Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

  

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ   3007/2022

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 739/411/2021)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(τακτική διαδικασία)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Ελένη Κατιρτζόγλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 18η Ιανουαρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία …», που εδρεύει στη … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 7.6.2021 πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Ευθύμιος Αναγνώστου του Χαράλαμπου (ΑΜ/ΔΣΘ 4204), κάτοικος Θεσσαλονίκης (26ης Οκτωβρίου 26), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΘ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία έχει ήδη μετονομαστεί σε «…» και στην αγγλική γλώσσα «… για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, δυνάμει του από 4.6.2021 πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. 3.301/24.10.2016 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Χαντζοπούλου, Αναστασία Τσακίρη του Παναγιώτη (ΑΜ/ΔΣΑ 32689), κάτοικος Αθήνας (Τσόχα 3 & Βασ. Σοφίας), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 1.2.2021 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 739/411/1.2.2021 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 7.12.2021 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την υπό κρίση αγωγή, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις της (άρθρο 224 ΚΠολΔ), η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι συνήψε στις 15.3.2020 με την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία σύμβαση ασφάλισης, δυνάμει του με αριθμό … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με ισχύ από 15.3.2020 έως 15.3.2021 και όριο καλύψεως για ζημίες του σκάφους και της μηχανής το ποσό των 60.000 ευρώ, για το υπό … ταχύπλοο σκάφος αναψυχής «…», ιδιοκτησίας της. Ότι στις 11.6.2020 και αφού προηγήθηκε η τακτική ετήσια συντήρηση του σκάφους τον Μάιο 2020, ενώ είχαν τηρηθεί και οι προβλεπόμενες από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο συνθήκες συντήρησης και ελλιμενισμού του σκάφους, κατά τη διάρκεια δοκιμαστικού πλου του στον θαλάσσιο χώρο της μαρίνας …, παρατηρήθηκαν ζημίες, όπως νερά στη σεντίνα του μηχανοστασίου, ράγισμα πολυεστέρα κ.ά., οι οποίες επισκευάστηκαν, πλην όμως στις 18.7.2020, οπότε το σκάφος κατέπλευσε εκ νέου προς δοκιμή, εισήλθαν νερά στον χώρο του μηχανοστασίου με αποτέλεσμα τη βλάβη των κινητήρων, κατόπιν δε τούτου επιλήφθηκε ο εξουσιοδοτημένος επισκευαστής των μηχανών … Ότι αυθημερόν η ενάγουσα γνωστοποίησε μέσω της κατονομαζόμενης ασφαλίστριας το συμβάν, οφειλόμενο κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς σε απόφραξη εξαιτίας παραγόντων της θάλασσας του σωλήνα εισαγωγής – ψύξης της μηχανής που προκάλεσε την υπερθέρμανσή της, στην εναγόμενη και διενεργήθηκε από αυτήν (εναγόμενη) πραγματογνωμοσύνη, σε συνέχεια όμως αυτής η τελευταία αρνήθηκε την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης και εξακολουθεί να την αποφεύγει, παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας, αντισυμβατικά, αν και επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να τής καταβάλει το συνολικό ποσό των 22.320,00 ευρώ, που δαπάνησε για την αποκατάσταση των βλαβών και εξειδικεύεται στα κονδύλια: α) 19.480,00 ευρώ για την αγορά δύο μεταχειρισμένων κινητήρων και β) 2.480,00 ευρώ για τις εργασίες εξαγωγής των κατεστραμμένων κινητήρων και για τις εργασίες τοποθέτησης των μεταχειρισμένων κινητήρων, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη την 1η.2.2021, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του αρμόδιου τούτου και δυνάμει έγκυρης ρήτρας παρέκτασης περιεχόμενης στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 42 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1, 2, 3 Β περ. θ Ν. 2172/1993, ως εκ της ναυτικής φύσεως της διαφοράς) Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, έχει δε τηρηθεί για το παραδεκτό της συζήτησής της η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 διαδικασία, όπως προκύπτει από το από 27.1.2021, νομίμως υπογεγραμμένο, έγγραφο ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης της επίδικης διαφοράς με διαμεσολάβηση, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, ενώ έχει κατατεθεί και το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με αριθμό … e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από 9.6.2021 βεβαίωση εξόφλησης της «Τράπεζας …). Περαιτέρω, όπως καθ’ υποφοράν αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο και συνομολογείται από την εναγόμενη με τις προτάσεις της, με ρήτρα στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να διέπεται αυτό, όσον αφορά στην κάλυψη του ίδιου του σκάφους και του εξοπλισμού του, από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τους γνωστούς στη διεθνή ασφαλιστική αγορά όρους ασφάλισης σκαφών αναψυχής «Institute Yacht Clauses 1.11.1985», οι οποίοι ενσωματώνονται σ’ αυτό και αποτελούν περιεχόμενο και αναπόσπαστο τμήμα του, συμφωνία που είναι νόμιμη κατά τα άρθρα 361 και 25 εδ. α΄ ΑΚ, αφού στην ένδικη υπόθεση δεν έχει εφαρμογή ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), που αντικατέστησε από τη 17η.12.2009 την κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (βλ. σχετ. άρθρο 1 παρ. 2 ι΄ του Κανονισμού «Ρώμη Ι» και 1 παρ. 3 της Σύμβασης). Συνεπώς, σύμφωνα με το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο θα κριθεί η επίδικη διαφορά και δη τόσο η νομική βάση της αγωγής, όσο και των ενστάσεων αντίστοιχα που προβάλλει η εναγόμενη. Το εν λόγω δίκαιο (το οποίο, ας αναφερθεί, κατά διεθνή συναλλακτική συνήθεια επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές με σχετική ρήτρα των όρων της ασφάλισης, ανεξαρτήτως μάλιστα του ουσιώδους ή μη συνδέσμου με αυτές – πρβλ. ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝαυτΔ 1999.370, ΠΠρΑθ 8277/1988 ΕΝαυτΔ 1991.13), περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία «Marine Insurance Act 1906» (Μ.I.A. 1906), ο οποίος τροποποιήθηκε σε συγκεκριμένα άρθρα με το νόμο «Insurance Act 2015», που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφισή του στις 12.2.2015 (ήτοι στις 12.8.2016 – βλ. 23.2 αυτού πλην τροποποιήσεων Section 3 του “Rights against Insurers” – βλ. 23.3), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις τούτου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους Άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις σχετικές ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής «Institute Yacht Clauses» Cl. 328 1.11.1985 (βλ. σχετ. με τις πηγές του αγγλικού δικαίου K.J. EDDEY, Το Αγγλικό Νομικό Σύστημα, σελ. 114). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμα υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Περαιτέρω, επειδή το Δικαστήριο γνωρίζει τις διατάξεις και τους κανόνες του εν λόγω αλλοδαπού δικαίου, οι οποίοι έχουν εφαρμογή στην επίδικη διαφορά και θεμελιώνουν τους εκατέρωθεν προβαλλόμενους ισχυρισμούς των διαδίκων, σε σχέση με το ένδικο ασφαλιστήριο, δεν απαιτείται να διατάξει αποδείξεις σχετικά με το δίκαιο αυτό, αλλά θα προβεί στην εφαρμογή του σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 337 ΚΠολΔ (βλ. ΠΠρΠειρ 1761/2005, ΠΠρΠειρ 626/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, με τον «Marine Insurance Act 1906» (Μ.Ι.Α. 1906) προβλέπεται ότι: Άρθρο 1. «Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν κατά θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή των κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια». Ορισμός «θαλάσσιας περιπέτειας»: Άρθρο 3 § 2. «Ειδικότερα υπάρχει θαλάσσια περιπέτεια όπου (α) Οποιοδήποτε πλοίο, πράγματα ή άλλα κινητά εκτίθενται σε θαλάσσιους κινδύνους. Αυτή η περιουσία αναφέρεται σε αυτό το Νόμο ως «ασφαλίσιμη περιουσία» … Ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος: Άρθρο 5. «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου, ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. 2. Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτή και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου, ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του, ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό». Περιγραφή αντικειμένου της ασφάλισης: Άρθρο 26. «1. Το αντικείμενο της ασφάλισης θα πρέπει να περιγράφεται σε ένα ναυτικό ασφαλιστήριο με εύλογη βεβαιότητα…». Αποτιμημένο ασφαλιστήριο: Άρθρο 27. «1. Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. 2. Αποτιμημένο ασφαλιστήριο είναι το ασφαλιστήριο το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος. 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εν απουσία απάτης, η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίωσης του πράγματος για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας». Καλυπτόμενες και εξαιρούμενες (ζημίες) απώλειες. Άρθρο 55. «1. Περιλαμβανόμενες και εξαιρούμενες απώλειες. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εκτός αν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια / ζημιά μη προκληθείσα αιτιωδώς από ασφαλισμένο κίνδυνο. 2. Ειδικότερα, α. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενέργειας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμα και εάν η απώλεια δεν θα είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος, β. Εκτός αν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής πλοίου ή πραγμάτων (αγαθών) δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια της οποίας η πλησιέστερη αιτία είναι η καθυστέρηση, ακόμη και αν η καθυστέρηση έχει προκληθεί από έναν ασφαλισμένο κίνδυνο. γ. Εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για συνήθη φθορά, διαρροή και θραύση, για εγγενές μειονέκτημα (εγγενή εκφυλισμό) ή για τη φύση του ασφαλισμένου πράγματος ή για οποιαδήποτε απώλεια η οποία έχει ως έγγιστα προκληθεί από αρουραίους ή σκουλήκια, ή για βλάβη σε μηχανήματα που δεν έχει ως έγγιστα προκληθεί από θαλάσσιους κινδύνους». Μερική και ολική απώλεια: Άρθρο 56. «1. Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική, οποιαδήποτε άλλη απώλεια πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια». Έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή για απώλεια: Άρθρο 67. «1. Το ποσό το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια κάτω από το ασφαλιστήριο με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημίωσης». Άρθρο 69. «Όταν το πλοίο έχει υποστεί ζημίες, αλλά δεν έχει απωλεσθεί ολοσχερώς το μέτρο της αποζημίωσης, υπό την αίρεση ρητής πρόβλεψης στο ασφαλιστήριο, έχει ως εξής (1) Όταν το πλοίο επισκευάστηκε, ο ασφαλισμένος δικαιούται το λογικό κόστος των επισκευών, μείον των συνηθισμένων εκπτώσεων, χωρίς να υπερβαίνει όμως το ποσό της ασφάλισης για οποιοδήποτε συμβάν. (2) Στην περίπτωση που το πλοίο έχει μόνο μερικώς επισκευασθεί, ο ασφαλισμένος δικαιούται τα λογικά έξοδα των επισκευών, υπολογιζομένων ως άνω και επιπλέον αποζημίωση για εύλογη απομείωση αξίας του πλοίου, εφόσον συντρέχει τοιαύτη, προκληθείσα εκ της μη επισκευασθείσας ζημίας, εφόσον το συνολικό ποσό δεν υπερβαίνει το κόστος επισκευής της συνολικής ζημίας, υπολογιζομένης ως άνω. (3) Στην περίπτωση που το πλοίο δεν έχει επισκευασθεί και δεν έχει πωληθεί στην κατάσταση ζημίας που βρίσκεται, κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, ο ασφαλισμένος δικαιούται να αποζημιωθεί για την εύλογη απομείωση της αξίας του πλοίου προκληθείσα εκ της μη επισκευασθείσας ζημίας, αλλά μη υπερβαίνουσα το εύλογο κόστος επισκευής αυτής, όπως ως άνω υπολογίζεται». Άρθρο 78 παρ. 1: «Όπου ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιέχει μία ρήτρα αποτροπής και περιορισμού της ζημίας, η ανάληψη αυτής της υποχρέωσης θεωρείται ότι είναι συμπληρωματική προς τη σύμβαση της ασφάλισης και ο ασφαλισμένος μπορεί να αποζημιωθεί από τον ασφαλιστή για οποιεσδήποτε δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε κανονικά σύμφωνα με τη ρήτρα, ανεξαρτήτως του ότι ο ασφαλιστής μπορεί να έχει πληρώσει για ολική απώλεια ή ότι το αντικείμενο της ασφάλισης μπορεί να έχει καταστεί αντικείμενο εγγύησης ελεύθερο από μερική αβαρία, είτε ολικώς είτε κάτω από κάποιο ποσοστό». Άρθρο 78 παρ. 4: «Είναι καθήκον του ασφαλισμένου και των πρακτόρων του, σε όλες τις περιπτώσεις, να λάβουν τα μέτρα εκείνα, τα οποία μπορεί να είναι εύλογα προς το σκοπό αποτροπής ή ελαχιστοποίησης μίας ζημίας». Περαιτέρω, στη ρήτρα 9 των «Institute Yacht Clauses» από 1.11.1985 ορίζεται ότι «ΚΙΝΔΥΝΟΙ – Υποκείμενοι πάντοτε στις εξαιρέσεις αυτής της ασφάλισης: 9.1. Η ασφάλιση αυτή καλύπτει απώλεια ή ζημία στο ασφαλισμένο αντικείμενο, η οποία προκαλείται από 9.1.1. κινδύνους της θάλασσας, των ποταμών, των λιμνών ή άλλων πλεύσιμων υδάτων, 9.1.2. πυρκαϊά, 9.1.3. εκβολή, 9.1.4.πειρατεία, 9.1.5. πρόσκρουση με τον εξοπλισμό ή τις εγκαταστάσεις του λιμανιού ή της αποβάθρας με οποιαδήποτε χερσαία μεταφορικά μέσα, αεροσκάφη ή παρόμοια αντικείμενα ή αντικείμενα τα οποία πέφτουν από αυτά, 9.1.6. σεισμό, ηφαιστειακή έκρηξη ή κεραυνό. 9.2. και με την προϋπόθεση ότι τέτοια ζημία ή απώλεια δεν προκύπτει από την έλλειψη επαρκούς επιμέλειας από τους Ασφαλισμένους Πλοιοκτήτες ή Διαχειριστές, η παρούσα ασφάλιση καλύπτει: 9.2.1. ζημία ή απώλεια στο ασφαλισμένο αντικείμενο η οποία προκαλείται από: 9.2.1.1. ατυχήματα κατά τη φόρτωση, εκφόρτωση ή τη διακίνηση εφοδίων, συνέργων, εξοπλισμού, μηχανημάτων ή καυσίμων. 9.2.1.2. εκρήξεων, 9.2.1.3. κακόβουλων πράξεων, 9.2.1.4. την κλοπή ολόκληρου του σκάφους ή της (των) λέμβου (λέμβων) ή εξωλεμβίου (εξωλεμβίων) κινητήρα (κινητήρων), με την προϋπόθεση ότι είναι ασφαλώς προσδεδεμένο στο πλοίο ή στη (στις) λέμβο (λέμβους) με αντικλεπτικό σύστημα, σαν συμπλήρωμα της κανονικής μεθόδου πρόσδεσης ή την κλοπή -κατόπιν βίαιης εισόδου στο πλοίο ή στον τόπο αποθήκευσης ή επισκευής- των μηχανών, περιλαμβανομένου (περιλαμβανομένων) του (των) εξωλεμβίου (εξωλεμβίων) κινητήρα (κινητήρων), των συνέργων ή των εφοδίων, 9.2.2. ζημία ή απώλεια στο ασφαλισμένο σκάφος, εκτός της μηχανής και των συνδέσεών της (αλλά όχι του εξωτερικού στηρίγματος του ελικοφόρου άξονα, του άξονα και της προπέλας) του ηλεκτρικού εξοπλισμού και των μπαταριών και των συνδέσεων, η οποία προκαλείται από: 9.2.2.1. κρύφια ελαττώματα στο σκάφος ή τη μηχανή, θραύση των αξόνων ή το σκάσιμο των λεβήτων (με εξαίρεση τα έξοδα και την αξία αντικατάστασης ή επισκευής του ελαττωματικού μέρους, του σπασμένου άξονα ή του λέβητα ο οποίος έχει σκάσει). 9.2.2.2. την αμέλεια οποιουδήποτε προσώπου, αλλά εξαιρείται το κόστος αποκατάστασης ελαττώματος που προέρχεται από την αμέλεια ή παράβαση συμβολαίου, αναφορικά με οποιαδήποτε εργασία επισκευής ή μετατροπής που εκτελείται για λογαριασμό του Ασφαλισμένου ή και των Πλοιοκτητών ή αναφορικά με τη συντήρηση του σκάφους. 9.3. η παρούσα ασφάλιση καλύπτει τα έξοδα επιθεώρησης των υφάλων του σκάφους μετά από προσάραξη, αν αυτά έχουν πραγματοποιηθεί εύλογα ειδικά για αυτό το σκοπό του παροπλισμού, ακόμα και αν δεν εντοπίστηκε ζημιά». Από τις ανωτέρω διατάξεις του Μ.Ι.Α. 1906, που δεν προσκρούουν στην αγγλική πρακτική και στους «Institute Yacht Clauses 1.11.1985», συνάγεται ότι τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή απέναντι του ασφαλισμένου καθορίζει καταρχήν το ασφαλιστήριο ή τα ενσωματωμένα σε αυτό έγγραφα ή εκείνα στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο. Γενικά ο ασφαλιστής είναι υπεύθυνος για οποιαδήποτε ζημιά που προκλήθηκε αμέσως από τον ασφαλισθέντα κίνδυνο τον οποίον καθορίζει το ασφαλιστήριο. Ο νόμος αυτός (Μ.Ι.Α. 1906) δεν προβλέπει τους επιμέρους προς ασφάλιση κινδύνους ούτε αναφέρεται στο περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης (ιδίως σε περιορισμούς, αιρέσεις, εξαιρέσεις κ.λπ.), αλλά καταλείπει τη διαμόρφωσή του (περιεχομένου) στην ελεύθερη βούληση των μερών. Στην πράξη το έργο αυτό έχει αναλάβει το Ινστιτούτο των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters) το οποίο ως επαγγελματικό όργανο έρευνας και προώθησης των ναυτασφαλιστικών ζητημάτων στην αγγλική αγορά, έχει προβεί στην τυποποίηση των όρων κάλυψης των θαλάσσιων κινδύνων για κάθε κατηγορία ναυτασφάλισης, με τους έντυπους όρους του Ινστιτούτου για θαλαμηγά σκάφη αναψυχής, υπό την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1.11.1985. Η παρεχόμενη με τους όρους αυτούς ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι κατά παντός κινδύνου (all risks) αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου, που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικά (named risks). Μεταξύ των ασφαλιζόμενων κινδύνων περιλαμβάνονται και οι θαλάσσιοι κίνδυνοι (perils of the sea- ρήτρα 9.1.1), ήτοι οι κίνδυνοι οι οποίοι έχουν σχέση ασφαλισμένου πλοίου στη θάλασσα. Ωστόσο ο όρος «perils of the sea» δεν καλύπτει κάθε ατύχημα ή συμβάν το οποίο είναι δυνατό να συμβεί στη θάλασσα, αλλά αφορά κίνδυνο εξαιτίας της θάλασσας και αναφέρεται μόνο σε τυχαία (απρόοπτα) περιστατικά (συμβάντα, ατυχήματα) εξαιτίας της θάλασσας και δεν περιλαμβάνει την κανονική ενέργεια των ανέμων και των κυμάτων. Πρέπει, με άλλα λόγια, να είναι ένας κίνδυνος απρόβλεπτος και ένα αποτρέψιμο ατύχημα, όχι ένα προβλέψιμο και αναπόφευκτο αποτέλεσμα, και πρέπει να είναι εξαιτίας της θάλασσας, όχι απλώς επί της θάλασσας [«but it’s clear that there must be a peril, an unforeseen and inevitable result; and it must be of the seas, not merely on the seas»]. Ειδικότερα η γενική έκφραση «εναντίον κινδύνων θάλασσας» δεν περιλαμβάνει έναν απλό κίνδυνο ούτε κάθε απώλεια ή ζημία που από τη φύση της πρέπει να θεωρηθεί αναπόφευκτη, αλλά μια κατηγορία κινδύνων ακαθόριστης έκτασης, η οποία περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήματα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη κ.λπ.), όπως και κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήμια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς από το ταξίδι ή από ενέργεια ή αμέλεια του ασφαλισμένου ως άμεσου αίτιου. Αφορά περιστατικά που συμβαίνουν στο ασφαλισμένο αντικείμενο (πλοίο), προερχόμενα από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από την ίδια τη φύση του ασφαλισμένου αντικειμένου, αποκλεισμένης κάθε ευθύνης για απώλεια ή ζημία ή δαπάνη η οποία είναι αναπόφευκτη, όπως συνήθη φθορά και ξέφτισμα, συνήθη διαρροή και θραύση και πολύ περισσότερο προερχόμενη από πράξεις του ίδιου του ασφαλισμένου (Templeman on Marine Insurance, 6th edit., p. 164επ.) (ΕφΠειρ 604/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 1761/2005 ό.π.). Η ζημιά επομένως που προκαλείται από διαρροή θαλασσινού νερού στο εσωτερικό του πλοίου […] δεν αποτελεί βάρος του ασφαλιστή, παρά μόνο στην περίπτωση που οφείλεται άμεσα σε απρόβλεπτο γεγονός ή σε ασύνηθες συμβάν, σχετικό με την ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων (ΕφΠειρ 518/2017 ΕΕμπΔ 2018.610). Εξάλλου, προκειμένου να γεννηθεί αξίωση αποζημιώσεως εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως πρέπει να αποδειχθεί ότι η ζημία προκλήθηκε, ως έγγιστα, από κάποιον ασφαλισθέντα κίνδυνο. Η αρχή αυτή εκφράζεται στο γνωστό νομικό απόφθεγμα «causa proxima non remota spectatur» (πρέπει ν’ αναζητείται η εγγύτερη αιτία και όχι η απώτερη τοιαύτη) και αποτυπώνεται στην ως άνω διάταξη του άρθρου 55 (1) Μ.Ι.Α. 1906. Συνεπώς, για τη θεμελίωση της ευθύνης του ασφαλιστή σε περίπτωση απώλειας ή ζημίας του ασφαλισμένου πράγματος πρέπει να υφίσταται μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, δηλαδή του επελθόντος κινδύνου -ο οποίος πρέπει ν’ αποτελεί ασφαλισμένο δια του ασφαλιστηρίου κίνδυνο- και της επελθούσας απώλειας ή προξενηθείσας ζημίας του ασφαλισμένου πράγματος, αιτιώδης σύνδεσμος, ήτοι η ζημία να είναι άμεσο αποτέλεσμα της εγγύτερης προς αυτήν αιτίας. Ως εγγύτερη δε αιτία θεωρείται όχι η χρονικώς τελευταία, αλλά εκείνη που είναι πρόσφορη και επικρατέστερη για την επέλευση του αποτελέσματος (predominant in efficiency). Γενικώς, όπου ο κίνδυνος περιγράφει μία αιτία, ως επί θαλασσίων κινδύνων (perils of the sea), εναπόκειται στον ασφαλισμένο ν’ αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία, η αξιούμενη βάσει ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οφειλόταν σε έναν ασφαλισμένο κίνδυνο. Εάν ο ασφαλισμένος προβάλλει επαρκή αποδεικτικά μέσα για να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία πιθανόν προκλήθηκε από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά ο ασφαλιστής διατυπώνει μια εναλλακτική θεωρία ως προς την αιτία, το ζήτημα θα αποφασισθεί βάσει των πιθανοτήτων και για να επιτύχει ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος της αποδείξεως, πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει μία υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of probability), η οποία στηρίζει την υπόθεσή του. Αυτός δεν οφείλει ν’ αποκλείσει όλες τις πιθανότητες των ισχυρισμών της άλλης πλευράς, απλώς πρέπει ν’ αποδείξει ότι η δική του περίπτωση στηρίζεται σε μία υπερέχουσα πιθανότητα (ΕφΠειρ 727/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 358/2007 ΕΝαυτΔ 2007.194, όπου και παραπομπές σε αγγλική νομολογία και βιβλιογραφία). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 περ. δ΄ και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 ΚΠολΔ: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, δηλαδή πρέπει να γίνεται σαφής έκθεση στο δικόγραφό της όλων των γεγονότων, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής θα πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, και να αναφέρονται αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε, όχι μόνο να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει απ’ αυτά, στην οποία αναφέρεται το αίτημα της αγωγής, αλλά ακόμη και κατά τρόπο ώστε ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος και το δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα να προβεί στην αξιολόγηση της αγωγής και να διεξάγει τις σχετικές αποδείξεις. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων, περίπτωση της οποίας αποτελεί και η μη εξειδίκευση με πληρότητα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών (ποσοτική αοριστία), καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως. Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1728/2014 ΕΕμπΔ 2015.596, ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1042/2009 ΕΕμπΔ 2010.46, ΑΠ 1611/2008 Δίκη 2008.1131, ΜονΕφΠειρ 47/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω επέλευσης ασφαλιζόμενου θαλάσσιου κινδύνου με βάση σύμβαση ασφάλισης σκάφους αναψυχής που είχε συμφωνηθεί να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τις τυποποιημένες ρήτρες ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου («Institute Yacht Clauses 1.11.1985»), αναγκαίο στοιχείο της βάσης της, το οποίο ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με τις ανωτέρω αναλυθείσες διατάξεις του άρθρου 55 (1 & 2c) Μ.Ι.Α. 1906 και της ρήτρας 9.1.1. «Institute Yacht Clauses 1.11.1985», η επέλευση ασφαλιζόμενου κινδύνου εξαιτίας της θάλασσας, δηλαδή συγκεκριμένου τυχαίου και απρόβλεπτου κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θαλάσσιου συμβεβηκότος, οφειλόμενου στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων (peril of the sea – ρήτρα 9.1.1.), που ως εγγύτερη αιτία (proximate cause) και κατά υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of probability) επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση (ΜονΕφΠειρ 343/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 204/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 358/2007 ό.π., βλ. και Αθ. Μαρκάκη, σημείωση στην ΕφΠειρ 815/2000, ΕΝαυτΔ 2001.164, 165).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του ως άνω περιεχόμενου του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι αυτή δεν περιέχει όλα τα αναγκαία, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, στοιχεία όσον αφορά τη μόνη βάση της από σύμβαση ασφάλισης σκάφους αναψυχής, με αποτέλεσμα να μη δύναται η εναγόμενη να αμυνθεί και να διεξαχθούν οι δέουσες αποδείξεις. Ειδικότερα, καίτοι κατά το επικαλούμενο αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τις στερεότυπες ρήτρες ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου («Institute Yacht Clauses 1.11.1985»), που φέρεται ότι συμφωνήθηκε να διέπουν την άνω σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, η ασφαλιστική κάλυψη πλοίου δεν γίνεται κατά παντός κινδύνου (all risks) αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικά (named risks), συμπεριλαμβανομένων των θαλασσίων κινδύνων (perils of the sea – άρθρο 55 (1, 2c) Μ.Ι.Α. 1906, Ρήτρα 9.1.1. «Institute Yacht Clauses 1.11.1985»), σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, στην υπό κρίση αγωγή δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια ο επελθών ασφαλιζόμενος θαλάσσιος κίνδυνος ως ένα τυχαίο και απρόβλεπτο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θαλάσσιο συμβεβηκός, οφειλόμενο στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων (peril of the sea), που ως εγγύτερη αιτία (proximate cause), κατά υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of probability), επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση. Ειδικότερα, η απόφραξη εξαιτίας «παραγόντων της θάλασσας» του σωλήνα εισαγωγής θαλασσινού νερού – ψύξης της μηχανής και η εξ αυτής υπερθέρμανση της μηχανής με συνέπεια το «πέταγμα» της τάπας του θαλασσινού νερού (επικαλούμενος ασφαλιζόμενος θαλάσσιος κίνδυνος) αναφέρεται γενικόλογα ως αιτία της βλάβης των μηχανών του σκάφους, χωρίς ταυτόχρονα να εκτίθεται κάποια θαλάσσια συνθήκη που να είναι ασυνήθης και απρόβλεπτη, ώστε να δύναται να υπαχθεί με ασφάλεια στην έννοια του θαλάσσιου συμβεβηκότος. Η αοριστία επιτείνεται από την παράλειψη προσδιορισμού των συγκεκριμένων «παραγόντων της θάλασσας» που προκάλεσαν την απόφραξη του ως άνω σωλήνα, καθώς και του λόγου για τον οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί ή και να διαπιστωθεί η ύπαρξή τους στο συγκεκριμένο σημείο του σκάφους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, λαμβανομένου υπόψη ότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, είχε προηγηθεί ετήσια τακτική συντήρηση τον Μάιο 2020. Εξάλλου, δεν δικαιολογείται επαρκώς στο αγωγικό δικόγραφο η αναφορά στο προηγούμενο θαλάσσιο συμβάν, του Ιουνίου 2020, κατά το οποίο και πάλι είχαν εισέλθει νερά στο μηχανοστάσιο, και η σχέση του με το επίδικο. Οι ανωτέρω ασάφειες και ελλείψεις καθιστούν αδύνατο να ελεγχθεί εάν επήλθε ασφαλισμένος θαλάσσιος κίνδυνος (περίπτωση που, σημειωτέον, δεν συντρέχει κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 55 (2c) M.I.A. 1906 εάν η ζημία οφειλόταν σε συνήθη φθορά κατά τον πλουν) και, σε καταφατική περίπτωση, εάν υπήρχε και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του επελθόντος αυτού κινδύνου και της προκληθείσας ζημίας του ασφαλισμένου σκάφους και του μηχανικού εξοπλισμού του. Επομένως, λόγω των ως άνω ελλείψεων της αγωγής και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου σχετικού ισχυρισμού της εναγόμενης, αυτή είναι απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Τέλος, η ενάγουσα πρέπει, λόγω της ήττας της, να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης [άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1iα,2, 68 παρ. 1 ΚώδΔικηγ], κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων, στις 29 Σεπτεμβρίου 2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ