Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  2962/2022

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 1219/618/2021)

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Ελένη Μπαντή, Πρωτοδίκη, και από τη γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 11η Ιανουαρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», με έδρα στη … (…), στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από 15.6.2021 πληρεξουσίου εγγράφου, Μιχαήλ Μαρκουλάκος του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος ………. (…), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, δικηγόρου Αθηνών, κατοίκου … (…), με ΑΦΜ …, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, δυνάμει του από 25.6.2021 πληρεξούσιου εγγράφου, Ιωάννης Παπατριανταφύλλου του Ανδρέα (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος ………(…), που δεν προσκόμισε γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών, διότι σύμφωνα με την από 26.5.2021 δήλωσή του δεν υποχρεούται σ’ αυτό κατ’ άρθρο 82 παρ. 2 ΚώδΔικηγ, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 11.2.2021 με ΓΑΚ 1219/26.2.2021 και με ΕΑΚ 618/26.2.2021 αγωγή, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 7.12.2021 Πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Ο θεσμός της διαιτησίας, εσωτερικής ή διεθνούς, είναι διφυής, με την έννοια ότι ρυθμίζεται από διατάξεις δικονομικού, αλλά και ουσιαστικού δικαίου, με προέχοντα πάντως το δικονομικό χαρακτήρα της διαιτησίας, αφού κύριο γνώρισμά της αποτελεί η άσκηση δικαιοδοτικού έργου. Κατά τη δικαιοδοτική λοιπόν θεωρία, που είναι σήμερα η περισσότερο αποδεκτή, η διαιτησία έχει συμβατική αφετηρία και δικαιοδοτικό τέλος. Έτσι κυρίαρχος είναι ο συμβατικός χαρακτήρας της ίδιας της συμφωνίας για τη διαιτησία, ο οποίος μειώνεται όσο η διαιτησία οδηγείται προς την απόφαση, που αποτελεί καθαρά δικαιοδοτική λειτουργία προς επίλυση ιδιωτικών διαφορών. Όμως οι υπαγόμενες στη διαιτησία διαφορές δεν επιλύονται από πολιτειακά όργανα, έστω και αν ως διαιτητές ορίστηκαν δικαστικοί λειτουργοί, γι’ αυτό και οι σχέσεις μεταξύ των μερών, αλλά και μεταξύ αυτών και των διαιτητών, δεν εκδηλώνονται σε περιβάλλον δημόσιου δικαίου (ΑΠ 1219/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με το άρθρο 1 του ν. 2735/1999, με τον οποίο υιοθετήθηκε, με μικρές διαφοροποιήσεις, ο Πρότυπος Νόμος που κατάρτισε η Επιτροπή του ΟΗΕ για το Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου (UNCITRAL), τίθενται τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας διαιτησίας ως διεθνούς και ορίζεται ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στη διεθνή εμπορική διαιτησία, εφόσον ο τόπος της βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, με μόνη επιφύλαξη αυτή των άρθρων 8, 9 και 36 του ίδιου νόμου που έχουν γενική εφαρμογή, δηλαδή εφαρμόζονται από τα ελληνικά δικαστήρια σε κάθε περίπτωση που αυτά καλούνται να δικάσουν διαφορά, για την οποία έχει συμφωνηθεί η διαιτητική επίλυσή της, έστω και αν η διαιτησία ορίστηκε να διεξαχθεί εκτός της ελληνικής επικράτειας. Κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του ως άνω νόμου, «το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκείται αγωγή σε υπόθεση για την οποία υπάρχει συμφωνία διαιτησίας, παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία μετά από αίτημα ενός από τους διαδίκους, εφόσον αυτό υποβάλλεται κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, εκτός αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανενεργός ή μη επιδεκτική εφαρμογής». Όμοια είναι και η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης «περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», που υπογράφτηκε στις 10.6.1958 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 4220/1961, σύμφωνα με την οποία «το δικαστήριο ενός των συμβαλλομένων κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος, ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνία εν τη εννοία του παρόντος άρθρου (δηλαδή περί διαιτησίας), θα παραπέμπει τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός αν διαπιστώνει ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργός ή μη δεκτική εφαρμογής». Εξάλλου, αντίστοιχα ορίζουν και οι διατάξεις των άρθρων 263 περ. β και 264 εδ. α ΚΠολΔ, οι οποίες ως δικονομικές εφαρμόζονται σε κάθε διαιτησία, δηλαδή ακόμη και όταν η όλη διαιτησία διέπεται από διατάξεις αλλοδαπού δικαίου, ότι κατά τη συζήτηση και στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 με τις προτάσεις προτείνεται, με ποινή διαφορετικά απαραδέκτου, η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία, και σ’ αυτήν την περίπτωση το δικαστήριο κρίνει τόσο το κύρος της σχετικής συμφωνίας, όσο και το αν η ενώπιόν του διαφορά υπάγεται πραγματικά στη διαιτησία, οπότε, σε καταφατική περίπτωση, το πολιτειακό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση και πρέπει να παραπέμψει αυτή στη διαιτησία, δηλαδή να παραπέμψει εκεί όλη τη διαφορά και όχι μεμονωμένα στοιχεία αυτής (ΑΠ 1219/2014 ό.π., ΑΠ 45/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 903 αριθ. 2 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αλλοδαπή διαιτητική απόφαση για να αποτελεί δεδικασμένο πρέπει, εκτός άλλων και με την επιφύλαξη όσων οι διεθνείς συμβάσεις ορίζουν, να μπορεί το αντικείμενό της να γίνει αντικείμενο συμφωνίας κατά το ελληνικό δίκαιο, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2735/1999, σύμφωνα με την οποία διατάξεις νόμων, που ορίζουν τις διαφορές που δεν υπάγονται σε διαιτησία ή θέτουν προϋποθέσεις διαφορετικές από εκείνες του νόμου αυτού για την υπαγωγή ορισμένων διαφορών σε διαιτησία, εξακολουθούν να ισχύουν, συνάγεται ότι το εύρος της διαιτητικής συμφωνίας και μάλιστα ποιες διαφορές μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία, κρίνεται, ως ειδικότερο στοιχείο του κύρους της, κατά τη lex fori και εν προκειμένω κατά το ελληνικό δίκαιο, αφού ο καθορισμός των διαφορών που μπορούν να επιλυθούν διαιτητικά συνεπάγεται αντίστοιχο αποκλεισμό της κρατικής δικαιοδοτικής εξουσίας, που ενδιαφέρει άμεσα τον εθνικό νομοθέτη (ΑΠ 1219/2014 ό.π.). Σχετικά ορίζει το άρθρο 867 ΚΠολΔ ότι διαφορές ιδιωτικού δικαίου, με εξαίρεση τις αναφερόμενες στο άρθρο 614 αρ. 3 ΚΠολΔ (εργατικές διαφορές), μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς, κατά δε το άρθρο 868 του ίδιου Κώδικα, η συμφωνία για διαιτησία που αφορά μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 869 ΚΠολΔ, στη συμφωνία διαιτησίας μπορούν να υπαχθούν, κατά τη βούληση των μερών, οι υφιστάμενες ή μελλοντικές διαφορές σε σχέση με την ερμηνεία ή την εκτέλεση της σύμβασης, στην οποία αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτήν, το κύρος ή η ακυρότητα της σύμβασης και οι συνέπειες της ακυρότητας, η λύση και οι συνέπειες αυτής και γενικώς κάθε διαφορά η οποία αφορά απαιτήσεις ή υποχρεώσεις οι οποίες έχουν σχέση με τη σύμβαση ή σχέσεις που αναφέρονται σ’ αυτήν σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου και αν στηρίζονται, ως και απαιτήσεις αποζημίωσης από αδικοπραξία, οι οποίες συρρέουν με απαιτήσεις αποζημίωσης από τη σύμβαση, ή αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθόσον και αυτές συνάπτονται με τη σύμβαση. Η συμφωνία διαιτησίας είναι έγκυρη ακόμη και αν έχει διατυπωθεί με ευρύτητα, όπως στην περίπτωση που υπάγεται μ’ αυτή στη διαιτησία κάθε διαφορά που θα προκύψει από τη βασική σύμβαση. Κατά την ίδια έννοια δεν είναι αναγκαίο για το κύρος της συμφωνίας διαιτησίας, που αφορά μελλοντικές διαφορές, αυτές να εξειδικεύονται, αλλά αρκεί να αναφέρεται η βασική έννομη σχέση από την οποία θα προκύψουν, στο δικαστήριο δε απόκειται να ερμηνεύσει την περί διαιτησίας σύμβαση με βάση τις γενικές αρχές των άρθρων 173 και 200 ΑΚ και να κρίνει εάν ορισμένη διαφορά περιλαμβάνεται ή όχι στη συμφωνία αυτή (ΟλΑΠ 8/1996, ΑΠ 1281/2019, ΑΠ 543/2017, ΑΠ 1219/2014, ΑΠ 506/2010, ΑΠ 1737/2009, ΑΠ 255/1996, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το τακτικό (πολιτειακό) δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί υπόθεση για την οποία έχει συμφωνηθεί διαιτησία και προτείνεται σ’ αυτό η σχετική ένσταση, οφείλει να εξετάσει παρεμπιπτόντως, αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αντένσταση το κύρος της σχετικής συμφωνίας και να αρνηθεί την παραπομπή της υπόθεσης στη διαιτησία, αν η διαιτητική συμφωνία είναι άκυρη, ανενεργός ή ανεπίδεκτη εφαρμογής, αφού τότε δεν είναι επιτρεπτό, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1, 20 παρ. 1, 87 παρ. 1, 94 παρ. 2 του Συντάγματος και 1 του ΚΠολΔ, να στερηθεί της δικαιοδοσίας του (ΑΠ 1219/2014 ό.π., ΕφΑθ 3186/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΙΙ. Κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ως αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων νοείται το ποσοστό της δικαιοδοσίας, δηλαδή της πολιτειακής εξουσίας να ασκήσει τη δικαστική της λειτουργία προς το σκοπό πραγματώσεως της έννομης τάξης, που προσνέμεται σε ορισμένο είδος δικαστηρίων ή σε συγκεκριμένο δικαστήριο για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών. Υπό την έννοια της πρώτης διακρίσεως γίνεται λόγος για υλική και υπό την έννοια της δεύτερης για τοπική αρμοδιότητα των δικαστηρίων (Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αρ. 32, σελ. 15 επομ.). Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα κατανέμεται αποκλειστικά από το νομοθέτη με γνώμονα τη σπουδαιότητα του αντικειμένου της διαφοράς, που εξαρτάται είτε από την αξία του ή τη φύση και το είδος της, σε συνδυασμό προς τη δυσχέρεια της διαγνώσεώς της (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, I, 2003, § 14, αρ. 1, σελ. 128 – 129) είτε από συνδυασμό των παραγόντων αυτών (βλ. άρθρο 14 ΚΠολΔ). Η κατά τόπον αρμοδιότητα (ή δωσιδικία: η αυτή έννοια από την άποψη όχι πλέον του δικαστηρίου αλλά του διαδίκου ή της διαφοράς), όταν καθορίζεται νομίμως, όταν δηλαδή δεν παρεμβάλλεται συμφωνία των διαδίκων, που την παρεκτείνει, κατανέμει τις αγωγές και γενικότερα τις υποθέσεις αστικής φύσεως σε ατομικά ορισμένο υλικά αρμόδιο δικαστήριο με κριτήριο την τοπική περιφέρειά του και τη σχέση προς αυτήν της υποθέσεως ή των διαδίκων (Γ. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, 1978, § 71, σελ. 156 επομ.) και, ανάλογα με το εύρος των διαφορών που αφορά, διακρίνεται σε γενική, στην οποία υπάγονται όλες καταρχήν οι διαφορές, πλην εκείνων για τις οποίες προβλέπεται ειδική αποκλειστική δωσιδικία και σε ειδικές δωσιδικίες είτε αποκλειστικές έναντι της γενικής είτε συντρέχουσες με αυτήν κατά την επιλογή του ενάγοντος (Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, τεύχος Α, 1972, σελ. 215). Για τον προσδιορισμό της νόμιμης γενικής δωσιδικίας, ο αποφασιστικός σύνδεσμος της υποθέσεως προς το δικαστήριο είναι καθαρά υποκειμενικός και θεμελιώνεται στην κατοικία του εναγομένου ή, αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στην έδρα του, χωρίς να λαμβάνονται καθόλου υπόψη αντικειμενικά στοιχεία ούτε οι ουσιαστικές ιδιαιτερότητες της υπόθεσης (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 100). Η νομοθετική αυτή επιλογή θάλπει υπέρτερα αγαθά και αποβλέπει πρωτίστως στην προστασία του αμυνόμενου εναγομένου, αντισταθμίζοντας την, καταρχήν απεριόριστη ως προς το χρόνο εκδηλώσεώς της και ως προς την ευχέρεια καθορισμού του αντικειμένου της δίκης, δυνατότητα επιθέσεως του ενάγοντος, στους ώμους του οποίου επιρρίπτεται το βάρος διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα στην περιφέρεια της κατοικίας ή της έδρας του αντιδίκου του, επειδή αυτός είναι που επιδιώκει τη μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης (Κ. Κεραμέας, ό.π., αρ. 40, σελ. 50, Κ. Μπέης σε Κ. Μπέη/Κ. Καλαβρού/Σ. Σταματόπουλου, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, 1, Γενικό Μέρος, 1999, 16.3.1.1, σελ. 262). Αντιθέτως, οι ειδικές δωσιδικίες διευκολύνουν τη θέση του ενάγοντος και προσδιορίζουν το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο με βάση τη φύση, το είδος και το αντικείμενο της διαφοράς (Ν. Νίκας, ό.π., § 16, αρ. 6, σελ. 170), δηλαδή με κριτήρια όμοια με αυτά που προσδιορίζουν την υλική αρμοδιότητα. Διάκριση της αρμοδιότητας αποτελεί και η λειτουργική τοιαύτη, η οποία εκφράζει την εξουσία κάθε επιμέρους δικαστηρίου ή δικαστικού υπαλλήλου στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς και κύρια νομοθετική έκφανσή της αποτελεί ο δημοσίας τάξεως κανόνας «των δύο βαθμών δικαιοδοσίας», που καθιερώνεται στο άρθρο 12 του ΚΠολΔ υπό την έννοια της δυνατότητας διπλής κρίσεως της αυτής διαφοράς από πρωτοβάθμιο και υπερκείμενο δικαστήριο. Κατά τη βούληση του νομοθέτη, που διατυπώνεται τότε σε ειδικό νομοθέτημα, η εξουσία αυτή μπορεί να αναφέρεται κάποτε και σε συγκεκριμένο τμήμα ορισμένου δικαστηρίου, οπότε η προσνομή (λειτουργικής) αρμοδιότητας στο τμήμα αυτό καθιστά (λειτουργικώς) αναρμόδια τα υπόλοιπα τμήματα του ιδίου, καταρχήν, δικαστηρίου, που άλλως θα είχαν υλική αρμοδιότητα κατά τις γενικές διατάξεις. Περίπτωση τέτοιας ειδικής νομοθεσίας αποτελεί το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 «Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Ν. 1756/1988 “Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών”, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις», με την § 1 του οποίου και προς το σκοπό εκδίκασης από αυτό ιδιωτικών διαφορών που χαρακτηρίζονται ως ναυτικές συνεστήθη στο Πρωτοδικείο Πειραιώς όχι οργανικά αυτοτελές [ειδικό] δικαστήριο, αλλά ειδικό τμήμα (Ν. Νίκας, ό.π., § 4, αρ. 1, σελ. 41, υποσ. 1) στους κόλπους του ήδη υπάρχοντος δικαστικού σχηματισμού. Με τη σύστασή του ο νομοθέτης απέβλεψε στην προοπτική βελτίωσης της απονομής της δικαιοσύνης στο πεδίο των ναυτικών διαφορών, που εμφανίζουν ιδιαίτερες νομικές και τεχνικές δυσχέρειες, αναφυόμενες κατά κανόνα στο πλαίσιο περισσοτέρων της μιας εννόμων τάξεων, μέσω της ταχύτερης και ορθότερης επίλυσής τους αλλά και στη δημιουργία σταθερής νομολογίας κατά την αντιμετώπιση των συναφών νομικών θεμάτων. Νομοθετικός σκοπός δηλαδή ήταν η ανάθεση της εκδικάσεως των υποθέσεων αυτών σε ειδικευμένους δικαστές, που έχουν αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων που συνδέονται με τις δραστηριότητες του θαλάσσιου εμπορίου και εμπειρία στην αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων. Ενόψει του ότι για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ο νομοθέτης απέβλεψε στη φύση των υπαγόμενων σ’ αυτήν διαφορών, δηλαδή χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό, γίνεται δεκτό ότι κατ’ ουσίαν καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητα του τμήματος αυτού (ΑΠ 1285/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 338/2003 ΧρΙΔ 2003/537 = ΕλλΔνη 2004.407, ΑΠ 832/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 251/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και μάλιστα αποκλειστική, μη δυνάμενη να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων, αφού η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων στο ομώνυμο τμήμα είναι υποχρεωτική (ΤριμΕφΠειρ 413/2015, ΜονΕφΠειρ 442/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανάγκη επίτευξης ενότητας στη νομολογία επί των ναυτικών διαφορών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα υπαγόρευσε και τη νομοθετική επέκταση της χωρικής – γεωγραφικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τις διαφορές αυτές. Έτσι, στην § 2 του ως άνω άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, ορίστηκε ότι για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής. Επομένως, από της ισχύος της διατάξεως αυτής καταργήθηκε εφεξής η αντίστοιχη υλική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών (ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013.17), ενώ μεταγενέστερα με το άρθρο ένατο § 17 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ A 87/23.7.2015), προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην § 2 του ως άνω άρθρου 51, κατά το οποίο «Για τις λοιπές εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα». Κατ’ ουσίαν, με τις ρυθμίσεις αυτές, εκτός της υλικής, καθιερώθηκε και τοπική αρμοδιότητα του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΤριμΕφΠειρ 112/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2768/2004 ΠειρΝομ 2006.354), στο οποίο δωσιδικούν έκτοτε οι ναυτικές διαφορές, αποκλειστικώς μεν όσον αφορά το νομό Αττικής και συντρεχόντως όσον αφορά τις λοιπές περιφέρειες της Επικράτειας, ειδικώς, πάντως, σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή οριοθετήθηκε με βάση το αντικειμενικό κριτήριο της φύσης των υπαγόμενων διαφορών. Είναι προφανές ότι το (λειτουργικώς αρμόδιο ναυτικό τμήμα στο) Πρωτοδικείο Πειραιώς έχει αποκλειστική εντός της περιφέρειας του νομού Αττικής τοπική αρμοδιότητα, εφόσον καταφαθεί η υλική του αρμοδιότητα, και η σχετική κρίση προϋποθέτει την παραδοχή του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατόπιν αυτεπάγγελτου δικαστικού ελέγχου και ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων, όπως συμβαίνει με κάθε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, με βάση το εισαγωγικό δικόγραφο και το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του (Ν. Νίκας, ό.π., § 20, αρ. 1,2, σελ. 280). Για να διευκολύνει την κρίση ο νομοθέτης, αφενός, εισάγει μια γενική ρήτρα (§ 3Α του άρθρου 51), στην οποία χαρακτηρίζονται ως ναυτικές οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από (δηλαδή αιτία έχουν) πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου και την παροχή εργασίας σ’ αυτό και, αφετέρου, προβαίνει σε περιπτωσιολογική απαρίθμησή τους συμπεριλαμβάνοντας στις ενδεικτικά και όχι περιοριστικά (ΤριμΕφΠειρ 253/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αναφερόμενες στην § 3Β του ως άνω άρθρου και Νόμου ναυτικές διαφορές. Στην τέτοια, ενδεικτική απαρίθμηση, ναυτικές διαφορές είναι εκείνες που έχουν αιτία, πηγάζουν, δηλαδή, από την πώληση και γενικότερα την εκποίηση πλοίου με επαχθή αιτία (51 παρ. 3 Β α Ν. 2172/1993), καθώς και οι συμβάσεις που είναι σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου. Ειδικότερα, είναι ναυτικές διαφορές και αυτές που προκύπτουν από συμβατικές ή εξωσυμβατικές σχέσεις, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε χερσαίο χώρο αλλά σχετίζονται με πλοίο, όπως η αγορά ή η πώληση ενός πλοίου η οποία λαμβάνει χώρα σε χερσαίο χώρο, ανεξάρτητα αν η γενεσιουργός αιτία τους είναι σύμβαση ή αδικοπραξία. Ο νόμος για να διευκολύνει την κρίση υπαγωγής ή μη μιας διαφοράς στη λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών απαριθμεί ενδεικτικά τις αιτίες από τις οποίες μπορεί να προκύψουν ναυτικές διαφορές, (51 παρ. 3 εδ. Β περ. α – ιζ Ν. 2172/1993). Στον κατάλογο αυτόν καθορίζονται ενδεικτικά ναυτικές διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός που συνδέεται κατά πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επίδικη ναυτική διαφορά, ανεξαρτήτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα της. Εξάλλου, η διατύπωση στην παράγραφο 3Α του άρθρου 51 είναι ευρύτατη. Αναφέρεται σε όλες τις ιδιωτικές διαφορές οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου κ.λπ. Ο όρος «πηγάζουν» παραπέμπει στις ανωτέρω πράξεις ως συμβάντα του κοινωνικού βίου από τα οποία πηγάζουν άμεσα ή έμμεσα ναυτικές διαφορές. Δεν έχει σημασία ποια είναι η νομική βάση της αξίωσης της οποίας ζητείται δικαστική προστασία, αρκεί για τη δικαστική εκτίμηση της διαφοράς ότι πρέπει να κριθούν και ζητήματα τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας και μπορεί να προέρχονται από σύμβαση, εταιρική σχέση, αδίκημα ή εκ του νόμου. Ακόμη και οι αδικοπραξίες αποτελούν την παθολογία μιας κατονομαζόμενης ναυτικής διαφοράς και τελούνται στο πλαίσιο αυτής. Ναυτικές είναι και οι διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός, δηλαδή γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, αδιακρίτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα του. Ο όρος νομικό γεγονός δεν αναφέρεται στη νομική αιτία, δηλαδή στη νομική βάση της αξίωσης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, αλλά στο νομικό γεγονός που αποτελεί την αφορμή γένεσης της διαφοράς που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα του πλοίου και του θαλασσίου εμπορίου ανεξάρτητα από νομικό λόγο ή βάση της διαφοράς. Συνεπώς, οποιαδήποτε και αν είναι η νομική βάση της διαφοράς, εφόσον η διαφορά αυτή πηγάζει υπό την ευρύτατη έννοια η οποία εκτέθηκε ανωτέρω ή έχει ως αιτία ένα από τα νομικά γεγονότα που απαριθμούνται στην παράγραφο 3Β του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, η διαφορά αυτή αποκτά χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς και υπάγεται στην αρμοδιότητα των ναυτικών τμημάτων των Δικαστηρίων του Πειραιά και πρέπει να εκδικασθεί από αυτά ώστε να κριθεί από Δικαστή με αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων των εν λόγω διαφορών και δυνατότητα να κρίνει και τις υπόλοιπες διαστάσεις της διαφοράς [ΜονΕφΑθ 71/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία, βλ. και Α. Αντάπαση, Ζητήματα αρμοδιότητας του τμήματος ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς (γνωμ.), ΕΕμπΔ 2015.233 επ.]. Τέλος, το άρθρο 26 ΚΠολΔ ορίζει ότι δικηγόροι και συμβολαιογράφοι υπάγονται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ασκούν τα καθήκοντά τους. Στη διάταξη υπάγονται όλες οι διαφορές των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων και όχι μόνον αυτές που προκύπτουν από την άσκηση του λειτουργήματός τους, η προκείμενη δε δωσιδικία υπερισχύει εκείνης του άρθρου 22, όχι, όμως, και των αποκλειστικών ειδικών δωσιδικιών, ενώ ισχύει παράλληλα προς τις ειδικές συντρέχουσες δωσιδικίες [βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/-Νίκα, ΚΠολΔ Ι (2000), 26 αριθ. 2,3]. ΙΙΙ. Στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ ορίζεται ότι «όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ προκύπτει ότι προϋπόθεση της ευθύνης (και στοιχείο της περί αποζημιώσεως αγωγής) εκτός του παράνομου και υπαιτίου της πράξεως είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας την οποία αυτό προκάλεσε και συντρέχει όταν η παράνομη και κατά κανόνα υπαίτια συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) του αδικοπραγήσαντος από μόνη της ήταν ικανή και ηδύνατο, αντικειμενικώς λαμβανομένη υπόψη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα χωρίς να εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου. Περαιτέρω, η τέλεση αξιοποίνου πράξεως κατά τον ποινικό κώδικα είναι δυνατόν ν’ αποτελεί αδικοπραξία, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, με συνέπεια την υποχρέωση του δράστη ν’ αποζημιώσει τον παθόντα. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν η παραβιασθείσα διάταξη στοχεύει και στην προστασία ατομικού συμφέροντος, λόγω του ότι με την πράξη του δράστη προσβάλλεται υπαιτίως το προστατευόμενο, από την παραβιασθείσα διάταξη, δικαίωμα ή συμφέρον του βλαβέντος, όπως αυτό συμβαίνει στην περίπτωση υπεξαιρέσεως (άρθρο 375 ΠΚ), όπου ο δράστης ιδιοποιείται παρανόμως, δηλαδή χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, ξένο κινητό πράγμα και ζημιώνει έτσι τον ιδιοκτήτη κατά την αξία του. Kαι τούτο γιατί, αφενός παραβιάζονται τα άρθρα αυτά, αφετέρου προσβάλλεται το, επί της περιουσίας, δικαίωμα του βλαβέντος (ΠΠρΘεσ 34339/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). IV. Με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας που αποτελεί ένα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα. Τέτοια αγαθά είναι, εκτός των άλλων, ή τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη και την εκτίμηση που έχουν oι άλλοι γι’ αυτόν. Από τις διατάξεις δε αυτές σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι επί προσβολής της προσωπικότητας η αξίωση ικανοποίησης για την ηθική βλάβη προϋποθέτει προσβολή των ανωτέρω δικαιωμάτων, παράνομη και υπαίτια. Είναι δε παράνομη η προσβολή, όταν υπάρχει διάταξη η οποία απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη που προσβάλλει κάποια έκφανση της προσωπικότητας και είναι αδιάφορο αν η απαγόρευση βρίσκεται στο αστικό ή ποινικό δίκαιο ή σε άλλους κανόνες δημοσίου δικαίου ή και ειδικούς νόμους (ΑΠ 356/2010, ΕφΠειρ 216/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω και το νομικό πρόσωπο, εφόσον κηρύσσεται ικανό δικαίου και ικανό προς δικαιοπραξία (άρθρα 61 και 70 ΑΚ), έχει δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών αναγνωριζόμενων σ’ αυτό άυλων αγαθών. Συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας αυτού σε οποιαδήποτε έκφανσή της, δικαιούται να ζητήσει, κατά τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, προστασία, η οποία συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια (ΑΠ 265/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 526/2010 Αρμ 2011.1126). Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρείες, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον. Το αν συνέβη αυτό πρέπει να το αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο η ενάγουσα εταιρεία, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μία συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση (ΕφΘεσ 604/2008 Αρμ 2010.373). Θα πρέπει, δηλαδή, το νομικό πρόσωπο για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης να επικαλείται και να αποδεικνύει συγκεκριμένη υλική ζημία (Γ. Γεωργιάδης σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 932 αρ. 22).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα σουηδική εταιρεία στην κρινόμενη αγωγή της εκθέτει ότι αποτελεί μέλος ενός επενδυτικού σουηδικού ομίλου εταιρειών, που ελέγχεται από την εταιρεία “…”. Ότι στις αρχές Μαΐου 2020 εκδήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά του σκάφους “…”, ιδιοκτησίας της εταιρείας “…   …………….”, προς διευκόλυνση δε της επαγγελματικής του εκμετάλλευσης επιλέχθηκε ως προτιμότερη λύση η ίδρυση μίας νέας ελληνικής -θυγατρικής- εταιρείας με την επωνυμία «…», πλην όμως, επειδή οι διαδικασίες σύστασής της δεν είχαν ολοκληρωθεί, αποφασίστηκε να συμβληθεί η ίδια ως αγοράστρια. Ότι στις 22.5.2020 υπογράφηκε μνημόνιο συμφωνίας / συνεργασίας, με αντισυμβαλλόμενους την ανωτέρω πλοιοκτήτρια ως πωλήτρια και την ενάγουσα «ή όποιο άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο αυτή ορίσει» ως αγοράστρια, ορίστηκε δε ως τίμημα το ποσό των 3.400.000 ευρώ, εκ των οποίων ορίστηκε ως προκαταβολή το ποσό των 340.000 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε την 1.6.2020 στον εναγόμενο ως θεματοφύλακα με τον όρο «να φυλάσσει την προκαταβολή για λογαριασμό του πωλητή και του αγοραστή σε συμφωνία με τους όρους του συμφωνητικού» (όροι 38 και 13.4). Ότι, μετά την ολοκλήρωση της σύστασης της εταιρείας «…», που υποκατέστησε την ενάγουσα ως αγοράστρια, το ποσό της προκαταβολής έπρεπε να επιστραφεί στην ενάγουσα από τον θεματοφύλακα, καθόσον αυτή δεν δεσμευόταν πλέον από το από 22.5.2020 μνημόνιο και εξέλιπε ο νόμιμος λόγος κατοχής των εν λόγω χρημάτων από τον εναγόμενο, ο τελευταίος, όμως, αν και διαβεβαίωνε μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων για τη διατραπεζική του μεταφορά, το υπεξαίρεσε και δεν το απέδωσε στην ενάγουσα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, διέπραξε μάλιστα και το αδίκημα της πλαστογραφίας, καθόσον το αναφερόμενο σ’ αυτήν τραπεζικό extrait, που της απέστειλε προς απόδειξη της εκτέλεσης του εμβάσματος, δεν ήταν γνήσιο. Ότι, τέλος, από την περιγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, η ενάγουσα υπέστη και ηθική βλάβη, καθόσον τέθηκε σε κίνδυνο το εμπορικό μέλλον της και τρώθηκε η φήμη, το κύρος και η αξιοπιστία της. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητά να εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που να υποχρεώνει τον εναγόμενο να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό (340.000 €) ως θετική της ζημία, καθώς και το ποσό των 50.000 € για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, ήτοι συνολικά το ποσό των 390.000 €, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ν’ απαγγελθεί προσωπική κράτηση ενός έτους σε βάρος του εναγόμενου λόγω της αδικοπραξίας, καθώς και να καταδικαστεί αυτός στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, που επιδόθηκε στον εναγόμενο εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών………… , και για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας κατατέθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας το από 2.2.2021 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, ενώ έλαβε χώρα και η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6, 7 του Ν. 4620/2019, όπως προκύπτει από το από 2.6.2021 Πρακτικό Περάτωσης αυτής της διαμεσολαβήτριας …, στην οποία παραστάθηκαν αμφότερα τα διάδικα μέρη, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 9, 13, 14, 18, 22, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α, 2, 3Α – Β α, ε Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Ειδικότερα, ο εναγόμενος παραδεκτά με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις του προτείνει την ένσταση υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, ισχυριζόμενος ειδικότερα ότι η ρήτρα διαιτησίας του όρου 40 του από 22.5.2020 Μνημονίου Συμφωνίας / Συνεργασίας (Memorandum of Agreement), που συμφωνήθηκε μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών, περιλαμβάνει όλες τις διαφορές που σχετίζονται με τη σύμβαση αυτή, και τις μη συμβατικές. Ο ισχυρισμός αυτός είναι δικονομικά παραδεκτός και νόμω βάσιμος, καθ’ ο μέρος αφορά την επικαλούμενη συμφωνία διεθνούς διαιτησίας ως περιλαμβάνουσα και την ένδικη διαφορά (ιδιωτικού δικαίου) ως προς την περιουσιακή ζημία, η οποία δύναται κατά το δικονομικό δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου να υπαχθεί σε διαιτησία, διότι το αντικείμενό της, ήτοι το ενοχικό δικαίωμα για καταβολή της θετικής ζημίας της ενάγουσας από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου είναι ελεύθερα διαθετό από τους διαδίκους. Κατά το μέρος, όμως, κατά το οποίο ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, η άνω ένσταση είναι μη νόμιμη και, συνεπώς, απορριπτέα, διότι η αξίωση αυτή σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεκτική διάθεσης και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαιτησίας (ΑΠ 2004/2007 ΧρΙΔ 2008.730). Κατόπιν αυτών, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμω βάσιμη, η σχετική ένσταση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Στο από 22.5.2020 Μνημόνιο Συμφωνίας, όπως αυτό (“Memorandum of Agreement”), που είναι συνταγμένο στην αγγλική γλώσσα και προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως στην ελληνική, καταρτίστηκε μεταξύ της πωλήτριας εταιρείας “… …”, εδρεύουσας στις …, νομίμως εκπροσωπούμενης, της αγοράστριας ενάγουσας εταιρείας, των μεσιτών “….” και “….”, καθώς και του εναγόμενου, ως θεματοφύλακα, φέρει δε τις υπογραφές όλων των μερών, και συγκεκριμένα στον όρο 40 αυτού «Διαιτησία & Δίκαιο» προβλέπεται ότι: «Η παρούσα συμφωνία διέπεται από και ερμηνεύεται σύμφωνα με τους νόμους της Αγγλίας. Οποιαδήποτε διαφορά που προκύπτει από ή σε σχέση με την παρούσα συμφωνία μεταξύ του ΑΓΟΡΑΣΤΗ, του ΠΩΛΗΤΗ και/ή του ΜΕΣΙΤΗ (εφεξής τα «μέρη») παραπέμπεται σε διαιτησία στο Λονδίνο για να καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου περί Διαιτησίας του 1996 και κάθε μεταγενέστερη πράξη που την αντικαθιστά ή την τροποποιεί. Εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν για έναν μοναδικό διαιτητή, ορίζεται ένας διαιτητής από κάθε μέρος. Εάν εντός 14 ημερών από την παραλαβή της γραπτής κοινοποίησης του διορισμού διαιτητή, ο παραλήπτης δεν ορίσει διαιτητή, ο πρώτος διαιτητής θα αποτελεί τον μοναδικό διαιτητή. Όταν διορίζονται δύο διαιτητές, ορίζουν έναν τρίτο ως Πρόεδρο. Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι οριστική και δεσμευτική για τους διαδίκους και μπορεί να καταχωριστεί ως απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας και της Ουαλίας. Δεν μπορεί να ασκηθεί καμία διαδικασία οποιασδήποτε φύσης σε οποιαδήποτε άλλη πολιτεία ή δικαιοδοσία, εκτός εάν οποιοδήποτε από τα μέρη μπορεί να ασκήσει διαδικασίες κατάσχεσης για τη λήψη συντηρητικής κατάσχεσης ή λοιπής παρόμοιας προσφυγής κατά σκάφους ή ιδιοκτησίας του άλλου μέρους σε οποιοδήποτε κράτος ή δικαιοδοσία. Εάν από οποιοδήποτε από τα μέρη κοινοποιηθεί διαδικασία διαιτησίας, ο θεματοφύλακας, αφού λάβει την κοινοποίηση των εν λόγω διαδικασιών, δεν ασχολείται με τα ποσά που αφορούν, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δύο μερών ή σύμφωνα με τη διάταξη περί διαιτητών ή την τελική τους ανάθεση. Τα χρήματα θα πρέπει να τηρούνται σε έναν καθορισμένο λογαριασμό πελατών, ο οποίος θα πρέπει να είναι έντοκος, εφόσον το επιτρέπουν οι εθνικοί τραπεζικοί κανόνες. Ο θεματοφύλακας μπορεί, με τη γραπτή συμφωνία και των δύο μερών, να καταβάλει τα χρήματα σε λογαριασμό θεματοφυλακής που ελέγχεται από κοινού από τους νόμιμους εκπροσώπους και των δύο μερών εν αναμονή του αποτελέσματος της διαιτησίας.». Στη Δεύτερη Προσθήκη της εν λόγω Συμφωνίας, υπογραφείσα μεταξύ της πωλήτριας και της αγοράστριας του επίδικου σκάφους, ορίζεται με την παρ. 11 ότι: «Η ρήτρα (40) διαγράφεται στο σύνολό της και στη θέση της τοποθετείται ο ακόλουθος κώδικας: “Η παρούσα σύμβαση και οποιαδήποτε διαφορά ή αξίωση που προκύπτει από ή σε σχέση με αυτήν ή το αντικείμενο ή τη σύστασή της (συμπεριλαμβανομένων των μη συμβατικών διαφορών ή αξιώσεων) διέπεται από και ερμηνεύεται σύμφωνα με την αγγλική νομοθεσία. Τα μέρη συμφωνούν αμετάκλητα ότι οποιαδήποτε διαφορά που προκύπτει από ή σε σχέση με την παρούσα συμφωνία θα παραπεμφθεί σε διαιτησία στο Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με τον Νόμο περί Διαιτησίας του 1996 ή οποιαδήποτε νόμιμη τροποποίηση ή ανανέωση αυτού, προκειμένου να τηρηθεί στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο, στις διατάξεις της παρούσας ρήτρας. Η διαιτησία διεξάγεται σύμφωνα με τους όρους της Ένωσης για τη Ναυτική Διαιτησία του Λονδίνου (LMAA) που ισχύουν κατά τη στιγμή της έναρξης της διαδικασίας διαιτησίας. Η παραπομπή αφορά τρεις (3) διαιτητές. Κάθε διάδικος που επιθυμεί να υποβάλει ένσταση στη διαιτησία ορίζει τον διαιτητή του και αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στο άλλο μέρος, ζητώντας να ορίσει δικό του διαιτητή εντός 14 ημερών από την εν λόγω ειδοποίηση και δηλώνοντας ότι θα διορίσει τον διαιτητή του ως μοναδικό, εκτός εάν ο άλλος διάδικος διορίσει τον δικό του διαιτητή και ειδοποιήσει ότι το έπραξε εντός προθεσμίας 84 ημερών. Όταν διορίζονται δύο διαιτητές, ορίζουν έναν τρίτο ως πρόεδρο. Εάν ο άλλος διάδικος δεν διορίσει τον δικό του διαιτητή και ειδοποιήσει εντός 14 ημερών που ορίζονται, ο διαιτητής δύναται, χωρίς την απαίτηση περαιτέρω προειδοποίησης προς το άλλο μέρος, να ορίσει τον διαιτητή του ως ο μοναδικός διαιτητής και ενημερώνει σχετικά το άλλο μέρος. Η χορήγηση μοναδικού διαιτητή είναι δεσμευτική για αμφότερα τα μέρη, σαν να είχε διοριστεί με συμφωνία. Τίποτα στο παρόν δεν εμποδίζει τα μέρη να συμφωνήσουν γραπτώς να τροποποιήσουν αυτές τις διατάξεις για τον διορισμό ενός μοναδικού διαιτητή. Στις περιπτώσεις που ούτε η αξίωση ούτε οποιαδήποτε αντισταθμιστική αγωγή υπερβαίνει το ποσό των 50.000 βρετανικών λιρών (ή οποιοδήποτε άλλο ποσό μπορεί να συμφωνήσουν οι διάδικοι) η διαιτησία διεξάγεται σύμφωνα με τη διαδικασία της Ένωσης για τη Ναυτική Διαιτησία του Λονδίνου (LMAA) για τις μικρές απαιτήσεις κατά την έναρξη της διαδικασίας διαιτησίας.”». Επομένως, με την εν λόγω ρήτρα συμφωνήθηκε ρητώς η υπαγωγή όλων των διαφορών που τυχόν προκύψουν μεταξύ των ως άνω συμβαλλομένων από το Μνημόνιο Συμφωνίας σε διεθνή διαιτησία στο Λονδίνο, όπου θα διεξαχθεί σύμφωνα με τους όρους της Ένωσης για τη Ναυτική Διαιτησία του Λονδίνου (LMAA). Περαιτέρω, στη ρήτρα 38 του “Memorandum of Agreement”, ο οποίος δεν τροποποιήθηκε με τις Προσθήκες αυτού που ακολούθησαν, προβλέπονται σε σχέση με τον ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑ τα εξής: «[…]Ο θεματοφύλακας αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της παρούσας Σύμβασης για τους σκοπούς της παρούσας Ρήτρας, της ρήτρας (42) και των ρητρών της παρούσας Σύμβασης που αφορούν την πληρωμή, την επιστροφή και την αποδέσμευση της Προκαταβολής». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν υπάγονται στη διαιτησία οι διαφορές που αφορούν / σχετίζονται με την ευθύνη του θεματοφύλακα με οποιαδήποτε νομική βάση, συμπεριλαμβανομένης της αδικοπρακτικής, καθόσον οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν ρητά εξαιρέσει από την εμβέλεια ισχύος του ως άνω όρου 40 τον θεματοφύλακα, περιορίζοντας επ’ αυτού την εφαρμογή των όρων 42 [Απόρρητο] και όσων αφορούν στην προκαταβολή. Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω εκτεθέντα, η υπό κρίση διαφορά, με την οποία ζητείται η επιδίκαση της θετικής ζημίας που υπέστη η ενάγουσα από τις περιγραφόμενες υπεξαίρεση και πλαστογραφία που τέλεσε σε βάρος της ο εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του ως θεματοφύλακα της δοθείσας από την ίδια προκαταβολής μετά την υπογραφή του ανωτέρω Μνημονίου, δεν περιλαμβάνεται στις διαφορές τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι υπήγαγαν με τη συμφωνηθείσα διαιτητική ρήτρα στη δικαιοδοσία του Διαιτητικού Δικαστηρίου, η δε σχετική ένσταση του εναγόμενου, στον βαθμό που κρίθηκε νόμω βάσιμη, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Για τον ίδιο λόγο, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός περί εφαρμογής στην επίδικη υπόθεση του αγγλικού δικαίου, τον οποίο παράλληλα προβάλλει ο εναγόμενος με τις προτάσεις του. Περαιτέρω, επειδή οι ένδικες αξιώσεις εκπηγάζουν από αγοραπωλησία πλοίου προς εμπορική εκμετάλλευση, ήτοι από ναυτική διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας τελέστηκαν οι περιγραφόμενες στην αγωγή αδικοπραξίες, αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής είναι το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με την υπό στοιχ. ΙΙ. νομική σκέψη, και ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός του εναγόμενου περί κατά τόπον αναρμοδιότητας των Δικαστηρίων των Αθηνών, λόγω της ιδιότητάς του ως δικηγόρου που ασκεί καθήκοντα στην περιφέρεια Αθηνών, κατ’ άρθρο 26 ΚΠολΔ, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία [άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Κανονισμός “Βρυξέλλες Ια”)]. Ενόψει δε του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γενικό Μέρος παρ. 2, σελ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου Δικαίου. Ως προς τη διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν από τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του δικάζοντος Δικαστηρίου. Ως προς δε την αδικοπρακτική βάση της αγωγής, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 4 παρ. 1, 31, 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη II), σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα περί μη ισχύος στην επίδικη υπόθεση της ρήτρας εφαρμογής του αγγλικού δικαίου, η οποία δεν αφορά σε όποιες αξιώσεις ήθελε προκύψουν από τη δράση του εναγόμενου ως θεματοφύλακα. Σημειωτέον δε ότι, προκειμένου περί των τόκων επιδικίας, που αρχίζουν από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και, στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό τοιούτο (άρθρο 346 ΑΚ – βλ. ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝαυτΔ 1999.370, ΠΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝαυτΔ 1991.6). Με βάση, λοιπόν, το ελληνικό δίκαιο, η υπό κρίση αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγόμενου, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αδικοπρακτική συμπεριφορά του, η οποία είναι σαφής, χωρίς αντιφάσεις και πλήρης ως προς όλα τα αναγκαία στοιχεία της, όπως αυτά αναλύθηκαν ανωτέρω στη νομική σκέψη ΙΙΙ., κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενώ δεν συντρέχει και απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής με τις προτάσεις της ενάγουσας (άρθρο 224 ΚΠολΔ), όπως αβασίμως υποστηρίζει ο εναγόμενος με την προσθήκη του. Ωστόσο, ως προς το επιμέρους αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη το νομικό πρόσωπο της ενάγουσας είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι στην αγωγή δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένης υλικής ζημίας και μειωτικής διαταραχής της προσωπικότητάς της, όπως απαιτείται σύμφωνα με τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν ως προς το σημείο αυτό (υπό στοιχείο IV.). Στον βαθμό που κρίθηκε ορισμένη, είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 61, 70, 297, 298, 330, 340, 345, 346, 361 και 914 ΑΚ, σε συνδυασμό προς 375, 216 ΠΚ και 176, 907, 908 παρ. 1 εδ. δ, 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με κωδικό … e—παράβολο, σε συνδυασμό με το από 9.7.2021 έγγραφο εξόφλησης της «Τράπεζας Πειραιώς»).

Κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Με την ανωτέρω διάταξη, χωρίς να θεσμοθετείται υποχρέωση, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να αναβάλει με απόφασή του τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση διαδίκου, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη, η οποία επηρεάζει, κατά οποιονδήποτε τρόπο, τη διάγνωση της αστικής διαφοράς. Έτσι, για την αναβολή της συζήτησης, απαιτείται, αφενός εκκρεμής ποινική αγωγή, αφετέρου δε επηρεασμός της ποινικής αγωγής στη διάγνωση αστικής διαφοράς, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την υπόσταση μιας πράξης που τελέστηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή, όσον αφορά τα θεμελιωτικά της αστικής διαφοράς περιστατικά (ΕφΑθ 3221/2006 ΕλλΔνη 2009.274). Εκκρεμής δε θεωρείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κύρια ανάκριση, ανεξαρτήτως της εισαγωγής ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το χρόνο της έκδοσης της αναβλητικής απόφασης. Και είναι αλήθεια ότι η αμετάκλητη ποινική απόφαση ούτε δημιουργεί ούτε είναι δυνατόν να δημιουργήσει δεδικασμένο για τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία στηρίζουν παραλλήλως, αφενός μεν την ποινική αξίωση της πολιτείας κατά του κατηγορουμένου, αφετέρου δε την εναντίον του αστική αξίωση, πλην όμως, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, ο δικαστής είναι ελεύθερος να εκτιμήσει και αξιολογήσει, κατά συνείδηση, την ποινική απόφαση. Έτσι, απόκειται στην έμφρονα κρίση του πολιτικού δικαστηρίου να εξετάσει αν με την αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, θα διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία περί της βασιμότητας της εκκρεμούς αγωγής (ΕφΑθ 458/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 52/2009 Αρμ 2009.718, ΕφΔωδ 98/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3177/2006 ΕλλΔνη 2007.1508).Στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση, δεν γίνεται επίκληση ούτε και προκύπτει από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που παραδεκτά επισκοπούνται στο παρόν στάδιο δίκης, όπως αναλυτικά αυτά παρατίθενται κατωτέρω, ότι η ποινική αγωγή είναι εκκρεμής, αφού δεν προσκομίζονται σχετικά έγγραφα περί του ότι έχει ασκηθεί σχετική ποινική δίωξη σε βάρος του εναγόμενου και διατάχθηκε προανάκριση ή κυρία ανάκριση, αντίθετα προκύπτει ότι η με αριθμό … από 21.10.2020 έγκληση που ασκήθηκε σε βάρος του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών βρίσκεται στο στάδιο της ανάθεσης (μελέτη & επεξεργασία Β΄). Επομένως, επειδή η υποβολή της έγκλησης δεν αρκεί, το υποβληθέν με τις προτάσεις αίτημα του τελευταίου περί αναβολής της παρούσας δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της ποινικής αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.               Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη γι’ άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Μαραθώνα Μαρίας Παναγοπούλου, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …, που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “…” συνιστά κεφαλαιουχική εταιρεία ιδρυθείσα κατά το σουηδικό δίκαιο, εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα από τους …, ξεχωριστά. Στις αρχές Μαΐου 2020 η εταιρεία αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα στον τομέα της επαγγελματικής εκμετάλλευσης σκαφών. Στο πλαίσιο αυτό, εκδήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά του μηχανοκίνητου σκάφους – ιδιωτικής θαλαμηγού «…», υπ’ αριθ. νηολ. …, συνολικού μήκους 39,80 μ., το οποίο βρισκόταν στην … και ανήκε στην κυριότητα της εδρεύουσας στις … (…….) εταιρείας με την επωνυμία “… …”. Ενόψει της αγοράς του σκάφους, η ενάγουσα αποφάσισε τη σύσταση μίας ελληνικής θυγατρικής εταιρείας, που θα αποκτούσε την κυριότητά του, αλλά και θα το εκμεταλλευόταν επαγγελματικά, για τον λόγο δε αυτό ζήτησε τις υπηρεσίες του εναγόμενου, δικηγόρου Αθηνών, με αριθμό μητρώου ΔΣΑ …, ο οποίος και ανέλαβε τη νομική καθοδήγηση επί της αγοραπωλησίας. Στις 22.5.2020 υπεγράφη «Μνημόνιο Συμφωνίας» μεταξύ της ως άνω πωλήτριας εταιρείας “… …”, της αγοράστριας, ήτοι της ενάγουσας «ή άλλου προσώπου ή εταιρείας που επρόκειτο να διοριστεί», του μεσίτη 1, ήτοι της εταιρείας με την επωνυμία “….”, εδρεύουσας στο …, του μεσίτη 2, ήτοι της εταιρείας “….”, εδρεύουσας στη …, και του εναγόμενου ως θεματοφύλακα. Σημειώνεται ότι ως αγοράστρια ορίστηκε, πλην της ενάγουσας, «άλλο πρόσωπο ή εταιρεία που πρόκειται να διοριστεί», διότι σκοπός της ενάγουσας ήταν να αγοραστεί από την ελληνική θυγατρική εταιρεία το σκάφος, οι διαδικασίες σύστασης της οποίας, όμως, είχαν καθυστερήσει και αναμενόταν η ολοκλήρωσή τους μέχρι τη σύναψη του οριστικού συμβολαίου. Περαιτέρω, ως τίμημα της αγοραπωλησίας ορίστηκε το ποσό των 3.400.000 ευρώ, εκ του οποίου ποσοστό 10%, ήτοι 340.000 ευρώ, έπρεπε να προκαταβληθεί από τον αγοραστή στον τραπεζικό λογαριασμό του θεματοφύλακα στην «Τράπεζα Πειραιώς» με την υπογραφή της συμφωνίας, απομένοντος υπολοίπου ποσού 3.060.000 ευρώ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη ρήτρα (25) ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗ, «Εντός τεσσάρων εργασίμων ημερών από την υπογραφή της παρούσας Συμφωνίας, η καταβολή του 10% της τιμής πωλήσεως θα καταβάλλεται από τον αγοραστή στον θεματοφύλακα και υπόκειται στους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσας συμφωνίας. Οι τόκοι, εάν υπάρχουν, πρέπει να πιστωθούν στον αγοραστή». Στον ειδικό όρο 4. της ρήτρας 13 ορίστηκε σχετικά ότι «η προκαταβολή και το υπόλοιπο θα διατίθεται από τον θεματοφύλακα στον οριζόμενο τραπεζικό λογαριασμό του πωλητή κατόπιν έγγραφων οδηγιών του αγοραστή, αφού προσκομιστούν επαρκή στοιχεία στον αγοραστή για πλήρη διακανονισμό όλων των οφειλών, των δικαιωμάτων παρακράτησης, των υποθηκών, των φόρων, των προστίμων και των αξιώσεων του σκάφους σε αντάλλαγμα των εγγράφων παράδοσης, όπως περιγράφεται στην Προσθήκη Ένα». Άλλωστε, σχετικά με τον θεματοφύλακα, ορίστηκε στη ρήτρα (38) ότι «ο θεματοφύλακας συμφωνεί με τον πωλητή και τον αγοραστή ότι θα φυλάσσει την προκαταβολή για λογαριασμό του πωλητή και του αγοραστή σύμφωνα με τους όρους της παρούσας συμφωνίας. Σε περίπτωση που οποιαδήποτε διαφορά παραπέμπεται σε διαιτησία, ο θεματοφύλακας δικαιούται να καταβάλει την προκαταβολή σε έναν καθορισμένο λογαριασμό που συμφωνείται από κοινού μεταξύ του πωλητή, του αγοραστή και του θεματοφύλακα μέχρι τη λήξη της διαφοράς. Ο θεματοφύλακας αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της παρούσας σύμβασης για τους σκοπούς της παρούσας ρήτρας, της ρήτρας (42) και των ρητρών της παρούσας σύμβασης που αφορούν την πληρωμή, την επιστροφή και την αποδέσμευση της προκαταβολής». Δημιουργήθηκε, επομένως, μια ειδική σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου, ο οποίος είχε αναλάβει, πέραν της θεματοφυλακής του ποσού της προκαταβολής, την παροχή του συνόλου των νομικών υπηρεσιών προς την ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη, «για τη σύσταση ελληνικής νομικής οντότητας, τη μεταβίβαση της κυριότητας ενός σκάφους στην εν λόγω εταιρεία και την καταχώρηση αυτού υπό ελληνική σημαία ως εμπορικού», σύμφωνα με την από 18.5.2020 προσφορά του δικηγορικού του γραφείου. Στο «Μνημόνιο Συμφωνίας» προβλέφθηκαν περαιτέρω, όσον αφορά στην προκαταβολή, τα εξής: (26) ΔΟΚΙΜΗ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ. […] Σε περίπτωση που ο αγοραστής γνωστοποιεί την απόρριψη, όλες οι δαπάνες που προκύπτουν από τον αγοραστή, εφόσον υπάρχουν, καθίστανται πληρωτέες και θα καταβάλλονται από την προκαταβολή και το υπόλοιπό της επιστρέφεται στον αγοραστή αμέσως και η παρούσα Συμφωνία θα θεωρείται άκυρη. Εάν δεν δοθεί τέτοια ειδοποίηση απόρριψης, η δοκιμή στη θάλασσα θεωρείται ότι ικανοποιεί τον αγοραστή. (29) ΑΚΥΡΩΣΗ. Σε περίπτωση που η παρούσα Συμφωνία καταγγελθεί στο πλαίσιο οποιουδήποτε από τους όρους και τις προϋποθέσεις των ρητρών (26) ή (27) του παρόντος […]. Κατόπιν αυτού, ο θεματοφύλακας, χωρίς καθυστέρηση, επιστρέφει την προκαταβολή στον αγοραστή με τόκο αν υφίσταται, μείον κάθε κόστος, αμοιβές ή χρέη που προκύπτουν από τον αγοραστή ή με άλλο τρόπο σε σχέση με το σκάφος που απορρέουν από την εν λόγω δοκιμή στη θάλασσα ή την έρευνα κατάστασης και ούτε ο αγοραστής ούτε ο πωλητής δεν θα φέρει πλέον αξίωση έναντι του άλλου, δυνάμει της παρούσας συμφωνίας. (30) ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΠΩΛΗΣΗΣ. Κατά ή πριν από την ημερομηνία ολοκλήρωσης που προσδιορίζεται στη ρήτρα (12) του παρόντος, με την επιφύλαξη τυχόν παράτασης που συμφωνήθηκε σύμφωνα με τη ρήτρα (27 (α) (i)), η προκαταβολή αποδεσμεύεται και ο αγοραστής θα καταβάλει το υπόλοιπο της τιμής πώλησης στον πωλητή ή τον μεσίτη, όπως υποδεικνύεται και απαιτείται από τον πωλητή, με τραπεζική μεταφορά στον καθορισμένο λογαριασμό και με εντολή προς τον πωλητή κατά την παράδοση του σκάφους σε αντάλλαγμα για τα έγγραφα που αναφέρονται στην Προσθήκη Ένα. (31) ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΑΓΟΡΑΣΤΗ. Σε περίπτωση που η προκαταβολή δεν καταβληθεί σύμφωνα με τη ρήτρα (25), ο πωλητής θα έχει το δικαίωμα να ακυρώσει την παρούσα Σύμβαση και δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση από τον αγοραστή για αποδεδειγμένες ζημίες και έξοδα που προκύπτουν, μαζί με τους τόκους στο Libor +2% ετησίως. Εάν ο αγοραστής δεν καταβάλει το υπόλοιπο της τιμής πώλησης κατά ή πριν από την ημερομηνία ολοκλήρωσης σύμφωνα με τη ρήτρα (30), ο πωλητής θα έχει το δικαίωμα να ακυρώσει αμέσως την παρούσα συμφωνία, οπότε η προκαταβολή, με τόκο εάν υφίσταται, να αποδεσμευτεί προς τον πωλητή και τον μεσίτη και να μοιράζεται εξίσου σε βάση 50:50 μεταξύ του πωλητή και του μεσίτη μετά την αφαίρεση οποιωνδήποτε εκκρεμών εξόδων που σχετίζονται με τη δοκιμή στη θάλασσα και την έρευνα κατάστασης, ως συμφωνημένες εκκαθαρισμένες ζημίες. Στη συνέχεια, ο πωλητής δεν δικαιούται περαιτέρω αξίωση αποζημίωσης από οποιοδήποτε μέρος δυνάμει της παρούσας συμφωνίας. Εξάλλου, με τη Δεύτερη Προσθήκη του Μνημονίου Συμφωνίας, τέθηκαν οι ακόλουθοι όροι, στη θέση των αρχικά συναφθεισών ρητρών 20 και 22: «(20) Εάν ο πωλητής δεν παραδώσει το πλοίο η τεκμηρίωση σύμφωνα με τις ρήτρες (18) και (21) της παρούσας σύμβασης, τα επαναχρησιμοποιήσιμα έξοδα της Έρευνας Κατάστασης σύμφωνα με τη ρήτρα (27) του αγοραστή θα βαρύνουν τον πωλητή και η ΕΓΓΥΗΣΗ αποδεσμεύεται προς τον ΑΓΟΡΑΣΤΗ, εφόσον υπάρχει. (22) […] Ο κίνδυνος της απώλειας, βλάβης ή καταστροφής του σκάφους αναλαμβάνεται από τον πωλητή μέχρι την ολοκλήρωση της πώλησης. Σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί η πώληση λόγω της απώλειας, ζημιάς ή καταστροφής του πλοίου, η Εγγύηση επιστρέφεται στον Αγοραστή με τόκο, εάν υπάρχει και η παρούσα συμφωνία θα θεωρείται άκυρη. Κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν φέρει λοιπή αξίωση κατά του άλλου. Η αμοιβή των μεσιτών καθίσταται απαιτητή και πληρωτέα μόνο με την ολοκλήρωση της πώλησης του σκάφους.». Πράγματι, την 1.6.2020 καταβλήθηκε από την ενάγουσα στον τραπεζικό λογαριασμό του εναγόμενου …, ως θεματοφύλακα, το χρηματικό ποσό των 340.000 ευρώ, όπως και ο ίδιος επιβεβαίωσε με την από 2.6.2020 επιστολή του, δεσμεύτηκε δε να το κρατήσει υπό θεματοφυλακή σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του Μνημονίου Συμφωνίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 4.6.2020 ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες σύστασης από την ενάγουσα σουηδική εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4548/2018, μέσω της Υπηρεσίας Μιας Στάσης, δυνάμει του υπ’ αριθ. … καταστατικού της συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίας Μανάρα, της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» (“…”) και τον διακριτικό τίτλο «…» (“….”), με αντικείμενο δραστηριοτήτων τις υπηρεσίες ενοικίασης επαγγελματικού τουριστικού σκάφους με πλήρωμα, τις υπηρεσίες θαλάσσιων κρουαζιέρων, τις υπηρεσίες σκαφών εκδρομών και περιηγήσεων θάλασσας, τις υπηρεσίες θαλάσσιων και παράκτιων μεταφορών επιβατών με πλοία που ενεργούν πλόες εσωτερικού, τις υπηρεσίες ενοικίασης πλοίων ψυχαγωγίας (κότερων, θαλαμηγών, βενζινακάτων κ.λπ.) με πλήρωμα, τις υπηρεσίες ενοικίασης πλοίων ψυχαγωγίας (κότερων, θαλαμηγών, βενζινακάτων κ.λπ.) χωρίς πλήρωμα. Άλλωστε, κατά την από 17.6.2020 έκτακτη Γενική Συνέλευση της μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρείας «…», αποφασίστηκε η αγορά του επίδικου σκάφους «…» αντί του ποσού των 3.400.000 ευρώ και η μετονομασία του σε «…». Κατόπιν αυτού, προκειμένου να αγοραστεί το σκάφος από τη νεοσυσταθείσα ελληνική εταιρεία, καταρτίσθηκε η Τέταρτη Προσθήκη του Μνημονίου Συμφωνίας, με την οποία προβλέφθηκαν τα εξής κρίσιμα για την επίδικη υπόθεση: «1. Κατά παρέκκλιση από το αντίθετο στο Μνημόνιο Συμφωνίας, όπως τροποποιήθηκε, και με την επιφύλαξη γραπτής ανάθεσης και ανάληψης του Μνημονίου Συμφωνίας μεταξύ του Πωλητή, του Αγοραστή και του Διαδόχου του Αγοραστή, τα μέρη συμφωνούν να αντικαταστήσουν τη “…” ως Αγοραστή. […] 4. Κατά την ολοκλήρωση της πώλησης, ο Αγοραστής θα μεταφέρει στον Πωλητή 3.220.000,00 ευρώ, που αποτελούνται από τα έσοδα από την πώληση και την προμήθεια που οφείλεται στον Μεσίτη 2, …. Ο Αγοραστής θα πληρώσει ή θα ζητήσει την πληρωμή των 180.000,00 ευρώ προς τον Μεσίτη Ι, …. Ο Αγοραστής αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την πληρωμή ή την απαίτηση πλήρους εξόφλησης προς τον Μεσίτη Ι, καθώς και προς όλα τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, ή τα μέρη που διαθέτουν ή ενδέχεται να ζητήσουν προμήθεια, παραπομπή ή άλλη μορφή αποζημίωσης σε σχέση με τη Σύμβαση από ή μέσω του Μεσίτη Ι. Η προμήθεια του Μεσίτη Ι θα καταβάλλεται απευθείας από το λογαριασμό του θεματοφύλακα στην Τράπεζα Πειραιώς από την προκαταβολή. Η προμήθεια του Μεσίτη Ι καταβάλλεται ως εξής: 37.000 ευρώ στην …. και 143.000 ευρώ στη …. Ο Πωλητής δεν θα φέρει ευθύνη να πληρώσει τον Μεσίτη Ι και ο Αγοραστής συμφωνεί να αποζημιώσει και να κρατήσει τον Πωλητή αβλαβή για οποιεσδήποτε και όλες τις αξιώσεις, αιτίες, απαιτήσεις, χρεώσεις, τέλη, απώλειες, έξοδα, δαπάνες ή οποιαδήποτε άλλα ποσά, συμπεριλαμβανομένων, χωρίς περιορισμό, των αμοιβών δικηγόρων και/ή των δικαστικών εξόδων που σχετίζονται με τον Μεσίτη Ι, ή οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος που εργάζεται σε συνεργασία, μέσω ή με αυτόν για οποιοδήποτε θέμα προκύπτει από ή σχετίζεται με τη Σύμβαση. 5. Μετά την ειδοποίηση ότι έχει πραγματοποιηθεί η ολοκλήρωση της πώλησης και το ποσό των 3.220.000,00 ευρώ που ορίζεται στην παράγραφο 3 [4], διατίθεται στον λογαριασμό του Πωλητή, ο θεματοφύλακας θα διαθέσει την εγγύηση σύμφωνα με τις οδηγίες του Αγοραστή.». Πράγματι, η αγοραπωλησία του επίδικου σκάφους, μετά την καταβολή του ποσού των 3.220.000 ευρώ στις 6.7.2020, ολοκληρώθηκε (βλ. το από 6.7.2020 πιστοποιητικό εγγραφής πλοίων …….) και, όπως προκύπτει από το από 10.8.2020 έγγραφο εθνικότητας, αυτό έχει μετονομασθεί σε «…», υπ’ αριθ. νηολογίου …… … Ενόψει της αγοράς του πλοίου από την ως άνω μονοπρόσωπη εταιρεία, η ενάγουσα, που είχε προβεί στην κατάθεση της προκαταβολής του ποσού των 340.000 ευρώ, κατά τα προεκτεθέντα, ζήτησε από τον εναγόμενο την επιστροφή της, ο τελευταίος δε, με το από 17.6.2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επιβεβαίωσε την επιστροφή του ποσού και ταυτόχρονα επισύναψε την από 17.6.2020 αίτηση μεταφοράς πίστωσης / έμβασμα, καθώς και το από 23.6.2020 υπ’ αριθ. … … τραπεζικό extrait, αναφορικά με την κατάθεση από τον τηρούμενο στην «Τράπεζα Πειραιώς» λογαριασμό του, ποσού 340.000 ευρώ στον λογαριασμό της ενάγουσας που τηρείται στη σουηδική τράπεζα «…» με ΙΒΑΝ … Παρά ταύτα, το εν λόγω ποσό δεν εμφανίστηκε στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας, διότι, όπως προέκυψε κατόπιν επικοινωνίας με την «Τράπεζα Πειραιώς», ενώ η από 17.6.2020 αίτηση-δήλωση για μεταφορά πίστωσης/έμβασμα ήταν γνήσια, το από 23.6.2020 τραπεζικό extrait εκτέλεσης αυτής δεν ήταν. Ο επικαλούμενος με τις προτάσεις του εναγόμενου «καθησυχασμός» της ενάγουσας, ως δικαιολογητικός λόγος της αποστολής σ’ αυτήν πλαστού extrait, προς απόδειξη της πραγματοποίησης του αιτούμενου τραπεζικού εμβάσματος, οπωσδήποτε δεν είναι πειστικός ούτε αναιρεί το γεγονός της πλαστογράφησης του εγγράφου αυτού. Επιπλέον, από το σύνολο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που αντηλλάγη μεταξύ των αντιδίκων κατά το δεύτερο μισό του Ιουνίου 2020 αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος ουδέποτε αρνήθηκε την υποχρέωσή του να επιστρέψει το ποσό της προκαταβολής, άλλως εγγύησης, προς την ενάγουσα, αντίθετα τη συνομολόγησε και χρησιμοποίησε διάφορα προσχήματα προκειμένου να δικαιολογήσει τη καθυστέρηση. Τέλος, ο ισχυρισμός ότι εκ του ποσού των 340.000 ευρώ κατέβαλε το ποσό των 180.000 ευρώ σε μεσίτη, διότι έτσι του ζητήθηκε από την αγοράστρια, πέραν του ότι αορίστως εκτίθεται, άνευ ειδικότερου προσδιορισμού του χρόνου, τρόπου και αποδέκτη της καταβολής, δεν αποδεικνύεται από κανένα από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως αποδεικτικά μέσα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο εναγόμενος κατάρτισε εξ ολοκλήρου πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του την ενάγουσα ότι είχε συντελεστεί η μεταφορά του χρηματικού ποσού των 340.000 ευρώ από τον τηρούμενο στην «Τράπεζα Πειραιώς» τραπεζικό του λογαριασμό στον τηρούμενο στην προαναφερθείσα σουηδική τράπεζα λογαριασμό της ενάγουσας, ιδιοποιήθηκε περαιτέρω το ποσό αυτό παράνομα, που είχε περιέλθει στην κατοχή του υπό την ιδιότητά του ως θεματοφύλακα, με την υποχρέωση να το διαθέσει σύμφωνα με τις οδηγίες του Αγοραστή, μετά την ολοκλήρωση της πώλησης. Άλλωστε, δεν προέκυψε μέχρι τον χρόνο ολοκλήρωσης αυτής οποιαδήποτε από τις προβλεφθείσες στο Μνημόνιο και προεκτεθείσες περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την κατάπτωση και μη απόδοση μέρους ή όλου του ποσού της προκαταβολής. Επομένως, ο εναγόμενος όφειλε να αποδώσει το ποσό αυτό στην ενάγουσα, η οποία και το κατέβαλε ως προκαταβολή – εγγύηση, καθόσον εξέλιπε ο δικαιολογητικός λόγος παρακράτησής του, πολλώ μάλλον που ουδέποτε συνάφθηκε η τριμερής σύμβαση εκχώρησης (συμβατικών δικαιωμάτων) / αναδοχής (συμβατικών υποχρεώσεων) που προβλεπόταν στον όρο 1 της Τέταρτης Προσθήκης για τη συμβατική υποκατάσταση της ελληνικής θυγατρικής στη θέση της αρχικώς ορισθείσας ως αγοράστριας. Συνακόλουθα, ο ισχυρισμός του εναγόμενου περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας, ο οποίος συνιστά άρνηση και ερευνάται κατ’ ουσία, τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος. Συνεπώς, η συνολική θετική ζημία της ενάγουσας, που συνδέεται αιτιωδώς με τις ανωτέρω παράνομες και υπαίτιες πράξεις του εναγόμενου, ανέρχεται στο ποσό των 340.000 ευρώ. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 340.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το παρεπόμενο αίτημα για κήρυξη της παρούσας προσωρινά εκτελεστής, κατά την προηγηθείσα καταψηφιστική διάταξή της, πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν, διότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι γι’ αυτό ούτε η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ενώ πρέπει ν’ απαγγελθεί σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση τριών (3) μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσης αποφάσεως και όταν αυτή τελεσιδικήσει, λόγω της αδικοπραξίας, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος υιοθετείται δε σταθερά και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τη λήψη υπόψη για τον προσδιορισμό της εν λόγω χρονικής διάρκειας της προσωπικής κράτησης του ύψους της απαίτησης, της βαρύτητας των πράξεων και των συνεπειών τους, του πταίσματος του εναγόμενου και της φερεγγυότητας αυτού, αλλά και της οικογενειακής και κοινωνικοοικονομικής κατάστασής του (ΑΠ 271/2015, ΜονΕφΠειρ 123/2022, ΜονΕφΠειρ 108/2021, ΜονΕφΔωδ 277/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο εναγόμενος, λόγω της εν μέρει ήττας του, πρέπει να καταδικαστεί στην εν μέρει δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, όπως καθορίζεται στο διατακτικό, ανάλογα με την έκταση της ήττας του [άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 παρ. 1 i β, 68 παρ. 1 ΚώδΔικηγ (Ν. 4194/2013)].

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των τριακοσίων σαράντα χιλιάδων (340.000) ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση τριών (3) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης αυτής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία καθορίζει στο ποσό των έντεκα χιλιάδων οχτακοσίων (11.800) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 22 Σεπτεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ