ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3519/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10-03-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος: Π. Κ. του Γ., κατοίκου Δ., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νίκου Χριστόπουλου.
Των εναγομένων: α) εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» («…»), που εδρεύει στη Θ. και εκπροσωπείται νόμιμα, β) εταιρείας με την επωνυμία «….» («…»), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και γ) εταιρείας με την επωνυμία «ΓΚΡΙΝΓΟΥΝΤΣ ΙΝΣΟΥΡΑΝΣ ΜΠΡΟΚΕΡΣ Ε.Π.Ε.» («GREENWOODS INSURANCE BROKERS LTD»), που εδρεύει στην Γλυφάδα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι πρώτη και τρίτη εκ των οποίων εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ειρήνη Γαβαλά, ενώ η δεύτερη κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αντ’ αυτής δε παραστάθηκε το συνδικάτο των ασφαλιστών στους … «W. S. …, M. R. U. L.» που εδρεύει στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την εξουσιοδοτημένη ανταποκρίτριά του εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «GREENWOODS Μεσίτες Ασφαλίσεων Ε.Π.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «GREENWOODS Insurance Broker…, που εδρεύει στην Γλυφάδα Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Γαβαλά.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-07-2013 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5707/24-07-2013 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 21-01-2014, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων και του συνδικάτου των ασφαλιστών στους … «W. S. …, M. R. U. L.», το οποίο παραστάθηκε αντί της απούσας δεύτερης εναγομένης, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με επιμέλεια της ενάγουσας η από 23-07-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5707/24-07-2013 αγωγή, η οποία στρέφεται, μεταξύ άλλων, κατά της ημεδαπής εταιρείας με την επωνυμία «….» («…»), η οποία δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στο ακροατήριο. Αντ’ αυτής παραστάθηκε το συνδικάτο των ασφαλιστών στους … «W. S. …, M. R. U. L.», που εδρεύει στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Γαβαλά. Το ως άνω συνδικάτο επικαλείται, με προφορική δήλωση της ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου του η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και με τις κοινές προτάσεις που κατέθεσε μαζί με τις δύο παριστάμενες εναγόμενες (πρώτη και τρίτη), ότι αυτό συνήψε την ένδικη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης με τον ενάγοντα, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να αποκαταστήσει την περιουσιακή ζημία του τελευταίου σε περίπτωση βλάβης ή απώλειας του επίδικου φορτίου κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς του από την Κίνα στην Ελλάδα, και, επομένως, είναι εκείνο που νομιμοποιείται παθητικά επί της κρινόμενης αγωγής με την οποία ζητείται από τον ενάγοντα η επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω επέλευσης του ασφαλισθέντος κινδύνου, και όχι η απολειπόμενη δεύτερη εναγομένη, η οποία αποτελεί απλώς το φορέα συντονισμού των εξουσιοδοτημένων ανταποκριτών των συνδικάτων των Λ. (…) στην Ελλάδα. Για το λόγο δε αυτό ζητεί να διορθωθεί η επωνυμία της δεύτερης εναγομένης από το εσφαλμένο «….» στο ορθό «συνδικάτο των ασφαλιστών στους … “W. S. …, M. R. U. L.”». Κατόπιν της ως άνω προφορικής δηλώσεως της πληρεξούσιας δικηγόρου του εν λόγω συνδικάτου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος δήλωσε προφορικά ότι διορθώνει αντίστοιχα την αγωγή ως προς την επωνυμία της δεύτερης εναγομένης, δήλωση η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου Ωστόσο, στις προτάσεις που κατέθεσε ο ενάγων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ουδεμία τέτοια διόρθωση περιέχεται, παρά μόνο διευκρινίζεται ότι η τρίτη εναγομένη ενάγεται τόσο ατομικά όσο και υπό την ιδιότητά της ως νόμιμη εκπρόσωπος στην Ελλάδα του ως άνω συνδικάτου. Επί των ανωτέρω λεκτέα τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22§1 του ν. 3994/2011, η μεταβολή της βάσης της αγωγής είναι απαράδεκτη, μπορεί, όμως, ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Η στον ενάγοντα παρεχόμενη δυνατότητα συμπλήρωσης, διευκρίνισης και διόρθωσης των ισχυρισμών του, υπό τον ως άνω όρο και με τον ως άνω τρόπο, παρέχεται αναλόγως και ως προς τον προσδιορισμό των διαδίκων αρκεί να μη μεταβάλλεται η ταυτότητά τους και να μην καταλείπεται αμφιβολία ως προς αυτήν (ΕφΔωδ 177/2006, ΕφΑθ 5779/1999, Δνη 2001,749, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η διόρθωση της επωνυμίας της δεύτερης εναγομένης με την ως άνω προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος τυγχάνει απαράδεκτη, διότι έτσι μεταβάλλεται η ταυτότητα της συγκεκριμένης διαδίκου, αφού πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πρόσωπα. Συγκεκριμένα, η δεύτερη εναγομένη, ως αναφέρεται στην αγωγή, είναι ημεδαπό νομικό πρόσωπο (ανώνυμη εταιρεία), ενώ με την επιχειρούμενη διόρθωση αλλάζει η ταυτότητά της και προσδιορίζεται άλλο νομικό πρόσωπο, και δη αλλοδαπό [συνδικάτο ασφαλιστών – μελών των Λ. (…)]. Περαιτέρω, η επιχειρούμενη με τις προτάσεις του ενάγοντος συμπλήρωση της αγωγής ως προς την ιδιότητα με την οποία ενάγεται η τρίτη εναγομένη (δηλαδή, όχι μόνο ατομικά, αλλά και ως νόμιμη εκπρόσωπος στην Ελλάδα του συνδικάτου των ασφαλιστών στους … «W. S. …, M. R. U. L.») συνιστά απαράδεκτη διεύρυνση του αριθμού των εναγόμενων προσώπων, αφού μ’ αυτήν προστίθεται νέος εναγόμενος, και συγκεκριμένα το ως άνω συνδικάτο, χωρίς την απαιτούμενη προδικασία. Το απαράδεκτο αυτό δεν θεραπεύεται ούτε με την εμφάνιση του εν λόγω συνδικάτου κατά τη συζήτηση της υπό κρίσιν αγωγής στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο (συνδικάτο), άλλωστε, εφόσον δεν απευθύνεται και κατ’ αυτού η αγωγή δεν είναι διάδικος στην προκείμενη δίκη.
Περαιτέρω, ως προς την απολειπόμενη δεύτερη εναγομένη λεκτέα τα εξής: Από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ε. Κ., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 21-01-2014, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην ως άνω (δεύτερη) εναγομένη (122 επ., 124§2, 126§1 περ. δ΄ και 129§1 ΚΠολΔ). Η ως άνω αναβολή δε και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης της εν λόγω εναγομένης (αρθρ. 226§4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ). Ωστόσο, η τελευταία δεν εμφανίσθηκε την παραπάνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, και πρέπει, συνεπώς, να δικασθεί ερήμην [άρθρο 271§§1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)].
Με το άρθρο πρώτο του ν. 2107/1992 κυρώθηκαν από την Ελλάδα και αποτελούν, κατ’ άρθρο 28 του Συντάγματος, εσωτερικό κανόνα δικαίου με υπερνομοθετική ισχύ η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25-08-1924 «για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές» και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23-02-1968 και της 26-12-1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων δεύτερου και τρίτου του πιο πάνω νόμου και των άρθρων 1 περ. β΄, 2, 3§1, 5§2 και 10§§2 και 3 της προαναφερόμενης Διεθνούς Σύμβασης προκύπτει ότι η εν λόγω Σύμβαση έχει εφαρμογή στην Ελλάδα από την 26-06-1993 α) σε κάθε σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, στην οποία τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, εφόσον η μεταφορά αυτή καλύπτεται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο, που αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων. Με την αναφορά στις μεταφορές αυτές ο νόμος επεκτείνει την εφαρμογή των διεθνών κειμένων στην ως άνω κατηγορία των διεθνών θαλασσίων μεταφορών, των οποίων η αλλοδαπότητα στηρίζεται στο αντικειμενικό κριτήριο των διαφορετικών κρατών στα οποία ανήκουν τα λιμάνια φορτώσεως και εκφορτώσεως. Η ρύθμιση αυτή, όπως είναι προφανές, αποτελεί κανόνα ουσιαστικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, κανόνα δηλαδή που καθορίζει απ’ ευθείας το εφαρμοστέο δίκαιο σε σχέσεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Επομένως, εφαρμοστέο δίκαιο για τις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές υπό φορτωτική αποτελεί η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές, όπως τροποποιήθηκε με τα μεταγενέστερα Πρωτόκολλα της του 1968 και του 1979 (ΕφΠειρ 672/2005, ΠειρΝομ 2005,513). Επίσης, η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται και β) σε κάθε θαλάσσια μεταφορά μεταξύ ελληνικών λιμένων, είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (ΑΠ 928/2011, ΕΕμπΔ 2011,880, ΧρΙδΔ 2012,203, ΑΠ 376/2008, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 3§1, 4§§1 και 5 εδ. β΄, και 4β της άνω Διεθνούς Σύμβασης, όπως η παράγραφος 5 του άρθρου 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του από 23-02-1968 Πρωτοκόλλου των Βρυξελλών και το άρθρο 4β προστέθηκε με το άρθρο 3 του ως άνω Πρωτοκόλλου, σαφώς συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας ευθύνεται για τη βλάβη ή την απώλεια των πραγμάτων που μεταφέρει. Οι διατάξεις των άρθρων 3§1 και 4§1 των Κανόνων Xάγης-Βίσμπυ θεσπίζουν τη νόθο αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα με την έννοια ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου ο τελευταίος έχει το βάρος απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Η ευθύνη αυτή υφίσταται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 135 ΚΙΝΔ και του άρθρου 3 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών, έναντι οποιουδήποτε προσώπου που έχει ενδιαφέρον επί του φορτίου, υπό την έννοια ότι είναι φορέας δικαιώματος που απορρέει από τη σύμβαση και μπορεί να θεωρηθεί ότι ζημιώνεται άμεσα από την απώλεια ή βλάβη τούτου, τέτοια δε πρόσωπα μπορεί να είναι ο φορτωτής, ο παραλήπτης, που είναι συνήθως και νόμιμος κομιστής της φορτωτικής, ο ασφαλιστής του φορτίου που κατέβαλε την ζημία του ασφαλιζομένου του και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αυτού είτε με διάταξη νόμου είτε με εκχώρηση της σχετικής απαίτησης και ο επί του φορτίου ενεχυρούχος δανειστής ή εκδοχέας των δικαιωμάτων του παραλήπτη (ΑΠ 928/2011, ο.π., ΕφΠειρ 835/2010, ΔΕΕ 2011,483, ΕΕμπΔ 2011,656, ΕΝαυτΔ 2011,181, ΕφΠειρ 792/2010, ΕΝαυτΔ 2010,332, ΕφΠειρ 167/2010, ΔΕΕ 2010,826, ΕΝαυτΔ 2010,172 , ΕΕμπΔ 2010,685, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με το προαναφερόμενο άρθρο 4§5 εδ. β΄ της ίδιας Διεθνούς Σύμβασης, ορίζεται ότι «… σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης θα υπολογίζεται σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων στον τόπο και το χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς. Η αξία των εμπορευμάτων θα υπολογίζεται σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τιμή για το εμπόρευμα ή αν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά, ελλείψει δε αμφοτέρων, με βάση τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας …». Επομένως, η αξία των εμπορευμάτων υπολογίζεται σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τιμή ή σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ή αν δεν υπάρχει καμία από τις δύο, θα υπολογίζεται με βάση τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας στον τόπο και χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να έχουν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς. Από τη διάταξη αυτή, που πηγή έχει την παρεμφερή διάταξη του άρθρου 23 της CMR, συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των πραγμάτων είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει την αξία τους στον τόπο και χρόνο εκφορτώσεως. Αποκαθίσταται δε η αξία που εξευρίσκεται με την απόδειξη της τιμής του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων, εάν δεν υπάρχει τέτοια τιμή λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα τιμή της αγοράς και αν δεν υπάρχει ούτε αυτή, η συνηθισμένη τιμή των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και της ίδιας ποιότητας. Απαραίτητο και ουσιώδες, επομένως, στοιχείο της ιστορικής βάσεως της σχετικής αγωγής είναι η αναφορά μίας από τις αξίες αυτές στον ως άνω τόπο και χρόνο, η έλλειψη του οποίου καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο (ΕφΠειρ 835/2010, ο.π., ΕφΠειρ 560/2007, ΕΝαυτΔ 2007,323, ΕφΠειρ 447/2005 ΕΝαυτΔ 2005,331, .ΕφΠειρ 305/2005, ΠειρΝομ 2005,205, ΕΝαυτΔ 2005,101, ΕΕμπΔ 2005,79,3 ΕφΠειρ 201/2005, ΔΕΕ 2005,600, ΕΝαυτΔ 2005,199, ΕφΠειρ 325/2004, ΕΝαυτΔ 2004,124, ΕφΠειρ 160/2003, ΕΝαυτΔ 2003,261, ΕπισκΕμπΔ 2003,493, ΕφΠειρ 142/2003, ΕΕμπΔ 2003,680, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, με το προαναφερόμενο άρθρο 4β§§1 και 3 της εν λόγω Διεθνούς Σύμβασης ορίζεται ότι «1. Οι ενστάσεις και τα όρια ευθύνης που προβλέπονται σ’ αυτήν τη Σύμβαση θα ισχύουν για κάθε αξίωση κατά του μεταφορέα σχετικά με απώλεια ή ζημία σε εμπορεύματα που καλύπτονται από σύμβαση μεταφοράς είτε η αγωγή θεμελιώνεται σε συμβατική ευθύνη είτε σε εξωσυμβατική ευθύνη… 3. Το σύνολο των ποσών αποζημίωσης σε βάρος του μεταφορέα και των υπαλλήλων και πρακτόρων του δεν θα υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το όριο που προβλέπεται σ’ αυτήν τη Σύμβαση». Έτσι, και στην περίπτωση της αγωγής με βάση την αδικοπραξία, η αποζημίωση θα υπολογισθεί κατά τον ίδιο προαναφερθέντα τρόπο, και συνεπώς, και στην αγωγή αυτή, ο ως άνω ειδικός προσδιορισμός της αξίας των απολεσθέντων ή βλαβέντων πραγμάτων είναι ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο της ιστορικής βάσεώς της (ΕφΠειρ 835/2010, ο.π., ΕφΠειρ 194/2009, ΕΝαυτΔ 2009,417, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 201/2005, ο.π., ΕφΠειρ 142/2003, ο.π., ΕφΠειρ 160/2003, ο.π.). Περαιτέρω, εκτός από τα βασικά πρόσωπα τα οποία μετέχουν στη σύμβαση μεταφοράς, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, τον αγωγιάτη ή μεταφορέα και τον παραλήπτη, μπορεί να παρεμβληθεί και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος διαφέρει από το μεταφορέα κατά το ότι ο τελευταίος διενεργεί ο ίδιος τη μεταφορά, ενώ ο παραγγελιοδόχος αναλαμβάνει τη μέριμνα απέναντι στο φορτωτή ή στον παραλήπτη να εξεύρει μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει ο ίδιος τη σύμβαση μεταφοράς στο δικό του μεν όνομα, αλλά πάντοτε για λογαριασμό του παραγγελέα αποστολέα ή φορτωτή, έχοντας ελευθερία στην επιλογή των μέσων και των δρομολογίων που θα χρησιμοποιήσει. Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται για τους ίδιους λόγους και με τον ίδιο βαθμό ευθύνης που ευθύνεται και ο μεταφορέας, ως εγγυητής των πράξεων του μεταφορέα ή του μεσολαβούντος άλλου παραγγελιοδόχου μεταφοράς, κατά τα άρθρα 96-98 ΕμπΝ, επομένως και για απώλεια ή βλάβη των εμπορευμάτων (ΟλΑΠ 33/1998, Δνη 1998,1262, ΔΕΕ 1998,990, ΕΕμπΔ 1998,544, ΕΕΝ 1998,644, ΝοΒ 1999,245, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η ρύθμιση αυτή του ΕμπΝ έχει ανάλογη εφαρμογή και στη θαλάσσια μεταφορά, ενόψει του ότι οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση και οι Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ δεν περιέχουν διατάξεις για τους παραγγελιοδόχους που μεσολαβούν στη ναύλωση ή τη θαλάσσια μεταφορά (ΑΠ 928/2011, ο.π., ΑΠ 89/2005, Δνη 2005,1454, ΕΕμπΔ 2005,372, Δίκη 2005,854,1009, ΕφΠειρ 167/2010, ο.π., ΕφΠειρ 1/2010, ΕΝαυτΔ 2010,339, ΕφΠειρ 428/2009, ΔΕΕ 2009,829, ΕΝαυτΔ 2009,401, ΕφΠειρ 703/2006, ΔΕΕ 2006,1289, ΕφΠειρ 240/2006, ΔΕΕ 2006,646, ΕφΠειρ 305/2005, ο.π., ΕφΠειρ 151/2000, ΔΕΕ 2000,645, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 387/2009, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ του ΔΣΑ). Έτσι, ο παραγγελιοδόχος θαλάσσιας μεταφοράς συναλλαγείς με τον αποστολέα – φορτωτή ή τον παραλήπτη και κατά συνέπεια κυρίως υπεύθυνος για την ολική και προσήκουσα εκτέλεση της μεταφοράς, ευθύνεται και για τις πράξεις του μεταφορέα για την εκτέλεση δηλαδή της μεταφοράς από τον τελευταίο. Η ευθύνη του είναι αντικειμενική και εγγυητική, ανακύπτει δε όταν υφίσταται ευθύνη του μεταφορέα προς την οποία εξομοιώνεται και επιμετράται αντιστοίχως, οπότε ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς καθίσταται υπόχρεος προς αποζημίωση, εις ολόκληρον με τον θαλάσσιο μεταφορέα, για κάθε ζημία από απώλεια ή βλάβη των πραγμάτων (ΕφΠειρ 167/2010, ο.π., ΕφΠειρ 377/2003, ΕΝαυτΔ 2003,267, ΔΕΕ 2004,65). Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι ο νόμιμος κομιστής της φορτωτικής (παραλήπτης) δικαιούται να στραφεί κατά του θαλάσσιου μεταφορέα καθώς και κατά του παραγγελιοδόχου μεταφοράς, και να ζητήσει αποζημίωση για την απώλεια ή βλάβη του φορτίου, επικαλούμενος μόνον α) την κατάρτιση των συμβάσεων παραγγελίας και θαλάσσιας μεταφοράς και β) την παράδοση και την απώλεια ή βλάβη του φορτίου, με τη συνακόλουθη ζημιά και αξία των εμπορευμάτων, υπολογιζόμενη με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 216§1 ΚΠολΔ και 1§1 ν. 2496/1997 «ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις», επί της αγωγής του ασφαλισμένου με την οποία αυτός ζητεί την καταβολή του ασφαλίσματος (αποζημιώσεως) επί ασφαλίσεως κατά ζημιών, πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ότι δυνάμει της καθοριζόμενης με ακρίβεια ασφαλιστικής συμβάσεως ο ασφαλιστής, δηλαδή η ασφαλιστική επιχείρηση, ανέλαβε έναντι ασφαλίστρου την υποχρέωση προς καταβολή συγκεκριμένου ασφαλίσματος σε περίπτωση κατά την οποία θα πραγματοποιηθεί ο αναλαμβανόμενος και καθοριστέος ασφαλιστικός κίνδυνος, δηλαδή η επέλευση περιστατικού προς το οποίο είναι συνδεδεμένη η υποχρέωση του ασφαλιστή για καταβολή αποζημιώσεως, και τέλος το ότι επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση (βλ. ΕφΠειρ 786/2003, ΕΕμπΔ 2005,94, Επιδικία 2006,91, ΕπισκΕμπΔ 2004,668, ΕφΑθ 2808/1994, Δνη 1995,656, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Αρκεί, δηλαδή, η επίκληση της ασφαλιστικής σύμβασης κατά το περιεχόμενό της και δη των στοιχείων αυτής που προβλέπονται από το ως άνω άρθρο 1§1 του ν. 2496/1997 (ΑΠ 140/2013, ΕΕμπΔ 2013,667, ΑΠ 139/2013, ΑΠ 568/2007, ΕφΑθ 1716/2011, Αρμ 2012,1282, ΕΕμπΔ 2012,890, ΕφΑθ 1371/2011, ΕπισκΕμπΔ 2011,854, ΕΕμπΔ 2012,85, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι αναγκαίο στοιχείο της αγωγής αυτής η αναφορά του ποσού του ασφαλίστρου ούτε ο τόπος και ο χρόνος καταβολής του, καθώς και ο αριθμός του ασφαλιστήριου συμβολαίου, εκτός αν η κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης ή η έναρξη των αποτελεσμάτων της εξαρτήθηκε από την καταβολή του (ασφαλίστρου), γεγονός που πρέπει ειδικώς να προτείνεται (ΑΠ 978/1996 Δνη 1998,823, ΔΕΕ 1996,1089, ΕΕμπΔ 1997,77, ΕΕΝ 1998,170, ΕΤρΑξΧρΔ 1997,167, ΕφΑθ 1716/2011, ο.π., ΕφΑθ 1371/2011, ο.π.). Στην περίπτωση θαλάσσιας ασφάλισης φορτίου θα πρέπει, εκτός των άλλων, να προσδιορίζεται με σαφήνεια το είδος της ασφαλίσεως, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να εκτιμήσει το δικόγραφο, τους ισχυρισμούς της εναγομένης και στη συνέχεια να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και βέβαια να εκτιμήσει μεταξύ άλλων την ύπαρξη του ασφαλιστικού συμφέροντος καθώς και το ότι η επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως επήλθε σε χρόνο ή τόπο κατά τον οποίο ο ασφαλιστής έφερε τον κίνδυνο. Ειδικότερα, πρέπει να προσδιορίζεται στην αγωγή: α) αν πρόκειται για τρέχουσα ασφάλιση, οπότε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρ. 261 του ΚΙΝΔ, από τη σύμβαση της ασφάλισης θα πρέπει να προκύπτει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να υπάρξουν τα συμφέροντα για να καλυφθούν από αυτήν, ο φορέας του ασφαλιστικού συμφέροντος και ποια ταξίδια καλύπτει η ασφάλιση, ενώ αντίθετα δεν είναι απαραίτητο να καθορίζονται τα πλοία επί των οποίων θα φορτωθεί το φορτίο. ή β) αν πρόκειται για ασφάλιση κατά πλου στην οποία η ασφαλιστική κάλυψη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του αρ. 264 του ΚΙΝΔ, «άρχεται από της ενάρξεως της φορτώσεως και δη αφ’ ης τα ασφαλισθέντα παύσουν εφαπτόμενα της ξηράς, λήγει δε κατά την στιγμήν της αποθέσεως αυτών επί της ξηράς εις τον λιμένα του προορισμού, εν πάση δε περιπτώσει μετά τριάκοντα ημέρας από του κατάπλου εις τον λιμένα τούτον» και (στην οποία) ο ασφαλιστής δεν φέρει τον κίνδυνο αν το φορτίο μεταφέρεται από τον λιμένα προορισμού σε άλλο τόπο ή από ένα άλλο τόπο στον τόπο της φόρτωσης του πλοίου ή γ) αν πρόκειται για άλλη μορφή ασφάλισης, οπότε πρέπει να καθορίζονται τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν (ΕφΠειρ 786/2003, ο.π.).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 15α§1 ν. 1569/1985 «Διαμεσολάβηση στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης, σύσταση σώματος ειδικών πραγματογνωμόνων τροχαίων ατυχημάτων, λειτουργία γραφείου διεθνούς ασφάλισης και άλλες διατάξεις», όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 ν. 2170/1993 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36§17 ν. 2496/1997, ως μεσίτης ασφαλίσεως ορίζεται το πρόσωπο, το οποίο έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ’ εντολή του ασφαλισμένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι προμηθείας που καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, να φέρει σε επαφή ασφαλιζομένους ή αντασφαλιζομένους και ασφαλιστές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει την αποδοχή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και την έγκριση του ασφαλισμένου ή αντασφαλισμένου και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου. Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι ο μεσίτης ασφαλίσεων, ο οποίος αποτελεί νεώτερο είδος ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, ως ανεξάρτητου επαγγελματία (άρθρο 1 ν. 1569/1985), δραστηριοποιείται από τον νόμο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του πελάτη που θέλει να ασφαλιστεί και, ειδικότερα, στον εντοπισμό των ασφαλιστικών αναγκών τούτου, την επιλογή της κατάλληλης ασφαλιστικής εταιρείας, την επίτευξη επαφής του πελάτη του με την εταιρεία αυτή και τη διεκπεραίωση όλων των αναγκαίων προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Έτσι, η δραστηριότητά του αναπτύσσεται κατόπιν εντολής του πελάτη που θέλει να ασφαλισθεί και συνεπώς ενεργεί ως εντολοδόχος αυτού (άρθρο 15α§1 ν. 1569/1985 και 713 επ. ΑΚ), η δε ευθύνη του περιορίζεται έναντι του ασφαλισμένου στη σωστή τήρηση και εφαρμογή των εγγράφων εντολών του τελευταίου (άρθρο 15ε ν. 1569/1985, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 ν. 2170/1993), εφόσον η μεταξύ τους σύμβαση εντολής αποδεικνύεται εγγράφως (ΕφΘεσ 428/2008, ΕπισκΕμπΔ 2008,799, ΕΤρΑξΧρΔ 2009,923, Επιδικία 2010,179, ΕφΠειρ 446/2005, ΔΕΕ 2006,403, ΕΝαυτΔ 2005,252, ΕΕμπΔ 2006,372, αμφότερες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στο πλαίσιο της συμβάσεως εντολής και προς διαχείριση και εκτέλεση της ασφαλιστικής συμβάσεως δεν αποκλείεται να του ανατεθεί από τον πελάτη του η καταβολή για λογαριασμό του τελευταίου των οφειλομένων από αυτόν ασφαλίστρων προς την ασφαλιστική επιχείρηση, έναντι της οποίας ο μεσίτης ασφαλίσεων απολαμβάνει νομικής και οικονομικής ανεξαρτησίας (άρθρο 15α§7 ν. 1569/1985, όπως προστέθηκε η παράγραφος 7 με το άρθρο 36§20 ν. 2496/1997) και δεν έχει εκ του νόμου εξουσία να την εκπροσωπεί. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ο ασφαλιστής να τον διορίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΚ 211 επ. και 713 επ. ως πληρεξούσιο ή εντολοδόχο, οπότε αυτός, με την τελευταία αυτή ιδιότητα, αντιπροσωπεύει τον ασφαλιστή στις σχέσεις του με τους ασφαλισμένους (ΑΠ 1160/1990, Δνη 1992,532, ΕΕμπΔ 1992,602, ΕΕΝ 1991,454, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 428/2008, ο.π.).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, ιστορούνται τα ακόλουθα: Ο ενάγων αγόρασε κατά την 23-06-2012 από την εταιρεία με την επωνυμία «F. U. E. M. C. L..», που εδρεύει στην πόλη F. της επαρχίας F. της Κ., 955 τεμάχια ηλεκτροκινητήρων και ανταλλακτικών, τα οποία περιγράφονται αναλυτικά (κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος) στο αγωγικό δικόγραφο, έναντι συνολικού τιμήματος 63.650,22 δολαρίων Η.Π.Α., εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. … τιμολογίου πώλησης (invoice), το οποίο έχει ενσωματωθεί στο αγωγικό δικόγραφο. Για τη μεταφορά των ως άνω εμπορευμάτων από το λιμένα Fuzhou της Κίνας στο λιμένα της Θ.ς και από εκεί στην έδρα της ατομικής επιχείρησης του ενάγοντος, που βρίσκεται στη Δράμα, ο τελευταίος κατήρτισε προφορικά σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, δυνάμει της οποίας (σύμβασης) αυτή (η πρώτη εναγομένη) ανέλαβε την υποχρέωση να επιμεληθεί αντί αμοιβής την εξεύρεση τόσο θαλάσσιου μεταφορέα για την εκτέλεση της μεταφοράς από την Κίνα στην Ελλάδα όσο και χερσαίου μεταφορέα για την εκτέλεση της μεταφοράς από τη Θ. προς τη Δράμα. Η εναγομένη συνήψε, ενεργώντας στο όνομά της αλλά για λογαριασμό του αγοραστή ενάγοντος, με τη μη διάδικο αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…» σύμβαση δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε ως θαλάσσιος μεταφορέας τη μεταφορά διά θαλάσσης από την Κίνα στην Ελλάδα των ως άνω εμπορευμάτων. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής τα ανωτέρω εμπορεύματα, τα οποία, ευρισκόμενα σε άριστη κατάσταση, είχαν προηγουμένως (κατά την 25-06-2012) συσκευασθεί από την πωλήτρια εταιρεία στην έδρα αυτής σε 353 συσκευασίες (κιβώτια) συνολικού βάρους 19.500 κιλών και τοποθετηθεί στο υπ’ αριθμ. FSCU7532560/EMCEDF0750/20GP εμπορευματοκιβώτιο (κοντέινερ), φορτώθηκαν στο ευρισκόμενο στον ως άνω κινεζικό λιμένα (Fuzhou) πλοίο με την ονομασία «XING PING V.109E» την 25-06-2012 προκειμένου να μεταφερθούν διά θαλάσσης στη Θ.. Για την ως άνω θαλάσσια μεταφορά εκδόθηκε από την προαναφερόμενη θαλάσσια μεταφορέα η υπ’ αριθμ. XFZ12THE06031 φορτωτική, στην οποία αναγραφόταν ως αποστολέας η πωλήτρια εταιρεία, ως δικαιούχος του φορτίου ο ενάγων και ως παραλήπτρια αυτού η πρώτη εναγομένη. Παράλληλα, ο ενάγων κατήρτισε με την τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία σύμβαση θαλάσσιας ασφαλίσεως, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να αποκαταστήσει την περιουσιακή ζημία του ενάγοντος σε περίπτωση βλάβης ή απώλειας του ανωτέρω φορτίου κατά τη διάρκεια της προαναφερόμενης θαλάσσιας μεταφοράς του, με έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης την 22-06-2012. Στη σύναψη της εν λόγω σύμβασης ασφαλίσεως προέβη για λογαριασμό της τρίτης εναγομένης η μεσίτρια (broker) αυτής δεύτερη εναγομένη, η οποία εξέδωσε και υπέγραψε σχετικά, κατόπιν εξουσιοδοτήσεως της ασφαλίστριας, το υπ’ αριθμ. Β … πιστοποιητικό ασφάλισης (ασφαλιστήριο συμβόλαιο). Τελικά, το εμπορευματοκιβώτιο με τα αγορασθέντα εμπορεύματα αφίχθη στο λιμένα της Θ.ς με το πλοίο με την ονομασία «…», στο οποίο είχε ενδιαμέσως μεταφορτωθεί σε άγνωστο χρόνο. Στον ως άνω λιμένα εκφορτώθηκε την 27-07-2012, οπότε και ο ενάγων κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη το συνολικό ποσό των 1.818,14 € ως ναύλο και πρακτορειακά δικαιώματα. Για το ποσό αυτό, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και ο αναλογών Φ.Π.Α., εκδόθηκε το σχετικό υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών. Μετά τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων το εμπορευματοκιβώτιο μεταφέρθηκε οδικώς στην έδρα της επιχείρησης του ενάγοντος στη Δράμα την 07-08-2012. Κατά την εκφόρτωση του φορτίου, που έλαβε χώρα την ίδια ημέρα, διαπιστώθηκε ότι στο εσωτερικό του εμπορευματοκιβωτίου είχε εισρεύσει ποσότητα ύδατος, με την οποία είχαν εμποτισθεί όλα τα υλικά συσκευασίας, γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια τη συγκέντρωση υγρασίας εντός των συσκευασιών, από την οποία προκλήθηκε οξείδωση στα εξωτερικά μεταλλικά μέρη των ηλεκτροκινητήρων. Η εισροή του ύδατος στο εσωτερικό του εμπορευματοκιβωτίου συνέβη είτε κατά τη διάρκεια της φόρτωσης των εμπορευμάτων σ’ αυτό είτε κατά τη στοιβασία τους είτε κατά τη μεταφορά του εμπορευματοκιβωτίου στο πλοίο είτε κατά την παραμονή του στους χώρους αποθήκευσης των λιμένων φόρτωσης και μεταφόρτωσης είτε κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς, οφείλεται δε στην έλλειψη στεγανότητας της βάσης και της θύρας του εμπορευματοκιβωτίου. Μετά τη διαβροχή και την οξείδωση των μεταλλικών μερών τους, οι ηλεκτροκινητήρες κατέστησαν ακατάλληλοι προς χρήση. Σύμφωνα δε με τη γνωμάτευση του πραγματογνώμονα Εμμανουήλ Τσουρλίνη, ο οποίος παρέστη κατά την εκφόρτωση του φορτίου στην έδρα της επιχείρησης του ενάγοντος και εν συνεχεία συνέταξε την από 24-09-2012 έκθεσή του σχετικά με τα αίτια της βλάβης των μεταφερθέντων εμπορευμάτων και το ύψος της ζημίας που προκλήθηκε στον ενάγοντα συνεπεία της βλάβης αυτής, η διαδικασία αποκατάστασης των φθορών των ηλεκτροκινητήρων θα έπρεπε να περιλάβει τα ακόλουθα στάδια: αποσυναρμολόγησή του κάθε ηλεκτροκινητήρα, στέγνωμα των αποσυναρμολογηθέντων μερών του σε φούρνο προκειμένου να απομακρυνθεί η υγρασία, εξωτερική αμμοβολή και τρίψιμο του εσωτερικού του ώστε να αφαιρεθεί η σκουριά, αντικατάσταση των οξειδωμένων ρουλεμάν του, μερική συναρμολόγησή του, αστάρωμα και βαφή της εξωτερικής επιφάνειάς του, ολοκλήρωση της συναρμολόγησής του και συσκευασία του σε κιβώτιο· η συνολική δαπάνη δε για την αποκατάσταση των ως άνω φθορών θα ανερχόταν στο ποσό των 28.664 δολαρίων Η.Π.Α. ή των 22.845,75 €. Πράγματι, ο ενάγων προέβη στην επισκευή των ηλεκτροκινητήρων προκειμένου να μπορέσει ακολούθως να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις έναντι των πελατών του, οι οποίοι είχαν ήδη παραγγείλει το σύνολο των ως άνω εμπορευμάτων πολύ πριν ο ενάγων τους προμηθευθεί από την προαναφερόμενη κινεζική εταιρεία, και να περιορίσει έτσι το μέγεθος της ζημίας του. Για την ως άνω επισκευή δαπάνησε τελικά το συνολικό ποσό των 25.000 €. Ωστόσο, παρά την επιδιόρθωσή τους, οι ηλεκτροκινητήρες δεν κατέστη δυνατόν να επανέλθουν στην αρχική, προς της διαβροχής, τους κατάσταση, γεγονός που είχε ως συνέπεια να υποστούν μείωση της αξίας τους, η οποία (μείωση) ανήλθε σε ποσοστό 20% επί του τιμήματος αγοράς τους, ήτοι στο ποσό των 12.730,04 δολαρίων Η.Π.Α. ή των 10.153,17 €, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά την 23-06-2012, δηλαδή κατά την ημέρα αγοράς των ένδικων εμπορευμάτων, κατά την οποία εκδόθηκε και το προαναφερόμενο τιμολόγιο πώλησης. Κατόπιν αυτών, ο ενάγων επικαλείται ότι η ζημία που υπέστη από τη βλάβη του ένδικου φορτίου ανέρχεται, ενόψει της δαπάνης στην οποία υποβλήθηκε για την επισκευή των ηλεκτροκινητήρων, της μείωσης της αξίας τους και της δαπάνης ποσού 650 €, στην οποία επίσης υποβλήθηκε για τη διεξαγωγή της αναγκαίας για τη διάγνωση της αιτίας της βλάβης του φορτίου και του ύψους της ζημίας του πραγματογνωμοσύνης, στο συνολικό ποσό των (25.000 + 10.153,17 + 650 =) 35.803,17 €. Επικουρικά δε, ισχυρίζεται ότι τα ένδικα εμπορεύματα υπέστησαν ολική καταστροφή, αφού μετά τη διαβροχή τους κατέστησαν εντελώς ακατάλληλα προς χρήση και, συνακόλουθα, προς διάθεση στους πελάτες του, η δε αποκατάσταση της βλάβης τους ήταν ασύμφορη, επειδή η δαπάνη που απαιτείτο για τη διενέργεια αυτής υπερέβαινε κατά πολύ, και δη κατά ποσοστό τουλάχιστον 20%, το τίμημα που κατέβαλε αυτός για την αγορά τους. Ενόψει δε του ότι στον τόπο (Θ.) και κατά το χρόνο (27-07-2012) εκφόρτωσης από το πλοίο των ως άνω ολικά καταστραφέντων εμπορευμάτων δεν υφίστατο χρηματιστηριακή τιμή ή τρέχουσα τιμή αυτών στην αγορά, η αξία τους, υπολογιζόμενη με βάση τη συνήθη αξία εμπορευμάτων του ίδιου γένους και ποιότητας, στον ως άνω τόπο και κατά τον ως άνω χρόνο, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 83.675,99 €, άλλως στο ποσό των 76.380,24 δολαρίων Η.Π.Α. ή το ισόποσο αυτού σε ευρώ (60.919,01 €) με βάση τη μέση συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρονικό διάστημα από 27-07-2012 (ημέρα εκφόρτωσης των εμπορευμάτων στο λιμένα της Θ.ς) έως 07-08-2012 (ημέρα άφιξης των εμπορευμάτων στην έδρα της επιχείρησης του ενάγοντος στη Δράμα), ποσά στα οποία συνίσταται και η ζημία του. Ειδικότερα: 1) το πρώτο από τα ποσά αυτά (83.675,99 €) προκύπτει από το άθροισμα α) του τιμήματος που κατέβαλε ο ενάγων για την αγορά των καταστραφέντων εμπορευμάτων (50.765,85 €, ήτοι το ισόποσο σε ευρώ του πράγματι καταβληθέντος ποσού των 63.650,22 δολαρίων Η.Π.Α., με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δύο ανωτέρω νομισμάτων κατά την ημέρα της καταβολής – 23-06-2012), β) του ποσού των 1.818,14 € που κατέβαλε αυτός προς την πρώτη εναγομένη για το ναύλο και τα πρακτορειακά δικαιώματα, γ) του ποσού των 17.150 € που κατέβαλε για την πληρωμή δασμών και φόρων τρίτων χωρών και δ) του ποσού των 13.946 €, το οποίο αποτελούσε το κέρδος του από τη μεταπώλησή τους και ανερχόταν σε ποσοστό 20% επί του συνολικού κόστους προμήθειας και εισαγωγής τους στην Ελλάδα (το οποίο συνίστατο στο άθροισμα των προαναφερόμενων υπ’ αριθμ. α΄, β΄ και γ΄ ποσών), ενώ 2) το δεύτερο από τα ανωτέρω ποσά (76.380,24 $ ή 60.919,01 €) προκύπτει από το άθροισμα α) του τιμήματος που κατέβαλε ο ενάγων για την αγορά των ως άνω εμπορευμάτων (63.650,22 $) και β) του ποσού των 12.730,04 $, το οποίο αποτελούσε το κέρδος του από τη μεταπώλησή τους και ανερχόταν σε ποσοστό 20% επί του τιμήματος αγοράς τους). Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το ποσό των 35.803,17 €, άλλως το ποσό των 83.675,99 € άλλως το ποσό των 60.919,01 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν αυτές στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία κατ’ αρθρ. 5§1 περ. β΄, 9§1 περ. α΄ και β΄ και 2§1 σε συνδ. με 60§1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», καθώς άπασες οι εναγόμενες εταιρείες έχουν την καταστατική τους έδρα και την κεντρική τους διοίκηση στην Ελλάδα, η οποία, άλλωστε, είναι και ο τόπος κατοικίας του αντισυμβαλλόμενου της ασφαλίστριας δεύτερης εναγομένης, και συνάμα ασφαλισμένου, ενάγοντος, καθώς και ο τόπος όπου δυνάμει της ένδικης σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς έγινε η παροχή των υπηρεσιών της πρώτης εναγομένης (δηλαδή η εκτέλεση της σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς). Σημειωτέον ότι ο ανωτέρω Κανονισμός εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν πριν τη 10-01-2015, όπως η κρινόμενη, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 66§1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Η πρώτη εναγομένη προβάλλει με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και με τις προτάσεις της ισχυρισμό περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, στηριζόμενη στο σχετικό όρο της υπ’ αριθμ. XFZ12THE06031 διεθνούς θαλάσσιας φορτωτικής που εκδόθηκε για την επίδικη θαλάσσια μεταφορά, με τον οποίο (όρο) καθιερώνεται αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Ειδικής Διοικητικής Περιοχής του Χονγκ Κονγκ για την εκδίκαση κάθε απαίτησης ή διαφοράς που θα ανακύψει από τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς που αποδεικνύεται από την εν λόγω φορτωτική ή περιλαμβάνεται σ’ αυτήν. Επί του ισχυρισμού αυτού της πρώτης εναγομένης λεκτέα τα εξής: Στη διάταξη του άρθρου 23§1 του προαναφερθέντος Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζεται ότι «Αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτισθεί: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται, στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνον υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, ότι τουλάχιστον το ένα από τα μέρη της συμφωνίας έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, ότι η ρήτρα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζει ένα δικαστήριο ή δικαστήρια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο κανόνας αυτός δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο ανωτέρω Κανονισμός έχει ως σκοπό να διευκολύνει την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων κρατών μελών που δεσμεύονται από τον Κανονισμό αυτόν (βλ. και ΕφΠειρ 516/2009, ΔΕΕ 2009,1373, ΕΝαυτΔ 2009,389, Δνη 2010,820, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία με τη ρήτρα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζονται δικαστήρια κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ανωτέρω διάταξη δεν έχει εφαρμογή (αντίθετα ΕφΘεσ 1133/2012, Αρμ 2013,924, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 3§1 και 42 ΚπολΔ προκύπτει ότι, με συμφωνία των ενδιαφερομένων, διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο μπορεί να αφαιρεθούν από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και να υπαχθούν στη δικαιοδοσία συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλοδαπής πολιτείας. Αν οι διαφορές πρόκειται να γεννηθούν στο μέλλον και από συγκεκριμένη έννομη σχέση επιτρέπεται και αυτές να υπαχθούν στη δικαιοδοσία αλλοδαπής πολιτείας με συμφωνία των ενδιαφερομένων, αλλά η συμφωνία αυτή για να είναι έγκυρη πρέπει να είναι έγγραφη και να αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προκύψουν οι διαφορές. Το έγγραφο που απαιτείται, κατά το άρθρο 43 ΚΠολΔ, για την πιο πάνω συμφωνία είναι συστατικό αυτής και όχι αποδεικτικό, όπως σαφώς προκύπτει από την όλη διατύπωση του άρθρου αυτού και ιδίως τη φράση «είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη». Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 160 εδ. β΄ και γ΄ ΑΚ, που ορίζει ότι «αν πρόκειται για σύμβαση, η υπογραφή των συμβαλλομένων πρέπει να τεθεί στο ίδιο έγγραφο» και ότι «αν συνταχθούν για τη σύμβαση περισσότερα πρωτότυπα, αρκεί η υπογραφή του κάθε μέρους στο έγγραφο που προορίζεται για το άλλο», και του άρθρου 447 ΚπολΔ, που ορίζει ότι «το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνο αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για βιβλία που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρο 444», συνάγεται ότι το τελευταίο αυτό άρθρο εφαρμόζεται όταν πρόκειται για αποδεικτικά και όχι για συστατικά έγγραφα. Η αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε στο απαράδεκτο αποτέλεσμα της καταργήσεως στην περίπτωση αυτή του ανωτέρω άρθρου 160 εδ. β΄ και γ΄ ΑΚ. Περαιτέρω, οι καταχωριζόμενες στη φορτωτική, η οποία αποτελεί κατά το άρθρο 76 του ν.δ. της 17-07/13-08-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» δικαιόγραφο σε διαταγή, συμπληρωματικές ρήτρες είναι ισχυρές και υποχρεώνουν τους συμβληθέντες εφόσον δεν αντίκεινται στα χρηστά ήθη, στη δημόσια τάξη ή σε κανόνες αναγκαστικού δικαίου, δυνάμενες να αντιταχθούν και κατά του νομιμοποιουμένου ως κατόχου ή κομιστή της φορτωτικής, κατά τους ορισμούς του άρθρου 78§2 του παραπάνω ν.δ. και τους ταυτόσημους του άρθρου 892 ΑΚ. Προϋπόθεση όμως, με βάση τα προεκτεθέντα, του κύρους της δικονομικής συμφωνίας περί αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων επί μελλοντικών διαφορών, που είναι ενσωματωμένη απλώς στη φορτωτική, αλλά δεν σχετίζεται με τη λειτουργία αυτής ως δικαιογράφου, είναι το περιέχον την παραπάνω συμφωνία έγγραφο της φορτωτικής, που έχει και αυτό το χαρακτήρα ιδιωτικού εγγράφου, να φέρει τις υπογραφές των συμβαλλομένων, ήτοι του πλοιάρχου που εκδίδει, κατ’ άρθρο 168 εδ. α΄ ΚΙΝΔ, τη φορτωτική ή του απ’ αυτόν εξουσιοδοτημένου πράκτορα, και του φορτωτή των προς μεταφορά πραγμάτων ή του παραλήπτη αυτών. Διαφορετικά η σχετική συμφωνία είναι άκυρη και θεωρείται ως να μην έγινε (άρθρο 159§1 και 180 ΑΚ) (ΑΠ 706/2003, ΕΝαυτΔ 2003,181, Δνη 2003,1305, ΑΠ 883/1994, ΔΕΕ 1995,1085, ΕφΘεσ 1133/2012, ο.π., ΕφΠειρ 516/2009, ο.π., ΕφΠειρ 428/2009, ΔΕΕ 2008,829, ΕΝαυτΔ 2009,401, ΕφΠειρ 944/2007, ΕΝαυτΔ 2008,15, άπασες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, από την υπ’ αριθμ. XFZ12THE06031/23-06-2012 ονομαστική φορτωτική, που προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση νομίμως επικυρωμένη, αποδεικνύεται ότι επί του σώματος αυτής, και δη τόσο στην εμπρόσθια όσο και στην οπίσθια όψη της, είναι διατυπωμένη ρήτρα περί υπαγωγής οιασδήποτε διαφοράς απορρέει ή σχετίζεται με τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς που αποδεικνύεται από την εν λόγω φορτωτική ή περιλαμβάνεται σ’ αυτήν στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Ειδικής Διοικητικής Περιοχής του Χονγκ Κονγκ (Hong Kong Special Administration Region). Η φορτωτική αυτή φέρει στην εμπρόσθια μεν όψη της (και δη στο τέλος του περιεχομένου της) την υπογραφή του εξουσιοδοτημένου από τον πλοίαρχο του πλοίου «…» πράκτορα της θαλάσσιας μεταφορέα (εταιρείας με την επωνυμία ««……), στην οπίσθια δε όψη της (και δη επί των έντυπων όρων αυτής) την υπογραφή του δικαιούχου και παραλήπτη αυτής (consignee) ενάγοντος. Η συγκεκριμένη φορτωτική, ως ιδιωτικό έγγραφο, δεν φέρει τις υπογραφές των συμβαλλομένων κατά τρόπον ώστε η επικαλούμενη ρήτρα διαιτησίας να θεωρείται ως συμφωνηθείσα απ’ αυτούς. Η ως άνω υπογραφή του παραλήπτη τέθηκε εκ των υστέρων κατά την παραλαβή των μεταφερθέντων εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα, όπως συνάγεται από τα αναφερόμενα στην κατάθεση του ενάγοντος κατά τη χωρίς όρκο εξέτασή του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, τα οποία κρίνονται πειστικά, η εκ μέρους του οπισθογράφηση της φορτωτικής αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την παραλαβή των ανωτέρω εμπορευμάτων. Η θέση δε της υπογραφής του επί του σώματος της φορτωτικής έγινε αποκλειστικά προς το σκοπό αυτόν και όχι προκειμένου να συμβληθεί σε σύμβαση αποκλειστικής δικαιοδοσίας. Συνεπώς, η περιλαμβανομένη στους εντύπους όρους της ανωτέρω φορτωτικής σχετική συμφωνία περί υπαγωγής των εκ της αποδεικνυόμενης απ’ αυτή συμβάσεως θαλάσσιας μεταφοράς διαφορών στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Ειδικής Διοικητικής Περιοχής του Χονγκ Κονγκ – κρινόμενη κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του ελληνικού δικαίου, ως προς τον τύπο αυτής, κατ’ άρθρο 11 ΑΚ, καθώς αυτό το δίκαιο διέπει το περιεχόμενο της συμφωνίας λόγω μετασυμβατικού καθορισμού, εφόσον τις διατάξεις αυτού ρητώς επικαλούνται τόσο η πρώτη εναγομένη όσο και ο ενάγων για τη θεμελίωση των ισχυρισμών τους, και όχι κατά τη διάταξη του άρθρου 23 του ανωτέρω Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη – είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη, σύμφωνα με τα επίσης εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο τούτο είναι καθ’ ύλην (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 ΚΠολΔ), λειτουργικά (ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς – άρθρο 51§§1 και 3Β΄ περ. ε΄ και θ΄ του ν. 2172/1993) και κατά τόπον αρμόδιο, λόγω του ότι η έδρα της δεύτερης και της τρίτης των εναγομένων βρίσκεται στο νομό Αττικής, στο σύνολο του οποίου εκτείνεται η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών (άρθρα 25§2 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6§6 του ν. 4055/2012, 37§1 ΚΠολΔ και 51§2 ν. 2172/1993).
Ωστόσο, κατά το σκέλος της κατά το οποίο στρέφεται κατά της τρίτης εναγομένης η αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη και, ως εκ τούτου, απορριπτέα. Και τούτο διότι με βάση τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η τρίτη εναγομένη ενήργησε κατά τη σύναψη της ένδικης σύμβασης θαλάσσιας ασφαλίσεως ως μεσίτρια (broker) της δεύτερης εναγομένης, κατήρτισε, δηλαδή, την εν λόγω σύμβαση ενεργώντας κατόπιν σχετικής εντολής της δεύτερης εναγομένης, στο όνομα και για λογαριασμό της εντολέα της, ήτοι ως άμεσος αντιπρόσωπός της. Δεν κατέστη, επομένως, υποκείμενο της ανωτέρω σύμβασης και, κατ’ επέκταση, δεν ενέχεται η ίδια για την εκπλήρωση της, αλλ’ αντιθέτως τα έννομα αποτελέσματα της σύμβασης αυτής αφορούν ευθέως την ασφαλίστρια του φορτίου, η οποία είναι και το υποκείμενο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν. Συνεπώς, εφόσον υπόχρεη για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης (ασφαλίσματος) στην περίπτωση πραγματοποιήσεως του ασφαλιστικού κινδύνου είναι η δεύτερη εναγομένη και όχι η μεσίτρια ασφαλίσεως τρίτη εναγομένη, δεν συντρέχει στο πρόσωπό της τελευταίας η διαδικαστική προϋπόθεση της παθητικής νομιμοποίησης, δεκτού γενομένου ως βασίμου του σχετικού ισχυρισμού της.
Εξάλλου, κατά το σκέλος της κατά το οποίο στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης η αγωγή τυγχάνει αόριστη, λόγος για τον οποίο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τούτο επειδή ουδόλως εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο το ύψος του ασφαλίσματος που ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει με την ένδικη σύμβαση θαλάσσιας ασφαλίσεως η ως άνω εναγομένη στον ενάγοντα σε περίπτωση πραγματώσεως του ασφαλιστικού κινδύνου. Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η συμφωνία περί του ύψους του καταβλητέου ασφαλίσματος αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της ασφαλιστικής σύμβασης, ενώ η αναφορά του ποσού του συμφωνηθέντος ασφαλίσματος αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω επέλευσης του κινδύνου, η παράλειψη του οποίου (στοιχείου) την καθιστά (την αγωγή) αόριστη.
Κατά το σκέλος της κατά το οποίο στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης η αγωγή είναι ορισμένη. Είναι, όμως, νόμω αβάσιμη ως προς άπασες τις βάσεις της (κύρια και επικουρικές) και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η οφειλόμενη από το θαλάσσιο μεταφορέα ή τον εις ολόκληρον μ’ αυτόν ευθυνόμενο παραγγελιοδόχο μεταφοράς αποζημίωση σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά υπολογίζεται – σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4§5 εδ. β΄ της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 25-08-1924 «για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές» [όπως η ανωτέρω παράγραφος (§5) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του από 23-02-1968 Πρωτοκόλλου των Βρυξελλών (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ)], η οποία τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέα εφόσον υφίσταται διεθνής θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων, η οποία διενεργήθηκε υπό φορτωτική – σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων στον τόπο και το χρόνο εκφόρτωσής τους από το πλοίο, η οποία εξευρίσκεται με βάση την τιμή του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων, ελλείψει δε αυτής βάσει της τρέχουσας τιμής της αγοράς και ελλείψει και αυτής βάσει της συνηθισμένης τιμής εμπορευμάτων του ίδιου είδους και της ίδιας ποιότητας στον τόπο και το χρόνο που αυτά εκφορτώθηκαν από το πλοίο. Ωστόσο, ο ενάγων υπολογίζει την αιτούμενη με την κύρια βάση της κρινόμενης αγωγής αποζημίωση για τη βλάβη των μεταφερθέντων εμπορευμάτων με βάση το τίμημα που κατέβαλε για την αγορά τους, το οποίο δεν ταυτίζεται με την αξία τους στον τόπο (Θ.) και κατά το χρόνο (27-07-2012) εκφόρτωσής τους, και δη με τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας με τα βλαβέντα (ελλείψει χρηματιστηριακής τιμής ή τρέχουσας τιμής στην αγορά) που αναφέρεται στις επικουρικές βάσεις της αγωγής. Επομένως, ενόψει του ότι η ζημία την οποία επικαλείται ότι υπέστη ο ενάγων και της οποίας ζητεί την αποκατάσταση με την κύρια βάση της υπό κρίσιν αγωγής δεν είναι η κατά νόμο, ως άνω, αποκαταστατέα, η αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη ως προς τη βάση της αυτή. Περαιτέρω, μη νόμιμες είναι και αμφότερες οι επικουρικές βάσεις της κρινόμενης αγωγής επειδή μ’ αυτές ζητείται ως αποζημίωση το σύνολο της αξίας των μεταφερθέντων εμπορευμάτων στον τόπο και το χρόνο εκφόρτωσής τους από το πλοίο λόγω της ολικής καταστροφής τους, παρότι με βάση τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο όχι μόνο δεν ήταν αδύνατη τεχνικά ή ασύμφορη οικονομικά η επισκευή των ανωτέρω εμπορευμάτων προκειμένου να αποκατασταθεί η βλάβη που υπέστησαν, αλλά πράγματι επισκευάσθηκαν αυτά, με κόστος, μάλιστα, σημαντικά κατώτερο της αξίας τους. Ζητεί, δηλαδή, ο ενάγων με τις επικουρικές βάσεις της υπό κρίσιν αγωγής να του καταβληθεί αποζημίωση (για ολική απώλεια των βλαβέντων εμπορευμάτων) την οποία δεν δικαιούται με βάση τα εκτιθέμενα στην εν λόγω αγωγή, αφού η απώλεια των ένδικων εμπορευμάτων ήταν μερική (υπό την έννοια ότι υπέστησαν βλάβη που αφενός μεν είχε ως συνέπεια τη μείωση της αξίας τους και όχι την ολοσχερή καταστροφή τους αφετέρου δε ήταν δυνατό να αποκατασταθεί, όπως και πράγματι συνέβη).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της. Ωστόσο, τα δικαστικά έξοδα των παριστάμενων διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Πρέπει, επίσης, να καθορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 505§2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της δεύτερης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας, ως προς την απολειπόμενη δεύτερη εναγομένη, στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200 €).
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των παριστάμενων διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 17-09-2015.
Ο Δικαστής Η Γραμματέας