ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης
116 /2022
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, Φωτεινή Αναστασάκου, Πρωτοδίκη- Εισηγήτρια και τη Γραμματέα, Ελένη Δαβράδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 01.06.2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ- ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, στερούμενου ΑΦΜ, ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Γεωργίας Στρατηγού (ΑΜ ΔΣΑ 17042), κατοίκου Αθηνών, …, που προσκόμισε το με στοιχεία …/2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Χαρούλας Τόκα (ΑΜ ΔΣΑ 35200), κατοίκου …, που προσκόμισε το με στοιχεία … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 16.05.2012 αγωγή του, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 88386/6347/2012, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθ. 6401/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε την διαφορά στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε στη συνέχεια από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά η με αριθμό 1738/2020 απόφασή του, δυνάμει της οποίας η διαφορά παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο. Ήδη με την από 21.09.2020 κλήση του ενάγοντος, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 7070/3318/2020, φέρεται προς νέα συζήτηση η αγωγή του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 01.12.2020, οπότε ματαιώθηκε η συζήτησή της λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας. Με την 360/2021 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, διατάχθηκε η οίκοθεν εισαγωγή της υπόθεσης προς νέα συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 23.02.2021 οπότε ματαιώθηκε εκ νέου η συζήτησή της λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας. Ήδη με την 1781/2021 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, διατάχθηκε εκ νέου η οίκοθεν εισαγωγή της υπόθεσης προς νέα συζήτηση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υποθέσεως, παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως σημειώνεται παραπάνω και οι πληρεξούσιες δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η αγωγή νόμιμα φέρεται σε νέα συζήτηση με κλήση του ενάγοντος μετά την έκδοση της ήδη τελεσίδικης παραπεμπτικής απόφασης υπ’ αριθ. 1738/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε αυτήν στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η συζήτηση της οποίας (κλήσης) ορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 01.12.2020, οπότε ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας και στη συνέχεια διατάχθηκε με την υπ’ αριθ. 360/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου η οίκοθεν εισαγωγή της υπόθεσης προς νέα συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 23.02.2021, οπότε ματαιώθηκε εκ νέου η συζήτησή της λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας και στη συνέχεια διατάχθηκε εκ νέου με την υπ’ αριθ. 1781/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου η οίκοθεν εισαγωγή της υπόθεσης προς νέα συζήτηση, βάσει της με αριθμ. πρωτ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 9147/2021- ΦΕΚ 534/Β/10.02.2021 σε συνδ. με τη διάταξη του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, που προβλέπει τον οίκοθεν επαναπροσδιορισμό των πολιτικών υποθέσεων, που ματαιώθηκαν διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19.
Ο εναγόμενος με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στις νομίμως υποβληθείσες προτάσεις του, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η συζήτηση της αγωγής στις 05.03.2015 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο απευθυνόταν, πραγματοποιήθηκε ερήμην του ιδίου, καθώς ουδέποτε του επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, σχετική κλήση για παράσταση στην ως άνω συζήτηση και ότι για πρώτη φορά έλαβε γνώση της υπόθεσης, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 6401/2015 παραπεμπτικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία του κοινοποιήθηκε την 03.02.2016 μαζί με τη σχετική κλήση για συζήτηση ενώπιον (τότε) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ο ισχυρισμός αυτός, πέραν της αοριστίας του, αφού ο εναγόμενος ουδόλως εξειδικεύει ποια ήταν κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο η διεύθυνση της κατοικίας του, ούτε διατυπώνει κάποιο αίτημα, κρίνεται ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος κατά το παρόν στάδιο της διαδικασίας, εφόσον με την υπ’ αριθ. 6401/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έχει καταστεί ήδη τελεσίδικη και η οποία εκδόθηκε πράγματι ερήμην του εναγομένου, ερευνήθηκε το νόμιμο και εμπρόθεσμο της επιδόσεως της αγωγής (βλ. το σκεπτικό ερημοδικίας της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. 6401/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Σε κάθε περίπτωση, από την υπ’ αριθ. …/ 20.10.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …, που ο ενάγων επικαλείται και νομίμως προσκομίζει, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ως άνω δικάσιμο της 05.03.2015 επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο (σχετικά με την τελεσιδικία της υπ’ αριθ. 6401/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, βλ. το προσκομιζόμενο πιστοποιητικό …/2016 του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη άσκησης ενδίκων μέσων σε συνδ. με την υπ’ αριθ. …/03.02.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, …).
Α. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 166, 361 ΑΚ και 6 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι η σύναψη της σύμβασης πωλήσεως πλοίου είναι δυνατό να προσυμφωνηθεί, με υποσχετική ενοχική σύμβαση που πρέπει, επί ποινή ακυρότητας, να καταρτιστεί και αυτή εγγράφως (ΤριμΕφΠειρ. 472/2011 ΕπισκΕΔ 2012/156, ΕφΠειρ. 539/2000 ΠειρΝ 2000/343). Το αντικείμενο της εκ προσυμφώνου ενοχής συνίσταται στην ανάληψη υποχρέωσης σύμπραξης των μερών για την κατάρτιση της σκοπούμενης οριστικής υποσχετικής συμβάσεως, χωρίς να αποκλείεται ο πωλητής να αναλάβει με το προσύμφωνο και παρεπόμενες υποχρεώσεις, με αντικείμενο πρόσθετες παροχές, συνιστάμενες στην αναβολή της εμπράγματης μεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου στον αγοραστή για ορισμένο χρονικό διάστημα και στην παραχώρηση σ’ αυτόν της εκμετάλλευσης του πλοίου κατά το ίδιο διάστημα. Η πρόσθετη αυτή συμφωνία καθιστά αυτονόητα τον εκ προσυμφώνου αγοραστή εφοπλιστή του πλοίου, του οποίου η κυριότητα εξακολουθεί, από νομική άποψη, να παραμένει στον εκ προσυμφώνου πωλητή, ο οποίος, από οικονομική άποψη, αν το τίμημα της πώλησης του καταβληθεί πριν τη σύναψη της μεταβιβαστικής συμφωνίας, έχει λάβει αντάλλαγμα για την απώλεια των εσόδων από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, περιλαμβανόμενο στο καταβληθέν τίμημα. Η σύναψη της σκοπούμενης οριστικής συμβάσεως επιφέρει την απόσβεση της ενοχής από το προσύμφωνο (ΑΠ 825/2019 ΧρΙΔ 2019/729, ΑΠ 1306/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1186/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο) και τη δημιουργία νέας ενοχής εκ της οριστικής πλέον συμβάσεως, κατατείνουσας στην πώληση και μεταβίβαση του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή, της μεταβιβάσεως δηλαδή της κυριότητας του πλοίου, αποσβήνεται η προσυμφωνημένη παρεπόμενη ως άνω υποχρέωση του πωλητή, αφού ο μέχρι τότε εφοπλιστής του πλοίου καθίσταται πλοιοκτήτης του (άρθρο 105 ΚΙΝΔ), δεδομένου ότι πλέον στο πρόσωπό του συμπίπτουν η κυριότητα και η εκμετάλλευση του πλοίου (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016/139, ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013/183, ΑΠ 5/2009 Αρμ. 2009/1885).
Β. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 383 και 385 ΑΚ, προκύπτει ότι στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη ο δανειστής αποκτά, μεταξύ άλλων και δικαίωμα υπαναχώρησης από την σύμβαση, αν τάξει στον οφειλέτη εύλογη προθεσμία εκπλήρωσης, συνοδευόμενη και από τη σαφή και κατηγορηματική δήλωση, ότι μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποκρούει την παροχή και παρέλθει πράγματι άπρακτη η προθεσμία αυτή, εκτός εάν από την όλη στάση του υπερήμερου οφειλέτη προκύπτει χωρίς αμφιβολία, ότι θα ήταν άσκοπος ο καθορισμός της προθεσμίας, διότι αυτός δεν πρόκειται να προβεί στην εκπλήρωση της παροχής, όπως όταν αυτός δηλώνει κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό ότι δεν θα εκπληρώσει την παροχή. Η υπαναχώρηση αυτή, κατά το άρθρο 390 ΑΚ, εφαρμοζόμενο και στη νόμιμη υπαναχώρηση (ΑΚ 383), σύμφωνα με το άρθρο 387 παρ. 2 ΑΚ, ασκείται με δήλωση αυτού που έχει δικαίωμα υπαναχωρήσεως προς τον άλλον. Η διαπλαστική αυτή δήλωση είναι άτυπη και δεν απαιτείται να περιέχει τη λέξη “υπαναχώρηση”. Με την άσκηση δε αυτής, κατά τη διάταξη του άρθρου 389 ΑΚ, επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεων προς παροχή, οι οποίες απορρέουν από τη σύμβαση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Αποτέλεσμα δηλαδή της υπαναχώρησης, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 389 ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί νόμιμης υπαναχώρησης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 904 και 911 ΑΚ, είναι ότι η σύμβαση καταργείται ex tunc, αποσβένυνται η υποχρέωση προς παροχή και οι παροχές που δόθηκαν αναζητούνται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι ex causa finite και αποδίδεται η ληφθείσα παροχή αυτούσια ή η αξία της, καθώς και ο νόμιμος τόκος από την υπαναχώρηση, διότι έκτοτε έπρεπε να προβλεφθεί η αναζήτηση. Εξάλλου, με την εκ μέρους του δικαιουμένου άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης λύεται αναδρομικά η σύμβαση, οπότε, εν αμφιβολία, καταργούνται και οι τυχόν πρόσθετες μεταξύ των μερών συμφωνίες, όπως είναι και η συνομολόγηση ποινικής ρήτρας (άρθρο 406 ΑΚ), εκτός εάν στην περίπτωση της ποινικής ρήτρας ειδικότερα είχε συνομολογηθεί αυτή με τη ρητή συμφωνία ότι η ποινή θα καταπίπτει και αν χωρήσει υπαναχώρηση, οπότε ο δανειστής δικαιούται παράλληλα με την υπαναχώρηση να αξιώσει και την ποινή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 389 παρ.1 ΑΚ, στη σύμβαση μπορεί κάποιος να επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωμα της υπαναχωρήσεως, το οποίο, εν προκειμένω, ασκείται από το δικαιούχο χωρίς να τάξει προηγουμένως στον άλλον εύλογη προθεσμία προς εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα, ότι μετά την πάροδο της αποκρούει την παροχή, γιατί τέτοια υποχρέωση υπάρχει μόνο στο παρεχόμενο από το άρθρο 383 ΑΚ δικαίωμα νόμιμης υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση και δεν αποτελεί προϋπόθεση της από τις παραπάνω διατάξεις ρυθμιζόμενης συμβατικής υπαναχωρήσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 404 ΑΚ ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή, ως ποινή, χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα), για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή, κατά δε το άρθ. 405 παρ. 1 ιδίου Κώδικα η ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή, ως ποινή, χρηματικό ποσό για την περίπτωση που δεν θα εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή, η ποινή δε αυτή καταπίπτει, αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία, οπότε υφίσταται εναντίον του αγώγιμη αξίωση του δανειστή και κατά τις διακρίσεις των άρθ. 406 και 407 ΑΚ. Η γνήσια δε ως άνω ποινική ρήτρα, η αποτελούσα παρεπόμενη συμφωνία και μέσο πίεσης στην εξασφάλιση της εκπλήρωσης της κύριας ενοχής, η οποία θεμελιώνει ενοχή, η οποία τελεί ως άνω υπό την ιδιόρρυθμη (αρνητική) αίρεση της μη εκπλήρωσης ή της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής που πηγάζει από την κύρια σύμβαση, μπορεί να συμφωνηθεί και κατά την κατάρτιση του προσυμφώνου (ΑΠ 905/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Γ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι δυνατό, ωστόσο, μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης και ο δικαιούχος έχει δικαίωμα να στηρίζει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο όταν ζητεί κάτι περισσότερο, όπως λ.χ. απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσον εκτελέσεως της αποφάσεως (ΑΠ 555/99 ΕλλΔνη 2000.87, ΕφΠατρ 330/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 520/2002 ΕλλΔνη 2002.1495, 6026/2001 ΕλλΔνη 2004.817). Πιο συγκεκριμένα, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση μπορεί, πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο επιβαλλόμενο από το άρθρο 914 του ΑΚ γενικό καθήκον να μην ζημιώνει κανείς τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 1120/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 212/2000 ΕΔΠ 2000.258, ΑΠ 555/99 ΕλΔ 41.87, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ άρθ. 914-938 αρ. 7 και εκεί παραπομπές). Δηλαδή, η αθέτηση της συμβατικής υποχρέωσης αποτελεί πράξη παράνομη ή άδικη, όμως δεν συνιστά αδικοπραξία και επομένως, οι έννομες συνέπειές της ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση) και όχι από τις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις που το ίδιο βιοτικό γεγονός αποτελεί παράλληλα αθέτηση σύμβασης και αδικοπραξία, υπάρχει δηλαδή συνδρομή αδικοπρακτικής και δικαιοπρακτικής ευθύνης, οπότε υφίστανται δύο αξιώσεις που μπορούν να ασκηθούν και να κριθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, κατά την επιλογή του δανειστή, αλλά η ικανοποίηση της μιας επιφέρει τη απόσβεση της άλλης, εκτός αν η τελευταία έχει μεγαλύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται για το επιπλέον (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 2000.87, ΑΠ 1268/1994, ΕλΔνη 37.1360, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος τέταρτος, έκδοση 1982, σελ. 681-682). Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης οφείλεται μόνο σε περίπτωση αδικοπραξίας και επομένως, για την ψυχική στενοχώρια και ταλαιπωρία που δοκιμάζει ο συμβαλλόμενος εξαιτίας της αθέτησης σύμβασης από αντισυμβαλλόμενό του, δεν είναι δυνατή η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, εκτός αν η αθέτηση αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και αδικοπραξία (ΕφΑθ 2875/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος τέταρτος, έκδοση 1982, σελ. 816).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, κάτοικος …, εκθέτει με την υπό κρίση αγωγή του, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου αυτής και των αιτημάτων της, ότι δυνάμει του από 18.03.2011 προσυμφώνου αγοραπωλησίας σκάφους, που συνήψε με τον εναγόμενο, Έλληνα υπήκοο, προσυμφώνησαν ότι ο τελευταίος θα του πωλήσει το αναλυτικώς περιγραφόμενο στην αγωγή ιστιοπλοϊκό σκάφος με την ονομασία «…» (…), υπό ελληνική σημαία, νηολογίου …, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος 130.000 €, κατά τους ειδικότερους όρους του προσυμφώνου. Ότι από το ανωτέρω τίμημα ο ενάγων κατέβαλε αμέσως μετά την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού, στις 07.04.2011, α) το ποσό των 33.000 € με κατάθεση σε προσωπικό λογαριασμό του εναγομένου στην … και β) το ποσό των 9.400 €, με κατάθεση στο συνδεδεμένο με το δάνειο λογαριασμό, το οποίο (δάνειο) είχε λάβει ο εναγόμενος από την ως άνω Τράπεζα, για την αγορά του εν λόγω σκάφους, ήτοι συνολικά ο ενάγων κατέβαλε το ποσό των 42.400 €. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος να καταβληθεί από τον ενάγοντα τμηματικά, με κατάθεση από αυτόν στην …, ποσού μέχρι του ποσού των 90.513,36 €, για την εξόφληση του ως άνω δανείου, το οποίο είχε λάβει ο εναγόμενος από την Τράπεζα αυτή, για την αγορά του επίδικου σκάφους και το οποίο ανέλαβε να αποπληρώσει πλέον ο ενάγων και τέλος, να πραγματοποιηθεί η οριστική μεταβίβαση του σκάφους προς τον ενάγοντα εντός 3 ημερών από την καταβολή της τελευταίας δόσης, στις 15.01.2014 ή οποτεδήποτε νωρίτερα ζητηθεί από αυτόν, σε περίπτωση προεξόφλησης του ως άνω δανείου από τον ενάγοντα στην δανείστρια τράπεζα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο ως άνω συμφωνητικό. Επίσης, ορίστηκε ότι σε περίπτωση κατά την οποία ματαιωθεί η πώληση με υπαιτιότητα του πωλητή, τότε η προκαταβολή των 33.000 € θα επιστρέφεται στον αγοραστή και ο πωλητής υποχρεούται να του επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό έχει καταβάλει μέχρι τη μέρα εκείνη αγοραστής. Περαιτέρω, εκθέτει ότι το σκάφος παραδόθηκε στον ενάγοντα και κατ’ εφαρμογή προσυμφωνημένου όρου η εκναύλωσή του ανατέθηκε στην αναφερόμενη στην αγωγή ατομική επιχείρηση του πωλητή, που θα ενεργούσε για λογαριασμό του ενάγοντος, στον οποίο όφειλε ο εναγόμενος να αποδίδει τους ναύλους που θα προέκυπταν από την δια της ναυλώσεώς του προς τρίτους εκμετάλλευσή του, με την υποχρέωση να καταθέτει στη δανείστρια τράπεζα τις εκάστοτε οφειλόμενες δόσεις προς εξόφληση του δανείου, από τα χρήματα που εισέπραττε για λογαριασμό του ενάγοντος από τις ναυλώσεις του σκάφους, με παρακράτηση του αντίστοιχου ποσού. Ότι παρότι ο ενάγων τήρησε τα συμφωνηθέντα, ο εναγόμενος συνέχισε να ναυλώνει το σκάφος και να το χρησιμοποιεί ανενόχλητα, ουδέποτε όμως τήρησε τις συμφωνίες αυτές, αφού ουδέποτε του απέδωσε τα έσοδα των ναυλώσεων του σκάφους που είχε εισπράξει για λογαριασμό του και τα παρακρατούσε παράνομα, ουδέποτε κατέβαλε αυτά στην τράπεζα προς εξόφληση του ποσού του ως άνω δανείου και ουδέποτε, παρά τις οχλήσεις του ενάγοντος, του προσκόμισε τα σχετικά παραστατικά εσόδων-εξόδων του σκάφους, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα. Ότι στις 30.08.2011 ο εναγόμενος κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση, επικαλούμενος υπερημερία του ενάγοντος και καλώντας τον να καταβάλει εντός 10 ημερών το υπόλοιπο του πιστωθέντος τιμήματος, των 81.113,26 €, προκειμένου να μεταβιβαστεί η κυριότητα του σκάφους σε αυτόν (ενάγοντα). Ότι η ως άνω καταγγελία του εναγομένου είναι άκυρη καθώς έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο και λόγω μη συνδρομής της αναφερόμενης σε αυτήν καθυστέρησης του ενάγοντος, ως προς την καταβολή του πιστωθέντος τιμήματος. Ότι στις 13.01.2012 προέβη ο ίδιος ο ενάγων σε έγκυρη καταγγελία της ένδικης σύμβασης για τους αναφερόμενους στην αγωγή σπουδαίους λόγους λύσης της σύμβασης, οι οποίοι αναφέρονται αποκλειστικά σε υπαιτιότητα του εναγομένου, καλώντας τον να του επιστρέψει εντός 10 ημερών από της λήψης του ως άνω εξωδίκου το καταβληθέν από αυτόν ποσό των 42.400 €, λόγω λύσης της μεταξύ τους σύμβασης δυνάμει του εν λόγω εξωδίκου. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητεί: 1) να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη, παράνομη και καταχρηστική η από 26.08.2011 καταγγελία του εναγομένου της από 18.03.2011 μεταξύ τους σύμβασης-προσυμφώνου πώλησης, 2) να αναγνωριστεί ως έγκυρη η από 22.12.2011 καταγγελία της ένδικης σύμβασης από τον ίδιο, 3) να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος είναι αποκλειστικά υπαίτιος για τη ματαίωση της πώλησης του επίδικου σκάφους προς αυτόν και 4) να υποχρεωθεί με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλει: α) ποσό των 42.400 € που ο εναγόμενος μετά τη λύση της σύμβασης από υπαιτιότητά του αχρεωστήτως και χωρίς νόμιμη αιτία παρακρατεί, με το νόμιμο τόκο από την 08.04.2011 (επομένη της καταβολής), άλλως από την 13.01.2012 (ημέρα καταγγελίας της ένδικης σύμβασης), άλλως από την επίδοση της αγωγής, β) καθώς επίσης και το ποσό των 40.000 €, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επικαλούμενος ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου και άλλα αναφερόμενα στην αγωγή περιστατικά, συνιστούν και αδικοπραξία σε βάρος του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και τέλος, να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή, για το καταψηφιστικό αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. τα υπ’ αριθμ. … Σειρά Α΄ αγωγόσημα μετά των επικολληθέντων επ’ αυτών ενσήμων), παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 9, 18, 22, 31 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), κατά την τακτική διαδικασία. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (Κανονισμός Βρυξέλλες Ι), που αντικατέστησε την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών «Για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την 01.03.2002, όπως στην προκειμένη περίπτωση [άρθρα 3, 4 ΚΠολΔ σε συνδ. με τα άρθρα 1, 2§1, 23, 24, 66 και 76 Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, δεδομένου ότι ο μεταγενέστερος Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», με βάση τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1, εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται κατά ή μετά την 10.1.2015]. Εξάλλου, αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ένδικη διαφορά, ως προς την κύρια βάση της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη [άρθρα 1 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17-12-2009, όπως η καταρτισθείσα στην προκειμένη περίπτωση ένδικη σύμβαση]. Ως προς το σωρευόμενο αίτημα της αγωγής, για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, από αδικοπραξία, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 4 παρ. 3, 31, 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ), ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό, ιδίως ενόψει του ότι, με βάση τα ιστορούμενα, η αδικοπραξία συνδέεται με τη σύμβαση του προσυμφώνου πώλησης που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων. Σημειωτέον δε ότι τα παραπάνω που αναφέρονται στο ουσιαστικό δίκαιο, αφορούν και τους τόκους υπερημερίας, προκειμένου όμως, περί των τόκων επιδικίας, που αρχίζουν από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό τοιούτο (άρθρο 346 ΑΚ – ΠΠΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370, ΠΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6). Με βάση, λοιπόν, το ελληνικό δίκαιο, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στην μείζονα σκέψη διατάξεις και σε αυτές των άρθρων 346, 912 ΑΚ και 70, 176, 907, 908 ΚΠολΔ, πλην: 1) του αιτήματος περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ήτοι λόγω προσβολής της φήμης και της επαγγελματικής αξιοπιστίας του ενάγοντος, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, διότι δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που αντικειμενικά να είναι πρόσφορα να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, ενώ σε κάθε περίπτωση μόνη η επικαλούμενη από τον ενάγοντα αθέτηση της προϋφιστάμενης ενοχής εκ μέρους του εναγομένου είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, σύμφωνα και με την προαναφερόμενη νομική σκέψη και 2) του αιτήματος για καταβολή τόκων (ως προς το αίτημα υπό στ. 4α΄), από χρόνο προγενέστερο της επίδοσης του αναφερθέντος στην αγωγή εξωδίκου (13.01.2012), δεδομένου ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 912§2 ΑΚ ο λήπτης έχει υποχρέωση να αποδώσει καρπούς, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι τόκοι χρηματικής απαίτησης, μόνο αφότου μάθει ότι η αιτία δεν επακολούθησε ή έληξε αναζήτηση (ΑΠ 1140/2008 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5183/2001 ΕΜ 43.245, ΠΠρΡοδ 218/2015 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα υπ’ αριθ. 1738/2020 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο παρέπεμψε την υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, ως αρμόδιο και των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 18.03.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού- προσύμφωνου μεταβίβασης κυριότητας σκάφους, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, ο εναγόμενος, Έλληνας υπήκοος, υποσχέθηκε να πωλήσει και να μεταβιβάσει κατά κυριότητα στον ενάγοντα, υπήκοο …, ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος ιδιοκτησίας του, τύπου … … 51,2, με το όνομα «…» (“…”), υπό ελληνική σημαία, κατασκευής του έτους 2001, μήκους 14,91 μέτρων, με αριθμό νηολογίου …. Το άνω ιδιωτικό συμφωνητικό υπεγράφη από τον εναγόμενο, στην Αθήνα, στις 18.03.2011 και από τον ενάγοντα, στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στην Οδησσό της …, στις 04.04.2011. Με το έγγραφο αυτό προσυμφωνήθηκε η πώληση του ως άνω σκάφους αντί τιμήματος 130.000 €, που ορίστηκε να πληρωθεί τμηματικά. Συγκεκριμένα, από το ως άνω ποσό, το ποσό των 33.000 € καταβλήθηκε από τον ενάγοντα αμέσως, μετά την υπογραφή του άνω συμφωνητικού και δη στις 7.4.2011, με κατάθεση στην …, σε προσωπικό λογαριασμό του εναγομένου (πωλητή), που αναγράφεται στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, κατά τα συμφωνηθέντα. Το υπόλοιπο δε ποσό των 97.000 € ορίστηκε να πληρωθεί με τον τρόπο που αναφέρεται λεπτομερώς στο άνω συμφωνητικό και ειδικότερα ποσό μέχρι του ποσού των 90.513,26 € συμφωνήθηκε να καταβληθεί με κατάθεση από τον ενάγοντα στην …, για την εξόφληση του δανείου το οποίο είχε λάβει ο εναγόμενος από την Τράπεζα αυτή, για την αγορά του σκάφους και το οποίο ανέλαβε να αποπληρώσει ο ενάγων, ως ακολούθως: ο ενάγων κατέβαλε κατ’ αρχήν το ποσό της ληξιπρόθεσμης δόσης των 9.400 € με κατάθεση στο συνδεδεμένο με το εν λόγω δάνειο λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς, ο οποίος αναγράφεται στο άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, κατά τα συμφωνηθέντα, στις 7.4.2011. Το δε υπολειπόμενο ποσό του δανείου, δηλαδή των 81.113,26 € (90.513,26 – 9.400,00) συμφωνήθηκε να καταβληθεί από τον ενάγοντα σε 6 δόσεις, και μέχρι συμπληρώσεως του ποσού των 81.113,26 € ως εξής: η πρώτη δόση ποσού 13.447 € την 15.07.2011, η δεύτερη δόση ποσού 13.457,26 € την 15.01.2012, η τρίτη δόση ποσού 13.465 € την 15.07.2012, η τέταρτη δόση ποσού 13.469 € την 15.01.2013, η πέμπτη δόση ποσού 13.788 € την 15.07.2013, η έκτη δόση ποσού 13.487,00€ την 15.01.2014, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 6.486,74 € (μέχρι συμπληρώσεως του άνω ποσού των 97.000 €), συμφωνήθηκε να καταβληθεί από τον ενάγοντα με κατάθεση σε προσωπικό λογαριασμό του εναγομένου, το αργότερο μέχρι την 05.11.2011. Η οριστική μεταβίβαση του σκάφους προς τον ενάγοντα συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας τριών εργασίμων ημερών από την ολοσχερή εξόφληση του οφειλομένου τιμήματος, δηλαδή με την καταβολή της τελευταίας δόσης, στις 15.01.2014, ή οποτεδήποτε νωρίτερα ζητηθεί από αυτόν, σε περίπτωση προεξόφλησης των ως άνω δόσεων από τον ενάγοντα στην δανείστρια τράπεζα. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ήτοι η σύναψη του προσυμφώνου και η καταβολή από τον ενάγοντα στον εναγόμενο του ποσού των 42.400 € (33.000 + 9.400) σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων του από το προσύμφωνο, αποδεικνύονται από τα σχετικά έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι αλλά και συνομολογούνται από τον εναγόμενο και συνεπώς έχουν πλήρως αποδειχθεί (άρθρο 352 ΚΠολΔ). Επιπλέον συνομολογήθηκε ότι «Ο Πωλητής δικαιούται – ειδικότερα σε περίπτωση που οποιαδήποτε από τις ανωτέρω δόσεις δεν εξοφλείται εμπροθέσμως, προσηκόντως και ολοσχερώς εντός είκοσι ημερών από τις ως άνω δήλες ημέρες – διαζευκτικά: α) είτε να παρακρατήσει τα ναύλα από την ναυλομίσθωση του σκάφους και να αποπληρώσει την δόση του δανείου του σκάφους, β) είτε σε περίπτωση που δεν επαρκούν τα ναύλα για την πλήρη εξόφληση της δόσης, ο Αγοραστής είναι υποχρεωμένος εντός δεκαπέντε ημερών – κατόπιν εγγράφου οχλήσεως του πωλητή δια ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην διεύθυνση … προς τον Αγοραστή – να καταβάλει το υπόλοιπο ποσό εξ ιδίων χρημάτων προς αποπληρωμή και εξόφληση της εκάστοτε δόσης, γ) είτε να ασκήσει παν νόμιμο δικαίωμα και ένδικο βοήθημα, είτε σωρευτικά είτε εναλλακτικά κατά την απόλυτη κρίση του δυνάμει του παρόντος [..]» (όρος Β2 iv), ότι «[..] τα μέρη συμφωνούν ότι κατά τη διάρκεια του παρόντος θα υπογραφεί μεταξύ τους ένα επιπλέον συμφωνητικό, με το οποίο ο Αγοραστής θα αναθέτει τη διαχείριση του σκάφους στον Πωλητή, ο οποίος στο τέλος κάθε διαχειριστικής περιόδου, ήτοι στις 31 Οκτωβρίου, είναι υποχρεωμένος να αποδίδει προς τον Αγοραστή λογοδοσία. » (όρος Β2 vii), καθώς επίσης ότι «Καθ’ όλην την διάρκεια αποπληρωμής του δανείου και κατά συνέπεια εξόφλησης του πιστωθέντος τιμήματος, η Θαλαμηγός θα διατηρήσει την επαγγελματική άδεια και θα συνεχίσει να ναυλώνεται μέσω της ατομικής επιχείρησης του Πωλητή, την δε διαχείριση της Θαλαμηγού θα ασκεί ο Πωλητής σύμφωνα με το επιπλέον συμφωνητικό διαχείρισης. Στα πλαίσια άσκησης της διαχείρισης ο Αγοραστής αναλαμβάνει και είναι υπόχρεος για όλα τα έξοδα, που θα προκύψουν από την 20.04.2011, ημέρα της υπογραφής Πράξης παραλαβής-παράδοσης της Θαλαμηγού και μέχρι την οριστική μεταβίβαση της Θαλαμηγού από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας της Θαλαμηγού, π.χ. έξοδα συντήρησης σκάφους, τέλη, φόρους, ασφάλεια, κλπ. ενδεικτικά αναφερομένων και όχι περιοριστικά, τα οποία προκύπτουν από τιμολόγια. Ρητά συμφωνείται ότι ο Αγοραστής ουδεμία ευθύνη ή υποχρέωση έχει για οφειλές της Θαλαμηγού μέχρι σήμερα που έχουν προκύψει ή θα προκύψουν και αφορούν το χρονικό διάστημα μέχρι σήμερα, η πλήρης εξόφληση των οποίων βαρύνει αποκλειστικά τον Πωλητή. Τα κέρδη που θα προκύπτουν κατά την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας της Θαλαμηγού θα αποδίδονται αποκλειστικά στο Αγοραστή και μόνο σε αυτόν μεθ’ αφαίρεση των πάσης φύσεως εξόδων για την συντήρηση της Θαλαμηγού» (όρος Β4). Τέλος, τα μέρη προέβλεψαν ότι «Σε περίπτωση μη καταβολής εκ μέρους του Αγοραστή του προαναφερθέντος πιστωθέντος τιμήματος των 90.513,26 € ή έστω μέρος αυτού εκ του συνολικού Τιμήματος Πωλήσεως των 130.000 €, καθώς επίσης και σε περίπτωση ματαιώσεως της αγοραπωλησίας της Θαλαμηγού με υπαιτιότητα αυτού, τότε το ποσό της Προκαταβολής (33.000 €) καθώς και οποιοδήποτε ποσό έχει ήδη καταβληθεί από τον Αγοραστή, θα καταπίπτει υπέρ του Πωλητού ως συμφωνηθείσα εύλογη ποινική ρήτρα για τη ματαίωση της πωλήσεως της Θαλαμηγού. Στην περίπτωση, κατά την οποία ματαιωθεί η πώληση με υπαιτιότητα του Πωλητή, τότε η Προκαταβολή των 33.000 € θα επιστρέφεται στον Αγοραστή και ο Πωλητής υποχρεούται να του επιστρέψει οποιοδήποτε ποσόν έχει καταβάλλει μέχρι την μέρα εκείνη ο Αγοραστής.» Κατά τον ως άνω χρόνο κατάρτισης του προσυμφώνου, καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και της εταιρίας ναύλωσης «….», εκπροσωπούμενης από τον πρόεδρό της, ήτοι τον εναγόμενο, μία ακόμη σύμβαση, χωρίς από το αποδεικτικό υλικό να καθίσταται εφικτό να εξακριβωθεί ποια προηγήθηκε της άλλης. Συγκεκριμένα, η εν λόγω σύμβαση συνετάγη στην αγγλική γλώσσα, προσκομίζεται από αμφότερους τους διαδίκους, σε επίσημη μετάφρασή της στην ελληνική γλώσσα, αποτυπώνεται στο από 09.03.2011 συμφωνητικό με την ονομασία «ιδιωτικό συμφωνητικό παροχής υπηρεσιών μεσιτείας σε ναυλώσεις πλοίων», υπεγράφη δε αφενός από τον εναγόμενο, με την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρίας, στην Αθήνα, στις 18.03.2011 και αφετέρου από τον ενάγοντα, στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στην Οδησσό της …, στις 04.04.2011. Με τη σύμβαση αυτή ο ενάγων ανέθεσε τη ναύλωση του σκάφους όχι στον εναγόμενο, όπως αναφέρεται στο προσύμφωνο, αλλά στην ανώνυμη εταιρία «….», επομένως οι σχετικές προβλέψεις του προσυμφώνου για εκμετάλλευση του σκάφους από τον εναγόμενο ή από την ατομική του επιχείρηση κατέστησαν ανεφάρμοστες. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι ο ενάγων αρνήθηκε να καταβάλει την δόση των 13.447 €, η οποία ήταν καταβλητέα την 15.07.2011, οπότε με την πάροδο της συμφωνηθείσας αυτής δήλης ημέρας, κατέστη υπερήμερος, μη απαιτούμενης προηγούμενης όχλησης προς τούτο από τον εναγόμενο. Εξαιτίας της υπερημερίας αυτής του ενάγοντος, ο εναγόμενος στις 30.08.2011 κοινοποίησε στον ενάγοντα την από 26.08.2011 εξώδικο καταγγελία, με την οποία επιχείρησε να καταγγείλει την σύμβαση του προσυμφώνου για το μέλλον και δη λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του ενάγοντος και κυρίως λόγω της υπερημερίας του περί την καταβολή του πιστωθέντος τιμήματος. Δεδομένου όμως ότι η καταγγελία αποτελεί τρόπο λύσεως μόνο των διαρκών συμβάσεων, δεν επέφερε αποτελέσματα εν προκειμένω, ήτοι στο προσύμφωνο πώλησης. Σε κάθε περίπτωση, εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι πρόκειται για υπαναχώρηση, δεν συνιστά συμβατική υπαναχώρηση, αφού δεν επιφυλάχθηκε τέτοιο δικαίωμα με συμβατικό όρο στο προσύμφωνο (ΑΚ 389). Επίσης, ούτε νόμιμη υπαναχώρηση συνιστά αφού ο εναγόμενος δεν τήρησε τους όρους του άρθρου 383 εδ. α΄ ΑΚ, τάσσοντας δηλαδή εύλογη προθεσμία στον αντισυμβαλλόμενο του, η οποία παρήλθε άπρακτη. Ειδικότερα, κατά την ως άνω διάταξη, ο δανειστής πρέπει να τάξει στον υπερήμερο οφειλέτη εύλογη προθεσμία προς εκπλήρωση, προσθέτοντας συγχρόνως ότι μετά την πάροδο (άπρακτης) της προθεσμίας αποκρούει την παροχή. Η προσθήκη αυτή είναι απαραίτητη για να γεννηθούν τα δικαιώματα του δανειστή (άρθρο 383 εδ. β΄ ΑΚ). Η δήλωση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, πρέπει πάντως το διττό περιεχόμενό της (ορισμός προθεσμίας και απόκρουση παροχής μετά την πάροδο της προθεσμίας) να προκύπτει σαφώς (άρθρο 383 ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, αριθμός 5). Με το κρινόμενο εξώδικο, αφενός δεν τάχθηκε στον ενάγοντα προθεσμία εκπληρώσεως της οφειλόμενης από αυτόν παροχής, συνοδευόμενη από τη σαφή και ρητή δήλωση ότι μετά την άπρακτη πάροδο της ταχθείσας προθεσμίας ο εναγόμενος αποκρούει την παροχή, αφετέρου δεν προκύπτει με σαφήνεια η βούληση του εναγομένου αναφορικά με την εξέλιξη της σύμβασης, η οποία περιέχεται σε αυτό. Και τούτο γιατί επί λέξει αναφέρεται σε αυτό «σας δηλώνω ότι καταγγέλλω τη μεταξύ μας καταρτισθείσα από 18.03.2011 σύμβαση – προσύμφωνο μεταβίβασης κυριότητας σκάφους και σας καλώ, όπως εντός προθεσμίας 10 ημερών από της νομίμου επιδόσεως της παρούσης μου, όπως καταβάλετε εις εμέ το υπολειπόμενο του πιστωθέντος τιμήματος των 81.113,26 €, προκειμένου να μεταβιβαστεί η κυριότητα του σκάφους προς υμάς». Δηλαδή, επιχειρεί πρώτα να καταγγείλει τη σύμβαση για το μέλλον (ή έστω να υπαναχωρήσει) και στη συνέχεια να οχλήσει τον ενάγοντα για καταβολή του τιμήματος. Βέβαια, οι δηλώσεις αυτές είναι αντικρουόμενες μεταξύ τους, καθόσον από την υπαναχώρηση δεν έχει πλέον κανένας από τους συμβαλλόμενους καμία αξίωση εναντίον του άλλου για εκπλήρωση. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά κρίνεται ότι η από 30.08.2011 «καταγγελία» του εναγομένου είναι άκυρη και δεν παράγει τα σκοπούμενα αποτελέσματα, δηλαδή δεν επέφερε τη λύση του ένδικου προσυμφώνου, ενώ παρέλκει η εξέταση του ζητήματος σχετικά με την έλλειψη πληρεξουσιότητας του υπογράφοντος την καταγγελία πληρεξουσίου δικηγόρου του εναγομένου, ισχυρισμό τον οποίο προέβαλε ο ενάγων με την αγωγή του. Στη συνέχεια, ο ενάγων κοινοποίησε στις 30.11.2011 στην ανωτέρω ανώνυμη εταιρία, «….», αντισυμβαλλόμενή του στην από 09.03.2011 σύμβαση μεσιτείας ναυλώσεων, την από 30.11.2011 εξώδικο, με την οποία την καλούσε, όπως εντός 2 ημερών, 1) του προσκομίσει πλήρη έκθεση και τα αποδεικνύοντα αυτήν παραστατικά έγγραφα, τόσο για τα έσοδα όσο και για τα έξοδα του σκάφους και τις ναυλώσεις που έλαβαν χώρα από την έναρξη της σύμβασης μέχρι τότε, 2) του αποδώσει τα έσοδα των ναυλώσεων που έχουν συναφθεί από την έναρξη της μεταξύ τους σύμβασης, μετ’ αφαίρεση του ποσοστού της δικής της αμοιβής (ύψους 40%) και του αναλογούντος ΦΠΑ και 3) συνεργαστεί μαζί του προκειμένου να διαμορφώσουν από κοινού το πρόγραμμα για τις επικείμενες ναυλώσεις του σκάφους. Στις 12.01.2012 επιδόθηκε στον ενάγοντα η εξώδικη απάντησή της ως άνω εταιρίας στην ανωτέρω πρόσκληση. Σε αυτήν η εν λόγω εταιρία διατεινόταν ότι μετά την υπερημερία του ενάγοντος αναφορικά με την πρώτη δόση ποσού 13.447 €, η οποία ήταν καταβλητέα στις 15.07.2011 και την καταγγελία του από 18.03.2011 προσυμφώνου από τον εναγόμενο (…), ο ενάγων δεν δικαιούται πλέον να εκμεταλλεύεται το σκάφος, δεδομένου ότι αυτό δεν του ανήκει και δεν έχει την κυριότητα, νομή ή κατοχή επ’ αυτού και επομένως ότι η ίδια δεν έχει υποχρέωση να λογοδοτεί έναντι αυτού και ουδεμία σχέση έχει με αυτόν. Στη συνέχεια, ο ενάγων στις 13.01.2012 με εξώδικό του, που επιδόθηκε στον εναγόμενο τόσο ατομικά και όσο και με την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρίας, επικαλείται ότι η προγενέστερη από 30.08.2011 καταγγελία του προσυμφώνου από τον εναγόμενο είναι άκυρη, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτή και ότι είναι αδύνατη η επίτευξη του σκοπού της σύμβασης του προσυμφώνου λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του εναγομένου, η οποία έγκειται στο ότι ο εναγόμενος δεν τήρησε την προσωπική υποχρέωση που ανέλαβε, σε περίπτωση με εμπρόθεσμης καταβολής από τον ενάγοντα των δόσεων του δανείου, να παρακρατεί τα έσοδα των ναυλώσεων, τα οποία εισπράττει μέσω της ως άνω εταιρίας για λογαριασμό του ενάγοντος και οφείλει να του αποδίδει, προκειμένου να συμψηφίζει με αυτά το οφειλόμενο από τον ενάγοντα τίμημα αγοράς του σκάφους, προκειμένου δηλ. να αποπληρώνει με τον τρόπο αυτό τις δόσεις του δανείου προς την τράπεζα και δηλώνει στη συνέχεια ότι καταγγέλλει και ο ίδιος την από 18.03.2011 σύμβαση του προσυμφώνου, καλώντας ταυτόχρονα τον εναγόμενο να του επιστρέψει το ποσό των 42.400 €, το οποίο αυτός έχει παράνομα και αδικαιολόγητα εισπράξει από αυτόν. Η καταγγελία αυτή του ενάγοντος, ομοίως, όπως και η προγενέστερη καταγγελία του εναγομένου, δεν επέφερε αποτελέσματα ως προς το προσύμφωνο πώλησης. Και τούτο γιατί, όπως προαναφέρθηκε, η καταγγελία αποτελεί τρόπο λύσεως μόνο των διαρκών συμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι πρόκειται για υπαναχώρηση, ούτε συμβατική υπαναχώρηση συνιστά, αφού δεν επιφυλάχθηκε τέτοιο δικαίωμα με συμβατικό όρο στο προσύμφωνο (ΑΚ 389). Επίσης, ούτε νόμιμη υπαναχώρηση συνιστά αφού ο ενάγων δεν τήρησε τους όρους του άρθρου 383 εδ. α΄ ΑΚ, τάσσοντας δηλαδή εύλογη προθεσμία στον αντισυμβαλλόμενο του, η οποία παρήλθε άπρακτη. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η προηγηθείσα στις 30.11.2011 πρόσκληση του ενάγοντος απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο (στην ανώνυμη εταιρία …) και όχι στον εναγόμενο και αναφέρεται σε άλλη σύμβαση (το από 09.03.2011 συμφωνητικό σχετικά με την εκμετάλλευση του σκάφους), επομένως προκύπτει με σαφήνεια ότι με αυτήν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τάχθηκε η προθεσμία του άρθρου 383 εδ. α΄ ΑΚ. Σε κάθε περίπτωση, ως προς την ως άνω από 13.01.2012 καταγγελία του ενάγοντος, δεν προέκυψε η συνδρομή κάποιας από τις οριζόμενες στο άρθρο 385 ΑΚ προϋποθέσεις (συμπεριφορά του υπερήμερου πωλητή καθεστώσα άσκοπο τον ορισμό προθεσμίας ή έλλειψη συμφέροντος του αγοραστή προς εκπλήρωση της παροχής λόγω της υπερημερίας) που καθιστούσαν επιτρεπτό το μη καθορισμό προθεσμίας εκπληρώσεως. Επικουρικά δε, ακόμη κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η επίδικη από 13.01.2012 καταγγελία του προσυμφώνου είναι τυπικά έγκυρη, δηλ. ότι πληρεί τις οριζόμενες στο άρθρο 383 ΑΚ προϋποθέσεις, ουσιαστικά όμως είναι άκυρη. Ειδικότερα, ο ενάγων δεν αρνείται το γεγονός ότι δεν έχει καταβάλει τη δόση της 13.447 €, η οποία ήταν καταβλητέα την 15.07.2011, απλώς διατείνεται ότι υπόχρεος για την καταβολή του ποσού αυτού δεν ήταν ο ίδιος, αλλά ο εναγόμενος, ο οποίος εκμεταλλευόταν το σκάφος μέσω της ατομικής του επιχείρησης. Σχετικά με τον ισχυρισμό του αυτό, λεκτέα τα εξής: Όπως αναφέρθηκε ήδη, με την από 09.03.2011 σύμβαση, την οποία προσκομίζουν με επίκληση αμφότεροι οι διάδικοι, η ναύλωση και η εκμετάλλευση του πλοίου ανατέθηκε από τον ενάγοντα στην ανώνυμη εταιρία «….», όπως συνομολογεί και ο ίδιος ο ενάγων στην αγωγή του. Συνεπώς, ο εναγόμενος ουδέποτε εκναύλωσε και εκμεταλλευόταν το σκάφος. Η εταιρία αυτή συνεστήθη το έτος 2000, δυνάμει του προσαγόμενου με επίκληση υπ’ αριθ. …/21.6.2000 Καταστατικού Σύστασης Ανώνυμης Εταιρείας της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Αφροδίτης Μιχοπούλου, που καταχωρήθηκε νόμιμα στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Αθηνών στις 26.11.2010 και δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ΦΕΚ …/2000 (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), με μοναδικούς μετόχους τους …, …, … και …. Ως σκοπός της εταιρείας, σύμφωνα με το νόμιμα δημοσιευμένο καταστατικό της, ορίσθηκε η διενέργεια ναυλομεσιτικών εργασιών. Η μοναδική σχέση του εναγομένου με την ως άνω εταιρεία συνίσταται στο γεγονός ότι κατά το χρονικό διάστημα από 9.12.2009 έως τις αρχές του έτους 2013, δηλαδή και κατά τον επίδικο χρόνο κατάρτισης του από 09.03.2011 συμφωνητικού μεσιτείας ναύλωσης, διετέλεσε μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου και συγκεκριμένα κατείχε τη θέση του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής (βλ. σχετικά την προσκομιζόμενη κατάσταση αποτελεσμάτων αναζήτησης εγγράφων εταιρίας, το ΦΕΚ …/2009, όπου δημοσιεύτηκε το από 9.12.2009 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας περί εκλογής νέου ΔΣ και το ΦΕΚ …/2007, όπου δημοσιεύτηκε το πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας περί εκλογής του προηγούμενου ΔΣ, όπου ο ενάγων ουδεμία συμμετοχή είχε). Επομένως, ο ισχυρισμός ότι ο εναγόμενος εκναύλωνε το σκάφος και το εκμεταλλευόταν είναι αναληθής, διότι το σκάφος το εκμεταλλευόταν η ως άνω εταιρία, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο εναγόμενος, τυχόν δε αξιώσεις του ενάγοντος έναντι της εταιρίας αυτής από τη μεταξύ τους σύμβαση παροχής υπηρεσιών μεσιτείας ναυλώσεων, όπως για παροχή λογοδοσίας ή για καταβολή των εσόδων από την ναύλωση του σκάφους, τα οποία η εταιρία είχε εισπράξει για λογαριασμό του, ανάγονται στη μεταξύ τους συμβατική σχέση και δεν μπορούν να προβληθούν έναντι του εναγομένου, ώστε να στοιχειοθετήσουν αντισυμβατική συμπεριφορά του τελευταίου και δη παραβίαση των υποχρεώσεων του από το προσύμφωνο, δεδομένης και της αρχής της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία για τα χρέη της εταιρίας. Ενόψει αυτών, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι και οι συναφείς ισχυρισμοί του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος είχε αναλάβει την υποχρέωση έναντι του ενάγοντος να καταβάλει την οφειλόμενη δόση του δανείου και ότι είχε αναλάβει την υποχρέωση να του αποδίδει τα έσοδα από τη ναύλωση του σκάφους, μέσω της ως άνω εταιρίας, που ήταν η ατομική του επιχείρηση. Εφόσον, λοιπόν, οι ανωτέρω ισχυρισμοί δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν αντισυμβατική και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου που να δικαιολογεί υπαναχώρηση του ενάγοντος από τη σύμβαση του προσυμφώνου, η κοινοποιηθείσα στις 13.01.2012 «καταγγελία» (υπαναχώρηση) του ενάγοντος είναι και ουσιαστικά άκυρη και για το λόγο αυτό δεν επέφερε τη λύση της σύμβασης του προσυμφώνου. Για τους ίδιους λόγους, απορριπτέο κρίνεται και το αίτημα του ενάγοντος για απόδοση του ποσού των 42.400 €, δηλαδή μέρους του τιμήματος που κατέβαλε ήδη σε εκπλήρωση του προσυμφώνου και δη αφενός γιατί η σύμβαση του προσυμφώνου δεν έχει λυθεί (ματαίωση της πώλησης), ώστε να τεθεί ζήτημα αμοιβαίας υποχρέωσης επιστροφής των παροχών, που είχαν τυχόν εκτελεσθεί, αφετέρου γιατί με βάση ρητό όρο του προσυμφώνου (όρος 6, σελ. 9 της από 18.03.2011 σύμβασης), είχε συνομολογηθεί ότι μόνο σε περίπτωση που η πώληση ματαιωθεί με υπαιτιότητα του πωλητή θα επιστρέφονται στον αγοραστή τα ποσά που αυτός κατέβαλε σε εκπλήρωση της σύμβασης, δηλαδή προϋποθέσεις που εν προκειμένω δεν συντρέχουν. Συνεπώς, με βάση τα περιστατικά, τα οποία έγιναν πιο πάνω δεκτά, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 26.08.2011 εξώδικης καταγγελίας του εναγομένου, ο δε εναγόμενος να καταδικαστεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (ΚΠολΔ 178§1, 191§2), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
- ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι είναι άκυρη η από 26.08.2011 καταγγελία του εναγομένου της από 18.03.2011 σύμβασης υπό τον τίτλο «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ- ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΣΚΑΦΟΥΣ» που κατάρτισαν οι διάδικοι.
- ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει σε διακόσια (200) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 1η Δεκεμβρίου 2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι στις ….. Δεκεμβρίου 2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ