ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3517/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10-03-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Σταματελοπούλου.
Του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος: Σ. Μ. του Μουζαφέρ, κατοίκου Δ. Ξ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 11-11-2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. …) αγωγή του κατά της εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 155/2014 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα με την από 10-07-2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …) έφεσή της προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο. Ο εφεσίβλητος άσκησε με τις προτάσεις της παρούσας συζητήσεως αντέφεση, με την οποία προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος, σύμφωνα με σχετική του δήλωση (αρθρ. 242§2 ΚΠολΔ), δεν παρέστη, αλλά προκατέθεσε τις προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 155/2014 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί από την εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εναγομένη κατά του αντιδίκου της (αρθρ. 516§1, 517 ΚΠολΔ), νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 495§§1,2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εν λόγω απόφασης (αρθρ. 499, 518 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, η αντέφεση που ασκήθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε νομότυπα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση της έφεσης ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και με την οποία προσβάλλονται κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, τα οποία πλήττονται με λόγους έφεσης, δηλαδή τα κεφάλαια α) της διαφοράς επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας που παρείχε ο εφεσίβλητος – ενάγων κατά την απασχόλησή του στο πλοίο της εναγομένης τόσο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες των χρονικών διαστημάτων από 01-01-2010 έως 06-02-2010, από 26-02-2010 έως 27-04-2010, από 01-06-2010 έως 23-12-2010 και από 18-01-2011 έως 04-04-2011 και β) της αποζημίωσης απόλυσης, είναι παραδεκτή (αρθρ. 523§1, 674§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενη με την έφεση κατ’ αρθρ. 246 ΚΠολΔ, προκειμένου να κριθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ).Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – αντεκκαλών, με την προαναφερόμενη από 11-11-2011 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθετε ότι με σύμβαση ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε στην Πάτρα μεταξύ αυτού και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία τουριστικού επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Χανίων .. και ολικής χωρητικότητας 32.694 κόρων, ναυτολογήθηκε την 09-09-2009 σ’ αυτό με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, όπως παραδεκτά, κατ’ αρθρ. 224 ΚΠολΔ, διευκρινίσθηκαν οι αγωγικοί ισχυρισμοί κατά το σημείο τούτο (της ειδικότητας με την οποία απασχολήθηκε ο ενάγων στο ανωτέρω πλοίο) με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις προτάσεις που κατέθεσε αυτός ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, αντί των καθοριζομένων στην οικεία Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων μεσογειακών τουριστικών επιβατηγών πλοίων όρων και αποδοχών, υπηρέτησε δε στο εν λόγω πλοίο μέχρι και την 27-04-2010, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο ως άνω λιμένα αμοιβαία συναινέσει, ακολούθως δε, με νέα σύμβαση ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε στην Πάτρα την 01-06-2010 μεταξύ αυτού και της εναγομένης ναυτολογήθηκε αυθημερόν σ’ αυτό στο λιμένα της Πάτρας με την ίδια ως άνω ειδικότητα αντί των καθοριζομένων στην ανωτέρω Σ.Σ.Ε. όρων και αποδοχών και υπηρέτησε στο εν λόγω πλοίο μέχρι και την 04-04-2011, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο ως άνω λιμένα τυπικά μεν αμοιβαία συναινέσει, στην πραγματικότητα, όμως, λόγω καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο του πλοίου χωρίς υπαιτιότητά του. Περαιτέρω, εξέθετε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του επί του πλοίου αυτού εργαζόταν υπερωριακά α) κατά μεν τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια όλες τις ημέρες τις εβδομάδος, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, απασχολούμενος επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως, β) κατά δε τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία το πλοίο τελούσε υπό επισκευή και δεν πραγματοποιούσε πλόες, μόνο κατά τα Σάββατα και τις αργίες, οπότε απασχολείτο επί οκτώ ώρες ημερησίως. Εν συνεχεία, ιστορούσε ότι η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη δεν του έχει καταβάλει μέρος της οφειλόμενης αμοιβής για την παροχή της υπερωριακής του εργασίας τόσο κατά τις καθημερινές όσο και κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, το οποίο ανέρχεται συνολικά στο ποσό των (9.779,76 + 296,66 =) 10.076,42 €, ενώ, επιπλέον, του οφείλει τη διαφορά επί του βασικού μισθού του, του επιδόματος Κυριακών, του επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας και της αποζημίωσης αδείας με τροφοδοσία, συνολικού ποσού 730,97 €, καθώς και ολόκληρη την αποζημίωση απόλυσής του, ποσού 1.471,34 €. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 12.278,73 € με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της απολύσεώς του, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, κυρίως μεν με βάση την προαναφερόμενη σύμβαση εργασίας, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και να καταδικασθεί αυτή στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με την εκκαλούμενη απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της ενώ απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη κατά την επικουρική βάση της περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ακολούθως, εξετάσθηκε κατ’ ουσίαν ως προς την κύρια βάση της και έγινε εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, κρίθηκαν κατά ένα μέρος ουσία βάσιμα α) το κονδύλιο της διαφοράς επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές καθώς και κατά τα Σάββατα και τις αργίες (και δη για το συνολικό ποσό των 2.812,70 €), β) το κονδύλιο της διαφοράς επί του βασικού μισθού του, του επιδόματος Κυριακών, του επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας και της αποζημίωσης αδείας με τροφοδοσία (και δη για το συνολικό ποσό των 642,37 €) και γ) το κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης (και δη για το ποσό των 1.357,30 €). Κατόπιν αυτών, υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.812,37 € με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του (ήτοι από την 05-04-2011) και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ, επιπλέον, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση για το ποσό των 2.500 € και καταδικάσθηκε η εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, η οποία ορίσθηκε στο ποσό των 200 €. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο η εκκαλούσα – εναγομένη με την κρινόμενη έφεσή της και για τους σε αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διώκουσα την εξαφάνισή της και την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής, όσο και ο αντεκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη αντέφεσή του και για τους σε αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διώκων τη μεταρρύθμισή της και την καθ’ ολοκληρίαν παραδοχή των κονδυλίων της αγωγής του που αφορούν αφενός μεν τη διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές καθώς και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, αφετέρου δε την αποζημίωση απόλυσής του.Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα – εναγομένη ισχυρίζεται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε κρίνοντας παραδεκτή την αγωγή του αντιδίκου της και απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον περί αοριστίας ισχυρισμό που είχε προβάλει αυτή με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η αγωγή πάσχει αοριστίας επειδή από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της δεν προκύπτει με σαφήνεια η ειδικότητα με την οποία ναυτολογήθηκε και υπηρέτησε στο πλοίο της ο ενάγων – εφεσίβλητος, δεδομένου ότι αντιφατικά αναφέρεται μεν επανειλημμένα σ’ αυτό ότι ο ενάγων ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε στο πλοίο της ως ναύτης, ο υπολογισμός, όμως, των ένδικων απαιτήσεών του, που απορρέουν από τις μεταξύ τους καταρτισθείσες διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας, γίνεται με βάση τις οριζόμενες στην οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές του ναυτόπαιδος. Όπως, όμως, προεκτέθηκε, ο ενάγων διευκρίνισε, παραδεκτώς κατ’ αρθρ. 224 ΚΠολΔ (βλ. και αρθρ. 236 ΚΠολΔ), τόσο με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, ότι η ειδικότητα με την οποία ναυτολογήθηκε και υπηρέτησε αυτός στο πλοίο της εναγομένης δεν ήταν αυτή του ναύτη, η οποία αναγραφόταν εκ παραδρομής στο αρχικό τμήμα της αγωγής του, αλλά αυτή του ναυτόπαιδα, της οποίας ρητή μνεία γινόταν στο τμήμα εκείνο της αγωγής του που περιείχε την ανάλυση των αγωγικών κονδυλίων, ο υπολογισμός των οποίων, άλλωστε, είχε διενεργηθεί με βάση της προβλεπόμενες από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές για την ειδικότητα αυτή (του ναυτόπαιδα). Η εν λόγω διευκρίνιση δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής αφού μ’ αυτήν διασαφηνίσθηκε ουσιώδης αγωγικός ισχυρισμός χωρίς να παραλλάσσεται αυτοτελώς η αρχική ιστορική αιτία ή να αναιρείται η ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος (δηλαδή της σύμβασης ναυτικής εξαρτημένης εργασίας) που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (βλ. ΑΠ 1087/2014, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – εναγομένης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Με την ανωτέρω διευκρίνιση θεραπεύθηκε η υφιστάμενη, λόγω της αναφοράς αμφοτέρων των ανωτέρω ειδικοτήτων, ασάφεια του αγωγικού δικογράφου και η συνεπαγόμενη αοριστία αυτού. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο κρίνοντας παραδεκτή την ανωτέρω αγωγή και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση της υπ’ αριθμ. … ένορκης βεβαίωσης του Α. Σ. του Χ., η οποία συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Ξάνθης Αικατερίνης Παγουλάτου, παραδεκτώς δε λαμβάνεται υπ’ όψιν κατ’ αρθρ. 671§1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, καθώς τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, ήτοι η κλήτευση της αντιδίκου του ενάγοντος προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Κ. Κ. προς την εναγομένη, της υπ’ αριθμ. … ένορκης βεβαίωσης της Κ. Ξ. του Ε., η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, παραδεκτώς δε λαμβάνεται υπ’ όψιν κατ’ αρθρ. 671§1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, καθώς τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, ήτοι η κλήτευση του αντιδίκου της εναγομένης προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Σ. προς τον υπογράφοντα την αγωγή, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος, Στέφανο Λύρα, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε στην Πάτρα ο ενάγων – εφεσίβλητος – αντεκκαλών, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, με την εναγομένη – εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη εταιρεία, η οποία τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «…», Δ.Δ.Σ. …, αριθμό νηολογίου Χανίων …. και ολικής χωρητικότητας 32.694 κόρων, και εκπροσωπείτο νομίμως κατά την κατάρτιση των ανωτέρω συμβάσεων από τον πλοίαρχο του ως άνω πλοίου, Ι. Κ., προσλήφθηκε (ο ενάγων) και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο αρχικά κατά την 09-09-2009 και εν συνεχεία κατά την 01-06-2010, απασχολήθηκε δε σ’ αυτό μέχρι και την 27-04-2010 και την 04-04-2011 αντιστοίχως, απολυθείς κάθε φορά στον ίδιο ως άνω λιμένα λόγω αμοιβαίας συναίνεσης μεταξύ αυτού και του πλοιάρχου, σύμφωνα με τη σχετική αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο. Η ειδικότητα με την οποίαν προσελήφθη ο ενάγων στο πλοίο ήταν αυτή του ναυτόπαιδα, ενώ ως μηνιαίες αποδοχές του συμφωνήθηκαν οι προβλεπόμενες από τις ισχύουσες και καταλαμβάνουσες αυτόν, κάθε φορά, Σ.Σ.Ν.Ε. Επίσης, με τις ένδικες συμβάσεις εργασίας συμφωνήθηκε κλειστή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, που αντιστοιχούσε σε 90 συνολικά ώρες τέτοιας εργασίας ανά μήνα, και για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, που αντιστοιχούσε σε 35 ώρες τέτοιας εργασίας ανά μήνα. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από 09-09-2009 και από 01-06-2010 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων σε συνδυασμό και με τα αντίγραφα των σελίδων 4 – 5 και 55 – 59 του υπ’ αριθμ. … ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος. Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της ένδικης ναυτολόγησης του ενάγοντος ίσχυσαν αφενός μεν η από 14-07-2009 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, η οποία συνήφθη μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων, μέλη των οποίων δεν αμφισβητείται ότι ήταν οι διάδικοι, κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.10/01/16-11-2009 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 2396/01-12-2009) και καθόριζε ως χρονική διάρκεια ισχύος της το διάστημα από 01-01-2009 έως 31-12-2009 (αρθρ. 42 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε.), αφετέρου δε η από 21-07-2010 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, η οποία επίσης συνήφθη μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων, μέλη των οποίων δεν αμφισβητείται ότι ήταν οι διάδικοι, κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.10/01/25-10-2010 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1743/05-11-2010) και καθόριζε ως χρονική διάρκεια ισχύος της το διάστημα από 01-01-2010 έως 31-12-2010 (αρθρ. 42 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε.), πλην, όμως, καταλαμβάνει και το μεταγενέστερο της λήξης της χρονικό διάστημα, μέχρι τη θέση σε ισχύ νέας Σ.Σ.Ν.Ε. [δηλαδή της από 06-06-2013 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.1.10/01/31-07-2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β΄ 2078/26-08-2013) και καθόριζε ως χρονική διάρκεια της ισχύος της το διάστημα από 01-01-2013 έως 31-12-2013 (αρθρ. 42 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε.)]. Συνεπώς, οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος ρυθμίζονται από την προαναφερόμενη από 21-07-2010 Σ.Σ.Ν.Ε. εφόσον αφορούν αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 01-01-2010 μέχρι 04-04-2011.Το πλοίο «…», καθ’ όλη την περίοδο απασχόλησης του ενάγοντος σ’ αυτό, πλην των χρονικών διαστημάτων από 07-02-2010 έως 25-02-2010 και από 24-12-2010 έως 17-01-2011, κατά τα οποία τελούσε υπό επισκευή, εκτελούσε πλόες εξωτερικού (προς Ιταλία). Συγκεκριμένα, εκτελούσε εναλλάξ το δρομολόγιο Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Ανκόνα ή το αντίστροφο δρομολόγιο με καθημερινές αναχωρήσεις από τους λιμένες της Πάτρας ή της Ανκόνας και, ειδικότερα, τη μία ημέρα αναχωρούσε από το λιμένα της Πάτρας περί ώρα 17:00 και ακολούθως προσέγγιζε το λιμένα της Ηγουμενίτσας (μεταξύ ώρας 22:00 και 22:30 της ίδιας ημέρας), από τον οποίο απέπλεε αμέσως, για να αφιχθεί τελικά στο λιμένα της Ανκόνας περί ώρα 14:00 της επομένης. Στο λιμένα αυτό παρέμενε επί τρεις ώρες καθώς την ίδια ημέρα και περί ώρα 17:00 αναχωρούσε για το λιμένα της Πάτρας όπου κατέπλεε περί ώρα 14:00 της επομένης, αφού ενδιαμέσως είχε προσεγγίσει, με άμεση αναχώρηση, το λιμένα της Ηγουμενίτσας (περί ώρα 09:00 της επομένης). Μετά από παραμονή τριών ωρών στον ως άνω λιμένα (της Πάτρας), αναχωρούσε και πάλι (περί ώρα 17:00) με προορισμό την Ηγουμενίτσα και την Ανκόνα κ.ο.κ. Τα ανωτέρω συνομολογούνται από αμφότερους τους διαδίκους.Περαιτέρω, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του Α. Σ. του Χ., ο οποίος υπηρέτησε στο πλοίο «…» με την ειδικότητα του ναύτη κατά το χρονικό διάστημα από 14-06-2008 έως 05-11-2011, με ενδιάμεσες μικρές διακοπές, ήτοι συνυπηρέτησε στο ένδικο πλοίο με τον ενάγοντα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο τελευταίος ήταν ναυτολογημένος σ’ αυτό, ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά επί 14 ώρες τουλάχιστον όταν το πλοίο εκτελούσε πλόες. Συγκεκριμένα, ο ανωτέρω ενόρκως βεβαιών αναφέρει ότι το ωράριο εργασίας του ενάγοντος εκτεινόταν από ώρα 08:00 μέχρι ώρα 23:00 ή 23:30 με διακοπή μίας ή μίας και ημίσειας ώρας αντιστοίχως και ότι κατά τη διάρκεια του ως άνω ωραρίου ο ενάγων εκτελούσε τις ακόλουθες εργασίες: α) την ημέρα κατά την οποία το πλοίο προσέγγιζε τους λιμένες της Ηγουμενίτσας και της Πάτρας, απασχολείτο από τις 08:00 έως τις 10:00 καθώς και από τις 21:30 έως τις 23:30 σε εργασίες συναφείς με τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα της Ηγουμενίτσας και τον απόπλου απ’ αυτόν, από τις 10:00 έως τις 13:00 σε εργασίες συντήρησης και καθαρισμού του πλοίου (ματσακόνι, βαψίματα, γενικός καθαρισμός καταστρώματος κλπ), από τις 13:00 έως τις 17:30 σε εργασίες συναφείς με τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα της Πάτρας και τον απόπλου απ’ αυτόν και από τις 17:30 έως τις 20:00 σε εργασίες καθαρισμού των αποχωρητηρίων (wc) του καταστρώματος και συλλογής των απορριμμάτων που βρίσκονταν σ’ αυτό, ενώ β) την ημέρα κατά την οποία το πλοίο προσέγγιζε το λιμένα της Ανκόνας, απασχολείτο από τις 08:00 έως τις 13:00 σε εργασίες συντήρησης και καθαρισμού του πλοίου, από τις 13:00 έως τις 17:30 σε εργασίες συναφείς με τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα της Ανκόνας και τον απόπλου απ’ αυτόν, από τις 17:30 έως τις 20:00 σε εργασίες καθαρισμού των αποχωρητηρίων (wc) του καταστρώματος και συλλογής των απορριμμάτων που βρίσκονταν σ’ αυτό και από τις 21:00 έως τις 23:00 εκτελούσε καθήκοντα «ρολογά», πραγματοποιούσε, δηλαδή, κατά τις ως άνω ώρες προγραμματισμένες περιπολίες πυρκαγιάς σε συγκεκριμένους χώρους του πλοίου οφείλοντας να επιβεβαιώνει τον έλεγχο από τους ως άνω χώρους με την ενεργοποίηση συστήματος καταγραφής (κλειδιά περιπόλου). Με βάση τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, οι εργασίες στις οποίες συμμετείχε ο ενάγων κατά τον κατάπλου και τον απόπλου του πλοίου στους διάφορους λιμένες συνίσταντο στην πρόσδεση και απόδεση του πλοίου, τη φορτοεκφόρτωση και την έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο γκαράζ αυτού, η απασχόλησή του δε στις εργασίες αυτές διαρκούσε επί πέντε περίπου ώρες στους λιμένες της Πάτρας και επί δύο περίπου ώρες στον ενδιάμεσο λιμένα της Ηγουμενίτσας, δεδομένου ότι έπρεπε να βρίσκεται στο γκαράζ του πλοίου μία ώρα πριν από τον κατάπλου του στον κάθε λιμένα προκειμένου να απομακρύνει τις αλυσίδες με τις οποίες συγκρατούνταν τα οχήματα προκειμένου να μη μετακινούνται κατά τη διάρκεια του πλου. Αντιθέτως, η Κ. Ξ. του Ε., η οποία έχει υπηρετήσει κατ’ επανάληψη στο παρελθόν ως ανθυποπλοίαρχος στο πλοίο «…», υπηρέτησε δε σ’ αυτό και κατά το χρονικό διάστημα από 16-01-2011 έως 04-04-2011, κατά το οποίο ήταν ναυτολογημένος σ’ αυτό ο ενάγων, αναφέρει στην υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωσή της ότι το ωράριο εργασίας του τελευταίου εκτεινόταν από τις 08:00 μέχρι τις 17:00 με δύο διαλείμματα είκοσι λεπτών (από 10:00 έως 10:20 και από 15:00 έως 15:20) για καφέ και ένα διάλειμμα μίας ώρας (από 12:00 έως 13:00) για γεύμα και ανάπαυση, όταν δε το πλοίο προσέγγιζε το λιμένα της Ηγουμενίτσας προερχόμενο από την Πάτρα (μεταξύ ώρας 22:00 και 22:30) αυτός εργαζόταν και πέραν του ως άνω ωραρίου του συμμετέχοντας στις συναφείς με τον κατάπλου του πλοίου στον ανωτέρω λιμένα και τον απόπλου απ’ αυτόν εργασίες, όπως έκανε και κατά την προσέγγιση σε κάθε λιμένα (πλην αυτού της Ανκόνας), χωρίς, όμως, να χρειάζεται να υπερβεί το προαναφερόμενο ωράριό του (από 08:00 έως 17:00), αφού η άφιξη, η παραμονή και η αναχώρηση του πλοίου στους ως άνω λιμένες ελάμβαναν χώρα εντός του ωραρίου αυτού. Σχετικά με τα καθήκοντα του ενάγοντος, η εν λόγω ενόρκως βεβαιούσα δηλώνει ότι αυτά ήταν επικουρικής φύσεως σε σχέση με εκείνα των υπολοίπων μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, όπως άρμοζε και στην ειδικότητά του. Ειδικότερα, αναφέρει ότι ο ως άνω ναυτόπαις από τις 08:00 μέχρι τις 12:00 βοηθούσε τους ναύτες που εκτελούσαν εκείνες τις ώρες τη βάρδιά τους, συμμετέχοντας στις εργασίες καθαριότητας και μόνο που πραγματοποιούνταν στο κατάστρωμα και το γκαράζ του πλοίου και, συγκεκριμένα, σκουπίζοντας ή συλλέγοντας τα απορρίμματα από τους ως άνω χώρους, ενώ από τις 13:00 μέχρι τις 17:00 βοηθούσε τους ημερεργάτες ναύτες (ντεημάνηδες = daymen) που απασχολούνταν με την έχμαση και την ασφάλιση των φορτηγών οχημάτων στο γκαράζ του πλοίου, μεταφέροντάς τους τις αλυσίδες και τον απαραίτητο εξοπλισμό για τη σταθεροποίηση των οχημάτων αυτών, γενικότερα δε εκτελούσε «θελήματα» και εντολές των αξιωματικών καταστρώματος, μεταφέροντας έγγραφα ή πραγματοποιώντας οιαδήποτε άλλη επιβοηθητική εργασία του ζητείτο. Εξάλλου, διευκρινίζει ότι οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης εκτελούνταν αποκλειστικά από τους ναύτες του πλοίου χωρίς τη συμμετοχή του ενάγοντος σ’ αυτές, ενώ ειδικά ως προς το λιμένα της Ανκόνας οι εργασίες έχμασης των οχημάτων εκτελούνταν από εξωτερικό συνεργείο του λιμένα και όχι από το πλήρωμα του πλοίου. Από τα αναφερόμενα στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, τα οποία πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 64 και 65 του β.δ. 683/04-08/04-10-1960 «περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω», οι οποίες ορίζουν τα καθήκοντα των ναυτοπαίδων (και σύμφωνα με τις οποίες οι ναυτόπαιδες χρησιμοποιούνται υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες του ναυκλήρου και υποναυκλήρου σε εργασίες του σκάφους και της γέφυρας για την εκμάθηση κυρίως του ναυτικού επαγγέλματος και εν γένει βοηθούν τους ναύτες στα καθήκοντά τους, ειδικότερα δε εκτελούν την καθημερινή σάρωση και καθαριότητα των καταστρωμάτων και των ενδιαιτημάτων του προσωπικού καταστρώματος και τη στίλβωση των ορειχάλκινων μερών και σκευών του σκάφους και της γέφυρας, απαλλάσσονται δε της εκτελέσεως φυλακής), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, συνάγεται ότι το ημερήσιο ωράριο εργασίας του ενάγοντος καθ’ όλο το διάστημα της ναυτολόγησής του στο ένδικο πλοίο, και όσο αυτό εκτελούσε δρομολόγια, εκτεινόταν αδιακρίτως ημέρας (καθημερινής, Κυριακής, Σαββάτου ή αργίας) από ώρα 08:00 (γεγονός που επιβεβαιώνεται από αμφότερους τους ανωτέρω ενόρκως βεβαιούντες) μέχρι ώρα 20:00 με διάλειμμα μίας ώρας (από 12:00 έως 13:00) για γεύμα και ανάπαυση. Κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας του ο ενάγων ασχολείτο κατά κύριο λόγο με τον καθαρισμό τόσο των καταστρωμάτων του πλοίου και των αποχωρητηρίων (wc) αυτών όσο και του χώρου του γκαράζ, επιπλέον, δε, βοηθούσε τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος (ναύκληρο, υποναυκλήρους, ναύτες) στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, συμμετέχοντας στις εργασίες συντηρήσεως του σκάφους που εκτελούνταν εν πλω καθώς και σ’ αυτές που εκτελούνταν κατά τον κατάπλου του σε όλους ανεξαιρέτως τους λιμένες προσέγγισής του και τον απόπλου του απ’ αυτούς, ήτοι στις εργασίες πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου, φορτοεκφόρτωσης, έχμασης και ασφάλισης των οχημάτων στο γκαράζ αυτού, ενώ, ακόμη, εξυπηρετούσε και τους αξιωματικούς καταστρώματος εκτελώντας χρέη αγγελιοφόρου, μεταδίδοντας, δηλαδή, εντολές τους ή εκτελώντας παραγγελίες τους. Εξάλλου, κατά τις ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο προσέγγιζε το λιμένα της Ηγουμενίτσας πλέοντας προς την Ανκόνα, ο ενάγων συμμετείχε στις σχετικές με τον κατάπλου στον ως άνω λιμένα και τον απόπλου απ’ αυτόν προαναφερόμενες εργασίες, απασχολούμενος έτσι επί μία επιπλέον ώρα, δεδομένου ότι η προσέγγιση στον εν λόγω λιμένα ελάμβανε χώρα περί ώρα 22:00 με 22:30, όπως προεκτέθηκε, ήτοι σε χρόνο εκτός του ανωτέρω ωραρίου εργασίας του (08:00 με 20:00). Όπως προεκτέθηκε, ο ναύτης Α. Σ. υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη απασχόληση του ενάγοντος διαρκούσε όχι μία αλλά δύο ώρες, επειδή αυτός έπρεπε να βρίσκεται στο γκαράζ του πλοίου, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, μία ώρα πριν τον κατάπλου στο λιμένα της Ηγουμενίτσας προκειμένου να απομακρύνουν τις αλυσίδες με τις οποίες συγκρατούνταν τα οχήματα που επρόκειτο να εκφορτωθούν από το πλοίο στον ως άνω λιμένα (όπως, άλλωστε, συνέβαινε και στους υπόλοιπους λιμένες). Ωστόσο, σε αντίθεση με τους άλλους δύο λιμένες (της Πάτρας και της Ανκόνας), πριν από τον κατάπλου στους οποίους απαιτείτο πράγματι το πλήρωμα να μεριμνήσει για την έγκαιρη απομάκρυνση των ανωτέρω αλυσίδων από όλα τα οχήματα που βρίσκονταν στο γκαράζ του πλοίου, αφού άπαντα τα εν λόγω οχήματα επρόκειτο να εκφορτωθούν στους λιμένες αυτούς, κατά τον κατάπλου στο λιμένα της Ηγουμενίτσας, όταν το πλοίο προερχόταν από την Πάτρα, τέτοια ανάγκη δεν υπήρχε. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, η συντριπτική πλειοψηφία των οχημάτων που είχαν φορτωθεί προηγουμένως στην Πάτρα, αν όχι το σύνολο αυτών, είχαν προορισμό την Ανκόνα και όχι την Ηγουμενίτσα. Επομένως, τα οχήματα που επρόκειτο να εκφορτωθούν κάθε φορά στο λιμένα της Ηγουμενίτσας προερχόμενα από την Πάτρα, εφόσον υφίσταντο τέτοια, ήταν ελάχιστα. Συνακόλουθα, ενόψει του ότι, όπως ρητώς αναφέρει στην ένορκη βεβαίωσή της η ανθυποπλοιάρχος Κ. Ξ., συνάγεται δε και από τα εκτιθέμενα στην ένορκη βεβαίωση του ναύτη Α. Σ., η παραμονή του πλοίου στο λιμένα της Ηγουμενίτσας δεν υπερέβαινε την ημίσεια ώρα, η δε απασχόληση των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος στις ανωτέρω εργασίες δεν εκτεινόταν πέραν της ημίσειας ώρας μετά των απόπλου του πλοίου (αφού, όπως βεβαιώνεται από τον ανωτέρω ναύτη Α. Σ., ακόμη και στους λιμένες της Πάτρας και της Ανκόνας, όπου ο αριθμός των οχημάτων που φορτώνονταν στο πλοίο ήταν σαφώς μεγαλύτερος, οι σχετικές με τον απόπλου και την έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων εργασίες ολοκληρώνονταν στις 17:30, ημίσεια, δηλαδή, ώρα μετά την αναχώρηση του πλοίου), η συνολική διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος κατά την προσέγγιση του πλοίου στο λιμένα της Ηγουμενίτσας, όταν αυτό έπλεε με προορισμό την Ανκόνα, ήταν μία ώρα. Αντιθέτως, δεν αποδεικνύεται ότι τις ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο δεν προσέγγιζε τις βραδινές ώρες το λιμένα της Ηγουμενίτσας (ήτοι κατά τις ημέρες κατά τις οποίες αναχωρούσε το απόγευμα από την Ανκόνα) ο ενάγων εκτελούσε καθήκοντα «ρολογά» μεταξύ της 21:00 και της 23:00 ώρας, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον ενόρκως βεβαιούντα ναύτη Α. Σ.. Τούτο επειδή η πραγματοποίηση περιπολιών πυρκαγιάς στους χώρους του πλοίου δεν υπάγεται στα επικουρικής φύσεως και δευτερεύουσας σημασίας καθήκοντα του ναυτόπαιδα, ο οποίος βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της εκμάθησης του ναυτικού επαγγέλματος, αλλ’ αποτελεί υπηρεσία ιδιαίτερα κρίσιμη για την ασφάλεια του πλοίου η οποία ανατίθεται μόνο σε εμπειρότερους ναυτικούς, και δη σ’ αυτούς της ειδικότητας του ναύτη. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της ανθυποπλοιάρχου Κ. Ξ. σχετικά με την εκτέλεση των εργασιών έχμασης των οχημάτων από εξωτερικό συνεργείο του λιμένα και όχι από το πλήρωμα του πλοίου στο λιμένα της Ανκόνας δεν ευσταθεί, αφού την ευθύνη για την ασφαλή εκτέλεση της μεταφοράς των οχημάτων ειδικά και των πλόων γενικότερα φέρει ο θαλάσσιος μεταφορέας, και εν προκειμένω η πλοιοκτήτρια εκκαλούσα – εναγομένη, και το πλήρωμα του πλοίου. Δεν είναι, επομένως, νοητό η εκτέλεση εργασιών ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια του πλοίου, όπως είναι αυτές της έχμασης και της ασφάλισης των οχημάτων, να ανατίθεται σε τρίτα συνεργεία άσχετα με το πλοίο, χωρίς, μάλιστα, να επιτρέπεται η συμμετοχή του πληρώματος στις εργασίες αυτές. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του ναύτη Α. Σ. περί συνεχούς απασχόλησης του ενάγοντος επί δωδεκάωρο (από 08:00 έως 20:00) χωρίς διάλειμμα δεν κρίνεται πειστικός ως αντικείμενος στα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής. Για τον ίδιο λόγο δεν κρίνεται πειστικός και ο ισχυρισμός της ανθυποπλοιάρχου Κ. Ξ. περί υπάρξεως δύο επιπλέον εικοσάλεπτων διαλειμμάτων (από 10:00 έως 10:20 και από 15:00 έως 15:20) για καφέ. Επίσης, ο ισχυρισμός της ως άνω ανθυποπλοιάρχου περί λήξεως του ωραρίου εργασίας του ενάγοντος στις 17:00 (και όχι στις 20:00), αναιρείται από το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα εκ μέρους της εκκαλούσας – εναγομένης προς τον εφεσίβλητο – ενάγοντα αμοιβής που αντιστοιχούσε σε τρεις ώρες υπερωριακής απασχόλησης ημερησίως. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, με τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας που συνήφθησαν μεταξύ των διαδίκων είχε συμφωνηθεί, και πράγματι καταβαλλόταν στον ενάγοντα, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, κλειστή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, που αντιστοιχούσε σε 90 συνολικά ώρες τέτοιας εργασίας ανά μήνα, και για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, που αντιστοιχούσε σε 35 ώρες τέτοιας εργασίας ανά μήνα. Σύμφωνα δε με τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας – εναγομένης, η ανωτέρω κλειστή αμοιβή που αντιστοιχούσε στις 35 ώρες υπερωριακής εργασίας μηνιαίως κατά τα Σάββατα και τις αργίες δεν αφορούσε στην πραγματικότητα την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις αργίες, για την οποία καταβαλλόταν επιπλέον, πέραν της συμφωνηθείσας, αμοιβή, παρά μόνο την απασχόλησή του επί ένα οκτάωρο κάθε Σάββατο [ενόψει του ότι ο μέσος όρος Σαββάτων ανά μήνα είναι (52 εβδομάδες ÷ 12 μήνες =) 4,33], η δε κλειστή αμοιβή που αντιστοιχούσε στις 90 ώρες υπερωριακής απασχόλησης μηνιαίως κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές δεν αφορούσε στην πραγματικότητα μόνο την εργασία πέραν του οκταώρου κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, αλλά και την αντίστοιχη εργασία (πέραν του οκταώρου) κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Με βάση τους ανωτέρω ισχυρισμούς της, η εκκαλούσα – εναγομένη κατέβαλε στον εφεσίβλητο – ενάγοντα αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση (90 ώρες ÷ 30 ημέρες =) 3 ωρών ημερησίως καθ’ όλες τις ημέρες του μήνα αδιακρίτως, πράγμα το οποίο ασφαλώς δεν θα έπραττε αν ο αντίδικός της εργαζόταν μόνον επί οκτώ ώρες καθημερινά (ήτοι από τις 08:00 μέχρι τις 17:00 με διακοπή μίας ώρας) και επί μία επιπλέον ώρα κάθε δεύτερη ημέρα (όταν το πλοίο προσέγγιζε το λιμένα της Ηγουμενίτσας κατά τις βραδινές ώρες προερχόμενο από την Πάτρα). Από το σύνολο των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου τις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες αυτό πραγματοποιούσε δρομολόγια, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τις καθημερινές και Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αναλυτικά εκτίθεται κατωτέρω, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος και τέλος δ) από τα διδάγματα της κοινής πείρας, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η συνολική ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο ένδικο πλοίο και όσο αυτό εκτελούσε πλόες, ήταν, δώδεκα (12) ώρες κατά τις ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο προσέγγιζε στην Ηγουμενίτσα και ένδεκα (ώρες) κατά τις υπόλοιπες ημέρες και, επομένως, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος ήταν ένδεκα και ημίσεια ώρες (11,5) ώρες και όχι δώδεκα (12), όπως εσφαλμένα έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Παρείχε, συνεπώς, σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010 (αρθρ. 13 και 20§4), κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις και ημίσεια (3,5) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες ένδεκα και ημίσεια (11,5) ώρες τέτοιας εργασίας. Εξάλλου, όπως συνομολογείται στα δικόγραφα της αγωγής και των προτάσεων της εναγομένης που κατατέθηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά τα χρονικά διαστήματα από 07-02-2010 έως και 25-02-2010 και από 24-12-2010 έως και 17-01-2011 το ένδικο πλοίο είχε διακόψει προσωρινά τα δρομολόγιά του προκειμένου να υποβληθεί σε εργασίες επισκευής, μετά το πέρας των οποίων συνέχισε κανονικά, όπως και προηγουμένως, τους πλόες του. Κατά την εκάστοτε πρόσληψη και ναυτολόγηση του ο ενάγων είχε αναλάβει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος οργανικά συγκροτημένου πληρώματος στους πλόες του ανωτέρω πλοίου της εναγομένης, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που θα εκτελούνταν μετά την αποπεράτωση της επισκευής του, όπως πράγματι συνέβη, ενώ δεν υπήρξε συμφωνία με την εναγομένη ότι ο ενάγων, μετά την εκάστοτε διακοπή των πλόων του ένδικου πλοίου για τον ως άνω λόγο, θα παρέμενε σ’ αυτό ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο τούτο θα παρέμενε αργό, για το σκοπό αυτό, στο λιμάνι και χωρίς να έχει αυτός υποχρέωση, περαιτέρω, συμμετοχής στους πλόες του. Τα ανωτέρω δεν αμφισβητούνται ειδικώς από την εναγομένη, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών της, σχετικής ομολογίας της (αρθρ. 261 ΚΠολΔ). Επομένως, οι εξαρχής συμβάσεις ναυτικής εργασίας, τις οποίες είχαν, κατά τα ανωτέρω, συνάψει ο ενάγων με την εναγομένη, διατήρησαν το χαρακτήρα τους αυτό και δεν τον απέβαλαν, μεταλλαχθείσες σε συμβάσεις χερσαίας εργασίας, μετά την εκάστοτε διακοπή των πλόων του πλοίου για τη διενέργεια των εργασιών συντήρησης (βλ. ΑΠ 1602/2012, ΕΝαυτΔ 2013,17, ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007,978, ΑΠ 1643/2003, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Κατά τις παραπάνω χρονικές περιόδους, ο ενάγων απασχολείτο μεν στο πλοίο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, το ημερήσιο ωράριο εργασίας του, όμως, δεν υπερέβαινε το οκτάωρο. Επίσης, ισχυρίζεται ότι απασχολήθηκε επί ένα οκτάωρο ημερησίως κατά τα έξι (6) Σάββατα των περιόδων αυτών (ήτοι κατά τη 13-02-2010, την 20-02-2010, την 25-12-2010, την 01-01-2011, την 08-01-2011 και τη 15-01-2011) και τις αργίες της Καθαράς Δευτέρας του έτους 2010 (15-02-2010) και της εορτής των Θεοφανείων του έτους 2011 (06-01-2011, η οποία συνέπεσε με ημέρα Πέμπτη). Όπως αποδεικνύεται από τους μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής που αφορούν τα χρονικά διαστήματα από 24-12-2010 έως 31-12-2010 και από 01-01-2011 έως 15-01-2011, ο ενάγων απασχολήθηκε πράγματι επί ένα οκτάωρο ημερησίως κατά τις αργίες της 26-12-2010 (δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 2010, η οποία συνέπεσε με ημέρα Κυριακή) και της 06-01-2011 (εορτή των Θεοφανείων του έτους 2011), λόγος για τον οποίο του καταβλήθηκε και η σχετική αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης. Αντιθέτως, από κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων απασχολήθηκε και κατά τα έξι (6) συνολικά Σάββατα (ήτοι τη 13-02-2010, την 20-02-2010, την 25-12-2010, που ήταν συγχρόνως και αργία, ήτοι η ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 2010, την 01-01-2011, που ήταν συγχρόνως και αργία, ήτοι η πρώτη του έτους 2011, την 08-01-2011 και τη 15-01-2011) των ως άνω χρονικών περιόδων ή την αργία της Καθαράς Δευτέρας του έτους 2010 (15-02-2010). Επομένως, εφόσον η εναγομένη αρνείται ρητώς την παροχή υπερωριακής εργασίας του αντιδίκου της κατά τα Σάββατα και τις αργίες των προαναφερόμενων χρονικών διαστημάτων, ο δε ενάγων, που φέρει το βάρος απόδειξης του σχετικού ισχυρισμού του, δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αυτό παρά μόνον αναφορικά με την υπερωριακή του απασχόληση (επί ένα οκτάωρο) κατά την αργία της εορτής των Θεοφανείων του έτους 2011, πρέπει ο συγκεκριμένος ισχυρισμός να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσία βάσιμος, και δη μόνο ως προς την προαναφερόμενη αργία (της εορτής των Θεοφανείων του έτους 2011), κατά τα λοιπά, δε, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Το δε Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ουσία βάσιμο τον ανωτέρω αγωγικό ισχυρισμό στο σύνολό του, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακώς (πέραν του οκταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες): α) κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2010 [24 ημέρες (ήτοι 19 καθημερινές + 5 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 84 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (84 ώρες χ 5,12 € =) 430,08 €, και [7 ημέρες (ήτοι 5 Σάββατα και 2 αργίες, την 1η του έτους, και την εορτή των Θεοφανείων – 06/01) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 80,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (80,5 ώρες χ 6,14 € =) 494,27 €, β) κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2010 [7 ημέρες (ήτοι 6 καθημερινές + 1 Κυριακή) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 24,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (24,5 ώρες χ 5,12 € =) 125,44 €, και [2 ημέρες (ήτοι 2 Σάββατα) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 23 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (23 ώρες χ 6,14 € =) 141,22 €, γ) κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2010 [26 ημέρες (ήτοι 22 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 91 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (91 ώρες χ 5,12 € =) 465,92 €, και [5 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα και 1 αργία, την 25η Μαρτίου) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 57,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (57,5 ώρες χ 6,14 € =) 353,05 €, δ) κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2010 [20 ημέρες (ήτοι 16 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 70 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (70 ώρες χ 5,12 € =) 358,40 €, και [7 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα και 3 αργίες, τη Μεγάλη Παρασκευή – 02/04, τη Δευτέρα του Πάσχα – 05/04, και την ημέρα του Αγίου Γεωργίου – 23/04) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 80,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (80,5 ώρες χ 6,14 € =) 494,27 €, ε) κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 2010 [26 ημέρες (ήτοι 22 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 91 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (91 ώρες χ 5,12 € =) 465,92 €, και [4 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 46 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (46 ώρες χ 6,14 € =) 282,44 €, στ) κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2010 [26 ημέρες (ήτοι 22 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 91 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (91 ώρες χ 5,12 € =) 465,92 €, και [5 ημέρες (ήτοι 5 Σάββατα) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 57,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (57,5 ώρες χ 6,14 € =) 353,05 €, ζ) κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2010 [26 ημέρες (ήτοι 22 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 91 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (91 ώρες χ 5,12 € =) 465,92 €, και [5 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα και 1 αργία, τη 15η Αυγούστου, η οποία συνέπεσε με ημέρα Κυριακή) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 57,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (57,5 ώρες χ 6,14 € =) 353,05 €, η) κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2010 [25 ημέρες (ήτοι 21 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 87,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (87,5 ώρες χ 5,12 € =) 448 €, και [5 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα και 1 αργία, τη 14η Σεπτεμβρίου) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 57,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (57,5 ώρες χ 6,14 € =) 353,05 €, θ) κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010 [25 ημέρες (ήτοι 20 καθημερινές + 5 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 87,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (87,5 ώρες χ 5,12 € =) 448 €, και [6 ημέρες (ήτοι 5 Σάββατα και 1 αργία, την 28η Οκτωβρίου) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 69 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (69 ώρες χ 6,14 € =) 423,66 €, ι) κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 2010 [26 ημέρες (ήτοι 22 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 91 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (91 ώρες χ 5,12 € =) 465,92 €, και [4 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 46 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (46 ώρες χ 6,14 € =) 282,44 €, ια) κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010 [19 ημέρες (ήτοι 16 καθημερινές + 3 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 66,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (66,5 ώρες χ 5,12 € =) 340,48 €, και [4 ημέρες (ήτοι 3 Σάββατα και 1 αργία, την ημέρα του Αγίου Νικολάου – 06/12) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 46 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (46 ώρες χ 6,14 € =) 282,44 €, ιβ) κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2011 [12 ημέρες (ήτοι 10 καθημερινές + 2 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 42 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (42 ώρες χ 5,12 € =) 215,04 €, και {[2 ημέρες (ήτοι 2 Σάββατα) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 23 ώρες + [1 ημέρα (ήτοι την αργία της εορτής των Θεοφανείων – 06/01) χ 8 ώρες υπερωριακής εργασίας =] 8 ώρες =} 31 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (31 ώρες χ 6,14 € =) 190,34 €, ιγ) κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2011 [24 ημέρες (ήτοι 20 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 84 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (84 ώρες χ 5,12 € =) 430,08 €, και [4 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 46 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (46 ώρες χ 6,14 € =) 282,44 €, ιδ) κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2011 [25 ημέρες (ήτοι 21 καθημερινές + 4 Κυριακές) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 87,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (87,5 ώρες χ 5,12 € =) 448 €, και [5 ημέρες (ήτοι 4 Σάββατα και 1 αργία, την 25η Μαρτίου) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 57,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (57,5 ώρες χ 6,14 € =) 353,05 €, και ιε) κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2011 [3 ημέρες (ήτοι 2 καθημερινές + 1 Κυριακή) χ 3,5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 10,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (10,5 ώρες χ 5,12 € =) 53,76 €, και [1 ημέρα (ήτοι 1 Σάββατο) χ 11,5 ώρες υπερωριακής εργασίας =] 11,5 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (11,5 ώρες χ 6,14 € =) 70,61 €. Εδικαιούτο, επομένως, ο ενάγων ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας το συνολικό ποσό των [(430,08 + 125,44 + 465,92 + 358,40 + 465,92 + 465,92 + 465,92 + 448 + 448 + 465,92 + 340,48 + 215,04 + 430,08 + 448 + 53,76 =) 5.626,88 € που συνιστά τη συνολική αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές + (494,27 + 141,22 + 353,05 + 494,27 + 282,44 + 353,05 + 353,05 + 353,05 + 423,66 + 282,44 + 282,44 + 190,34 + 282,44 + 353,05 + 70,61 =) 4.709,38 € που συνιστά τη συνολική αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες =] 10.336,26 €. Έναντι του ποσού αυτού αυτός έλαβε, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής: α) για αμοιβή υπερωριών κατά τις καθημερινές και Κυριακές: 451,45 € για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2010 + (75,24 + 90,29 =) 165,53 € για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2010 + 451,45 € για το μήνα Μάρτιο του έτους 2010 + 406,31 € για το μήνα Απρίλιο του έτους 2010 + 451,45 € για το μήνα Ιούνιο του έτους 2010 + 451,45 € για το μήνα Ιούλιο του έτους 2010 + 451,45 € για το μήνα Αύγουστο του έτους 2010 + 451,45 € για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2010 + 451,45 € για το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010 + 451,45 € για το μήνα Νοέμβριο του έτους 2010 + 331,06 € για το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010 + 90,20 € αναδρομικά για το έτος 2010 + 225,72 € για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2010 + 460,47 € για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2010 + 460,47 € για το μήνα Μάρτιο του έτους 2010 + 61,40 € για το μήνα Απρίλιο του έτους 2010 = 5.812,76 € και β) για αμοιβή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες: (210,67 + 96,31 =) 306,98 € για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2010 + (42,13 + 35,11 =) 77,24 € για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2010 + (210,67 + 48,15 =) 258,82 € για το μήνα Μάρτιο του έτους 2010 + (189,60 + 144,46 =) 334,06 € για το μήνα Απρίλιο του έτους 2010 + 210,67 € για το μήνα Ιούνιο του έτους 2010 + 210,67 € για το μήνα Ιούλιο του έτους 2010 + (210,67 + 48,15 =) 258,82 € για το μήνα Αύγουστο του έτους 2010 + (210,67 + 48,15 =) 258,82 € για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2010 + (210,67 + 48,15 =) 258,82 € για το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010 + 210,67 € για το μήνα Νοέμβριο του έτους 2010 + (154,49 + 48,15 =) 202,64 € για το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010 + (42,11 + 10,58 =) 52,69 € αναδρομικά για το έτος 2010 + [105,33 + 48,15 + 48,15 (το τελευταίο αυτό ποσό των 48,15 € συνομολογεί ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του ότι το έλαβε ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά την αργία της εορτής των Θεοφανείων – 06/01/2011, προβαίνοντας, μάλιστα, στην αφαίρεση αυτού από την αμοιβή που δικαιούται, κατά τους ισχυρισμούς του, για την αιτία αυτή) =] 201,63 € για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2011 + 214,88 € για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2011 + (214,88 + 98,23 =) 313,11 € για το μήνα Μάρτιο του έτους 2011 + 28,65 € για το μήνα Απρίλιο του έτους 2011 = 3.399,17 €. Συνεπώς, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον ενάγοντα για την υπερωριακή του απασχόληση στο πλοίο «…» κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ανήλθε στις (5.812,76 + 3.399,17 =) 9.211,93 €. Με βάση τα ανωτέρω, το ποσό που οφείλεται στον ενάγοντα ως διαφορά επί της πρόσθετης αμοιβής για την υπερωριακή εργασία του ανέρχεται στις (10.336,26 – 9.211,93 =) 1.124,33 €. Στο σημείο τούτο πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόσθετη αμοιβή που δικαιούται ο ενάγων για την υπερωριακή του απασχόληση υπολογίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20§§2,3 και 3α της Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010, ως εξής: Το ποσό του μισθού ενεργείας του ναυτόπαιδα, όπως αυτός ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 2§1 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. (δηλαδή το ποσό των 708,11 €), διαιρείται διά των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων διά της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους διά δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του πηλίκου που προκύπτει από τη διαίρεση αυτή (4,33) επί τις ώρες της εκάστοτε ισχύουσας εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως [οι οποίες καθορίζονται σε σαράντα (40) με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 13§1 της ίδιας ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε.]. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται σε 173. Για κάθε πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κανονισμένων σαράντα ωρών, η υπερωριακή αμοιβή του ναυτόπαιδα που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 20, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25% (ήτοι 708,11 € ÷ 173 χ 1,25 = 5,12). Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. (1η του Έτους, εορτή των Θεοφανείων, Καθαρή Δευτέρα, 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, ημέρα του Αγίου Γεωργίου, 1η Μαΐου, ημέρα της Αναλήψεως, 15η Αυγούστου, 14η Σεπτεμβρίου, 28η Οκτωβρίου, ημέρα του Αγίου Νικολάου, ημέρα των Χριστουγέννων, δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων και οι εις τους ελληνικούς λιμένες αναγνωρισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές εφόσον το πλοίο ναυλοχεί σε κάποιον απ’ αυτούς), αυτός δικαιούται στην καταβολή υπερωριακής αμοιβής ίσης με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2§1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες (ήτοι 708,11 € ÷ 173 χ 1,50 = 6,14). Όπως σαφώς προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, η προσαύξηση του 1/173 του μισθού ενεργείας κατά ποσοστό 50% αφορά μόνο την πρόσθετη αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις καθοριζόμενες στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 10 αργίες, όχι δε και την υπερωριακή απασχόληση κατά τις Κυριακές, όπως εσφαλμένα έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και αν και αυτές θεωρούνται ημέρες αργίας κατά τη διάταξη του άρθρου 14§1 της αυτής Σ.Σ.Ν.Ε. Η παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές αμείβεται με την πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 20§3 (δηλαδή με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά ποσοστό 25% ανά ώρα) που ισχύει και για την υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές. Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς το κονδύλιο της διαφοράς επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας που παρείχε ο ενάγων τόσο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες και επεδίκασε σ’ αυτόν το συνολικό ποσό των 2.812,70 €, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο (κρίνοντας νόμιμο το αίτημα της αγωγής για καταβολή αμοιβής για την πέραν του οκταώρου υπερωριακή εργασία κατά τις Κυριακές, υπολογιζόμενης με προσαύξηση ποσοστού 50% επί του 1/173 του μισθού ενεργείας για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης), ενώ επιπλέον έσφαλε και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων (κρίνοντας αφενός μεν ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος κατά τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε πλόες ήταν δώδεκα ώρες αφετέρου δε ότι ο ως άνω διάδικος απασχολείτο επί ένα οκτάωρο ημερησίως κατά τα Σάββατα και την αργία της Καθαράς Δευτέρας των χρονικών περιόδων κατά τις οποίες το πλοίο τελούσε υπό επισκευή), και συνεπώς, ο σχετικός (δεύτερος) λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ ο αντίστοιχος (πρώτος) λόγος της αντέφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2§§1 και 2, 3, 5§1, 8§§1,2 και 3 και 36 της Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010, και ενόψει του ότι δεν κατέστη δυνατό να χορηγηθεί η άδεια του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο ένδικο πλοίο, όπως συνομολογείται από την εναγομένη, ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως μισθό ενεργείας ποσού 708,11 €, ιδιαίτερη αμοιβή για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά την Κυριακή ποσού 155,78 €, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας ποσού 21,24 € και αποζημίωση αδείας με το ανάλογο αντίτιμο τροφής ποσού [(708,11 € μισθός ενεργείας + 155,78 € επίδομα Κυριακών) χ 1/22 + 15,93 ημερήσιο αντίτιμο τροφής] χ 8 ημέρες = 441,58 €, ήτοι συνολικά το ποσό των (708,11 + 155,78 + 21,24 + 441,58 =) 1.326,71 €. Επομένως, κατά τις 44 συνολικά ημέρες των προαναφερόμενων χρονικών περιόδων κατά τις οποίες το ένδικο πλοίο τελούσε υπό επισκευή (ήτοι τις 19 ημέρες του χρονικού διαστήματος από 07-02-2010 έως και 25-02-2010 και τις 25 ημέρες του χρονικού διαστήματος από 24-12-2010 έως και 17-01-2011), οπότε ο ενάγων εξακολουθούσε να παραμένει ναυτολογημένος σ’ αυτό, εδικαιούτο συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των {1.326,71 € χ [1 μήνας + 14/30 του μήνα (ήτοι 44 ημέρες)] =} 1.945,84 €. Έναντι του ποσού αυτού αυτός έλαβε, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής, αλλά όπως και ο ίδιος συνομολογεί στο δικόγραφο της προσθήκης των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το συνολικό ποσό των 1.820,99 € και συγκεκριμένα: α) ως μισθό ενεργείας: για το χρονικό διάστημα από 07-02-2010 έως 25-02-2010 το ποσό των 439,67 €, για το χρονικό διάστημα από 24-12-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 185,13 € και για το χρονικό διάστημα από 01-01-2011 έως 15-01-2011 το ποσό των 347,11 €, β) ως επίδομα Κυριακών: για το χρονικό διάστημα από 07-02-2010 έως 25-02-2010 το ποσό των 96,73 €, για το χρονικό διάστημα από 24-12-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 40,73 € και για το χρονικό διάστημα από 01-01-2011 έως 15-01-2011 το ποσό των 76,36 €, γ) ως επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας: για το χρονικό διάστημα από 07-02-2010 έως 25-02-2010 το ποσό των 13,18 €, για το χρονικό διάστημα από 24-12-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 5,55 € και για το χρονικό διάστημα από 01-01-2011 έως 15-01-2011 το ποσό των 10,40 € και δ) ως αποζημίωση αδείας με το ανάλογο αντίτιμο τροφής: για το χρονικό διάστημα από 07-02-2010 έως 25-02-2010 το ποσό των 274,22 €, για το χρονικό διάστημα από 24-12-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 115,44 € και για το χρονικό διάστημα από 01-01-2011 έως 15-01-2011 το ποσό των 216,47 €. Με βάση τα ανωτέρω, το ποσό που οφείλεται στον ενάγοντα ως διαφορά επί του βασικού μισθού του, του επιδόματος Κυριακών, του επιδόματος βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας και της αποζημίωσης αδείας με τροφοδοσία για την απασχόλησή του στο ένδικο πλοίο κατά τις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες αυτό τελούσε υπό επισκευή ανέρχεται στα (1.945,84 – 1.820,99 € =) 124,85 €. Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς το κονδύλιο της διαφοράς επί του βασικού μισθού, του επιδόματος Κυριακών, του επιδόματος βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας και της αποζημίωσης αδείας με τροφοδοσία που εδικαιούτο ο ενάγων για την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα από 07-02-2010 έως 25-02-2010 και από 24-12-2010 έως 17-01-2011 και επεδίκασε σ’ αυτόν το συνολικό ποσό των 642,37 €, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και συνεπώς, ο σχετικός (τρίτος) λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολογήσεως μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, ο οποίος δεν υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75§2 εδ. β΄ ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Αντίθετα αποζημίωση δεν οφείλεται, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση λύσης της σύμβασης με αμοιβαία συναίνεση (ΕφΠειρ 22/2003, ΕΝαυτΔ 2003,284, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων αποναυτολογήθηκε την 04-04-2011 από το ένδικο πλοίο, λόγω αμοιβαίας συναίνεσης μεταξύ αυτού και του πλοιάρχου, σύμφωνα με τη σχετική αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ισχυρίζεται, όμως, αυτός (ο ενάγων) ότι στην πραγματικότητα η τελευταία από τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του λύθηκε λόγω μονομερούς καταγγελίας της από τον πλοίαρχο, χωρίς να υπάρχει παράπτωμα του ιδίου (του ενάγοντος), συνήνεσε δε να αναγραφεί στο ναυτικό του φυλλάδιο η αμοιβαία συναίνεση ως λόγος της απολύσεώς του επειδή ο πλοίαρχος τον διαβεβαίωσε ότι θα επαναναυτολογείτο μετέπειτα στο ίδιο ή σε άλλο πλοίο της εναγομένης. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, παρότι επιβεβαιώνεται από το ναύτη Α. Σ. στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του (η οποία κατά το σημείο τούτο δεν κρίνεται πειστική). Και τούτο διότι, όπως αποδεικνύεται, ο ενάγων είχε υποβάλει εγγράφως, πέντε ημέρες προ της απολύσεώς του (ήτοι την 30-03-2011), στον πλοίαρχο του πλοίου «…» αίτηση παραίτησης με την οποία, επικαλούμενος οικογενειακούς λόγους, ζητούσε από τον τελευταίο να μεριμνήσει για την απόλυσή του στο λιμένα της Πάτρας κατά την 04-04-2011 (βλ. το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο έγγραφο της ως άνω αίτησης το οποίο φέρει τις υπογραφές του ενάγοντος, του υπάρχου και του πλοιάρχου του ένδικου πλοίου). Από το γεγονός αυτό σαφώς συνάγεται ότι η λύση της σύμβασής του επήλθε μετά από δική του πρωτοβουλία. Επομένως, παρότι η αναγραφή από τον πλοίαρχο ότι η λύση της σύμβασης εργασίας του ναυτικού επήλθε με αμοιβαία συναίνεση αυτών, είναι δεκτική ανταποδείξεως (ΕφΠειρ 346/2011, ΕΝαυτ 2011,271, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), στην προκείμενη περίπτωση ουδόλως αποδεικνύεται ότι η σχετική αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και ότι η δεύτερη χρονικά από τις ένδικες συμβάσεις εργασίας του λύθηκε ανυπαίτια και χωρίς τη θέλησή του, ώστε να δικαιούται αυτός αποζημιώσεως απολύσεως. Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης απολύσεως και επεδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 1.357,30 €, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και συνεπώς, ο σχετικός (τέταρτος) λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ ο αντίστοιχος (δεύτερος) λόγος της αντέφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται συνολικά για τις παραπάνω αιτίες, ήτοι α) ως διαφορά επί της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας και β) ως διαφορά επί του βασικού μισθού του, του επιδόματος Κυριακών, του επιδόματος βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας και της αποζημίωσης αδείας με τροφοδοσία το συνολικό ποσό των (1.124,33 + 124,85 =) 1.249,18 €.
Με βάση τα προεκτεθέντα, πρέπει αφενός μεν να απορριφθεί η αντέφεση ως ουσία αβάσιμη, αφετέρου δε να γίνει δεκτή η έφεση και από ουσιαστικής πλευράς και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της ώστε να προκύψει ενιαίος εκτελεστός τίτλος με ενότητα περιεχομένου (ΑΠ 784/1984, Δνη 1985,642, ΕφΑθ 2875/2006, ΕπΔΠολ 2007,321, ΕφΠειρ 172/2003, ΕπΝαυτΔ 2003,133, ΕφΑθ 6731/1992, Δνη 1993,158, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί από το Δικαστήριο τούτο η υπόθεση (αρθρ. 535§1 ΚΠολΔ), πρέπει η ένδικη αγωγή, η οποία – κατά την κύρια βάση της – στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 53, 60 εδ. α΄, 84 ΚΙΝΔ, 648, 649, 653, 655, 680, 293, 340, 341, 345, 346 και 361 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.5.10/01/25-10-2010 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1743/05-11-2010), καθώς και τη διάταξη του άρθρου 176 ΚΠολΔ, να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των χιλίων διακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (1.249,18 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας της τελευταίας απολύσεώς του (ήτοι από την 05-04-2011) και μέχρις εξοφλήσεως, αφού για τις περί τόκων διατάξεις της εκκαλουμένης δεν υποβλήθηκε σχετικό παράπονο με την έφεση της εναγομένης και την αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 2085/1984, Δίκη 1986,78, ΝοΒ 1985,1166, ΕφΑθ 1716/2004, ΝοΒ 2005,94). Εξάλλου, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, με βάση και το σχετικό αίτημά του, να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης, ανάλογα με το ποσοστό της ήττας της τελευταίας (άρθρα 178§1, 183, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 10-07-2014 έφεση και την υποβληθείσα με τις από 05-03-2015 προτάσεις του εφεσίβλητου αντέφεση.
Δέχεται τυπικώς την έφεση και την αντέφεση.
Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την αντέφεση.
Δέχεται ουσιαστικώς την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 155/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Δέχεται εν μέρει την από 11-11-2011 αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των χιλίων διακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (1.249,18 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας της τελευταίας απολύσεώς του (ήτοι από την 05-04-2011) και μέχρις εξοφλήσεως.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης – εναγομένης ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος – ενάγοντος, το οποίο ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 17-09-2015.
Ο Δικαστής Η Γραμματέας