Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

  

Αριθμός απόφασης  551/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 29η Ιανουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «….», με διακριτικό τίτλο «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χριστίνα Κανιάρη (ΑΜΔΣΑ 26353), η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/31-01-2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η καλούσα – ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 14-10-2013 με Α.Κ. 7337/2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 18ης-02-2014 και μετά από αναβολή στη δικάσιμο της 28ης-04-2015, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε. Ήδη, με την από 30-12-2016 με Γ.Α.Κ. 11100/2016 και με Ε.Α.Κ. 5770/2016 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η υπόθεση εισάγεται για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατόπιν αναβολής από την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 28ης-02-2017.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα εισάγεται για συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 30-12-2016 με Γ.Α.Κ. 11100/2016 και με Ε.Α.Κ. 5770/2016 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η από 14-10-2013 με Α.Κ. 7337/2013 αγωγή της, κατόπιν ματαίωσης της συζήτησής της κατά τη δικάσιμο της 28ης-04-2015.

Από το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 959/1979 «περί ναυτικής εταιρείας», σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 2, 126 παρ. 1 περ. γ’ , 128, 129 και 139 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για είναι έγκυρη η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο, όπως είναι η ναυτική εταιρία, πρέπει τούτο να παραδοθεί στον κατά νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπό του, είτε στην κατοικία του, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου. Αν ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δεν βρίσκεται στην κατοικία του ή στο κατάστημα κλπ. του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίδεται στην πρώτη περίπτωση σε έναν από τους ενήλικους συνοίκους του παραλήπτη και στη δεύτερη περίπτωση στο διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε ένα από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες. Αν κανένα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν βρίσκεται στην κατοικία, το κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο, γίνεται θυροκόλληση του προς επίδοση εγγράφου και τηρούνται περαιτέρω οι διατυπώσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ (πρβλ. υπό τον εταιρικό τύπο της Α.Ε. ΑΠ 1432/2015 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση από την υπ’ αριθ. …/18-10-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιώς, …, την οποία προσάγει με επίκληση η καλούσα – ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αγωγής, με έκθεση δικογράφου, πράξη προσδιορισμού δικασίμου, παραγγελία προς επίδοση και κλήση για συζήτηση στην αρχική δικάσιμο της 18ης-02-2014, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω, σε συνδυασμό με το άρθρο 228 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015). Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. …’/30-12-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …, την οποία προσάγει με επίκληση η καλούσα – ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 30-12-2016 κλήσης, με πράξη κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης για την ορισθείσα δικάσιμο της 28ης-02-2017, παραγγελία προς επίδοση και κλήση για συζήτηση στην ορισθείσα δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια της καλούσας – ενάγουσας στην καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις που παρατέθηκαν παραπάνω. Κατά την παραπάνω δικάσιμο η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και η υπόθεση εγγράφηκε στο πινάκιο. Η αναβολή αυτή επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης για την καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη, χωρίς να απαιτούταν νέα κλήτευσή της (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ’ ΚΠολΔ). Επομένως, η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).

Ι. Κατά το άρθρο 681 ΑΚ, «Με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή». Για το ορισμένο της εκ του άρθρου τούτου αγωγής του εργολάβου προς καταβολή της αμοιβής του για το έργο που εκτέλεσε και παρέδωσε στον εναγόμενο εργοδότη, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 694 του ίδιου Κώδικα, καταβάλλεται κατά την παράδοση του έργου, εκτός αν η παράδοση τούτου συμφωνήθηκε κατά τμήματα, οπότε καταβάλλεται με την παράδοση εκάστου τμήματος, οφείλει αυτός να επικαλεστεί τη σύμβαση, το έργο που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής και την προσήκουσα εκτέλεση της βαρύνουσας αυτόν υποχρέωσης να παραδώσει το έργο στον εργοδότη. Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κυρίας υποχρέωσης του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή στην περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσιάσεως του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται, κατά το άρθρο 694 ΑΚ, τη συμφωνημένη αμοιβή του (πρβλ. 1070/2017, ΑΠ 5/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 202 ΑΚ, «Αν με δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση». Από την παραπάνω διατάξη συνάγεται ότι όταν πληρωθεί η αίρεση που προστέθηκε σε δικαιοπραξία, αν επέλθει δηλαδή το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός από το οποίο εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της, τότε, κατά τη βούληση των μερών, που σαφώς εκφράστηκε, ανατρέπονται τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας, με την έννοια ότι αυτή παύει να ισχύει και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση (πρβλ. ΑΠ 848/2008, ΑΠ 1219/2006, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 871 ΑΚ, «Με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μία φιλονικία τους ή μία αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση. Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι προϋπόθεση του συμβιβασμού είναι -μεταξύ άλλων- και η συμφωνία των ενδιαφερόμενων για τον τερματισμό της μεταξύ τους φιλονικίας ή αβεβαιότητας ως προς κάποια έννομη σχέση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Αν δεν υπάρχει φιλονικία ή αβεβαιότητα ή η υπάρχουσα λύνεται με υποχώρηση μόνο του ενός εκ των μερών, τότε δεν πρόκειται για σύμβαση συμβιβασμού, αλλά πρόκειται είτε για δωρεά, εφόσον υφίστανται οι απαιτούμενοι όροι γι’ αυτήν  (άρθρα 496, 498 ΑΚ) είτε για άφεση χρέους (άρθρο 454 ΑΚ). Οι αμοιβαίες υποχωρήσεις των μερών δεν λαμβάνονται με τη στενή τεχνική έννοια του όρου, αλλά υπό την ευρεία έννοια των συναλλαγών. Αρκεί το ένα συμβαλλόμενο μέρος να προβαίνει σε μια θυσία, γιατί σε αντίστοιχη θυσία προβαίνει και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, ενώ η υποχώρηση στην οποία προβαίνει το ένα μέρος δεν είναι απαραίτητο να είναι ισάξια προς την υποχώρηση του άλλου μέρους (Βλ. ΑΠ 1257/2017 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, «Όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους, ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει το χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής». Η άφεση χρέους είναι σύμβαση με αντικείμενο την παραίτηση του δανειστή από την αξίωσή του κατά του οφειλέτη για την καταβολή της παροχής. Πρόκειται για εκποιητική και αναιτιώδη σύμβαση, που δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο (Βλ. Γεωργιάδη Α. (-Μπεχλιβάνη), Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, άρθρο 454, αριθ. περιθ. 2, 4 – 6), και αυτή μπορεί να συμφωνηθεί υπό αίρεση αναβλητική ή διαλυτική. Ειδικότερα, μπορεί να συμφωνηθεί ότι η με την άφεση χρέους παραίτηση του δανειστή από την αξίωσή του κατά του οφειλέτη για καταβολή της παροχής γίνεται υπό την αναβλητική αίρεση της εκ μέρους του οφειλέτη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του ή ισχύει υπό όμοια διαλυτική αίρεση, οπότε οι συνέπειες πλήρωσης της αίρεσης κρίνονται, αντίστοιχα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 201 και 202 ΑΚ. Σε περίπτωση παραίτησης από αξίωση η απόσβεση δεν επέρχεται ή η αποσβεσθείσα απαίτηση αναβιώνει αναλόγως, εφόσον δεν πληρώνεται ή άμα πληρωθεί η αίρεση (πρβλ. ΕΑ 3791/2003 ΕλλΔνη 2004.262). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται, κατά την εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, ότι η ενάγουσα δραστηριοποιείται στον τομέα της γενικής επισκευής μηχανών πλοίων. Ότι με σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στον Πειραιά κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο της αντικατάστασης της κύριας μηχανής του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», πλοιοκτησίας της εναγόμενης, καθώς και τις εργασίες επισκευής της για την καλή λειτουργία της, αντί συμφωνηθείσας κατ’ αποκοπήν αμοιβής, ποσού 220.000 ευρώ, η οποία συμφωνήθηκε καταβλητέα με την παράδοση του έργου. Ότι το ανατεθέν στην ενάγουσα έργο εκτελέσθηκε στους Φούρνους Ικαρίας και παραδόθηκε στην εναγόμενη την 03-05-2011. Ότι έναντι του οφειλόμενου ποσού η εναγόμενη κατέβαλε μέχρι την 19-06-2011 μόνο το ποσό των 31.000 ευρώ και εξακολουθούσε να οφείλει το υπόλοιπο ποσό των (220.000 – 31.000 =) 189.000 ευρώ. Ότι την 11-07-2012 μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκε σύμβαση, δυνάμει της οποίας η μεν ενάγουσα παραιτήθηκε από μέρος της αξίωσής της κατά της εναγόμενης για την καταβολή της οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής, περιορίζοντας αυτή στο ποσό των 52.500 ευρώ, η δε εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το παραπάνω ποσό σε δέκα μηνιαίες δόσεις, ποσού 5.000 ευρώ των εννέα πρώτων δόσεων και 7.500 ευρώ της τελευταίας, με έναρξη καταβολής την 30-09-2012 και λήξη την 30-06-2013. Ότι με όρο της σύμβασης οι διάδικοι συμφώνησαν την ανατροπή των αποτελεσμάτων της σε περίπτωση που η εναγόμενη δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της για την εμπρόθεσμη καταβολή οποιασδήποτε δόσης. Ότι η εναγόμενη δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της για την εμπρόθεσμη καταβολή των δόσεων και μέχρι την 08-04-2013 κατέβαλε μόνο το ποσό των 22.500 ευρώ, και για το λόγο αυτό έπαυσε να ισχύει η σύμβαση και επανήλθε αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, η ενάγουσα αιτείται να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της καταβάλει το ποσό των (220.000 – 31.000 – 22.500 =) 166.500 ευρώ, ως οφειλόμενη εργολαβική αμοιβή, νομιμότοκα από την 23-05-2011, ημερομηνία έκδοσης των προτιμολογίων, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, όπως το αίτημά της περιορίσθηκε παραδεκτά με την τροπή του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της και με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ). Επικουρικά, η ενάγουσα αιτείται να αναγνωριστεί η υποχρέωση της αντιδίκου της να της καταβάλει το παραπάνω ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επίσης, η ενάγουσα ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ, 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α, 3Β περ. β’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Περαιτέρω, η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 202, 345, 346, 361, 454, 681, 694 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι εφόσον, με βάση τα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο, η εργολαβική αμοιβή δεν είχε πιστωθεί, αυτή είναι τοκοφόρα από την παράδοση του έργου, κατά το άρθρο 694 εδ. β’ ΑΚ, δηλαδή από την 03-05-2011, άρα, το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας από μεταγενέστερο χρόνο, ήτοι από την 23-05-2011 είναι νόμιμο ερειδόμενο στην προαναφερόμενη διάταξη, σε συνδυασμό με το άρθρο 106 ΚΠολΔ. Ωστόσο, μετά την τροπή του κύριου αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής καθίσταται μη νόμιμο και απορριπτέο. Επίσης, μη νόμιμη και απορριπτέα είναι η βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ), διότι αυτή δεν θεμελιώνεται σε πρόσθετα ή διαφορετικά πραγματικά περιστατικά απ’ αυτά στα οποία στηρίζεται η αγωγή κατά την κύρια βάση της (Βλ. ΑΠ 449/2014 ΤΝΠ NOMOS). Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα ως προς την κύρια βάση της, εφόσον, μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (άρθρο 33 Ν. 4416/2016 ΦΕΚ Α’ 240/22.12.2016).

Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική της βάση τεκμαίρονται ομολογημένα λόγω της ερημοδικίας της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης, καθώς αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 352 του ίδιου Κώδικα). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και ν’ αναγνωριστεί ότι η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην καλούσα – ενάγουσα το ποσό των εκατόν εξήντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων (166.500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 23-05-2011 μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο πρέπει να ορίσει παράβολο για την περίπτωση που η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη ασκήσει ανακοπή κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη, λόγω της ήττας της, να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της καλούσας – ενάγουσας, κατά παραδοχή του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (ι) περ. α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην καλούσα – ενάγουσα το ποσό των εκατόν εξήντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (166.500), με το νόμιμο τόκο από την 23-05-2011 μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η κλήση – εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καλούσας – ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 15-02-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ