Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3518/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10-03-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας: υπό εκκαθάριση τελούσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «….» (πρώην «…»), που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα από την εκκαθαρίστρια αυτής Ε. Π. του Δ., κατοίκου Πειραιώς, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ηλιόπουλο.

Της εναγόμενης: εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τυπικά μεν στις …, πραγματικά δε στον Πειραιά, στα γραφεία της διαχειρίστριας, νόμιμης εκπροσώπου και αντικλήτου της, εταιρείας με την επωνυμία «….», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πολυχρόνη Περιβολάρη.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15-07-2014 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο Δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στα έξοδα του αντιδίκου. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 171 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα, ο εναγόμενος ή ο διάδικος εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει στην αγωγή ή στην κύρια παρέμβαση ώσπου να κατατεθεί η εγγύηση που διατάχθηκε. Από τις ως άνω διατάξεις, που αποσκοπούν στην εξασφάλιση του εναγομένου (του καθ’ ου η κυρία παρέμβαση ή του καθ’ ου ασκήθηκε το ένδικο μέσο) για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του οικείου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι: α) κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις που ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος. Μόνος ο ισχυρισμός περί έλλειψης περιουσίας του στην Ελλάδα χωρίς επίκληση αφερεγγυότητας δεν αρκεί για την καταδίκη σε εγγυοδοσία. Εξάλλου, δεν εφαρμόζεται η διάταξη αυτή όταν απλώς είναι δυσχερής η εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η εκτέλεση πρέπει να γίνει στην αλλοδαπή, β) για να διαταχθεί η ανωτέρω εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου που δικάζει και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπ’ όψιν του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σ’ αυτά του υπόχρεου διαδίκου στην εγγυοδοσία. Το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων της εν λόγω αναβλητικής ενστάσεως (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα) φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 1876/2009, ΕφΑΔ 2010,338, ΑΠ 308/2009, Αρμ 2009,1536, ΕπισκΕμπΔ 2010,91, ΕΕμπΔ 2010,395, ΠΠρΠειρ 1741/2001, ΧρΙδΔ 2001,895, ΝοΒ 2003,87, ΠΠρΠειρ 1471/2001, Δίκη 2003,76, ΠΠρΠειρ 1467/1991, ΕΝαυτΔ 1992,75, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη με τις προτάσεις της ζητεί να επιβληθεί εγγυοδοσία σε βάρος της ενάγουσας, διότι η τελευταία βρίσκεται στο στάδιο της εκκαθάρισης, επομένως, κατά τους ισχυρισμούς της (της εναγομένης), υπάρχει προφανής κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί ενδεχόμενη αξίωσή της για την είσπραξη των δικαστικών εξόδων που αφορούν την εν λόγω δίκη, σε περίπτωση που θα καταδικασθεί σ’ αυτά η ενάγουσα. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αυτή η δικονομική αναβλητική της δίκης ένσταση της εναγομένης, που προβάλλεται παραδεκτά κατά την παρούσα συζήτηση της υπόθεσης και τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις, είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη καθόσον από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα που τυχόν θα τις επιβληθούν για την παρούσα δίκη. Ειδικότερα, η εναγομένη που φέρει και το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων της κρινόμενης ένστασης κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν επικαλείται αλλ’ ούτε και αποδεικνύει ότι η αντίδικός της στερείται εμφανούς περιουσίας στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής ή αναξιόχρεη λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και της ίδιας της ενάγουσας και εν γένει αφερέγγυα. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 295§2 και 263 περ. δ΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι η δικονομική αναβλητική ένσταση της μη καταβολής των εξόδων της προηγούμενης δίκης παρέχεται μόνο στην περίπτωση που υπήρξε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το άρθρο 295§1 εδ. α΄ ΚΠολΔ και στη συνέχεια ασκήθηκε πάλι η ίδια αγωγή στηριζόμενη στην ίδια νομική βάση, και όχι και σε άλλες περιπτώσεις, όπως όταν η προηγούμενη αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ή αβάσιμη, καταργήθηκε, δηλαδή, η δίκη επ’ αυτής με την έκδοση οριστικής ή τελεσίδικης απόφασης, οπότε τα οικεία έξοδα εισπράττονται με αναγκαστική εκτέλεση μετά τη σχετική τελεσιδικία (βλ. ΕφΘεσ 179/2010, Αρμ 2013,312, ΕφΑθ 10303/1991, Δνη 1993,1384, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, βλ. και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Κ. Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000), 263 αρ. 6, Β. Βαθρακοκοιλη, ΚΠολΔ, τόμ. Β΄, εκδ. 1994, άρθρο 263 αρ. 9)Στην προκείμενη περίπτωση η εναγομένη με τις προτάσεις της ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα άσκησε εναντίον της την από 29-12-2011 και υπ’ αριθμ. κατάθεσης … αγωγή, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας με την υπ’ αριθμ. 2883/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, και ότι η τελευταία (ενάγουσα) δεν της κατέβαλε τα έξοδα της δίκης αυτής, ύψους 600 €, που της επιδικάσθηκαν με την απόφαση αυτή. Αρνείται δε να απαντήσει στην υπό κρίση αγωγή, ωσότου η ενάγουσα τους καταβάλει τα προαναφερθέντα δικαστικά έξοδα. Με το περιεχόμενο αυτό, η ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αφού η ενάγουσα δεν παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ανωτέρω αναφερόμενης προγενέστερης αγωγής της, αλλά η επ’ αυτής δίκη καταργήθηκε με την έκδοση οριστικής απόφασης με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων, έχουν δε δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων (ΕφΠειρ 497/2013, ΔΕΕ 2013,824, ΕΝαυτΔ 2013,110, ΕΕμπΔ 2013,950, ΕφΠειρ 262/2012, ΕΝαυτΔ 2012,269, ΕΕμπΔ 2013,411, ΕφΠειρ 77/2008, ΕΝαυτΔ 2008,211, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η ανάγκη συντονισμού της διαχειρίσεως και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί διά της αναθέσεως της διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεως των πλοίων, τα οποία ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες από τα ίδια φυσικά πρόσωπα, σε άλλη εταιρεία ιδρυόμενη προς το σκοπό αυτό από τα εν λόγω πρόσωπα και μετόχους των πλοιοκτητριών εταιρειών μέσω εμφανιζόμενων παρένθετων φυσικών προσώπων. Η μέθοδος αυτή έχει γενικευθεί, ιδίως ως προς τις αλλοδαπές πλοιοκτήτριες εταιρείες, οι οποίες ελέγχονται από Έλληνες. Συνήθως, η διαχειριζόμενη και αντιπροσωπεύουσα τα πλοία των εταιρειών αυτών είναι αλλοδαπή εταιρεία, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968. Η τέτοιου είδους ανάθεση διαχειρίσεως δεν αποτελεί ενέργεια αθέμιτη ή παράνομη, ούτε προσδίδει καθ’ εαυτή την ιδιότητα του εκμεταλλευομένου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής πλοίου έχει ευρύτατες εξουσίες οι οποίες αφορούν τόσο την τεχνική, όσο και την εμπορική διαχείριση τούτου (πλοίου). Ειδικότερα, αυτός, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρηση του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την επιθεώρηση, τακτική ή έκτακτη, του πλοίου και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών για τη διατήρηση της κλάσεως του, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του πλοίου με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά και άλλα αναγκαία υλικά, προβαίνει στην εκναύλωοη του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη κλπ. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δε άμεσος αντιπρόσωπος του. Συνεπώς, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας που επιχειρείται απ’ αυτόν εντός των πλαισίων της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Ο τελευταίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργούνται από τον διαχειριστή υπό αυτή την ιδιότητα του, και αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών. Μάλιστα, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη δεν καθίσταται υποκείμενο της κάθε δικαιοπραξίας που συνάπτει υπό την ιδιότητα του αυτή και, κατ’ επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει εκ των περιστάσεων ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, όπως και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Προκύπτει, επομένως, ότι ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση ν’ ασκήσει και δεν ασκεί την εκμετάλλευσή του για δικό του λογαριασμό. Ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή μη, επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους και απολαύει τα κέρδη. Οι δανειστές, οι οποίοι δημιουργούνται από τη δράση του διαχειριστή, δύνανται να στραφούν κατά του εκμεταλλευόμενου το πλοίο και ν’ αξιώσουν απ’ αυτόν την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημιώσεως για τη μη εκτέλεση της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από το διαχειριστή την ικανοποίηση αυτής της απαιτήσεως (ΕφΠειρ 762/2013, ΕΝαυτΔ 2013,190, ΕΕμπΔ 2014,173, ΕφΠειρ 497/2013, ο.π., ΜονΕφΠειρ 63/2013, ΕΝαυτΔ 2013,114, Δνη 2014,181, ΕφΠειρ 262/2012, ο.π., ΕφΠειρ 5/2012, ΠειρΝομ 2012,168, ΕΝαυτΔ 2013,12, Αρμ 2013,1053, ΕφΠειρ 468/2011, ΕΝαυτΔ 2012,39, ΕΕμπΔ 2012,681, Αρμ 2012,1288, Ε7 2013,111, ΕφΠειρ 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009,13, ΕφΠειρ 77/2008, ο.π., ΕφΠειρ 940/2003, ΕπισκΕμπΔ 2004,931, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Προσέτι, από τις διατάξεις των άρθρων 111§2, 118 αρ. 4 και 216§1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλόμενης προδικασίας, η οποία, ως αναγόμενη στη δημόσια τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η διάταξη του άρθρου 224 εδ. β΄ του ΚΠολΔ παρέχει την ευχέρεια στον ενάγοντα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς, όχι όμως και να αναπληρώσει τους ελλείποντες και μάλιστα εκείνους που αποτελούν στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος. Μπορεί, δηλαδή, ο ενάγων, βάσει της πιο πάνω διάταξης (σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 236 ΚΠολΔ) να συμπληρώσει με τις προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, θεραπεύοντας, έτσι, την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, που αναφέρεται στην εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγής γεγονότων, δεν μπορεί, όμως, να αναπληρώσει τη νομική αοριστία της αγωγής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση αυτού τούτου του περιστατικού που απαιτείται κατά το νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 1389/2014, ΑΠ 449/2014, Ε7 2015,141, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, αποκαλούμενος εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο έτερος, αποκαλούμενος εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου. Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρο 694 ΑΚ της συμφωνημένης αμοιβής του. Η αμοιβή μπορεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης να ορισθεί κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς (δηλαδή σε ποσοστό επί του αθροίσματος των πραγματικών εξόδων του έργου – βλ. ΑΠ 682/2010, ΑΠ 346/2010, ΑΠ 257/2009, άπασες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), χρονικώς, σε ποσοστά ή και να καταλειφθεί ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της (ΑΠ 119/2014, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 883/2011, ΑΠ 682/2010, ΑΠ 257/2009, ΑΠ 543/2007, ΧρΙδΔ 2007,787, ΔΕΕ 2007,1217, Δνη 2008,1079, ΝοΒ 2007,2065, ΑΠ 941/2002, Δνη 2003, 1361, ΑΠ 940/2002, Δνη 2003,1360, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην τελευταία αυτή περίπτωση και μόνο, ο καθορισμός της αμοιβής θα γίνει είτε κατά τα άρθρα 371 – 373 ΑΚ είτε με αντικειμενικά στοιχεία, όπως με τις τυχόν ισχύουσες διατιμήσεις ή την ειθισμένη αμοιβή, αυτή δηλαδή η οποία συνηθίζεται υπό τις ίδιες συνθήκες τόπου, χρόνου κλπ να καταβάλλεται σε εργολάβους της ίδιας κατηγορίας για όμοιες εργασίες (ΑΠ 119/2014, ο.π., ΑΠ 543/2007, ο.π., ΑΠ 941/2002, ο.π., ΑΠ 940/2002, ο.π.). Επομένως η αγωγή, με την οποία ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, είναι ορισμένη, κατά τις παραπάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όταν σ’ αυτήν περιγράφεται το έργο που συμφωνήθηκε, προσδιορίζεται το είδος και το ύψος της οφειλόμενης αμοιβής και αναφέρεται ότι το έργο εκτελέσθηκε με τον προσήκοντα τρόπο και παραδόθηκε στον εργοδότη (ΑΠ 119/2014, ο.π., ΑΠ 882/2013, ο.π., ΑΠ 883/2011, ο.π., ΑΠ 682/2010, ο.π., ΑΠ 257/2009, ο.π.). Ειδικότερα ως προς την αμοιβή πρέπει να διαλαμβάνεται στην αγωγή η συμφωνία για αυτήν κατά έναν από τους προαναφερθέντες τρόπους και, σε περίπτωση που αυτή αφέθηκε ακαθόριστη, κατά ποιον από τους πιο πάνω τρόπους θα καθορισθεί (ΕφΑθ 5536/2013, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, πρβλ. και ΑΠ 940/2002, ο.π.).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή ιστορούνται τα ακόλουθα: Η ενάγουσα δραστηριοποιείται στο ναυπηγοεπισκευαστικό κλάδο και, συγκεκριμένα, διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο την εκτέλεση ναυπηγικών εργασιών καθώς και επισκευαστικών και μετασκευαστικών εργασιών πλοίων και εργοστασίων. Η εναγομένη, η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της μεν στις …, στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά όπου λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία της αποφάσεις και ασκείται πραγματικά η διοίκησή της και το σύνολο των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μάλτας φορτηγού πλοίου με την ονομασία «…», Δ.Δ.Σ. …, αριθμό IMO …, ολικής χωρητικότητας 7.410 κόρων. Τη διαχείριση του πλοίου της αυτού είχε αναθέσει η εναγομένη στην εταιρεία με την επωνυμία «….», η οποία ετύγχανε διαχειρίστρια πολλών ακόμα πλοίων που ανήκαν σε τύποις αλλοδαπές εταιρείες, διατηρούσε δε εικοσαετή τουλάχιστον επαγγελματική συνεργασία με την ενάγουσα, στο πλαίσιο της οποίας της είχε αναθέσει επανειλημμένως την έναντι ανταλλάγματος εκτέλεση επισκευαστικών εργασιών επί των πλοίων που τελούσαν υπό τη διαχείρισή της. Ο καθορισμός της εκάστοτε οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής γινόταν, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ των μερών, όχι εκ των προτέρων, αλλά μετά την παράδοση του κάθε έργου με κριτήριο τις συνθήκες εκτελέσεώς αυτού, ήτοι τον τόπο και το χρόνο πραγματοποιήσεως των απαιτούμενων εργασιών (εντός ή εκτός της έδρας της ενάγουσας, εν πλω ή στην ξηρά, κατά τις εργάσιμες ημέρες ή τις αργίες, με ή χωρίς υπερωριακή απασχόληση του εργατοτεχνικού προσωπικού της), τον απαιτούμενο χρόνο επισκευής, το πλήθος των απασχοληθέντων εργατοτεχνιτών, τα χρησιμοποιηθέντα υλικά, ήταν δε (η εκάστοτε οφειλόμενη αμοιβή), σε κάθε περίπτωση, η ειθισμένη, εκείνη, δηλαδή, που καταβαλλόταν σε άλλους εργολάβους της ίδιας κατηγορίας με την ενάγουσα για την εκτέλεση όμοιων εργασιών. Μετά την παράδοση κάθε έργου η ενάγουσα εξέδιδε χρεωστικούς λογαριασμούς με αναλυτική περιγραφή των επιμέρους εργασιών και της οφειλόμενης αμοιβής της, χωρίς ποτέ, μέχρι το έτος 2011, να υπάρξει αμφισβήτηση ως προς την ορθή εκτέλεση των εργασιών ή το ύψος των αμοιβών. Με διαδοχικές συμβάσεις έργου που καταρτίσθηκαν κατά την 09-07-2010, την 11-09-2010 και την 22-10-2010, η ως άνω διαχειρίστρια του πλοίου «…» ανέθεσε αντιστοίχως στην ενάγουσα α) την τοποθέτηση και συγκόλληση ενός ελάσματος (dampler) διαστάσεων 600 χ 500 χ 8 mm στην ανέμη του αριστερού εργάτη του πλοίου πρώρα στο καμπούνι, καθ’ ο χρόνο αυτό (το πλοίο) βρισκόταν στη ράδα Ελευσίνας, β) την αντικατάσταση του παλαιού κατεστραμμένου ψυγείου ατμού του πλοίου με νέο, δικής της κατασκευής, καθ’ ό χρόνο αυτό (το πλοίο) βρισκόταν στη ράδα Δρεπάνου Πάτρας. Το ψυγείο αυτό έπρεπε να έχει μήκος 1.000 mm και να φέρει δύο εισαγωγές διατομής φ3″ 120 mm, εξαγωγή διατομής φ3″ χ 150 και 30 τεμάχια τούμπες διατομής φ 20″ των 190 mm και γ) την αντικατάσταση των φθαρμένων σωληνώσεων του μηχανοστασίου με νέες, δικής της κατασκευής, στη γραμμή sea water της κύριας μηχανής διατομής φ6″, στη γραμμή sea water της κύριας μηχανής διατομής φ5″, στη γραμμή του δικτύου air condition διατομής φ3″, στη γραμμή oil με sea water διατομής φ4″, στη γραμμή ψύξεως δεξιάς ηλεκτρομηχανής sea water διατομής φ2″, στη γραμμή δικτύου ballast sea water αντλίας διατομής φ5″, στη γραμμή του δικτύου air condition διατομής φ3″, στη γραμμή ψύξεως δεξιάς ηλεκτρομηχανής sea water διατομής φ”, στη γραμμή μπουνιού διατομής φ3″ (σωλήνας φ3″ χ 1.150) και στη γραμμή μπουνιού διατομής φ3″ (σωλήνας φ3″ χ 2.500), κατά το χρονικό διάστημα από 22-10-2010 έως 24-10-2010 κατά το οποίο αυτό (το πλοίο) βρισκόταν στη ράδα Πειραιώς. Το κάθε επιμέρους έργο ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε αυθημερόν στην εναγομένη, γεγονός που πιστοποιήθηκε από το μηχανικό του πλοίου, και, ακολούθως, η ενάγουσα εξέδωσε για την εκάστοτε αμοιβή της, η οποία ανήλθε στο ποσό των 550 € για το πρώτο έργο, στο ποσό των 3.300 € για το δεύτερο έργο και στο συνολικό ποσό των 25.007 € για το τρίτο έργο, αντιστοίχως τους από 15-07-2010, 12-09-2010 και 15-02-2011 χρεωστικούς λογαριασμούς της, τους οποίους απέστειλε προς τη διαχειρίστρια του πλοίου προκειμένου να μεριμνήσει για την εξόφλησή τους. Στον τρίτο από τους ανωτέρω λογαριασμούς γινόταν επιμερισμός της συνολικής αμοιβής στις μερικότερες αμοιβές για την εκτέλεση των επιμέρους εργασιών (ήτοι 1.450 € για την εξάρμοση των παλαιών σωλήνων της γραμμής sea water κύριας μηχανής διατομής φ6″ και την κατασκευή και τοποθέτηση νέας, 1.380 € για τις ίδιες ως άνω εργασίες που αφορούσαν τη γραμμή sea water κύριας μηχανής διατομής φ5″, 1.180 € για τις ίδιες ως άνω εργασίες που αφορούσαν τη γραμμή sea water κύριας μηχανής διατομής φ5″ και φ2χ/2″, 1.320 € για τις ίδιες ως άνω εργασίες που αφορούσαν τη γραμμή sea water κύριας μηχανής διατομής φ5″, 1.100 € για τις ίδιες ως άνω εργασίες που αφορούσαν τη γραμμή ψύξεως oil κύριας μηχανής διατομής φ4″, 1.250 € για τις ίδιες ως άνω εργασίες που αφορούσαν τη γραμμή ψύξεως oil κύριας μηχανής διατομής φ4″, 870 € για τις ίδιες ως άνω εργασίες που αφορούσαν τη γραμμή ψύξεως δεξιάς ηλεκτρομηχανής διατομής φ2″, 950 € για τις ίδιες ως άνω εργασίες που αφορούσαν τη γραμμή ballast διατομής φ5″, 830 € για τις ίδιες ως άνω εργασίες που αφορούσαν τη γραμμή air condition διατομής φ3″, 880 € για τις ίδιες ως άνω εργασίες που αφορούσαν τη γραμμή air condition διατομής φ3″, 930 € για τις ίδιες ως άνω εργασίες που αφορούσαν τη γραμμή ψύξεως δεξιάς ηλεκτρομηχανής διατομή φ2″, 650 € για τις ίδιες ως άνω εργασίες που αφορούσαν τη γραμμή αποχέτευσης διατομής φ3″, 1.340 € για τις ίδιες ως άνω εργασίες που αφορούσαν τη γραμμή αποχέτευσης διατομής φ3″, 1.100 € για την κατασκευή δύο τεμαχίων κολωνακίων διατομής φ3″ για air condition, την τοποθέτησή τους και την επί τόπου συγκόλλησή τους, 450 € για την κατασκευή και την τοποθέτηση κολωνακίου διατομής φ5″, 250 € για την εξάρμοση παλαιού επιστομίου και τοποθέτηση νέου φ5″, 8.640 € για την κατασκευή και παράδοση στο πλοίο 16 τεμαχίων connection φορτοεκφόρτωσης τσιμέντου από ή σε φορτηγά βυτία και 1.537 € για τα υλικά που δόθηκαν στο πλοίο κατ’ εντολή εκπροσώπου της διαχειρίστριάς του. Μολονότι δε η εναγομένη ουδέποτε αμφισβήτησε την εκτέλεση των εργασιών και το ύψος των επιμέρους αμοιβών που αναφέρονται στους ανωτέρω χρεωστικούς λογαριασμούς, αρνείται να της καταβάλει την οφειλόμενη συνολική αμοιβή της, παρά τις επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις της (της ενάγουσας). Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 28.857 €, κυρίως μεν με βάση τις προαναφερόμενες διαδοχικές συμβάσεις έργου, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, καθώς και να καταδικασθεί αυτή στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία κατ’ αρθρ. 5§1 περ. β΄ και 2§1 σε συνδ. με 60§1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», καθώς ο τόπος, όπου δυνάμει των ένδικων συμβάσεων έγινε η παροχή των υπηρεσιών (δηλαδή η εκτέλεση του εκάστοτε έργου) είναι η Ελλάδα, στην οποία, άλλωστε, έχει την κεντρική της διοίκηση η εναγομένη [όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα και δεν αμφισβητείται ειδικώς από την εναγομένη, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών της, σχετικής ομολογίας της (αρθρ. 261 ΚΠολΔ)]. Σημειωτέον ότι ο ανωτέρω Κανονισμός εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν πριν τη 10-01-2015, όπως η κρινόμενη, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 66§1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Επίσης, το Δικαστήριο τούτο είναι καθ’ ύλην (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 ΚΠολΔ), λειτουργικά (ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς – άρθρο 51§§1 και 3Β΄ περ. β΄ του ν. 2172/1993) και κατά τόπον αρμόδιο, λόγω του ότι ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής της εναγομένης που απορρέει από τις ανωτέρω συμβάσεις έργου είναι ο Πειραιάς, όπου βρίσκεται η επαγγελματική εγκατάσταση της ενάγουσας, στον ίδιο δε τόπο βρίσκεται η πραγματική έδρα της εναγομένης [όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα και δεν αμφισβητείται ειδικώς από την εναγομένη, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών της, σχετικής ομολογίας της (αρθρ. 261 ΚΠολΔ)] (άρθρα 33 ΚΠολΔ σε συνδ. με 321 εδ. β΄ ΑΚ, 25§2 ΚΠολΔ και 51§2 ν. 2172/1993). Εξάλλου, όπως ρητώς αναφέρεται στην αγωγή, η εταιρεία «….» προέβη στη σύναψη των ένδικων συμβάσεων έργου με την ενάγουσα ενεργώντας ως διαχειρίστρια του πλοίου «…» της εναγομένης. Ενόψει δε του ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ο διαχειριστής του πλοίου συναλλάσσεται με τους τρίτους επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ενεργώντας ως άμεσος αντιπρόσωπός του, δεν καθίσταται δε υποκείμενο της κάθε δικαιοπραξίας που συνάπτει υπό την ιδιότητα του αυτή και, κατ’ επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της, αλλ’ αντιθέτως τα έννομα αποτελέσματα των ανωτέρω δικαιοπραξιών του αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη του πλοίου, ο οποίος είναι και το υποκείμενο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες αυτές, για την καταβολή της αμοιβής που οφείλεται στην ενάγουσα για την εκτέλεση των προαναφερόμενων συμβάσεων έργου ενέχεται αποκλειστικά η πλοιοκτήτρια του ως άνω πλοίου εναγομένη. Επομένως, συντρέχει στο πρόσωπό της τελευταίας η διαδικαστική προϋπόθεση της παθητικής νομιμοποίησης, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού της. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215, 221§1 περ. α΄, 222, 308§1 και 522 ΚΠολΔ, η εκκρεμοδικία που δημιουργείται με την κατάθεση της αγωγής, κατά την διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να γίνει ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου νέα δίκη για την ίδια ένδικη διαφορά, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, παρισταμένων με την ίδια ιδιότητα, διαρκεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αγωγής, αναβιώνει δε πάλι μόνο με την άσκηση της εφέσεως και εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αυτής αποτελέσματος και διαρκεί στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της εφέσεως (ΑΠ 88/2015, ΑΠ 1048/2009, ΕΠΟΛΔ 2010,439, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, επί της προηγουμένης από 24-12-2011 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … αγωγής, η οποία ασκήθηκε από την ενάγουσα κατά της εναγομένης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για την ίδια επίδικη διαφορά, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2883/2012 οριστική απόφαση διά της οποίας η αγωγή εκείνη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Κατά της αποφάσεως αυτής δεν ασκήθηκε έφεση, η δε ενάγουσα άσκησε την κρινόμενη αγωγή της, μετά τη δημοσίευση της ως άνω αποφάσεως, διά της οποίας περατώθηκε η εκκρεμοδικία στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Επομένως, εφόσον δεν υφίσταται εκκρεμοδικία, δεν συντρέχει λόγος αναστολής της εκδίκασης της υπό κρίσιν αγωγής κατ’ αρθρ. 222§2 ΚΠολΔ, ούτε λόγος απαραδέκτου της συζητήσεώς της, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της εναγομένης, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ωστόσο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει αόριστη. Και τούτο για τους ακόλουθους λόγους: Όπως ιστορείται στο αγωγικό δικόγραφο, μεταξύ της ενάγουσας και της αντιπροσώπου της εναγομένης (δηλ. της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας) είχε συμφωνηθεί ο καθορισμός της αμοιβής της πρώτης για την εκτέλεση του κάθε έργου να γίνεται όχι εκ των προτέρων, αλλά μετά την παράδοση του έργου με κριτήριο τις συνθήκες εκτελέσεώς αυτού, ήτοι τον τόπο και το χρόνο πραγματοποιήσεως των απαιτούμενων εργασιών (εντός ή εκτός της έδρας της ενάγουσας, εν πλω ή στην ξηρά, κατά τις εργάσιμες ημέρες ή τις αργίες, με ή χωρίς υπερωριακή απασχόληση του εργατοτεχνικού προσωπικού της), τον απαιτούμενο χρόνο επισκευής, το πλήθος των απασχοληθέντων εργατοτεχνιτών και τα χρησιμοποιηθέντα υλικά. Από τα ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών υφίστατο πάγια συμφωνία περί καθορισμού της εκάστοτε οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής με τρόπο απολογιστικό, μετά την ολοκλήρωση του κάθε έργου. Δηλαδή, η αμοιβή της ενάγουσας περιελάμβανε τα πραγματικά έξοδα του έργου, ήτοι το κόστος των χρησιμοποιηθέντων υλικών και τις αμοιβές των απασχοληθέντων εργατοτεχνιτών (οι οποίες διαφοροποιούνταν ανάλογα με τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας αυτών, αφού για την απασχόλησή τους εκτός της έδρας της επιχείρησης της ενάγουσας ή εν πλω ή υπερωριακά, οι ως άνω εργαζόμενοι δικαιούνταν πρόσθετης αμοιβής), και, επιπλέον, το εργολαβικό της κέρδος, το οποίο συνίστατο σε ποσοστό επί του αθροίσματος των ως άνω εξόδων. Επειδή το ποσοστό αυτό δεν ήταν εκ των προτέρων καθορισμένο, η ενάγουσα υπολόγιζε το κέρδος της με βάση το αντίστοιχο ποσοστό που καταβαλλόταν σε άλλους εργολάβους της ίδιας κατηγορίας μ’ αυτήν για την εκτέλεση όμοιων εργασιών υπό ανάλογες συνθήκες. Το εργολαβικό κέρδος, δηλαδή, το οποίο αξίωνε η ενάγουσα ήταν το ειθισμένο. Με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα όφειλε να προσδιορίσει στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής με τρόπο σαφή και ορισμένο: α) το είδος και την ποσότητα των χρησιμοποιηθέντων υλικών καθώς και το κόστος ανά μονάδα μέτρησης αυτών, β) τον αριθμό των απασχοληθέντων εργατοτεχνιτών, τις ώρες απασχόλησης και το ωρομίσθιό τους καθώς και την πρόσθετη αμοιβή που ενδεχομένως δικαιούνταν αυτοί για την υπερωριακή, εκτός έδρας, εν πλω κλπ απασχόλησή τους και γ) το ειθισμένο εργολαβικό κέρδος με βάση τις συνθήκες εκτελέσεως του έργου. Η παράλειψη αναφοράς των ανωτέρω στοιχείων, που συνεπάγεται την ποσοτική αοριστία της αγωγής, στερεί από την εναγομένη την ευχέρεια της άμυνας και από το Δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου του βασίμου της ένδικης αξιώσεως της ενάγουσας. Σημειωτέον ότι τα ως άνω θεμελιωτικά της αγωγής γεγονότα δεν εξειδικεύθηκαν ούτε με τις προτάσεις της ενάγουσας, με τις οποίες θα μπορούσε αυτή να συμπληρώσει την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών της, θεραπεύοντας, έτσι, την ως άνω ποσοτική αοριστία του κρινόμενου δικογράφου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη. Άλλωστε, η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως επίσης προεκτέθηκε. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως προς την κύρια βάση της ως απαράδεκτη, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης περί αοριστίας, η οποία, άλλωστε, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα και ως προς την επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεδομένου ότι και ως προς τη βάση αυτή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η κύρια βάση της (από τις συμβάσεις έργου)· είναι, συνεπώς, νόμω αβάσιμη ως προς τη βάση της αυτή, επειδή, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, υπάρχουν συμβάσεις, η ενάγουσα μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις της από αυτές, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 493/2010, ΧρΙδΔ 2011,338, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης, με βάση και το σχετικό αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 191§§1,2 του ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει την ενάγουσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 17-09-2015.

 

Ο Δικαστής                                                                      Η Γραμματέας