ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 3586 /2015
(Αριθ. καταθ. …)
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, την οποίαν όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 17η Φεβρουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «… (Λ. Φ. Μ.) …», που εδρεύει στο … Αττικής (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Δέσποινας Λοϊζου.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Μαρίας Γρατσία.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.7.2014, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και επί της διαδικασίας των εργατικών διαφορών (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ.2000, υπό αρθρ. 249, αριθμ.7, ΕφΔωδ 26/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5574/2004, ΕλΔνη 2007, σ.545, ΜΠρΑθ 998/1991, ΔΕΝ 1991, σ.940) «αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή κατά ένα μεγάλο μέρος, από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης που είναι εκκρεμής σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης ωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη. Από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής που έχει θεσπιστεί αφενός για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και να επιτευχθεί η ορθή διάγνωση της διαφοράς, όταν η ένσταση εκκρεμοδικίας αργεί, διότι δεν πληρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 222 ΚΠολΔ, όπως στην περίπτωση που το αντικείμενο της μιας δίκης αποτελεί προδικαστικό αίτημα της άλλης και αφετέρου για να ικανοποιηθεί η αρχή της οικονομίας της δίκης προκύπτει με σαφήνεια ότι α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς και β) η αναβολή ή, κατά νομική ακριβολογία, αναστολή της δίκης χωρεί μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπάγγελτα όταν υφίσταται εκκρεμές στα πιο άνω δικαστήρια προδικαστικό ζήτημα της πιο πάνω δίκης που απασχολεί το Δικαστήριο, δηλαδή, αν το ζήτημα αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμη, ότι η αυτοτελής στη δεύτερη αυτή δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα αναβληθεί (Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1994, υπό αρθρ. 249 ΚΠολΔ, αριθμ.2, ΕφΘεσσαλ 675/2009, ΕΦΑΔ 2009, σ.997, ΕφΑθ 5574/2004, ΕλΔνη 2007, σ.545, ΜΠρΑθ 48/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 1306/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία). Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι για την εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου, αλλά αρκεί οποιοδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς, δηλαδή η, κατά το άρθρο τούτο, αναστολή μπορεί να γίνει και στην περίπτωση που η απόφαση του άλλου δικαστηρίου θα συνεκτιμηθεί στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας (ΕφΑθ 3220/2003, ΕλΔνη 2003, σ.1410, ΜΠρΑθ 48/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, αναστολή της δίκης υπό το ίδιο άρθρο χωρεί και όταν η διάγνωση της εκκρεμούς ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς εξαρτάται, εν όλω ή εν μέρει από την επίλυση του νομικού ζητήματος που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου και συναρτάται με έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του επίδικου δικαιώματος, ενώ παράλληλα η διάγνωση στην άλλη δίκη του νομικού αυτού ζητήματος θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης και στην ασφαλέστερη διάγνωση του ζητήματος αυτού (βλ. ΑΠ 362/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ δεδικασμένο, το οποίο κατ’ άρθρο 332 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες και κατ’ άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνον το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει ως ενιαίο όλο ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση. Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι από αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’ αυτό. Εξάλλου κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα, ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης, δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ’ αυτήν έννομη συνέπεια. Έτσι το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, όπως συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ’ αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής, αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνον με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο. Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολ) [βλ. ΕφΑθ 2825/2007, ΕΦΑΔ 2008, σ.697, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία]. Έτσι δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση παράγεται και όταν το αντικείμενο της διεξαγόμενης δίκης είναι διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με το ήδη κριθέν στην προηγούμενη απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο που δίκασε είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα να αποφασίσει για το παρεμπίπτον ζήτημα (ΕφΛαρ 441/2006, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2006, σ.519).
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει της από 31.12.2002 σύμβασης που υπεγράφη μεταξύ αυτής και της εταιρείας με την επωνυμία «…», μίσθωσε από την τελευταία για σαράντα (40) έτη τον τουριστικό λιμένα (Μαρίνα) Φλοίσβου, καταστάσα δικαιούχος των οφειλομένων τελών ελλιμενισμού και λοιπών δικαιωμάτων, ως Φορέας Διαχείρισης του Λιμένα. Ότι, κατόπιν αποδοχής, από μέρους της, της από 9.11.2006 αίτησης/δήλωσης ελλιμενισμού που υπεβλήθη από την εναγομένη, η ενάγουσα παραχώρησε στην εναγομένη το δικαίωμα ελλιμενισμού στην ανωτέρω μαρίνα (και πρόσθετων παροχών, όπως υπηρεσιών υδροδότησης και ηλεκτροδότησης) του σκάφους κυριότητάς της, με το όνομα «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, ολικού μήκους 48,51 μέτρων, πλάτους 8,74 μέτρων, βυθίσματος 2,75 μέτρων, έναντι συμφωνηθέντος ανταλλάγματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το εγκεκριμένο με την υπ’ αριθμ. 10808/29.5.2008 (ΦΕΚ Β΄ 1075/11.6.2008) απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης, με τίτλο «έγκριση τιμολογίων του τουριστικού λιμένα (Μαρίνας) Φλοίσβου». Ότι, άλλωστε η εναγομένη είχε καταστεί υπερήμερη περί την εξόφληση των οικονομικών της υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να αποστείλει στην εναγομένη την από 25.10.2010 εξώδικη καταγγελία της (κοινοποιηθείσα σε αυτήν την 1.11.2010), με την οποίαν της καθιστούσε γνωστό ότι το σκάφος δεν ήταν πλέον δεκτό προς ελλιμενισμό στην εν λόγω Μαρίνα από 1.12.2010, πλην όμως το εν λόγω σκάφος παρέμεινε διαρκώς ελλιμενισμένο στη …, απολαμβάνοντας δε όλων των υπηρεσιών που η ενάγουσα εταιρεία προσφέρει. Ότι, δυνάμει της με αριθμό 4.212/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη με τη με αριθμό 734/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, έχει επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 25.132,21 Ευρώ, που αντιστοιχεί σε αξιώσεις της από τιμολόγια παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού, ηλεκτροδότησης, υδροδότησης και λοιπών υπηρεσιών προς το άνω σκάφος, για χρονικό διάστημα από 1.2.2010 έως 31.1.2011, επιπρόσθετα, δε, δυνάμει της με αριθμό 4.916/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε σε συνέχεια της από 31.8.2011 συμπληρωματικής αγωγής κατά της εναγομένης, επιδικάστηκε στην ενάγουσα το ποσό των 42.478,52 Ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αξιώσεις από τιμολόγια παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού, ηλεκτροδότησης, υδροδότησης και λοιπών υπηρεσιών στο ως άνω σκάφος, για το χρονικό διάστημα από 1.2.2011 έως 31.8.2011. Ότι, η εναγομένη, μέχρι την 31.11.2010 χρεωνόταν για τον ελλιμενισμό του εν λόγω σκάφους με ειδικό εκπτωτικό τιμολόγιο, ποσού 1.010 Ευρώ μηνιαίως, στα πλαίσια του από 19.4.2002 Μνημονίου Συνεργασίας που είχε υπογραφεί μεταξύ της ΕΤΑ και της ΕΠΕΣΤ (Ένωση Πλοιοκτητών Ελληνικών Σκαφών Τουρισμού), το οποίο δέσμευε την ενάγουσα, ως ειδική διάδοχο της ΕΤΑ, πλην όμως, μετά την καταγγελία της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης ελλιμενισμού (1.12.2010), η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα τέλη ελλιμενισμού με βάση τον εκάστοτε ισχύοντα τιμοκατάλογο τελών ελλιμενισμού στη … και όχι με βάση το άνω εκπτωτικό τιμολόγιο, καθόσον δυνάμει της σχετικά προβλεπόμενης διάταξης του Μνημονίου Συνεργασίας, ο πελάτης χάνει το δικαίωμα στο ειδικό εκπτωτικό τιμολόγιο, σε περίπτωση που οφείλει τέλη ελλιμενισμού πέραν του τριμήνου, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενη η ενάγουσα ότι το οφειλόμενο, σύμφωνα με την προαναφερόμενη Υπουργική Απόφαση (όπως το υπολογιζόμενο ποσό σε Ευρώ, που αναλογεί στα τ.μ. του σκάφους αναπροσαρμόσθηκε με βάση το σχετικό δείκτη τιμών καταναλωτή των επίδικων ετών), τέλος ελλιμενισμού, ανέρχεται σε ποσό 5.174,32 Ευρώ μηνιαίως και ότι έχει εκδώσει αυτή, για το επίδικο χρονικό διάστημα (από 1.9.2011 έως 28.2.2013) τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή παραστατικά (τιμολόγια παροχής υπηρεσιών) που αντιστοιχούν σε παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού, σε πάγιο ηλεκτρικής σύνδεσης, πάγια τέλη υπηρεσιών, κατανάλωση ρεύματος και κατανάλωση νερού, αντίστοιχα και ότι παρά τις επανειλημμένες προφορικές και έγγραφες οχλήσεις της προς την εναγομένη, η τελευταία αρνείται να εξοφλήσει τα οφειλόμενα ποσά, ενώ απολαμβάνει δικαιώματος ελλιμενισμού και λοιπών υπηρεσιών, χωρίς να καταβάλει τα δέοντα τέλη, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 117.031,18 Ευρώ, που αντιστοιχεί σε παρεχόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας στο πλοίο της εναγομένης κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2011 έως 28.2.2013, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας κατά την οποίαν κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Ζητεί, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας.
Με αυτό το περιεχόμενο, η αγωγή, για το παραδεκτό της οποίας έχουν καταβληθεί α) το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ του ΤΝ, ΤΑΧΔΙΚ και Ε.Τ.Α.Α. (βλ. το με αριθμό … διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά,, με τα επικολλημένα επ’ αυτού ένσημα υπέρ του Τ.Ν. και του Τ.Π.Δ.Π. και β) το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π., ενώ για το για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχει καταβληθεί, από την πληρεξούσια δικηγόρο της ενάγουσας, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. και από την πληρεξούσια δικηγόρο της εναγομένης, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής), αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 14 παρ.2, 25 παρ.2, 33 ΚΠολΔ και 51 Ν. 2172/1993) κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, όμως, όπως προκύπτει από την υπό κρίση αγωγή και γενικά από την επισκόπηση της δικογραφίας, η ενάγουσα έχει ήδη ασκήσει στο παρελθόν, κατά της εναγομένης, σε σχέση με την επίδικη έννομη σχέση, τις κάτωθι αγωγές, που αφορούν αξιώσεις του κατά της εναγομένης, παρελθόντων χρονικών διαστημάτων και ειδικότερα : α) Την από 1.2.2011, απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με αριθμό κατάθεσης … αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε (ερήμην της εναγομένης) η με αριθμό 4.212/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ακολούθως, σε συνέχεια άσκησης έφεσης από μέρους της εναγομένης, η με αριθμό 734/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας επιδικάσθηκε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 27.152,21 Ευρώ, το οποίο αφορά σε τέλη ελλιμενισμού και αμοιβή λοιπών παροχών (πάγιο ηλεκτρικής σύνδεσης, πάγια τέλη υπηρεσιών, κατανάλωση ρεύματος και κατανάλωση νερού) χρονικού διαστήματος από 1.2.2010 έως 31.11.2010, οφειλόμενα στην εναγομένη δυνάμει της καταρτισθείσας μεταξύ των μερών (σε συνέχεια της από 9.11.2006 αίτησης- δήλωσης της ενάγουσας) σύμβασης ελλιμενισμού, καθώς και τέλη ελλιμενισμού, οφειλόμενα ως αποζημίωση χρήσης, για το μετά τη λήξη της εν λόγω σύμβασης (σε συνέχεια της από 1.11.2010 εξώδικης καταγγελίας της εδώ ενάγουσας, απευθυνόμενης προς την εναγομένη) χρονικό διάστημα, ήτοι από 1.12.2010 έως 31.1.2011 (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα, φωτοαντίγραφα των εν λόγω αποφάσεων). β) Την από 31.8.2011, απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με αριθμό κατάθεσης … αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 4.916/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει της οποίας επιδικάσθηκε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 42.478,52 Ευρώ, ως αποζημίωση χρήσης, για το μετά τη λήξη της ανωτέρω σύμβασης χρονικό διάστημα και ειδικότερα, τέλη ελλιμενισμού για διάστημα από 1.12.2010 έως 31.8.2011 [ως προς το διάστημα 1.12.2010 έως 31.1.2011 επιδικάσθηκε διαφορά αποζημίωσης χρήσης, ενόψει του ότι είχε ήδη επιδικασθεί μέρος αυτής, με την προηγούμενη (εδώ υπό στοιχ.α) απόφαση], υπολογιζόμενα με βάση το τιμολόγιο ελλιμενισμού και υπηρεσιών του τουριστικού λιμένα Φλοίσβου που έχει εγκριθεί με την υπ’ αριθμ. 10808/29.5.2008 απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης, ύψους 4.944,28 Ευρώ (υπολογιζόμενο με βάση το ολικό μήκος του σκάφους και το εμβαδό ελλιμενισμού αυτού, υπό τα ειδικότερα αναφερόμενα στην εν λόγω Υπουργική Απόφαση), δοθέντος (σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση) ότι η εναγομένη είχε πάψει να δικαιούται κατά το χρόνο εκείνο του ευεργετήματος του εκπτωτικού τιμολογίου που αφορούσε τα μέλη της ΕΠΕΣΤ, λόγω της πέραν του τριμήνου καθυστέρησης εξόφλησης των οφειλομένων κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα τελών ελλιμενισμού, ενώ κρίθηκε μη νόμιμη η αξίωση της ενάγουσας για καταβολή σε αυτήν των πρόσθετων παροχών προς το σκάφος της εναγομένης (πάγιο τέλος παροχής ηλεκτρικής σύνδεσης, πάγια τέλη παροχής υπηρεσιών, κόστος κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, κόστος κατανάλωσης ύδατος), για το λόγο ότι, για το μετά τη λήξη της σύμβασης ελλιμενισμού χρονικό διάστημα, δεν υφίσταται συμβατική υποχρέωση της εναγομένης προς καταβολή των εν λόγω ποσών, ούτε στην αγωγή γίνεται επίκληση εξωσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, προς καταβολή των εν λόγω κονδυλίων (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, αντίγραφο της εν λόγω απόφασης). Κατά της ως άνω απόφασης, η εναγομένη έχει ασκήσει την από 30.9.2014, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, … έφεση, η συζήτηση της οποίας, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, έχει ορισθεί για την 17.9.2015 (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από αμφότερους τους διαδίκους, ακριβές αντίγραφο της εν λόγω έφεσης), επικαλούμενη λόγους έφεσης που αφορούν τόσο στο ορισμένο και το νόμω βάσιμο των σχετικών αξίωσεων της εδώ ενάγουσας κατά της εδώ εναγομένης, ως απορρέουσες από έγκυρη σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους (ως σύμβασης μίσθωσης) αορίστου χρόνου, όσο και στην ουσιαστική βασιμότητα των εν λόγω αξίωσεων, ως απορρεουσών από έγκυρη σύμβαση ελλιμενισμού μεταξύ των μερών, επικαλούμενη, περαιτέρω, η εκκαλούσα – εναγομένη, ότι εάν επιδιώκεται η καταβολή μισθωμάτων για χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της λύσης ή της λήξης της μίσθωσης, η αγωγή καθίσταται εξ αυτού του λόγου νόμω αβάσιμη, αφού δεν υφίσταται η διεκδικούμενη αξίωση, καθώς και ότι δεν υπήρχε στην αγωγή αίτημα επιδίκασης των ποσών αυτών ως αποζημίωση χρήσης. Η δε εναγομένη, με τις επί της έδρας κατατεθείσες προτάσεις της, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αμυνόμενη ως προς την υπό κρίση αγωγή, εκθέτει όμοιους ισχυρισμούς, που αφορούν στο ορισμένο, νόμω και ουσία αβάσιμο των ένδικων αξιώσεων. Ενόψει των ανωτέρω, μεταξύ των δύο δικών (της υπό κρίση αγωγής και της με αριθμό κατάθεσης … αγωγής, η εκδίκαση της έφεσης επί της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά), υφίσταται δεσμός προδικαστικότητας και εξάρτησης της διάγνωσης της διαφοράς που φέρεται προς διάγνωση με την υπό κρίση, με αριθμό κατάθεσης … αγωγή από την κρίση επί της προηγηθείσας, με αριθμό κατάθεσης … αγωγής (επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω, υπό στοιχ. β απόφαση. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως της έκδοσης τελεσίδικης απόφασης (ανωτέρω αναφερόμενη, 734/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που έχει εκδοθεί επί της πρώτης, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης, … αγωγής της ενάγουσας κατά της εναγομένης και αφορά στην έννομη σχέση ελλιμενισμού σκάφους που συνδέει τους εδώ διαδίκους και στη λύση αυτής, δυνάμει της από 25.10.2010 εξώδικης καταγγελίας της εδώ ενάγουσας, απευθυνόμενης κατά της εναγομένης, η αναμενόμενη κρίση του Δικαστηρίου (Μονομελές Εφετείο Πειραιά) επί της ανωτέρω (δεύτερης), με αριθμό κατάθεσης … αγωγής, αφορά νέα ζητήματα, που εισφέρονται προς κρίση Ενώπιόν Μας, και με την υπό κρίση (τρίτη) αγωγή, ήτοι, κυρίως, το προδικαστικό ζήτημα της έννομης σχέσης επί της οποίας στηρίζονται και οι εν προκειμένω ένδικες αξιώσεις, συμπεριλαμβανομένου και του νομικού χαρακτηρισμού που θα δώσει το Δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά που εισφέρονται προς κρίση ενώπιόν του και που είναι όμοια με τα Ενώπιόν μας, πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, ιδίως, δε, το ζήτημα του ύψους του ποσού που οφείλεται μηνιαίως στην ενάγουσα από την εναγομένη, για τις στην αγωγή αναφερόμενες αιτίες (συναρτούμενο από τις παραμέτρους και τις προϋποθέσεις που θέτει η υπ’ αριθμ. 10808/29.5.2008 απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης, που προαναφέρθηκε), αφού επιλυθούν και τα νομικά ζητήματα του ορισμένου και νόμω βασίμου της σχετικής αξίωσης, αλλά και του τρόπου υπολογισμού αυτής, για την εξεύρεση του ακριβούς ύψους του μηνιαίου αντιτίμου που τυχόν οφείλεται ως αποζημίωση χρήσης για τον ελλιμενισμό του σκάφους της εναγομένης στην …, ενόψει και του ότι, η προαναφερόμενη, με αριθμό 4.916/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου δέχθηκε ότι αυτό ανέρχεται σε ποσό 4.994,28 Ευρώ μηνιαίως, ενώ η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή, το προσδιορίζει, αναπροσαρμοζόμενο με βάση τους δείκτες τιμών καταναλωτή, σε 5.174,32 Ευρώ μηνιαίως, ενώ η εναγομένη αρνείται την οφειλή και τον τρόπο υπολογισμού του ποσού αυτού. Ενόψει των ανωτέρω, για λόγους οικονομίας της δίκης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ, η εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής να ανασταλεί στο σύνολό της, μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της από 31.8.2011, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγής, επί της οποίας εκκρεμεί η εκδίκαση της με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου … και αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά …, έφεσης, της εδώ εναγομένης κατά της εδώ ενάγουσας, απευθυνόμενης ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Εξάλλου, δικαστικά έξοδα δεν ορίζονται διότι η απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 191 § 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Διατάσσει την αναστολή της υπό κρίση, από 15.7.2014, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγής, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της απευθυνόμενης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, από 31.8.2011, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγής της εδώ ενάγουσας κατά της εδώ εναγομένης.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις , με απόντες του διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.