Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   2657/2022

(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης 7822/3536/2021)

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, και από τη γραμματέα Ιωάννα Κατσαρού-Στάθη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 30ή Νοεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: …, κατοίκου …), με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, δυνάμει του από 29.11.2021 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Γεώργιος Γεωργιάδης του Αποστόλου (ΑΜ/ΔΣΑ 22420) και Δημήτριος Μανωλόπουλος του Λεωνίδα (ΑΜ/ΔΣΑ 32025) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των ιδίων ως άνω πληρεξούσιων δικηγόρων, που προσκόμισαν αντιστοίχως τα υπ’ αριθ. …/30.11.2021 και …/29.11.2021 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσαν προτάσεις.

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος, δυνάμει του από 21.7.2022 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια αρχή, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Κυριακή Μακρή του Κωνσταντίνου (ΑΜ/ΔΣΑ 35422) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια της ιδίας ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/30.11.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.

Ο καθ’ ου η κλήση – ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 19.2.2020 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 1568/20.2.2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 828/20.2.2020, προσδιορίστηκε σύμφωνα με τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν με το Ν. 4335/2015, για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 12.1.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο, ότε και συζητήθηκε, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 1845/2021 απόφαση, η οποία διέταξε τα εκεί αναφερόμενα. Ήδη η καλούσα – εναγόμενη με την από 6.10.2021 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 7822/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3536/2021 κλήση της, η οποία προσδιορίσθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο επαναφέρει την ως άνω αγωγή προς συζήτηση.

Κατά τη συζήτησή της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και οι παριστάμενοι πληρεξούσιοι δικηγόροι ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α΄ ΚΠολΔ, «Αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί». Από τη διατύπωση και το σκοπό της παραπάνω διάταξης, που έχει θεσπισθεί για την εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 141/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συνάγεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή, ορθότερα, και παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, την αναστολή της συζήτησης μιας αγωγής, όταν η διάγνωση της διαφοράς, που εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται, ολικά ή μερικά, από την επίλυση κάποιου ζητήματος, το οποίο αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ίδιου ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών προσώπων και εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα αυτής, δηλαδή, να συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα ότι αυτή η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα πρέπει να αναβληθεί. Ο Δικαστής, που καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αναστολής της δίκης, σταθμίζει ταυτόχρονα τον κίνδυνο επιβράδυνσής της, ώστε να διατάσσει την αναστολή της, μόνο όταν αυτό ενδείκνυται λόγω των δυσχερειών του εκκρεμούς ζητήματος, προκειμένου να μην παρελκύεται η δίκη (ΕφΛαρ 268/2012 Δικογραφία 2012.371, ΕφΔωδ 219/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ αναστολή συζήτησης μιας αγωγής μπορεί να διαταχθεί και όταν κάποιο σοβαρό νομικό ζήτημα έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί (ΑΠ 1330/2017, ΑΠ 602/2015, ΑΠ 355/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ τονίζεται ότι για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου από την απόφαση του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η άλλη δίκη, αλλά αρκεί οποιαδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς, όπως στην περίπτωση που η απόφαση του άλλου δικαστηρίου θα συνεκτιμηθεί απλώς στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας (ΕφΑθ 3220/2003 ΕλλΔνη 2003.1410, ΕφΑθ 370/1993 ΕλλΔνη 1994.492). Η με βάση την παραπάνω διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ εκδοθείσα απόφαση είναι μη οριστική, δυναμένη να ανακληθεί οποτεδήποτε, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως κάποιου από τους διαδίκους (ΑΠ 1709/1995 ΕΕΝ 1997.360, ΕφΑθ 4284/1993 ΑρχΝ 1994.303), η δε σχετική κρίση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τη διάταξη αυτή εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 1999.635). Τέλος, η απόφαση, που αναστέλλει τη δίκη κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, είναι μη οριστική και δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα, η δε επαναλαμβανόμενη μετά την αναστολή συζήτηση θεωρείται συνέχεια της αρχικής (ΜονΕφΠατρ 131/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Χ. Τριανταφυλλίδης, σε Χαρ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 1ος τόμος, 6η έκδ. 2016, άρθρο 249, αριθ. 6, σελ. 809-810). Επομένως, δεν χωρεί στη συζήτηση που συνεχίζεται εφαρμογή των άρθρων 237, 238 ΚΠολΔ (αντίθ. Ολομέλεια ΠΠρΧαλκίδας 2/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ότι εφαρμόζονται τα άρθρα 237, 238 ΚΠολΔ), αλλά ορθότερα χωρεί αναλογική εφαρμογή του άρθρου 254, δηλαδή η κατάθεση νέων προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, χωρίς βεβαίως αυτό να αποκλείεται, οι δε προτάσεις και τα αποδεικτικά μέσα που κατατέθηκαν στην αρχική συζήτηση ισχύουν για την επαναλαμβανόμενη (Κ. Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, άρθρα 208-320 ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2019, 249 αριθ. 11, σελ. 155-156). Άλλωστε, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 254 ΚΠολΔ, ενδεχόμενη κατάθεση ιδιαίτερων προτάσεων μπορεί πλέον να γίνει ακόμη και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, όσον δε αφορά στην ευχέρεια των διαδίκων να αξιολογήσουν τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, το παρόν Δικαστήριο προκρίνει τη θέση ότι εδώ εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 237 παρ. 7 ΚΠολΔ, ώστε οι διάδικοι να υποβάλουν με προσθήκη την αξιολόγησή τους εντός 8 ημερών από την ολοκλήρωση των αποδείξεων (βλ. σχετ. Κ. Μακρίδου, ό.π., 254 αριθ. 2, σελ. 163). Τέλος, η κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Κανονισμός «Βρυξέλλες Ια») δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της μεταγενέστερα ασκηθείσας αγωγής, προβαίνει, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ (βλ. Νίκα σε Νίκα/Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, υπό το άρθρο 30 παρ. 7, σελ. 474). Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 6.10.2021 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 7822/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3536/2021 κλήση της εναγόμενης, νομίμως φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η από 19.2.2020 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 1568/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 828/2020 αγωγή του καθ’ ου η κλήση, ύστερα από την έκδοση της υπ’ αριθ. 1845/2021 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 19.12.2019 αγωγής με διαδίκους, αφενός ως ενάγουσες, την …, την εταιρεία «…» και αφετέρου, ως εναγόμενες, τις εταιρείες «…» (“…”) και «…» ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου της Αγγλίας και της Ουαλίας, Τμήμα Εμπορικών Διαφορών [High Court of Justice, Business and Property Courts of England and Wales – Commercial Court (Queen’s Bench Division)]. Ήδη, επί της ως άνω αγωγής με στοιχεία CL-2019-000793 έχει εκδοθεί η από 29.1.2021 Απόφαση του Δικαστή … ως Δικαστή του Ανώτερου Δικαστηρίου και η από 29.1.2021 Διάταξη (με σφραγίδα της 4ης Φεβρουαρίου 2021) του ιδίου. Η Απόφαση και η Διάταξη αυτές είναι οριστικές και δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο, ουδεμία δε εντολή έφεσης ή αναίρεσης έχει εκδοθεί κατ’ αυτών [βλ. σχετ. το από 5.10.2021 πιστοποιητικό της Βασιλικής Δικαστικής Υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου – Δικαστήρια Επιχειρηματικών και Περιουσιακών Υποθέσεων της Αγγλίας και της Ουαλίας, που φέρει την από 7.10.2021 Επισημείωση (Apostille) της Σύμβασης της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961].

Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, όσα παρέλειψε, από το νόμο, τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Πρέπει, περαιτέρω, να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας, που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του (ΑΠ 838/2011 ΧρΙΔ 2012.114). Παράνομη δε συμπεριφορά που μπορεί, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, να οδηγήσει σε ευθύνη με τις διατάξεις της αδικοπραξίας, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό κανόνα δικαίου, που θεμελιώνει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος ή σε απαγορευτικό κανόνα δικαίου, όπως συντρέχει στην περίπτωση της υπεξαίρεσης της διάταξης του άρθρου 375 ΠΚ, όταν δηλαδή ο υπαίτιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο ή του το έχουν εμπιστευθεί, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας (ΑΠ 2258/2014, ΑΠ 28/2010, ΕφΑθ 3414/2021, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι ολικά ή εν μέρει ξένο, ως ξένο δε θεωρείται το πράγμα, το οποίο βρίσκεται σε ξένη, αναφορικά με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο, και δεν έχει περιέλθει στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη, τέτοιο δε θεωρείται και το χρηματικό ποσό, που εισπράττει κάποιος για λογαριασμό άλλου για ορισμένο σκοπό, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, ιδίως δε με κάποια έννομη σχέση, όπως εντολή, μίσθωση κ.λπ., γ) παράνομη ιδιοποίηση από τον δράστη του πράγματος, η οποία (ιδιοποίηση) συντρέχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή δίχως άλλη νόμιμη αιτία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει στην περιουσία του βρισκόμενο στην κατοχή του ξένο κινητό πράγμα, εξουσιάζοντας και διαθέτοντας αυτό σαν να ήταν κύριος, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Έτσι, χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 ΠΚ, ο χρόνος, κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος και ενσωμάτωσής του στην περιουσία του [ΑΠ (Ποιν.) 486/2020, ΑΠ (Ποιν.) 1520/2019, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 του ν. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της πληρωμής. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο, όπως είναι εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αντίθετα, επί διεπομένων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, στις οποίες η αποζημίωση οφείλεται σε χρήμα με τη στενή έννοια (άρθρο 297 ΑΚ), δηλαδή σε ευρώ, με το οποίο θα μετρηθεί η ζημία του αδικηθέντος και θα πληρωθεί η αποζημίωση, συνάγεται ότι, αν πριν από την έγερση της αγωγής η προξενηθείσα ζημία αποκαταστάθηκε με δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, για τον υπολογισμό της ζημίας του αδικηθέντος και άρα για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών (ΟλΑΠ 14/1997 ΝοΒ 1998.43, ΟλΑΠ 15/1996 ΕλλΔνη 1996.25, ΟλΑΠ 9/1995 ΠειρΝομολ 1996.9, ΑΠ 388/2015 ΧρΙΔ 2015.531, ΑΠ 1595/2001 ΧρΙΔ 2002.49, ΑΠ 698/2006 ΝοΒ 2007.2061). Τα παραπάνω ισχύουν σε περίπτωση που η θετική ζημία έχει ήδη αποκατασταθεί στο εξωτερικό από τον ίδιο το ζημιωθέντα πριν την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης. Αντίθετα, σε όσες περιπτώσεις δεν έχει μεσολαβήσει αποκατάσταση της θετικής ζημίας, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης είναι αυτός της παροχής έννομης προστασίας και ως εκ τούτου για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης ο υπολογισμός σε ευρώ της αξίας του αλλοδαπού νομίσματος γίνεται κατά το χρόνο της επ’ ακροατηρίω συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 477/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ίδρυσε τον Σεπτέμβριο 2013 με την εναγόμενη αδελφή του την εταιρεία με την επωνυμία “…”, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στις …, πραγματικά, όμως, στον ……, συμμετέχοντας έκαστος αυτών με νομικά πρόσωπα συμφερόντων του και δη ο ενάγων με την εταιρεία συμφερόντων του “…” και η εναγόμενη με την εταιρεία συμφερόντων της “…”, σε ποσοστό 50% εκάστη του μετοχικού κεφαλαίου της, με αντικείμενο την αγορά και εκμετάλλευση πλοίων ξηρού φορτίου και με την άτυπη συμφωνία τα κέρδη από την εκμετάλλευσή τους να μοιράζονται ισομερώς, την οποία (συμφωνία) συνομολογεί και η εναγόμενη στην από 19.12.2019 αγωγή που εκείνη έχει ασκήσει ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων. Ότι στην εν λόγω εταιρεία, στη συνέχεια, εισήλθε η εταιρεία επενδύσεων “…” και, μετά από αλλεπάλληλες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, τα ποσοστά κάθε μετόχου διαμορφώθηκαν σε 47,5% για την “…”, σε 47,5% για την “…” και σε 5% για την “…”. Ότι μέχρι το 2016, η εν λόγω εταιρεία συμμετοχών είχε στην ιδιοκτησία της πέντε (5) πλοία μέσω ισάριθμων μονοβάπορων εταιρειών, ενώ σήμερα έχει στην ιδιοκτησία της δύο εξ αυτών. Ότι το έτος 2016 η ίδια εταιρεία μεταβίβασε το πλοίο «…» αντί τιμήματος 13.750.000 δολαρίων ΗΠΑ σε εταιρεία συμφερόντων της εναγόμενης, σε δύο φάσεις, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και ότι, αφαιρουμένης της προμήθειας του μεσίτη, το τίμημα ανήλθε στο ποσό των 13.612.500 δολαρίων, μετά δε την αποπληρωμή του αναφερόμενου οφειλόμενου δανείου, οφειλών του πλοίου, αμοιβών του πληρώματος και τόκων, το καθαρό κέρδος από την πώληση του πλοίου προς διανομή μεταξύ αυτού και της εναγόμενης ανήλθε στο ποσό των 3.640.159,12 δολαρίων, επειδή δε τα κέρδη από την εκμετάλλευση του πλοίου για την περίοδο από την πώληση του πλοίου στην “…”, στις 22.12.2016, έως την πώλησή του στην εταιρεία “…”, στις 2.9.2017, ανήλθαν σε 1.000.000 δολ. ΗΠΑ, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή, συνολικά τα καθαρά κέρδη προς διανομή μεταξύ των διαδίκων, βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας, ανήλθαν σε 4.640.159,12 δολ. ΗΠΑ, επομένως η εναγόμενη όφειλε να του αποδώσει το 50% αυτών, ήτοι 2.320.079,56 δολ. ΗΠΑ. Ότι με την από 30.12.2019 εξώδικη δήλωσή του κάλεσε την εναγόμενη εντός δέκα (10) ημερών από την επίδοσή της να του καταβάλει το ποσό αυτό των 2.320.079,56 δολ. ΗΠΑ στον προσωπικό του λογαριασμό, πλην όμως η εναγόμενη δεν του κατέβαλε κάποιο ποσό, αντίθετα διά των Άγγλων δικηγόρων της επικαλέστηκε έγγραφο σύμφωνα με το οποίο έχει προβεί σε καταβολές προς αυτόν που υπερβαίνουν το ποσό που θα έπρεπε να τού έχει αποδώσει κατά τα συμφωνηθέντα και με το οποίο δήθεν εκείνος αναγνώρισε ότι της οφείλει το ποσό των 298.669,95 δολ. ΗΠΑ, έγγραφο το οποίο ο ενάγων αγνοεί, όπως δήλωσε στην εναγόμενη με σχετική νεότερη εξώδικη δήλωσή του. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων, επικαλούμενος παράνομη ιδιοποίηση του ποσού των 2.320.079,56 δολ. ΗΠΑ από την εναγόμενη, η οποία ενήργησε αντίθετα με τα χρηστά ήθη και κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας, ζητά, επικαλούμενος τις περί αδικοπραξιών διατάξεις σε συνδυασμό με το άρθρο 375 ΠΚ, να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να τού καταβάλει το ισόποσο αυτού σε ευρώ ποσό ως θετική ζημία εκ της ως άνω ιστορούμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της καταληκτικής ημερομηνίας που ο ενάγων έταξε με την προειρημένη εξώδικη δήλωσή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και το ποσό των 100.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, εντόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη του. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, που επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας (βλ. την υπ’ αριθ. …΄/26.2.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …), παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου που έχει διεθνή δικαιοδοσία (άρθρο 4 παρ. 1 Καν 1215/2012), περαιτέρω δε είναι αρμόδιο καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά (άρθρα 1, 7, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14, 18, 22 ΚΠολΔ και 51 ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), όπως άλλωστε κρίθηκε και με τη μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου επ’ αυτής με αριθμό 1845/2021, με την οποία επίσης απορρίφθηκε η προταθείσα από την εναγόμενη ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας λόγω ρήτρας παρεκτάσεως. Σημειώνεται ότι, από τη λεκτική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 309 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠολΔ [«όσες (αποφάσεις) δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντά σε πρόταση για ανάκληση και όταν ακόμη αυτή υποβάλλεται με τρόπο παραδεκτό»] με τη χρήση των λέξεων «μπορούν» και «με πρόταση» προκύπτει ότι δεν παρέχεται στους διαδίκους δικαίωμα, αλλά δυνατότητα υποβολής σχετικής προς ανάκληση πρότασης στο δικαστήριο, με την έννοια της «ευχής» μόνο, το οποίο δεν υποχρεούται ν’ απαντά σ’ αυτή και αν ακόμη παραδεκτώς υποβάλλεται κατά τις προναφερθείσες προϋποθέσεις (ΑΠ 2095/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Κ. Μακρίδου, ό.π., 309 αριθ. 2, σελ. 303). Επομένως, το παρόν Δικαστήριο δεν υποχρεούται ν’ απαντήσει στην υποβληθείσα κατά την προαναφερθείσα έννοια «ευχή» ανάκλησης της προδικαστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου αναφορικά με την απόρριψη της προβληθείσας από την εναγόμενη ένστασης ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του, που υποβάλλεται σ’ αυτό κατά τη διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ στην παρούσα στάση της δίκης.

Επί διαφορών ιδιωτικού δικαίου, αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, που εισάγονται προς εκδίκαση σε ελληνικό Δικαστήριο κατά και μετά την 10η.1.2015 και εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, επαφής δηλαδή με περισσότερες έννομες τάξεις, όπως συμβαίνει συνήθως όταν τα υποκείμενα της αντιδικίας έχουν διαφορετική κατοικία ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες, εφαρμόζεται ο Κανονισμός 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης.12.2012 («ΚανΒρΙα») «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 351/20.12.2012), ο οποίος αντικατέστησε τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 της 22ας.12.2000 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 12/16.1.2001), που ονομάζεται και Κανονισμός Βρυξέλλες Ι («ΚανΒρΙ») επειδή αποτελεί συνέχεια της προϊσχύσασας από 27.9.1968 Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών [που είχε κυρωθεί με το Ν. 1814/1988], όπως αυτή τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με μεταγενέστερες Συμβάσεις [που κυρώθηκαν με το Ν. 2004/1992]. Ερμηνευτικά βοηθήματα για την εφαρμογή της Σύμβασης των Βρυξελλών αποτέλεσαν αρχικώς οι αιτιολογικές εκθέσεις που συντάχθηκαν πριν τη θέσπισή της (έκθεση Jenard: EE C 59/1 – 65, 66 – 70 της 5ης.3.1979) και πριν από τις διαδοχικές προσχωρήσεις νέων μελών στα κράτη που αρχικώς συμβλήθηκαν (έκθεση Schlosser, για την προσχώρηση της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου το έτος 1978: ΕΕ C 59/71 – 151 της 5ης.3.1979, έκθεση Ευρυγένη – Κεραμέως, για την προσχώρηση της Ελλάδας το έτος 1988: ΕΕ C 298/1 – 27 της 24ης.11.1986 και έκθεση Almeida Cruz/Desantes Real για την προσχώρηση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας το έτος 1986: ΕΕ C 189/35 – 55 της 28ης.7.1990) και στη συνέχεια, μετά την αντικατάσταση της Συμβάσεως από τους Κανονισμούς 44/2001 και 1215/2012, οι αιτιολογικές σκέψεις που περιλαμβάνονται στα προοίμιά τους, χωρίς, όμως, να έχουν δεσμευτική [κανονιστική] ισχύ. Πάντως, για την αυθεντική ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελλών αρμοδιότητα τα συμβαλλόμενα κράτη προσένειμαν με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου του Λουξεμβούργου της 3ης.6.1971 στο [τότε] Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) και ήδη, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβόνας στα τέλη του έτους 2009, Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), που τη διατηρεί και όσον αφορά τους διάδοχους της Σύμβασης των Βρυξελλών Κανονισμούς (Κ. Κεραμέας, Ο κοινοτικός κανονισμός 44/2001 για την εκτέλεση και το ελληνικό δίκαιο της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών αποφάσεων, σε Αρμ 2003.1069 επομ., ο ίδιος, Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων και η εφαρμογή της στην Ελλάδα, ΝοΒ 1990.1281 = ΕΕΕυρΔ 1990.579 = Νομικές Μελέτες ΙΙ, σελ. 629). Η κύρια ερμηνευτική μέθοδος που ανέπτυξε το Δικαστήριο, που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, είναι η αρχή της αυτόνομης ερμηνείας των διατάξεων της ΣυμβΒρυξ, το βασικό χαρακτηριστικό της οποίας συνίσταται στο ότι οι όροι που απαντούν στις σχετικές διατάξεις και οι οποίοι ενδέχεται να έχουν διαφορετικό περιεχόμενο στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, συγκροτούνται ως προς το εννοιολογικό τους περιεχόμενο αυτοτελώς, με αναγωγή κυρίως στο σύστημα και στην τελολογία αρχικώς της Συμβάσεως και στη συνέχεια των Κανονισμών, που αποσκοπούν στη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικονομικού χώρου, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά τους (ΔΕΚ 19.1.1993, C – 89/91, Shearson Lehmann Hutton Inc. κατά TVB Treuhandgesellschaft für Vermögensverwaltung und Beteiligungen mbH, Συλλογή 1993.Ι-100139, σκέψη 13). Η αυτόνομη ερμηνεία των διατάξεων εκάστου Κανονισμού είναι μάλιστα δυνατό να καταλήξει ακόμα και σε παραμερισμό των εθνικών δικονομικών κανόνων, αν η εφαρμογή τους οδηγεί σε ανεπιεική για το σύστημά του αποτελέσματα (Νίκας/Σαχπεκίδου, ΕυρΠολΔ, γενική εισαγωγή, αριθ. 68 επομ., σελ. 30 επομ.). Για τη διασφάλιση της συνέχειας και της συνοχής της ερμηνευτικής προσέγγισης των διατάξεων του ΚανΒρΙ σε σχέση με εκείνες της Σύμβασης των Βρυξελλών, για την ανάγκη της οποίας γίνεται ρητή αναφορά στην 19η αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως επισημάνει ότι η μέχρι την εισαγωγή του διαμορφωθείσα νομολογία του ισχύει και για τις διατάξεις του Κανονισμού, εφόσον οι διατάξεις των δύο αυτών νομοθετημάτων, ακόμα και αν δεν έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο, μπορούν εντούτοις να χαρακτηριστούν ως αντίστοιχες ή ισοδύναμες (ΔΕΕ 23.10.2014, C – 302/13, σκέψη 25, EΕμπΔ 2015.981, ΔΕΕ 18.7.2013, C – 147/12, ΕΠολΔ 2014.139, με παρατηρήσεις Ε. Βασιλακάκη, σκέψη 28, ΔΕΚ 23.4.2009, C – 533/07, Falco Privatstiftung και Thomas Rabitsch κατά Gisela Weller-Lindhorst, Συλλογή 2009.Ι-03327, σκέψεις 48 επομ.) και το ίδιο ισχύει και ως προς τις διατάξεις του ΚανΒρΙα σε σχέση προς τις συναφείς προγενέστερες (αιτιολογική σκέψη 34 του Κανονισμού 1215/2012 και ΔΕΕ 20.12.2017, C – 649/16, σκέψη 23, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, ο Κανονισμός 44/2001, αν και ρυθμίζει θεμελιώδη ζητήματα του αστικού δικονομικού δικαίου των κρατών μελών, εντούτοις δεν επιδιώκει τη γενικότερη ενοποίηση των εθνικών δικονομικών δικαίων (ΔΕΚ 5.2.2004, C – 18/02, Danmarks Rederiforening κατά LO Landsorganisationen i Sverige, Συλλογή 2004.Ι-01417, σκέψη 23), αλλά μόνο την εναρμόνισή τους για πρακτικούς λόγους και, συγκεκριμένα, προκειμένου να εξομαλυνθεί η πολλαπλότητα και η διαφορετικότητα των ρυθμίσεων των εννόμων τάξεων που απαντούν στον ευρωπαϊκό χώρο (Β. Χριστιανός, Ευρωπαϊκή Κοινότητα και δικονομική εναρμόνιση, ΝοΒ 2006.1667 επομ.). Πρωταρχικός στόχος του ΚανΒρΙ, όπως πανηγυρικά διακηρύσσεται στις με αριθμούς 2 και 6 αιτιολογικές του σκέψεις, είναι η επίτευξη της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, μελών της τότε Κοινότητας και ήδη Ένωσης, ως τμήμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των αγαθών, δια της απλουστεύσεως των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεσή τους στο έδαφος άλλου κράτους από εκείνο τα Δικαστήρια του οποίου τις εξέδωσαν (ΑΠ 1028/2009 ΕΠολΔ 2010.51). Προϋπόθεση αυτής είναι η κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας στη βάση ομοιόμορφων κανόνων με υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας, των οποίων η ορθή εφαρμογή θα εξασφαλιστεί με την επίδειξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης (αιτιολογική σκέψη 16) στα δικαιϊκά συστήματα των κρατών μελών και στα δικαστικά τους όργανα. Για το λόγο αυτό στο Κεφάλαιο ΙΙ του Κανονισμού προτάσσεται η κατάστρωση της διεθνούς δικαιοδοσίας, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων, που ως αντικείμενο των ρυθμίσεών του έπεται νομοτεχνικά. Κατά το άρθρο 32, ως αποφάσεις δυνάμενες να αναγνωριστούν νοούνται όλες οι αποφάσεις, όχι κατ’ ανάγκη μόνον οι τελεσίδικες, που έχουν ενωσιακή ιθαγένεια (ΤριμΕφΘεσ 1927/2012 Αρμ 2013.1503, με παρατ. Α. Άνθιμου = ΕΠολΔ 2014.93, με παρατ. Π. Γιαννόπουλου, ΕφΛαρ 157/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ «Ισοκράτης»), εκείνες δηλαδή που προέρχονται από δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους, που περιβάλλεται με θεσμοθετημένα εχέγγυα ανεξαρτησίας, και εκδίδονται στα πλαίσια έννομα ρυθμισμένης διαδικασίας (ΑΠ 496/1994 ΝοΒ 1995.552), ανεξάρτητα από την ονομασία τους και το είδος της διαδικασίας κατά την οποία εκδόθηκαν, αρκεί να εμπίπτουν στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του ΚανΒρΙ, να αφορούν δηλαδή σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (ΔΕΚ 14.10.2004, C – 39/02, Maersk Olie & Gas A/S κατά Firma M. de Haan en W. de Boer, Συλλογή 2004.Ι-09657, σκέψη 46, ΔΕΚ 2.6.1994, C – 414/92, Solo KleinmotorenGmbH κατά Emilio Boch, Συλλογή 1994.Ι-02237, σκέψη 17) και να έχουν εκδοθεί στα πλαίσια κατ’ αντιμωλία, ή έστω δυνατότητας κατ’ αντιμωλία, συζητήσεως της υπόθεσης (ΔΕΕ 15.3.2012, C – 292/10, G κατά Cornelius de Visser, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σκέψη 59, ΔΕΕ 17.11.2011, C – 327/10, Hypoten? banka a.s. κατά Udo Mike Lindner, Συλλογή 2011.I-11543, σκέψη 52). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής «απόφαση» αποτελεί πρωταρχικά εκείνη που αποφαίνεται για την ουσία της υπόθεσης, η οποία χαρακτηρίζεται από την άσκηση εξουσίας εκτίμησης των πραγμάτων εκ μέρους του δικαιοδοτικού οργάνου που την εξέδωσε, όμως σε αναγνώριση υπόκεινται και οι αποφάσεις που κρίνουν επί δικονομικού ζητήματος και, για παράδειγμα, απορρίπτουν την αγωγή για έλλειψη κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (Νίκας/Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 2, αριθ. 2 – 6, σελ. 78 – 81). Στο πλάτος της έννοιας «απόφαση» περιλαμβάνονται και οι διαταγές που εκδίδει αγγλικό δικαστήριο, υπό τη μορφή των orders ή των injunctions. Οι πρώτες (orders of the Court), με τις οποίες επιλύονται προκαταρκτικά ή παρεπόμενα ζητήματα που ανάγονται στη διαδικασία προς έκδοση ή προς εκτέλεση της τελειωτικής απόφασης, εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια των δικαστικών αποφάσεων (decisions) και διακρίνονται από τις αποφάσεις υπό στενή έννοια (judgements), οι οποίες επιλύουν τελειωτικά τη διαφορά που έχει εισαχθεί στο Δικαστήριο. Όταν αντιμετωπίζουν ζητήματα της διαδικασίας ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων οι orders αποτελούν ρυθμιστικά δικονομικά μέτρα, ενώ όταν εκδίδονται στο πλαίσιο εκτελέσεως της βασικής δικαστικής απόφασης αφενός διαγιγνώσκουν την ευθύνη του εναγομένου προς καταβολή του επιδικασθέντος ποσού και αφετέρου επιτάσσουν την εκτέλεσή της με απειλή χρήσεως βίας και κρατικού καταναγκασμού, καθώς απειλούν τον οφειλέτη με πρόστιμα και ποινικές κυρώσεις για την περίπτωση που δεν θα συμμορφωθεί προς το περιεχόμενό της. Αντιθέτως, οι injunctions αποτελούν μέτρα προσωρινής δικαστικής προστασίας και αποσκοπούν να υποχρεώσουν τον καθ’ ου διάδικο είτε σε ενέργεια ορισμένης πράξης (mandatory injunctions) είτε σε παράλειψή της (prohibitory injunctions). Περαιτέρω, ως αναγνώριση της απόφασης Δικαστηρίου ενός κράτους μέλους σε άλλο νοείται η επέκταση της ισχύος των συνεπειών της στην επικράτεια του κράτους αναγνωρίσεως, η οποία επέρχεται αυτοδικαίως (ipso jure), δηλαδή χωρίς την παρεμβολή δικαστικής διαδικασίας και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, μπορεί να λάβει χώρα είτε κυρίως είτε παρεμπιπτόντως (άρθρο 33 σημ. 2,3 του ΚανΒρΙ και ήδη άρθρο 36 σημ. 2,3 ΚανΒρΙα). Κύρια (δικονομική) έννομη συνέπεια της ενδοκοινοτικής απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της αναγνωρίσεώς της κατά τον εν λόγω Κανονισμό είναι το δεδικασμένο που εκλύεται από αυτήν. Ως προς την έννοιά του, που δεν είναι πάντως κρίσιμη για την εφαρμογή του ΚανΒρΙ, αφού για την αναγνώριση ενδοκοινοτικής απόφασης δεν απαιτείται τέτοιος βαθμός δικονομικής ωριμότητας, το ΔΕΚ έχει κρίνει αφενός ότι η ανάγκη διασφάλισης τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων, όσο και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλει να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, μετά την εξάντληση των προβλεπόμενων στα εθνικά δίκαια ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκησή τους (ΔΕΚ 16.3.2006, C – 234/04, Rosmarie Kapferer κατά Schlank & Schick GmbH, Συλλογή 2006.I-02585, σκέψη 20) και, αφετέρου, ότι «το δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία επιλύθηκαν πράγματι ή κατ’ αναγκαία συναγωγή με την επίμαχη δικαστική απόφαση», καθώς και ότι «το δεδικασμένο δεν καλύπτει μόνον το διατακτικό της αποφάσεως αυτής αλλά εκτείνεται και στο σκεπτικό της που αποτελεί την απαραίτητη βάση του διατακτικού της με το οποίο είναι, ως εκ τούτου, αδιαχώριστο» [ΔΕΕ 19.4.2012, C – 221/10, Artegodan GmbH κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σκέψη 87, ΔΕΚ 1.6.2006, C – 442/03 και C – 471/03, P & O European Ferries (Vizcaya) SA (C-442/03 P) και Diputación Foral de Vizcaya (C-471/03 P) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 2006.I-04845, σκέψη 44]. Το δεδικασμένο της ενδοκοινοτικής απόφασης αναγνωρίζεται στα αντικειμενικά και στα υποκειμενικά όρια που διαγράφονται καταρχήν από τις δικονομικές ρυθμίσεις του κράτους εκδόσεώς της (Νίκας/Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 36, αριθ. 1 – 5, σελ. 524 επομ., Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙΙ, Η Διεθνής Αναγκαστική Εκτέλεση, 2006, § 77, αρ. 16, σελ. 281, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, ανατύπωση β΄ έκδοσης [1985], άρθρο 904, § 37, σελ. 100,), όπως, άλλωστε, υπό την ισχύ της Σύμβασης των Βρυξελλών, έχει δεχθεί και το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, το οποίο με αναφορά στη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη (αιτιολογική έκθεση Jenard, υπό το άρθρο 26, έτσι και οι εκθέσεις Schlosser, § 190 και Ευρυγένη/Κεραμέως, § 75, τις σχετικές περικοπές των οποίων και σε Ν. Νίκα, Οι Συμβάσεις Βρυξελλών και Λουγκάνο, 1998, σελ. 240, 348 και 403 αντίστοιχα), έκρινε ότι «η αναγνώριση πρέπει να έχει ως συνέπεια να προσδίδει στις αποφάσεις το κύρος και την αποτελεσματικότητα που απολαύουν στο κράτος εκδόσεώς τους». Πρόκειται για τη νομολογιακή εφαρμογή της [κρατούσας και στην Ελλάδα: ΑΠ 1882/2014 ΕΠολΔ 2015.60, με παρατηρήσεις Ι. Μαντζουράνη] θεωρίας της επεκτάσεως των ενεργειών της ενδοκοινοτικής απόφασης, την ισχύ της οποίας το Δικαστήριο επιβεβαίωσε και σε μεταγενέστερες αποφάσεις του (ΔΕΕ 4.10.2018, Societá Immobiliare Al Bosco Srl, C – 379/17, ψηφιακή συλλογή, σκέψη 40, ΔΕΚ 29.4.1999, Eric Coursier κατά Fortis Bank και Martine Bellami, συζύγου Coursier, C – 267/97, Συλλογή 1999.Ι-02543, σκέψη 23), σχετικοποιώντας, πάντως, τα όριά της στο επίπεδο της εκτελεστότητας, για τα οποία έθεσε διπλό περιορισμό με την παραδοχή ότι «Εντούτοις δεν υπάρχει λόγος να προσδίδονται σε δικαστικές αποφάσεις, κατά την εκτέλεσή τους, ιδιότητες που στερούνται στο κράτος μέλος προελεύσεως ή αποτελέσματα τα οποία δεν θα παρήγε ομοειδής απόφαση που θα εκδιδόταν απευθείας στο κράτος μέλος εκτελέσεως» (ΔΕΕ 13.10.2011, Prism Investments BV κατά Jaap Anne van der Meer, C – 139/10, Συλλογή 2011.Ι-09511, σκέψη 38 και ΔΕΚ 28.4.2009, Meletis Apostolides κατά David Charles Orams και Linda Elizabeth Orams, C – 420/07, Συλλογή 2009.Ι-03571, σκέψη 66). Το δεύτερο σκέλος του περιορισμού αυτού, σύμφωνα με το οποίο οι έννομες συνέπειες που προσδίδει στην εκτελεστότητα το δίκαιο του κράτους έκδοσης της προς εκτέλεση αποφάσεως δεν μπορεί να είναι περισσότερες από εκείνες που το δίκαιο του κράτους της εκτελέσεως ανέχεται και, αν είναι, περιστέλλονται κατά την εκτέλεση εντός των εδαφικών ορίων της κυριαρχίας του, αποκτά καίρια έννομη σημασία στο ζήτημα των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας, τα οποία, υπό το αυτόνομο ελληνικό δίκαιο, ταυτίζονται με αυτά του δεδικασμένου (άρθρα 325 επομ. και 919 ΚΠολΔ). Έτσι, στο ζήτημα αυτό, φαίνεται να συμπίπτουν οι αξιολογήσεις του ενωσιακού και του ημεδαπού δικονομικού δικαίου, στα πλαίσια του οποίου γίνεται δεκτό ότι για τον καθορισμό των υποκειμενικών ορίων δεδικασμένου και εκτελεστότητας εφαρμόζεται και το ελληνικό δίκαιο (ως το δίκαιο του τόπου της αναγνωρίσεως ή της εκτελέσεως), το οποίο δεν επιτρέπει την εκτέλεση αποφάσεως εναντίον προσώπου που δε συμμετείχε στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η εκτελεστέα απόφαση (ΑΠ 1038/1973 ΝοΒ 1974.639· Γ.Μητσόπουλος/Ε. Ποδηματά, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου διαιτητικής αποφάσεως, γνμδ σε ΝοΒ 2007.1267 επομ. [1273]), επειδή στα πλαίσια της ημεδαπής έννομης τάξης δέσμευση από το δεδικασμένο είναι ανεκτή μόνο σε βάρος όσων είχαν πραγματική δυνατότητα, ιδίως υπό την ισχύ του συζητητικού συστήματος, να αναπτύξουν τις απόψεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου και να επηρεάσουν έτσι τη διαμόρφωση του περιεχομένου της απόφασης (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 25, σελ. 490, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας [-Κουσούλης], ΚΠολΔ Ι (2000), 323, αρ. 3). Όσον αφορά το ευρωπαϊκό δίκαιο, η θέση ότι τα καθ’ υποκείμενα όρια του δεδικασμένου της αναγνωριζόμενης απόφασης περιορίζονται στα πρόσωπα που έλαβαν πραγματικά μέρος στη δίκη επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, επιβεβαιώνεται και από τα γενόμενα δεκτά ως προς τα αντίστοιχα όρια της εκκρεμοδικίας, που αποτελεί θεσμό όμαιμο του δεδικασμένου και αναφέρεται σε μια κατάσταση που προηγείται της παραγωγής του δεδικασμένου, το οποίο και τη διαδέχεται. Πράγματι, κατά την αυτόνομη ερμηνεία των όρων «μεταξύ των ιδίων διαδίκων», που τίθεται στη νομοτυπική μορφή της διατάξεως του άρθρου 27 του ΚανΒρΙ (ήδη άρθρο 29 ΚανΒρΙα), το ΔΕΚ (6.12.1994, C – 406/92, The owners of the cargo lately laden on board the ship “Tatry” κατά the owners of the ship “Maciej Rataj”, Συλλογή 1994.I-05439, σκέψεις 30 – 36) έκρινε ότι απαιτείται ταυτότητα των διαδίκων στις δίκες που εξελίσσονται παράλληλα, ότι η ταυτότητα αυτή δεν αναιρείται από την εναλλαγή (αντιστροφή) της δικονομικής τους θέσης, αρκεί να αντιδικούν σε όλες τις παράλληλες διαδικασίες και το αντικείμενο της δίκης να παραμένει το ίδιο και ότι, αν υπάρχει διαφορά στον αριθμό των υποκειμένων, η εκκρεμοδικία περιορίζεται στα ταυτιζόμενα πρόσωπα (Νίκας/Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 29, αριθ. 16 – 18, σελ. 463 επομ.). Διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της εκκρεμοδικίας και πέραν των μετεχόντων στη δίκη έγινε δεκτή με μεταγενέστερη απόφαση του ΔΕΚ, που προσέδωσε στους όρους «ίδιοι διάδικοι» την έννοια της ταυτότητας συμφερόντων, εφόσον αυτά είναι «σε τέτοιο βαθμό όμοια ώστε απόφαση κατά του ενός να αποτελεί δεδικασμένο έναντι του άλλου» (ΔΕΚ 19.5.1998, C – 351/96, Drouot assurances SA κατά Consolidated metallurgical industries (CMI industrial sites), Protea assurance κ.λπ., Συλλογή 1998.Ι-03075, σκέψη 19). Κατά το ΔΕΚ (ό.π., σκέψη 23) η κρίση για το ενιαίο και το αδιαχώριστο των συμφερόντων ανήκει στο εθνικό Δικαστήριο και διαπιστώνεται με αναγωγή στα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, καταφάσκεται δε μόνον όταν λόγω της ομοιότητας αυτής δεν τέθηκε σε κίνδυνο η αξίωση για παροχή έννομης προστασίας του ενδιαφερομένου διαδίκου στον οποίο θα επεκταθούν οι δικονομικές συνέπειες της αποφάσεως, επειδή τα συμφέροντα του αμέτοχου στη δίκη έτυχαν πάντως υπερασπίσεως από τον μετασχόντα φορέα τους. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι τόσο κατά το ενωσιακό όσο και κατά το ημεδαπό δικονομικό δίκαιο το δεδικασμένο της προς αναγνώριση ενδοκοινοτικής αποφάσεως ενεργεί υποκειμενικά εντός ορίων που διαμορφώνονται με αναγωγή στην τυπική έννοια του διαδίκου και στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Επομένως, όταν οι καθ’ υποκείμενα έννομες συνέπειες μιας ενδοκοινοτικής απόφασης οριοθετούνται από το δίκαιο της εκδόσεώς της κατά τρόπον ώστε να θίγεται το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως των προσώπων που δεν συμμετείχαν στη δίκη επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, δηλαδή με εξαιρετική ευρύτητα, ξένη προς τις θεμελιώδεις αρχές της δικονομικής έννομης τάξης του κράτους αναγνωρίσεως, η δημόσια τάξη του κράτους αυτού δύναται να θέσει φραγμούς και να αποκλείσει εν όλω ή εν μέρει τις έννομες αυτές συνέπειες (ΕφΠειρ 548/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Να σημειωθεί ακόμα ότι κατά το αγγλικό δικονομικό δίκαιο τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου εκτείνονται, πέραν των διαδίκων, και σε τρίτα πρόσωπα, τους «διαδόχους» τους, χρησιμοποιείται δε εν προκειμένω ο όρος privy, ο οποίος ακριβώς συνδέεται με την έκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου. Στο πλαίσιο αυτό ο όρος σημαίνει πρόσωπο που μετά την έναρξη της δίκης έχει αποκτήσει συμφέρον ως προς την έκβαση και το αντικείμενό της μέσω ή υπό τη σκέπη ενός από τους διαδίκους, το γεγονός δε αυτό έχει ως συνέπεια να δεσμεύεται από την εκδοθείσα απόφαση, να αναπτύσσει δηλαδή η απόφαση και έναντι αυτού ισχύ δεδικασμένου και να μην μπορεί ο privy να επανέλθει σε νέα δίκη και να ζητήσει διαφορετική δικαιοδοτική ρύθμιση του ζητήματος. Δεν υφίσταται στο αγγλικό δικονομικό δίκαιο ακριβής ορισμός της έννοιας του privy ούτε εξαντλητική περιπτωσιολογία, γίνεται όμως δεκτό ότι η έννοια αυτή περιλαμβάνει κάθε τρίτο πρόσωπο που υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις άλλου προσώπου αιτία θανάτου, πτωχεύσεως, εκχωρήσεως, εκ του νόμου ή άλλης αιτίας και έχει έννομο συμφέρον επί του αντικειμένου της δίκης. Κατά άλλη διατύπωση, η δέσμευση εκ του δεδικασμένου καταλαμβάνει όχι μόνον τους διαδίκους αλλά και τα πρόσωπα που θεωρούνται privies, μεταξύ άλλων, λόγω ταυτίσεως των εννόμων συμφερόντων τους. Ενώ δε σε γενικές γραμμές δεν θεωρείται privy ο απλός μέτοχος μίας εταιρείας, αντιθέτως δύναται να είναι privy το πρόσωπο που διαθέτει το σύνολο των μετοχών μίας εταιρείας, ιδίως όταν ασκεί τον έλεγχό της και τα συμφέροντά του ταυτίζονται επί της ουσίας με αυτά της εταιρείας (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. Πρωτ. 423/18.11.2021 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου με θέμα «Ζητήματα δεδικασμένου κατά το αγγλικό δίκαιο», που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη). Τέλος, όταν το ζήτημα των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου από ενδοκοινοτική απόφαση τίθεται παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια κύριας δίκης που εκκρεμεί σε άλλο κράτος μέλος, ο ΚανΒρΙ (άρθρο 33 σημ. 3, ήδη άρθρο 36 σημ. 3 ΚανΒρΙα, όπως προεκτέθηκε) προσνέμει διεθνή δικαιοδοσία για την παρεμπίπτουσα αυτή κρίση στο Δικαστήριο της κύριας δίκης (ΕφΠειρ 548/2020 ό.π., με παραπομπές στη θεωρία). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη προβάλλει με τις προτάσεις της στην παρούσα στάση της δίκης τον ισχυρισμό ότι η ως άνω απόφαση του αγγλικού δικαστηρίου, μέχρι την έκδοση της οποίας είχε αναβάλει το παρόν Δικαστήριο με την προηγούμενη μη οριστική κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ υπ’ αριθ. 1845/2021 απόφασή του, αναπτύσσει ισχύ δεδικασμένου στην ελληνική επικράτεια, στην οποία αναγνωρίζεται άνευ άλλου τινός κατά τις διατάξεις του Καν 1215/2012, με συνέπεια η υπό κρίση αγωγή να τυγχάνει απαράδεκτη και απορριπτέα. Επί της παραδεκτώς -αφού αφορά στην απόφαση για την οποία είχε διαταχθεί η αναβολή της δίκης- προταθείσας ένστασης δεδικασμένου, που σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 332 ΚΠολΔ), και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι στο παρόν στάδιο της δίκης, συμπεριλαμβανομένων της προαναφερθείσας από 18.11.2021 νομικής πληροφορίας και των γνωμοδοτήσεων των Ελλήνων και Άγγλων νομομαθών, ήτοι της από 23.11.2021 γνωμοδότησης του …, της από 2.11.2021 γνωμοδότησης του … και του από 3.12.2021 γνωμοδοτικού σημειώματος των … και …, που παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη πριν την είσοδο στην ουσία της υποθέσεως, σύμφωνα με το ημεδαπό δικονομικό δίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται ως lex fori, αφού στο διαδικαστικό αυτό στάδιο ερευνάται το παραδεκτό της αγωγής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Επί της υπό στοιχεία CL-2019-000793 αγωγής που άσκησαν ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου (High Court of Justice) – Δικαστήρια Επιχειρηματικών και Περιουσιακών Υποθέσεων της Αγγλίας και της Ουαλίας – Εμπορικό Δικαστήριο (Queen’s Bench Division) οι ενάγουσες: 1) «……», 2) … και 3) «…» κατά των εναγόμενων: 1) «…» και 2) «… …», η οποία συζητήθηκε κατά τις 5-8 Οκτωβρίου 2020 ενώπιον του Δικαστή …, εκδόθηκαν η από 29.1.2021 Απόφαση και η από 29.1.2021 Διάταξη του Ανώτερου Δικαστηρίου, μη υποκείμενες σε ένδικο μέσο. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Απόφασης, ο Δικαστής προέβη σε μία σειρά από αναγνωριστικές διατάξεις, σε αντιστοιχία με τα αναγνωριστικά αιτήματα που είχαν υποβληθεί, όσον αφορά κυρίως στην επιχειρηματική δραστηριότητα της «…» (“…”), στη διοίκηση της οποίας, σύμφωνα με την από 8.9.2014 Σύμβαση Μετόχων, είχαν συμβληθεί τα νομικά πρόσωπα – μέτοχοι της “…”, ήτοι οι εταιρείες “…”, “……”, “… ..” και η ίδια. Συγκεκριμένα, αναγνωρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι: 1) η δεύτερη εναγόμενη είχε λάβει λεπτομερείς οικονομικούς λογαριασμούς, όπως απαιτείτο από τη Σύμβαση Μετόχων, έως και την 30ή.9.2019, 2) η δεύτερη εναγόμενη είχε λάβει ελεγμένες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που επαλήθευαν το κόστος επισκευής ξηρού δεξαμενισμού και το κόστος αγοράς όλων των ανταλλακτικών που τοποθετήθηκαν στα πλοία «…» και «…», 3) η πρώτη και/ή δεύτερη εναγόμενη είχαν γνώση και είχαν εγκρίνει τα έξοδα διαχείρισης που χρεώθηκαν από την τρίτη ενάγουσα ποσού ύψους 30.000 δολαρίων ΗΠΑ ανά πλοίο ανά μήνα, 4) τα έσοδα από τη ναύλωση των πλοίων «…» και «…» είχαν καταβληθεί στους προβλεπόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς και σε κάθε περίπτωση είχαν δεόντως καταχωρηθεί λογιστικά, συμπεριλαμβανομένων των κερδών της πρώτης εναγόμενης, 5) η πρώτη εναγόμενη δεν εδικαιούτο περαιτέρω ποσά από οποιαδήποτε εκ των εναγουσών σε σχέση με τα έσοδα από τη ναύλωση των πλοίων «…» και «…», 6) η πρώτη και/ή δεύτερη εναγόμενη δεν εδικαιούντο να λάβουν οποιοδήποτε μέρος του προϊόντος από την πώληση του M/V “…” από την «…» προς την «…» τον Σεπτέμβριο 2017 και η «…» δεν υποχρεούτο να λογοδοτήσει στην πρώτη και/ή δεύτερη εναγόμενες αναφορικά με τον αποκτηθέντα ναύλο από το πλοίο “…” ύστερα από την πώλησή του στην «…», 7) η πρώτη εναγόμενη οφείλει στην πρώτη και/ή δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 396.981,77 δολαρίων ΗΠΑ, 8) η πρώτη εναγόμενη οφείλει 350.000 δολάρια ΗΠΑ στη δεύτερη ενάγουσα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι παραδοχές της Απόφασης του αγγλικού δικαστηρίου αφορούν και στο επίδικο με την υπό κρίση αγωγή βιοτικό συμβάν, ήτοι την τυχόν ειδικότερη συμφωνία σχετικά με το δικαίωμα του ενάγοντος, ως φυσικού προσώπου του οποίου τα συμφέροντα ταυτίζονται κατ’ ουσίαν με αυτά της ως άνω δεύτερης εναγόμενης «… ..», στο τίμημα της πώλησης και τα κέρδη από τους ναύλους του πλοίου “…” μετά την πώλησή του στην «…». Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, επειδή ο νυν ενάγων δεν ήταν διάδικος στη δίκη επί του αγγλικού δικαστηρίου, η Απόφαση και η Διάταξη αυτού δεν δεσμεύουν με δύναμη δεδικασμένου το παρόν Δικαστήριο, καθόσον η υποκειμενική ενέργεια του δεδικασμένου αυτού δεν μπορεί να εκταθεί σε όρια ευρύτερα από αυτά που αναγνωρίζει στις γηγενείς αποφάσεις η δικονομική έννομη τάξη του κράτους της υποδοχής του, ήτοι εν προκειμένω της Ελλάδας, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν θεωρείται privy, υπό την έννοια του αγγλικού δικονομικού δικαίου που αναλύθηκε ανωτέρω. Επομένως, η προταθείσα ένσταση δεδικασμένου πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν, η ως άνω Απόφαση και η Διάταξη, ωστόσο, του Ανώτερου Δικαστηρίου θα αξιολογηθούν στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, λόγω της πρόδηλης συνάφειας μεταξύ των δύο δικών.

Περαιτέρω, λόγω των στοιχείων αλλοδαπότητας της διαφοράς, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο κατά τη διάταξη του άρθρου 14 § 1 εδ. α΄ περ. α΄ και εδ. β΄ του Κανονισμού 864/2007 (Ρώμη ΙΙ) λόγω σιωπηρού μετασυμβατικού καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου, που είναι εκείνο το δίκαιο στο οποίο ο ενάγων θεμελιώνει ρητά τις αξιώσεις του και η εναγόμενη δεν αμφισβητεί τη θεμελίωση αυτή στο ελληνικό δίκαιο. Ακολούθως, η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης, καθόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, για το ορισμένο της αγωγής από αδικοπραξία, ήτοι εκτίθενται στην αγωγή τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο θεμελιώνουν την παράνομη ζημιογόνο συμπεριφορά της εναγόμενης, ότι η συμπεριφορά αυτή είναι υπαίτια, ότι εξ αυτής προκλήθηκε ζημία στον ενάγοντα που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά της εναγόμενης και καθορίζεται το ποσό κατά αιτία. Ωστόσο, το αίτημα επιδίκασης του ισόποσου σε ευρώ ποσού των 2.230.079,56 δολ. ΗΠΑ, ως θετικής ζημίας, νομιμοτόκως, κρίνεται αόριστο και απορριπτέο, καθόσον ουδόλως προσδιορίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο πρέπει να υπολογιστεί η ζημία με βάση την αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος, ο οποίος στην περίπτωση της απώλειας κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα και εφόσον η θετική ζημία έχει ήδη αποκατασταθεί στο εξωτερικό από τον ζημιωθέντα πριν την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης, είναι ο χρόνος της απώλειας, οπότε θα έπρεπε να ζητηθεί η καταβολή της αποζημίωσης σε εθνικό νόμισμα, στην περίπτωση, όμως, που δεν έχει μεσολαβήσει αποκατάσταση της θετικής ζημίας, είναι αυτός της (πρώτης) συζήτησης της αγωγής, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Άλλωστε, το Δικαστήριο δεν δύναται να προβεί στην εκτίμηση του αιτήματος έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι με αυτό ζητείται ο προσδιορισμός της θετικής ζημίας με βάση την αξία του αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ κατά το χρόνο της επ’ ακροατηρίω συζήτησης, καθόσον ο σχετικός προσδιορισμός επιδρά και στη νομική βασιμότητα αυτού. Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 299, 330, 340, 345, 346, 914, 919, 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με 375 ΠΚ, 907, 908, 176 ΚΠολΔ, ως προς το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με κωδικό … e-παράβολο ΓΓΠΣ), ενώ για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 διαδικασία, όπως προκύπτει από την από 18.2.2020 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, νομίμως υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του.

Με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), δεν αποκλείεται η δυνατότητα απόσβεσης απαιτήσεων με συμψηφισμό, κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών, οπότε στην περίπτωση αυτή πρόκειται για το λεγόμενο συμβατικό ή εκούσιο συμψηφισμό. Το περιεχόμενο μίας τέτοιας σύμβασης, που είναι έγκυρη εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 174 και 178 ΑΚ), καθορίζουν ελεύθερα τα μέρη, τα οποία μπορούν να συμφωνήσουν τον συμψηφισμό των μεταξύ τους υφισταμένων απαιτήσεων και χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου, δηλαδή χωρίς οι αμοιβαίες απαιτήσεις να είναι ληξιπρόθεσμες και ομοειδείς και χωρίς να απαιτείται πρόταση συμψηφισμού με δήλωση του ενός συμβαλλομένου προς τον άλλον (ΑΠ 782/2014 ΧρΙΔ 2014.675, ΑΠ 1914/2011 ΕΠολΔ 2012.191, ΑΠ 769/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1254/2003 ΧρΙΔ 2004.126, ΕφΑθ 5326/2007 ΕλλΔνη 2008.1099, ΕφΘεσ 334/2009 Αρμ 2010.1326). Όταν ο διάδικος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξώδικα, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικά ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση εξόφλησης με συμψηφισμό (ΑΠ 450/2013 ΧρΙΔ 2013.583, ΑΠ 1460/2012 ΕπισκΕΔ 2013.324, ΕφΑθ 5326/2007 ό.π., ΠΠρΘεσ 4978/2011 Αρμ 2011.781, ΠΠρΘεσ 4609/1998 Αρμ 1998.1065). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, που ορίζει ότι «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος», για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006 ΕλλΔνη 2006.1331, ΟλΑΠ 33/2005 ΕλλΔνη 2005.1033, ΟλΑΠ 7/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995.1531, ΑΠ 1063/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1484/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 37/2013 ΕπισκΕμπΔ 2013.138). Η υπέρβαση των ορίων άσκησης του δικαιώματος πρέπει να είναι προφανής, δηλαδή έκδηλη, καταφανής. Τέτοια προφανής υπέρβαση υπάρχει όταν ο ασκών το δικαίωμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ουδέν συμφέρον προσδοκά ή προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας (ΠΠρΘεσ 2807/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 16/2010 ΝοΒ 2010.2005, ΑΠ 1432/2010 ΕλλΔνη 2011.493, ΕφΠειρ 66/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή. Περαιτέρω προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, σε κάθε περίπτωση, λόγω συμβατικού συμψηφισμού της απαιτήσεως του ενάγοντος για απόδοση ποσοστού 50% του «καθαρού» εσόδου εκ της πωλήσεως του πλοίου “…” με ανταπαιτήσεις της ιδίας, συνεπεία καταβολών στις οποίες είχε προβεί για λογαριασμό αυτού και των ελεγχόμενων από αυτόν εταιρειών, όπως αναφέρονται και στο σχετικό εξοδολόγιο (“private ledger”), το οποίο έχει υπογράψει ο ενάγων αναγνωρίζοντας ότι τής οφείλει ποσό 98.090,19 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ η μεταξύ τους ειδικότερη συμφωνία αποτυπώνεται στο περιεχόμενο στο εξοδολόγιο έγγραφο με τίτλο «Διανομή του προϊόντος πώλησης του …», η επίδικη αξίωσή του έχει αποσβεστεί. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση εξοφλήσεως δια συμψηφισμού, είναι επαρκώς ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 361, 416, 440 επ. ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί και κατ’ ουσίαν. Επίσης ισχυρίζεται ότι ο ενάγων ασκεί καταχρηστικά το αγωγικό δικαίωμά του, λαμβανομένης υπόψη της μακρόχρονης οικονομικής, επιχειρηματικής και ηθικής υποστήριξης που του παρείχε. Ο ισχυρισμός αυτός, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 281 ΑΚ, είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν στοιχειοθετείται υπέρβαση και δη προφανής των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος.                Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε γι’ άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις υπ’ αριθ. …/16.10.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης … και …), που λήφθηκαν ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευάγγελου Δρακόπουλου με επιμέλεια της εναγόμενης κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/12.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 261, 352 παρ. 1,2 ΚΠολΔ) και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι αντίδικοι, που είναι μεταξύ τους αδέλφια και κατάγονται από οικογένεια πλοιοκτητών, δραστηριοποιούνται στον χώρο της ναυτιλίας, συμμετέχουν δε σε πλείστα εταιρικά σχήματα συμφερόντων τους, με σκοπό την εκμετάλλευση, εκναύλωση και διαχείριση πλοίων κυριότητας συνδεδεμένων ή / και θυγατρικών εταιρειών. Στο πλαίσιο αυτό, μέσω ελεγχόμενων από τους ίδιους εταιρειών και συγκεκριμένα μέσω της εδρεύουσας στον … εταιρείας «….», που ελέγχεται από την εναγόμενη, μέσω της εδρεύουσας στον … εταιρείας «….», που ελέγχεται από τον ενάγοντα, με τη συμμετοχή και της εδρεύουσας στις … εταιρείας «….» ίδρυσαν κατά το δίκαιο των … την εταιρεία χαρτοφυλακίου «…» (“…”), με σκοπό την απόκτηση και εκμετάλλευση πλοίων μεταφοράς ξηρού φορτίου χύδην, υπογράφηκε δε σχετικά η από 8.9.2014 Συμφωνία Μετόχων, αναφορικά με ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις που συνδέονταν με την κυριότητα των μετοχών της εταιρείας, όπως στη συνέχεια τροποποιήθηκε στις 9.3.2016, στις 16.6.2016 και στις 26.9.2016. Παράλληλα, στις 8.9.2014 ανατέθηκε, δυνάμει του ταυθήμερου συμφωνητικού, από την ανωτέρω εταιρεία χαρτοφυλακίου στην εδρεύουσα στον … εταιρεία με την επωνυμία «….» (“…”) η εμπορική και τεχνική διαχείριση του στόλου της πρώτης, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που εκεί προβλέφθηκαν ιδίως ως προς την καταβολή της αμοιβής του Διαχειριστή, καθώς και των δαπανών και εξόδων. Στο πλαίσιο αυτό, η “…” απέκτησε πέντε πλοία, μέσω ισάριθμων θυγατρικών, και συγκεκριμένα αρχικά τα πλοία «…» (“….”), «…» (“…”), «…» (“….”) και στη συνέχεια τα πλοία «…» (“…”) και «…» (“…”). Η επίδικη υπόθεση αφορά στο πλοίο «…», υπό σημαία παναμέζικη, με αριθμό ΙΜΟ 9496238. Η “…” απέκτησε την εταιρεία στην οποία ανήκε το πλοίο αυτό με τη συνδρομή δανείου που της χορηγήθηκε δυνάμει της από 30.11.2009 σύμβασης πίστωσης, όπως τροποποιήθηκε, από την τράπεζα “…», εξασφαλισμένου με ναυτική υποθήκη επί του εν λόγω πλοίου. Επειδή δε η τράπεζα αυτή είχε αποφασίσει να αποχωρήσει από την αγορά της ναυτιλιακής χρηματοδότησης μέχρι το τέλος του έτους 2016, ήταν διατεθειμένη να χορηγήσει έκπτωση 10% επί του ποσού του ανεξόφλητου δανείου έναντι άμεσης αποπληρωμής, ήτοι από το ποσό των 11,6 εκ. δολ. ΗΠΑ σε 10,3 εκ. δολ. ΗΠΑ. Κατόπιν αυτών, η πλοιοκτήτρια εταιρεία “….” μεταβίβασε το πλοίο στο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «… SA» (“…”) και έδρα στις … έναντι τιμήματος ίσου με το ποσό που απαιτείτο για την εξόφληση του δανείου της “…”, εκ των οποίων ποσό 9 εκ. δολ. ΗΠΑ αντλήθηκε από τραπεζικό δανεισμό της “…” από την τράπεζα “…” με προσωπική εγγύηση της εναγόμενης, η οποία επίσης κατέβαλε εξ ιδίων κεφαλαίων το υπόλοιπο ποσό των 1,3 εκ. δολ. Η πώληση, για την οποία υπογράφηκε το από 9.12.2016 μνημόνιο συμφωνίας, μετά των Παραρτημάτων του, ολοκληρώθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2016, με την παράδοση του πλοίου στην αγοράστρια εταιρεία. Η νέα πλοιοκτήτρια «…», που ανήκε καθ’ όλο τον κρίσιμο χρόνο στην πλήρη κυριότητα της “…”, η οποία με τη σειρά της ανήκε πλήρως στην …, ανέλαβε περαιτέρω την ευθύνη των συσσωρευμένων ανεξόφλητων εμπορικών χρεών του πλοίου, συνόλου 1 εκ. δολ. ΗΠΑ επιπλέον. Άλλωστε, ταυτόχρονα μεταβιβάστηκε και η διαχείριση του πλοίου, από την «….» στη «….» («…»). Ο ενάγων δεν προέβη σε καμία χρηματοδοτική συνεισφορά για την απόκτηση του πλοίου από την “…”, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η ως άνω δανείστρια τράπεζα “…”, που χορήγησε, ως προεκτέθηκε, στην “…” δάνειο 9 εκ. δολ. ΗΠΑ για την απόκτηση του πλοίου, δεν ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί επιχειρηματικά με τον ενάγοντα ούτε να χρηματοδοτήσει πλοίο εντός της δομής της “…”. Ο ενάγων ισχυρίζεται με την υπό κρίση αγωγή του ότι κατά το χρόνο της πώλησης του πλοίου στην “…” συμφωνήθηκε μεταξύ του ιδίου και της εναγόμενης αδερφής του ότι η “…” θα μεταπωλούσε το πλοίο στον Όμιλο …, του οποίου η εναγόμενη ήταν διευθύνουσα σύμβουλος, έναντι τιμήματος 13,75 εκ. δολ. ΗΠΑ, το κέρδος δε που θα αποκόμιζε η “…” θα μοιραζόταν ισομερώς μεταξύ αυτού και της αδερφής του, άλλως θα καταβαλλόταν στη “…”. Ελλείψει οποιασδήποτε έγγραφης συμφωνίας (μνημόνιο) σχετικά, προβάλλει περαιτέρω τον ισχυρισμό περί άτυπης (προφορικής) συμφωνίας, λόγω της αδερφικής σχέσης των ήδη αντιδίκων, πλην όμως τούτο δεν εμφαίνεται πειστικό στο Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η “…” είχε έναν μέτοχο μειοψηφίας (“…”), τα συμφέροντα του οποίου θα ζημιώνονταν από την πώληση ενός περιουσιακού στοιχείου αξίας 13,75 εκ. δολ. ΗΠΑ έναντι 10,4 εκ. δολ. ΗΠΑ. Αντίθετα, από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως δε από το «Παράρτημα …» προκύπτει ότι ο ενάγων απαίτησε σε μεταγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα τον Ιούλιο 2017, όταν έλαβε γνώση της επικείμενης πώλησης (βλ. το από 27.7.2017 μνημόνιο συμφωνίας και το από 9.8.2017 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο), μερίδιο στα κέρδη από την πώληση του επίδικου πλοίου – που ολοκληρώθηκε στις 11 Αυγούστου 2017, με την παράδοση του πλοίου στην αγοράστρια εταιρεία- από την “…” στην εδρεύουσα στις … εταιρεία με την επωνυμία “…”, μία θυγατρική της “… …”, έναντι τιμήματος 13,75 εκ. δολ. ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι η σχετική αγοραπωλησία οδήγησε σε μικτό κέρδος 4,335 εκ. δολ. ΗΠΑ για την “…”. Με το εν λόγω έγγραφο η εναγόμενη δεν ομολογεί ούτε αποδέχεται ότι ο ενάγων εδικαιούτο το ήμισυ των κερδών από την πώληση του “…”, αλλά αποτελούσε αυτό ένα μέσο εκ μέρους της να καταδείξει ότι, ακόμη και αν το δικαιούταν, κανένα ποσό δεν οφειλόταν στην πραγματικότητα, διότι ο ενάγων είχε λάβει και με το παραπάνω το όποιο μερίδιό του. Συγκεκριμένα, κατόπιν συζητήσεων – ανταλλαγής αρχείων οικονομικών στοιχείων των στενών συνεργατών των ήδη αντιδίκων … και …, που έλαβαν χώρα από τον Αύγουστο έως τον Δεκέμβριο 2017, αποτυπώθηκε συμφωνία μεταξύ τους σε έγγραφο με λογιστικές απεικονίσεις που φέρει τις υπογραφές τους, στο οποίο ενσωματώθηκαν και δύο φύλλα που αφορούσαν το πλοίο «…». Από το πρώτο φύλλο – Παράρτημα σχετικά με τη διανομή των εσόδων από την πώλησή του, προκύπτει ότι κατόπιν συνυπολογισμού του πραγματικού κόστους αγοράς του πλοίου, του εμπορικού χρέους και των λοιπών εξόδων που χρηματοδοτήθηκαν είτε από τη «…» ως διάδοχο διαχειρίστρια είτε από την εναγόμενη …, από κοινού με τα διάφορα ποσά που είχαν λάβει ο ενάγων ή οι εταιρείες του χωρίς να λογοδοτήσει επ’ αυτών, καθώς και των πολυάριθμων πληρωμών για λογαριασμό της «…» που η «…» ή η εναγόμενη χρηματοδότησαν, ουδέν ποσό ήταν πληρωτέο στον ενάγοντα, καθόσον οι όποιες τυχόν απαιτήσεις του είχαν συμψηφισθεί με απαιτήσεις της εναγόμενης σε βάρος του, επιπλέον δε αυτός όφειλε στην εναγόμενη ποσό 298.669,95 δολ. ΗΠΑ. Το ποσό αυτό (298.669,95 δολ. ΗΠΑ) αναγράφεται και στο δεύτερο φύλλο, που αφορά στη συνολική λογιστική απεικόνιση των οφειλόμενων από και προς τον ενάγοντα … και το οποίο φέρει την υπογραφή του. Περαιτέρω, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και σύμφωνα με την εμπορική λογική προκύπτει ότι, εάν η πώληση στην “…” είχε γίνει με την προσδοκία της μεταπώλησης του πλοίου στη θυγατρική της “…” και της μεταφοράς του προκύπτοντος από τη μεταπώληση κέρδους στη “…”, ούτε η “…” ούτε η εναγόμενη … θα ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν τον κίνδυνο χρηματοδότησης αυτού του μέρους της απόκτησης δίχως κάποια αντισταθμιστική καταβολή λ.χ. για το κόστος δανεισμού του ποσού. Σημειώνεται ότι μέχρι την απόκτηση του πλοίου από τον Όμιλο “…” στις αρχές Σεπτεμβρίου 2017 παρήλθε αρκετός χρόνος και η “…” ανέλαβε στο μεταξύ σημαντικό κίνδυνο. Επομένως, η αγορά του πλοίου από την “…” και η μεταγενέστερη πώλησή του στη “…”, έναντι αυξημένου τιμήματος συνεπεία της στο μεταξύ βελτίωσης της ναυτιλιακής αγοράς και αύξησης της αξίας των πλοίων, καθώς και της εξόφλησης των εμπορικών υποχρεώσεων και της σωστής διαχείρισής του, ήταν στην πραγματικότητα δύο ξεχωριστές συναλλαγές και όχι μία ενιαία, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με την αγωγή του. Άλλωστε, μέχρι το τέλος του 2017, η διαχείριση όλων των πλοίων της “…” είχε μεταφερθεί από την “…..” στη “…” και η κυριότητα των τριών από τα πέντε προαναφερθέντα πλοία είχε μεταβιβασθεί σε ελεγχόμενες από την εναγόμενη … οντότητες. Τα ανωτέρω δέχθηκε και ο Δικαστής … του Ανώτερου Δικαστηρίου της Αγγλίας και της Ουαλίας και εξέδωσε την αναγνωριστική απόφαση ότι η πρώτη και/ή η δεύτερη εναγόμενη της ενώπιον του κρινόμενης αγωγής, ήτοι η «…» και η «….», δεν δικαιούνται να λάβουν οποιοδήποτε μέρος του προϊόντος από την πώληση του «…» από την «…» στην «…» τον Σεπτέμβριο 2017. Ως εκ τούτου, δεν αποδεικνύεται η από πρόθεση παράνομη ιδιοποίηση εκ μέρους της εναγόμενης οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, καθόσον ουδέποτε είχε συναφθεί συμφωνία μεταξύ της ιδίας και του ενάγοντος που να την υποχρεώνει σε απόδοση οποιουδήποτε ποσού από την πώληση και τα κέρδη (ναύλους) από την εκμετάλλευση του πλοίου «…» ούτε και αναγνώρισε κατ’ άρθρο 361 ΑΚ οποιοδήποτε συναφές χρέος της προς αυτόν, παρίσταται δε ως άνευ αντικειμένου η λογιστική πραγματογνωμοσύνη που ζητεί ο ενάγων να διαταχθεί από το παρόν Δικαστήριο με τις προτάσεις του. Συνακόλουθα, ο ενάγων δεν υπέστη και οποιαδήποτε ηθική βλάβη, αφού δεν τελέσθηκε αδικοπραξία με την ειδικότερη μορφή της υπεξαίρεσης ή / και της αντίθεσης στα χρηστά ήθη κατ’ άρθρο 919 ΑΚ, και το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμο και απορριπτέο. Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αγωγή, στον βαθμό που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του [άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 παρ. 1 iδ, 68 παρ. 1,2 ΚώδΔικηγ (Ν. 4194/2013)], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τη δικαστική δαπάνη της εναγόμενης σε βάρος του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων οκτακοσίων (17.800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 7 Αυγούστου 2022 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 26 Αυγούστου 2022. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ