ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2818/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 9738/4461/01-12-2021 έφεση)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8η Μαρτίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα Νησιά … και εκπροσωπείται νόμιμα (στερούμενη ΑΦΜ), της οποίας αντιπρόσωπος στην Ελλάδα και αντίκλητος είναι η εταιρεία του Ν. 89/1967 με την επωνυμία «…», που εδρεύει, άλλως είναι εγκατεστημένη στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παύλο Σιούφα (Α.Μ/Δ.Σ.Π. 2429), βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρου του Αργύριο Δήμοβιτς (Α.Μ/Δ.Σ.Π. 1580).
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 27-12-2018 (με αριθμό κατάθεσης 13536/160/27-12-2018) αγωγή του κατά της εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 19/2021 οριστική απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29-11-2021 και με αριθμό κατάθεσης στο εκδόν Δικαστήριο 13628/216/01-12-2021 και στο ως άνω Δικαστήριο 9738/4461/01-12-2021) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραστάθηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, όπως αναφέρεται παραπάνω και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 29-11-2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Ειρηνοδικείου 13628/216/01-12-2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ παρόντος Δικαστηρίου 9738/4461/01-12-2021) έφεση της εναγόμενης στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 19/2021 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3 και 621 ΚΠολΔ) και δέχθηκε εν μέρει την από 27-12-2018 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθέσεως 13536/160/27-12-2018) αγωγή. Η έφεση έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη την 20-10-2021 (βλ. την από υπ’ αριθ. …/20-10-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …) και η έφεση κατατέθηκε ενώπιον του εκδόσαντος την απόφαση δικαστηρίου την 01-12-2021 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 1 εδ. β΄, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), φέρεται δε αρμόδια ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 γ΄ του Ν. 2172/1993, ως εκ της ναυτικής φύσεως της διαφοράς). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ειδική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 591 παρ. 7 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 27-12-2018 (13536/160/27-12-2018) αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά εξέθετε ότι με σύμβαση ναυτικής εργασίας διάρκειας δύο (2) μηνών, που καταρτίστηκε γραπτά στον Πειραιά την 17-03-2017 μεταξύ του ιδίου και της εταιρείας με την επωνυμία «…», που είναι εγκατεστημένη στο …, η οποία ενήργησε ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα και αντίκλητος της εναγομένης αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα νησιά … και η οποία είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία φορτηγού-εμπορευματοκιβωτίων πλοίου «…», με αριθμό νηολογίου …, με χωρητικότητα Ο.Χ. 8737, Κ.Χ. 3427, με Δ.Δ.Σ. SVCP7, προσλήφθηκε για να εργαστεί στο πλοίο της εναγομένης ως πλοίαρχος για χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών με μηνιαίο μισθό 9.500 ευρώ (βασικός μισθός και επίδομα Κυριακών 3.308,96 ευρώ + επίδομα αδείας 1.203,26 ευρώ + έξοδα παραστάσεως Πλοιάρχου 171,08 ευρώ + αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και αργίες 578,68 ευρώ + μπόνους πλοιοκτητών 4.238,09 ευρώ). Ότι οι όροι εργασίας του συμφωνήθηκε να διέπονται από το Ελληνικό Δίκαιο και τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πλοιάρχων Ποντοπόρων Φορτηγών Πλοίων. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ναυτολογήθηκε την 18-03-2017, ως Πλοίαρχος στον Πειραιά και υπηρέτησε συνεχώς στο προαναφερόμενο πλοίο με την ειδικότητα αυτή μέχρι την 11-07-2017, οπότε και απολύθηκε στη Θεσσαλονίκη «αμοιβαία συναινέσει». Ότι ενδιάμεσα και συγκεκριμένα στις 18-05-2017 καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ του ιδίου και της ως άνω εταιρείας σύμβαση εργασίας διάρκειας δύο (2) μηνών για να συνεχίσει να εργάζεται με τον ίδιο μηνιαίο μισθό στο πλοίο της εναγομένης. Ότι η ναυτολόγησή του στο πλοίο της εναγομένης ήταν ενιαία από την 18-03-2017 έως την 11-07-2017, οπότε και όπως προαναφέρθηκε απολύθηκε. Ότι η εναγομένη αρνείται να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 3.579,18 ευρώ [ήτοι ποσό 95,85 ευρώ (υπόλοιπο από τον προηγούμενο του τελευταίου λογαριασμό μισθοδοσίας του) + 3.483,33 ευρώ (για τη χρονική περίοδο από 01-07-2017 έως 11-07-2017 και ειδικότερα 9.500 ευρώ : 30 ημέρες χ 11 ημέρες)]. Με βάσει το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 3.579,18 ευρώ, νομιμοτόκως από την απόλυσή του (11-07-2017) άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμόν 19/2021 απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.579,18 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την 12-07-2017. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για το λόγο που εκτίθεται σ’ αυτήν και ανάγεται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρα 336 παρ. 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Mε σύμβαση ναυτικής εργασίας διάρκειας δύο (2) μηνών που καταρτίστηκε στο Μαρούσι την 17-03-2017 μεταξύ του ενάγοντος και της εταιρείας με την επωνυμία «…», που είναι εγκατεστημένη στο …, η οποία ενήργησε ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα και αντίκλητος της εναγομένης αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα νησιά … και η οποία είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία φορτηγού-εμπορευματοκιβωτίων πλοίου «…», με αριθμό νηολογίου …, με χωρητικότητα Ο.Χ. 8737, Κ.Χ. 3427, με Δ.Δ.Σ. SVCP7, ο ενάγων προσλήφθηκε για να εργαστεί στο πλοίο της εναγομένης ως πλοίαρχος. Με τη μεταξύ τους εργασιακή σύμβαση συμφωνήθηκε ο ενάγων να λαμβάνει ως μηνιαίες αποδοχές το συνολικό ποσό των 9.500 ευρώ, αναλυόμενο ως εξής: βασικός μισθός: 3.308,96 ευρώ, επίδομα αδείας 1.203,26 ευρώ, έξοδα παραστάσεως πλοιάρχου 171,08 ευρώ, αμοιβή για εργασία κατά τα Σάββατα και αργίες 578,68 ευρώ, μπόνους πλοιοκτητών 4.238,09 ευρώ. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο ενάγων ναυτολογήθηκε την 18-03-2017, ως πλοίαρχος και υπηρέτησε συνεχώς στο προαναφερόμενο πλοίο με την ειδικότητα αυτή μέχρι την 11-07-2017, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης «αμοιβαία συναινέσει». Ενδιαμέσως και συγκεκριμένα στις 18-05-2017 καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης δια της ανωτέρω αντιπροσώπου και αντικλήτου της στην Ελλάδα νέα όμοια σύμβαση εργασίας διάρκειας δύο (2) μηνών, προκειμένου αυτός να συνεχίσει να εργάζεται με τον ίδιο μηνιαίο μισθό στο πλοίο της εναγομένης. Συνεπώς, η ναυτολόγηση του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης ήταν ενιαία από την 18-03-2017 έως την 11-07-2017, οπότε και όπως προαναφέρθηκε απολύθηκε. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν του έχει καταβάλει τις αποδοχές, που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα υπηρεσίας του στο πλοίο από 01-07-2017 ύψους 3.483,33 ευρώ (9.500 : 30 χ 11 ημέρες), πλέον υπολοίπου από προηγούμενη μισθοδοσία ποσού 95,85 ευρώ, ήτοι συνολικά του οφείλει το ποσό των 3.579,18 ευρώ. Η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων έχει λάβει το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό σε μετρητά από το ταμείο του πλοίου. Ειδικότερα, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι τον Ιούνιο του έτους 2017 ο ενάγων εισέπραξε από αυτή σε μετρητά το ποσό των 8.900 ευρώ, ενώ στο ταμείο του πλοίου υπήρχε επιπλέον, την 31-05-2017, το ποσό των 328,44 ευρώ, ήτοι στο ταμείο του πλοίου κατά τον ανωτέρω χρόνο υπήρχε το συνολικό ποσό των 9.228,44 ευρώ (8.900 ευρώ + 328,44 ευρώ), ενώ επιπλέον ισχυρίζεται ότι εάν από το ποσό αυτό αφαιρεθεί το ποσό των 5.636,13 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μηνιαία έξοδα, που ο ενάγων όφειλε να καταβάλει, απομένει το υπόλοιπο ποσό των 3.592,31 ευρώ, που είχε σε μετρητά ο ενάγων και το οποίο του δόθηκε από αυτή σε εξόφληση του τελικού λογαριασμού μισθοδοσίας του. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός, ήτοι ότι το εν λόγω ποσό δόθηκε στον ενάγοντα με τον ανωτέρω τρόπο προς εξόφληση της συμφωνημένης αμοιβής του δεν αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, από την προσκομιζόμενη από 11-07-2017 μισθοδοτική κατάσταση του ενάγοντος, στην οποία αναφέρεται ότι «έλαβα το ανωτέρω αναγραφόμενο ποσό εις πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των οφειλομένων σε εμένα, σύμφωνα με την ΣΣΕ και ουδεμία άλλη απαίτηση έχω κατά του Πχου, Πλοίου ή Πλοιοκτητών για τις προσφερθείσες υπηρεσίες μου στο πλοίο κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς μου…», δεν αποδεικνύεται η εξόφληση του εν λόγω ποσό · και αυτό διότι στην μισθοδοτική αυτή κατάσταση η υπογραφή του ενάγοντος έχει τεθεί κάτω από την ένδειξη «ο πλοίαρχος», όπου έχει τεθεί και η σφραγίδα του πλοίου (ήτοι στο σημείο αυτό η υπογραφή του τέθηκε από αυτόν με την ιδιότητα του αντιπροσώπου της εργοδότριας εταιρείας) και όχι κάτω από την ένδειξη «ο ναυτικός», όπου ο ίδιος έθετε, κατά τις προηγούμενες καταβολές από την εναγομένη, την υπογραφή του (βλ. προγενέστερες μισθοδοτικές καταστάσεις χρονικού διαστήματος από 18-03-2017 έως 31-03-2017, 01-04-2017 έως 30-04-2017, 01-05-2017 έως 31-05-2017, όπου ο ενάγων υπογράφει αφενός μεν κάτω από την ένδειξη «ο πλοίαρχος» για λογαριασμό της εργοδότριας εταιρείας, θέτοντας και σφραγίδα του πλοίου και αφετέρου για δικό του λογαριασμό κάτω από την ένδειξη «ο ναυτικός»), το γεγονός δε ότι στην από 11-07-2017 μισθοδοτική κατάσταση υφίσταται η κάτωθι μεταφρασμένη στην ελληνική γλώσσα πρόταση «με την μαρτυρία του Α΄ μηχανικού … με αριθμό …» δεν δύναται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω οφειλή έχει εξοφληθεί με καταβολή εις χείρας του ενάγοντος χρημάτων, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης δεν ενισχύεται από κανένα από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα. Σημειωτέον δε ότι ήδη από την 01-06-2017 η μισθοδοσία του ενάγοντος γινόταν αποκλειστικά μέσω Τραπέζης (ΚΥΑ 2258/430/17 ΦΕΚ 1712Β/18-05-2017, σχετική δε πρόβλεψη για πληρωμή του μισθού του λογαριασμού του ενάγοντος υφίσταται και στην από 17-03-2017 σύμβαση εργασίας). Κατόπιν των ανωτέρω η ένσταση εξόφλησης της επίδικης οφειλής τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκε από τη φέρουσα το βάρος απόδειξης αυτής εναγομένη. Τέλος, η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ισχυρίζεται ότι επαναφέρει, μεταξύ άλλων, τον πρωτόδικο ισχυρισμό της περί τοπικής αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπόθεσης. Ως προς το ζήτημα αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι προκειμένου το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο να έχει την εξουσία να αποφανθεί για την τοπική αρμοδιότητα ή μη του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου θα έπρεπε να προταθεί από την εκκαλούσα σχετικός λόγος έφεσης, δεδομένου ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν δύναται να προβεί σε αυτεπάγγελτο έλεγχο της τοπικής ή μη αρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού αυτή δεν έχει προταθεί ως λόγος έφεσης (πρβλ. ΑΠ 1458/1990, ΕΕΝ 1991. 617). Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, κρινόμενων ως αβασίμων των όσων αντιθέτων με τον λόγο της έφεσης, υποστηρίζονται. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176 εδ. α΄, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 206 ΚΠολΔ «Ο δικαστής μπορεί, ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις…». Εν προκειμένω, με το δικόγραφο της εφέσεως η εκκαλούσα κατά την αξιολόγηση του περιεχομένου της υπ’ αριθ. 19/2021 πρωτοβάθμιας απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς ανέφερε ότι (φύλλο 3ο, τελευτ. πρόταση) «Το πρωτόδικο δικαστήριο πρέπει να κόπιασε για να βρει και να γράψει αυτή την τρελλή πράγματι άποψη», χωρίς ωστόσο η παραπάνω φράση, η οποία κρίνεται ανάρμοστη να είναι καθοιονδήποτε τρόπο απαραίτητη για την υποστήριξη του λόγου εφέσεώς της. Επομένως, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζοντας το Δικαστήριο την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 206 ΚΠολΔ – αν και σχετικό παράπονο διατυπώθηκε αφηγηματικά και από την πλευρά του εφεσιβλήτου με τις προτάσεις του, χωρίς να συνοδεύεται όμως από οποιοδήποτε αίτημα – πρέπει να διαταχθεί η διαγραφή της παραπάνω ανάρμοστης φράσεως, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό της μέρος και την ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ στην ουσία της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ειδικότερα ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διαγραφή από το δικόγραφο της εφέσεως της εκκαλούσας της εξής ανάρμοστης φράσεως: «Το πρωτόδικο δικαστήριο πρέπει να κόπιασε για να βρει και να γράψει αυτή την τρελλή πράγματι άποψη» (φύλλο 3ο, τελευτ. πρόταση).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ