Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

  

            Αριθμός αποφάσεως              

2846 /2022

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

Συγκροτήθηκε τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, Ελένη Μπαντή Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Οτωβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής (Ν.Ε.Π.Α) με την επωνυμία … νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία προκατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο,

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: αλλοδαπής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία … νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία προκατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο,

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19-10-2020 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 8357/3891/2020 και μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 του ΚΠολΔ, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με τον ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε με την από 21-9-2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, έχοντας εγγραφεί στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ε του ΚΠολΔ.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ του ΚΠολΔ, χωρίς να παρασταθεί η εναγομένη και ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους.

 

                          ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                         ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 3 του Ν. 4640/2019 (όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του ως άνω άρθρου έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019, ΦΕΚ Α΄ 204/16.12.2019), ορίζεται ότι, «1. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 2. Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής». Συνεπώς η υποχρέωση προσκόμισης του ενημερωτικού εγγράφου περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς υφίσταται για όλες τις αγωγές, που αφορούν αστικές και εμπορικές διαφορές, οι οποίες κατατέθηκαν από την 30η.11.2019 και εντεύθεν, εφόσον βέβαια οι διάδικοι έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους, ανεξάρτητα από το αν οι αγωγές αυτές υπάγονται και στις περιπτώσεις του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, ήτοι στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (κατά τη διαδικασία του άρθρου 7 του νόμου αυτού), οπότε, στην τελευταία περίπτωση, επιβάλλεται και η πρόσθετη υποχρέωση κατάθεσης μαζί με τις προτάσεις και του πρακτικού της παραπάνω συνεδρίας, καθώς και η μνεία στο έντυπο του άρθρου 3 παρ. 2 της ενημέρωσης του εντολέα για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Ακολούθως στο άρθρο 6 του ιδίου νόμου ορίζεται, «1. Οι παρακάτω αστικές και εμπορικές διαφορές υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της μεταξύ τους διαφοράς: α) Οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές των περιπτώσεων α’, β’ και γ’ της παραγράφου 1, καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ, β) Οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, γ) Οι διαφορές για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης. Στις ανωτέρω περιπτώσεις για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής που τυχόν θα ασκηθεί, κατατίθεται μαζί με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης…». Σημειώνεται, ότι ενώ η έναρξη ισχύος των άρθρων 6 και 7 Ν. 4640/2019, ως προς τις υποθέσεις της περ. β’ του άρθρου 44 του νόμου αυτού, μετατέθηκε αναδρομικά για την 01.07.2020 (άρθρο 74 παρ.14 Ν. 4690/2020), δεν μετατέθηκε η έναρξη ισχύος εφαρμογής του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, που παρέμεινε σε ισχύ από την άνω ημερομηνία (30.11.2019). Η προαναφερθείσα, εξάλλου, δικονομική κύρωση του απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής σε περίπτωση μη κατάθεσης, μαζί με τις προτάσεις, του πρακτικού της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο κατά την έρευνα του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής ανεξάρτητα από την προβολή σχετικής ένστασης από τον εναγόμενο (βλ. Γιαννόπουλο, Η υποχρεωτική προδικασία διαμεσολάβησης υπό το ν. 4512/2018 – Ερμηνευτικά ζητήματα υπό το πρίσμα του δικονομικού δικαίου: μια πρώτη καταγραφή, Αρμ 2018.17), καθώς εάν γινόταν δεκτό, ότι η τήρηση του εν λόγω όρου του παραδεκτού ελέγχεται κατ’ ένσταση θα καταργούνταν εμμέσως η υποχρεωτικότητα της ρύθμισης δεδομένου ότι θα ανήκε στην ευχέρεια του εναγομένου να προτείνει την εν λόγω ένσταση ή μη. Στο πλαίσιο αυτό, δεν θεραπεύεται η μη διεξαγωγή υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, όπου απαιτείται, ακόμη και αν συμφωνεί σε αυτό ο εναγόμενος ή δεν προβάλλει τη σχετική δικονομική αναβλητική ένσταση. Όταν το δικαστήριο διαπιστώσει, ότι δεν διεξήχθη υποχρεωτική αρχική συνεδρία επί ενδίκου βοηθήματος, το οποίο υπάγεται στις περιπτώσεις του άρθρου 6 § 1, τότε κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, λόγω μη τήρησης της ως άνω προδικασίας, εκδίδοντας μη οριστική απόφαση (άρθρο 308 ΚΠολΔ) δεδομένου ότι απόφαση, η οποία κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι οριστική (ΑΠ 339/2018 ΕΕμπΔ 2019.584, ΕφΑθ 2866/2016 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ-ΠΠρΛαμ 10/2021 αδημ.) και επομένως δεν περιλαμβάνει διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, ήτοι δεν επιδικάζει δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 191 § 1 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο δεν αποξενώνεται, δηλαδή, από την υπόθεση, αλλά διατηρεί την εξουσία επ’ αυτής μετά την εισαγωγή της σε αυτό, αφού προηγουμένως πληρωθεί ο όρος που προκάλεσε το απαράδεκτο της συζήτησης, ήτοι αφού διεξαχθεί η υποχρεωτική αρχική συνεδρία, περίπτωση για την οποία ο ν. 4640/2019 σιωπά στις διατάξεις του, ήτοι δεν προβλέπει κάποιο χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να διεξαχθεί η υποχρεωτική αρχική συνεδρία μετά από κήρυξη απαραδέκτου της συζήτησης για το λόγο αυτό. Η ως άνω μη οριστική απόφαση δεν υπόκειται σε έφεση (άρθρο 513 § 1 περίπτωση β’ ΚΠολΔ), αλλά μπορεί να ανακληθεί από το δικαστήριο [άρθρο 309 ΚΠολΔ) μετά την επαναφορά του ενδίκου βοηθήματος προς συζήτηση με κλήση. Η γραμματική ερμηνεία, αλλά και ο σκοπός αμφοτέρων των διατάξεων του άρθρου 6 § 1 εδ. τελευταίο και του άρθρου 7 § 4 του ν. 4640/2019 επιτρέπουν την υποστήριξη της άποψης, ότι εάν δεν διενεργηθεί υποχρεωτική αρχική συνεδρία εγκαίρως, ώστε να κατατεθεί το πρακτικό διεξαγωγής της με τις προτάσεις της συζήτησης η παράλειψη αυτή δεν μπορεί να αναπληρωθεί ούτε μέσω εφαρμογής του άρθρου 227 ΚΠολΔ, επομένως το δικαστήριο θα πρέπει να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής. Και τούτο διότι στην προκείμενη περίπτωση, δεν πρόκειται για τυπική παράλειψη, άλλως θα ματαιώνονταν ο σκοπός για τον οποίο θεσπίστηκε η ως άνω διάταξη που αφορά στην προώθηση του θεσμού και στην ενημέρωση των μερών σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο της αντιδικίας τους από διαπιστευμένο διαμεσολαβητή σε σχέση με τη δυνατότητα επίλυσης της συγκεκριμένης διαφοράς του μέσω διαμεσολάβησης, ώστε ορισμένες διαφορές του ιδιωτικού δικαίου για τις οποίες ασκήθηκε ένδικο βοήθημα να μην χρειαστεί να συζητηθούν, ακριβώς διότι συνεπεία της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας τα μέρη επέλεξαν τη μέσω διαμεσολάβησης διευθέτηση της διαφοράς του. Η διεξαγωγή, άλλωστε, αυτής, σε χρόνο μετά την κατάθεση των προτάσεων των διαδίκων, στις οποίες οι διάδικοι έχουν προσκομίσει τα αποδεικτικά τους μέσα, έχουν «αποκαλύψει» τους ισχυρισμούς τους και έχουν προβεί ήδη σε σημαντική δαπάνη, απομακρύνει την πιθανότητα «αποτελεσματικότητας» της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας και επιλογής της διαμεσολάβησης ως μεθόδου επίλυσης της διαφοράς. Στη δε νομολογία έχει γίνει ήδη δεκτό ότι η μη διενέργεια της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας δεν αποτελεί τυπική παράλειψη, δυνάμενη να αναπληρωθεί με την εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ, καθώς το άρθρο 7 § 4 ν. 4640/2019 προσδιορίζει με σαφήνεια το χρόνο κατάθεσης των προτάσεων επί της αγωγής, ως το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα πρέπει να κατατίθεται και το πρακτικό της ήδη πραγματοποιηθείσας έως τότε υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΠΠρΛαμ 10/2021, αδημ.).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα ιστορεί ότι τυγχάνει αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος του ιστιοφόρου πλοίου αναψυχής με το όνομα ….Ότι το εν λόγω σκάφος το αγόρασε από την εναγόμενη εταιρεία, η οποία ήταν επίσημος αντιπρόσωπος της κατασκευάστριας εταιρείας του σκάφους …, την 13-5-2016 σύμφωνα με τη σχετική έγγραφη σύμβαση πώλησης, έναντι τιμήματος  208.349 €, εκ του οποίου καταβλήθηκε από την ίδια το ποσό των 28.349 € ως προκαταβολή κατά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης, το υπόλοιπο δε ποσό του τιμήματος, ύψους 180.000 € πιστώθηκε εικονικά και συμφωνήθηκε δυνάμει της ως άνω σύμβασης πώλησης να καταβληθεί σε 30 ισόποσες διμηνιαίες δόσεις (5 έτη) ποσού  6.000 € εκάστης, καταβλητέες της μεν πρώτης την 30-8-2016, των δε επόμενων την 20° ημέρα κάθε δεύτερου από  τους επόμενους μήνες, ήτοι 20-1-2016, 20-12-2016, κλπ μέχρι και 20-6-2021. Ότι κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην κρινόμενη αγωγή προκύπτει  ότι το τίμημα του επίδικου σκάφους έχει εξοφληθεί ολοσχερώς προς την πωλήτρια εναγόμενη εταιρεία, όπως άλλωστε και η ίδια δηλώνει τον Οκτώβριο του έτους 2017 σε ενυπόγραφη σχετική απόδειξή της, συμφώνως προς τον σχετικό όρο του από 13-05-2016 ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως που ορίζει ότι η εξόφληση αποδεικνύεται με ενυπόγραφη σχετική απόδειξη της πωλήτριας  με τραπεζικό έμβασμα στο όνομά της με σκοπό την εξόφληση, ενώ, όπως επίσης χαρακτηριστικά αναφέρεται στο εν λόγω συμφωνητικό, η άρση της τεθείσας διαλυτικής αίρεσης θα ήταν ισχυρή απέναντι σε κάθε τρίτο με την ταυτόχρονη επίδειξη των ανωτέρω εξοφλητικών εγγράφων. Ότι ως πλοιοκτήτρια του επίδικου πλοίου, το οποίο είναι χαρακτηρισμένο ως επαγγελματικό – τουριστικό, έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η κυριότητα και νομή της επ’ αυτού, καθώς η ύπαρξη μίας διαλυτικής αίρεσης δημιουργεί αβεβαιότητα και ανασφάλεια στους ναυτικούς πράκτορες και ναυλομεσίτες, με τους οποίους συνεργάζεται για την εκναύλωσή του, με αποτέλεσμα να αποτελεί τροχοπέδη στην εμπορική και επικερδή εκμετάλλευσή του, περαιτέρω δε η εναγόμενη πωλήτρια εταιρία αμφισβητεί, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, μετά την αλλαγή της μετοχικής της σύνθεσης, την κατάργηση της ως άνω διαλυτικής αίρεσης. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητά α) να αναγνωριστεί η πλήρης εξόφληση του αναγραφόμενου στο από 13-5-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως σκάφους τιμήματος αγοραπωλησίας του σκάφους «… ύψους 208.349 ευρώ, προς την εναγόμενη εταιρεία β) να αναγνωρισθεί ότι μετά την ως άνω εξόφληση καταργήθηκε η διαλυτική αίρεση που είχε τεθεί στο προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως του σκάφους και μεταγραφεί στα … και επί του από 08-06-2016 εγγράφου εθνικότητας του επίδικου σκάφους και γ) να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, που επιδόθηκε στον εναγόμενο εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας από την κατάθεσή της, που έλαβε χώρα στις 27.10.2020, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, την οποία προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, απαραδέκτως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς, αν και κατατέθηκε μετά την 1η-7-2020 και αφορά σε αστική υφιστάμενη διαφορά, το αντικείμενο της οποίας υπόκειται στην εξουσία ελεύθερης διάθεσης των μερών της, κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, δεν έχει τηρηθεί από την ενάγουσα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 δ τελευταίο του ν. 4640/2019  κατάθεση με τις προτάσεις της συζήτησης του πρακτικού της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, παράλειψη η οποία, κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθή, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των τυπικών παραλείψεων που δύνανται να αναπληρωθούν μέσω της διαδικασίας του άρθρου 227 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και έπειτα από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής. Καθώς δε η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι οριστική (ΕφΑθ 2866/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεν θα περιληφθεί στην παρούσα διάταξη για τη δικαστική δαπάνη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ, όταν η απόφαση είναι μη οριστική, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν επιδικάζονται δικαστικά έξοδα.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 8 Σεπτεμβρίου 2022 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 14 Σεπτεμβρίου 2022.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ