Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ     

Αριθμός Απόφασης   1916/2022

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 6128/2859/2020) 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

    (τακτική διαδικασία)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Οκτωβρίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 7.1.2021 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια αστυνομική αρχή, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το από 31.12.2020 Πρακτικό του Διοικητικού της Συμβουλίου, … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΗ), κάτοικος …), και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στον …, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 22.1.2021 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον ίδιο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. Πρωτ. … πιστοποιητικό εκπροσώπησης της Υπηρεσίας ΓΕΜΗ του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, … – βλ. το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος Αθήνας (…), και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο … επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 4.1.2021 πληρεξούσιου εγγράφου, που προσκομίζεται νομίμως μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα και φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Ανδρουλάκη (ΑΜ/ΔΣΑ …), κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Γεώργιος Κιντής του Ιωάννη (ΑΜ/… – βλ. το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος Αθήνας (Π. Καλλιγά 35), και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30.7.2020 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 6128/2859/19.8.2020 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 23.8.2021 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 540, 547 και 559 του ΑΚ, όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 3043/2002, ο οποίος, κατά το άρθρο 14 τούτου, άρχισε να ισχύει από τις 21.8.2002, και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης πώλησης, προκύπτει ότι επί πώλησης κινητού πράγματος, το οποίο κατά το χρόνο της παράδοσής του από τον πωλητή στον αγοραστή δεν έχει τις συμφωνηθείσες ιδιότητες ή έχει πραγματικά ελαττώματα, παρέχεται στον αγοραστή το δικαίωμα να ζητήσει κατ’ επιλογήν του τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, χωρίς επιβάρυνσή του, εκτός εάν μία τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Σε περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται έλλειψη συνομολογηθείσας ιδιότητας κατά τον χρόνο μεταστάσεως του κινδύνου στον αγοραστή ή η τυχόν ελαττωματικότητα του πράγματος οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή, ο αγοραστής μπορεί, σωρευτικά με τα ανωτέρω δικαιώματα, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Επομένως, ο αγοραστής μπορεί να κρατήσει το πράγμα και να ζητήσει αποζημίωση για κάθε ζημία (θετική ή διαφυγόν κέρδος) που συνάπτεται άμεσα και με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των δύο αξιών, τις δαπάνες που έγιναν για την προσπάθεια διόρθωσης του πράγματος, το διαφυγόν κέρδος από τυχόν ματαίωση μεταπωλήσεως του πράγματος ή από τη μεταπώλησή του με μικρότερο τίμημα, τη ζημία από τυχόν στέρηση της χρήσης του πράγματος και όλα τα έξοδα για τυχόν δικαστικό αγώνα ή για άλλους λόγους (ΑΠ 1703/2013, ΕφΠειρ 32/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 394/2009 Αρμ 2010.1337· βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, τ. Γ΄, ημίτομος Α΄, έκδ. 2004, υπό το άρθρο 543, σελ. 380). Η απαίτηση του αγοραστή για το θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως, όπως αυτή καθιερώνεται από το άρθρο 543 ΑΚ, ως αναγκαία προϋπόθεση έχει την ύπαρξη εγγυητικής ευθύνης του πωλητή, με την οποία συνδέεται αναπόσπαστα. Ωστόσο, για να υπάρξει εγγυητική ευθύνη του πωλητή, προϋποτίθεται ότι παραδόθηκε το πράγμα και εκτελέσθηκε η σύμβαση, έστω και όχι προσηκόντως. Επομένως, αφού η απαίτηση για το διαφέρον των ως άνω άρθρων παρέχεται μέσα στα πλαίσια της εγγυητικής ευθύνης του πωλητή και σε επίταση αυτής, αλλιώς μέσα στα πλαίσια της μη προσήκουσας εκπληρώσεως της συμβάσεως, είναι βέβαιο ότι αυτή περιλαμβάνει μόνο τη ζημία του αγοραστή η οποία έχει άμεση σχέση με την έλλειψη του πράγματος και οφείλεται σε αυτήν, δηλαδή τη ζημία, η οποία ευρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη μη εκπλήρωση ή την πλημμελή εκπλήρωση της συμβάσεως πωλήσεως εκ μέρους του πωλητή. Για τον προσδιορισμό της, κατά λογική συνέπεια, πρέπει να αναχθούμε στην υποθετική θέση του αγοραστή, αν έλειπε το ζημιογόνο γεγονός (η μη εκπλήρωση ή η πλημμελής εκπλήρωση) και να υπολογίσουμε τι θα είχε ο αγοραστής, αν η σύμβαση εκπληρωνόταν προσηκόντως, ήτοι αν είχε συμβεί ένα θετικό γεγονός. Έτσι, ο αγοραστής θα δικαιούται να ζητήσει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 ΑΚ, και την ένεκα της μη εκπληρώσεως ή της πλημμελούς εκπληρώσεως θετική ζημία, αλλά και την αποθετική ζημία (διαφυγόν κέρδος) και, περαιτέρω, οποιαδήποτε ζημία υπέστη από την παράδοση σε αυτόν του ελλιπούς πράγματος, η οποία συνάπτεται αιτιωδώς με το ελάττωμα και θα είχε αποφευχθεί αν είχε εκπληρωθεί προσηκόντως η σύμβαση (βλ. ΑΠ 971/1977 ΝοΒ 1978.897, ΕφΑθ 5837/1987 ΑρχΝ 1988.19· Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 297, 298 αρ. 18,33, Βογόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 543 αρ. 10,11). Εναλλακτικά και υπό τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις δικαιούται να επιλέξει τη μη άσκηση των δικαιωμάτων διόρθωσης, αντικατάστασης ή υπαναχώρησης και αντ’ αυτών να ζητήσει απευθείας αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης. Περαιτέρω, πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάστασή του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού (ΟλΑΠ 29/1990 ΕλλΔνη 1991.53, ΑΠ 1544/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η προς το χειρότερο, δηλαδή, παρέκκλιση του πράγματος από την ομαλή αυτού κατάσταση, η οποία οφείλεται, κατά κανόνα, στον ατελή τρόπο κατασκευής ή συσκευασίας, καθώς και στη χρησιμοποίηση κακής ποιότητας υλικών και η οποία έχει ως συνέπεια, ανεξάρτητα από την αιτία που την προκαλεί, την αρνητική επίδραση επί της αξίας του πράγματος ή της χρησιμότητας αυτού, ενόψει των συμφωνηθέντων με τη σχετική σύμβαση πώλησης, ανεξάρτητα από το αν ήταν φανερά ή όχι ή εάν τα γνώριζε ή όχι ο πωλητής. Για την ύπαρξη του ελαττώματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όχι η υποκειμενική περί αυτού αντίληψη του αγοραστή, αλλά η κοινή αντίληψη που χαρακτηρίζει στις συναλλαγές κάποιο πράγμα ως ελαττωματικό, εκτός εάν οι συμβαλλόμενοι όρισαν ρητώς στη σύμβαση πότε θα θεωρούν το πράγμα ως ελαττωματικό, οπότε θα υπερισχύσει ο καθορισμός αυτός. Ως ιδιότητα δε του πράγματος θεωρείται, όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκειά της, επιδρά, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος, ενώ ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών ότι το πράγμα έχει τη συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψή της (ΑΠ 1381/2013 ΧρΙΔ 2014.192, ΑΠ 575/2013 ΝοΒ 2013.2433, ΑΠ 654/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση που το πραγματικό ελάττωμα ανακύψει μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή, καταρχήν δεν γεννάται σχετική ευθύνη του πωλητή. Ωστόσο, γεννάται τέτοια ευθύνη του τελευταίου, όταν το ελάττωμα υφίστατο εν σπέρματι ή σε εμβρυώδη κατάσταση ήδη κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου, ήτοι όταν κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο ήταν ήδη υπαρκτές, χωρίς, όμως, να έχουν ολοκληρωθεί, οι παράγουσες την ελαττωματικότητα του πράγματος αναγκαίες προϋποθέσεις και οι οποίες ακολούθως και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατ’ αιτιώδη δυναμικότητα εξελίχθηκαν και επέφεραν την ολοκλήρωση και ανάδειξη του ελαττώματος (ΟλΑΠ 29/1990 ό.π., ΜονΕφΠειρ 672/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο αγοραστής διευκολύνεται στην απόδειξη της ύπαρξης του ελαττώματος κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου από το καθιερούμενο, με τη διάταξη του άρθρου 537 παρ. 2 ΑΚ, μαχητό τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο, αν εμφανισθεί πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας εντός έξι μηνών από την παράδοση του πράγματος, τότε τεκμαίρεται ότι το ελάττωμα ή η έλλειψη, αντιστοίχως, υφίστατο κατά την παράδοση, εκτός αν το τεκμήριο αυτό δεν συμβιβάζεται με τη φύση του πωληθέντος πράγματος ή με τη φύση του ελαττώματος ή της έλλειψης. Καθιερώνεται, συνεπώς, καταρχήν αντιστροφή του βάρους απόδειξης υπέρ του αγοραστή στην περίπτωση εμφάνισης του ελαττώματος εντός εξαμήνου από την παράδοση του πράγματος στον τελευταίο, αφού αρκεί για τον αγοραστή ν’ αποδείξει την ύπαρξη του ελαττώματος και την εμφάνισή του εντός εξαμήνου από την παράδοση του πράγματος σε αυτόν, προκειμένου να βαραίνει εν συνεχεία τον πωλητή ανταποδεικτικώς η ανατροπή του τεκμηρίου (ΕφΠειρ 672/2015 ό.π.). Ειδικότερα, η άσκηση του δικαιώματος μείωσης του τιμήματος αντικείμενο και αίτημα έχει τη μείωση αυτού κατά τη διαφορά της αξίας του πράγματος με και χωρίς το ελάττωμα ή τις συνομολογηθείσες ιδιότητες, οπότε η σύμβαση ανατρέπεται στον βαθμό που μειώνεται η υποχρέωση του αγοραστή ως προς το τίμημα, η άσκηση δε του δικαιώματος αυτού γίνεται είτε με δήλωση του αγοραστή, η οποία από την περιέλευση στον πωλητή επιφέρει τη διαμόρφωση του μειωμένου τιμήματος, είτε με σχετική αγωγή είτε κατ’ ένσταση, προβαλλόμενη και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής των άρθρων 554 επ. του ΑΚ (ΑΠ 860/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να είναι ορισμένη και επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης, είτε η αγωγή είτε η ένσταση με την οποία ασκείται το σχετικό δικαίωμα, πρέπει, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 534, 535 και 540 του ΑΚ, να αναφέρονται σ’ αυτήν οι συγκεκριμένες ιδιότητες που συνομολογήθηκε να έχουν τα πωληθέντα πράγματα, οι οποίες λείπουν, παρά την τοιαύτη συνομολόγησή τους μεταξύ των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της σύμβασης, και/ή τα πραγματικά ελαττώματα, καθώς και ότι συνεπεία τούτων παρίσταται μειωμένη η αξία του πράγματος και το ποσό της μείωσης. Συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής ή της ένστασης για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 540 ΑΚ, η οποία παρέχει το δικαίωμα στον αγοραστή να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 513, 534, 535 και 537 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να εκτίθενται σαφώς στην αγωγή ή την προβαλλόμενη δια των προτάσεων ένσταση 1) έγκυρη σύμβαση πώλησης, 2) ύπαρξη ελαττώματος ή έλλειψη συνομολογηθείσας ιδιότητας, 3) ευθύνη του πωλητή, ανεξαρτήτως πταίσματος αυτού, για τις ελλείψεις ή τα ελαττώματα αυτά, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή και 4) η συνεπεία της έλλειψης της ιδιότητας ή του ελαττώματος μειωμένη αξία του πράγματος και ο προσδιορισμός της τελευταίας, η οποία μπορεί να εξαχθεί και με βάση την αρχικώς συμφωνηθείσα τιμή, την αξία του ελλιπούς πράγματος και την αξία του ίδιου πράγματος υγιούς (βλ. σχετ. ΑΠ 860/2014 ό.π.). Για τον καθορισμό της μείωσης, δηλαδή την εξεύρεση του ποσού που θα εκπέσει από το αρχικό τίμημα, όταν το τελευταίο συμπίπτει με την αγοραστική αξία του πράγματος, η τιμή μειώνεται κατά τη διαφορά της αξίας μεταξύ ελαττωματικού και μη ελαττωματικού πράγματος. Στην περίπτωση που το συμφωνημένο τίμημα διαφοροποιείται από την αγοραστική αξία του πράγματος, η μείωση της αξίας υπολογίζεται με βάση την αναλογία που υπάρχει, κατά το χρόνο μετάστασης του κινδύνου, μεταξύ της αγοραίας τιμής ελαττωματικού και μη πράγματος, το αντίστοιχο δε προς αυτήν ποσοστό αφαιρείται από το συμφωνηθέν τίμημα (ΑΠ 1468/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 127/1991 ΝοΒ 1992.865, ΕφΘεσ 2955/1997 Αρμ 1998.297, ΕφΘεσ 1167/1997 Αρμ 1999.661). Συνεπώς, εκτός από τους όρους που αναφέρονται στην ύπαρξη του ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας του πράγματος, αναγκαία για τη θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού είναι και τα ανωτέρω στοιχεία προσδιορισμού της μείωσης του τιμήματος (ΑΠ 1468/1998 ό.π., ΑΠ 127/1991 ό.π., ΕφΘεσ 781/1999 Αρμ 1999.800). Ειδικότερα, ως προς το ορισμένο της αγωγής, της ανταγωγής ή της σχετικής ένστασης, μέσω της οποίας ζητείται η μείωση του τιμήματος ένεκα της ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων ή ελλείψεων συνομολογημένων ιδιοτήτων στο πωληθέν πράγμα, πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή, την ανταγωγή ή την ένσταση η σύμβαση πώλησης, η ύπαρξη, το είδος και η φύση του συγκεκριμένου πραγματικού ελαττώματος, το οποίο παραβλάπτει τη λειτουργία του πωληθέντος, ή η έλλειψη της οικείας συνομολογηθείσας ιδιότητας, η συνδρομή του ελαττώματος ή της έλλειψης κατά το χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου του πράγματος και η ευθύνη του πωλητή, ανεξαρτήτως πταίσματός του για τα πραγματικά ελαττώματα και την έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων, κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, δηλαδή στον χρόνο καταρχήν της παράδοσης του πράγματος στον αγοραστή, να εκτίθενται εκεί η αναλογία μεταξύ της αγοραίας αξίας που διέθετε το πράγμα χωρίς το ελάττωμα ή την έλλειψη και εκείνης που είχε με το ελάττωμα ή την έλλειψη, κατά το χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 522 επ. του ΑΚ, έστω κι αν η αγοραία αξία του πράγματος άνευ του ελαττώματος ή της έλλειψης συμπίπτει με το συμφωνηθέν τίμημα, και η μειωμένη αξία του πράγματος συνεπεία του ελαττώματος ή της έλλειψης, καθώς και να περιλαμβάνονται, αφενός το διαπλαστικό αίτημα να μειωθεί αντιστοίχως το τίμημα της πώλησης ή το αγωγικό αίτημα να αναγνωρισθεί η ήδη επελθούσα εξωδίκως μείωση αυτού και αφετέρου, ενδεχομένως, το σωρευτικό αναγνωριστικό ή καταψηφιστικό αγωγικό ή συμψηφιστικό αίτημα ως προς την απόδοση ή το συμψηφισμό αντιστοίχως του ποσού της προειρημένης μείωσης, επί τη βάσει των προπαρατεθέντων, υπέρ του αγοραστή που το κατέβαλε (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 29/1990 ό.π., ΑΠ 796/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1381/2013 ό.π., ΑΠ 575/2013 ό.π., ΑΠ 1544/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 392/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ 1655/2014 ΕλλΔνη 2015.1453, ΜονΕφΔωδ 133/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1626/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3473/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009.800, ΕφΠατρ 673/2008 ΑχαΝομ 2009.128). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β΄ ΑΚ, ως διαφυγόν κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Απ’ αυτή συνάγεται ότι τα περιστατικά τα οποία προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα πρέπει, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, να εκτίθενται στην αγωγή. Δεν αρκεί, δηλαδή, η αφηρημένη επανάληψη των ως άνω εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ ούτε η αναφορά του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών και μέτρων, που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος, ως προς τα επί μέρους κονδύλια αυτών, ώστε να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποδείξεως (ΟλΑΠ 20/1992, ΕφΠειρ 572/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί, πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη, θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο επιβαλλόμενο από το άρθρο 914 του ΑΚ γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς τον άλλο υπαιτίως. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης και ο δικαιούχος έχει δικαίωμα να στηρίζει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε, επιβοηθητικά, και στις δύο όταν ζητεί κάτι περισσότερο, όπως λ.χ. απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσον εκτελέσεως της αποφάσεως (βλ. ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 2000.87, ΕφΠατρ 330/2006 ΑχαΝομ 2007.322, ΕφΑθ 520/2002 ΕλλΔνη 2002.1495, ΕφΑθ 6026/2001 ΕλλΔνη 2004.817, ΕφΠειρ 198/1998 ΕλλΔνη 1998.931). Πιο συγκεκριμένα, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από τη συμβατική αξίωση, να θεμελιώνει και αξίωση από αδικοπραξία, αν και χωρίς τη συμβατική σχέση αυτή η πράξη ή παράλειψη θα ήταν παράνομη με την αντίθεσή της στο γενικό καθήκον που επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Δηλαδή, η αθέτηση της συμβατικής υποχρέωσης αποτελεί πράξη παράνομη ή άδικη, όμως δεν συνιστά αδικοπραξία και, επομένως, οι έννομες συνέπειές της ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση) και όχι από τις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις, που το ίδιο βιοτικό γεγονός αποτελεί παράλληλα αθέτηση σύμβασης και αδικοπραξία, υπάρχει δηλαδή συνδρομή αδικοπρακτικής και δικαιοπρακτικής ευθύνης οπότε υφίστανται δύο αξιώσεις που μπορούν να ασκηθούν και να κριθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, κατά την επιλογή του δανειστή, αλλά η ικανοποίηση της μιας επιφέρει την απόσβεση της άλλης, εκτός αν η τελευταία έχει μεγαλύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται για το επιπλέον (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 1974.505, ΑΠ 555/1999 ό.π., ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 1996.1360· Γεωργιάδης σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, εισ. παρατηρήσεις στα άρθρα 914-938, σ. 681-682). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης οφείλεται μόνο σε περίπτωση αδικοπραξίας και, επομένως, για την ψυχική στενοχώρια και ταλαιπωρία που δοκιμάζει ο συμβαλλόμενος εξαιτίας της αθέτησης σύμβασης από αντισυμβαλλόμενό του δεν είναι δυνατή η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, εκτός αν η αθέτηση αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και αδικοπραξία (ΕφΑθ 2875/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Γεωργιάδης ό.π., άρθρο 932, σ. 816). Τέλος, κατά τις διατάξεις των παρ. 1, 2, 3, 6 και 7 του άρθρου 6 του Ν. 2251/1994 «Για την προστασία του καταναλωτή», ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται στο ελάττωμα του προϊόντος του. Ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής του τελικού προϊόντος, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σ’ αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα. Όποιος εισάγει ένα προϊόν για πώληση στα πλαίσια της επαγγελματικής εμπορικής του δραστηριότητας, ευθύνεται όπως ο παραγωγός. Στη ζημία της παρ. 1 περιλαμβάνεται η, λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης, καθώς και η βλάβη ή καταστροφή, εξαιτίας του ελαττωματικού προϊόντος, κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή, εκτός από το ίδιο το ελαττωματικό προϊόν, εφόσον, κατά τη φύση του, προοριζόταν και πραγματικά χρησιμοποιήθηκε από το ζημιωθέντα για προσωπική του χρήση ή κατανάλωση. Δηλαδή, πρέπει να προκύπτει ζημία σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, που προορίζονται και χρησιμοποιήθηκαν από τον ζημιωθέντα για προσωπική του χρήση ή κατανάλωση και όχι για ζημία στο ίδιο το ελαττωματικό προϊόν (ΕφΘεσ 867/2008 Αρμ 2009.362· Ιω. Καράκωστα, Δίκαιο προστασίας καταναλωτή, εκδ. 2004, σ. 214). Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος περί προστασίας των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων που ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού, ο οποίος διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από τη χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή (ΑΠ 989/2004 ΕΕμπΔ 2005.517). Ελαττωματικό είναι όχι το προϊόν που έχει ελαττώματα ή στερείται των συμφωνημένων ιδιοτήτων, κατά την έννοια του άρθρου 534 ΑΚ, αλλά εκείνο που δεν παρέχει την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες αυτό τίθεται σε κυκλοφορία και του χρόνου κατά τον οποίο κυκλοφόρησε. Η πώληση ελαττωματικού πράγματος, το ελάττωμα του οποίου το καθιστά όχι ανασφαλές και, άρα επικίνδυνο για τη ζωή, υγεία ή την περιουσία του καταναλωτή, αλλά ακατάλληλο για τη χρήση που προορίζεται, δεν εμπίπτει στη ρύθμιση του νόμου 2251/1994. Τέλος, από το άρθρο 68 του ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι για να ζητήσει κάποιος δικαστική προστασία απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον που πρέπει να έχει, να συντρέχει περίπτωση νομιμοποίησής του, δηλαδή να έχει δικαίωμα να υπερασπίζεται στην υπόθεση, που δικάζεται, ως ενάγων ή εναγόμενος ή την εξουσία για διεξαγωγή της δίκης περί συγκεκριμένου δικαιώματος ή έννομης σχέσης, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν συμπίπτει με το υποκείμενο του επιδίκου δικαιώματος, ως είναι οι καλούμενοι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι. Η νομιμοποίηση αυτή (σε στενή έννοια) αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση και πρέπει να υφίσταται γενικά, κατά την έναρξη της δίκης και σε όλη τη διάρκειά της, για να καθίσταται δυνατή η έκδοση απόφασης από το δικαστήριο και να μπορεί να ικανοποιηθεί το δικαίωμα, του οποίου αναγνωρίζεται δικαιούχος ο διάδικος. Και, όσες φορές η νομιμοποίηση αναφέρεται στη δικαιολόγηση ότι το δικαίωμα, για το οποίο πρόκειται η έννομη σχέση, ανήκει στην εξουσία του ενάγοντος, δηλαδή υπάρχει σύνδεσμος αυτού με εκείνο (δικαίωμα), τότε γίνεται λόγος για την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος, όταν δε αυτή αφορά την υποχρέωση που βαρύνει τον εναγόμενο, τότε γίνεται λόγος για την παθητική νομιμοποίηση του ενάγοντος ώστε να μπορεί να στρέφεται κατά του εναγόμενου, ο οποίος δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του ή αυτού που προσβάλλει το δικαίωμά του να ζητήσει έννομη προστασία, καταφεύγοντας στο Δικαστήριο. Η έλλειψη νομιμοποίησης ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή της ερευνάται αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ (ΑΠ 994/2007 ΧρΙΔ 2008.140) και έχει ως συνέπεια, λόγω της ανυπαρξίας συνδέσμου μεταξύ του διαδίκου και της επικαλούμενης έννομης σχέσης, την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης και όχι ως αβασίμου (ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372). Για τη νομιμοποίηση, ωστόσο, δεν είναι κρίσιμο αν ο ενάγων είναι και πράγματι δικαιούχος, ο δε εναγόμενος πράγματι υπόχρεος της επίδικης αξίωσης. Αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, έστω και αν ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη, για ανυπαρξία του επιδίκου δικαιώματος και όχι για έλλειψη νομιμοποίησης (ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 1999.339, ΕφΑθ 33/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, η ενάγουσα ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής εκθέτει ότι στο πλαίσιο του καταστατικού της σκοπού που συνίσταται στην απόκτηση κυριότητας, εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία, συνήψε εγγράφως με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης “…”, στις 13.5.2019, σύμβαση πώλησης του ειδικότερα περιγραφόμενου στο δικόγραφο ιστιοπλοϊκού σκάφους αναψυχής, κατασκευής του ναυπηγείου της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας με την επωνυμία «…», αντί συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος, συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού και της αμοιβής για τις παρεπόμενες υπηρεσίες που θα παρείχε η πωλήτρια, 281.700 ευρώ, σε εκτέλεση των συνομολογηθέντων με το επίσης μεταξύ τους υπογραφέν από 5.2.2019 προσύμφωνο, ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά και τον επιπρόσθετο εξοπλισμό του, την αποπληρωμή του τιμήματος και τις υποχρεώσεις της πωλήτριας. Ότι η ενάγουσα εξόφλησε τμηματικά ολοσχερώς το τίμημα, που ανήλθε τελικά στο συνολικό ποσό των 282.250 ευρώ, το δε σκάφος, που νηολογήθηκε στον Πειραιά με το όνομα “…”, παραδόθηκε σ’ αυτήν την 30ή.5.2019 στον Άλιμο, κατόπιν, όμως, μεταφοράς του στην έδρα της ενάγουσας στο Η. Κ., λίγες μόνο ημέρες μετά την παράδοσή του και συγκεκριμένα στις 18.6.2019, παρουσίασε κατασκευαστικό ελάττωμα που συνίστατο στην εισροή θαλάσσιων υδάτων στο εσωτερικό της κεντρικής σεντίνας του, συνεπεία ελλιπούς στεγανότητάς του, γεγονός για το οποίο την ίδια ημέρα ενημερώθηκε η πωλήτρια εταιρεία. Ότι στις 23.7.2019 ο διαχειριστής της πρώτης εναγόμενης – πωλήτριας εταιρείας διαπίστωσε το ελάττωμα, το οποίο απέδωσε σε κατασκευαστική αστοχία, και ανέλαβε την πλήρη αποκατάστασή του, πλην όμως αμέλησε ως προς την αναγγελία του ελαττώματος στη δεύτερη εναγόμενη – κατασκευάστρια, κατόπιν δε επανειλημμένων οχλήσεων της ενάγουσας, λόγω αύξησης της εισροής υδάτων, τον Σεπτέμβριο 2019 τής συνέστησε να διακόψει τις ναυλώσεις του σκάφους έως ότου αυτό εξεταστεί από τους τεχνικούς της κατασκευάστριας. Ότι στις 14.10.2019 η δεύτερη εναγόμενη ζήτησε να ανελκυσθεί το σκάφος παρουσία τεχνικών της, κατόπιν δε προτροπής της πρώτης εναγόμενης, αυτό μεταφέρθηκε στη μαρίνα Αλίμου τον Νοέμβριο 2019, όπου και ανελκύσθηκε στις 13.12.2019. Ότι στις 17.12.2019 η ενάγουσα ενημερώθηκε από την πωλήτρια ότι οι τεχνικοί της δεύτερης εναγόμενης είχαν ήδη προβεί σε διορθωτικές επεμβάσεις επί του σκάφους χωρίς την παρουσία και έγκρισή της, ενώ στις 18.12.2019 της γνωστοποιήθηκε από τεχνικό της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας ότι είχε διαπιστωθεί ύπαρξη θύλακα αέρα στην κόλλα μεταξύ της καρίνας και της γάστρας, στο εμπρόσθιο μέρος της ένωσης. Ότι στις έντονες διαμαρτυρίες της ενάγουσας η πρώτη εναγόμενη εταιρεία απάντησε ότι το σκάφος είχε επισκευασθεί προσηκόντως και με τη συγκατάθεση της ενάγουσας, ενώ, σύμφωνα και με την από 21.3.2020 έκθεση γνωμοδότησης, που έχει ενσωματωθεί στην αγωγή, η διαδικασία επισκευής που ακολουθήθηκε ήταν αντίθετη σε οποιαδήποτε καλή τεχνική πρακτική. Ότι, συνεπώς, το νεοναυπηγηθέν σκάφος “…” παρουσίαζε ήδη από τον χρόνο πώλησης και παράδοσής του στην ενάγουσα κατασκευαστικά ελαττώματα, τα οποία η πρώτη εναγόμενη – πωλήτρια όφειλε και μπορούσε να γνωρίζει, λόγω της πολυετούς εμπειρίας της στον χώρο της πώλησης σκαφών, παρέλειψε δε να τα ελέγξει από δική της υπαιτιότητα, ενώ επιπρόσθετα προέβη διά των τεχνικών της δεύτερης εναγόμενης – συνεργάτιδάς της σε διορθωτικές ενέργειες που δεν ήταν ενδεδειγμένες ούτε σύμφωνες με τους κανόνες της ναυπηγικής· περαιτέρω ότι η δεύτερη εναγόμενη είναι διεθνούς φήμης κατασκευάστρια εταιρεία, το ελάττωμα δε που παρουσίασε το σκάφος οφειλόταν σε αμελή συμπεριφορά των υπαλλήλων της και έλλειψη των προσηκόντων μέτρων ασφαλείας που όφειλε και μπορούσε να λάβει. Επικαλούμενη, τέλος, η ενάγουσα ότι το ως άνω ουσιώδες ελάττωμα μειώνει την αξία και τη χρησιμότητα του επίδικου -κατά παραγγελία κατασκευασθέντος- σκάφους, καθώς το καθιστά αναξιόπλοο και μη ασφαλές για την κατά προορισμό χρήση του ως επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, ασκεί το δικαίωμα της αντικατάστασής του με ομοειδές της ίδιας κατηγορίας και των ίδιων τεχνικών χαρακτηριστικών, επικουρικά δε της μείωσης του τιμήματος κατά το ποσό των 118.500 ευρώ, όπως ειδικότερα υπολογίζεται στο αγωγικό δικόγραφο, που αντιστοιχεί στην οικονομική διαφορά μεταξύ της αγοραστικής αξίας ενός μη ελαττωματικού ομοειδούς σκάφους και της αξίας του παραδοθέντος σ’ αυτήν ελαττωματικού σκάφους και, εφόσον το σύνολο του τιμήματος έχει καταβληθεί, αξιώνει την επιστροφή του εν λόγω ποσού. Περαιτέρω, λόγω του πταίσματος της πρώτης εναγόμενης – πωλήτριας, σε συνδυασμό με την αδικοπραξία της δεύτερης, συνιστάμενη στην κατά παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας παραγωγή και διάθεση ελαττωματικού προϊόντος, ισχυρίζεται ότι δικαιούται αποζημίωση, λόγω της απώλειας ναύλων για το χρονικό διάστημα από 4.9.2019 έως και τον Νοέμβριο 2019, ποσού 32.400 ευρώ, το οποίο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και σύμφωνα με τις προπαρασκευαστικές ενέργειες στις οποίες είχε προβεί θ’ αποκέρδαινε με βεβαιότητα για ναυλώσεις 54 ημερών, αντί ημερήσιου ναύλου ανερχόμενου στο ποσό των 600 ευρώ, καθώς και για τις δαπάνες στις οποίες προέβη και οι οποίες συνδέονται αιτιωδώς με το ελάττωμα, ήτοι 227 ευρώ για την αγορά καυσίμων προκειμένου να μετακινηθεί το σκάφος στη μαρίνα Αλίμου για επιθεώρηση από τους τεχνικούς της δεύτερης εναγόμενης, 500 ευρώ ως αμοιβή skipper για τη μεταφορά του σκάφους στο Η. Κ. μετά την αναποτελεσματική απόπειρα διόρθωσης του ελαττώματος, 379,60 ευρώ για την αγορά καυσίμων προκειμένου να μεταβεί από τη μαρίνα Αλίμου στο Η. Κ., 1.772 ευρώ για την εκναύλωση του υποκατάστατου σκάφους «ΚΑΡΝΤΙΝΑΛ», το οποίο χρησιμοποιήθηκε από πελάτες της ενάγουσας που είχαν ήδη προναυλώσει το επίδικο σκάφος, και 1.736 ευρώ για τη σύνταξη της από 21.3.2020 έκθεσης γνωμοδότησης. Τέλος, η ενάγουσα επικαλείται ότι εκ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της δεύτερης εναγόμενης ως κατασκευάστριας – παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος, σε συνδυασμό με τη μη προσήκουσα άρση – διόρθωση σύμφωνα με τους ενδεδειγμένους κανόνες της ναυπηγικής, του ελαττώματος, θίχτηκε η εμπορική πίστη, η επαγγελματική υπόληψη και γενικώς το εμπορικό μέλλον της, καθώς αναγκάσθηκε ν’ ακυρώσει ναυλώσεις και διαταράχθηκαν οι επαγγελματικές της συνεργασίες, με συνέπεια να υποστεί ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού (τροπής) με τις προτάσεις που κατέθεσε του συνόλου του αιτήματος της αγωγής της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), συναγόμενης και παραιτήσεώς της από το αίτημα κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής, ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να προβεί στην αντικατάσταση του επίδικου σκάφους τύπου Bavaria Cruiser 51 με ομοειδές της ίδιας κατηγορίας και των ίδιων τεχνικών χαρακτηριστικών, με τον ίδιο εξοπλισμό, νεοναυπηγηθέν και αμεταχείριστο, το οποίο θα είναι απαλλαγμένο από κατασκευαστικά ελαττώματα, άλλως και όλως επικουρικώς ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να τής καταβάλει το ποσό των 118.500 ευρώ, περαιτέρω ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να τής καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη ως αποζημίωση το ποσό των 37.015,30 ευρώ, καθώς και ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης να τής καταβάλει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, όλα δε τα ανωτέρω ποσά νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες στην εις ολόκληρον καταβολή της δικαστικής δαπάνης της, ανερχόμενης, σύμφωνα με τον ενσωματωμένο στις προτάσεις της πίνακα αμοιβών και εξόδων, στο ποσό των 9.541,18 ευρώ. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, η οποία εγέρθηκε εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 19.8.2020 (βλ. τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στην πρώτη εναγόμενη την 4.9.2020, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 237Β΄/4.9.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς Ευφροσύνης Βουγιουκλάκη, και στη δεύτερη εναγόμενη πλασματικά την 4.9.2020, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 236Β΄/4.9.2020 έκθεση επίδοσης στον Εισαγγελέα της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, και πραγματικά την 21.9.2020, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση (του άρθρου 10) του Κανονισμού 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις επιδόσεις δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος αρμόδιου Δικαστηρίου, καθόσον με αυτήν εισάγεται αξίωση από σύμβαση πώλησης λόγω πραγματικού ελαττώματος, η καθ’ ύλην δε αρμοδιότητα για την εκδίκαση της υπόθεσης προσδιορίζεται από την αξία του πωληθέντος πράγματος, η οποία από τα στοιχεία της δικογραφίας αποδεικνύεται (χωρίς να αμφισβητείται αυτό από τις εναγόμενες) ότι ανέρχεται στο ποσό των 237.000 ευρώ (βλ. ΜονΕφΠατρ 352/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία [άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 περ. α΄ – 2, 3 Α και Β περ. α΄ του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, καθώς και με εκείνες των άρθρων 1 παρ. 1, 7 παρ. 2, 8 παρ. 1 και 26, 62, 63 παρ. 1, 66 παρ. 1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»]. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019 (ΦΕΚ Α΄ 204/16.12.2019), διαδικασία (βλ. σχετ. την από 15.7.2020 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, νομίμως υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της), αλλά και η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 β Ν. 4640/2019 υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (βλ. το από 23.12.2020 πρακτικό περάτωσης ΥΑΣ, κατ’ άρθρο 7 παρ. 4 Ν. 4640/2019). Ακολούθως, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς τη διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει, ενώ εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο σχετικά με την ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης – πωλήτριας εταιρείας είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 α, 19 και 28 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου διά το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι»), ως το δίκαιο της συνήθους διαμονής της, αλλά και σχετικά με την αδικοπρακτική ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 31 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ»), σε κάθε περίπτωση δε, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό λόγω μετασυμβατικού καθορισμού του, καθώς άπαντες οι διάδικοι επικαλούνται ως εφαρμοστέες τις διατάξεις του (ΕφΠειρ 269/2008 ΔΕΕ 2008.292). Κατόπιν αυτών, η ένδικη αγωγή κρίνεται επαρκώς ορισμένη, περιέχουσα σαφή έκθεση των γεγονότων και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγόμενων. Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η ανωτέρω αγωγή πάσχει αοριστίας όσον αφορά το επικουρικά ασκούμενο με αυτήν δικαίωμα της ενάγουσας μείωσης του τιμήματος της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης σκάφους αναψυχής λόγω πραγματικών ελαττωμάτων του πωληθέντος, διότι η ενάγουσα αναφέρει σ’ αυτήν ότι λόγω του ελαττώματος που διαπίστωσε ότι παρουσιάζει το αγορασθέν σκάφος απομειώνεται η αξία του κατά ποσοστό 50%, χωρίς να παραθέτει όμως εκείνα τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία από τα οποία προκύπτει το εν λόγω -σημαντικό- ποσοστό, καθώς δεν προκύπτει από το αγωγικό δικόγραφο ότι το σκάφος κατέστη αναξιόπλοο. Ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον στην αγωγή ιστορείται η κατάρτιση της μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης σύμβασης πώλησης κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, πλήρης περιγραφή του πωληθέντος επίδικου σκάφους, το συμφωνηθέν τίμημα και ο τρόπος καταβολής του, ο χρόνος παράδοσης και το πραγματικό ελάττωμα αυτού, το οποίο, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, είναι ουσιώδες και επιδρά στην αξία του σκάφους, απομειώνοντάς την, καθώς και ορισμένο αίτημα, συνιστάμενο στην υποχρέωση της πωλήτριας για αντικατάσταση του εν λόγω ελαττωματικού σκάφους με άλλο καινούργιο, ίδιου τύπου και αξίας, άλλως στη μείωση του τιμήματος και σωρευτικά την επιδίκαση αποζημιώσεως, εφόσον η ενάγουσα επικαλείται την ύπαρξη πταίσματος στο πρόσωπο της πωλήτριας εταιρείας, ότι δηλαδή εκείνη, κατά τον χρόνο μετάθεσης του κινδύνου σ’ αυτήν (αγοράστρια) γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη των ελαττωμάτων του πωληθέντος σκάφους. Επιπροσθέτως, παρατίθεται η πραγματική αγοραία αξία του πωληθέντος σκάφους χωρίς το ελάττωμα (269.530 ευρώ), το αρχικά συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης του σκάφους με τον βασικό εξοπλισμό (237.000 ευρώ), αλλά και η αγοραστική αξία του πράγματος ελλιπούς και ελαττωματικού (134.765 ευρώ), εν προκειμένω φερόμενη ως μειωμένη κατά ποσοστό 50% σε σχέση με την αξία του υγιούς πράγματος, που συνιστά και την αναλογία κατά την οποία η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι πρέπει να μειωθεί το τίμημα της επίμαχης πώλησης, χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο του δικογράφου της αγωγής η μνεία επιπλέον στοιχείων, και δη των προσδιοριστικών του ανωτέρω επικαλουμένου ποσοστού της μείωσης της αξίας του πωληθέντος στοιχείων, εφόσον καταρχήν αρκεί για την κατά νόμο πληρότητα της αγωγής η αναφορά της αξίας του πράγματος με το ελάττωμα, άνευ ειδικότερης μνείας του τρόπου υπολογισμού της, η οποία και αντιπαραβάλλεται με την αξία του πράγματος υγιούς και χωρίς ελλείψεις, που πρέπει επίσης να αναφέρεται για το ορισμένο της αγωγής (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 523/2020 προσκομ., δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Ομοίως απορριπτέος τυγχάνει ο ειδικότερος ισχυρισμός περί αοριστίας του κονδυλίου διαφυγόντος κέρδους από απώλεια ναύλων, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, διότι η αγωγή περιέχει με σαφήνεια τα προπαρασκευαστικά μέτρα, που η ενάγουσα πλοιοκτήτρια είχε λάβει για την εκναύλωση του σκάφους της κατά το χρονικό διάστημα Σεπτεμβρίου – Νοεμβρίου 2019, τα οποία κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τις κρατούσες στη διεθνή ναυλαγορά συνήθειες, περιστάσεις και τιμές θα απέφεραν σ’ αυτήν το προσδοκώμενο κέρδος, το οποίο απώλεσε. Η αγωγή είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 297, 298, 299, 330, 340, 345, 346, 361, 481, 513, 522, 534, 535, 537, 540, 543, 547, 559, 904 παρ. 1 εδ. β΄, 914, 932 ΑΚ, 70, 219 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις περί πώλησης ισχύουν μετά το ν. 3043/2002 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση. Σημειωτέον ότι η αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη δεν δύναται να θεμελιωθεί νομικά στις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, προεχόντως διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ζημία σε άλλα αντικείμενά της ή σε πρόσωπα, εξαιτίας του ελαττώματος. Συνεπώς, δεδομένου ότι, μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της κρινόμενης αγωγής σε αναγνωριστικό, για το αντικείμενο της αγωγής δεν απαιτείται να καταβληθεί τέλος δικαστικού ενσήμου (άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 1544/1942, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 42 Ν. 4640/2019), η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 1130/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 443/2011 ΝοΒ 2011.2154). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενες με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις τους αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή. Ειδικότερα, συνομολογoύν την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος, το οποίο όμως ισχυρίζονται ότι επιδιορθώθηκε πλήρως και το πρόβλημα εισροής ύδατος αποκαταστάθηκε. Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη προβάλλει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, για τον λόγο ότι, με την παρέμβαση των τεχνικών της δεύτερης εναγόμενης, αποκαταστάθηκε πλήρως και οριστικώς το ζήτημα στεγανότητας στη σύνδεση της γάστρας με την καρίνα, με αποτέλεσμα να μην εισρέει πια νερό στο εσωτερικό του σκάφους, γεγονός που δεν αμφισβητείται από την ενάγουσα, καθόσον ουδέν το διαφορετικό αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο. Περαιτέρω, ειδικά όσον αφορά στο επικουρικό αίτημα μείωσης του τιμήματος αγοράς του επίδικου σκάφους, η πρώτη εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η καταχρηστικότητα έγκειται στο γεγονός ότι η ενάγουσα κατέβαλε εξ ιδίων το ποσό περίπου των 87.000 ευρώ, ενώ για το υπόλοιπο ποσό, περίπου 150.000 ευρώ, επιδοτήθηκε μέσω ΕΣΠΑ, καθώς εντάχθηκε στη δράση «Ενίσχυση της Ίδρυσης και Λειτουργίας Νέων Τουριστικών Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων», επομένως, στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό το επικουρικό αίτημά της και διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτήν του ποσού των 118.500 ευρώ, θα καταστεί πλουσιότερη κατά το ποσό των 30.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 281 ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό του ως νομικά αβάσιμος, αφού και αληθή υποτιθέμενα τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν αρκούν για να θεμελιώσουν την ανωτέρω ένσταση, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, προεχόντως διότι δεν εκτίθεται ότι είχε δημιουργηθεί ευλόγως η πεποίθηση στην πρώτη εναγόμενη ότι η ενάγουσα δεν θ’ ασκούσε τα προβλεπόμενα στο νόμο δικαιώματά της, όσα δε αναφέρονται σχετικά με την πλήρη αποκατάσταση του ελαττώματος συνιστούν άρνηση της αγωγής. Επίσης, η δεύτερη εναγόμενη προβάλλει επικουρικά τον ισχυρισμό περί οικείου πταίσματος της ενάγουσας στην έκταση της ζημίας της σε ποσοστό 80%, διότι εξακολούθησε να ναυλώνει το σκάφος της εντός των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2019, επομένως από δική της υπαιτιότητα καθυστέρησε σημαντικά τη διόρθωση του ελαττώματος και επέτεινε το πρόβλημα. Ο ως άνω ισχυρισμός της δεύτερης εναγόμενης είναι νόμιμος και συνιστά ένσταση συντρέχοντος πταίσματος στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσία.

Από τις υπ’ αριθ. 2704/8.12.2020, 2705/8.12.2020, 2706/8.12.2020 ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον του συμβολαιογράφου Ηρακλείου Αριστοφάνη Μπουντουράκη και από τις υπ’ αριθ. 3.981/7.12.2020 και 3.982/7.12.2020 ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν επίσης με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ευθυμίας Ανδριανάκου, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 237Β΄/4.9.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς Ευφροσύνης Βουγιουκλάκη ως προς την πρώτη εναγόμενη και από την υπ’ αριθ. 236Β΄/4.9.2020 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας και την από 21.9.2020 σχετική βεβαίωση (του άρθρου 10) του Κανονισμού 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις επιδόσεις δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, από τις υπ’ αριθ. Πρωτ. ΔΣΑ_ΕΒ_0002675_2021 από 8.1.2021 και ΔΣΑ_ΕΒ_0002997_2021 από 25.1.2021 ένορκες βεβαιώσεις κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 Ν. 4690/2020 που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η πρώτη εναγόμενη, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. Β΄2885/4.1.2021 και Β΄2894/20.1.2021 αντιστοίχως εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης με έδρα το Πρωτοδικείο Ηρακλείου Μάρτιν Ράντος, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη γι’ άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τις προτάσεις τους, αποδείχθηκαν τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ΝΟΜΙΚΟΣ ΚΟΤΤΕΡΑ ΕΠΕ» τυγχάνει εταιρεία δραστηριοποιούμενη στη ναύλωση και την πώληση σκαφών αναψυχής. Δυνάμει του από 5.2.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού (προσυμφώνου πωλήσεως), που καταρτίσθηκε στον Άλιμο μεταξύ αυτής, νομίμως εκπροσωπούμενης, επίσημης αντιπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας “…”, με έδρα το …, και της ενάγουσας Ναυτιλιακής Εταιρείας Πλοίων Αναψυχής Ν. 3182/2003 με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπούμενης, που δραστηριοποιείται στην παροχή υπηρεσιών ενοικίασης τουριστικών πολυτελών σκαφών για θαλάσσιες εκδρομές, η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει, παραδώσει και μεταβιβάσει στη δεύτερη ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος, κατασκευασμένο από το ναυπηγείο της δεύτερης εναγόμενης, τύπου BAVARIA 51 Cruiser, έτους ναυπήγησης 2019, με 5 καμπίνες και 3 τουαλέτες, μηχανή Volvo Penta D2-75 και τον ειδικότερα περιγραφόμενο σ’ αυτό (προσύμφωνο) παραγγελθέντα εξοπλισμό. Το τίμημα του σκάφους, το οποίο εξαιρείται ΦΠΑ λόγω επαγγελματικής χρήσης, συμφωνήθηκε στο ποσό των 237.000 ευρώ, πλέον 4.400 ευρώ για τη νηολόγηση και τον εκτελωνισμό του σκάφους, πλέον 14.900 ευρώ για τη μεταφορά του σκάφους από το ναυπηγείο στο Giebelstadt της Γερμανίας έως το ναυπηγείο Αλμύρα στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας με νταλίκα και από το ναυπηγείο Αλμύρα στη μαρίνα Αλίμου, όπου θα παραδιδόταν, διά θαλάσσης, πλέον 5.200 ευρώ για την τοποθέτηση bow thruster τύπου Craftsman (Ολλανδίας), πλέον 15.200 ευρώ για τον εξοπλισμό του μεταξύ άλλων με βαρκάκι ΚΑΠΠΑ, εξωλέμβιο Honda κ.ά., καθώς και πλέον 5.000 ευρώ για την προετοιμασία του σκάφους, ήτοι το αλμπούρωμα, μουράβιασμα, τοποθέτηση των οργάνων και του εξοπλισμού, που θα λάμβανε χώρα στο ναυπηγείο Αλμύρα στους Αγ. Θεοδώρους Κορινθίας. Το τίμημα της πώλησης (237.000 ευρώ) συμφωνήθηκε να καταβληθεί ως εξής: α) 37.000 ευρώ κατά την υπογραφή του εν λόγω από 5.2.2019 προσυμφώνου, β) 200.000 ευρώ σε οποιαδήποτε ημερομηνία επιθυμούσε η ενάγουσα – αγοράστρια, σε κάθε περίπτωση όμως τρεις (3) τουλάχιστον ημέρες πριν την παράδοση στην έδρα του ναυπηγείου και τη φόρτωσή του στην νταλίκα. Ως προς τα επιπλέον ποσά, 14.900 ευρώ συμφωνήθηκε να καταβληθούν με τη φόρτωση του σκάφους στο ναυπηγείο, 25.400 ευρώ με την τοποθέτηση των οργάνων και του bow thruster, την αγορά του εξοπλισμού και την προετοιμασία του σκάφους και 4.400 ευρώ με τη νηολόγησή του. Ακολούθως, υπεγράφη το από 13.5.2019 ιδιωτικό συμφωνητικό αγοραπωλησίας σκάφους, δυνάμει του οποίου η πρώτη εναγόμενη πώλησε στην ενάγουσα το ανωτέρω -καινούργιο και αμεταχείριστο- σκάφος, με πανιά και μηχανή, μήκους κύτους 14,99 μ., πλάτους 4,61 μ., βυθίσματος 2,09 μ., υπ’ αριθ. πλαισίου DE-BAVM51V6B919, αντί τιμήματος 281.700 ευρώ, το οποίο έχει στο σύνολό του εξοφληθεί με τη μεταφορά πίστωσης/εμβάσματος στον τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί η πωλήτρια στην “Alpha Τράπεζα”, και το σκάφος παραδόθηκε αυθημερόν στη μαρίνα Αλίμου, με τη σημείωση στο συμφωνητικό ότι ενδεχόμενες απαιτήσεις της αγοράστριας λόγω πραγματικών ελαττωμάτων θα έπρεπε να εγερθούν μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και πάντως όχι μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών. Σχετικά η πρώτη εναγόμενη εξέδωσε το υπ’ αριθ. 29/20.5.2019 τιμολόγιο πώλησης, το οποίο, άλλωστε, υποβλήθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα 2014-2020 «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία» – Δράση: Ενίσχυση της Ίδρυσης και Λειτουργίας Νέων Τουριστικών Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, καθόσον η ενάγουσα εταιρεία επιδοτήθηκε με το ποσό των 150.000 ευρώ σε σύνολο επένδυσης 300.000 ευρώ. Σύμφωνα με το από 30.5.2019 πιστοποιητικό εθνικότητας, το επίδικο τουριστικό – επαγγελματικό σκάφος με ΔΔΣ SVA 9192 (κοχ 34,06 και κκχ 30,99) έλαβε το όνομα «ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ» (“…”) και νηολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά με αριθμό 12325, ενώ στις 25.6.2019 καταχωρίστηκε στην ηλεκτρονική εφαρμογή e-μητρώο του άρθρου 2 του Ν. 4256/2014 με μοναδικό αριθμό Μητρώου 23506. Άλλωστε, στις 14.6.2019 εκδόθηκε από το Διεθνές Γραφείο Επιθεωρήσεων Πλοίων – Νηογνώμονας το με αριθμό VG70/7631 Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης Μικρού Επιβατηγού Πλοίου, κατόπιν επιθεώρησής του στις 30.5.2019 στη μαρίνα Αλίμου. Μετά τη μεταφορά του στο Η. Κ. και μέσα σε λίγες ημέρες λειτουργίας, στις 18.6.2019 διαπιστώθηκε ότι στο εσωτερικό της κεντρικής σεντίνας του σκάφους υπήρχε μικρή ποσότητα ύδατος, το οποίο, κατόπιν εξέτασης δείγματος από το Γενικό Χημείο του Κράτους, διαπιστώθηκε ότι ήταν θαλασσινό. Ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, Χ. Χ., μετέβη στο Ηράκλειο στις 23.7.2019 και έλεγξε προσωπικά το πρόβλημα της εισροής υδάτων στο σκάφος, ανέλαβε δε την πλήρη αποκατάσταση του εν λόγω πραγματικού ελαττώματος, κατόπιν συνεννόησης με τη δεύτερη εναγόμενη κατασκευάστρια εταιρεία, στην οποία και ανήγγειλε το ελάττωμα στις 2.8.2019. Επειδή δε η εισροή των υδάτων αυξήθηκε στο μεταξύ, τον Σεπτέμβριο 2019 η ενάγουσα εταιρεία περιόρισε την εκτέλεση ναύλων με το συγκεκριμένο σκάφος, κατόπιν σχετικής σύστασης της πρώτης εναγόμενης για διακοπή τους. Στις 14.10.2019 το ναυπηγείο της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας απάντησε ότι το σκάφος έπρεπε να ανελκυσθεί παρουσία του τεχνικού συνεργείου της, ο δε νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης εταιρείας υπέδειξε η ανέλκυση του σκάφους να γίνει στη μαρίνα Αλίμου, η δε ενάγουσα, με το από 12.11.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ζήτησε να παρίστανται επίσης ο νόμιμος εκπρόσωπος και τεχνικός της σύμβουλος κατά την ανέλκυση. Εν τέλει, η ημερομηνία επιθεώρησης του σκάφους από τους τεχνικούς της δεύτερης εναγόμενης, μετά την ανέλκυσή του που θα λάμβανε χώρα στις 13.12.2019, προκειμένου να προλάβει να στεγνώσει σε ένα βαθμό, ορίστηκε για τις 16.12.2019, ώστε οι εργασίες να ξεκινήσουν από τις 17.12.2019, και ενημερώθηκε σχετικά η ενάγουσα, η οποία και παρευρέθηκε με τα ορισθέντα προς τούτο πρόσωπα κατά την ορισθείσα ανέλκυση. Ενώ, όμως, στις 17.12.2019 μετέβησαν στη μαρίνα Αλίμου ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας πλοιοκτήτριας και ο ναυπηγός μηχανικός Γ. Μ. ως τεχνικός του σύμβουλος, όταν συνάντησαν εκεί τον νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης, που συνοδευόταν από δύο τεχνίτες του ναυπηγείου της δεύτερης, ο τελευταίος (Χ. Χ.) τούς ενημέρωσε ότι οι τεχνίτες του ναυπηγείου είχαν ήδη προβεί σε επισκευή του ελαττώματος την προηγούμενη ημέρα (16.12.2019), χωρίς την παρουσία της πλοιοκτήτριας. Κατόπιν αυτού, ο ως άνω τεχνικός σύμβουλος της ενάγουσας πραγματοποίησε εσωτερική επιθεώρηση στο σκάφος και, σύμφωνα με τις προφορικές πληροφορίες και το φωτογραφικό υλικό που τέθηκε υπόψη του από τους τεχνίτες του ναυπηγείου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ενέργειες των τεχνικών σταμάτησαν μεν την εισροή του θαλασσινού νερού στο σκάφος, πλην όμως ήταν αντικανονικές και ακατάλληλες για την αντιμετώπιση της εισροής, διότι η διεύρυνση της οπής του κοχλία (τζαβέτα) που στηρίζει την καρίνα στη γάστρα του σκάφους, πέραν των 1-2 χιλιοστόμετρων της αρχικής – κατασκευαστικής διαμέτρου του, δεν θεωρείται ενδεδειγμένη, όπως δεν θεωρούνται ενδεδειγμένες και οι τρεις οπές που ανοίχθηκαν περιμετρικά και πολύ κοντά στη διευρυμένη οπή του παραπάνω κοχλία, ενώ η εξωτερική εφαρμογή ειδικής κόλλας, οι προδιαγραφές της οποίας -σημειωτέον- δεν ήταν ακόμη γνωστές, σίγουρα, όμως, δεν επρόκειτο για υαλοπίλημμα και ρητίνη (πολυεστέρας), που αποτελούσαν τα ενδεδειγμένα υλικά κατασκευής της γάστρας του σκάφους, τοπικά στη σύνδεση μεταξύ της καρίνας και της γάστρας για την πλήρωση του κενού, είναι αμφίβολης μακροχρόνιας σταθερότητας. Επίσης επισήμανε ότι είχε εγκλωβιστεί άγνωστου ποσοστού ανεπιθύμητη σχετική υγρασία (“relative moisture”) εσωτερικά της πολυεστερικής δομής του πυθμένα, η οποία σίγουρα είχε διαπεράσει μέσω της οπής του κοχλία (τζαβέτα) λόγω της εισροής του θαλασσινού νερού και, συνεπώς, λόγω και των προαναφερθεισών αντικανονικών επεμβάσεων, η τοπική αντοχή της γάστρας είχε επηρεαστεί αρνητικά, με πιθανό το ενδεχόμενο μελλοντικής μηχανικής αστοχίας, κατάσταση η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε τοπικές ρηγματώσεις εξαιτίας των έντονων δυναμικών καταπονήσεων που υφίσταται ο πυθμένας του σκάφους από την καρίνα κατά την πλεύση του σκάφους και δη στο πρωραίο τμήμα σύνδεσης της καρίνας στη γάστρα, ιδίως κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες (θαλασσοταραχές). Εξάλλου, σύμφωνα με την από 18.12.2019 αναφορά εργασιών συντήρησης των τεχνικών της δεύτερης εναγόμενης, η εισροή θαλάσσιου ύδατος, που προκλήθηκε από φυσαλίδες εγκλωβισμένου αέρα στην κόλλα, ο οποίος, όταν θερμάνθηκε, διεστάλη, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ρωγμών στην κόλλα, ενώ το πρόβλημα επιδεινώθηκε λόγω της χρήσης του σκάφους για κάποιο διάστημα μετά την εμφάνισή του, αντιμετωπίσθηκε με την αναγνωρισμένη μέθοδο και κατά τη δοκιμή πλεύσης στις 17.12.2019 διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε πλέον εισροή. Συγκεκριμένα, αποσυναρμολογήθηκαν τα σπειρώματα της καρίνας για να είναι δυνατή η μετακίνηση της ανοξείδωτης πλάκας, πραγματοποιήθηκε διάνοιξη στην οπή γύρω από τον πείρο της καρίνας / επέκταση της υπάρχουσας οπής του πείρου κατά περίπου 3 mm περιμετρικά, πραγματοποιήθηκε διάνοιξη τριών οπών 6 mm γύρω από την οπή του πείρου για να επιτραπεί στην κόλλα Plexus να φτάσει σε όλες τις περιοχές, καθαρίστηκε η κατασκευή στο εσωτερικό του σκάφους, η ανοξείδωτη πλάκα και ο πείρος της καρίνας, τοποθετήθηκε κόλλα Plexus μέσω των μικρότερων οπών από το κάτω μέρος για να γεμίσει η οπή του μπουλονιού και το κενό μεταξύ της γάστρας και της καρίνας, ώστε να αποφευχθούν τυχόν φυσαλίδες εγκλωβισμένου αέρα στο Plexus, προστέθηκε Plexus για την πλήρη κάλυψη της ανοξείδωτης πλάκας, τοποθετήθηκε η ανοξείδωτη πλάκα πίσω με τα μπουλόνια και σφίχτηκαν τα σπειρώματα της καρίνας, λειάνθηκε το σημείο της ένωσης μεταξύ καρίνας και γάστρας με αμμοβολή για την αφαίρεση της αντιρρυπαντικής υφαλοπροστασίας (μουράβια), προκειμένου να πραγματοποιηθεί έλεγχος για ρωγμές στην περιοχή της ένωσης, αφαιρέθηκε η παλιά κόλλα Plexus στην περιοχή όπου εντοπίστηκαν ρωγμές, καθαρίστηκε και απολιπάνθηκε η περιοχή από την οποία αφαιρέθηκε η κόλλα Plexus, προετοιμάστηκαν οι περιοχές που επρόκειτο να στεγανοποιηθούν με το απαιτούμενο αστάρι (Primer) και, τέλος, γεμίστηκε η περιοχή ανάμεσα στη γάστρα και την καρίνα ξανά με κόλλα και πραγματοποιήθηκε η ένωση. Επικαλούμενη, λοιπόν, ότι οι ενέργειες διόρθωσης του επίδικου ελαττώματος ήταν αντικανονικές και ότι είχε κλονιστεί η εμπιστοσύνη της στην ασφάλεια του σκάφους, το οποίο μάλιστα ήταν νεοναυπηγηθέν και επιθυμούσε την επί μακρό χρόνο ναύλωσή του, η ενάγουσα απέστειλε στην πρώτη εναγόμενη την από 27.12.2019 εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωσή της, με την οποία ζητούσε την άμεση αντικατάσταση του σκάφους με άλλο όμοιο, καθώς και αποζημίωση για τα διαφυγόντα κέρδη της και τις δαπάνες στις οποίες είχε προβεί. Η πρώτη εναγόμενη απάντησε με την από 15.1.2020 εξώδικη δήλωση ότι το ελάττωμα ήταν μικρής έκτασης, επιδεινώθηκε όμως διότι η ενάγουσα εκτέλεσε ικανό αριθμό ναυλώσεων έως τα τέλη Οκτωβρίου 2019, σχεδόν καθημερινά, παρά τη σύσταση της πωλήτριας εταιρείας να διακόψει τις ναυλώσεις του μέχρι την αποκατάσταση του προβλήματος. Περαιτέρω, στην εξώδικη απάντησή της ανέφερε ότι η μικρής έκτασης διόρθωση που έλαβε χώρα στο εσωτερικό του σκάφους, χωρίς εξωτερική επέμβαση στη γάστρα της θαλαμηγού, από τους τεχνικούς του ναυπηγείου της κατασκευάστριας δεύτερης εναγόμενης εταιρείας, στο πλαίσιο της εγγύησης και σύμφωνα με τους κανόνες της ναυπηγικής και των κατασκευαστικών προτύπων του νηογνώμονα Germanischer Lloyd’s, έλαβε χώρα κατόπιν συνεννόησης και με τη συγκατάθεση της ενάγουσας, η οποία, νομίμως εκπροσωπούμενη, επιθεώρησε το σκάφος στις 17.12.2019 και βεβαιώθηκε ότι το πρόβλημα στεγανότητας είχε αποκατασταθεί πλήρως, σε κάθε δε περίπτωση ουδεμία ζημία υπέστη, αφού δεν απώλεσε ναύλους ούτε υποβλήθηκε σε οποιοδήποτε έξοδο. Κατόπιν αυτών, τής ζήτησε να παραλάβει τη θαλαμηγό από τη μαρίνα Αλίμου, όπου ακόμα ελλιμενιζόταν, γνωστοποιώντας της ότι δεν αναλάμβανε κανένα έξοδο σχετικά μετά τις 18.12.2019. Το εν λόγω εξώδικο η ενάγουσα απέκρουσε ως αναληθές με τη νέα από 5.2.2020 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία επίσης διαμαρτυρήθηκε για την αφαίρεση των εγγράφων του σκάφους της, όπως διαπίστωσε συνεργάτης της στις 31.1.2020, και τη μεταφορά τους στα γραφεία της πρώτης εναγόμενης, χωρίς να ενημερωθεί προηγουμένως σχετικά, τα οποία και της παραδόθηκαν το ίδιο πρωί κατόπιν των έντονων διαμαρτυριών της. Περαιτέρω, η ενάγουσα ζήτησε και έλαβε γνωμοδότηση από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο – Σχολή Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών, σχετικά με τον τρόπο επισκευής του σκάφους “…”, με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή του Τομέα Θαλάσσιων Κατασκευών της ως άνω Σχολής, Ν. Τ.. Σύμφωνα με την από 21.3.2020 (…) έκθεση γνωμοδότησης, για την οποία λήφθηκαν υπόψη οι φωτογραφίες του εσωτερικού της κεντρικής σεντίνας του σκάφους που ελήφθησαν τον Αύγουστο 2019, η τεχνική έκθεση των τεχνικών που επισκεύασαν το σκάφος στις 16.12.2019, με τις σχετικές φωτογραφίες και σκαριφήματα, φωτογραφίες της εξωτερικής όψης της καρίνας του σκάφους, μετά την ανέλκυσή του τον Φεβρουάριο 2020, το ιστορικό των γεγονότων, όπως αναφέρθηκαν από την πλοιοκτήτρια εταιρεία, αλλά και η διεθνή βιβλιογραφία και καλή τεχνική πρακτική, εξάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα: 1. Η ελλιπής στεγανότητα στην εμπρόσθια περιοχή σύνδεσης της καρίνας με τη γάστρα του σκάφους αποτελεί κατασκευαστικό ελάττωμα, 2. Η ύπαρξη θύλακα αέρα στην κόλλα μεταξύ της καρίνας και της γάστρας αποτελεί κατασκευαστικό ελάττωμα, 3. Ύπαρξη ρωγμών στο εσωτερικό της σύνδεσης καρίνας / γάστρας, οι οποίες αποτελούν κατασκευαστικό ελάττωμα και πιθανότατα συνεχίζουν να υπάρχουν στο εσωτερικό της σύνδεσης, αφού δεν πραγματοποιήθηκε καμία εργασία αποκατάστασής του, 4. Η διεύρυνση της οπής επί της γάστρας του σκάφους του πρόσθιου κοχλία σύνδεσης καρίνας / γάστρας και η διάνοιξη των πρόσθετων τριών μικρότερων οπών περιφερειακά, σε συνδυασμό με το μη στέγνωμα της περιοχής πριν γίνει η επισκευή, μείωσαν τοπικά την αντοχή της γάστρας του σκάφους, αυξάνοντας τον κίνδυνο τοπικής αστοχίας στο μέλλον, 5. Η ύπαρξη μεγάλης αποκόλλησης μεταξύ του κολλητικού υλικού Plexus και της καρίνας μετά την επισκευή θέτει υπό αμφισβήτηση την ποιότητα των επισκευαστικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν και αμφίβολη τη μακροχρόνια αντοχή και ομαλή λειτουργία της επισκευής, 6. Η συγκεκριμένη διαδικασία επισκευής που ακολουθήθηκε και η ποιότητα των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν δεν εξασφαλίζουν τη μακροχρόνια αποτελεσματικότητα της επισκευής. Σε περίπτωση δε που απαιτηθεί νέα επισκευή, αυτή δεν θα μπορέσει πιθανότατα να πραγματοποιηθεί χωρίς τη δημιουργία πρόσθετων προβλημάτων στη γάστρα του σκάφους, όπως τοπική ζημιά του πλαστικού υλικού της γάστρας, λόγω του πολύ ισχυρού συγκολλητικού μέσου που έχει χρησιμοποιηθεί, και 7. Η μη αποκατάσταση στην εξωτερική επιφάνεια του σκάφους και στην περιοχή όπου έγιναν οι εργασίες επισκευής της σύνδεσης καρίνας / γάστρας του gel coat και της αντιοσμωτικής προστασίας είναι αντίθετη σε οποιαδήποτε καλή τεχνική πρακτική. Με τα πορίσματα της έκθεσης αυτής συμφωνεί και ο ενόρκως βεβαιώσας με επιμέλεια της ενάγουσας …, τεχνικός σκαφών, ο οποίος ανέλαβε να διεκπεραιώσει εργασίες συντήρησης του σκάφους (τρίψιμο, βάψιμο μουράβιας στα ύφαλα και τις προπέλες) τον Φεβρουάριο 2020 και διαπίστωσε προχειρότητα στην επισκευή των κατασκευαστικών ελαττωμάτων του. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, σύμφωνα με την από 15.12.2020 υπ’ αριθ. 1786-2020 τεχνική έκθεση – αξιολόγηση και εκτέλεση επισκευής της καρίνας ενός ιστιοπλοϊκού σκάφους τύπου Bavaria Cruiser 51, που εξέδωσε η «…», μέλος, μεταξύ άλλων, της Γερμανικής Ένωσης Κατασκευαστών Σκαφών και Πλοίων, του Ομοσπονδιακού Σωματείου Οικονομίας Θαλασσίων Αθλημάτων και της Ένωσης Εμπειρογνωμόνων Γερμανών Κατασκευαστών Σκαφών και Πλοίων, κατόπιν εντολής της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας, βασιζόμενη στις πληροφορίες που τέθηκαν στη διάθεσή της από την ως άνω κατασκευάστρια και τον ελληνικό εμπορικό αντιπρόσωπό της, η επισκευή πραγματοποιήθηκε σωστά και επαγγελματικά και ήταν σύμφωνη με τη συνήθη πρακτική, εξ αυτής δε δεν μειώθηκε η αξία του σκάφους. Ειδικότερα, ο εν λόγω εμπειρογνώμονας θεωρεί πιθανή αιτία της εισροής των υδάτων μέσω του μπροστινού πείρου της καρίνας, αποκλείοντας την επαφή με το έδαφος και την πολύ μεγάλη δύναμη συμπίεσης του καταρτιού, είτε σφάλμα επεξεργασίας, δηλαδή σφάλμα κατά την τοποθέτηση της κόλλας στο ναυπηγείο, είτε ζημία κατά τη μεταφορά με φορτηγό ή λόγω του γερανού κατά την ανύψωση και στη συνέχεια τοποθέτηση κάτω του σκάφους. Επισημαίνεται στην έκθεση ότι ο συντάξας αυτήν δεν διαθέτει κάποια πληροφορία για την ποσότητα του θαλάσσιου ύδατος που εισήλθε ούτε την περιεκτικότητα σε υγρασία του laminate γύρω από τον πείρο της καρίνας πριν την επισκευή, θεωρώντας, επομένως, ότι υπήρξε μικρή ποσότητα ύδατος που συγκεντρώθηκε στάγδην στη σεντίνα, κρίνει την επισκευή, όπως προεκτέθηκε, σύμφωνη με τη συνήθη πρακτική και σωστή, διότι επιτεύχθηκε το επιθυμητό αποτέλεσμα, χωρίς να κρίνεται απαραίτητη η πλήρης αποσυναρμολόγηση της καρίνας. Αναφέρεται, περαιτέρω, ότι δεν υπήρξε αρνητική επίδραση της επισκευής στο σκάφος και κυρίως στη δομή του κύτους και του laminate, καθώς και ότι, επειδή πριν την έναρξη της επισκευής το ιστιοπλοϊκό σκάφος βρισκόταν ήδη τρεις μέρες στην ξηρά στη μαρίνα του Αλίμου, το νερό, το οποίο ενδεχομένως είχε εισέλθει μέσω της ρωγμής από τον πείρο της καρίνας στη σεντίνα, είχε αποβληθεί λόγω της βαρύτητας, η ενδεχόμενη δε υγρασία στο σημείο αυτό είχε στεγνώσει. Στο ερώτημα πόση υγρασία μπορεί να παραμείνει μεταξύ της επιφάνειας της καρίνας που έχει στεγανοποιηθεί με εποξειδική ρητίνη και του gelcoat του κύτους, αν η καρίνα, όπως συνηθίζεται σε σκάφη της Bavaria, είναι κολλημένη σε όλη της την επιφάνεια, δόθηκε επί λέξει η ακόλουθη απάντηση: «Ούτε το gelcoat ούτε η ατσάλινη καρίνα απορροφούν νερό σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα (από τον Ιούνιο μέχρι τον Δεκέμβριο, επομένως 6 μήνες), το οποίο να οδηγεί σε ζημία του Laminate ή σε διάβρωση της καρίνας ή του πείρου της καρίνας. Μόνον στην τρύπα που έχει διανοιχθεί για τον πείρο της καρίνας υπάρχει η δυνατότητα μέσω ενδεχόμενων αποκαλυφθεισών ινών του ενισχυμένου με ίνες υάλου Laminate λόγω του τριχοειδούς φαινομένου να μπορεί να περάσει υγρασία στο Laminate. Για να αντιμετωπιστεί αυτό σύμφωνα με το πρωτόκολλο επισκευής, το Laminate απομακρύνθηκε γύρω από τη διανοιχθείσα οπή για τον πείρο της καρίνας, ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν θα παραμείνει καθόλου υγρασία στο Laminate. Η μεγέθυνση της διαμέτρου της οπής επίσης δεν επηρεάζει καθόλου τη δομή και τη σταθερότητα της ένωσης καρίνας – κύτους, γιατί και οι 13 πείροι της καρίνας τοποθετούνται μόνον μέσω της οπής, επομένως μέσω του κύτους, και στη συνέχεια βιδώνονται με πλάκες και δίσκους, οι οποίοι τότε ευθύνονται για τη μετάδοση των δυνάμεων στο κύτος. Για να σφραγιστεί η άκρη της διανοιχθείσας οπής και το Laminate και να εξασφαλιστεί ότι δεν βρίσκεται καμία τρύπα στην ένωση της καρίνας με το κύτος γύρω από τον μπροστινό πείρο της καρίνας, από την οποία περνά αέρας, γύρω από τη διανοιχθείσα οπή για τον πείρο ανοίχθηκαν τρεις τρύπες μικρότερες διαμέτρου λοξά στην κατεύθυνση της κεντρικής γραμμής κατά μήκος του σκάφους, στις οποίες στη συνέχεια εγχύθηκε η υγρή κόλλα. Έτσι πιέστηκε η κόλλα από κάτω προς τα πάνω μέσω της διανοιχθείσας οπής για τον πείρο της καρίνας. Έτσι ο αέρας μπορεί χωρίς πρόβλημα να δραπετεύσει προς τα πάνω και ο πείρος της καρίνας τώρα περιβάλλεται από κόλλα. Επομένως είναι αδύνατη η πιθανή διάβρωση του πείρου της καρίνας από ενδεχόμενη παραμένουσα υγρασία, γιατί ούτε ο αέρας ούτε η υγρασία μπορούν να φτάσουν στον πείρο της καρίνας. Επίσης η κόλλα δύο συστατικών Plexus αναπτύσσει μεγάλη θερμότητα κατά την επεξεργασία με μία εξωθερμική χημική αντίδραση, από την οποία επιπροσθέτως θα στέγνωνε η παραμένουσα υγρασία. Την επιφύλαξη ότι μεταξύ της καρίνας και του κύτους μπορεί να προκύψει ωσμωτική αντίδραση λόγω πιθανής περικλειόμενης υγρασίας, ο υπογράφων [την έκθεση] τη θεωρεί ιδιαίτερα απίθανη, γιατί για μία τέτοια ωσμωτική αντίδραση πρέπει να υφίστανται περισσότερες παράμετροι. Αυτό περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την εξωτερική υδροστατική πίεση, η οποία, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αμελητέα, γιατί στην απίθανη περίπτωση που η υγρασία εγκλωβίστηκε μεταξύ κύτους και καρίνας κατά την επισκευή, σε αυτή τη «φυσαλίδα με νερό» (με πραγματικά αμελητέα ποσότητα νερού) μεταξύ της καρίνας και του κύτους, η υδροστατική πίεση είναι ίση με την πίεση του αέρα στον Άλιμο κατά το χρόνο της επισκευής. Η πίεση αυτή δεν θα άλλαζε, γιατί η «φυσαλίδα με νερό» περιβάλλεται σταθερά από κόλλα και επομένως ενεργεί όπως μια κάψουλα βύθισης. Επίσης, για μία ωσμωτική αντίδραση πρέπει να έχει παγιδευτεί αέρας στο Laminate ακριβώς στο σημείο όπου βρίσκεται η «φυσαλίδα με νερό» καθώς και υπολείμματα ορισμένων βαρέων μετάλλων, τα οποία θα μπορούσαν να υπάρχουν στη συνδετική ύλη των ινών υάλου». Με βάση τα ανωτέρω, οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι η επισκευή που πραγματοποιήθηκε δεν είχε καμία σημαντική αρνητική επίδραση στη δομή στην περιοχή του μπροστινού πείρου της καρίνας και ότι το πρόβλημα στεγανότητας έχει αποκατασταθεί πλήρως και δεν παρατηρείται πλέον εισροή υδάτων στο σκάφος, ενώ και η ενάγουσα δεν επικαλείται κάτι διαφορετικό με την αγωγή της. Προσκομίζει, ωστόσο, η τελευταία, με την προσθήκη στις προτάσεις, προς αντίκρουση των ισχυρισμών των εναγόμενων, την από 10.12.2020 (νέα) τεχνική έκθεση του ναυπηγού μηχανικού – ναυπηγού επιθεωρητή …, που βρίσκει σύμφωνο και τον προαναφερθέντα γνωμοδοτήσαντα καθηγητή ΕΜΠ …. Σύμφωνα με αυτήν, μετά την ανέλκυση του επίδικου σκάφους στην ξηρά κατά τον χρόνο εκείνο και τον έλεγχο της επίμαχης περιοχής στη σύνδεση μεταξύ της γάστρας και της καρίνας του, ο ως άνω ναυτικός επιθεωρητής διαπίστωσε ότι το εμπρόσθιο τμήμα της καρίνας είναι σαφώς αποκολλημένο από τη γάστρα, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει την αντικανονική σύνδεση των δύο μερών, η οποία θα έπρεπε να είναι σταθερή και υδατοστεγής. Επειδή δε αυτό δεν συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση, το ρήγμα και οι οξειδώσεις στο εμπρόσθιο τμήμα σύνδεσης των δύο μερών καταδεικνύουν ότι θαλασσινό νερό εισχώρησε κατά τη χρήση του σκάφους στη θάλασσα από τον Μάρτιο 2020 μέχρι τον Δεκέμβριο 2020 και αυτό, κατά την εκτίμηση του επιθεωρητή, αργά ή γρήγορα θα έχει αντίκτυπο τόσο στην εμφάνιση νέας εισροής υδάτων στο εσωτερικό του σκάφους, διαμέσου των κοχλιών σύνδεσης της καρίνας στη γάστρα, όσο και στους ίδιους τους κοχλίες, οι οποίοι θα υποστούν διάβρωση σε μορφή βελονισμού (pitting). Καταλήγει δε ο εν λόγω επιθεωρητής ότι η κατάσταση αυτή αποδεικνύει την κακή ποιότητα της επισκευής και το ακατάλληλο υλικό Plexus που χρησιμοποίησαν οι τεχνικοί της Bavaria τον Δεκέμβριο 2019 για να αντιμετωπίσουν πρόχειρα την εισροή υδάτων που εμφανίστηκε στην κεντρική σεντίνα του σκάφους. Σε όμοιες κρίσεις καταλήγει και ο τεχνικός … στα από 19.1.2021 συμπεράσματά του, ο οποίος επιθεώρησε και εκτέλεσε εργασίες επισκευής – συντήρησης του σκάφους, κατέληξε δε στην ύπαρξη σημείου εισόδου θαλασσινού νερού μέσω οπής – ρωγμής στο πλωριό τμήμα ένωσης καρίνας – γάστρας, την ύπαρξη ρωγμής μεταξύ καρίνας – γάστρας που φτάνει σίγουρα μέχρι την πλωριά τζαβέτα ακολουθώντας άγνωστη διαδρομή, πολύ πιθανώς και μέχρι άλλες τζαβέτες, καθώς και στην ύπαρξη σημείου εξόδου θαλασσινού νερού, εσωτερικά του σκάφους μέσω διαρροής γύρω από την πλωριά τζαβέτα. Ο ίδιος θεωρεί ότι οι τεχνικοί της Bavaria ασχολήθηκαν μόνο με τα σημεία εισόδου – εξόδου του νερού και όχι με τη ρωγμή μεταξύ καρίνας – γάστρας, η επισκευή συνεπώς ήταν αναποτελεσματική, αφού εσωτερικά του σκάφους σφραγίστηκε μεν η πλωριά τζαβέτα σε βάθος και σταμάτησε η διαρροή, εξωτερικά, όμως, στην περιοχή της ζημιάς, δεν σφραγίστηκε η γάστρα με τη μαντεμένια καρίνα, με αποτέλεσμα να συνεχίζει να εισέρχεται νερό και να επανεμφανίζονται ρωγμές, αλλά και να οξειδώνονται σταδιακά οι τζαβέτες, με ενδεχόμενο κίνδυνο ακόμη και την απώλεια της καρίνας. Τέλος, ο τεχνικός … εκτιμά ότι τα ευρήματα της οξείδωσης – διάβρωσης στη μαντεμένια καρίνα και της ύπαρξης κενού – ρωγμής στην ένωση καρίνας – γάστρας οφείλονται σε εμφάνιση κινητικότητας στο πλωριό κομμάτι της καρίνας λόγω αρχικής κατασκευαστικής αστοχίας που δεν αποκαταστάθηκε από τη μεταγενέστερη επισκευή, μοναδικός δε τρόπος να διαπιστωθεί η αληθής έκταση του ελαττώματος του σκάφους είναι να αποσυναρμολογηθεί – αφαιρεθεί η καρίνα και να λάβουν χώρα περαιτέρω εργασίες αποκατάστασης της στεγανότητας πριν την εκ νέου σύνδεσή της με τη γάστρα του σκάφους, ωστόσο μια τέτοια διαδικασία εγκυμονεί κινδύνους για περαιτέρω ζημίες επί του σκάφους, καθώς η δομική κόλλα μεθακρυλικής βάσης της Plexus που από κατασκευής έχει τοποθετηθεί σε αυτό, καθιστά ιδιαιτέρως δύσκολη την αποσυναρμολόγηση. Τα ανωτέρω ευρήματα επιβεβαιώνονται από το VG94/2110 από 21.1.2021 Βεβαιωτικό Επιθεωρήσεως Πλοίου μετά από βλάβη / ζημία του Διεθνούς Γραφείου Επιθεωρήσεων Πλοίων – Νηογνώμονας, σύμφωνα με το οποίο το πλοίο δεν δύναται να συνεχίσει τους πλόες του έως την αποκατάσταση των βλαβών, που συνίστανται στην ύπαρξη εμφανούς ρήγματος μεταξύ καρίνας και γάστρας στο έμπροσθεν τμήμα της σύνδεσης της καρίνας με τη γάστρα και στην ύπαρξη οξείδωσης στο ανωτέρω τμήμα που προέρχεται από εισροή νερού στο άνω ρήγμα. Προς αντίκρουση, βέβαια, των ανωτέρω ευρημάτων, ο ναυπηγός μηχανικός … στην ένορκη βεβαίωσή του, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η πρώτη εναγόμενη, επισημαίνει ότι από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της επισκευής του σκάφους από τους τεχνικούς της Bavaria (Δεκέμβριος 2019) μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020, οπότε διαπιστώθηκαν τα ανωτέρω, μεσολάβησε χρονικό διάστημα κατά το οποίο το επίδικο σκάφος βρισκόταν στη θάλασσα πραγματοποιώντας πλόες για εμπορικούς σκοπούς ως σκάφος ολικής ναύλωσης άνευ πληρώματος, επομένως κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί αν τα νέα ευρήματα είναι αποτέλεσμα κακής επισκευής της εν λόγω ζημιάς ή κακής χρήσης του σκάφους κατά τη διάρκεια των ναυλώσεων που συνάφθηκαν το προαναφερθέν χρονικό διάστημα. Επομένως, ενόψει του ότι τα ανωτέρω ζητήματα απαιτούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ιδιάζουσες γνώσεις για να γίνουν αντιληπτά, τις οποίες δεν δύναται με ασφάλεια να αποκομίσει το Δικαστήριο από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους διαδίκους αποδεικτικό υλικό, λόγω και των αντιθέτων απόψεων των διαδίκων επί των αναφυέντων τεχνικών ζητημάτων, ιδίως ως προς το ζήτημα του ουσιώδους ή μη του ελαττώματος του επίδικου σκάφους, της πλήρους αποκατάστασης αυτού και της συνεπεία αυτού μείωσης της αξίας του σκάφους, αλλά και της τυχόν συνδρομής στην επίταση του προβλήματος της ναυλώσεως του σκάφους πριν τη διόρθωση του ελαττώματος, ενόψει και της προταθείσας ένστασης συντρέχοντος πταίσματος, παρίσταται αναγκαίος ο διορισμός πραγματογνώμονα, σύμφωνα και με το σχετικό αίτημα των διαδίκων, κατ’ άρθρα 254 και 368 ΚΠολΔ, ώστε ο τελευταίος να προβεί στη διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία θα διεξαχθεί επιμελεία του επιμελέστερου των διαδίκων, επί των αναφερομένων στο διατακτικό της παρούσας ζητημάτων, επιφυλασσόμενου του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί των λοιπών ισχυρισμών των διαδίκων με την έκδοση της οριστικής του απόφασης. Για την εργασία του αυτή, ο οριζόμενος στο διατακτικό της παρούσας πραγματογνώμονας, πρέπει να λάβει υπόψη του τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όπως αυτοί διαλαμβάνονται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και τις από αυτούς κατατεθείσες προτάσεις, όπως επίσης και τις προσκομισθείσες από τους διαδίκους τεχνικές εκθέσεις και αναφορές και κάθε σχετικό έγγραφο, ευρισκόμενο στη δικογραφία, δυνάμενο να χρησιμεύσει για τον σχηματισμό κρίσεως επί των προαναφερθέντων ζητημάτων. Επομένως, θα αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης, χωρίς να περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων, ενόψει του ότι πρόκειται περί μη οριστικής απόφασης (191 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τέλος, τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα, καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, θα συνεκτιμηθούν κατά την κατ’ επανάληψη συζήτηση, η οποία αποτελεί συνέχεια της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθεί η παρακάτω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, τη διενέργεια της οποίας διατάσσει.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που τηρείται στο Δικαστήριο για τον σκοπό αυτό τον …, ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο του ενώπιον της δικάζουσας Δικαστού ή του νόμιμου αναπληρωτή της εντός είκοσι (20) ημερών από την επομένη της επίδοσης σε αυτόν της παρούσας απόφασης κατά την ημέρα και ώρα που θα ορισθεί στο κατάστημα του Πρωτοδικείου Πειραιά και, αφού προηγουμένως, αφενός λάβει γνώση όλων των έγγραφων στοιχείων της δικογραφίας που είναι χρήσιμα για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και λάβει κάθε χρήσιμη διευκρίνιση ή πληροφορία από τους διαδίκους και αφετέρου επισκοπήσει το επίδικο σκάφος, να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεση, την οποία θα καταθέσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την επομένη της ημερομηνίας ορκίσεώς του, για τα κάτωθι θέματα: Α) Εάν οι διορθωτικές εργασίες από τους τεχνικούς της δεύτερης εναγόμενης του πραγματικού ελαττώματος του επίδικου σκάφους, ιδίως της έλλειψης στεγανότητας λόγω εισροής νερού, ήταν οι ενδεδειγμένες και σύμφωνες με την καλή τεχνική και συνήθη πρακτική, καθώς και αν είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη αποκατάσταση του προβλήματος. Σε αντίθετη περίπτωση, ποιος ήταν ο σύμφωνος με τους κανόνες της ναυπηγικής τρόπος αντιμετώπισης του εμφανισθέντος προβλήματος. Β) Εάν η ναύλωση του σκάφους κατά το χρονικό διάστημα από την εμφάνιση του προβλήματος (Ιούνιος 2019) έως την αποκατάστασή του συνετέλεσε και σε ποιο βαθμό στην επίταση του προβλήματος της εισροής υδάτων και στη μεταγενέστερη εξέλιξη της κατάστασης του σκάφους. Γ) Ποια είναι η κατάσταση του επίδικου σκάφους σήμερα, ήτοι εάν εμφανίζει ελαττώματα που μειώνουν την αξία ή / και επιδρούν στη χρησιμότητά του, καθιστώντας το αναξιόπλοο και μη ασφαλές, ιδίως δε οξείδωση και έλλειψη στεγανότητας στο σημείο ένωσης της γάστρας με την καρίνα, και τα οποία οφείλονται στον ατελή τρόπο κατασκευής ή / και στις μη ενδεδειγμένες και πρόχειρες ενέργειες για την αποκατάσταση του εμφανισθέντος ελαττώματος της εισροής νερών. Επίσης, για την περίπτωση που εμφανίζει ελαττώματα, εάν αυτά οφείλονται και σε ποιο βαθμό στην κατά προορισμό χρήση του ως επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, που περιλαμβάνει διαρκείς ναυλώσεις, ιδίως μετά την επισκευή του. Δ) Εάν ελλοχεύει ο κίνδυνος να εμφανιστούν στο μέλλον (νέα) προβλήματα στην ομαλή λειτουργία και εμφάνιση του επίδικου σκάφους λόγω της μη ενδεδειγμένης αντιμετώπισης του αρχικού προβλήματος. Σε περίπτωση θετικής απάντησης, εάν είναι δυνατές πλέον ενέργειες για την αποτροπή μελλοντικών προβλημάτων, ποιες είναι αυτές, καθώς και αν κρίνονται συμφέρουσες. Ε) Πού οφειλόταν το πραγματικό ελάττωμα που εμφανίσθηκε. Στην περίπτωση που οφειλόταν σε κατασκευαστικό σφάλμα, εάν η κατασκευάστρια εταιρεία διά των τεχνικών της είχε τη δυνατότητα να διαγνώσει το πρόβλημα πριν την παράδοση του σκάφους στο ναυπηγείο της, εφόσον αυτό υφίστατο τότε έστω και σε λανθάνουσα κατάσταση. Ζ) Εάν το πραγματικό ελάττωμα είχε εν τέλει επίπτωση στην αξία ή τη χρησιμότητα του νεότευκτου σκάφους και σε ποιο βαθμό, με αναφορά στην αξία του πράγματος χωρίς τις εν λόγω ελλείψεις, συγκριτικά με την αξία αυτού με τις εν λόγω ελλείψεις. Τέλος, να αποφανθεί επί οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, το οποίο μπορεί να έχει επιρροή στη διάγνωση της διαφοράς.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 14 Ιουνίου 2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ