ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3516/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10-03-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Σ. της Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Διονύσιο Μακρή.
Της εναγομένης: μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στο Ν. Ι. Π. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, προήλθε δε από μετατροπή της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπαγιάννη.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 06-08-2014 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 295§2 και 263 περ. δ΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι η δικονομική αναβλητική ένσταση της μη καταβολής των εξόδων της προηγούμενης δίκης παρέχεται μόνο στην περίπτωση που υπήρξε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το άρθρο 295§1 εδ. α΄ ΚΠολΔ και στη συνέχεια ασκήθηκε πάλι η ίδια αγωγή στηριζόμενη στην ίδια νομική βάση, και όχι και σε άλλες περιπτώσεις (βλ. ΕφΘεσ 179/2010, Αρμ 2013,312, ΕφΑθ 10303/1991, Δνη 1993,1384, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, βλ. και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Κ. Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000), 263 αρ. 6, Β. Βαθρακοκοιλη, ΚΠολΔ, τόμ. Β΄, εκδ. 1994, άρθρο 263 αρ. 9)Στην προκείμενη περίπτωση η εναγομένη με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα άσκησε εναντίον της αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (συντηρητικής κατάσχεσης), η οποία απορρίφθηκε, και ότι η τελευταία (ενάγουσα) δεν της κατέβαλε τα έξοδα της δίκης αυτής, ύψους 300 €. Αρνείται δε να απαντήσει στην υπό κρίση αγωγή, ωσότου η ενάγουσα της καταβάλει τα προαναφερθέντα δικαστικά έξοδα. Με το περιεχόμενο αυτό, η εν λόγω ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη αφού, ακόμη και αν υποτεθούν αληθή τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η εναγομένη προς θεμελίωση του ως άνω ισχυρισμού της, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 295§2 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν παραιτήθηκε από το δικόγραφο προηγούμενης αγωγής της που στρεφόταν κατά της εναγομένης, στηριζόταν στην ίδια νομική βάση και είχε το ίδιο αίτημα με την υπό κρίσιν αγωγή.
Με την κρινόμενη αγωγή ιστορούνται τα ακόλουθα: Η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία δραστηριοποιείται στον κλάδο της εμπορίας ανταλλακτικών μηχανών πλοίων διεθνώς. Στο πλαίσιο της προαναφερόμενης εμπορικής της δραστηριότητας, η ενάγουσα κατήρτισε κατά τα έτη 2012 και 2013 και μέχρι τις αρχές του έτους 2014 διαδοχικές συμβάσεις πώλησης με την εναγομένη, η οποία διατηρεί επιχείρηση ναυπηγικών – μηχανολογικών εργασιών και επισκευών μηχανών και εξαρτημάτων αυτών, δυνάμει των οποίων πώλησε σ’ αυτήν κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους στο αγωγικό δικόγραφο χρόνους τα αναλυτικώς προσδιοριζόμενα στο ίδιο δικόγραφο κατ’ είδος, ποσότητα και αξία ανταλλακτικά μηχανών πλοίων, τα οποία παρέδιδε συνήθως στις εγκαταστάσεις της εναγομένης στο Ν. Ι. Π. ή, κατ’ εξαίρεση και κατόπιν σχετικής εντολής της αντιδίκου της, κατ’ ευθείαν στον τόπο όπου ευρίσκονταν τα πλοία για την κάλυψη των αναγκών των οποίων προόριζε τα ανταλλακτικά η εναγομένη. Το συνολικό τίμημα των ως άνω πωλήσεων ανήλθε στο ποσό των 102.846,50 δολαρίων Η.Π.Α., για το οποίο εκδόθηκαν τα υπ’ αριθμ: …/14-12-2012 τιμολόγιο ποσού 6.968,80 $, …/14-12-2012 τιμολόγιο ποσού 11.219,70 $, …/17-12-2012 τιμολόγιο ποσού 22.160,40 $, …/26-12-2012 τιμολόγιο ποσού 9.800 $, …/26-12-2012 τιμολόγιο ποσού 1.320 $, …/26-12-2012 τιμολόγιο ποσού 13.256 $, …/26-12-2012 τιμολόγιο ποσού 17.600 $, …/25-02-2013 τιμολόγιο ποσού 1.485,60 $, …/06-03-2013 τιμολόγιο ποσού 462 $, …/18-03-2013 τιμολόγιο ποσού 6.929 $, …/18-03-2013 τιμολόγιο ποσού 2.432 $, …/26-08-2013 τιμολόγιο ποσού 1.808 $, …/26-08-2013 τιμολόγιο ποσού 2.580 $, …/30-10-2013 τιμολόγιο ποσού 285 $, …/19-11-2013 τιμολόγιο ποσού 1.420 $, …/02-12-2013 τιμολόγιο ποσού 480 $, …/08-01-2014 τιμολόγιο ποσού 1.220 $ και …/08-01-2014 τιμολόγιο ποσού 1.420 $, τα οποία έχουν ενσωματωθεί στην αγωγή τόσο στο αρχικό αγγλικό τους κείμενο όσο και σε μετάφραση στην ελληνική. Τα εν λόγω τιμολόγια αποστέλλονταν στην εναγομένη είτε μαζί με τα πωληθέντα εμπορεύματα που παραδίδονταν στις εγκαταστάσεις της στο Ν. Ι. Π. είτε, όταν τα εμπορεύματα παραδίδονταν σε άλλο τόπο, ταχυδρομικώς. Μολονότι δε η ενάγουσα παρέδωσε, σε εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, τα πωληθέντα πράγματα στον εκάστοτε συμφωνηθέντα τόπο, η δε εναγομένη παρέλαβε ανεπιφύλακτα και αποδέχθηκε τα εκδοθέντα τιμολόγια, η τελευταία δεν κατέβαλε στην πρώτη το οφειλόμενο για κάθε επιμέρους πώληση τίμημα κατά την εκάστοτε συμφωνηθείσα δήλη ημερομηνία, ήτοι τριάντα ημέρες από την έκδοση κάθε τιμολογίου, παρά μόνο προέβη σε καταβολή ποσού 2.000 $ έναντι της ανωτέρω συνολικής οφειλής της. Εξακολουθεί δε να της οφείλει το υπόλοιπο, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 100.846,50 $, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας για την καταβολή του ως άνω ποσού και τις διαρκείς διαβεβαιώσεις της εναγομένης ότι θα προβεί στην εξόφλησή του. Με βάση τα περιστατικά αυτά, η ενάγουσα ζητεί, όπως το αίτημα της αγωγής της παραδεκτά, κατ’ άρθρ. 223, 294 και 297 ΚΠολΔ, περιορίσθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και με τις προτάσεις της, ως προς το ποσό των 2.640 δολαρίων Η.Π.Α. που αντιστοιχεί στην αξία των δύο τελευταίων από τα προαναφερόμενα τιμολόγια, τα οποία και εξοφλήθηκαν, ως προς το οποίο παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής της, να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες (συμβάσεις πώλησης και αναγνώριση χρέους), το συνολικό ποσό των 98.206,50 δολαρίων Η.Π.Α. ή το ισόποσο σε ευρώ του ως άνω ποσού με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί η τελευταία στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 ΚΠολΔ), λειτουργικά (ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς – άρθρο 51§§1 και 3Β΄ περ. ι΄ του ν. 2172/1993) και κατά τόπον αρμόδιο, λόγω του ότι η έδρα της εναγομένης βρίσκεται στο Π. Αττικής (άρθρα 25§2 ΚΠολΔ και 51§2 ν. 2172/1993). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία, εφόσον υφίσταται τοπική του αρμοδιότητα (αρθρ. 3§1 ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι δεν χωρεί εν προκειμένω εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», καθώς η Λαϊκή Δημοκρατία της Κ., στην οποία εδρεύει η ενάγουσα, δεν αποτελεί κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επομένως, δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς την ευθύνη της εναγομένης από τις ιστορούμενες συμβάσεις πώλησης και τη σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος αντικατέστησε στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης της 19-06-1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (βλ. αρθρ. 24§1 του ως άνω Κανονισμού). Επιπλέον, λόγω του οικουμενικού χαρακτήρα του Κανονισμού αυτού, που ρητά διατυπώνεται στο άρθρο 2 αυτού, οι διατάξεις του αντικαθιστούν τους εθνικούς κανόνες συγκρούσεως των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις συμβάσεις που υπάγονται στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του (βλ. και την ερμηνεία του αντίστοιχου άρθρου της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980 σε Σπ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ΄ έκδοση, έτος 2008, σελ. 178-179, αναφορικά με τον οικουμενικό χαρακτήρα αντιστοίχως της προϊσχύσασας Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980). Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3§§1 και 2 του ως άνω Κανονισμού, εφαρμοστέο ως προς τις ένδικες συμβάσεις πώλησης και αιτιώδους αναγνώρισης χρέους τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο καθόσον αφενός μεν η ένδικη διαφορά προέρχεται από «συμβάσεις» κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 3 του ως άνω Κανονισμού, αφετέρου δε τόσο η ενάγουσα στα δικόγραφα της αγωγής και των προτάσεών της όσο και η εναγομένη στο δικόγραφο των προτάσεών της ρητώς επικαλούνται τις διατάξεις του δικαίου αυτού (ελληνικού), στο οποίο έτσι, έστω και μετασυμβατικώς, υπήχθησαν οι ένδικες συμβάσεις πώλησης και αιτιώδους αναγνώρισης χρέους (ΑΠ 1091/2010, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Έτι περαιτέρω, από τις διατάξεις του εφαρμοστέου εν προκειμένω ελληνικού ουσιαστικού δικαίου και, συγκεκριμένα, των άρθρων 291 ΑΚ και 6§1 του ν. 5422/1932 [που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 20 ΕισΝΑΚ)], οι οποίες καθιερώνουν ευχέρεια η πρώτη και υποχρέωση η δεύτερη του οφειλέτη για εξόφληση χρηματικών οφειλών σε ξένο νόμισμα βάσει της αντιστοιχίας του με το εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο της πραγματικής πληρωμής (εκούσιας ή αναγκαστικής) και οι οποίες αφορούν μόνο χρηματική οφειλή με αντικείμενο ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα, προερχόμενη είτε από έγκυρη σύμβαση (διεθνή συναλλαγή ή άλλη ενοχική σχέση υπαγόμενη στο ελληνικό ή σε αλλοδαπό δίκαιο) είτε από ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει οφειλή σε ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα (ΑΠ 124/2014, ΧρΙδΔ 2014,422, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωση του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά το χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, η οποία δεν συμπίπτει με το χρόνο λήξεως του χρέους αλλά, σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης, με το χρόνο της κατάσχεσης (βλ. Γεώργιο Ταμπάκη στον Αστικό Κώδικα Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αρθρ. 291, αρ. 12). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημιώσεως από αδικοπραξία, που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο (ΑΠ 1884/2013, ΕΕμπΔ 2014,698, ΑΠ 678/2010, ΕφΠειρ 35/2014, ΕφΠειρ 36/2012, ΕΝαυτΔ 2012,302, ΕΕμπΔ 2013,414, ΕφΠειρ 287/2011, ΕΝαυτΔ 2011,401, ΕφΠειρ 153/2011, ΕφΠειρ 548/2010, ΕΕμπΔ 2011,661, ΕΝαυτΔ 2011,28, ΕφΠειρ 546/2010, ΕΝαυτΔ 2010,397, ΕφΠειρ 966/2007, ΔΕΕ 2008,341, άπασες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ περιέχει λανθάνοντα κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ορίζει ότι το είδος του νομίσματος πληρωμής διέπεται από το δίκαιο του τόπου εκπλήρωσης της χρηματικής οφειλής (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ο.π., αρθρ. 291, αρ. 1, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία, Σπ. Βρέλλη, ο.π., σελ. 213 επ.).
Ενόψει των προαναφερόμενων κανόνων του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου που αφορούν την κρινόμενη υπόθεση, η ένδικη αγωγή είναι μεν ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, τυγχάνει, όμως, νόμω αβάσιμη τόσο ως προς το κύριο αίτημά της περί καταβολής του αιτούμενου χρηματικού ποσού σε αλλοδαπό νόμισμα (περί καταβολής, δηλαδή, του ποσού των 98.206,50 $), όσο και ως προς το επικουρικό αίτημά της περί καταβολής του ισόποσου σε ευρώ του ως άνω ποσού των 98.206,50 $ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα σύνταξης της αγωγής, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν δικαιούται, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αυτούσιο το εν λόγω ποσό δολαρίων Η.Π.Α. αλλ’ ούτε και το κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο και προσδιόρισε σε συγκεκριμένο ποσό ευρώ, αλλά το ισάξιο σε ευρώ αυτού του ποσού δολαρίων Η.Π.Α. με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά την ημέρα της πληρωμής (δηλ. κατά την ημέρα της κατάσχεσης περιουσιακού στοιχείου της εναγομένης, η οποία πρόκειται να επιβληθεί στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης που θα επισπεύσει η ενάγουσα προς ικανοποίηση της ένδικης απαίτησής της). Εφόσον δε η ενάγουσα ζήτησε την επιδίκαση του ισάξιου σε ευρώ του ανωτέρω ξένου νομίσματος κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής, το οποίο και προσδιόρισε σε συγκεκριμένο ποσό ευρώ, δεν είναι νόμιμη η επιδίκαση του ισαξίου κατά τον χρόνο της (πραγματικής) πληρωμής, δηλαδή η αποδοχή αιτήματος διαφόρου του περιλαμβανόμενου στην αγωγή (βλ. ΕφΠειρ 966/2007, ο.π.). Σημειωτέον ότι δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο επικουρικό αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά το χρόνο της πληρωμής της οφειλής υπό την έννοια ότι στο μείζον εμπεριέχεται το έλασσον, κατ’ αρθρ. 223 εδ. β΄ ΚΠολΔ, θα υπήρχε μόνο αν ήταν δεδομένο ότι κατ’ αυτόν (χρόνο της πραγματικής πληρωμής) η έναντι του ευρώ αξία του δολαρίου Η.Π.Α. θα είναι μικρότερη από εκείνη που ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής, γεγονός το οποίο, όμως, είναι αβέβαιο (ΕφΠειρ 145/2011, ΠειρΝομ 2011,194, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή. Ωστόσο, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 17-09-2015.
Ο Δικαστής Η Γραμματέας