Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός απόφασης

2999/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Ελένη Κατιρτζόγλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της ενάγουσας : Εταιρείας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην …, επί της οδού …, η οποία προκατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 28-4-2021, τις από ίδιας ημερομηνίας προτάσεις της δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Μπότση (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1536), δυνάμει του υπ’ αριθμό …/22-3-2017 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Στυλιανής Δημητρέλλου, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/27-4-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Της εναγόμενης: Εταιρείας με την επωνυμία «….» («….»), που έχει την καταστατική της έδρα στις Νήσους … και η οποία έχει νόμιμα εγκαταστήσει γραφείο διαχείρισης πλοίων στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Ν. 27/1975, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, στη …, επί της οδού …, όπου και πραγματικά εδρεύει, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία προκατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 27-4-2021 τις από ίδιας ημερομηνίας προτάσεις της δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Πέππα – Σπορδίλη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 16321), δυνάμει της από 22-4-2021 εξουσιοδότησης του νόμιμου εκπροσώπου της …, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμό πρωτ. …/25-8-2020 έγγραφο παροχής στοιχείων του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής περί εκπροσώπησης της εναγόμενης, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/27-4-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 14-12-2020 αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 9734/16-12-2020 και 4644/16-12-2020 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 21-10-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

  ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1959) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρο 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Εκ της διάταξης αυτής προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμάνι νηολόγησης του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βούλησης να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνο, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευόμενου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου (ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων : α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι, έχουν δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητα του αυτή, αυτός ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΕφΠειρ 497/2013 ΕΝαυτΔ 2013, σελ. 110, ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005, σελ. 373). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος κατ’ άρθρο 105 § 1 ΚΙΝΔ εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου (ΕφΠειρ 497/2013 ό.π., Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2005 § 28, σελ. 137). Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από το διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του. Επομένως, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν είναι αυτός ο αντισυμβαλλόμενος σε κάθε συναπτόμενη δικαιοπραξία με την ιδιότητα του αυτή, και κατ’ επέκταση, δεν ευθύνεται ο ίδιος προς εκπλήρωση της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΕφΠειρ 497/2013 ό.π.). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αν ο ενάγων προσδώσει στον εναγόμενο, που συμβλήθηκε μαζί του, την ιδιότητα του διαχειριστή του πλοίου και συγχρόνως από το περιεχόμενο της αγωγής καθίσταται σαφές είτε ότι ο τελευταίος δήλωσε ρητώς ότι ενεργούσε επ’ ονόματι και για λογαριασμό τρίτου, όπως συμβαίνει όταν από τους αγωγικούς ισχυρισμούς προκύπτει η ταυτότητα του τρίτου αυτού, είτε ότι η αντιπροσώπευση του τρίτου από τον εναγόμενο συναγόταν από τις διαγνωστές εκ μέρους του ενάγοντος περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν εκτίθεται η χρήση από τον εναγόμενο του εφαρμοζόμενου στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική και προσδιοριστικού της ιδιότητας του διαχειριστή όρου «as agent only» ή, όπερ το αυτό, «as manager only», που αναφέρεται στην έννοια του αντιπροσώπου κατά το αγγλικό δίκαιο, η αγωγή θα απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως παθητικά ανομιμοποίητη, ήτοι απαράδεκτη, χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης από το Δικαστήριο, επειδή υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της ο εναγόμενος δεν υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση της υποχρέωσης από την επίδικη σύμβαση (ΕφΠειρ 19/2019 ΤΝΠ NOMOS). II. Από τη διάταξη του άρθρου 477 του ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Με τον τρόπο αυτό παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρά, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει, μπορεί δε να αφορά και μελλοντικό χρέος, ως τέτοιου νοουμένου, τόσο εκείνου του χρέους που ο νομικός λόγος παραγωγής του υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης αναδοχής αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμη (περιορισμένη μελλοντική απαίτηση), όσο και εκείνου του οποίου ούτε ο λόγος παραγωγής ούτε η απαίτηση υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι και στις δύο περιπτώσεις, το μελλοντικό χρέος είναι οριστό, μπορεί, δηλαδή, να προσδιορισθεί, κατά το χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση έναντι του οφειλέτη. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται, έναντι του δανειστή, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ 481), δικαιούμενου του δανειστή να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ’ επιλογήν του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη, με βάση τη σύμβαση αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη, με βάση την μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 733/2021, ΑΠ 230/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή της, εκθέτει ότι δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στην εμπορία λιπαντικών ελαίων για χρήση σε εμπορικά πλοία. Ότι στις 13-5-2019 η εναγόμενη, η οποία ήταν, καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα, διαχειρίστρια του υπό σημαία Λιβερίας φορτηγού εμπορικού πλοίου «…», με αριθμό ΙΜΟ 9074808, το οποίο ανήκε στην πλοιοκτησία της εδρεύουσας στη … εταιρείας με την επωνυμία «….»., της ζήτησε προσφορά για την πώληση συγκεκριμένων λιπαντικών, τα οποία θα παραδίδονταν στο παραπάνω πλοίο στο λιμένα της Σιγκαπούρης, καθώς και να συμπεριλάβει στην προσφορά τους όρους πληρωμής του τιμήματος και τους χρόνους παράδοσης των λιπαντελαίων. Ότι στις 14-5-2019 της απέστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προσφορά για όλα τα αιτηθέντα είδη, εμπεριέχουσα και όλους τους όρους σύναψης της επίδικης σύμβασης πώλησης, μεταξύ των οποίων και οι εξής : 1) ότι η έκδοση του τιμολογίου θα γινόταν επ’ ονόματι του Πλοιάρχου και/ή Πλοιοκτητών και/ή Διαχειριστών και/ή κάθε άλλου ευθυνόμενου μέρους και 2) ότι σε περίπτωση που η παραγγελία γινόταν από αντιπρόσωπο, αυτός θα ευθυνόταν σωρευτικά για την εκτέλεση όλων των υποχρεώσεων του αντιπροσωπευόμενου από τη σύμβαση πώλησης. Ότι η εναγόμενη, κατόπιν ανταλλαγείσας μεταξύ τους αλληλογραφίας, της απέστειλε την από 22-5-2019 έγγραφη παραγγελία της, συνοδευόμενη από ηλεκτρονικό της μήνυμα, με το οποίο επιβεβαίωνε εκ νέου τη λήψη της προσφοράς της και ότι την είχε λάβει δεόντως υπόψη και άρα, αποδέχθηκε και όλους τους παραπάνω όρους της προσφοράς, στους οποίους δεν αντέλεξε. Ότι, ακολούθως, μετά την αποδοχή της προσφοράς με τους συνημμένους όρους πώλησης και της επακολουθήσασας παραγγελίας της εναγόμενης, απέστειλε στην τελευταία την από 23-5-2019 έγγραφη επιβεβαίωση πώλησης ναυτιλιακών λιπαντελαίων, με την οποία επιβεβαιώνονταν οι προς πώληση ποσότητες, οι τιμές, καθώς και η τιμολόγηση σωρευτικώς τόσο της πλοιοκτήτριας, όσο και της εναγόμενης υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας, στην οποία επιβεβαίωση περιλαμβανόταν η έγγραφη μνεία ότι διέπεται από τους όρους και προϋποθέσεις που περιέχονταν στην έγγραφη προσφορά της, και πάλι η εναγόμενη δεν εξέφρασε οποιαδήποτε αντίρρηση. Ότι κατόπιν αυτών, πώλησε στην εναγόμενη τις αναγραφόμενες σε αυτήν ποσότητες λιπαντικών ελαίων για χρήση στο ανωτέρω υπό διαχείριση της τελούν πλοίο, συνολικής αξίας 25.600 δολαρίων ΗΠΑ, για τα οποία εξέδωσε το υπ’ αριθμό 234/28-5-2019 τιμολόγιο στο όνομα της Πλοιοκτήτριας και/ή Διαχειρίστριας, πληρωτέο την 27η-7-2019 κατά την συμφωνία τους, και την υπ’ αριθμό 20190549/23-5-2019 απόδειξη παράδοσης, που υπεγράφη την 25η-5-2019 από τον επί του πλοίου εξουσιοδοτημένο αρμόδιο για την παραλαβή. Ότι παρά την ανεπιφύλακτη παραλαβή των λιπαντελαίων και τις επανειλημμένες οχλήσεις της, η εναγόμενη δεν της έχει καταβάλει κανένα ποσό, ενώ με το από 13-9-2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου όχι μόνο αναγνώρισε την οφειλή της, αλλά υποσχέθηκε ότι θα τακτοποιούσε το θέμα εντός δέκα ημερών. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη ότι η εναγόμενη συμβλήθηκε μαζί της για την επίδικη πώληση, ενεργούσα στο όνομα και για λογαριασμό της και όχι ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, άλλως επικουρικά επειδή ευθύνεται σωρευτικά από κοινού και εις ολόκληρον με την πλοιοκτήτρια του πλοίου, αναδεχθείσα την οφειλή της, με την αποδοχή από την ίδια του όρου περί εις ολόκληρον ευθύνης της για την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων από την εν λόγω πώληση, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ισάξιο του ποσού των 25.600 δολαρίων ΗΠΑ σε ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημέρα της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επόμενη της ημερομηνίας πληρωμής, ήτοι από 28-7-2019, έως την επίδοση της αγωγής και επέκεινα με το νόμιμο τόκο επιδικίας, άλλως υπερημερίας, μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμό …΄/21-12-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …), και για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το αντίστοιχο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθμό … e-παράβολο της ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με το από 27-4-2021 αποδεικτικό πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας), παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη, λειτουργικά και κατά τόπο (άρθρα 7, 9, 10, 14 § 2 και 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 §§ 1 περ. α΄ και β΄, 3Α και 3Β περ. ι΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς [άρθρα 3 § 1 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1, 4 § 1, 62, 63 § 1 και 66 § 1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος εφαρμόζεται εφόσον ο εναγόμενος έχει την κατοικία ή την έδρα του σε κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του που βρίσκεται η κατοικία του ενάγοντος (βλ. Ι. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, β΄ έκδ, § 2.37, σελ. 64-65)], δοθέντος ότι η εναγόμενη, σύμφωνα με το δικόγραφο της αγωγής, έχει εγκαταστήσει γραφείο, δυνάμει του Ν. 27/1975 στον Πειραιά, όπου και εδρεύει πραγματικά, αφού εκεί λειτουργεί η κεντρική της διοίκηση, που εκφράζει τη βούληση και διευθύνει την επιχειρηματική της πολιτική (βάσει δε της πραγματικής έδρας καθορίζεται η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία, βλ. ΕφΠειρ 83/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS)]. Περαιτέρω, ενόψει του ότι με την ένδικη αγωγή εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της καταστατικής έδρας της εναγόμενης στην αλλοδαπή, τίθεται θέμα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Κατ’ αρχάς, ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοσης απόφασης κατ’ ουσίαν, οι οποίες εξετάζονται πριν από τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο, δηλαδή, της έδρας του δικάζοντος Δικαστηρίου. Η κρινόμενη αγωγή, όμως, είναι ως προς την κύρια βάση της από την επικαλούμενη ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης από τη σύμβαση πώλησης απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της εναγόμενης, δεκτού γενομένου του και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου σχετικού ισχυρισμού της, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στο δικόγραφο, η εναγόμενη, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν διαχειρίστρια του πλοίου, το οποίο ανήκε στην πλοιοκτησία άλλης εταιρείας και για το οποίο παραγγέλθηκαν τα πωληθέντα είδη. Ως εκ τούτου, αφού η εναγόμενη ενεργούσε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, γεγονός για το οποίο η ενάγουσα τελούσε σε γνώση, όπως η ίδια συνομολογεί, τα δικαιοπρακτικά αποτελέσματα από την εν λόγω συναλλακτική δράση της παράχθηκαν κατ’ αρχάς υπέρ και σε βάρος της εταιρείας αυτής, εκ μόνου δε του γεγονότος ότι αυτή κατήρτισε τη σύμβαση πώλησης δεν την καθιστά υπεύθυνη για την πληρωμή του τιμήματος, καθόσον η όποια δράση της αφορούσε ευθέως την πλοιοκτήτρια, στο όνομα και για λογαριασμό της οποίας ενήργησε, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη. Σημειωτέον, άλλωστε, ότι η ενάγουσα για τη θεμελίωση ατομικής ευθύνης της εναγόμενης, κατά την κύρια βάση της αγωγής, αφενός δεν επικαλέσθηκε εφοπλισμό του πλοίου, για το οποίο καταρτίσθηκε η ένδικη πώληση, από την εναγόμενη, ήτοι εκτέλεση ναυτιλιακών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό της, που θα είχε ως συνέπεια την υποχρέωσή της, ως εφοπλίστριας πλέον αυτού, αφετέρου δεν ανέφερε ότι η εναγόμενη, αν και διαχειρίστρια του πλοίου, συμβλήθηκε μαζί της χωρίς να της δηλώσει ρητά ότι ενεργεί για την πλοιοκτήτρια εταιρεία, ή ότι τούτο δεν προέκυπτε από τις περιστάσεις, ή ότι υπερέβη τα όρια της αντιπροσωπευτικής της εξουσίας. Περαιτέρω, ως προς την επικουρική βάση της αγωγής που θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης από την σωρευτική αναδοχή χρέους (η οποία σημειωτέον έχει τη δική της lex contractus, που δεν εμπίπτει κατ’ ανάγκη με αυτήν της βασικής έννομης σχέσης, βλ. Σπ. Βρέλλη Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ’ έκδ., σελ. 217), εφαρμοστέο είναι, ελλείψει επιλογής εφαρμοστέου δικαίου, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1, 2, 4 § 2 και 19 § 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας όπου η ως άνω εναγόμενη, που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (καταβολή χρέους), έχει τη συνήθη διαμονή της, ήτοι τον τόπο της κεντρικής της διοίκησης, ενώ ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της μη διαδίκου πλοιοκτήτριας κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης, ως προς το οποίο δεν εφαρμόζεται ο παραπάνω Κανονισμός, κατά ρητή πρόβλεψή του με το άρθρο 1 § 2 περ. ζ΄, εφαρμοστέο δίκαιο είναι, επίσης, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η αντιπρόσωπος της εν λόγω εταιρείας, ήτοι η εναγόμενη, επιχείρησε τη σχετική δικαιοπραξία, για την οποία της δόθηκε η πληρεξουσιότητα (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Το ελληνικό δίκαιο, εξάλλου, η ενάγουσα ρητά επικαλείται με την αγωγή και τις προτάσεις της και η εναγόμενη αποδέχεται, καθώς με τις προτάσεις της προβάλλει ισχυρισμούς προς αντίκρουση της αγωγής επικαλούμενη τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 § 2 της Σύμβασης, βλ. ΑΠ 1091/2010, ΕφΠειρ 89/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γραμματικάκη–Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/ Βασιλακάκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ. 2017, σελ. 308-309). Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, η κρινόμενη αγωγή, κατά την επικουρική της βάση, είναι ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4 και 216 ΚΠολΔ, σύμφωνα και τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα πρόταση, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης, και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 341, 345 εδ. α΄, 361, 477, 513 επ. ΑΚ, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται η από 14-12-2021 έγγραφη ενημέρωση της ενάγουσας από την πληρεξούσια δικηγόρο της για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 § 2 Ν. 4640/2019, ενώ δεν υπάρχει υποχρέωση προσφυγής της διαφοράς σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία, κατ’ άρθρο 6 § 1 εδ. β΄ του ως άνω νόμου, καθόσον η αξία του αντικειμένου της προκείμενης διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000,00 ευρώ (κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής).

Από την εκτίμηση της υπ’ αριθμό …/22-4-2021 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος …, που δόθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Άννας – Κλαυδίας Κωνσταντίνου, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ, (βλ. την υπ’ αριθμό …/14-4-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με την από 13-4-2021 κλήση και γνωστοποίηση για εξέταση μαρτύρων της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση και τα οποία λαμβάνονται υπόψη του Δικαστηρίου, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ), είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσάγονται με επίκληση από τους διαδίκους είτε σε νόμιμη, αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, είτε χωρίς μετάφραση στην ελληνική, τα οποία (αμετάφραστα έγγραφα) ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, σύμφωνα με το άρθρο 340 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1/2011, ΑΠ 1627/2010 ΤΝΠ NOMOS), όπως μερικά από αυτά αναφέρονται ιδιαιτέρως παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, μεταξύ άλλων, στον τομέα της εμπορίας λιπαντικών ελαίων για χρήση σε εμπορικά πλοία. Στο πλαίσιο αυτό του κύκλου εργασιών της συμβλήθηκε με την εναγόμενη, που εδρεύει στις νήσους … και έχει νόμιμη εγκατάσταση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 27/1975, όπως ισχύει, στην Ελλάδα, διαχειρίστρια του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου «…», με ΔΔΣ ELR8, για το διάστημα από το έτος 209 και μέχρι 16-9-2019 (βλ. το υπ’ αριθμό πρωτ. …/23-4-2021 έγγραφο παροχής στοιχείων του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής), πλοιοκτησίας της μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία «….», για την πώληση λιπαντελαίων για το ως άνω πλοίο. Ειδικότερα, η εναγόμενη, υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας, απέστειλε στις 13-5-2019 στην ενάγουσα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ζητώντας της προσφορά για τα συνημμένα σε αυτήν προϊόντα, με τους όρους πληρωμής και τους χρόνους παράδοσης. Σε απάντηση αυτού του μηνύματος η ενάγουσα της απέστειλε την επόμενη ημέρα, ομοίως μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, την αιτηθείσα προσφορά, στην οποία επίσης αναγραφόταν : 1) υπό τον τίτλο «Όροι και προϋποθέσεις», μεταξύ άλλων, ότι «Επίσης λάβετε υπ’ όψιν ότι η τιμολόγηση των Αγοραστών θα γίνει επ’ ονόματι του Πλοιάρχου και/ή Πλοιοκτητών, και (/ή Διαχειριστών και/ή οποιουδήποτε ευθυνόμενου μέρους», 2) υπό τον τίτλο «Γενικοί Όροι», μεταξύ άλλων, ότι «Σε περίπτωση που η παρούσα παραγγελία και σύμβαση πωλήσεως συναφθεί από έναν αντιπρόσωπο ενεργούντα για λογαριασμό ενός εντολέα, ρητώς ή σιωπηρώς, τότε ο εν λόγω αντιπρόσωπος θα ευθύνεται όχι μόνο ως αντιπρόσωπος, αλλά επιπλέον για την εκτέλεση όλων των υποχρεώσεων του αντιπροσωπευόμενου από τη σύμβαση.», και 3) στο τέλος «Παρακαλούμε επιβεβαιώσατε την συμφωνία σας και την αποδοχή σας όσον αφορά την ανωτέρω προσφορά και τους διέποντες όρους, ούτως ώστε να προχωρήσουμε ανάλογα και να προετοιμάσουμε την παραγγελία σας». Σε ακολουθία αυτής της προσφοράς, η εναγόμενη στις 21-5-2019 απάντησε ότι η προσφορά παρελήφθη σωστά και ελήφθη υπ’ όψιν δεόντως και επισύναψε την παραγγελία για το ως άνω πλοίο, αναφέροντας τα στοιχεία της πλοιοκτήτριας για την έκδοση του τιμολογίου και τα δικά της «σε προσοχή» ή «με τη φροντίδα» ή «υπ’ όψιν» («c/o», ήτοι «care of», στην αγγλική γλώσσα). Στη συνέχεια, μεσολάβησε αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με διευκρινίσεις για τις παραγγελθείσες ποσότητες και την αξία αυτών και εν τέλει, στις 23-5-2019, η ενάγουσα απέστειλε στην εναγόμενη την επιβεβαίωση προμήθειας ναυτιλιακών λιπαντελαίων για το προαναφερόμενο πλοίο, με εκτιμώμενη παράδοση στις 27-5-2019, στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, αγοραστές όπως συγκεκριμένα ανέγραφε «…, Πλοίαρχος και/ή Πλοιοκτήτες και/ή Διαχειριστές Πλοιοκτήτες και/ή Διαχειρίστρια και/ή Οποιοδήποτε Ευθυνόμενο Μέρος και/ή ….», συνολικού ποσού 25.600 δολαρίων ΗΠΑ, πληρωτέου εντός 60 ημερών από την ημερομηνία του τιμολογίου, στις δε «ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ» ανέφερε ότι «..2. Η παρούσα επιβεβαίωση πώλησης διέπεται από τους όρους και συνθήκες που περιέχονται στην έγγραφη προσφορά των Πωλητών την οποία έχετε ήδη παραλάβει. …» (βλ. για τα ανωτέρω την προσκομιζόμενη σχετική αλληλογραφία μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην αγγλική γλώσσα και σε νόμιμη επικυρωμένη μετάφραση στην ελληνική). Κατόπιν αυτών, έλαβε χώρα η παράδοση στο πλοίο των παραγγελθέντων λιπαντελαίων στις 25-5-2019 (βλ. την υπ’ αριθμό 20190549/23-5-2019 απόδειξη παράδοσης, με την υπογραφή του Πλοιάρχου και τη σφραγίδα του πλοίου), ήτοι : α) 4.000 λίτρων λιπαντέλαιου ELIN CDS 30 BULK, με τιμή μονάδας λίτρου 1,0400 δολ. ΗΠΑ, β) 2.600 λίτρων λιπαντέλαιου ELIN TPD 430 BULK, με τιμή μονάδας λίτρου 1,2800 δολ. ΗΠΑ, γ) 30,00 λίτρων λιπαντέλαιου ELIN EPL 2 (15 kg), με τιμή μονάδας λίτρου 6,0000 δολ. ΗΠΑ, δ) 72,00 λίτρων λιπαντέλαιου ELIN OG-WR 50 (SP) PAILS, με τιμή μονάδας λίτρου 4,7222 δολ. ΗΠΑ, ε) 60,00 λίτρων λιπαντέλαιου CORENA S4 P 100 PAIL, με τιμή μονάδας λίτρου 1,275 δολ. ΗΠΑ, στ) 10.000 λίτρων λιπαντέλαιου ELIN CDO 40 BULK, με τιμή μονάδας λίτρου 1,3300 δολ. ΗΠΑ, ζ) 60,00 λίτρων λιπαντέλαιου ELIN TUO 68 PAILS, με τιμή μονάδας λίτρου 4,0000 δολ. ΗΠΑ, η) 60,00 λίτρων λιπαντέλαιου TOTAL LUNARIA 55 PAILS, με τιμή μονάδας λίτρου 16,2500 ΗΠΑ, θ) 400,00 λίτρων λιπαντέλαιου ELIN HHV 46 DRUMS, με τιμή μονάδας λίτρου 1.080,00 δολ. ΗΠΑ, και ι) 400,00 λίτρων λιπαντέλαιου ELIN HHV 32 DRUMS, με τιμή μονάδας λίτρου 1.080,00 δολ. ΗΠΑ, και εξεδόθη το υπ’ αριθμό 234/28-5-2019 τιμολόγιο, στο όνομα της πλοιοκτήτριας «….», σε προσοχή («C/O») της εναγόμενης, ποσού 25.600 δολαρίων ΗΠΑ, πληρωτέο στις 27-7-2019. Το ανωτέρω, όμως, τίμημα της πώλησης δεν καταβλήθηκε στην ενάγουσα εντός της ορισθείσας προθεσμίας, εξακολουθεί δε να οφείλεται στην ενάγουσα μέχρι σήμερα. Ωστόσο, από τα ανωτέρα εκτιθέμενα δεν προκύπτει ότι καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, καθόσον η τελευταία συμβλήθηκε με αυτήν μόνο αναφορικά με την ένδικη σύμβαση πώλησης, στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας, κατά τον βάσιμα προβαλλόμενο με τις προτάσεις της σχετικό ισχυρισμό της. Ειδικότερα, πέραν του ότι μεταξύ των διαδίκων δεν έχει υπογραφεί καμία έγγραφη σύμβαση, με την οποία να ανέλαβε η εναγόμενη την συνευθύνη, από κοινού με την πλοιοκτήτρια, για την πληρωμή του τιμήματος από την προαναφερόμενη αγοραπωλησία, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη αποδέχθηκε, ρητά ή σιωπηρά, την πρόταση της ενάγουσας για σύναψη σύμβασης αναφορικά με την περιληφθείσα στους όρους της σύμβασης πώλησης ρήτρα συνευθύνης. Αντίθετα, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι τόσο καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, όσο και κατά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης, η εναγόμενη δεν λειτουργούσε ατομικά, ούτε με διττή ιδιότητα, παρά μόνο ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, καθόσον αυτή ρητά ανέγραφε στα μηνύματά της την ιδιότητά της κάτωθι της επωνυμίας της («as managers only»), ενώ της είχε γνωστοποιήσει με σαφήνεια τα στοιχεία της πλοιοκτήτριας, στην οποία θα γινόταν η τιμολόγηση, τα δικά της δε στοιχεία μόνο για να τεθεί υπ’ όψη της το τιμολόγιο. Επομένως, ουδέποτε υπήρξε σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεων των συμβαλλομένων μερών σχετικά με την ανάληψη προσωπικής ευθύνης από την εναγόμενη, καθώς η τελευταία δεν εξέφρασε συγκεκριμένα τη συμφωνία της με τους όρους που περιείχαν τη ρήτρα συνευθύνης της. Το γεγονός δε ότι η τελευταία δεν αντέλεξε στους όρους αυτούς, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, δεν συνεπάγεται, άνευ άλλου τινός, την κατάρτιση σύμβασης μεταξύ τους, αφού η σιωπή της εναγόμενης αναφορικά με τους όρους αυτούς δεν αποτελεί ούτε αποδοχή ούτε αποποίηση, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί ερμηνευτικά να δοθεί σε αυτή δικαιοπρακτικός χαρακτήρας με βάση την ακολουθούμενη από τα μέρη πρακτική (βλ. ΑΠ 1334/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), στοιχείο που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη δεν είχε κανένα λόγο, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ενώ δεν είχε ατομική ευθύνη για το ένδικο χρέος, να προβεί σε σωρευτική αναδοχή του χρέους αυτού, ούτε, άλλωστε, η ενάγουσα επικαλείται κάποιο ειδικό λόγο που να δικαιολογεί την ανάληψη μιας τέτοιας υποχρέωσης. Επιπρόσθετα, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι όταν όχλησε την εναγόμενη για την καταβολή του τιμήματος, η ίδια, με το από 13-9-2019 ηλεκτρονικό μήνυμά της, δήλωσε ότι θα προέβαινε σε εξόφληση εντός δεκαημέρου, δήλωση από την οποία συνάγεται ότι αναγνώρισε την οφειλή της, κρίνεται αβάσιμος στην ουσία του, διότι ουδόλως από το μήνυμα αυτό προκύπτει η αναγνώριση ατομικής ευθύνης της, αλλά η συμβολή της στην τακτοποίηση της εκκρεμότητας αυτής, υπό τη γνωστή στην ενάγουσα ιδιότητα της ως διαχειρίστριας. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν αποδεικνύεται κατάρτιση σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους, εκ του άρθρου 477 ΑΚ, μεταξύ των μερών, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της με τις προτάσεις της (άρθρα 106, 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 29 Σεπτεμβρίου 2022 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ