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τομ. ΙΙΙ, εκδ. 1992, σελ. 226), 481 επ. ΑΚ, 44, 79 ν. 5960/1933, 907, 908§1 περ. δ΄ και στ΄, 951, 1047 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ των ΤΑΧΔΙΚ, Ε.Τ.Α.Α. (Τ.Α.Ν.) και Ε.ΟΠ.Υ.Υ. και το ανάλογο χαρτόσημο (βλ. το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο είσπραξης της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς με τα επικολληθέντα σ’ αυτό ένσημα του Ταμείου Νομικών, καθώς και την υπ’ αριθμ. … απόδειξη είσπραξης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων/Τομέας Υγείας Δικηγόρων Πειραιά).Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, κατά το μέρος της που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει δεκτή και από ουσιαστική άποψη καθόσον, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως αφού θεωρούνται ομολογημένοι από τους εναγομένους (αρθρ. 352§1 σε συνδ. με 271§3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011), και να υποχρεωθούν: α) άπαντες οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν τριάντα έξι χιλιάδων εκατόν εννέα ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (136.109,41 €) και β) η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των (136.170,46 € -136.109,41 € =) εξήντα ενός ευρώ και πέντε λεπτών (61,05 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Πρέπει, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του επιδικασθέντος ποσού, επειδή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η επιβράδυνση της εκτέλεσης κατά το ποσό αυτό είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, πρόκειται δε αφενός μεν για εμπορική διαφορά, αφετέρου δε για αποζημίωση από άδικη πράξη, ενώ, επιπλέον, η παρούσα απόφαση στηρίζεται σε δικαστική ομολογία (βλ. αρθρ. 908§1 περ. α΄, δ΄ και στ΄ ΚΠολΔ). Δεδομένου, τέλος, ότι αιτία της ένδικης απαίτησης της ενάγουσας κατά του δεύτερου των εναγομένων είναι η αδικοπραξία, και λαμβανομένου υπ’ όψιν του είδους και της βαρύτητας της πράξης του εν λόγω εναγομένου, της αφερεγγυότητας αυτού, του μεγέθους της αξιώσεως της ενάγουσας και της κακής πίστης του υπόχρεου, πρέπει να διαταχθεί προσωπική κράτηση πέντε μηνών κατά του ανωτέρω εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης αυτής. Επιπλέον, πρέπει να καταδικασθούν οι εναγόμενοι, λόγω της ήττας τους, να πληρώσουν, εις ολόκληρον ο καθένας, τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας (άρθρα 176, 180§3 και 191§§1,2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επίσης, να καθορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 505§2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην των εναγομένων.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200 €) για κάθε εναγόμενο.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει άπαντες τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας τους, το ποσό των εκατόν τριάντα έξι χιλιάδων εκατόν εννέα ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (136.109,41 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Υποχρεώνει την πρώτη των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εξήντα ενός ευρώ και πέντε λεπτών (61,05 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά τις ως άνω καταψηφιστικές της διατάξεις.
Διατάσσει προσωπική κράτηση εις βάρος του δευτέρου εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης αυτής, τη διάρκεια της οποίας ορίζει σε πέντε (5) μήνες.
Καταδικάζει τους εναγομένους να πληρώσουν, εις ολόκληρον ο καθένας, τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (5.700 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 31-08-2015.
Ο Δικαστής Η Γραμματέας