Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης: 3096/2022

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 5503/2448/2021)

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 8626/3913/2021)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών)

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Ελένη Κατιρτζόγλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 18η Ιανουαρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Στέφανο Λύρα του Μενελάου (ΑΜ/ΔΣΠ 2852), κάτοικο …, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία«…», πρώην «…», που εδρεύει στην …), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαρία Σταμούλη του Σωτηρίου (ΑΜ/ΔΣΠ 2138), κάτοικο …), βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που κατέθεσε προτάσεις και υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Β) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία«…», πρώην «…», που εδρεύει στην …), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαρία Σταμούλη του Σωτηρίου (ΑΜ/ΔΣΠ 2138), κάτοικο …), βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που κατέθεσε προτάσεις και υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Στέφανο Λύρα του Μενελάου (ΑΜ/ΔΣΠ 2852), κάτοικο …, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά με την από 12.12.2018 υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης 12923/128/2018 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου κατά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας. Το Δικαστήριο εκείνο με την υπ’ αριθ. 80/2020 οριστική απόφασή του (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών) δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης ασκήθηκαν στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενες στο παρόν: α) η ένδικη από 7.7.2021 υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης 9418/130/19.7.2021 έφεση του ενάγοντος, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης 5503/2448/2021, και β) η ένδικη από 29.10.2021 υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης 12516/192/1.11.2021 έφεση της εναγόμενης, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, υπ’ αριθ. εκθ. κατάθεσης 8626/3913/2021. Για τη συζήτηση δε της πρώτης εξ αυτών ορίσθηκε δικάσιμος η 9η.11.2021, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και συνεκφωνήθηκε με τη δεύτερη ως άνω έφεση, αφού γράφτηκαν νόμιμα με τη σειρά τους στο σχετικό πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους προκατέθεσαν προτάσεις με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: α) από 7.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Ειρηνοδικείου 9418/130/19.7.2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ παρόντος Δικαστηρίου 5503/2448/20.7.2021) έφεση του ενάγοντος και β) από 29.10.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Ειρηνοδικείου 12516/192/1.11.2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ παρόντος Δικαστηρίου 8626/3913/1.11.2021) έφεση της εναγόμενης στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 80/2020 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3, 621 ΚΠολΔ, 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει την από 12.12.2018 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθέσεως 12923/128/2018) αγωγή. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, εφόσον τα εφετήρια κατατέθηκαν προ πάσης επιδόσεως και πάντως πριν τη συμπλήρωση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1,2, 499, 511, 513 παρ. 1 β, 516, 517, 518 παρ. 2, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), φέρονται δε αρμόδια ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 γ του Ν. 2172/1993, ως εκ της ναυτικής φύσεως της διαφοράς), ενώ για το παραδεκτό τους δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ειδική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 591 παρ. 7 ΚΠολΔ), αφού συνεκδικαστούν, με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας (άρθρα 246, 524 παρ. 1 εδ. α, 591 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ).

Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 12.419,25 ευρώ, νομιμοτόκως από την ημέρα της τελευταίας απόλυσής του (29.8.2018), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ως αμοιβή παρασχεθείσας υπερωριακής εργασίας και αναλογία επιδομάτων (δώρων) εορτών Χριστουγέννων 2017 και 2018, διαφορά πρόσθετης αμοιβής λόγω πραγματοποίησης δρομολογίων «εξπρές», διαφορά επιδόματος άγονης γραμμής, άδεια διανυκτέρευσης και αποζημίωση απολύσεως, από την απασχόλησή του ως ναυτόπαιδα κατά την εκτέλεση των αναλυτικώς μνημονευόμενων δρομολογίων στα αναφερόμενα επιβατηγά – οχηματαγωγά πλοία της εναγόμενης «…» και «…», κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην αγωγή χρονικά διαστήματα που ναυτολογήθηκε σε αυτά, δυνάμει αντίστοιχων συμβάσεων, με μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.005,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για το μεν επιμέρους ποσό των 1.995,66 ευρώ από την επομένη της απολύσεως του ενάγοντος, ήτοι την 26.8.2017, για το δε επιμέρους ποσό των 1.750,45 ευρώ από την επίδοση της αγωγής, για το δε επιμέρους ποσό των 519,29 ευρώ από την 1.1.2018, για το δε επιμέρους ποσό των 605,22 ευρώ από την 1.1.2019 και για το επιμέρους ποσό των 2.134,98 ευρώ από την επομένη της απόλυσης του ενάγοντος, ήτοι την 30.8.2018, μέχρις εξοφλήσεως, κήρυξε δε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν τις υπό κρίση εφέσεις αμφότεροι οι διάδικοι, παραπονούμενοι για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, με σκοπό ο μεν ενάγων να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή του, η δε εναγόμενη να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της, καθώς και να διαταχθεί κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ώστε να υποχρεωθεί ο ενάγων – εφεσίβλητος να επιστρέψει το προσωρινά εκτελεστό ποσό των 3.502,80 ευρώ που του κατέβαλε η εναγόμενη την 21.12.2020, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή.

Το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας συνθέτουν οι διατάξεις του ΑΝ 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν 32/1945, ο οποίος δεν τον κατήργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει (ΜονΕφΠειρ 739/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990) και τούτο προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως αντιθέτως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 παρ. 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 ΕλλΔνη 2000/967 = ΕΕργΔ 2001.231, βλ. όμως, και Δ. Παπασταύρου, Απεργία – Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2002, αρ. 063, σελ. 87 και τον ίδιο, Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτησία, 1997, αρ. 010, σελ. 30 – 31, κατά τον οποίο οι διατάξεις του ΑΝ 3276/1944, πέραν του ότι είναι αντισυνταγματικές, έχουν καταργηθεί με το άρθρο 23 παρ. 3 του Ν. 1876/1990). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις του Ν 1876/1990 για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της. Έτσι, οι ΣΣΝΕ μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους να τίθεται νόμιμος περιορισμός, όπως συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας κατ’ άρθρο 12 του Ν 1876/1990. Διχογνωμία ανέκυψε, όμως, ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δεσμεύσεως από τη ΣΣΝΕ με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του ΑΝ 3276/1944, κατά το οποίο «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας [ΥΕΝ] και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών δεσμεύοντας έκτοτε εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 1905/1987 ΕΕργΔ 1989.275 = ΕλλΔνη 1988.1387 = ΕΕΝ 1989.49 = ΕΝαυτΔ 1989.181, ΑΠ 1263/1987 ΕΕΝ 1988.669 = ΕΕργΔ 1988.1126, ΑΠ 1267/1987 ΕΕΝ 1988.673 = ΕΕργΔ 1988.1128, ΜονΕφΠειρ 603/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική σύμβαση (ΑΠ 1702/1991 ΕλλΔνη 1992.1606 = ΕΕργΔ 1992.934 = ΕΝαυτΔ 1992.502 = ΕΝαυτΔ 1993.383). Κατ’ άλλη άποψη, η ΣΣΝΕ ισχύει αφότου κυρωθεί από τον ΥΕΝ με απόφασή του, που αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, δημοσιευτέα ως εκ τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και πριν από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρυθμίσεως των σχέσεών τους δια των όρων της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς κανόνες ουσιαστικού δικαίου ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, μόνο για το μέλλον (ΜονΕφΠειρ 177/2016, 218/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως, η υπουργική κύρωση καθιστά τη ΣΣΝΕ πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ 498/2008 ΕΝαυτΔ 2008.281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, εξ ης απορρέει αυτοτελώς η δέσμευση των μερών ήδη από το χρόνο καταρτίσεώς της (Γ. Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, § 30, ΙΙΙ 1, σελ. 475), που συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, επιτρεπτώς καθοριζόμενο χωρίς κρατική παρέμβαση από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικώς προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας και χωρίς τούτο να προσκρούει στη ρύθμιση του άρθρου 2 ΑΚ, αφού η ΣΣΝΕ που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα κατ’ άρθρο 361 ΑΚ τα μέρη. Από την άποψη αυτή η δια του άρθρου 5 παρ. 1 του ΑΝ 3276/1944 παρεχόμενη στον ΥΕΝ νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν συμπράξει στη σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως (ΜονΕφΠειρ 285/2015, 459/2015, 591/2014, 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 12/2011 ΕΝαυτΔ 2011.406 = ΕΕμπΔ 2012.365). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, επιτρέποντας τον μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βουλήσεώς τους. Επομένως, εφόσον εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005.429). Αυτά αποδεχόμενος ο νομοθέτης διευθέτησε προσφάτως το ζήτημα με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Η διάταξη αυτή, που αναφέρεται σε ζήτημα επί του οποίου είχε ανακύψει η ανωτέρω ερμηνευτική διχογνωμία σε νομολογία και επιστήμη, διευκρινίζει πράγματι την αληθή έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του ΑΝ 3276/1944. Εξάλλου, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, ΑΠ 228/2014, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002 ΕΕργΔ 2003.1166, ΑΠ 443/1999 ΕλλΔνη 1999.1559 = ΔΕΝ 2000.151 = ΕΕργΔ 2000.567 = ΕπιθΙΚΑ 2000.203, ΑΠ 332/1997 ΕΕργΔ 1998.696, ΤριμΕφΠειρ 720/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ 262/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2004 ΕΕργΔ 2005.589, ΕφΑθ 6808/1994 ΔΕΝ 1995.665). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 860/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως [και] το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ 160/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ 740/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου νόμου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά την έννοια των άρθρων 680 παρ. 3 ΑΚ και 7 του Ν. 1876/1990 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νόμιμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης (ΑΠ 1934/2008 ΕλλΔνη 2011.1596). Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, όπως εκείνες που απορρέουν από την υπερωριακής απασχόληση του ναυτικού, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές, δεν εφαρμόζεται για την πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝαυτΔ 2009.276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝαυτΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝαυτΔ 2008.106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝαυτΔ 2009.267). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΕΕργΔ 2003.1166, ΜονΕφΠειρ 213/2016, ΜονΕφΠειρ 50/2016, ΜονΕφΠειρ 322/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 221/2015 ΕλλΔνη 2016.1405, ΜονΕφΠειρ 647/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012.397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011.257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1700/1998 ΔΕΝ 1999.851 = ΕΕργΔ 2000.176 = ΕΝαυτΔ 1999.465, ΜονΕφΠειρ 205/2019, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς efeteio-peir.gr, με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία, ΜονΕφΠειρ 212/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη γι’ άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις από 11.6.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης …, που μετ’ επικλήσεως επαναπροσκομίζει ο ενάγων, οι οποίες έχουν ληφθεί ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς Ανδρέα Τσάκου, νομίμως κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 4690/2020, καθόσον απεστάλησαν ηλεκτρονικά στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/5.6.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …, χωρίς να τίθεται ζήτημα απαραδέκτου επειδή στις σχετικές κλήσεις αναφέρονταν περισσότερες ώρες λήψης αυτών των ενόρκων βεβαιώσεων είτε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς είτε ενώπιον του ως άνω δικηγόρου, αφού δε ματαιώθηκε ο σκοπός της κλήτευσης της εναγόμενης ούτε κατέστη αδύνατη η παρουσία της κατά τη λήψη τους, και από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης … αντίστοιχα, που μετ’ επικλήσεως επαναπροσκομίζει η εναγόμενη, οι οποίες έχουν ληφθεί ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ζωή Βενίτη, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, όπως προκύπτει αντιστοίχως από την υπ’ αριθ. …/4.10.2019 και την υπ’ αριθ. …/5.6.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …, γενομένου, επομένως, δεκτού ως βάσιμου του πρώτου λόγου αμφοτέρων των εφέσεων, καθώς η εκκαλουμένη απόφαση που τις έκρινε απαράδεκτες και δεν τις έλαβε υπόψη έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, διότι ότι οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, που έχουν ληφθεί υπό το καθεστώς του ν. 4335/2015, λαμβάνονται υπόψη, παρόλο που δεν παραστάθηκε κατά τη λήψη των ενόρκων αυτών βεβαιώσεων πληρεξούσιος δικηγόρος των διαδίκων, αφενός μεν διότι η δόση της ένορκης βεβαιώσεως δεν αποτελεί «δίκη», παρά μόνο διαδικαστική πράξη της αποδεικτικής διαδικασίας ούτε το όργανο που είναι, κατά νόμο, επιφορτισμένο με τη λήψη της αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να είναι αναγκαία η ενώπιόν του παράσταση του διαδίκου με πληρεξούσιο δικηγόρο, αφετέρου δε διότι η διάταξη του άρθρου 422 παρ.2 του ΚΠολΔ, ως ειδικότερη, κατισχύει εκείνης του άρθρου 94 παρ. 1-2 του ίδιου Κώδικα και οι διάδικοι δικαιούνται να παρίστανται κατά τη βεβαίωση και αυτοπροσώπως (ΜονΕφΑθ 318/2021, ΜονΕφΘεσ 510/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία), χωρίς το γεγονός ότι οι δύο (2) πρώτοι από τους ως άνω για την απόδειξη της αγωγής βεβαιούντες τυγχάνουν αντίδικοι της εναγόμενης επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλες, δικές τους, αγωγές με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχαΝομ 2004.266), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τις προτάσεις τους (άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 8.6.2017 μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «…», νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής …, ολικής χωρητικότητας 10.755 κόρων, και του ενάγοντος …, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό 00398 ναυτικού φυλλαδίου της Ιε΄ ναυτικής περιφέρειας, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι την 25η.8.2017, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς λαμβάνοντας άδεια μηνιαίας διάρκειας. Προσλήφθηκε δε εκ νέου στις 8.6.2018 και απασχολήθηκε στο πλοιοκτησίας ομοίως της εναγόμενης, υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «…», νηολογημένο στο λιμένα του ……με αύξοντα αριθμό εγγραφής …, ολικής χωρητικότητας 16.172 κόρων, έως την 29η.8.2018, οπότε απολύθηκε στον ίδιο λιμένα αμοιβαία συναινέσει. Στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος και στις ανωτέρω ναυτολογήσεις, δίπλα από την ένδειξη «Μισθός» έχει σημειωθεί «Σ.Σ.» [Συλλογική Σύμβαση]. Για τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε «κλειστός», ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ογδόντα ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (2.080,74 €) με την πρώτη και των δύο χιλιάδων εκατό τριάντα τριών ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (2.133,56 €) με τη δεύτερη. Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν όροι κατά τους οποίους «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρείας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Κατά το πρώτο χρονικό διάστημα (8.6.2017 – 25.8.2017) που είναι επίδικο, αφού ο ενάγων δεν προβάλει απαιτήσεις από την εργασία του γεννηθείσες προγενεστέρως, ίσχυσε αποκλειστικώς η ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2017, που υπογράφηκε στις 17.8.2017, κυρώθηκε στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005) στις 17.11.2017 και τούτο διότι οι φορείς της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2017 ισχύος της, η οποία κατέλαβε έτσι και τους διαδίκους (οι οποίοι αμφότεροι ήταν κατά το έτος 2017 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας [ΠΝΟ], όπως πιστοποιείται από το γεγονός της παρακρατήσεως από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ αυτής, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας [ΣΕΕΝ], όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί), για το λόγο ότι κατά το χρόνο της υπογραφής της ΣΣΝΕ η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος δεν είχε λυθεί (περί του ότι η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει ενοχικώς όσες ατομικές συμβάσεις των μελών των οργανώσεων που συμβλήθηκαν καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε βλ. ΜονΕφΠειρ 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005.425, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000.895). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου η ίδια ΣΣΝΕ ρύθμισε τους όρους εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του στο πλοίο «…» κατά το επόμενο έτος 2018, καθώς οι διατάξεις της διάδοχης ΣΣΝΕ (του έτους 2018), που κυρώθηκε στις 31.10.2018 με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018) και έτσι κατέστη γενικά υποχρεωτική, ουδέποτε κατέλαβε τους διαδίκους, παρά την περί αναδρομικής από 1.1.2018 ισχύος της ρητή πρόβλεψή της, επειδή κατά την υπογραφή της (στις 4.9.2018) η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος είχε, όπως συνομολογείται, λυθεί, με αποτέλεσμα η από 8.6.2018 ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκε μετά τη λήξη της ισχύος της ΣΣΝΕ του έτους 2017 στις 31.12.2017 και, παράλληλα, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής του ναυτολογούμενου παρέπεμψε, όπως δεν αμφισβητείται, στην «εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», να διέπεται από την, ελλείψει νεότερης, τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ. Κατόπιν αυτών, ο δεύτερος λόγος έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας, με τον οποίο βάλλει κατά της εκκαλουμένης για τον λόγο ότι μη νόμιμα εφάρμοσε τις ως άνω συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, με τη σημείωση ότι εφαρμοστέα τυγχάνει, κατά τα ανωτέρω, μόνο η ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2017. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 της ως άνω εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 2006.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 παρ. 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, τη Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 παρ. 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 παρ. 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 παρ. 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 παρ. 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 παρ. 13, 10 παρ. 4 και 15 παρ. 1, 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναυτόπαιδα ορίστηκε σε εννιακόσια είκοσι οχτώ ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (928,36 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια τέσσερα ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (204,24 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τριακόσια πενήντα τρία ευρώ και σαράντα έξι λεπτά {[(928,36 € + 204,24 € : 22) = 51,48 € + 19,21 € =] 70,69 € Χ 5 ημέρες = 353,46 €}, το δε ωρομίσθιο του ναυτόπαιδα καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των πέντε ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (5,37 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε έξι ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (6,71 €) και σε οκτώ ευρώ και έξι λεπτά (8,06 €) αντίστοιχα. Επίσης, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του ενάγοντος επί των εν λόγω πλοίων, αυτά εκτελούσαν τους ακολούθως αναφερόμενους ακτοπλοϊκούς πλόες (κυκλικά δρομολόγια), όπως οι σχετικές παραδοχές της εκκαλούμενης δεν προσβάλλονται με ειδικό λόγο έφεσης. Ειδικότερα, Α) το πλοίο «…» εκτελούσε το ακτοπλοϊκό δρομολόγιο: 1) από 8.6.2017 έως και 23.6.2017 κάθε Τρίτη είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 15.00 για Πάρο (19.30), Νάξο (20.30), Πάτμο (23.40), Λειψούς (00.45), Λέρο (01.55 Τετάρτης), Κάλυμνο (03.50), Κω (05.10), Σύμη (08.00) και Ρόδο (09.40 της Τετάρτης). Από Ρόδο είχε αναχώρηση στις 15.00 για Σύμη (16.40), Κω (19.25), Κάλυμνο (20.45), Λέρο (22.45), Λειψούς (23.55), Πάτμο (01.00) και έφτανε Πειραιά στις 09.40 της Πέμπτης. Κάθε Πέμπτη είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 15.00 για Πάρο (19.30), Νάξο (20.30), Κάλυμνο (01.00 της Παρασκευής), Κω (02.20), Νίσυρο (04.10), Τήλο (05.40), Σύμη (07.30) και Ρόδο (09.10 της Παρασκευής). Την Παρασκευή έκανε ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο προς Καστελόριζο, είχε δε αναχώρηση από Ρόδο στις 10.00, έφτανε Καστελόριζο στις 13.40, αναχωρούσε από Καστελόριζο στις 14.00 και κατέπλεε στη Ρόδο στις 17.40. Στις 19.00 απέπλεε από Ρόδο και προσέγγιζε Σύμη (20.40), Τήλο (22.30), Νίσυρο (23.59), Κω (01.50 του Σαββάτου), Κάλυμνο (03.10), κατέπλεε δε στον Πειραιά στις 13.10 (του Σαββάτου). Κάθε Σάββατο είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 17.00 για Αστυπάλαια (01.30 της Κυριακής), Κάλυμνο (04.10), Κω (05.40), Νίσυρο (07.20), Τήλο (08.50) και άφιξη στη Ρόδο στις 11.15 (της Κυριακής). Την Κυριακή είχε διανυκτέρευση στη Ρόδο. Η επομένη προγραμματισμένη αναχώρηση ήταν το πρωί της Δευτέρας. Τη Δευτέρα έκανε ένα τοπικό δρομολόγιο Ρόδος-Καστελόριζο-Ρόδος, με ώρα αναχώρησης από Ρόδο στις 07.00, άφιξη στο Καστελόριζο στις 10.40, αναχώρηση από Καστελόριζο στις 11.00 και επιστροφή στη Ρόδο στις 14.40. Στη συνέχεια από Ρόδο είχε αναχώρηση στις 16.00 για Τήλο (18.30), Νίσυρο (20.00), Κω (21.50), Κάλυμνο (23.10), Αστυπάλαια (01.50 της Τρίτης) και άφιξη στον Πειραιά στις 10.20 (της Τρίτης), 2) Από 24.6.2017 έως 25.8.2017 κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο το πλοίο είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 17.30 για Πάρο (21.45), Νάξο (22.45), Δονούσα (00.15), Αμοργό (01.10 επομένης) και Αστυπάλαια (02.50 επομένης). Από Αστυπάλαια είχε αναχώρηση στις 05.15 για Αμοργό (06.55), Δονούσα (07.50), Νάξο (09.30), Πάρο (10.45) και άφιξη στον Πειραιά στις 15.00. Κάθε Τρίτη και Κυριακή είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 17.30 για Σύρο (21.10), Πάρο (22.30), Νάξο (23.35), Ίο (01.00 επομένης), Σαντορίνη (02.10 επομένης) και Ανάφη (03.40 επομένης). Από Ανάφη είχε αναχώρηση στις 04.00 για Σαντορίνη (06.45), Ίο (07.55), Νάξο (09.30), Πάρο (10.45) και άφιξη στον Πειραιά στις 14.45. Κάθε Πέμπτη είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 17.30 για Σύρο (21.10), Πάρο (22.30), Νάξο (23.35), Δονούσα (01.05 επομένης), Αμοργό (02.00 επομένης) και Αστυπάλαια (03.40 επομένης). Από Αστυπάλαια είχε αναχώρηση στις 05.15 για Αμοργό (06.55), Δονούσα (07.50), Νάξο (09.30), Πάρο (10.45) και άφιξη στον Πειραιά στις 15.00, και κάθε Παρασκευή είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 17.30 για Πάρο (21.45), Νάξο (22.45), Ίο (00.10 επομένης) και Σαντορίνη (01.20 επομένης). Από Σαντορίνη είχε αναχώρηση στις 06.45 για Ίο (07.55), Νάξο (09.30), Πάρο (10.45) και άφιξη στον Πειραιά στις 14.45. Β) Το πλοίο «…» εκτελούσε το ακτοπλοϊκό δρομολόγιο: 1) από 8.6.2018 είχε αναχώρηση από Πειραιά την Παρασκευή 8.6.2018 στις 19.00 για Σύρο (22.50), Πάτμο (03.15 Σαββάτου), Λέρο (04.35), Κάλυμνο (05.45), Κω (07.00) και Ρόδο (10.20 του Σαββάτου). Από Ρόδο αναχώρηση στις 17.00 για Κω (20.35) και άφιξη στον Πειραιά την 06.30 της Κυριακής. Την Κυριακή 10.6.2018 είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 18.00 για Σαντορίνη (00.35 Δευτέρας), Κω (05.45), Σύμη (08.25) και Ρόδο (10.00) και από Ρόδο είχε αναχώρηση στις 16.00 για Σύμη (17.15), Κω (19.45), Σαντορίνη (01.25) και άφιξη στον Πειραιά (07.45), 2) τα χρονικά διαστήματα από 26.6.2018 έως 30.6.2018, από 10.7.2018 έως 14.7.2018, από 24.7.2018 έως 28.7.2018, από 7.8.2018 έως 11.8.2018, από 21.8.2018 έως 25.8.2018 το πλοίο εκτέλεσε τα ακόλουθα δρομολόγια: α) Κάθε Τρίτη είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 21.30 για Σαντορίνη (02.55 Τετάρτης), Κω (07.50) και Ρόδο (11.10). Από Ρόδο αναχωρούσε στις 16.00 για Κω (19.10), Σαντορίνη (23.59) και έφτανε Πειραιά στις 05.30, β) Κάθε Πέμπτη είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 09.00 για Κω (17.00) και Ρόδο (20.15). Από Ρόδο είχε αναχώρηση στις 23.59 για Κω (03.00 Παρασκευής), Λέρο (04.45), Πάτμο (05.55), Σύρο (09.40) και Πειραιά (12.55), 3) Κάθε Παρασκευή είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 για Σύρο (22.30), Κάλυμνο (03.20 Σαββάτου), Κω (04.40) και Ρόδο (08.10). Από Ρόδο είχε αναχώρηση στις 09.30 για Κω (12.30), Κατάπολα (15.55) και έφτανε Πειραιά στις 21.10, 4) Κάθε Σάββατο είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 23.55 για Κατάπολα (05.30 Κυριακής), Πάτμο (08.00), Λέρο (09.20), Κω (11.10) και Ρόδο (14.30). Από Ρόδο είχε αναχώρηση στις 17.00 για Κω (20.35), Κάλυμνο (21.40), Λέρο (22.50), Πάτμο (23.55), Σύρο (04.20) και Πειραιά (08.05), 3) τα χρονικά διαστήματα από 18.6.2018 έως 24.6.2018, από 2.7.2018 έως 8.7.2018, από 16.7.2018 έως 22.7.2018, από 30.7.2018 έως 5.8.2018, από 13.8.2018 έως 19.8.2018, από 27.8.2018 έως 29.8.2018, το πλοίο εκτέλεσε τα ακόλουθα δρομολόγια: Κάθε Δευτέρα και Τετάρτη είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 για Σύρο (22.50), Πάτμο (03.15), Λέρο (04.35), Κω (06.35) και Ρόδο (10.10). Από Ρόδο είχε αναχώρηση στις 17.00 για Κω (20.35), Λέρο (22.35), Πάτμο (23.55), Σύρο (04.20 Τετάρτης) και Πειραιά (08.05). Κάθε Πέμπτη είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 23.55 για Βαθύ Σάμου (07.15), Κω (10.45) και Ρόδο (14.00). Από Ρόδο είχε αναχώρηση στις 17.00 για Κω (20.35), Λέρο (22.35), Πάτμο (23.55), Σύρο (04.20) και Πειραιά (08.05). Κάθε Πέμπτη είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 23.55 για Βαθύ Σάμου (07.15), Κω (10.45) και Ρόδο (14.00). Από Ρόδο είχε αναχώρηση στις 17.00 για Κω (20.15), Βαθύ Σάμου (23.45) και Πειραιά (07.00). Κάθε Κυριακή είχε αναχώρηση από Πειραιά στις 21.30 για Σαντορίνη (02.55), Κω (07.50), Σύμη (10.30) και Ρόδο (12.00). Από Ρόδο είχε αναχώρηση στις 16.00 για Σύμη (17.15), Κω (19.45), Σαντορίνη (00.30) και Πειραιά (06.00). Δύο φορές το μήνα (ήτοι τις Τρίτες 12.6.2018, 26.6.2018, 10.7.2018, 24.7.2018, 7.8.2018, 21.8.2018) εκτελούνταν το εξής δρομολόγιο: αναχώρηση από Πειραιά στις 8.00 για Σύρο (11.30) και Μύκονο (12.40), αναχώρηση από Μύκονο στις 13.45 για Σύρο (15.00) και κατάπλου στον Πειραιά (18.30), με ημέρες κι ώρες αφίξεων ως περιγράφονται ανωτέρω. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα αναφερόμενα επιβατηγά πλοία είναι μεγάλης χωρητικότητας επιβατών και οχημάτων με αντίστοιχες επιφάνειες διαφόρων χώρων, έχουν προδιαγραφές πολυτέλειας, διαθέτουν μεγάλο αριθμό καμπινών, εστιατόρια, μπαρ, καταστήματα και άλλους κοινόχρηστους χώρους. Ο ενάγων, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, εργαζόταν κυρίως ως ημερεργάτης (dayman / ντεϊμάνης), εκκινώντας την καθημερινή εργασία του περί ώρα 06.30, απασχολούμενος με τις εργασίες που αφορούν, κυρίως, την ως άνω ειδικότητά του. Ειδικότερα, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στα πλοία κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων τους, και των κατάπλων τους σε ενδιάμεσους λιμένες, ο ενάγων απασχολούνταν με την πρόσδεση και την απόδεση των πλοίων, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο χώρο στάθμευσης (γκαράζ) αυτών, καθώς και με εργασίες συντήρησης και καθαριότητας διαφόρων χώρων του πλοίου, όπως του καταστρώματος, των εξωτερικών χώρων και του γκαράζ, ενώ εκτελούσε και περιπολίες στο πλοίο για την ασφάλειά του. Επιπλέον, αυτός εκτελούσε τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών), και μάλιστα πέραν της ως άνω καθορισμένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσαν τα εν λόγω πλοία. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε κατά μέσο όρο τρίωρη (3) υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Σημειωτέον ότι τα πλοία είχαν πλήρη σύνθεση πληρώματος καταστρώματος, αφού ήταν ναυτολογημένοι στο μεν «…» ο Πλοίαρχος, ο Ύπαρχος, ο Υποπλοίαρχος, δύο (2) Ανθυποπλοίαρχοι, ένας (1) ναύκληρος, δύο (2) υποναύκληροι, δώδεκα (12) ναύτες και δύο (2) ναυτόπαιδες, στο δε «…» ο Ύπαρχος, δύο (2) Υποπλοίαρχοι, ένας (1) Ανθυποπλοίαρχος, ένας (1) ναύκληρος, δύο (2) υποναύκληροι, δώδεκα (12) ναύτες και δύο (2) ή τρεις (3) ναυτόπαιδες. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή (η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση) αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Από τα προαναφερθέντα, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς τον ενάγοντα χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, ήταν ένδεκα (11) ώρες και όχι δεκαπέντε (15) ώρες, όπως καθ’ υπερβολήν ισχυρίζεται ο τελευταίος, απορριπτομένου, μετά ταύτα, ως αβάσιμου του δεύτερου λόγου έφεσής του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων εργαζόταν δώδεκα (12) ώρες ημερησίως έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο σχετικός τρίτος λόγος έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες ένδεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας. Σημειωτέον ότι η κρίση αυτή δεν αναιρείται από τα σχετικώς αναφερόμενα από τους μάρτυρες αποδείξεως, για τον λόγο ότι τις ως άνω εργασίες δεν εκτελούσε αποκλειστικώς ο ενάγων, αλλά και τα υπόλοιπα πρόσωπα, που ήταν ναυτολογημένοι ως πλήρωμα καταστρώματος στο πλοίο αυτό, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, έτσι, δεν απαιτείτο προς τούτο ημερήσια απασχόληση πλέον των ένδεκα ωρών. Έτσι, βάσει των σχετικών ρυθμίσεων της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. έτους 2017, η προαναφερθείσα υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα της εν λόγω ναυτολόγησης του, είναι η αναφερόμενη ακολούθως: Α) Κατά το έτος 2017 (δηλαδή από 8.6.2017 έως 25.8.2017): α) κατά τα Σάββατα και τις αργίες 132 ώρες (11 Σάββατα + 1 αργία = 12 Χ 11 ώρες), για τις οποίες ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 1.063,92 ευρώ (132 ώρες Χ 8,06 ευρώ), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 943,34 ευρώ, όπως συνομολογείται από τον ενάγοντα με την αγωγή (και προκύπτει από τις αντίστοιχες καταστάσεις μισθοδοσίας), κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 120,58 ευρώ (1.063,92-943,34) και β) κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές 201 ώρες (56 καθημερινές + 11 Κυριακές = 67 ημέρες Χ 3 ώρες), για τις οποίες ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 1.348,71 ευρώ (201 ώρες Χ 6,71 ευρώ), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 78,93 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες καταστάσεις μισθοδοσίας που φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος, κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.269,78 ευρώ (1.348,71-78,93). Β) Κατά το έτος 2018 (δηλαδή από 8.6.2018 έως 29.8.2018): α) κατά τα Σάββατα και τις αργίες 143 ώρες (12 Σάββατα + 1 αργία = 13 ημέρες Χ 11 ώρες), για τις οποίες ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 1.152,58 ευρώ (143 ώρες Χ 8,06 ευρώ), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 1.024,69 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες καταστάσεις μισθοδοσίας (αντί του ποσού των 1.004,58 ευρώ που συνομολογείται με την αγωγή), κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 127,59 ευρώ (1.152,28-1.024,69) και β) κατά τις καθημερινές και Κυριακές 210 ώρες (58 καθημερινές + 12 Κυριακές = 70 ημέρες Χ 3 ώρες), για τις οποίες ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 1.409,10 ευρώ (210 ώρες Χ 6,71 ευρώ), έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 130,91 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες καταστάσεις μισθοδοσίας (αντί του ποσού των 128,34 ευρώ που συνομολογείται από τον ενάγοντα), κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.278,19 ευρώ (1.409,10-130,91). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που υπολόγισε την αμοιβή υπερωριών για το έτος 2018 προς 8,21 ευρώ τα Σάββατα και τις αργίες, 6,84 ευρώ τις Κυριακές και 5,47 ευρώ τις καθημερινές έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός τέταρτος λόγος έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας τυγχάνει βάσιμος. Έτσι, ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία του το συνολικό ποσό των 2.796,14 ευρώ (120,58 + 1.269,78 + 127,59 + 1.278,19). Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της να καταλογιστούν στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος 87,17 ευρώ για το έτος 2017 και 129,76 ευρώ για το έτος 2018 που εκείνος έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκαν εγγράφως, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγόμενης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «έκτακτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την εφαρμογή του νόμου και, αφού παρατεθούν οι ελλείπουσες αιτιολογίες της εκκαλουμένης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), θα απορριφθεί ως αβάσιμος ο ερευνώμενος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 464/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η ένσταση περί αποσβέσεως της σχετικής οφειλής, λόγω καταβολών (άρθρο 416 του ΑΚ), η οποία επαναφέρεται με τις προτάσεις της εφεσίβλητης και αφορά το κονδύλιο της αγωγής περί της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη, δηλαδή μόνον κατά το μέρος της που αφορά τα ως άνω ποσά, που αποδείχθηκε ότι καταβλήθηκαν στον ενάγοντα, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθ. 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7.1.1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού υπό την έννοια που προεκτέθηκε. Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. Έτσι, στις ως άνω αποδοχές συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία και η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια «εξπρές», που καταβάλλονταν τακτικώς στον ενάγοντα, όχι όμως, το επίδομα ιματισμού, το οποίο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δεν συνυπολόγισε το εν λόγω κονδύλιο με την εκκαλούμενη απόφασή του στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος. Σημειωτέον ότι όσες τυχόν πρόσθετες αμοιβές (για δρομολόγια «εξπρές», έχμαση κ.λπ.), ο ενάγων, κατά το σχετικό υπολογισμό στην αγωγή, δεν συμπεριλαμβάνει στις μηνιαίες αποδοχές του, θεωρείται ότι έτσι συνομολογεί το γεγονός ότι οι παροχές αυτές δεν καταβάλλονταν σ’ αυτόν παγίως και σταθερώς ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ως επιδόματα εορτών Χριστουγέννων τα ακόλουθα: α) για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2017, που αφορά το χρονικό διάστημα από 8.6.2017 έως 25.8.2017, ήτοι για 79 ημέρες, το ποσό των 1.002,25 ευρώ (δηλαδή έναν μηνιαίο μισθό υπολογιζόμενο ως εξής: {[928,36 ευρώ βασικός μισθός + 204,24 ευρώ επίδομα Κυριακής + 35,22 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 353,45 ευρώ αναλογία άδειας + 916,19 ευρώ ως μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής (2.412,63 υπερωριακή αμοιβή του ένδικου διαστήματος κατά τους ανωτέρω υπολογισμούς / 79 Χ 30) + 576,30 ευρώ μηνιαία τροφοδοσία] = 3.013,76 Χ 2/25 Χ 4,157 δεκαεννεαήμερα}, έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το ποσό των 502,73 ευρώ, όπως συνομολογεί ο ενάγων με την αγωγή (και προκύπτει από τις αντίστοιχες καταστάσεις πληρωμής μισθοδοσίας), κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 499,52 ευρώ (1.002,25-502,73), και β) για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2018, που αφορά το χρονικό διάστημα από 8.6.2018 έως 29.8.2018, ήτοι για 83 ημέρες, το ποσό των 1.056,52 ευρώ (δηλαδή έναν μηνιαίο μισθό υπολογιζόμενο ως εξής: {[928,36 ευρώ βασικός μισθός + 204,24 ευρώ επίδομα Κυριακής + 35,22 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 353,45 ευρώ αναλογία άδειας + 925,90 ευρώ ως μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής (2.561,68 υπερωριακή αμοιβή του ένδικου διαστήματος κατά τους ανωτέρω υπολογισμούς / 83 Χ 30) + 576,30 ευρώ μηνιαία τροφοδοσία] = 3.023,47 Χ 2/25 Χ 4,368 δεκαεννεαήμερα}, έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το ποσό των 552,00 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες καταστάσεις πληρωμής μισθοδοσίας (αντί του ποσού των 540,95 ευρώ που συνομολογεί ο ενάγων με την αγωγή), κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 504,52 ευρώ (1.056,52-552). Έτσι, η ένσταση περί αποσβέσεως της οφειλής, λόγω καταβολών (άρθρο 416 του ΑΚ), η οποία επαναφέρεται με τις προτάσεις της εναγόμενης – εφεσίβλητης και αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί των επιδομάτων εορτών, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη (ως προς τα ως άνω ποσά που αποδείχθηκε ότι καταβλήθηκαν). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για τα προαναφερθέντα επιδόματα εορτών τα ποσά αντιστοίχως των 519,29 και 605,22 ευρώ έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος, ενώ τυγχάνει εν μέρει βάσιμος ο έκτος λόγος έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας. Επίσης, από τις διατάξεις του άρθρου 33 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε., υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμένα αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμένα αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), οι ναυτικοί δηλαδή που εργάζονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις και εκτελούν περισσότερα από πέντε κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, είτε παραμένουν στο λιμένα αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην προαναφερθείσα παράγραφο 7 του άρθρου αυτού, με τη διαφορά ότι ο αριθμός των δρομολογίων «εξπρές» δεν υπολογίζεται κατά την παράγραφο 4 αλλά κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ό ή 1/60ό ή 1/120ό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (βλ. ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014.27, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012.107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011.97). Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα αναλυτικώς προεκτεθέντα δρομολόγια που διενεργούσε το ως άνω πλοίο, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του ενάγοντος, τα κατωτέρω επίδικα χρονικά διαστήματα τα ανωτέρω αναφερόμενα πλοία πραγματοποίησαν αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας τους, πριν τη συμπλήρωση έξι ωρών από την άφιξή τους σε αυτό και, συνεπώς, πραγματοποίησαν δρομολόγια «εξπρές», κατ’ άρθρο 33 παρ. 4 και 4 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., και ειδικότερα: Α. Το πλοίο «…» α) από 8.6.2017 έως 23.6.2017 (2,28 εβδομάδες) αναχωρούσε κάθε Τρίτη 3 ώρες και είκοσι λεπτά της ώρας (αφ. 10.20 – αναχ. 15.00) προ της συμπληρώσεως έξι ωρών από τον κατάπλου του στο λιμάνι αυτό της αφετηρίας (Πειραιάς), κάθε Πέμπτη 40 λεπτά της ώρας (αφ. 09.40 – αν. 15.00) προ της συμπληρώσεως έξι ωρών από τον κατάπλου του στο λιμάνι αυτό της αφετηρίας (Πειραιάς) και κάθε Σάββατο 2 ώρες και 10 λεπτά της ώρας (αφ. 13.10 – αν. 17.00) προ της συμπληρώσεως έξι ωρών από τον κατάπλου του στο λιμάνι αυτό της αφετηρίας (Πειραιάς). Επομένως, εβδομαδιαίως πραγματοποιούσε 6 ώρες και δέκα λεπτά πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι αφετηρίας, ήτοι 6,16 ώρες. Έτσι, το πλοίο το ανωτέρω διάστημα εκτέλεσε τουλάχιστον 1,75 εξπρές δρομολόγια (6,16 ώρες τουλάχιστον πρόωρης αναχώρησης την εβδομάδα : 8 = 0,77 εξπρές δρομολόγια εβδομαδιαίως Χ 10,71 εβδομάδες = 1,75 εξπρές δρομολόγια). Επομένως, οφείλεται ως πρόσθετη αμοιβή στον ενάγοντα για την απασχόλησή του σε δρομολόγια εξπρές του ανωτέρω διαστήματος το ποσό των 175,80 ευρώ [1,75 εξπρές δρομολόγια Χ (3.013,76/30) = 1,75 Χ 100,46]. β) από 24.6.2017 έως 25.8.2017, το πλοίο εκτελούσε εβδομαδιαίως 7 κυκλικά δρομολόγια από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, ήτοι δύο δρομολόγια πέραν των πέντε εβδομαδιαίως. Συνεπώς, το πλοίο κατά το ανωτέρω διάστημα εκτέλεσε δύο εξπρές δρομολόγια εβδομαδιαίως Χ 9 εβδομάδες (63 ημέρες) του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, ήτοι 18 εξπρές δρομολόγια διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών. Επομένως, οφείλεται ως πρόσθετη αμοιβή στον ενάγοντα για την απασχόλησή του σε δρομολόγια εξπρές του ανωτέρω διαστήματος το ποσό των 1.808,28 ευρώ (18 εξπρές δρομολόγια Χ 100,46), έναντι των οποίων η εναγόμενη του κατέβαλε συνολικό ποσό 1.764,62 ευρώ, όπως συνομολογείται από τον ενάγοντα και προκύπτει από τις αντίστοιχες καταστάσεις μισθοδοσίας, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ήτοι ποσό 219,46 ευρώ [(175,80 + 1.808,28) – 1.764,62]. Β. Το πλοίο «…» α) τα χρονικά διαστήματα από 8.6.2018 έως 10.6.2018, από 18.6.2018 έως 24.6.2018, από 2.7.2018 έως 8.7.2018, από 16.7.2018 έως 22.7.2018, από 30.7.2018 έως 5.8.2018, από 13.8.2018 έως 19.8.2018 και από 27.8.2018 έως 29.8.2018, ήτοι επί 41 ημέρες ή 5,85 εβδομάδες, αναχωρούσε κάθε Τρίτη 4 ώρες και 30 λεπτά της ώρας (αφ. 06.00 – αν. 07.30), αλλά και 3 ώρες (αφ. 18.30 – αν. 21.30 την ίδια ημέρα) προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από τον κατάπλου του στο λιμάνι αυτό της αφετηρίας (Πειραιάς) και κάθε Σάββατο 3 ώρες και 15 λεπτά της ώρας (αφ. 21.10 – αν. 23.55) προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από τον κατάπλου του στο λιμάνι αυτό της αφετηρίας (Πειραιάς). Έτσι, εβδομαδιαίως το πλοίο εκτελούσε 10,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ήτοι τουλάχιστον 7,83 εξπρές δρομολόγια (10,75 ώρες τουλάχιστον πρόωρης αναχώρησης την εβδομάδα : 8 = 1,34 εξπρές δρομολόγια εβδομαδιαίως Χ 5.85 εβδομάδες). Επομένως, οφείλεται ως πρόσθετη αμοιβή στον ενάγοντα για την απασχόλησή του σε δρομολόγια εξπρές του ανωτέρω διαστήματος το ποσό των 789,12 ευρώ [7,83 εξπρές δρομολόγια Χ 100,78 (3.023,47/30) έκαστο εξπρές δρομολόγιο] και 2) από 11.6.2018 έως 17.6.2018, από 25.6.2018 έως 1.7.2018, από 9.7.2018 έως 15.7.2018, από 23.7.2018 έως 29.7.2018, από 6.8.2018 έως 12.8.2018 και από 20.8.2018 έως 26.8.2018, ήτοι 42 ημέρες ή 6 εβδομάδες, το πλοίο αναχωρούσε κάθε Πέμπτη 3 ώρες και 15 λεπτά της ώρας (αφ. 21.10 – αν. 23.55) προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από τον κατάπλου του στο λιμάνι της αφετηρίας (Πειραιάς). Έτσι, εβδομαδιαίως εκτελούσε 3,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ήτοι τουλάχιστον 2,40 εξπρές δρομολόγια (=3,25 ώρες τουλάχιστον πρόωρης αναχώρησης την εβδομάδα : 8 = 0,40 εξπρές δρομολόγια εβδομαδιαίως Χ 6 εβδομάδες). Επομένως, οφείλεται ως αμοιβή στον ενάγοντα για την απασχόλησή του σε δρομολόγια εξπρές του ανωτέρω διαστήματος το ποσό των 241,87 ευρώ [2,40 εξπρές δρομολόγια Χ 100,78 (3.023,47/30) έκαστο εξπρές δρομολόγιο]. Έναντι του ποσού αυτού, ήτοι 1.030,99 ευρώ (789,12 + 241,87), η εναγόμενη του κατέβαλε συνολικά το ποσό των 688,39 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες καταστάσεις μισθοδοσίας (αντί του ποσού των 674,89 ευρώ, που συνομολογείται από τον ενάγοντα), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ήτοι το ποσό των 342,6 ευρώ (1.030,99 – 688,39). Σημειωτέον ότι στις ανωτέρω αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές», και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως προηγουμένως αναφέρθηκε, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (βλ. ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004.214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012.19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011.387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011.262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011.97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009.102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, όχι όμως, το επίδομα ιματισμού, το οποίο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, η ένσταση περί αποσβέσεως της οφειλής, λόγω καταβολών (άρθρο 416 του ΑΚ), η οποία επαναφέρεται με τις προτάσεις της εναγόμενης – εφεσίβλητης και αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές», πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη, ως προς το ως άνω ποσό που αποδείχθηκε ότι καταβλήθηκε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό αντιστοίχως των 357,18 και των 412,46 ευρώ έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό 7ο βάσιμο (μερικώς) λόγο της έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας, ενώ ο σχετικός λόγος (4ος) της εφέσεως του ενάγοντος – εκκαλούντος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε με την εκκαλούμενη απόφαση το αιτηθέν ποσό των 43,34 ευρώ ως διαφορά επιδόματος «άγονης γραμμής» κατά το χρονικό διάστημα υπηρεσίας του ενάγοντος από 8.6.2017 έως 25.8.2017. Η ένδικη αγωγή σχετικά με την αξίωση καταβολής του ως άνω επιδόματος είναι ορισμένη, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εκκαλούσας – εναγομένης, ενόψει του ότι δεν απαιτείται περαιτέρω ούτε αναφορά σε ποια ήταν τα δρομολόγια του πλοίου για τα οποία είχε υπογραφεί σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας ούτε ειδικότερος προσδιορισμός των λιμανιών που είχαν χαρακτηρισθεί ως άγονης γραμμής, καθόσον τα στοιχεία αυτά θα προκύψουν από τις αποδείξεις (ΜονΕφΠειρ 842/2014, 412/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται ότι η εναγόμενη δεν προσβάλλει με τον όγδοο λόγο της έφεσής της τον τρόπο υπολογισμού του επιδόματος αυτού. Περαιτέρω, είναι και νόμιμο, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, όπως ισχύει και για τα λοιπά αιτούμενα κονδύλια, ο «κλειστός μισθός» που συμφωνήθηκε δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών. Επομένως, ο σχετικός λόγος έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ως άνω στοιχεία, ιδίως δε από τη σχετική εγγραφή στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, αποδείχθηκε ότι τον Ιούλιο 2017 χορηγήθηκε στον ενάγοντα η διανυκτέρευση που εδικαιούτο ανά μήνα, την οποία και έλαβε, ενώ το Δικαστήριο δεν δύναται ν’ αχθεί σε αντίθετη κρίση με βάση την από 11.6.2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης Αβραάμ Πελιτάρη, καθόσον σ’ αυτήν γενικόλογα και αόριστα αναφέρεται ότι οι ναυτικοί – εργαζόμενοι στα πλοία της εναγόμενης δεν έπαιρναν την άδεια διανυκτέρευσης που δικαιούνταν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται ως διαφορά το ποσό των 23,51 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο 9ο λόγο της εφέσεως της εναγόμενης – εκκαλούσας. Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά στις 25.8.2017, λόγω άδειας που έλαβε έως τις 25.9.2017, χωρίς, όμως, να επαναπροσληφθεί κατά την ημερομηνία αυτή λήξεως της άδειάς του, ήτοι η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση ναυτολόγησής του, άνευ παραπτώματός του και, συνεπώς, δεδομένου ότι η απόλυση έλαβε χώρα σε λιμάνι του εσωτερικού (Πειραιάς), ο πρώτος δικαιούται ως αποζημίωση τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του 15 ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του (άρθρα 75 και 76 Κ.Ι.Ν.Δ.), ήτοι το συνολικό ποσό των 1.506,88 ευρώ {[928,36 ευρώ βασικός μισθός + 204,24 ευρώ επίδομα Κυριακής + 35,22 ευρώ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 353,45 ευρώ αναλογία άδειας + 916,19 ευρώ ως μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής (2.412,63 υπερωριακή αμοιβή του ένδικου διαστήματος κατά τους ανωτέρω υπολογισμούς / 79 Χ 30) + 576,30 ευρώ μηνιαία τροφοδοσία] = 3.013,76 οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του κατά το χρόνο της απόλυσής του : 2]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε για την αιτία αυτή το ποσό των 1.750,45 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου ως βασίμου του σχετικού λόγου έφεσης της εναγομένης – εκκαλούσας και απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου έφεσης της ενάγοντος – εκκαλούντος. Τέλος, αναφορικά με τον 11ο λόγο της εναγόμενης – εκκαλούσας, σύμφωνα με τον οποίο έσφαλε η εκκαλουμένη που δεν δέχθηκε το αίτημά της, περί εξαιρέσεώς της από τους τόκους επιδικίας, λεκτέα τα ακόλουθα: Το άρθρο 346 του ΑΚ, που όριζε ότι «ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους, αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος», αντικαταστάθηκε με το άρθρο2  του ν.4055/2012, ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού από 2.4.2012, κατά το οποίο: « Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία.  Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής, ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως τη οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται, κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις να επιδικάσει  την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής αποφάσεως, που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο». Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιορισθούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στον δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις, που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν.4055/2012). Έτσι ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, η κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας. Το πότε υφίσταται εύλογη αντιδικία θα κριθεί in concreto από το δικάζον δικαστήριο, συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων, λ.χ. αν το αντικείμενο της δίκης είναι ερμηνεία νέας νομικής διατάξεως ή αν υφίστανται εν γένει κατά τη δικαστική διάγνωση της υποθέσεως σοβαρές ερμηνευτικές δυσχέρειες (ΑΠ 1207/2017, ΕφΑιγ 79/2020, ΕφΑθ 303/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο ειδικές περιστάσεις (εύλογη αντιδικία), καθόσον δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής κάποιας νέας ή/και δυσχερούς ερμηνευτικά νομικής διάταξης, το γεγονός δε ότι η εναγόμενη προέβαλε ένσταση συμψηφισμού και εξόφλησης συγκεκριμένων απαιτήσεων δεν είναι αρκετό για να προσδώσει στην υπό κρίση διαφορά τον χαρακτήρα της εύλογης αντιδικίας. Συνεπώς το παραδεκτώς υποβληθέν πρωτοδίκως αίτημα της εναγόμενης, περί εξαιρέσεως από τον τόκο επιδικίας του ως άνω επιδικασθέντος ποσού, τυγχάνει απορριπτέο, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός 11ος λόγος έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε μερικώς την ως άνω αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.005,60 ευρώ, κατά τους σχετικούς βάσιμους λόγους αμφοτέρων των εφέσεων, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν αυτές δεκτές, ως κατ’ ουσίαν βάσιμες, κατά τους ανωτέρω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (βλ. ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 2007.1507), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη-εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα-εφεσίβλητο το ποσό των 5.912,46 ευρώ (2.796,14 + 499,52 + 504,52 + 219,46 + 342,6 + 43,34 + 1.506,88), νομιμοτόκως για τις αξιώσεις της αμοιβής υπερωριακής εργασίας έτους 2017 (120,58 + 1.269,78 ευρώ), της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές» 2017 (219,46 ευρώ) και του επιδόματος άγονης γραμμής (43,34 ευρώ) από την επομένη ημέρα της αποναυτολόγησής του (26.8.2017), για τις αξιώσεις της αμοιβής υπερωριακής εργασίας έτους 2018 (127,59 + 1.278,19 ευρώ) και της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές» 2018 (342,6 ευρώ) από την επομένη ημέρα της αποναυτολόγησής του (30.8.2018), για τις αξιώσεις επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017 (499,52 ευρώ) από την 1.1.2018 και του έτους 2018 (504,52 ευρώ) από την 1.1.2019 (παρ. 11 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας), ενώ για την αποζημίωση απόλυσης από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Σημειώνεται ότι η κρίση της εκκαλούμενης ως προς τους ειδικότερους χρόνους έναρξης της τοκοφορίας δεν προσβάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης. Το αίτημα κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής καθίσταται πλέον άνευ αντικειμένου, στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος με το δικόγραφο της έφεσης της εκκαλούσας – εναγόμενης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα, λόγω κήρυξης της σχετικής καταψηφιστικής διάταξης της πρωτόδικης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, του χρηματικού ποσού των τριών χιλιάδων πεντακοσίων δύο ευρώ και ογδόντα λεπτών (3.502,80 €), το οποίο θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 525 παρ. 3 και 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγόμενης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων εννιακοσίων δώδεκα ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (5.912,46 €), νομιμοτόκως για τις αξιώσεις της αμοιβής υπερωριακής εργασίας έτους 2017, της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές» 2017 και του επιδόματος άγονης γραμμής από την επομένη ημέρα της αποναυτολόγησής του (26.8.2017), για τις αξιώσεις της αμοιβής υπερωριακής εργασίας έτους 2018 και της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές» 2018 από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολόγησής του (30.8.2018), για τις αξιώσεις επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017 από την 1.1.2018 και του έτους 2018 από την 1.1.2019, ενώ για την αποζημίωση απόλυσης από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης – εκκαλούσας μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 10 Οκτωβρίου 2022.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ