Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός απόφασης     3400 /2015

(Αριθμ. καταθ. …

Αριθμ. καταθ. …)

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 20η Ιανουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ –  ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της Κοινοπραξίας με την επωνυμία … «…», που εδρεύει στο Δ. Σ. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρό της, Η. Λ. του Θ.η, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Χαρίδημο Δημακαρέα.

ΤΟΥ ΚΑΘ’ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : Του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ», ν.π.δ.δ., που εδρεύει στη Σαλαμίνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απών.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 10.6.2014, οπότε ματαιώθηκε η συζήτησή της. Ήδη, με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση της ενάγουσας, ορίστηκε νέα δικάσιμος, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με τη με αριθμό κατάθεσης … κλήση του ενάγοντα, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, μετά την ματαίωση της συζήτησής της (άρθρο 230 παρ.2 ΚΠολΔ).

Από τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Ι. Ν. Χ., προκύπτει ότι νόμιμα και εμπρόθεσμα κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο Δήμο (αρθρ. 122 επ., 126 παρ.1δ, 127 παρ.1, 129 παρ.1 ΚΠολΔ), αντίγραφο της κρινόμενης (από 23.12.2013, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …) αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήσης προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 10.6.2014, κατά την οποίαν όμως, ματαιώθηκε η συζήτηση της αγωγής. Ακολούθως, από τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Δ. Φ. Ν., προκύπτει ότι νόμιμα και εμπρόθεσμα κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο Δήμο (αρθρ. 122 επ., 126 παρ.1δ, 127 παρ.1, 129 παρ.1 ΚΠολΔ) αντίγραφο της από 11.6.2014, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήσης προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποίαν, όμως, η εναγόμενη δεν παραστάθηκε, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο. Συνεπώς, το εναγόμενο πρέπει να δικαστεί ερήμην (αρθρ. 270 παρ.1 τελ. εδάφιο και 271 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011).

Κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α του ιδίου Κώδικα «ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, «ο αντισυμβαλλόμενος» του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 1462/2012, ΧρΙΔ 2003, σ.195, ΑΠ 1225/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 157/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΑΠ 435/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 157/2014, ο.π.). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 86 του Ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων) ορίζει, μεταξύ των αρμοδιοτήτων του δημάρχου ότι αυτός «υπογράφει τις συμβάσεις που συνάπτει ο Δήμος», ενώ στη διάταξη του άρθρου 103 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι «η Δημαρχιακή επιτροπή …. (γ) αποφασίζει για την έγκριση των δαπανών και τη διάθεση των πιστώσεων του προϋπολογισμού, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της παρ.1 του άρθρου 101, της παρ.2 του άρθρου 140, των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 158 και των άρθρων 202, 220, καθώς και στις περιπτώσεις απευθείας ανάθεσης προμηθειών, παροχής υπηρεσιών, εκπόνησης μελετών και εκτέλεσης έργων σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις». Άλλωστε, με τη διάταξη των παρ.1 και 9 του άρθρου 209 παρ.1 του ιδίου νόμου (οι οποίες ίσχυαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι μέχρι έναρξης ισχύος του άρθρου 199 του Ν. 4181/2014, που έχει ορισθεί για τις 31.12.2015), ορίζεται ότι «Οι προμήθειες των Δήμων, των Κοινοτήτων, των πάσης φύσεως Συνδέσμων τους, των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου και των ιδρυμάτων τους διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ενιαίου Κανονισμού Προμηθειών των Ο.Τ.Α. (Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α), όπως ισχύει, με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων του π.δ. 370/1995 (ΦΕΚ 199 Α΄), όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί από το π.δ. 105/2000 (ΦΕΚ 100 Α΄) και των αντίστοιχων του π.δ. 57/2000 (ΦΕΚ 45 Α΄)» και ότι «Οι Δήμοι και οι Κοινότητες, οι Σύνδεσμοι τους, τα νομικά τους πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τα ιδρύματα τους δύνανται να αναθέτουν απευθείας ή με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρο διαγωνισμό) παροχή υπηρεσιών, που δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3316/2005 (ΦΕΚ 42 Α), σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 83 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α), ως προς τα επιτρεπτά χρηματικά όρια, όπως αυτά καθορίζονται με τις εκάστοτε εκδιδόμενες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Για την απευθείας ανάθεση απαιτείται απόφαση Δημάρχου ή Προέδρου Κοινότητας, προέδρου συνδέσμων, νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδρυμάτων, χωρίς προηγούμενη απόφαση του συμβουλίου. Στην περίπτωση αυτή τα συντασσόμενα τεύχη εγκρίνονται από τον Δήμαρχο ή τον Πρόεδρο Κοινότητας ή τον πρόεδρο του συνδέσμου, του δημοτικού ή κοινοτικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή ιδρύματος. Για τη συνοπτική διαδικασία (πρόχειρο διαγωνισμό) απαιτείται απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής ή του κοινοτικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου συνδέσμων, νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδρυμάτων, που εγκρίνει και τα συντασσόμενα τεύχη.», αντίστοιχα. Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 80 του Ν. 2362/1995 (περί Δημοσίου Λογιστικού), ορίζεται ότι «για το κύρος συμβάσεων του Δημοσίου με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης των 2.500 Ευρώ (όπως το ποσό αυτό αναπροσαρμόστηκε με την ΥΑ 2/59649/0026/2001, ΦΕΚ Β΄ 1427/22.10.2001) ή που γεννά διαρκή υποχρέωση αυτού, απαιτείται η κατάρτισή της να γίνει με ιδιωτικό τουλάχιστον έγγραφο…». Ακολούθως, στην παρ. 1 του άρθρου 83 του Ν. ν. 2362/1995 (περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις), η οποία ίσχυε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (πριν την κατάργησή της με το άρθρο 177 Ν.4270/2014,ΦΕΚ Α  143/28.6.2014), ορίστηκε ότι «1. Επιτρέπεται η με απευθείας ανάθεση σύναψη σύμβασης προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων για ετήσια δαπάνη μέχρι ποσού ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών. Από το ποσό αυτό και μέχρι τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) δρχ. απαιτείται διαγωνισμός με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρος) που θα διενεργείται από τριμελή επιτροπή. Άνω του ποσού των τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) δρχ. Απαιτείται σύναψη σύμβασης για προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων κατόπιν διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (ανοικτού ή κλειστού), βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών τα ανωτέρω ποσά δύναται να αναπροσαρμόζονται …». Σύμφωνα, δε, με την ΥΑ 35130/739/9.8.2010 (ΦΕΚ Β΄1291/11.8.2010), ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «1. Αναπροσαρμόζουμε τα ποσά για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων που αφορούν προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων ως  ακολούθως: α) Με απευθείας ανάθεση μέχρι του ποσού των είκοσι χιλιάδων (20.000) Ευρώ.  β) Με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρο διαγωνισμό) από του ποσού της προηγουμένης περίπτωσης μέχρι του ποσού των εξήντα χιλιάδων (60.000) Ευρώ. γ) Με διενέργεια τακτικού διαγωνισμού άνω του ποσού των εξήντα χιλιάδων (60.000) Ευρώ.». Οι παραπάνω διατάξεις που αφορούν το δημόσιο λογιστικό εφαρμόζονται και προκειμένου για τους Ο.Τ.Α., σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 7 του ν.δ. 31/68. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 40 και 41 του Ν.Δ/τος 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», και του άρθρου μόνου της υπ’ αριθμ. 2054839/454/0026/3-7-1992 Απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, κάθε σύμβαση για λογαριασμό του ν.π.δ.δ. έχουσα αντικείμενο άνω των 150.000 δρχ. (440,20 Ευρώ) και ήδη, όπως το ποσό αυτό αναπροσαρμόστηκε με την υπ’ αριθμ. 2/42053/0094  Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 1033/7-8-2002), άνω των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) Ευρώ ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός. Αν δεν τηρηθεί ο τύπος αυτός, η σύμβαση είναι άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 158 και 159 ΑΚ (ΑΠ 1462/2012, ΧρΙΔ 2013, σ.195, ΑΠ 322/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 157/2014, ο.π., ΜΠρΖακυνθ 17/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά (ΕφΔωδ 22/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία). Σε περίπτωση, δε, άκυρης σύμβασης λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ άρθρο 904 ΑΚ , δεδομένου ότι ο κανόνας του εν λόγω άρθρου έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή άλλη (ΑΠ 435/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 157/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΖακυνθ 17/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση που με σύμβαση με το Νομικό Πρόσωπο Δήμου, δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 41 του ν.δ. 496/1974 «περί λογιστικού ΝΠΔΔ» έγγραφος τύπος, ή τηρήθηκε μεν ο έγγραφος τύπος, χωρίς όμως να τηρηθούν οι από τον νόμο προβλεπόμενες διατυπώσεις της προηγούμενης λήψης απόφασης από το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο, η σύμβαση είναι άκυρη και το Νομικό Πρόσωπο του Δήμου υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια που απέκτησε από την άκυρη σύμβαση, και συνίσταται στη χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών που δέχθηκε και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν προέβαινε στην αποδοχή των ίδιων υπηρεσιών με έγκυρη σύμβαση έργου (ΕφΑΘ 2941/2008 ΕλΔνη 2008, σ.1106, ΠΠρΘεσσαλ 16764/2010, Αρμ 2011, σ.589, ΜΠρΖακυνθ 17/2012, ο.π.).

Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει κοινοπραξία πορθμείων (επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων) και φορέας των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών της (αναφερόμενες στο υπό κρίση δικόγραφο ναυτικές εταιρείες), με σκοπό την από κοινού και για λογαριασμό και προς κοινή ωφέλεια των εταιρειών – μελών της, εκμετάλλευση των αναλυτικά αναφερόμένων πλοίων που ανήκουν στην πλοιοκτησία τους και έχουν εισφερθεί κατά χρήση σε αυτήν. Ότι, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στην εκτέλεση προγραμματισμένων και μη δρομολογίων μικρής ακτοπλοΐας στις πορθμειακές γραμμές Παλούκια Σαλαμίνας – Πέραμα Πειραιά και αντίστροφα και Φανερωμένης Σαλαμίνας – Πέραμα Μεγαρίδας και αντίστροφα, κατήρτισε στη Σαλαμίνα, την 2.1.2012, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον πρόεδρο αυτής, με τον εναγόμενο Δήμο, νομίμως εκπροσωπούμενο από το Δήμαρχο αυτού, προφορική σύμβαση, δυνάμει της οποίας, η ενάγουσα ανέλαβε τη θαλάσσια μεταφορά απορριματοφόρων και λοιπών αυτοκινήτων του Δήμου, είτε από Παλούκια προς Πέραμα Πειραιά, είτε από Φανερωμένη προς Πέραμα Μεγαρίδας και αντίστροφα, έναντι του εκάστοτε ισχύοντος και εγκεκριμένου για όλα τα παρόμοια φορτηγά οχήματα ανταλλάγματος (ναύλου), το οποίο συμφωνήθηκε ρητά να μην της καταβάλλεται κατά την επιβίβαση εκάστου αυτοκινήτου στα πλοία της, αλλά στο τέλος κάθε εξαμήνου για τις μεταφορές που πραγματοποιήθηκαν κατά το εν λόγω εξάμηνο. Ότι, σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας, η ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 2.1.2012 έως 31.12.2012, εκτέλεσε τις μεταφορές οχημάτων του εναγομένου δήμου, οι οποίες αναλυτικά παρατίθενται (σε πίνακες, οι οποίοι περιέχουν τον αριθμό απόδειξης, την ημερομηνία διέλευσης οχήματος, τον αριθμό οχήματος και το ύψος του μικτού ναύλου) στην αγωγή και αφορούν θαλάσσιες μεταφορές οχημάτων από Σαλαμίνα προς Πέραμα, συνολικού ύψους 15.246 Ευρώ και από Πέραμα προς Σαλαμίνα, συνολικού ύψους 15.337,50 Ευρώ, καθώς και μεταφορές από Φανερωμένη Σαλαμίνας προς Πέραμα, συνολικού ύψους 1.878,48 Ευρώ και, αντιστρόφως, από Πέραμα Μεγαρίδος προς Φανερωμένη Σαλαμίνας, συνολικού ύψους 2.063,34 Ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενη ότι ο εναγόμενος Δήμος αρνείται να της καταβάλει το ανωτέρω συνολικά οφειλόμενο ποσό, το οποίο η ενάγουσα, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της, κατόπιν προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (αρθρ.223, 224, 295 παρ.1 του ΚΠολΔ), προσδιορίζει σε 33.745,82 Ευρώ, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να της καταβάλει τούτο, για τις ανωτέρω αναφερόμενες αιτίες (συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επικουρικά, επικαλούμενη η ενάγουσα ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος του εναγομένου Δήμου, δεν κατήρτισε με αυτήν νομότυπη – έγκυρη – σύμβαση, αλλά προφορική,  αιτείται το ανωτέρω ποσό με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία, με ζημία της ενάγουσας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε άλλο μεταφορέα – πλοιοκτήτη εκτελούσε τις παραπάνω μεταφορές των αυτοκινήτων της στον ίδιο τόπο και χρόνο και υπό τις ίδιες περιστάσεις, υφισταμένης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας της ενάγουσας και του πλουτισμού του εναγομένου, η δε ωφέλειά του σώζεται ακόμη. Ζητεί, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή παραδεκτά και αρμοδίως εισάγεται, για να συζητηθεί, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής, που εισάγει διαφορά ιδιωτικού δικαίου, αφού, υπό τα εκτιθέμενα σε αυτήν, η υπόθεση αφορά συμβάσεις, οι οποίες, ως μη καταρτισθείσα εγγράφως, δεν υπάγονται σε εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς, το οποίο να διαλαμβάνει εξαιρετικές ρυθμίσεις (ρήτρες) παρεκκλίνουσες από το κοινό αστικό δίκαιο, υπέρ του εναγομένου Δήμου, προϋπόθεση από την οποίαν εξαρτάται κυρίως ο χαρακτηρισμός μίας σύμβασης ως διοικητικής (πρβλ. ΑΠ 1682/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 157/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΚρητ 441/2004, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΣαμ 26/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκασή της (αρθρ. 7, 8, 9, 10, 14 παρ.2, 25 παρ.2, 33 ΚΠολΔ συνδ. 51 παρ. 2 και 3 εδ.β του Ν. 2172/1993) κατά την τακτική διαδικασία. Ακολούθως, ως προς την κύρια βάση της, η αγωγή τυγχάνει νόμω αβάσιμη, διότι, αληθών υποτιθεμένων των εκτιθεμένων σε αυτήν περιστατικών, οι επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς τυγχάνουν άκυρες, της ακυρότητας αυτής λαμβανομένης υπόψη αυτεπαγγέλτως, γιατί, ανεξάρτητα από τη συνδρομή ή μη των σχετικών προς τούτο προϋποθέσεων προς τήρηση της διαδικασίας που απαιτείται (διαδικασία πρόχειρου διαγωνισμού, καθόσον η ετήσια δαπάνη τους υπερβαίνει τις 20.000 Ευρώ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας), για την κατάρτισή τους, δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος για τη σύναψή τους έγγραφος (συστατικός) τύπος, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ακολούθως, ως προς την επικουρική της βάση, όμως, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού γίνεται επίκληση σε αυτήν της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων (ΑΠ 766/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 293, 340, 345, 346, 904 επ. ΑΚ, 7, 8, 9, 14 παρ.2, 22, 176, 191 παρ.2, 907 και 908 του ΚΠολΔ. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 909 § 1 ΚΠολΔ που απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, κατά την άποψη που υιοθετεί το Δικαστήριο τούτο, θεωρείται καταργημένη, ως ευρισκόμενη σε αντίθεση με τις αρχές του κρότους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 § 1, 94 § 4, 95 § 5 Συντ, 6 § 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, 2 § 3 και 14 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικό Δικαιώματα (πρβλ. ΟλΑΠ 17/2002, 21/2001, Εφ Αθ 6457/2011, ΕλΔνη 2012, σ. 1064, ΠΠρΑθ 3811/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΣαμ 26/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, καθώς και Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα έτους 2006, υπό αρθρ. 909 ΚΠολΔ, αριθμ.3). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω  ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) προσκομίζεται η απαιτούμενη από το άρθρο 17 του ν. 2145/1993 βεβαίωση του Ελεγκτικού συνεδρίου (βλ. την από 6.6.2014 βεβαίωση της Γραμματέως του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί αντιγράφου του αγωγικού δικογράφου), β) για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ του ΤΝ, ΤΑΧΔΙΚ και Ε.Τ.Α.Α. (βλ. το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιώς με τα επικολλημένα ένσημα υπέρ του Τ.Ν. και του Τ.Π.Δ.Π.) και γ) για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχει καταβληθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής).

Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη καθόσον, λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου Δήμου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως αφού θεωρούνται ομολογημένοι από την εναγόμενη [αρθρ. 352§1 σε συνδ. με 271§3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)], και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων επτακοσίων σαράντα πέντε Ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών του Ευρώ (33.745,82 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση του ποσού αυτού. Ωστόσο, το αίτημα περί της κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο από ουσιαστική άποψη, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν μπορεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Πρέπει, επίσης, να καθορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 505§2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, με βάση και το σχετικό αίτημά της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου (αρθρ. 178, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), ως ερήμην δικαζόμενου και ηττηθέντος διαδίκου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του τελευταίου, χωρίς να συμψηφισθούν, καθώς δεν συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις επιβολής μειωμένης δικαστικής δαπάνης, βάσει του άρθρου 22 ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με τα άρθρα 276 Ν. 3463/2006 (Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων), περί μείωσης της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου και περί συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης σε περίπτωση κοινής υπαιτιότητας ή μερικής νίκης και ήττας, οι οποίες έχουν εφαρμογή μόνο στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, η νομική υπηρεσία των οποίων διεξάγεται από το Ν.Σ.Κ. (βλ. ΑΠ 1228/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 3885/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει ερήμην της εναγόμενης.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) Ευρώ.

Απορρίπτει ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο Δήμο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων επτακοσίων σαράντα πέντε Ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών του Ευρώ (33.745,82 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο συνολικό ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) Ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις                   , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας.

 

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ