Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

 

Αριθμός απόφασης

3173/2022

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, και Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Ιανουαρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της καλούσας – ενάγουσας : Εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία κατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 20-9-2021, τις από ίδιας ημερομηνίας προτάσεις της δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Παναγιώτας Κιούση (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 30165), δυνάμει της από 17-9-2021 εξουσιοδότησης-πληρεξουσιότητας του νόμιμου εκπροσώπου της …, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμό πρωτ. …/2-10-2020 ανακοίνωση του Τμήματος Α.Ε. του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών περί εκπροσώπησής της, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/20-9-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων : 1) Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον ….., επί της οδού …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, 2) …, κατοίκου ….., ατομικά και ως νόμιμου εκπροσώπου της ως άνω ναυτικής εταιρείας «…», 3) …, κατοίκου …, αριθμοί …, και 4) …, κατοίκου …., οδός …, οι οποίοι κατέθεσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 20-9-2021, τις από 17-9-2021 προτάσεις τους δια του τρίτου καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου, … (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1734), για τον εαυτό του ατομικά και ως πληρεξούσιου δικηγόρου των λοιπών, δυνάμει του από 16-9-2021 πληρεξουσίου του δεύτερου καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου, ενεργούντος ατομικά και ως νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμό πρωτ. …/2-9-2021 βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής περί εκπροσώπησης της πρώτης καθ’ ης η κλήση – εναγόμενης, και του από 16-9-2021 πληρεξουσίου του τέταρτου καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, και εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο οι μεν πρώτη, δεύτερος και τέταρτος των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Παυλή, ο δε τρίτος καθ’ ου η κλήση – εναγόμενος παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/20-9-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Η καλούσα – ενάγουσα, με την από 5-5-2021 κλήση της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2634/11-5-2021 και 1244/11-5-2021 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 7-12-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 26-1-2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 503360/27-1-2017 και 772/27-1-2017 αντίστοιχα, η οποία προσδιορίσθηκε και συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 24ης-1-2019 και εξεδόθη η υπ’ αριθμό 2764/2021 απόφαση του του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το ως άνω Δικαστήριο κηρύχθηκε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 5-5-2021 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2634/1244/11-5-2021, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 26-1-2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 503360/772/27-1-2017, και συζητήθηκε στη δικάσιμο της 24ης-1-2019, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθμό 2764/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το ανωτέρω Δικαστήριο κηρύχθηκε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον η ως άνω απόφαση κατέστη ήδη τελεσίδικη με την άπρακτη πάροδο τριάντα ημερών (άρθρο 518 ΚΠολΔ) από την επίδοσή της από τους καθ’ ων η κλήση – εναγόμενους στην καλούσα – ενάγουσα (βλ. την υπ’ αριθμό …/1-6-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμό … πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης ενδίκων μέσων του Πρωτοδικείου Αθηνών), η οποία, άλλωστε, επισπεύδει τη συζήτηση.

Σύμφωνα με το άρθρο 169 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγόμενου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα, ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο Δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεσθεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Από τη διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του εναγόμενου (του καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή του καθ’ ου το ένδικο μέσο) για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του οικείου Δικαστηρίου, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 171 και 172 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι: α) για να υπάρξει υποχρέωση προς παροχή εγγυοδοσίας του ενεργούντος την επιθετική πράξη διαδίκου υπέρ του αντιδίκου του απαιτείται να υποβληθεί αίτηση του τελευταίου και μάλιστα, κατά τη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου (άρθρο 263 περ. γ΄ ΚΠολΔ), β) κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσης της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διάδικου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει, λόγου χάρη, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος, γ) για να διαταχθεί η ανωτέρω εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου που δικάζει και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη προαποδεικτικώς από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπ’ όψιν του (άρθρο 162 ΚΠολΔ), να υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας εκτέλεσης της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σ’ αυτά του υπόχρεου στην καταβολή της εγγυοδοσίας διαδίκου, δ) το Δικαστήριο, που δέχεται τη διακωλυτική της δίκης ένσταση για εγγυοδοσία, καθορίζει όχι μόνο το ποσό αυτής, αλλά και την προθεσμία εντός της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει (άρθρο 162 ΚΠολΔ), ενώ, αν αυτή παρέλθει άπρακτη, το Δικαστήριο, με αίτηση εκείνου που ζήτησε την εγγυοδοσία, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η αγωγή ή η κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο. Η ανάκληση μάλιστα αυτή θεωρείται ότι αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρέμβασης ή του ένδικου μέσου. ε) Το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων της εν λόγω δικονομικής αναβλητικής ένστασης (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα) φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 1269/2019, ΑΠ 1875/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την εξαίρεση του άρθρου 170 αριθ. 1 του ίδιου Κώδικα, είναι συμβατή με το άρθρο 20 του Συντάγματος, αλλά και προς το Κοινοτικό Δίκαιο και συγκεκριμένα το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) ή Σύμβασης της Ρώμης (4-11-1950), σύμφωνα με την οποία «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο…», έχει δε ως σκοπό όχι μόνο τη διασφάλιση της απαίτησης για τα δικαστικά έξοδα, αλλά και την περιστολή της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα δικαιώματα του ανθρώπου έχει κρίνει ότι δεν προσβάλλεται το θεμελιακό δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια με τη διατασσόμενη εγγυοδοσία για τα δικαστικά έξοδα (Ε.Σ.Δ.Α. 6 § 1). Το είδος δε της αγωγής ως αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής είναι αδιάφορο (βλ. ΑΠ 990/2008, ΕφΠειρ 541/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενοι, με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις τους, ζητούν να υποχρεωθεί η ενάγουσα να παράσχει εγγυοδοσία, συνολικού ποσού 9.573,00 ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της προκείμενης δίκης, διότι λόγω της αφερεγγυότητάς της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις προτάσεις τους, υφίσταται προφανής κίνδυνος αδυναμίας εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης κατά τη διάταξη της ενδεχόμενης καταδίκης αυτής στα δικαστικά τους έξοδα. Το ανωτέρω αίτημα, το οποίο συνιστά δικονομική, αναβλητική της δίκης, ένσταση, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, παραδεκτά προβάλλεται, κατ’ άρθρο 263 περ. γ΄ ΚΠολΔ, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την παρούσα συζήτηση της υπόθεσης, δεδομένου ότι ως τέτοια, κατ’ άρθρο 281 ΚΠολΔ, θεωρείται η μετά την παραπομπή, κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ, συζήτηση κατά την οποία αρχίζει η εκδίκαση της υπόθεσης (βλ. ΕφΑθ 4322/1995 Δικη 1996, σελ. 1186, Ε. Μπαλογιάννη σε Χ. Απαλαγάκη, Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, τ. Ι, εκδ. 6η, άρθρο 281, σελ. 858), και είναι νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 169, 162, 163, 171 και 172 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, το αίτημα αυτό πρέπει να γίνει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, αφού, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσης της επίδικης διαφοράς, από όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται η οικονομική αδυναμία της ενάγουσας για την αντιμετώπιση των πάσης φύσης οικονομικών υποχρεώσεών της και συνακόλουθα η αφερεγγυότητά της, με αποτέλεσμα να υφίσταται προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διάταξης της εκδοθησομένης απόφασης για τα δικαστικά έξοδα, σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης της ενάγουσας σε αυτά. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγόμενη έχει επιδώσει στην ενάγουσα την από 26-5-2021 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθμό 518/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, για το συνολικό ποσό των 155.395,63 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθμό …/1-6-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά …), πλην, όμως, η ενάγουσα κανένα ποσό δεν έχει καταβάλει έναντι της εν λόγω απαίτησης. Σημειωτέον ότι η ως άνω απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη, καθώς δυνάμει της υπ’ αριθμό 1963/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η από 16-1-2017, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 41/8/2017, αναίρεση της ενάγουσας κατά της απόφασης αυτής και καταδικάσθηκε η τελευταία στα δικαστικά έξοδα της πρώτης εναγόμενης ποσού 2.700,00 ευρώ. Μετά την επίδοση δε της ανωτέρω επιταγής προς πληρωμή, η πρώτη εναγόμενη, αναφορικά με το παραπάνω οφειλόμενο ποσό των 155.395,63 ευρώ, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της …, της …, της …, της … και της …, οι οποίες υπέβαλαν αρνητικές δηλώσεις (βλ. τις προσκομιζόμενες με αριθμούς Α-… αντίστοιχα δηλώσεις τρίτου ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Επιπρόσθετα, από τις δηλώσεις της …, της … και της … προκύπτει ότι έχουν επιβληθεί και άλλες κατασχέσεις εις χείρας των τραπεζών αυτών κατά της ενάγουσας κατά τα έτη 2016 και 2017 και συγκεκριμένα, από το κοινωφελές ίδρυμα … για το ποσό των 127.056,84 ευρώ, … για το ποσό των 2.212.718,44 ευρώ, από το … για το ποσό των 494.062,36 ευρώ, από το … για το ποσό των 4.689,72 ευρώ, από το … για το ποσό των 19.550.840,72 ευρώ, από το … για το ποσό των 18.805,31 ευρώ, από τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών για το ποσό των 106.524,30 ευρώ, καθώς και ότι υπάρχει οφειλή της ενάγουσας προς την … από δανειακή σύμβαση ποσού 4.176.277,58 ευρώ. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα έχει πολλαπλά και σημαντικά χρέη τόσο έναντι της πρώτης εναγόμενης όσο και έναντι τρίτων για τα οποία έχουν επιβληθεί κατασχέσεις εις χείρας τρίτων. Η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τα διαλαμβανόμενα στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων της ενάγουσας, η οποία, προκειμένου να θεμελιώσει τη φερεγγυότητά της και να αντικρούσει το αίτημα εγγυοδοσίας, ισχυρίζεται ότι αφενός τα δήθεν οφειλόμενα ποσά προς τη … και το … δεν αποτελούν δικές της οφειλές, αλλά οφειλές πρατηριούχων τρίτων, που λειτούργησαν ως ανεξάρτητες επιχειρήσεις, παρανόμησαν και εκδόθηκαν καταλογιστικές πράξεις σε όλες τις προμηθεύτριες των πρατηρίων, καταλογίζοντας στις εταιρείες αυτές αστική συνευθύνη για πράξεις τρίτων, όπως έχει ήδη κριθεί μετ’ αναίρεση με δύο αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά (2482/2015 και 2483/2015) ότι, δηλαδή, ουδεμία ευθύνη φέρει η ίδια, και αφετέρου ότι η οφειλή της προς το … είναι ανυπόστατη, καθώς η διοίκηση του Ταμείου έχει παραπεμφθεί για απιστία επειδή δεν εξέδιδε καταστάσεις βεβαίωσης ευρώ στους πραγματικούς οφειλέτες που ήταν εταιρείες εισαγωγής και εμπορίας, αλλά σε αυτήν που δεν ήταν εισαγωγέας. Και τούτο, διότι η ενάγουσα, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των ισχυρισμών της, δεν προσκομίζει κανένα έγγραφο από το οποίο να προκύπτει πως έχει προσβάλλει τις εν λόγω οφειλές, ενώ, περαιτέρω, ουδέν διαλαμβάνει αναφορικά με τις υπόλοιπες οφειλές της, τις οποίες δεν αμφισβητεί ειδικά, κατ’ άρθρα 261 εδ. β΄ και 352 § 1 ΚΠολΔ, συναγόμενης έτσι ομολογίας περί αυτών. Ο περιεχόμενος δε στην προσθήκη- αντίκρουση των προτάσεων ισχυρισμός της ότι οι απαιτήσεις της κατά των διαχρονικών συνεργατών των εναγόμενων – πρώην προμηθευτών της, μεγάλο μέρος των οποίων αφορά ελλείματα, ξεπερνούν τα 15.000.000 ευρώ, προβάλλεται όλως αορίστως και είναι σε κάθε περίπτωση αναπόδεικτος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος, λόγω της αφερεγγυότητας και της αδυναμίας της ενάγουσας για την αντιμετώπιση των οικονομικών υποχρεώσεών της, σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, η ενδεχόμενη καταδίκη της ενάγουσας στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης να μην καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί. Ειδικότερα, ενόψει του ότι με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα ζητεί, αναφορικά με τα αποτιμητά σε χρήμα αιτήματά της, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 119.662,59 ευρώ, σε περίπτωση ενδεχόμενης ήττας της ενάγουσας, η δικαστική δαπάνη που πρέπει να επιδικασθεί στους εναγόμενους κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 176 και 189 ΚΠολΔ (και με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 179 του ίδιου Κώδικα), ανέρχεται στο ποσό των 2.393,25 ευρώ για καθέναν και συνολικά στο ποσό των 9.573,00 ευρώ (άρθρα 63 § 1 περ. α, 68 § 1 και 84 § 1 Ν. 4194/2013). Επομένως πρέπει, δεκτής γενομένης της περί εγγυοδοσίας ένστασης των εναγόμενων, να υποχρεωθεί η ενάγουσα να παράσχει εγγυοδοσία για την καταβολή των δικαστικών εξόδων της δίκης αυτής, ποσού 9.573,00 ευρώ, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη νόμιμη κοινοποίηση σε αυτήν της παρούσας απόφασης, με κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (εφόσον η ενάγουσα δεν αιτείται να δοθεί η εγγυοδοσία με έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 164 ΚΠολΔ τρόπους), καταθέτοντας, στη συνέχεια, το σχετικό γραμμάτιο, μέσα στην ίδια ως άνω προθεσμία, στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 162 και 163 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου, να ανασταλεί η συζήτηση της ένδικης αγωγής, κατ’ άρθρο 171 ΚΠολΔ, μέχρι να κατατεθεί από την ενάγουσα η εν λόγω εγγυοδοσία, κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Υποχρεώνει την ενάγουσα να παράσχει εγγυοδοσία για την καταβολή των δικαστικών εξόδων της δίκης αυτής, καταθέτοντας στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το ποσό των εννιά χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ (9.573,00€), εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη νόμιμη κοινοποίηση σε αυτήν της παρούσας απόφασης, καταθέτοντας, στη συνέχεια, το σχετικό γραμμάτιο, μέσα στην ίδια προθεσμία, στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού.

Αναστέλλει τη συζήτηση της υπόθεσης μέχρι να κατατεθεί από την ενάγουσα η εν λόγω εγγυοδοσία.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 12 Οκτωβρίου 2022, και δημοσιεύθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2022, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ