Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός απόφασης 3009/2022

(ΓΑΚ/ΕΑΚ αγωγής 1725/816/13-04-2021)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Δεδικούση Σταυρούλα, Πρωτοδίκη, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Δαβράδου Ελένη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Απριλίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Διαχειρίστριας Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στα νησιά … και είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα και δη στη …, επί της οδού …, με ΑΦΜ …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ευάγγελος Σπυριδάκης (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 23374) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Δημήτριος Ηλιόπουλος (ΑΜ/ΔΣΑ 9137) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 13-04-2021 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 1725/13-04-2021 και αριθμό κατάθεσης 816/13-04-2021 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι) Στο άρθρο 4 παρ.1 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ.1 του ιδίου, εφαρμόζεται επί αγωγών, που κατατίθενται μετά την 10η.1.2015 ως προς όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην της Δανίας, ορίζεται ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους», ενώ στο άρθρο 6 παρ.1 του ιδίου Κανονισμού προβλέπεται ότι: «1. Aν ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους  ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παρ.1, του άρθρου 21 παρ. 2 και των άρθρων 24 και 22. 2. Κατά του εναγομένου αυτού, κάθε πρόσωπο, που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του, μπορεί να επικαλεσθεί στο κράτος μέλος αυτό, όπως και οι ημεδαποί, τους εκεί ισχύοντες κανόνες δικαιοδοσίας, και ιδίως εκείνους, που κοινοποιήθηκαν από το κράτος μέλος στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 76 παρ.1 στοιχ.α΄». Τέλος, κατά το άρθρο 63 παρ.1 του ανωτέρω Κανονισμού: «1.Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εταιρία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο, στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση, ή γ) την κύρια εγκατάστασή της». Εξ όσων προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι όταν ενάγεται αλλοδαπό νομικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει την καταστατική του έδρα, την κεντρική του διοίκηση, ή την κύρια εγκατάστασή του σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ανωτέρω Κανονισμός καταρχήν δε τυγχάνει εφαρμογής, και εφαρμόζεται από το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του το ισχύον εθνικό δικονομικό του δίκαιο (ΕφΠειρ. 491/2020, δημ. στην ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ.1 του ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων υπάγονται έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με την ανωτέρω διάταξη καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία με στοιχείο θεμελιωτικό αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου κατά τις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών διατάξεις (ΑΠ 803/2000 ΕλλΔνη 41.1599, ΑΠ 108/1988 ΕλλΔνη 29. 1392, ΕφΑθ 6073/2001 ΕλλΔνη 44. 209). Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (ΑΠ 803/2000 ό.π).

ΙΙ) Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 1544/1942, όπως ισχύει σήμερα, σε περίπτωση μη καταβολής από τον ενάγοντα του οφειλόμενου κατά τα άρθρα 2 και 3 του Ν. ΓϡΟH/1912 τέλους δικαστικού ενσήμου, δεν επέρχεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησής της, αλλά ο ενάγων θεωρείται ότι δικάζεται ερήμην (ΑΠ 491/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 204/2014 ΕΠολΔ 2014/542) και η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (κι όχι για τυπικό) λόγο (ΑΠ 181/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1337/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ ως πλέον ισχύει, λόγω πλασματικής ερημοδικίας. Εξάλλου, με το Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-07-2015) άλλαξε ριζικά ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας στο σύνολό του και μεταξύ άλλων επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις στην τακτική διαδικασία. Συγκεκριμένα, η βασική δομή της τακτικής διαδικασίας αποτυπώνεται στα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν πλέον, με κύριο χαρακτηριστικό την εισαγωγή ενός συστήματος «τυπικής» συζήτησης. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και της διάταξης του άρθρου 115 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως αυτή πλέον ισχύει μετά την τροποποίηση με τον Ν. 4335/2015, προκύπτει, ότι η τακτική διαδικασία καθίσταται πλέον κατ’ αρχήν έγγραφη, στηριζόμενη στις έγγραφες προτάσεις, που καταθέτουν οι διάδικοι, εντός του αυστηρά καθοριζόμενου από τις ανωτέρω διατάξεις (237-238) χρονικού πλαισίου. Οι βασικοί, δηλαδή, άξονες του ισχύοντος, πλέον, συστήματος συζήτησης είναι: α) ο κατ’ αρχήν αποκλεισμός της εξέτασης μαρτύρων στο ακροατήριο, β) η δυνατότητα συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο χωρίς την παρουσία διαδίκων και πληρεξουσίων δικηγόρων και γ) ο πλήρης και ανεξαίρετος αποκλεισμός εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 241 ΚΠολΔ περί χορήγησης αναβολής της συζήτησης για σπουδαίο λόγο. Εξάλλου, στην «τυπική» αυτή συζήτηση μπορούν να γίνουν συγκεκριμένες μόνο δικονομικές παρεμβάσεις διαδίκων (προσκομιδή δικαστικού ενσήμου, παραίτηση από δικαίωμα αγωγής, παραίτηση από δικόγραφο, εφόσον δεν αντιλέγει ο εναγόμενος, δικαστικός συμβιβασμός, βίαιη διακοπή της δίκης). Απώτατο, λοιπόν, χρονικό όριο, σύμφωνα με τη νέα διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, για την προσκομιδή του δικαστικού ενσήμου είναι η συζήτηση της υπόθεσης, ρύθμιση η οποία είναι σαφής, ειδική και ρητή. Συνεπώς, δεν χωρεί, πλέον, στην τακτική διαδικασία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το Ν. 4335/2015, εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ σχετικά με το δικαστικό ένσημο, δηλαδή, πλέον η μη προσκομιδή του δικαστικού ενσήμου δεν μπορεί να θεωρηθεί τυπική παράλειψη και δεν μπορεί να δοθεί προθεσμία στον υπόχρεο διάδικο να το προσκομίσει, όπως είχε παγιωθεί με το προϊσχύσαν καθεστώς στη δικαστηριακή πρακτική, ενόψει και της μη ύπαρξης σχετικής αντίστοιχης ρύθμισης στο προϊσχύσαν άρθρο 237 ΚΠΔ περί τέτοιου καταληκτικού χρονικού σημείου. Αντίθετη ερμηνεία και εξακολούθηση παροχής προθεσμίας με το άρθρο 227 ΚΠολΔ, παρά τη ρητή, πλέον, ρύθμιση του απώτατου χρονικού σημείου προσκομιδής του ενσήμου στο άρθρο 237 ΚΠολΔ, θα συνιστούσε contra legem ερμηνεία, αντίθετη τόσο στο γράμμα, όσο και στο σκοπό της διάταξης, αλλά και του Ν. 4335/2015 συνολικά, με τον οποίο τροποποιήθηκε ο ΚΠολΔ, που είναι η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης.

Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι στους επαγγελματικούς της σκοπούς ανήκει αποκλειστικά η διαχείριση των πλοίων και όχι η πλοιοκτησία και ότι το γεγονός αυτό είναι γνωστό στην εναγομένη, με την οποία συνεργάζονται επί σειρά ετών και μέσω της εμπορικής αντιπροσώπου και agent της εναγομένης, στην Ελλάδα, εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον ….. Ότι, κατά τη διάρκεια του έτους 2020, υπό τη διαχείρισή της βρίσκονταν τέσσερα (4), υπό σημαία Παναμά, δεξαμενόπλοια με τις ονομασίες α) Μ/Τ …,  το οποίο τον Οκτώβριο του 2020 μετονομάστηκε σε …, β) M/T …, γ) Μ/Τ …, το οποίο το οποίο, τον Οκτώβριο του 2020 μετονομάστηκε σε … και δ) M/T …, το οποίο το οποίο τον Οκτώβριο του 2020 μετονομάστηκε σε …. Ότι στο πλαίσιο της συνεργασίας της με την εναγομένη και ενώ τα ανωτέρω υπό τη διαχείρισή της πλοία βρίσκονταν στην περιοχή του αραβικού κόλπου, παρήγγειλε από την τελευταία για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών διάφορα αναγκαία για την τροφοδοσία, το πλήρωμα και της καθημερινές ανάγκες των πλοίων προϊόντα. Ότι η εναγομένη τιμολόγησε τα εν λόγω προϊόντα προς τις αναφερόμενες σε αυτή (αγωγή) πλοιοκτήτριες εταιρείες, οι οποίες ελέγχονται και ανήκουν στην ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και ότι στη συνέχεια τα απέστειλε σε αυτή (ενάγουσα). Ότι αμέσως η ίδια διαβίβασε τα τιμολόγια της εναγομένης στην πλοιοκτήτρια, προκειμένου είτε να τα εξοφλήσει απευθείας είτε να της αποδώσει τα χρήματα για να εξοφλήσει η ίδια για λογαριασμό της ως paying agent. Ότι από την έναρξη συνεργασίας της με την εναγομένη και έως το έτος 2020, ήτοι για έξι (6) συναπτά έτη δεν είχε δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα στις μεταξύ τους σχέσεις και τα τιμολόγια της εναγομένης εξοφλούνταν κανονικά. Ότι από τον Μάρτιο του 2020 άρχισαν να συσσωρεύονται οφειλές, διότι η ίδια δεν λάμβανε από την πλοιοκτήτρια τα αντίστοιχα ποσά για την εξόφληση των τιμολογίων και ότι για το γεγονός αυτό είχαν ενημερώσει την προαναφερόμενη εταιρεία με την επωνυμία «…». Ότι συνεπεία τούτου ανέμενε από την πλοιοκτήτρια τα χρήματα και την πίεζε έντονα προς αυτή την κατεύθυνση, διότι ελλόχευε ο κίνδυνος η εναγομένη να σταματήσει την τροφοδοσία των πλοίων, που αυτή είχε στη διαχείρισή της. Ότι, παρά το γεγονός ότι τα τιμολόγια της εναγομένης είχαν εκδοθεί στο όνομα των τεσσάρων πλοιοκτητριών εταιρειών και η εναγομένη τελούσε εν γνώσει ότι η ίδια (η ενάγουσα) ήταν διαχειρίστρια και όχι πλοιοκτήτρια των πλοίων, δεν κίνησε διαδικασία για την επιβολή κατασχέσεων στα ίδια τα πλοία, αλλά υπέβαλε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ενεργώντας καταχρηστικά, την από 01-12-2020 μη αυτοτελή αίτησή της και πέτυχε την έκδοση της από 03-12-2020 προσωρινής διαταγής, που διέτασσε τη συντηρητική κατάσχεση και δη την απαγόρευση μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασης κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της έως την εκδίκαση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων που είχε προσδιοριστεί για τη δικάσιμο της 11-01-2021 και μέχρι του ποσού των 66.850,75 ευρώ, αναφέροντας στο σχετικό δικόγραφο ότι αυτή (η ενάγουσα) είναι πλοιοκτήτρια των ανωτέρω πλοίων. Ότι δυνάμει της ανωτέρω προσωρινής διαταγής επιβλήθηκε συντηρητική κατάσχεση εις βάρος της και σε βάρος των τραπεζικών λογαριασμών της εις χείρας όλων των συνεργαζόμενων με αυτή τραπεζών. Ότι η ίδια, έχοντας υποστεί τεράστια ζημία στην αξιοπιστία της αλλά και στη ρευστότητά της υπέβαλε στο εκδόν την προσωρινή διαταγή δικαστήριο, πριν τη συζήτηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, την από 22-12-2020 αίτηση με αίτημα την ανάκληση της προσωρινής διαταγής και μη αυτοτελές αίτημα προσωρινής διαταγής, το οποίο (μη αυτοτελές αίτημα) συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 29-12-2020 και αφού έγινε εν μέρει δεκτό η επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση περιορίστηκε στο ποσό των 42.000 ευρώ, λόγω του ότι η πλοιοκτήτρια «…» αναγνώρισε εγγράφως το χρέος της έναντι της εναγομένης και της κατέβαλε το ποσό των 25.000 ευρώ. Ότι έως την 26-02-2021 οι δύο αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων δεν είχαν συζητηθεί, λόγω αναβολών που δόθηκαν, προκειμένου αυτές να συνεκδικαστούν, ενώ στη συνέχεια λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, συνεπεία της πανδημίας Covid-19, αυτές ματαιώθηκαν και δεν έχουν έως τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής επαναπροσδιοριστεί. Ότι καθ’ όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα οι λογαριασμοί της παρέμειναν δεσμευμένοι με ολοένα διογκούμενη ζημία στη φήμη και την πελατεία της. Ότι παρά τις πλείστες οχλήσεις της προς την εκπρόσωπο των πλοιοκτητριών εταιρειών «…», προκειμένου να καταβάλει άμεσα τα οφειλόμενα, αυτή δεν ανταποκρίθηκε με αποτέλεσμα να τρωθεί η αξιοπιστία της τόσο έναντι των προμηθευτών της όσο και έναντι άλλων πλοιοκτητών και μελλοντικών πελατών της, όσο και η ρευστότητά της σε σημείο που να διακυβεύεται η βιωσιμότητά της.  Ότι περαιτέρω, όταν γνωστοποίησε στην πλοιοκτήτρια εταιρεία την επιβολή της κατάσχεσης στους λογαριασμούς της, της ανακοινώθηκε ότι ο πραγματικός ιδιοκτήτης των πλοίων (…-Διευθύνων Σύμβουλος της «…») φοβούμενος πιθανή κατάσχεση των πλοίων από την χρηματοδότρια τράπεζα είχε δώσει επανειλημμένως εντολή να μην πληρωθεί κανείς μέχρι να πληρωθεί η Τράπεζα. Ότι αποτέλεσμα αυτού ήταν να οδηγηθεί και η ίδια σε οικονομική ασφυξία, καθώς έμεινε απλήρωτη και να αναγκαστεί να αξιοποιήσει τα δικά της ταμειακά διαθέσιμα για την κάλυψη των άμεσων αναγκών του πλοίου και δη των μισθών των ναυτικών. Ότι οι προαναφερόμενες κατασχέσεις εξακολουθούν να υφίστανται μολονότι σε επικοινωνία με τον δικηγόρο της εναγομένης πληροφορήθηκε ότι μετά από πρόσθετες καταβολές το εναπομείναν οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε 21.000 ευρώ. Ότι λόγω του πλήγματος που υπέστη η φήμη της στη ναυτιλιακή αγορά απώλεσε δύο (2) πελάτες της, ήτοι την πλοιοκτήτρια εταιρεία «….» και «….», οι οποίοι αποφάσισαν να προβούν σε καταγγελία των μεταξύ τους συμβάσεων, με αποτέλεσμα να απωλέσει εισοδήματα ανερχόμενα κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα σε αυτή (αγωγή) στο συνολικό ποσό των 325.974,57 ευρώ. Ότι επιπλέον, λόγω της απώλειας του ανωτέρω εισοδήματος, αλλά και της μείωσης  του όγκου των εργασιών αναγκάστηκε να απολύσει δέκα (10) εργαζόμενους από το διοικητικό προσωπικό που απασχολούσε στο χώρο της εγκατάστασής της, καταβάλλοντας αποζημιώσεις, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των 27.221,04 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτής μετατροπής του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, που έλαβε χώρα με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις της, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 353.195,61 ευρώ (325.974,57 ευρώ + 27.221,04 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, η ενάγουσα ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 18 και 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2, 3 περ. Α του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 35 ΚΠολΔ), βάσει του ελληνικού διεθνούς δικονομικού δικαίου, ενόψει του γεγονότος ότι η εναγομένη εταιρία έχει έδρα στο … και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται ο Κανονισμός 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Ωστόσο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, η ενάγουσα δεν προσκόμισε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου μέχρι τη συζήτηση της αγωγής και συνεπώς, πρέπει αυτή να δικαστεί ερήμην και να απορριφθεί η αγωγή της, κατ’ άρθρο 272 παρ.1 ΚΠολΔ, με βάση την προαναφερθείσα υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας. Σημειωτέον δε ότι δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της  διάταξης του άρθρου 42 του Ν. 4640/2019, λαμβανομένου υπόψη ότι η επαναφορά του τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Πολυμελών Πρωτοδικείου και που ασκήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, στις οποίες περιλαμβάνονται αυτονοήτως και οι καταψηφιστικές αγωγές που ασκήθηκαν μετά τον ως άνω χρόνο και στη συνέχεια ετράπησαν σε αναγνωριστικές, όπως η υπό κρίση αγωγή, συμβάλει στον εξορθολογισμό και στην επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών, αλλά και στην ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης, που είναι τόσο σημαντική για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, ενώ ταυτόχρονα συμβάλει και στην αύξηση των δημοσίων εσόδων. Κατόπιν τούτων, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επιπλέον, πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση, που η ενάγουσα ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505  παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, η ενάγουσα πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, σύμφωνα με την αρχή της ήττας (άρθρα 106, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της ενάγουσας.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250€).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων εκατό (7.100 €).

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ  σε δημόσια και έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις……………………….., με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ