Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης 3683/2015

(…)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από το Γραμματέα Αριστομένη Μερμίγκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 24 Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ: … του Σ. Γ., κατοίκου Σ. Νομού Ξ., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Στέφανου Λύρα.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της … με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα (…) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» («…») », που εδρεύει στον … και είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Αθήνα (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Αικατερίνης Πρωτόπαπα.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 8-09-2014 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 9-12-2014 και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης που έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο ελληνικό δίκαιο, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των όρων του εφοπλιστή (ήτοι αυτού που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό ξένο πλοίο, κατ’ άρθρο 105 ΚΙΝΔ), του κυρίου πλοίου (στον οποίο ανήκει το πλοίο που άλλος για δικό του λογαριασμό εκμεταλλεύεται) που ευθύνεται περιορισμένως και πραγματοπαγώς για τις υποχρεώσεις του πλοίου (κατά το άρθρο 106 ΚΙΝΔ), του πλοιοκτήτη (αυτού που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό το πλοίο του) και του διαχειριστή ξένου πλοίου (ήτοι αυτού που διαχειρίζεται το πλοίο για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του κατ’ άρθρο 211 ΑΚ) που δεν ευθύνεται κατ` αρχάς για τις υποχρεώσεις του πλοίου, εκτός των ειδικών εκ του νόμου εξαιρέσεων, λ.χ στο Ν. 762/1978 και εφόσον στην αγωγή (ή αίτηση) υπάρχει τέτοια βάση (για τις ως άνω έννοιες βλ. αναλυτικά Εφ.Πειρ. 832/2008, ΕΝΔ 2009,13, ΜΠρΠειρ 6777/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, όταν ο ναυτικός ασθενήσει, δικαιούται το μισθό και νοσηλεύεται με δαπάνες του πλοίου. Εάν η σύμβαση ναυτολόγησης λυθεί εξαιτίας της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται νοσήλια και μισθό εφόσον διαρκεί η ασθένεια όχι όμως περισσότερο από τέσσερις μήνες. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν. Αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένειά του προήλθε από εργατικό ατύχημα, δικαιούται μισθό ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ` αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, επιτρέπεται η σωρευτική άσκηση της αξίωσης για μισθούς ασθενείας με την αποζημίωση του Ν. 551/1915 και δεν τίθεται θέμα επικάλυψης αυτών. Έχει δηλαδή ο ναυτικός αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή και αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού και υπόκεινται σε διαφορετική η καθεμία παραγραφή (ΕφΠειρ 355/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 499/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ  464/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 640/2009, ΕΝΔ 38.39, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36.388, ΕφΠειρ 180/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.308, Εφ. Πειρ. 662/2004 Ε.Ν.Δ33.38, Εφ. Πειρ. 962/2000 Ε.Ν.Δ. 29.109). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 289 παρ. 1, 291 ΚΙΝΔ και 261, 270 ΑΚ προκύπτει ότι οι αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος βάσει της συμβάσεως ναυτολογήσεως ως προς την πληρωμή των μισθών και λοιπών παροχών παραγράφονται μετά ένα έτος από του τέλους του έτους κατά το οποίο έχει γεννηθεί η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξη, η εν λόγω δε παραγραφή διακόπτεται δια της εγέρσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 15/1992 ΕΕΝ 60.151,1143/1983 ΝοΒ 32.673, ΑΠ 53/2002 ΕλλΔ 43, 761, ΕφΠειρ 676/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 520/2005 ΠειρΝομ 2005/356, ΕφΘεσσ 32082/2000 Αρμ. 56, 715, Δ. Καμβύση Ναυτεργατικό δίκαιο εκδ. 1977 σελ. 258 επ.). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως και κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24/7-25/8/1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 εδ. α` του εισαγωγικού του Νόμου, έχει δε εφαρμογή και επί ναυτικής εργασίας, κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), ατύχημα από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την παροχή εργασίας θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ` αυτή λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής, δηλαδή θα πρέπει το αίτιο, στο οποίο οφείλεται το εργατικό ατύχημα, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και το οποίο συνεπώς δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτέλεσής της (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 19/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 16 του Ν. 551/1915, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 247/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή τον ΑΚ, κατά το άρθρο 38 εδ. α΄ του Εισαγωγικού του Νόμου, έχει δε εφαρμογή και στη σύμβαση ναυτικής εργασίας, κατά το άρθρο 2 ιδίου νόμου και 66 του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), προκύπτει, ότι ο παθών εκ ναυτικού ατυχήματος δηλαδή ατυχήματος εργατικού από βίαιο συμβάν κατά τη διάρκεια και εξ αφορμής της εργασίας του σε περίπτωση θανάτου του, οι κατά το άρθρο του ιδίου νόμου συγγενείς του έχουν δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298, 914 και 922 του ΑΚ πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν ή όταν το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση από τον εργοδότη ή τους από αυτόν προστηθέντες των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και Κανονισμών, οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και η τήρησή τους επιβάλλεται στον εργοδότη, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών. Διαφορετικά, δηλαδή αν δεν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, ο παθών μπορεί να ασκήσει μόνο την παρεχόμενη από τις διατάξεις του ν. 551/1915 αγωγή αποζημιώσεως. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, ήτοι προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων (ΟλΑΠ 26/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1132/1997 ΕλΔνη 40,σ.621, ΕφΠειρ 77/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια μέτρα ασφαλείας που πρέπει να τηρούν οι εργοδότες περιέχονται και στη Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου 1974 «περί ασφαλείας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα» (S.O.L.A.S.). Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του Ν. 1045/1980 (ΦΕΚ 95/1980) κυρώθηκε και έχει ισχύ νόμου η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου 1974 «περί ασφαλείας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα» (S.O.L.A.S.), η οποία αντικαταστάθηκε με το κυρωθέν με τον Ν. 1159/1981 Πρωτόκολλο του Λονδίνου 1978. Σύμφωνα με το άρθρο 12§2 του Ν. 1045/1980, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 Ν. 2208/1994 (ΦΕΚ Α 71/1994) τροποποιήσεις και συμπληρώσεις των Κανονισμών, του Παραρτήματος και των Κεφαλαίων της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης γίνονται αποδεκτές με Προεδρικά Διατάγματα. Με το υπ’ αριθμ. 56/2004 Π.Δ. κυρώθηκαν οι τροποποιήσεις των κεφαλαίων V και του κεφαλαίου ΧΙ της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης που υιοθετήθηκαν στη Διάσκεψη των Συμβαλλομένων Κυβερνήσεων της Διεθνούς Σύμβασης την 12η Δεκεμβρίου του έτους 2002. Ειδικότερα το κεφάλαιο ΧΙ χωρίσθηκε σε δύο μέρη στο κεφάλαιο ΧΙ-1 και στο κεφάλαιο ΧΙ-2, όπου με το δεύτερο κεφάλαιο λήφθηκαν «Ειδικά μέτρα για την Αύξηση της ναυτικής Ασφάλειας» και υιοθετήθηκε ο «Διεθνής Κώδικας για την ασφάλεια των πλοίων και των λιμενικών εγκαταστάσεων – Κώδικας ISPS». Το μέρος Α του Διεθνούς Κώδικα για την ασφάλεια των πλοίων και των λιμενικών εγκαταστάσεων περιλαμβάνει υποχρεωτικές διατάξεις στις οποίες γίνεται αναφορά στο κεφάλαιο ΧΙ-2 της Διεθνούς Σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα του 1974, ενώ το μέρος Β (οι διατάξεις του οποίου θεωρούνται συστατικές) παρέχει κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τια διατάξεις του κεφαλαίου ΧΙ-2 του παραρτήματος της Διεθνούς Σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα του 1974 (βλ. Κανονισμό 1.12 Κεφαλαίου ΧΙ-2). Στο κεφάλαιο ΧΙ-2 προβλέπεται: «Κανονισμός 7 – Απειλές για τα πλοία: 1. Τα συμβαλλόμενα κράτη ορίζουν επίπεδα ασφάλειας και διασφαλίζουν την παροχή πληροφοριών σχετικά με το επίπεδο ασφάλειας στα πλοία που εκτελούν πλόες στα χωρικά τους ύδατα ή τα οποία έχουν γνωστοποιήσει την πρόθεσή τους να εισέλθουν στα χωρικά τους ύδατα. 2. Τα συμβαλλόμενα κράτη παρέχουν ένα σημείο επαφής μέσω του οποίου τα πλοία αυτά μπορούν να ζητούν συμβουλές ή βοήθεια και στο οποίο μπορούν να αναφέρουν οποιοδήποτε πρόβλημα ασφάλειας σχετικά με άλλα πλοία, κινήσεις ή ανακοινώσεις. 3. Σε περίπτωση που γίνεται αντιληπτός κίνδυνος επίθεσης, το ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο κράτος ενημερώνει τα ενδιαφερόμενα πλοία και τις Αρχές τους σχετικά με: 1 το υφιστάμενο επίπεδο ασφάλειας. 2 τα μέτρα ασφάλειας τα οποία πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή τα ενδιαφερόμενα πλοία για να προστατευτούν από ενδεχόμενη επίθεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του μέρους Α του κώδικα ISPS  και 3. τα μέτρα ασφάλειας τα οποία έχει αποφασίσει να θέσει σε εφαρμογή το παράκτιο κράτος, κατά περίπτωση. Κανονισμός 8 – Κρίση πλοιάρχου περί ασφάλειας του πλοίου: 1. Ο πλοίαρχος δεν περιορίζεται από την εταιρεία, τον ναυλωτή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο στη λήψη ή την εκτέλεση οποιασδήποτε απόφασης που, κατά την επαγγελματική του κρίση, είναι απαραίτητη για τη συνεχή ασφάλεια του πλοίου. Η εξουσία αυτή περιλαμβάνει άρνηση της πρόσβασης προσώπων (εκτός εκείνων που είναι αρμόδια εξουσιοδοτημένα από συμβαλλόμενο κράτος) ή των προσωπικών ειδών τους και άρνηση φόρτωσης φορτίου, συμπεριλαμβανομένων δοχείων ή άλλων κλειστών μονάδων μεταφοράς φορτίου. 2. Εάν, κατά την επαγγελματική κρίση του πλοιάρχου, κατά τις δραστηριότητες του πλοίου προκύψει σύγκρουση μεταξύ οποιωνδήποτε απαιτήσεων ασφάλειας εφαρμοστέων στο πλοίο, ο πλοίαρχος θέτει σε εφαρμογή τις απαιτήσεις που είναι αναγκαίες για τη διατήρηση της ασφάλειας του πλοίου. Στις περιπτώσεις αυτές, ο πλοίαρχος μπορεί να θέτει σε εφαρμογή προσωρινά μέτρα ασφάλειας και ενημερώνει αμέσως την Αρχή και, κατά περίπτωση, το συμβαλλόμενο κράτος του λιμένα στον οποίο δραστηριοποιείται ή σκοπεύει να εισέλθει το πλοίο. Αυτά τα προσωρινά μέτρα ασφάλειας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο ανάλογα με το ισχύον επίπεδο ασφάλειας. Στις περιπτώσεις αυτές, η Αρχή διασφαλίζει την επίλυση των συγκρούσεων και την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας επανάληψης. 9. Σχέδιο Ασφάλειας Πλοίου: 9.1 Σε κάθε πλοίο θα υπάρχει Σχέδιο Ασφάλειας πλοίου εγκεκριμένο από την Αρχή. Το σχέδιο θα προβλέπει τρία επίπεδα ασφάλειας όπως ορίζεται στο παρόν μέρος του κώδικα. 9.1.1 Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 9.2.1, το Σχέδιο Ασφάλειας πλοίου για συγκεκριμένο πλοίο μπορεί να εκπονείται από αναγνωρισμένο οργανισμό ασφάλειας, 9.2 Η Αρχή δύναται να αναθέτει την αναθεώρηση και την έγκριση των σχεδίων ασφάλειας πλοίων, ή των τροποποιήσεων σχεδίων ασφάλειας που έχουν ήδη εγκριθεί, σε αναγνωρισμένους οργανισμούς ασφάλειας..9.2.1 Στις περιπτώσεις αυτές, ο αναγνωρισμένος οργανισμός ασφάλειας ο οποίος αναλαμβάνει την αναθεώρηση και έγκριση ενός σχεδίου ασφάλειας πλοίου ή των τροποποιήσεών του για ένα συγκεκριμένο πλοίο δεν πρέπει να έχει συμμετάσχει ούτε στην αξιολόγηση ασφάλειας του πλοίου ούτε στην εκπόνηση του σχεδίου ασφάλειας του πλοίου ή των τροποποιήσεων που επανεξετάζονται. 9.3 Η υποβολή προς έγκριση ενός σχεδίου ασφάλειας πλοίου ή τροποποιήσεων ενός σχεδίου που έχει ήδη εγκριθεί συνοδεύεται από την αξιολόγηση ασφάλειας βάσει της οποίας έχει εκπονηθεί το σχέδιο ή οι τροποποιήσεις. 9.4 Το σχέδιο αυτό εκπονείται λαμβανομένων υπόψη των κατευθύνσεων που παρέχονται στο μέρος Β του παρόντος κώδικα και συντάσσεται στη γλώσσα ή γλώσσες εργασίας του πλοίου. Εάν η χρησιμοποιούμενη γλώσσα ή οι γλώσσες δεν είναι η αγγλική, η γαλλική ή η ισπανική, το κείμενο θα περιλαμβάνει μετάφραση σε μία από τις γλώσσες αυτές. Το σχέδιο θα καλύπτει τα εξής θέματα τουλάχιστον: 1 μέτρα για την πρόληψη όπλων, επικίνδυνων ουσιών και μηχανισμών που έχουν σχεδιαστεί για να χρησιμοποιούνται κατά προσώπων, πλοίων ή λιμένων και η μεταφορά των οποίων επί του πλοίου απαγορεύεται, 2. προσδιορισμό των ζωνών περιορισμένης πρόσβασης και μέτρων για την πρόληψη ανεξουσιοδότητης πρόσβασης σε αυτές, 3. μέτρα για την πρόληψη ανεξουσιοδότητης πρόσβασης στο πλοίο, 4. διαδικασίες αντιμετώπισης απειλών για την ασφάλεια ή παραβιάσεων της ασφάλειας, περιλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με τη διατήρηση κρίσιμων λειτουργιών του πλοίου ή της διασύνδεσης πλοίου/ λιμένα., 5. διαδικασίες ανταπόκρισης σε οποιεσδήποτε σχετικές με την ασφάλεια οδηγίες ενδέxεται να δώσουν τα συμβαλλόμενα κράτη στο επίπεδο ασφάλειας 3, 6. διαδικασίες εκκένωσης σε περίπτωση που απειλείται ή παραβιάζεται η ασφάλεια. 7. καθήκοντα του προσωπικού του πλοίου το οποίο είναι επιφορτισμένο με καθήκοντα σχετικά με την ασφάλεια και άλλου προσωπικού του πλοίου σε σχέση με πτυxές της ασφάλειας, 8. διαδικασίες ελέγχου των σχετικών με την ασφάλεια δραστηριοτήτων, 9. διαδικασίες εκπαίδευσης, γυμνασίων και ασκήσεων σχετιζόμενων με το σχέδιο, 10. διαδικασίες διασύνδεσης με τις σχετικές με την ασφάλεια δραστηριότητες της Λιμενικής Εγκατάστασης, 11. διαδικασίες για την περιοδική αναθεώρηση του σχεδίου και την ενημέρωσή του, 12. διαδικασίες αναφοράς συμβάντων που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια, 13. προσδιορισμό του αξιωματικού ασφάλειας του πλοίου, 14. προσδιορισμό του υπευθύνου ασφάλειας της εταιρείας, περιλαμβανομένων στοιχείων επικοινωνίας επί 24ώρου βάσεως, 15. διαδικασίες για τη διασφάλιση της επιθεώρησης, των δοκιμών, της βαθμονόμησης και της συντήρησης τυχόν εξοπλισμού ασφάλειας επί του πλοίου, 16. συχνότητα δοκιμών ή βαθμονόμησης τυχόν εξοπλισμού ασφάλειας επί του πλοίου, 17. προσδιορισμό των θέσεων όπου υπάρχουν σημεία ενεργοποίησης του συστήματος συναγερμού του πλοίου και 18. διαδικασίες, οδηγίες και κατευθύνσεις σχετικά με τη χρήση του συστήματος προειδοποίησης ασφάλειας του πλοίου, περιλαμβανομένων των δοκιμών, της ενεργοποίησης, της απενεργοποίησης και της ρύθμισης εκ νέου, και για τον περιορισμό των εσφαλμένων συναγερμών». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι δι` αυτών θεσπίζεται ειδικός όρος ασφαλείας, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται ευθύνη του υπόχρεου προς αποζημίωση του εκ ναυτεργατικού ατυχήματος παθόντος κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση του ατιώδους συνδέσμου μεταξύ της μη τηρήσεως του όρου και του ατυχήματος. Τούτο, διότι η επιβεβλημένη ενημέρωση σχετικά με το ισχύον κάθε φορά επίπεδο ασφαλείας, η λήψη από τον πλοίαρχο των απαιτούμενων μέτρων ασφάλειας, τα οποία πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή τα ενδιαφερόμενα πλοία για να προστατευτούν από ενδεχόμενη επίθεση, καθώς και η έγκαιρη και επαρκής εκπαίδευση του πληρώματος με γυμνάσια, σκοπό έχει τον εντοπισμό και την αποτροπή ενεργειών οι οποίες αποτελούν απειλή για την ασφάλεια του πλοίου και η εξ αυτής αποτροπή του κινδύνου της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας των επιβατών και των εργαζομένων στο πλοίο. Συνίσταται δε η παράβαση του όρου αυτού ασφαλείας στη μη ενημέρωση για το προσήκον επίπεδο ασφαλείας, στη μη εφαρμογή των απαραίτητων μέτρων ασφαλείας για την αντιμετώπιση του κινδύνου και στη μη εκπαίδευση του πληρώματος, ώστε να είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει τυχόν υπάρχουσα απειλή (ΕφΠειρ 673/2010, ΕφΠειρ 672/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στις αμέσως προηγούμενες περιπτώσεις ο δικαιούχος της αποζημίωσης έχει κατά το ίδιο άρθρο 16 παρ.1 και 3 δικαίωμα επιλογής ανάμεσα στις δύο αξιώσεις του ΚΝ 551/1915 και του ΑΚ και η επιλογή της μιας αποκλείει την άσκηση της άλλης (βλ. ΕφΝαυπλ 414/2007, ΕΦΑΔ 2009, σ. 155, ΕφΠειρ 671/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2006, σ. 108). Όμως, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων από τον ίδιο προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (αρθρ. 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τήρησης των επιβαλλομένων όρων ασφαλείας, ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, καθόσον γι’ αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 906/2012, ΑΠ 35/2010, ΑΠ 1042/2008, ΑΠ 804/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1102/2003, ΕλΔνη 46, σ.137, ΑΠ 1438/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 488/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.395, ΕφΝαυπλ 414/2007, ΕΦΑΔ 2009, σ.155, ΕφΘεσσαλ 7/2006, ΑΡΜ 2006, σ.266, ΕφΠειρ 671/2005, ο.π.). Είναι έτσι προφανές, ότι δεν αποκλείεται να απαλλάσσεται μεν ο εργοδότης από την ευθύνη του Ν. 551/1915 ή ακόμη και από την ευθύνη αποζημίωσης του κοινού αστικού δικαίου (επειδή δεν ενέχεται για δόλο ή για την ειδική αμέλεια του άρθρου 16 του νόμου αυτού, αλλά για απλή αμέλεια), όχι όμως και από την ευθύνη για χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, για την οποίαν αρκεί αμέλεια οποιασδήποτε μορφής (βλ. Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», εκδ. 2010, σ. 559, με εκεί παρατιθέμενη νομολογία, στην υποσημ. 42). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 931 ΑΚ «η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, κατά την επιδίκαση αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του». Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξάρτητα από το φύλο, εκτός από την επίδραση που μπορεί να ασκήσει στις παροχές που προβλέπονται από τις ΑΚ 929 και 932, είναι δυνατόν να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση, αν επιδρά στο μέλλον του, δηλαδή στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής στο μέλλον του προσώπου, αλλά αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Η διατύπωση της ΑΚ 931 παρέχει βάση για τέτοια αξίωση, αν και εφόσον η αναπηρία ή η παραμόρφωση επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος, που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές από τις ΑΚ 929 και 932. Όμως, για τη θεμελίωση της αυτοτελούς αυτής αξίωσης απαιτείται να συντρέξουν περιστατικά πέρα από εκείνα που απαιτούνται για τη θεμελίωση αξιώσεων με βάση τις ΑΚ 929 και 932, τα οποία συνθέτουν την έννοια της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης που επιδρά στο μέλλον του παθόντος, δηλαδή να συντρέξουν ιδιάζοντα περιστατικά, εκτός και πέραν εκείνων που χρειάζονται για τη στοιχειοθέτηση αξιώσεων κατά τις ΑΚ 929 και 932, από τα οποία ειδικά περιστατικά θα πρέπει να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι και τρόποι, εξαιτίας των οποίων επέρχονται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής του. Προέχον πάντως και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς η προστασία αυτή να συνδέεται αναγκαία με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931 που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία, προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος που κατ` ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Εξυπακούεται ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις μπορούν να ασκηθούν είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 525/2011, ΑΠ 410/2011δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τους ορισμούς του άρθρου 368 ΚΠολΔ «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (παρ. 1). Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 2). Η χρησιμοποίηση στο μεταγλωττισμένο στη δημοτική κείμενο της τελευταίας αυτής διατάξεως της λέξεως “ειδικές” αντί της λέξεως “ιδιάζουσες” οφείλεται σε εσφαλμένη μεταγλώττιση από το κείμενο της καθαρεύουσας, στο οποίο χρησιμοποιείται η λέξη “ιδιάζουσα”. Έτσι ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 3 εδ. τελευταίο του ν. 1406/1983, λόγω της νοηματικής διαφοράς που προκύπτει, το αρχικό κείμενο της διατάξεως που είναι διατυπωμένο στην καθαρεύουσα. Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” αλλά “ιδιάζουσες” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διατάξει την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 880/2010, ΑΠ 281/2010, ΑΠ 489/2010, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο κανόνας του άρθρου 368 του ΚΠολΔ ισχύει και για τις υποθέσεις που υπάγονται στην ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670-676 του ΚΠολΔ, δυναμένου του δικαστηρίου και κατά τη διαδικασία αυτή να διατάξει δια της εκδόσεως παρεμπίπτουσας περί αποδείξεως αποφάσεως, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αν προκύψει ότι αυτή είναι αναγκαία, όχι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, οπότε θα εφαρμοστεί η διαδικασία του άρθρου 671 του ΚΠολΔ, αλλά αργότερα κατά την μελέτη της υπόθεσης, παρόλο που κατά την εν λόγω διαδικασία ισχύει ο κανόνας της απαγορεύσεως της εκδόσεως αποφάσεως περί αποδείξεως, ο οποίος, πλην άλλων περιπτώσεων, κάμπτεται και στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ανάγκη διενεργείας πραγματογνωμοσύνης (ΕφΑθ 8291/2007, ΕλΔνη 2008, σ.529, ΕφΑθ 5271/1999, ΕλΔνη 1999, σ.1624, ΜΠρΑθ 85/1995, Αρμ 1995, σ.1325. Βλ επίσης, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 671, παρ.14, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1995, υπό αρθρ. 671, παρ.49).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που καταρτίσθηκε στην Αθήνα, στις ….2010, μεταξύ αυτού και της δεύτερης εναγομένης, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, στο υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο (δ/ξ) – πετρελαιοφόρο πλοίο «…», πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στην Ελλάδα, πρώτης εναγομένης, …, της οποίας διαχειρίστρια τυγχάνει η δεύτερη εναγομένη, σύμφωνα με τους όρους της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. Ότι στις 2-12-2010 κατ’ εντολήν της δεύτερης εναγομένης και του Πλοιάρχου προήχθη σε ναύτη και οι μηνιαίες αποδοχές του αναπροσαρμόσθηκαν,  ενώ στις 15-12-2010 η σύμβασή του μετετράπη σε αορίστου χρόνου. Ότι στις αρχές Φεβρουαρίου 2011 το ανωτέρω πλοίο απέπλευσε από το λιμένα Mina Al Ahmadi του Κουβέιτ με κατεύθυνση προς τον κόλπο του Μεξικού με πιθανό προορισμό το λιμένα του Galveston. Ότι στις 9-02-2011 επιβιβάστηκαν στο πλοίο οπλισμένοι πειρατές και αφού το κατέλαβαν το οδήγησαν στις Ακτές της Σομαλίας, όπου κατέπλευσε στις 14-02-2011. Ότι παρέμειναν όμηροι των πειρατών έως τις 7-04-2011, οπότε καταβλήθηκαν τα λύτρα, ευρισκόμενοι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα στη γέφυρα του πλοίου. Ότι εξαιτίας της ομηρίας και των όσων διαδραματίστηκαν στη διάρκειά της πάσχει από μείζονα υποτροπιάζουσα κατάθλιψη με φοβικά στοιχεία και χρόνιο φοβικό – διωκτικό παραλήρημα σχετιζόμενο με το επεισόδιο της απαγωγής. Ότι αυτός απολύθηκε από τις εναγόμενες στις 21-04-2011 στο λιμάνι Durban της Νοτίου Αφρικής τυπικά μεν «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, στην πραγματικότητα, όμως, λόγω εργατικού ατυχήματος που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, συνεπεία υπαιτίων πράξεων και παραλείψεων των προστιθέντων των εναγομένων, που συνιστούν παραβάσεις των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων στα πλοία ναυτικών, όπως αυτές ειδικότερα περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής του. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να του καταβάλουν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή: α) ποσό 5.653,84 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μισθούς ασθενείας τεσσάρων μηνών, β) ποσό 300.044 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη συνεπεία του εν λόγω ατυχήματος, εκ του οποίου παραιτείται για το ποσό των 44 ευρώ προκειμένου να εισάγει την αξίωσή του στο Ποινικό Δικαστήριο, γ) ποσό 200.000 ευρώ ως ειδική αποζημίωση λόγω της μόνιμης αναπηρίας στην οποίαν έχει περιέλθει, συνεπεία του επίδικου εργατικού ατυχήματος και δ) ποσό των 1.315.590 ευρώ, ως αποζημίωση που αντιστοιχεί σε απολεσθέντα εισοδήματα αυτού εκ της πλήρους και δια βίου αδυναμίας του να ασκήσει το επάγγελμά του συνεπεία του ατυχήματος, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, το οποίο ποσό ζητά να του καταβληθεί εφάπαξ, άλλως να του καταβάλλεται ποσό 4.267,24 ευρώ την 22α εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από την 22α-04-2011 και επί 25 έτη, 8 μήνες και 9 ημέρες, ήτοι μέχρι την 1-01-2037 (οπότε θα συμπλήρωνε το 65ο έτος της ηλικίας του) προσαυξανόμενου του μηνιαίου αυτού ποσού, καθ’ έκαστο έτος, ήτοι κάθε 22/4, κατά το ποσοστό του ετήσιου πληθωρισμού, που ανέρχεται σε ποσοστό 0,4%, αλλά και τη μέση ετήσια αύξηση αποδοχών των Ελλήνων ναυτικών της ίδιας με αυτόν ειδικότητας και προσόντων. Επικουρικά, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν το ποσό των 79.011,34 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω πλήρους διαρκούς ανικανότητάς του προς εργασία, κατά το άρθρο 3 του Κ.Ν. 551/1915, καθώς και τα ανωτέρω, υπό (β) και (γ) ποσά, για τις αυτές αιτίες. Τα ως άνω ποσά, ο ενάγων ζητεί με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του στις 21-04-2011, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση. Ζητεί, τέλος, να καταδικασθούν οι εναγόμενες στα δικαστικά του έξοδα. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2, 33 και 664 ΚΠoλΔ και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.). Ακολούθως, η αγωγή, όσον αφορά στην κύρια βάση της, ήτοι την αξίωση καταβολής αποζημίωσης, με βάση τις διατάξεις του κοινού δικαίου, είναι επαρκώς ορισμένη παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες, καθόσον σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 299, 914 και 932 Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 118 αριθ. 4, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ., για το ορισμένο της αγωγής με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση αποζημίωσης λόγω ζημίας που προκλήθηκε από εργατικό ατύχημα, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ` αυτήν και οι ισχύοντες νόμοι, διατάξεις ή κανονισμοί που εκδόθηκαν από δημόσια Αρχή και αναφέρουν ρητώς τα μέτρα που έπρεπε να λάβει ο εργοδότης για την προστασία των εργαζομένων (ΑΠ 633/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω η αγωγή κατά την κύρια βάση της είναι νόμιμη, αναφορικά με αμφότερες τις εναγόμενες, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς και σε αυτές των άρθρων 71, 211, 297, 298, 299, 341, 345, 346, 361, 481, 648 επ., 914, 922, 926, 929, 930, 931, 932 του ΑΚ, 74, 176, 191 παρ. 2, 907, 908 παρ. 1 περ. ε΄ Κ.Πολ.Δ, 53 επ., 66, 84, 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ., 1, 2, 3 και 4 Κ.Ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το από 24-7/25-8-1920 Β.Δ. και ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρ. 38 Εισ.Ν.Α.Κ.) και έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο 66 του Κ.Ι.Ν.Δ., και επί ναυτικών ατυχημάτων και της από 8-11-2010 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 τόνους DW και άνω έτους 2010, που κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.2/01/2011  απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 123/9-2-2011) και ισχύει από 1-01-2010 έως 31-12-2010. Όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής, αναφορικά με την πρώτη εναγομένη, πλοιοκτήτρια του ενδίκου πλοίου και εργοδότρια του ενάγοντος, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη  στις διατάξεις του Κ.Ν. 551/31.12.1915, πλην όμως, αναφορικά με τη δεύτερη των εναγομένων, η αγωγή είναι μη νόμιμη, καθόσον, εκ των εκτιθεμένων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών, και αληθών υποτιθεμένων, δε δύναται να θεμελιωθεί κατά νόμον ευθύνη της δεύτερης εναγομένης, διαχειρίστριας του πλοίου της πρώτης για τις υποχρεώσεις του πλοίου και της πλοιοκτήτριας – εργοδότριας έναντι του εργαζομένου ενάγοντα, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεκτής γενομένης της ένστασης που υπέβαλαν οι εναγόμενες, ενώ δε συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής της εξαίρεσης του Ν. 762/1978, σύμφωνα με την οποίαν, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή πλοιοκτήτρια εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη, ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτόν για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας, καθόσον η πρώτη εναγομένη, εργοδότρια του ενάγοντα και πλοιοκτήτρια του ενδίκου πλοίου, δεν τυγχάνει αλλοδαπή εταιρεία (βλ. σχετικά, αναφορικά με την έννοια της διαχειρίστριας ξένου πλοίου και την ευθύνη αυτής ΕφΠειρ 63/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 832/20008 ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ. 13, ΜΠρΠειρ 6777/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και αναφορικά με τις προϋποθέσεις εφαρμογής του Ν. 762/1978, ΕφΠειρ 922/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.29, ΕφΠειρ 241/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.108, ΕφΠειρ 973/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.432). Σημειωτέον ότι μετά την απόρριψη ως μη νόμιμης της επικουρικής βάσης της αγωγής ως προς την δεύτερη εναγομένη παρέλκει η εξέταση της ένστασης παραγραφής που υπέβαλε αυτή ως προς τις αξιώσεις για αποζημίωση του Ν. 551/1915. Εξάλλου, ως προς το αίτημα καταβολής μισθών ασθενείας, η αγωγή είναι νόμιμη, μόνον ως προς την πρώτη εναγομένη, εργοδότρια του ενάγοντα, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 66 ΚΙΝΔ, ενώ τυγχάνει απορριπτέα ως προς τη δεύτερη των εναγομένων, για τους λόγους που ευθύς αμέσως προαναφέρθηκαν. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί η αγωγή περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, καθόσον η σχετική απαλλαγή που αφορά τις αξιώσεις εκ του εργατικού ατυχήματος βάσει του Ν. 551/1915, επεκτείνεται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και στις αξιώσεις από εργατικό ατύχημα, οι οποίες στηρίζονται στις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (βλ. ΕφΠειρ 618/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.54, Σ.Λεκέα, σε «Πρακτική Εφαρμογή Εργατικού Δικαίου, Εργατικό Ατύχημα», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2002, σ. 33), ενώ το αιτούμενο για μισθούς ασθενείας 4 μηνών ποσό δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους διαδίκους τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό … γραμμάτιο του ΔΣΠ για τον ενάγοντα και το με αριθμό … γραμμάτιο του ΔΣΠ για τις εναγόμενες).

Από την εκτίμηση της υπ’ αριθμ. … ένορκης βεβαιώσεως του Φ. Χ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Ξ. Αικατερίνης Παγουλάτου, που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, η οποία ελήφθη νόμιμα (αρθρ. 671 ΚΠολΔ), με επιμέλεια του ενάγοντα ύστερα από προηγούμενη κλήτευση των αντιδίκων του (βλ. τις με αριθμ. … και … εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Κ. Κ. αντίστοιχα), της υπ’ αριθμ. … ένορκης βεβαιώσεως του Α. Π., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Φωτεινής Σαρρή, των υπ’ αριθμ. … και … ενόρκων βεβαιώσεων των  Ρ. Α. Δ. και Κ. Κ. αντίστοιχα, ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, καθώς και της από 19.03.2015 ένορκης βεβαιώσεως του R. M. ενώπιον του Συμβολαιογράφου Μανίλλας Φιλιππίνων Ambrocio E. Pagtalunan, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενες, οι οποίες ελήφθησαν νόμιμα (αρθρ. 671 ΚΠολΔ), με επιμέλεια των εναγομένων ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου τους (βλ. τις υπ’  αριθμ. …, … και … εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Μ. Γ.), οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη εν προκειμένω, κατ’ αρθρ. 671 ΚΠολΔ, παρότι ο αριθμός τους υπερβαίνει τις τρεις (ΑΠ 1391/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που καταρτίσθηκε στην Αθήνα, στις ….2010, μεταξύ του ενάγοντα και της δεύτερης εναγομένης, ο ενάγων προσλήφθηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα τριών μηνών με δυνατότητα παράτασης για χρονικό διάστημα τριών επιπλέον μηνών, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, σύμφωνα με τους όρους της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. πληρωμάτων φορτηγών πλοίων από 4500 τόνους DW και άνω, στο υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο (δ/ξ) – πετρελαιοφόρο πλοίο «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, υπό διεθνές διακριτικό σήμα …, με αριθμό ΙΜΟ …, χωρητικότητας τόνων 319.250 DW, κ.ο.χ. 161.175 και κόρων καθαρής χωρητικότητας 110.520, πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στην Ελλάδα, πρώτης εναγομένης, …, της οποίας διαχειρίστρια τυγχάνει η δεύτερη εναγομένη, στο οποίο ναυτολογήθηκε στις 16-06-2010 στο λιμένα Southwest Pass των Η.Π.Α. Στις 2-12-2010 στο λιμάνι Fujairah των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, κατ’ εντολήν της δευτέρας εναγομένης και του πλοιάρχου του πλοίου προήχθη σε ναύτη και οι μηνιαίες αποδοχές του αναπροσαρμόσθηκαν, ενώ στις 15-12-2010 η σύμβασή του μετετράπη σε αορίστου χρόνου (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα ναυτικό του φυλλάδιο). Στις αρχές Φεβρουαρίου 2011 το ανωτέρω πλοίο απέπλευσε από το λιμένα Mina Al Ahmadi του Κουβέιτ με κατεύθυνση προς τον κόλπο του Μεξικού με πιθανό προορισμό το λιμάνι Loop της Λουιζιάνα των Η.Π.Α., όπου αναμενόταν να καταπλεύσει στις 20-03-2011, έχοντας ενημερώσει για τη διαδρομή που θα ακολουθήσει τόσο τον Οργανισμό Εμπορικής Ναυτιλίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UMKTO), όσο και το Κέντρο Ναυτικής Ασφάλειας του Κέρατος της Αφρικής (…) (βλ. την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του Κ. Κ., το από 8-02-2011 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του πλοίου προς ασφάλεια … και το από 2-02-2011 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του … που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι εναγόμενες). Λόγω του μεγέθους του πλοίου, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των υπερδεξαμενόπλοιων, το ταξίδι θα πραγματοποιείτο μέσω του Ακρωτηρίου Καλής Ελπίδας της Νοτίου Αφρικής και όχι μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. Η καθορισθείσα διαδρομή και πλους του πλοίου, αμέσως μετά την έξοδό του από τον Αραβικό Κόλπο, ενείχε διέλευση από Περιοχή Υψηλού Κινδύνου για την εκδήλωση πειρατικών επιθέσεων, όπως ήταν ο Κόλπος του Ομάν, ο Κόλπος του Άντεν, η Αραβική Θάλασσα, ο Ινδικός Ωκεανός και οι Ακτές της Σομαλίας. Στις 9-02-2011 και περί ώρα 7:30, ενώ το πλοίο έπλεε στον Ινδικό Ωκεανό, σε απόσταση 200 ν.μ. ανατολικά από το Ακρωτήριο Ρας Αλ Χααντ του Σουλτανάτου του Ομάν, εντοπίσθηκε ένα πολεμικό σκάφος, το οποίο συμμετείχε σε πολεμικές ασκήσεις με αληθινά πυρά. Κατόπιν επικοινωνίας μέσω VHF με τον ανθυποπλοίαρχο που είχε βάρδια στη γέφυρα, ο πλοίαρχος έδωσε εντολή για αλλαγή πορείας προς τα νοτιοανατολικά προς τις ακτές της Ινδίας, προκειμένου να κινηθεί το πλοίο εκτός του πεδίου βολής και να αποτραπεί ο κίνδυνος σύγκρουσής του με παραπλέον πολεμικό σκάφος. Ενώ λοιπόν το δεξαμενόπλοιο έπλεε στο προς το νοτιότερο άκρο του πεδίου βολής, το οποίο απείχε περίπου 700 ν.μ. από τις ακτές της Σομαλίας, περί ώρα 9:30, εντοπίσθηκε, αρχικά από τα ραντάρ και εν συνεχεία από τη βάρδια γέφυρας, ένα αλιευτικό σκάφος (ψαράδικο) στο οποίο επέβαιναν Σομαλοί πειρατές, σε απόσταση 9 ν.μ. και αριστερά του πλοίου. Αντιλαμβανόμενοι αυτοί ότι επρόκειτο για εμπορικό και όχι πολεμικό πλοίο, επιβιβάστηκαν άμεσα σε ταχύπλοο και επιχείρησαν να το προσεγγίσουν, με προφανή σκοπό να το καταλάβουν. Ο Πλοίαρχος, μόλις αντιλήφθηκε από το ραντάρ το ταχύπλοο των πειρατών, ειδοποίησε με τα συστήματα του πλοίου τόσο την πλοιοκτήτρια εταιρεία, όσο και τις υπηρεσίες … UKMTO – MARLO – MSHOA που συντονίζουν και παρέχουν υπηρεσίες στους ναυτικούς ενάντια στην πειρατεία στα πλοία που πλέουν στην Αραβική Θάλασσα και στην Ινδικό Ωκεανό. Επίσης σήμανε το συναγερμό και ενημέρωσε το πλήρωμα για την επικείμενη εκδήλωση της πειρατείας, τους έδωσε δε εντολή να χρησιμοποιήσουν τις αντλίες πυρκαγιάς, προκειμένου να εκτοξεύσουν νερό και να απωθήσουν τους πειρατές. Ταυτόχρονα, αύξησε την ταχύτητα του πλοίου και προσπάθησε με ελιγμούς αριστερά – δεξιά να αποτρέψει την επιβίβαση των πειρατών σε αυτό, πλην όμως χωρίς να το καταφέρει, καθόσον λόγω του φορτίου δεν ήταν δυνατόν το πλοίο να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα, ενώ για τον ίδιο λόγο το βύθισμά του ήταν μεγάλο, οπότε δεν ήταν δύσκολο για τους πειρατές, που επιδίδονταν συχνά σε παρόμοιες ενέργειες, να σκαρφαλώσουν. Πράγματι, κατάφεραν να ανέβουν στο πλοίο τέσσερα άτομα, τα οποία ήταν οπλισμένα με καλάσνικοφ και εκτοξευτές ρουκετών και να το καταλάβουν, θέτοντας υπό καθεστώς ομηρίας όλα τα μέλη του πληρώματος, ενώ εν συνεχεία επιβιβάστηκαν στο πλοίο και άλλοι πειρατές, φθάνοντας περίπου τους τριάντα. Αφού ζήτησαν να προσέλθει όλο το πλήρωμα στη γέφυρα του πλοίου, τους έψαξαν και πήραν όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα, εν συνεχεία έδωσαν εντολή στον Πλοίαρχο να κατευθυνθεί στις Ακτές της Σομαλίας, όπου πράγματι το πλοίο κατέπλευσε στις 14-02-2011. Η ως άνω ομηρία διήρκησε δύο μήνες και καθ’ όλη τη διάρκειά της οι πειρατές ήταν ιδιαίτερα σκληροί, καθώς με τη χρήση όπλων κρατούσαν υπό καθεστώς αιχμαλωσίας όλο το πλήρωμα του πλοίου, αποτελούμενο από 7 Έλληνες, 17 Φιλιππινέζους και έναν Ουκρανό, οι οποίοι παρέμειναν στη γέφυρα του πλοίου, καθόσον δεν τους επέτρεπαν την πρόσβαση σε άλλους χώρους του πλοίου, ενώ ελάχιστες φορές τους επέτρεψαν την επικοινωνία με τους οικείους τους. Τελικά, μετά από διαπραγματεύσεις με την πλοιοκτήτρια εταιρεία, η ομηρία έληξε στις 7-04-2011, αφού καταβλήθηκε το ποσό των 11.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. στους πειρατές. Στη συνέχεια και αφού αποβιβάστηκαν από το πλοίο σταδιακά οι πειρατές, αυτό κατέπλευσε υπό τις οδηγίες του πλοιάρχου, συνοδευόμενο και από ένα νατοϊκό πολεμικό σκάφος για λόγους ασφαλείας, στο λιμάνι Durban της Νοτίου Αφρικής. Τα μέλη του πληρώματος αντικαταστάθηκαν από άλλα και στις 23-04-2011 μεταφέρθηκαν αεροπορικώς στην Ελλάδα με έξοδα της πλοιοκτήτριας εταιρείας, μεταξύ αυτών δε και ο ενάγων, του οποίου η σύμβαση ναυτολόγησης λύθηκε στις 21-04-2011 στο Durban Νοτίου Αφρικής. Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί του ενάγοντα, ότι το πρώτο πλοίο που εντοπίσθηκε στις 7:15 δεν ήταν πολεμικό, αλλά το αλιευτικό σκάφος από όπου ξεκίνησε το ταχύπλοο των πειρατών, κι ότι ο Πλοίαρχος στην επικοινωνία που είχε με αυτό έδωσε πληροφορίες για την ταχύτητα και τον προορισμό του πλοίου, με αποτέλεσμα να διευκολύνει τους πειρατές, καθόσον την παρουσία του πολεμικού πλοίου επιβεβαιώνουν ο υποπλοίαρχος του δεξαμενόπλοιου R. M. στην από 19-03-2015 ένορκη κατάθεσή του, ο  πλοίαρχος αυτού Α. Λ. στο από 9-03-2013 απολογητικό του υπόμνημα, καθώς και ο Φ. Χ. στην από 15-11-2013 προανακριτική του κατάθεση, αν και στην υπ’ αριθμ. 18953/20-03-2015 ένορκη βεβαίωσή του, προσπαθεί να συνδέσει για πρώτη φορά το πολεμικό πλοίο με το πειρατικό πλοίο. Άλλωστε στο ημερολόγιο του πλοίου υπάρχει καταγεγραμμένο το περιστατικό, αφού αναφέρεται ότι «το πλοίο προχωράει σε ασφαλή απόσταση από την περιοχή γυμνασίων». Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι  κατά τη διέλευση του πλοίου από την Αραβική Θάλασσα, το επίπεδο ασφαλείας του πλοίου είχε αυξηθεί από 1 σε 2, όπως είχε οριστεί από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας – Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής για τα πλοία υπό ελληνική σημαία που διαπλέουν τη θαλάσσια περιοχή του κόλπου του Aden και ιδιαίτερα τις ακτές της Σομαλίας (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4425.1/4/2008 έγγραφο του ανωτέρω Υπουργείου που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων). Μάλιστα είχαν ληφθεί και επιπρόσθετα μέτρα ασφαλείας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εγκεκριμένου σχεδίου ασφαλείας του πλοίου (ομάδες ασφαλείας, παρατηρητήρια, περιπολίες, ελεγχόμενη πρόσβαση στη διάρκεια της νύκτας), το οποίο (σχέδιο ασφαλείας πλοίου) σημειωτέον ότι δεν προσκομίζεται, πλην όμως προσκομίστηκε από τις εναγόμενες ο από 4-02-2011 έλεγχος ασφαλείας του σχεδίου αυτού. Άλλωστε το ανωτέρω πλοίο είχε διέλθει την Αραβική Θάλασσα και στα τέλη του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2011 και τότε είχε πάλι αυξηθεί το επίπεδο ασφαλείας από 1 σε 2, πλοίαρχος δε και υποπλοίαρχος ήταν τα ίδια πρόσωπα, οπότε γνώριζαν τις διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθήσουν (βλ. το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από ενάγοντα υπ’ αριθμ. 4423.6/02/2014 έγγραφο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου με το συνημμένο σε αυτό έγγραφο τηλεομοιοτυπίας που εστάλη από τον Πλοίαρχο του πλοίου στις 23-01-2011). Αποδείχθηκε επίσης ότι στο πλοίο είχε γίνει στις 29-01-2011 εκπαίδευση για απειλή βόμβας, ενώ στις 27-10-2010 είχε γίνει η τελευταία εκπαίδευση για την περίπτωση επίθεσης μικρού σκάφους ή προσέγγισης από ύποπτο πλοίο. Όμως κατά τον απόπλου του πλοίου στις αρχές Φεβρουαρίου 2011, λόγω αντικατάστασης μελών του πληρώματος, υπηρετούσαν σε αυτό άτομα που δεν συμμετείχαν στο γυμνάσιο που έγινε στις 27-10-2010, όπως αποδεικνύεται από το από 27-10-2010 πρακτικό γυμνασίων που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι εναγόμενες. Συγκεκριμένα δεν είχαν λάβει εκπαίδευση ο υποπλοίαρχος R. M., ο Α΄ Μηχανικός Ν. Κ., ο Β΄ Μηχανικός Β. Μ., οι Γ΄ Μηχανικοί P. N. και J. E., ο ναύκληρος A. D. R., ο ναυτόπαις C. F., ο καθαριστής V. C. και ο βοηθός θαλαμηπόλου R. M., ήτοι τα εννέα από τα συνολικά 25 μέλη του πληρώματος, ενώ και τα υπόλοιπα μέλη είχαν να εκπαιδευτούν για τη συγκεκριμένη απειλή περίπου 3,5 μήνες. Συνεπώς το πλήρωμα δεν είχε λάβει την απαιτούμενη εκπαίδευση στο σχέδιο ασφαλείας του πλοίου και τις σχετικές διαδικασίες, πριν την είσοδό τους στην Περιοχή Υψηλού Κινδύνου, βασισμένης σε σενάριο στο πώς θα πρέπει να ενεργήσει το κάθε μέλος του πληρώματος σε περίπτωση επίθεσης από πειρατές, με αποτέλεσμα όταν εκδηλώθηκε η επίθεση, να μην γνωρίζουν τα μέλη του πληρώματος πώς πρέπει να αντιδράσουν, σε ποιες ενέργειες πρέπει να προβούν, ούτε πού πρέπει να κατευθυνθούν. Λόγω δε της ελλιπούς εκπαίδευσής τους δεν έλεγξαν την πρόσβαση στα διάφορα μέρη του πλοίου, αφού σύμφωνα με την από 13-09-2011 κατάθεση του Α. Π. άφησαν πόρτες ανοιχτές που έτρεχαν τελευταία στιγμή να τις κλείσουν, με αποτέλεσμα οι πειρατές να φθάσουν με ευκολία στη γέφυρα του πλοίου και να το καταλάβουν, στερώντας από το πλήρωμα τη δυνατότητα αντίδρασης ή έστω καθυστέρησης της κατάληψης, έως ότου προσέλθει βοήθεια, αφού είχαν ήδη εκπέμψει σήμα κινδύνου. Επίσης δεν συγκεντρώθηκαν σε ειδικά καθορισμένο σημείο του πλοίου, όπως θα έπρεπε προκειμένου να προστατευθούν και να οργανώσουν από κοινού τις κινήσεις τους, αντίθετα μετέβησαν στη γέφυρα του πλοίου, αφότου αυτό κατελήφθη από τους πειρατές και τους κάλεσε από τα μεγάφωνα ο Πλοίαρχος. Μάλιστα ο Γ΄ Μηχανικός δεν προσερχόταν στη γέφυρα, με αποτέλεσμα οι πειρατές να γίνουν πιο βίαιοι σε βάρος του Πλοιάρχου, γεγονός που καταδεικνύει την ελλιπή εκπαίδευση των μελών του πληρώματος για την αντιμετώπιση συνθηκών πειρατείας. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ο Πλοίαρχος του πλοίου Α. Λ., ο Αξιωματικός Ασφαλείας και Υποπλοίαρχος του πλοίου R. M. και ο Υπεύθυνος Ασφαλείας Ν. Σ., προστηθέντες της δεύτερης εναγομένης, αντιπροσώπου και διαχειρίστριας της πρώτης εναγομένης και προστηθείσας από αυτήν, από έλλειψη της επιμέλειας του μέσου συνετού προσώπου του ίδιου επαγγελματικού κύκλου, προκάλεσαν με την ανωτέρω παράλειψή τους, την πειρατεία στο ανωτέρω πλοίο, καθόσον δεν φρόντισαν για την εκπαίδευση του πληρώματος προκειμένου να αντιμετωπίσει και να αποτρέψει τον κίνδυνο πειρατείας, παράλειψη για την οποία ευθύνονται και οι εναγόμενες. Η παράλειψη δε αυτή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, συνιστά και παράβαση του ειδικού όρου ασφαλείας, καθιερούμενου από τη Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου «περί ασφαλείας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα» (S.O.L.A.S.) του έτους 1974 και ειδικότερα στο Μέρος Α΄ κεφάλαιο 9.9, όπου ορίζεται ότι το Σχέδιο Ασφαλείας του Πλοίου θα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικασίες εκπαίδευσης, γυμνασίων και ασκήσεων του πληρώματος, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται ευθύνη των υπόχρεων προς αποζημίωση των εκ του ναυτεργατικού ατυχήματος παθόντων κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου. Σημειωτέον ότι οι λοιπές ενέργειες στις οποίες ισχυρίζεται ο ενάγων ότι έπρεπε να προβούν, αλλά παρέλειψαν, οι εναγόμενες και τα προστηθέντα από αυτές πρόσωπα, ήτοι η ένταξη του πλοίου σε ομάδα με άλλα πλοία ή σε εθνική νηοπομπή, η συνοδεία αυτού από πολεμικό πλοίο, η πρόσληψη και επιβίβαση ειδικώς ειδικευμένων ανδρών ασφαλείας, η κατασκευή επί του πλοίου ειδικού δωματίου ασφαλείας – οχυρού (citadel), η επέκταση της κουπαστής, η τοποθέτηση ακανθώδους πολυκλωνικού συρματοπλέγματος στο πλοίο, καθώς και ηλεκτροφόρων καλωδίων, η εγκατάσταση ειδικών καμερών που να καλύπτουν περιμετρικά το πλοίο, η χρησιμοποίηση ανδρείκελων στις κουπαστές, η δημιουργία υδατοφρακτών γύρω από το πλοίο με πυροσβεστικές αντλίες ή σωλήνες και η απενεργοποίηση του Συστήματος Αυτόματου Εντοπισμού Ραντάρ δεν αποτελούν μέτρα ασφαλείας που είναι υποχρεωμένες να λαμβάνουν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες για την αποφυγή εκδήλωσης πειρατείας. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται κυρίως στο Εγχειρίδιο για τις Βέλτιστες Διαχειριστικές Πρακτικές για την Αποτροπή της Πειρατείας ανοικτά των ακτών της Σομαλίας και στην περιοχή της Αραβικής Θάλασσας, αλλά και σε άλλα εγχειρίδια σχετικά με μέτρα αυτοπροστασίας και την πρόληψη πειρατικών πράξεων και ενόπλων επιθέσεων, πλην όμως δεν είναι υποχρεωτικά, δεν αποτελούν ειδικούς όρους ασφαλείας και συνεπώς η τήρησή τους εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε πλοιοκτήτη, η παράλειψη εφαρμογής τους δε δεν επιφέρει καμία κύρωση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων μετά τη λήξη της ομηρίας, στις 20-04-2011 και πριν απολυθεί από το δεξαμενόπλοιο, εξετάσθηκε στο Durban της Νοτίου Αφρικής από τον ιατρό … και έναν ψυχολόγο και διαπιστώθηκε ότι είναι απαραίτητο να λάβει περαιτέρω μετατραυματική θεραπεία και ψυχολογική εκτίμηση μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα. Στις 2-09-2011 ο ενάγων εξετάσθηκε από τον Διευθυντή της ψυχιατρικής κλινικής του Σισμανόγλειου Γενικού Νοσοκομείου Αττικής Κ. Λ. και ευρέθη πάσχων από «διαταραχή μετατραυματικού άγχους (θύμα πειρατείας στο πλοίο όπου εργαζόταν, αιχμάλωτος επί δίμηνο στη Σομαλία)», συνεστήθη δε ψυχιατρική παρακολούθηση και εδόθη φαρμακευτική αγωγή. Επανεξετάσθηκε από τον ίδιο ως άνω ιατρό στις 21-11-2011 και συνεστήθη συνέχιση της αγχολυτικής – αντικαταθλιπτικής αγωγής και τακτική ψυχιατρική παρακολούθηση, ενώ διαπιστώθηκε ότι «δεν είναι τώρα σε θέση να εργαστεί στο ναυτικό επάγγελμα». Εν συνεχεία ο ενάγων νοσηλεύτηκε στην ψυχιατρική κλινική «…» στο Π. Κ. από 13-12-2011 έως 19-12-2011 πάσχων εκ  διαταραχής μετατραυματικού στρες, στη διάρκεια δε την νοσηλείας του παρουσίασε αϋπνία, ανησυχία, καταθλιπτικό συναίσθημα και φοβία για τη δουλειά του. Στις 19-12-2011 επισκέφθηκε τον νευρολόγο – ψυχίατρο Θ. Ε. στην Κ., ο οποίος διέγνωσε «μετατραυματικό στρες με δραματικές συνθήκες φυλάκισης, ως περιγράφεται και σοβαρές κακοποιήσεις σωματικές. Επακόλουθα με προϊούσα επιδείνωση κατάθλιψης, πανικού, φοβίας και αϋπνίας, ως κυριότερα συμπτώματα», ενώ όμοια ήταν η διάγνωση του ανωτέρω ιατρού και κατά την εξέταση της 13-02-2012, με τη σημείωση ότι ο ενάγων παρουσιάζει «φοβίες με την παραμικρή σκέψη επανάκαμψης στο περιβάλλον των καραβιών, στους τόπους κακοποίησης και γενικά στο περιβάλλον το ναυτικό. “Εφιάλτες”, “όνειρα”, αϋπνίες σοβαρές του προκαλούν εμπόδια στη ζωή και την πλήρη σωματική, ψυχική και επαγγελματική έκπτωση, ως και πλήρη ανικανότητα για το επάγγελμα του ναυτικού». Παρόμοιο περιεχόμενο έχουν και οι από 23-02-2012, 4-01-2013, 12-07-2013, 3-12-2013, 5-05-2014 και 5-09-2014 ιατρικές βεβαιώσεις – γνωματεύσεις του νευρολόγου – ψυχίατρου Κ. Μ. στο Πανεπιστημιακό Γ. Ν. Α., καθώς και η από 15-01-2015 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ψυχίατρου  Τ. του ίδιου ως άνω νοσοκομείου. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εξαιτίας της ως άνω καταστάσεως της υγείας του που οφείλεται στην ομηρία που βίωσε, έχει καταστεί πλήρως και δια βίου ανίκανος για την άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος και κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδυνάμου με αυτό. Οι εναγόμενες, δια των κατατιθεμένων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίων προτάσεών τους, αρνούνται την αγωγή, ισχυρίζονται ότι ο ενάγων δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα υγείας και σε κάθε περίπτωση ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι υπάρχει κάποια προσβολή της υγείας του, δεν υφίσταται κανένας αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατάστασης της υγείας του και της πειρατείας. Ενόψει των ανωτέρω, κατά τη μελέτη της υπόθεσης, μετά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, παρουσιάζονται κενά και αμφίβολα σημεία, διότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα δεν μπορεί το Δικαστήριο να αχθεί σε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς τα κρίσιμα και εντόνως αμφισβητούμενα ζητήματα: α) της ύπαρξης ασθένειας ή προδιάθεσης εκδήλωσης ασθένειας πριν από τη ναυτολόγηση του ενάγοντα και, σε θετική περίπτωση, περί του εάν αυτή υποτροπίασε ή παροξύνθηκε στο πλοίο (προς απόδειξη των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 66 ΚΙΝΔ, όπως αναλυτικά αυτές εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας), β) της πρόκλησης ή μη εργατικού ατυχήματος στον ενάγοντα, υπό την έννοια που αυτό εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, ειδικότερα, δε, στην προκειμένη περίπτωση, περί του εάν ο ενάγων λόγω της ομηρίας του από τους πειρατές εκδήλωσε κάποια ασθένεια, εάν αυτή προϋπήρχε της ομηρίας του ή της ναυτολόγησής του και, στην τελευταία περίπτωση, εάν αυτή εκδηλώθηκε λόγω της μεσολάβησης εξωτερικού γεγονότος, ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος και γ) του εάν τα ανωτέρω (υπό β) προκάλεσαν ανικανότητα στον ενάγοντα προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος ή κάθε άλλου ισοδυνάμου επαγγέλματος και αν ναι για πόσο χρόνο και σε τι ποσοστό. Επομένως, ενόψει του ότι τα ανωτέρω ζητήματα απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις της επιστήμης της ιατρικής, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, για την πλήρη διακρίβωση και ορθή διάγνωση της διαφοράς, να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατ’ αρθρ. 254 σε συνδυασμό με το άρθρο 368 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα. Πέραν των ανωτέρω, κατά παραδοχή του σχετικά προβαλλομένου επικουρικώς ισχυρισμού των εναγομένων και προς χάριν εξυπηρέτησης της αρχής της οικονομίας της δίκης, κρίνεται αναγκαίο όπως, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, προσκομισθεί, επιμελεία του επιμελέστερου των διαδίκων: α) γνωμάτευση της Ανώτατης Ναυτικής Υγειονομικής Επιτροπής (ΑΝΥΕ) περί της καταστάσεως υγείας του ενάγοντα, β) απόφαση της Διεύθυνσης Ναυτικής Εργασίας του ΥΕΝ περί διαγραφής του ενάγοντα από τα Μητρώα Απογραφής Ναυτικών, καθώς και γ) γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ, από την οποίαν να προκύπτει εάν ο ενάγων είναι ανίκανος για το ναυτικό επάγγελμα και σε ποιο βαθμό. Σημειωτέον ότι το αίτημα επίδειξης εγγράφων (άρθρο 450§2 και 451§1 ΚΠολΔ) που υπέβαλε ο ενάγων και συγκεκριμένα του Σχεδίου Ασφαλείας του πλοίου, της Αξιολόγησης και διερεύνησης του σχεδίου ασφαλείας του πλοίου, του Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης, της Συμβάσεως των εναγομένων με ένοπλους φρουρούς και των τιμολογίων αγοράς συρματοπλεγμάτων μετά τη λήξη της πειρατείας και του Βιβλίου Επιθεωρήσεων και Γυμνασίων, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι αυτά βρίσκονται αποδεδειγμένα στην κατοχή των εναγομένων. Σημειώνεται ότι δε θα περιληφθεί εν προκειμένω διάταξη περί δικαστικών εξόδων, ενόψει του ότι πρόκειται περί μη οριστικής απόφασης (191 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος, τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, θα συνεκτιμηθούν κατά την κατ’ επανάληψη συζήτηση, η οποία αποτελεί συνέχεια της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            -ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

-ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής απόφασης.

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθεί η παρακάτω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, τη διενέργεια της οποίας διατάσσει.

-ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα από το κατάλογο των πραγματογνωμόνων που τηρείται στο Δικαστήριο για τον σκοπό αυτό τον Ι. Π. του Δ., Νευρολόγο – Ψυχίατρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοικο Αθήνας (οδός …), ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο του ενώπιον της δικάζουσας Δικαστού ή του νόμιμου αναπληρωτή της εντός 10 ημερών από την επομένη της επίδοσης σε αυτόν της παρούσας αποφάσεως κατά την ημέρα και ώρα που θα ορισθεί από αυτόν στο κατάστημα του Πρωτοδικείου Πειραιά και, αφού προηγουμένως, αφενός λάβει γνώση όλων των έγγραφων στοιχείων της δικογραφίας που είναι χρήσιμα για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και λάβει κάθε χρήσιμη διευκρίνιση ή πληροφορία από τους διαδίκους και αφετέρου πραγματοποιήσει ιατρική εξέταση του ενάγοντα, να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεση, την οποία θα καταθέσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού εντός προθεσμίας 20 ημερών από την επομένη της ημερομηνίας ορκίσεώς του για τα κάτωθι θέματα: Α) Εάν ο ενάγων υπέστη κάποια βλάβη κατά το χρόνο ναυτολόγησής του (από 15.6.2010 έως 21.4.2011), σε καταφατική περίπτωση ποια η φύση (είδος και έκταση) της, εάν αυτή οφείλεται σε αιφνίδιο βίαιο περιστατικό άσχετο με την ιδιοσυστασία του οργανισμού του ή επήλθε από προϋπάρχουσα, και σε λανθάνουσα έστω κατάσταση, ασθένεια του ενάγοντα. Β) Σε περίπτωση θετικής απάντησης ως προς τη δεύτερη ως άνω περίπτωση, εάν η αιτία εκδήλωσης αυτής κατά τον ως άνω χρόνο οφείλεται στη μεσολάβηση εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του ενάγοντα ή θα εκδηλωνόταν ασχέτως του γεγονότος αυτού. Γ) Εάν η ως άνω βλάβη εμποδίζει τον ενάγοντα να ασκήσει το επάγγελμα του ναυτικού, ή άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμου και για πόσο χρονικό διάστημα. Δ) σε περίπτωση θετικής απάντησης ως προς το ανωτέρω, υπό Δ, ερώτημα, σε ποιο βαθμό (ποσοστό) προσδιορίζεται η τυχόν ανικανότητά του. Ε) Σε περίπτωση θετικής απάντησης περί του ότι η ασθένεια υπήρχε πριν από τη ναυτολόγηση του ενάγοντα, εάν αυτή υποτροπίασε ή παροξύνθηκε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντα.

-ΔΙΑΤΑΣΕΕΙ την προσκόμιση, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης, α) γνωμάτευσης της Ανώτατης Ναυτικής Υγειονομικής Επιτροπής (ΑΝΥΕ) περί της καταστάσεως υγείας του ενάγοντα, β) απόφασης της Διεύθυνσης Ναυτικής Εργασίας του ΥΕΝ περί διαγραφής του ενάγοντα από τα Μητρώα Απογραφής Ναυτικών, καθώς και γ) γνωμάτευσης της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ, από την οποίαν να προκύπτει εάν ο ενάγων είναι ανίκανος για το ναυτικό επάγγελμα και σε ποιο βαθμό.

-ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 8 Οκτωβρίου 2015, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Ο  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ