ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 3011/2022
(ΓΑΚ/ΕΑΚ αγωγής 2499/1161/07-05-2021)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Δεδικούση Σταυρούλα, Πρωτοδίκη, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ιωάννα Κατσαρού.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…» και 2) Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», αμφότερες των οποίων έχουν την καταστατική τους έδρα στη … και πραγματική έδρα στον ………, λόγω της διαχείρισης των πλοίων, αρχικά επί της … και ήδη σήμερα επί της … όπως εκπροσωπούνται νόμιμα, αμφότερων στερουμένων ΑΦΜ, για τις οποίες προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος τους Παναγιώτα Κιούση (ΑΜ/ΔΣΑ … και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, με ΑΦΜ …, Δ.Ο.Υ. …, αρ. ΓΕΜΗ …, νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία κατέστη καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» (ΑΦΜ … και αρ. ΓΕΜΗ …, λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 του ν. 4601/2019), σύμφωνα με τις υπ’ αριθ. 139264 και 139406/30-12-2020 Ανακοινώσεις Γ.Ε.Μ.Η., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Στέργιος Σπυρόπουλος (ΑΜ/ΔΣΑ …) και Ευαγγελία Καστρινάκη (ΑΜ/ΔΣΑ …) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην … με ΑΦΜ …/Δ.Ο.Υ …, καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία « ……… ….» (ΑΦΜ …) (πρώην με την επωνυμία «… … ….), λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 του ν. 4601/2019-Ανακοινώσεις ΓΕ.ΜΗ υπ’ αριθ. 31907 και 31909/20-03-2020), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γρηγόριος Τιμαγένης (ΑΜ/ΔΣΠ …) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο και 3) Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…» με έδρα στο … αριθμός μητρώου …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπούμενη στην Ελλάδα από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στο … (ΓΕΜΗ … Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης της σύστασης … ΑΦΜ … Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ………), νομίμως εκπροσωπούμενη η οποία («…») κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «… που εδρεύει στην … με αριθ. ΓΕΜΗ … και ΑΦΜ … Δ.Ο.Υ. …, δυνάμει της από 12-09-2019 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003), για την οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Πράσσος (ΑΜ/ΔΣΠ …) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 05-05-2021 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 2499/07-05-2021 και αριθμό κατάθεσης 1161/07-05-2021 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί να υπάρχει κατά τόπον αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν αυτή στηρίζεται σε γενική (άρθρα 22 – 26 ΚΠολΔ) ή ειδική βάση (άρθρα 27 – 40 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 803/2000 ΝοΒ 2001.1312, ΕφΛαρ 540/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με παραπομπές στη θεωρία, ΕφΑθ 6073/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, υπάρχει δικαιοδοσία των παραπάνω δικαστηρίων να δικάσουν διαφορές νομικών προσώπων, των οποίων η πραγματική έδρα βρίσκεται στην περιφέρεια ελληνικού δικαστηρίου (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, βλ. ΕφΘεσ 1133/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το άρθρο 4 εδ. β΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα δικαστήρια στις περιπτώσεις του άρθρου 3 ερευνούν την έλλειψη δικαιοδοσίας αυτεπαγγέλτως, αν ο εναγόμενος διάδικος δεν παρίσταται στη συζήτηση ή αν πρόκειται για διαφορές για ακίνητα που βρίσκονται στο εξωτερικό. Η έλλειψη κάθε μορφής δικαιοδοσίας άρα και διεθνούς συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (ΑΠ 796/1980 ΝοΒ 1981.67, ΕφΛαρ 540/2013 ό.π.). Η αυτεπάγγελτη έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας δεν σημαίνει απομάκρυνση από το αξίωμα της συζητήσεως χάριν του ανακριτικού συστήματος ούτε από την ουσιαστική αλήθεια, αφού η προσαγωγή του αποδεικτικού υλικού, από το οποίο θα προκύψει η ύπαρξη ή όχι δικαιοδοσίας είναι υπόθεση των διαδίκων και όχι του Δικαστηρίου. Συνιστάται δε η έρευνα αυτή, αν με βάση το αποδεικτικό υλικό που προσκομίσθηκε συντρέχουν οι προϋποθέσεις ύπαρξης της δικαιοδοσίας και το βάρος της απόδειξης φέρει, όπως και στις άλλες διαδικαστικές προϋποθέσεις, ο ενάγων (ΕφΘεσ 754/1991 Αρμ 1992.367 με παραπομπές στη θεωρία). Περαιτέρω, από την άνω διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 και 42 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι με συμφωνία των ενδιαφερομένων, διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο μπορούν να αφαιρεθούν από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και να υπαχθούν στη δικαιοδοσία συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλοδαπής πολιτείας. Αν οι διαφορές πρόκειται να γεννηθούν στο μέλλον και από συγκεκριμένη έννομη σχέση, επιτρέπεται και αυτές να υπαχθούν στη δικαιοδοσία αλλοδαπής πολιτείας, με συμφωνία των ενδιαφερομένων, αλλά η συμφωνία αυτή για να είναι έγκυρη πρέπει να είναι έγγραφη και να αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προκύψουν οι διαφορές. Το έγγραφο που απαιτείται, κατά το άρθρο 43 ΚΠολΔ, για την πιο πάνω συμφωνία είναι συστατικό αυτής και όχι αποδεικτικό, όπως σαφώς προκύπτει από την όλη διατύπωση του άρθρου αυτού και ιδίως τη φράση «είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη» (ΕφΘεσ 1133/2012 ό.π.) και πρέπει να υπογράφεται και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη (βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2012, άρθρο 43 αριθ. 2). Εξάλλου, με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως, οι διάδικοι με τη συμφωνία τους αυτή εκφράζουν τη βούλησή τους και έτσι προβαίνουν στον καθορισμό του κατά τόπον αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου και η συμφωνία τους αυτή είναι έγκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι νόμιμης προσβολής της (ΟλΑΠ 4/1992 ΕλλΔνη 1992.749, ΑΠ 1288/1994 ΕΕργΔ 1996.41). Η συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, το κύρος και ο τύπος της κρίνεται κατά τη lex fori, ενώ το δικαίωμα προτάσεώς της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ (ΕφΠειρ 405/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλλΔνη 2004.1466). Ως δικονομική σύμβαση και όχι δικαιοπραξία του ουσιαστικού δικαίου, μπορεί να αποδειχθεί και με μάρτυρες, καθώς δεν εμπίπτει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 393 παρ.3 ΚΠολΔ. Επίσης ως δικονομική σύμβαση πρέπει να μην αντίκειται στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178, 179), να είναι απαλλαγμένη από ελαττώματα βουλήσεως και να ερμηνεύεται με βάση τις αρχές των άρθρων 173 και 200, ήτοι να αναζητείται η αληθινή βούληση των μερών χωρίς προσήλωση στις λέξεις και να ερμηνεύεται με βάση την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Τέλος, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 116 του ΚΠολΔ περί καλοπιστίας και ειλικρίνειας. Περαιτέρω, η συμφωνία πρέπει να είναι αποτέλεσμα ελεύθερων διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών και να αντανακλά τη σύμπτωση των βουλήσεών τους. Θεωρείται άκυρη όταν είναι αποτέλεσμα απεριόριστης υποταγής του ενός συμβαλλομένου στον άλλο και όταν δίνει την δυνατότητα στον ένα συμβαλλόμενο να καθορίσει μελλοντικά το δικαστήριο της επιλογής του. Επιπρόσθετα, η συμφωνία παρεκτάσεως δεσμεύει τα πρόσωπα που την κατήρτισαν, καθώς και τα πρόσωπα που καθίστανται, δυνάμει καθολικής ή ειδικής διαδοχής, φορείς της έννομης σχέσης, η οποία καταλαμβάνεται από τη συμφωνία. Έτσι, αν εκχωρηθεί η αξίωση για την οποία έχει συμφωνηθεί παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας, ο εκδοχέας δεσμεύεται από τη συμφωνία παρεκτάσεως (Ν. Κλαμαρής Δ. Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, 2012, κεφ. 9, αρ. 33.2, σελ. 133). Τέλος, με βάση το άρθρο 44 ΚΠολΔ οι παραπάνω συμφωνίες δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, επομένως εκτοπίζουν όλες τις δωσιδικίες, συντρέχουσες και αποκλειστικές, εκτός αν από την ίδια τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο (βλ. ΕφΑθ 526/2005 ΝοΒ 2005.1620). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 7 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος εφαρμόζεται από τις 10 Ιανουαρίου 2015 καταργώντας τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος με τη σειρά του είχε αντικαταστήσει την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», συνάγεται ότι καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγόμενου και επί νομικών προσώπων η έδρα τους. Περαιτέρω, θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά στον Κανονισμό. Όμως η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως να κατισχύσει της βουλήσεως των μερών (ΕφΑθ 5034/2003 ΕλλΔνη 2004.524). Ειδικότερα, στο άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012 ορίζεται ότι: «Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάσουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση….». Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας παραμερίζει τον γενικό κανόνα της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγόμενου του άρθρου 4, καθώς και τις ειδικές δωσιδικίες των άρθρων 7 – 9 ΚανΒρ Ια και γι’ αυτό οι προϋποθέσεις, στις οποίες υπάγεται το κύρος της, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά. Περαιτέρω, προκειμένου να ισχύσει το άρθρο 25 ΚανΒρ Ια, αρκεί να υποδεικνύεται ως αρμόδιο δικαστήριο κράτους μέλους, εφόσον, βέβαια, πρόκειται για υπόθεση που εμφανίζει κάποιο διασυνοριακό ή διεθνές στοιχείο. Το διασυνοριακό στοιχείο διαπιστώνεται μεταξύ άλλων και επί συμφωνίας παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ δικαστηρίου ενός άλλου κράτους μέλους. Αν δικαστήριο κράτους μέλους επιληφθεί υποθέσεως στην οποία τίθεται το ζήτημα του κύρους μιας ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ δικαστηρίου τρίτης χώρας, η ύπαρξη και το κύρος της ρήτρας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας κρίνεται όχι κατά τον Κανονισμό -ο οποίος, ωστόσο, δεν αδρανοποιείται πλήρως, ώστε να μη χάνεται το υψηλό επίπεδο προστασίας των ενωσιακών δικονομικών πράξεων-, αλλά κατά το δίκαιο του forum (βλ. σχετ. Νίκα/Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 25 αριθ. 5, 21 επ., 28, 30). Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί εδώ ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνώρισαν ότι η συμφωνία μεταξύ των μερών για την ανάθεση αποκλειστικής αρμοδιότητας σε ένα ή περισσότερα δικαστήρια ή δικαιοδοτικά όργανα ενός κράτους μέλους για τη διευθέτηση των διαφορών θα πρέπει να αποτελεί έναν από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον εκδηλώθηκε σαφώς μια επιλογή εφαρμοστέου δικαίου (ΕφΠειρ 405/2020 ό.π.). Επιπλέον, στην περίπτωση που στη συμφωνία παρέκτασης αναφέρεται απλώς η απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας στα δικαστήρια μιας χώρας, το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο θα υποδειχθεί αποκλειστικά και μόνον από το δικονομικό δίκαιο της συγκεκριμένης χώρας. Κατά το παρελθόν, είχαν κριθεί από τα ελληνικά δικαστήρια άκυρες ως αόριστες ρήτρες παρέκτασης, οι οποίες δεν ήταν σε θέση να εξειδικεύσουν το αρμόδιο δικαστήριο, ωστόσο μετά την έκδοση της απόφασης ΟλΑΠ 4/1992, που έκρινε ότι όταν η ρήτρα παραπέμπει γενικά στα δικαστήρια ή στη «δικαιοδοσία» αλλοδαπής πολιτείας το αρμόδιο δικαστήριο θα υποδεικνύεται κατά τις διατάξεις του αλλοδαπού δικονομικού δικαίου, υποστηρίχθηκε ότι ακόμα και οι άτεχνα διατυπωμένες ρήτρες παρέκτασης εμπεριέχουν μια συμφωνία των μερών που δεν πρέπει να αγνοηθεί. Οι ρυθμίσεις του ΚανΒρΙα εφαρμόζονται οπωσδήποτε και ως προς τις συμφωνίες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας (άρθρο 25), οι οποίες καταρτίστηκαν την 10-01-2015 και μεταγενέστερα. Υπό τον μανδύα του ΚανΒρΙα θα πρέπει όμως να τεθούν και οι συμφωνίες παρεκτάσεως που καταρτίστηκαν πριν από το ανωτέρω ορόσημο, εάν η σχετική αγωγή ασκήθηκε μετά από αυτό [Ν. Νίκας, Ευγ. Σαχπεκίδου Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία -Ερμηνεία κατ’ άρθρον του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (1215/2012), άρθρο 66, σελ. 675 με τις εκεί παραπομπές]. Τέλος, όπως εκτέθηκε παραπάνω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 του ΚΠολΔ πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο, μπορεί να γίνει αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές, οι οποίες έχουν περιουσιακό αντικείμενο, με ρητή έγγραφη συμφωνία των διαδίκων, στην οποία αναφέρεται και η έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές αυτές. Τυχόν τέτοια συμφωνία καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση και στηρίζονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά (βλ. ΑΠ 755/1993, ΕΕΝ 1994, 529, ΕφΠειρ 405/2020, δημ. στην ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, ΕφΑθ 2523/2005, ΕφΑθ4467/2010, βλ. ECJ, C-9/87, 8.3.1988, Arcado/Haviland, ECR (1988) 1539, ECJ 27.9.1988, Case 189/87, Athanasios Kalfelis v Bankhaus Schroeder, Muenchmeyer, Hengst and Co. Andothers, [1988] ECR 5565, βλ. επίσης σχ. Και άρθρα 6.1 και 28 παρ. 3 του Κανονισμού 44/2001 ΕΚ).
Με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγουσες εταιρείες εκθέτουν ότι έχουν συσταθεί κατά το δίκαιο της ………., όπου έχουν την καταστατική τους έδρα, ενώ διατηρούν το κέντρο των δραστηριοτήτων τους, ήδη από τη σύστασή τους, στην ……. και δη στην περιοχή ……… Ότι αμφότερες είναι μονο-μετοχικές, με μοναδικό τους μέτοχο, ήδη από την ίδρυσή τους, το έτος ……., τον …….. Ότι την 19-07-2007 καταρτίστηκε μεταξύ των ιδίων και της αρχικής δανείστριας τράπεζας «… (δικαιοπάροχο της δικαιοπαρόχου της δεύτερης εναγομένης τράπεζας) δανειακή σύμβαση και ότι το ποσό της εκταμίευσης συμφωνήθηκε μέχρι του ποσού των 22.300.000,00 ΔολΗΠΑ. Ότι το δάνειο συμφωνήθηκε ότι θα παρείχετο για την χρηματοδότηση της ναυπήγησης και αγοράς δύο δεξαμενόπλοιων, ήτοι του πλοίου «…» από την πρώτη εξ αυτών και του πλοίου «…» από την δεύτερη εξ αυτών. Ότι το δάνειο συνομολογήθηκε έντοκο και αποπληρωτέο σε δόσεις, κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιέχονται στην ανωτέρω σύμβαση δανείου και στις πρόσθετες πράξεις τροποποίησης αυτής. Ότι προς εξασφάλιση της ανωτέρω σύμβασης δανείου παρασχέθηκαν στην αρχική δανείστρια ασφάλειες, ήτοι α) πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί των ως άνω πλοίων, β) εκχώρηση ναύλων και ασφαλιστικών αποζημιώσεων, γ) εταιρική εγγύηση της εταιρείας «….» και δ) προσωπική εγγύηση του μετόχου …. Ότι, ειδικότερα, μεταξύ του … και της αρχικής δανείστριας υπογράφηκε η από ……… Σύμβαση Εγγύησης, με την οποία ο πρώτος εγγυήθηκε την εμπρόθεσμη εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών τους (των εναγουσών) έναντι αυτής, σύμφωνα με την από 19-07-2007 σύμβαση δανείου, ενεχόμενος εις ολόκληρον με αυτές ως αυτοφειλέτης. Ότι τα πλοία «…» και «…» παρελήφθησαν από αυτές στις 24-09-2010 και 28-06-2010, αντίστοιχα και ότι από της παραδόσεώς τους αμφότερα ετέθησαν υπό την διαχείριση της εταιρείας «….». Ότι στις 15-04-2011 η αρχική δανείστρια μεταβίβασε, για λόγους που δεν δηλώθηκε στις ίδιες, το ως άνω δάνειο στην «…», της οποίας διάδοχο αποτελεί η πρώτη εναγόμενη, αντί του τότε οφειλόμενου ποσού του δανείου που ανήρχετο σε 22.300.000,00 ΔολΗΠΑ και ότι με τον τρόπο αυτό δανείστρια του δανείου κατέστη η ανωτέρω Τράπεζα. Ότι ενόψει της μεταβίβασης του δανείου εκχωρήθηκαν και μεταβιβάστηκαν στην «…» και οι ακολουθούσες το δάνειο ανωτέρω εγγυήσεις και εξασφαλίσεις. Ότι, πέραν εγγυήσεων και εξασφαλίσεων αυτών, οι απαιτήσεις της …….., ήταν πλήρως εξασφαλισμένες στο σύνολό τους από την συμφωνία, την οποία συνήψε η τελευταία κατά το χρόνο απόκτησης του ένδικου δανείου με την αρχική δανείστρια, ήτοι από την από 15-04-2011 «Συμφωνία Προαίρεσης για την Αναμεταβίβαση Έννομης Σχέσης». Ότι ειδικότερα, με την ανωτέρω συμφωνία η ………. απέκτησε το δικαίωμα προαιρέσεως (put option- το ανάλογο του pactum de retrovendendo) να επαναμεταβιβάσει τη δανειακή σύμβαση στην αρχική δανείστρια με δήλωσή της, δικαιούμενη να απαιτήσει το οφειλόμενο, κατά το χρόνο της άσκησης του εν λόγω δικαιώματος, ποσό του δανείου-υπό την προϋπόθεση ότι αυτές (οι ενάγουσες δανειολήπτριες) θα ήταν υπερήμερες υπό την δανειακή σύμβαση. Ότι παρά την ως άνω συμφωνία μεταβίβασης η δικαιοπάροχος της δικαιοπαρόχου της δεύτερης εναγομένης, ήτοι η αρχική δανείστρια, παρέμεινε θεματοφύλακας εξασφαλίσεων (Security Trustee) και διαχειρίστρια (Agent) του εν λόγω δανείου. Ότι η ……….., κατόπιν της περιέλευσής τους σε υπερημερία, ήδη από τον Μάρτιο του 2014 άσκησε το ανωτέρω δικαίωμα προαιρέσεως δια της σχετικής δηλώσεώς της, την οποία κοινοποίησε στις 13-03-2015 προς τη δικαιοπάροχο της δεύτερης εναγομένης, ………, καθώς και στις ίδιες, την προαναφερόμενη διαχειρίστρια εταιρεία και τον ανωτέρω εγγυητή και ότι αυτό είχε ως συνέπεια να ικανοποιηθεί ήδη από το σημείο εκείνο οποιαδήποτε απαίτησή της εκ της δανειακής σύμβασης, αφού απέκτησε ισόποση αξίωση κατά της Τράπεζας … για το σύνολο του, κατά το χρόνο εκείνο, οφειλόμενου ποσού εκ του συναφθέντος δανείου. Ότι επειδή η Τράπεζα … αμφισβήτησε την εγκυρότητα της συμφωνίας προαίρεσης η ………… άσκησε αγωγή εναντίον της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αιτούνταν να καταδικαστεί αυτή στην καταβολή του ποσού των 23.027.083,34 ΔολΗΠΑ νομιμοτόκως, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή αυτή και να καταδικαστεί η τελευταία σε δήλωση βούλησης ως προς τον σκοπό της εκτέλεσης της προαίρεσης της έννομης σχέσης της σύμβασης δανείου και συγκεκριμένα να καταδικαστεί στην υπογραφή του προβλεπόμενου στη Συμφωνία Προαίρεσης εγγράφου μεταβίβασης (Transfer Certificate), άλλως και επί αρνήσεώς της να λογιστεί ότι το εν λόγω έγγραφο έχει αυτοδικαίως καταρτιστεί. Ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3693/2017 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή. Ότι στη συνέχεια η ……….. άσκησε νέα αγωγή εναντίον της Τράπεζας …, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αιτούνταν να καταδικαστεί η τελευταία στην καταβολή του ισάξιου σε ευρώ κατά την ημερομηνία εξόφλησης του ποσού των 24.558.106,32 ΔολΗΠΑ με βάση την τιμή πώλησης συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκύπτει από το αντίστοιχο δελτίο τιμών συναλλάγματος της Τράπεζας της Ελλάδας και να καταδικαστεί αυτή σε δήλωση βούλησης προς το σκοπό της εκτέλεσης της προαίρεσης του δανείου. Ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1124/2019 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου και στη συνέχεια η υπ’ αριθ. 2444/2020 οριστική απόφαση αυτού, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή. Ότι ακολούθως, μολονότι η ………….. ισχυρίστηκε στο πλαίσιο της ανωτέρω αντιδικίας της με την Τράπεζα … ότι δικαιούχος της απαίτησης είναι η τελευταία, αυτή (………): α) κατήγειλε την επίδικη σύμβαση δανείου με την από 07-01-2019 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση και β) άσκησε εναντίον του προσωπικού εγγυητή … αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, βάσει της ιδιότητάς της ως αντιπρόσωπος και εμπιστευματοδόχος εξασφαλίσεως (Security Trustee), την οποία (ιδιότητα) ισχυρίζεται ότι απέκτησε, δυνάμει της από 23-11-2018 συμφωνίας αναλήψεως (deed of assumption) μεταξύ της ιδίας και της δεύτερης εναγομένης, Τράπεζας …, με αίτημα να αναγνωριστεί ότι αυτός οφείλει να της καταβάλει εκ της ένδικης σύμβασης εγγύησης το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής του ποσού των 2.500.000,00 ΔολΗΠΑ, που συνιστά μέρος του οφειλόμενου ποσού του κεφαλαίου του δανείου. Ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3161/2020 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία ανέβαλε τη συζήτηση αυτής, προκειμένου να συνεκδικαστεί με αγωγή, που άσκησε ο … ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου κατά της τρίτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…». Ότι, περαιτέρω, οι δόσεις του δανείου εξοφλούνταν κανονικά ως τον Μάρτιο του 2014, οπότε (οι ενάγουσες δανειολήπτριες) κατέστησαν υπερήμερες. Ότι η αντισυναλλακτική συμπεριφορά της δικαιοπαρόχου της πρώτης εναγομένης, …….., απέναντί τους είχε ήδη κατά το χρόνο αυτό εκδηλωθεί. Ότι, ειδικότερα, κατόπιν υποβολής αιτήματος αναδιάρθρωσης της σύμβασης δανείου από τη διαχειρίστρια των πλοίων προς την ……….. απεστάλη σε αυτή (διαχειρίστρια) από την αρχική δανείστρια η επιστολή της ……………………….. επί του υποβληθέντος αιτήματος, στην οποία αναφερόταν η πρόθεση της τελευταίας να εξετάσει το ανωτέρω αίτημα και στην οποία αυτή (………) ανέφερε ρητώς την επιφύλαξη του δικαιώματός της, που απέρρεε από την ως άνω Συμφωνία Προαίρεσης. Ότι η διαχειρίστρια εταιρεία μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου διαβίβασε συνημμένα υπογεγραμμένα τα σχετικά έγγραφα, ώστε να προχωρήσει η υποβολή τους στην αρμόδια Επιτροπή της Τράπεζας. Ότι, στη συνέχεια, καταβλήθηκαν από λογαριασμό της διαχειρίστριας εταιρείας οι ληξιπρόθεσμες δόσεις των μηνών Ιουνίου 2013 και Σεπτεμβρίου 2013. Ότι, ακολούθως, ο …, ως εκπρόσωπος της διαχειρίστριας των πλοίων, απέστειλε στην ……. την από 07-04-2014 επιστολή, στην οποία δήλωνε ότι (οι ενάγουσες) κατέβαλαν κάθε προσπάθεια εκπλήρωσης των δανειακών τους υποχρεώσεων, με την επισήμανση ότι είχαν ήδη υποβάλει αίτημα στην ………. για αναδιάρθρωση του δανείου, το οποίο όμως δεν είχε τύχει επεξεργασίας από τους δικαιοπαρόχους των εναγομένων πιστωτικών ιδρυμάτων, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση περαιτέρω της οικονομικής τους κατάστασης. Ότι τον Σεπτέμβριο του 2015 το πλοίο «…» υπέστη σοβαρή ζημία στον άξονα της κύριας μηχανής του, με αποτέλεσμα να ρυμουλκηθεί τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους σε ναυπηγείο του λιμένος …, ώστε να επισκευαστεί. Ότι την ίδια περίοδο το πλοίο «…» έπρεπε να υποβληθεί στην ειδική επιθεώρηση τετραετίας και ότι προς το σκοπό αυτό διέκοψε τις μεταφορές που πραγματοποιούσε και εισήλθε στο ίδιο ως άνω ναυπηγείο. Ότι τα ανωτέρω είχαν σαν αποτέλεσμα να βρεθούν (οι ενάγουσες) σε δυσμενή κατάσταση και ότι για το λόγο αυτό εστάλη από τον ……., η από 11-03-2016 επιστολή προς την …………….., στην οποία αφού γινόταν αναφορά στα ανωτέρω συμβάντα και στην αδυναμία αποπληρωμής των τρεχουσών δανειακών υποχρεώσεων από μέρους τους (των εναγουσών) διατυπωνόταν αίτημα νέας χρηματοδότησης, ύψους 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, ώστε να καλυφθούν οι επείγουσες ανάγκες και να υπάρξει κεφάλαιο κίνησης. Ότι περαιτέρω, με την ανωτέρω επιστολή ζητούνταν η άδεια της Τράπεζας για τη «γυμνή» ναύλωση του πλοίου «…», ενώ επιπλέον υποβαλλόταν εκ νέου αίτημα αναδιάρθρωσης του δανείου. Ότι παρά το εξαιρετικά επείγον όλων των ανωτέρω ζητημάτων η ……… με το από 15-03-2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αρκέστηκε να επισημάνει ότι οι ίδιες έπρεπε να απευθύνουν τυχόν έγγραφα και αιτήματά τους προς την Τράπεζα … υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας (Agent). Ότι η ………. επέλεξε να αποσυνδέσει πλήρως τον εαυτό της από την επίδικη σχέση και να εμφανίσει την Τράπεζα … ως μόνη αρμόδια για να αποφασίσει για την τύχη των αιτημάτων τους, με μοναδικό στόχο να πιέσει την τελευταία να αναμειχθεί στην εν λόγω υπόθεση και να λυθεί με τον τρόπο αυτό η μεταξύ τους αντιδικία. Ότι η ……………., έχοντας τη σιγουριά της προαίρεσης του δανείου στην Τράπεζα …, ουδεμία ανάγκη έβρισκε να ασχοληθεί με την τύχη των λοιπών εξασφαλίσεων. Ότι από την πλευρά της η Τράπεζα …, προκειμένου να μην χρησιμοποιηθεί εναντίον της τυχόν ανάμειξή της στα ζητήματα των πλοίων, απείχε από κάθε ενέργεια, προτάσσοντας το δικό της συμφέρον έναντι εκείνου των αντισυμβαλλομένων της, επικαλούμενη μόνο την ιδιότητά της ως θεματοφύλακα εξασφαλίσεων και διαχειρίστρια του εν λόγω δανείου. Ότι περαιτέρω, οι ίδιες, επειδή δεν μπορούσαν να καλύψουν το κόστος για την επισκευή του «…» αποτάθηκαν στη δικαιοπάροχο της πρώτης εναγομένης, ώστε να δώσει τη συναίνεσή της για να πληρωθεί η εγκριθείσα προκαταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, που αφορούσε τα έξοδα επισκευής του ανωτέρω σκάφους. Ότι, ειδικότερα, με την από 24-03-2016 επιστολή τους προς την …………, η οποία κοινοποιήθηκε και στην Τράπεζα …, ζητούσαν τη συναίνεσή της ως προς την απευθείας απόδοση του ποσού της ασφαλιστικής αποζημίωσης σε αυτές (πλοιοκτήτριες εταιρείες), ενώ επαναλαμβανόταν η ενημέρωση ως προς την ύπαρξη επενδυτή, που ενδιαφερόταν να αγοράσει τα πλοία είτε να τα μισθώσει, ώστε να αποκατασταθούν οι ζημίες και να αποπληρωθούν εν μέρει οι δανειακές υποχρεώσεις. Ότι επί του μηνύματος αυτού η ……… αιτήθηκε μόνο την παροχή εγγράφων σχετικά με τη βλάβη του πλοίου «…», επαναλαμβάνοντας την προαναφερθείσα επιφύλαξή της. Ότι με νέο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την ……… ο Οικονομικός Διευθυντής της διαχειρίστριας εταιρείας ενημέρωσε ότι τα έγγραφα θα αποσταλούν άμεσα και ότι, επιπλέον, τη διαχειρίστρια εταιρεία έχει προσεγγίσει ενδιαφερόμενος, ο οποίος εκδήλωσε ενδιαφέρον αγοράς και των δύο πλοίων. Ότι αντί για απάντηση κοινοποιήθηκε στη διαχειρίστρια εταιρεία επιστολή της Τράπεζας … προς την …………., στην οποία αναφερόταν ότι η πρώτη ενεργεί ως θεματοφύλακας εξασφαλίσεων και διαχειρίστρια του δανείου και ότι για το λόγο αυτό δεν έχει αρμοδιότητα να συναινέσει σε προτάσεις πώλησης των πλοίων, καθώς και ότι επιθυμεί να απεμπλακεί πλήρως από τη σύμβαση δανείου και να μην ενεργεί ούτε με τις ιδιότητες του Αgent και Security Trustee. Ότι στη συνέχεια η ………. τους γνωστοποίησε – σε μια προσπάθεια αποσύνδεσης της ιδίας από τη δυσμενή οικονομική κατάσταση, στις οποίες αυτές είχαν περιέλθει – ότι δεν ήταν διατεθειμένη να συναινέσει στην είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης για την τακτοποίηση των ασφαλίστρων των πλοίων, ώστε αυτά να παραμείνουν ασφαλισμένα, όπως αυτές αιτήθηκαν και ότι όποιο ποσό ασφαλίστρων εισπραττόταν αυτό θα πιστωνόταν στο ανοικτό υπόλοιπο του δανείου, ενώ απέδωσε στον εαυτό της το χαρακτηρισμό current lender, ήτοι δανείστρια κατά το χρονικό εκείνο σημείο. Ότι, ακολούθως, η Τράπεζα … παρείχε, ενεργώντας με την ιδιότητά της ως Αgent και Security Trustee του δανείου την εξουσιοδότησή της στους ασφαλιστές να πιστώσουν το ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης στην ασφαλιστική εταιρεία «…», η οποία στη συνέχεια καλείτο να το μεταφέρει στον τηρούμενο στο πλαίσιο της σύμβασης δανείου λογαριασμό. Ότι, κατόπιν, ακολούθησε επικοινωνία μεταξύ της διαχειρίστριας εταιρείας και της ………, στην οποία η πρώτη εναναλάμβανε το αίτημά τους (των δανειοληπτριών εταιρειών) να επιτραπεί μέσω χορήγησης της συναίνεσής αυτής η κάλυψη των ληξιπρόθεσμων ασφαλίστρων αμφότερων των πλοίων μέσω τιμήματος της ασφαλιστικής αποζημίωσης, που θα εισέπραττε η Τράπεζα λόγω της ζημίας του πλοίου. Ότι η …………, προκειμένου να δοθεί η εντύπωση ότι ασχολείτο με το θέμα ζητούσε συνεχώς έγγραφα, για την κατάσταση των πλοίων. Ότι με το από 06-10-2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου η …….. δήλωνε ότι ετέθη υπόψη της η ακύρωση της ασφαλιστικής κάλυψης του πλοίου «…» ως προς τους κινδύνους από κατάσταση πολέμου, ενώ δεν είχε τέτοια κάλυψη ως προς το πλοίο «…», απαιτώντας μάλιστα άμεση ως προς αυτό απάντηση. Ότι η διαχειρίστρια εταιρεία απάντησε ότι είχε πολλάκις ζητήσει τη συναίνεσή της για την κάλυψη των ασφαλιστικών οφειλών από την ασφαλιστική αποζημίωση, πλην όμως αυτή ουδέποτε εδόθη. Ότι, στη συνέχεια, η διαχειρίστρια εταιρεία πρότεινε λύσεις για την έξοδο από τη δημιουργηθείσα προβληματική κατάσταση, μεταξύ των οποίων, ως συμφερότερη, την πώληση των πλοίων σε κατάσταση λειτουργίας, επιλογή που προϋπέθετε την προηγούμενη αποκατάσταση των βλαβών και ότι η …………. αφού την έψεξε ότι επανέφερε ήδη συζητηθείσες λύσεις, εκδήλωσε την πρόθεση συνάντησης των μερών, προκειμένου να συζητηθούν πιθανές λύσεις του προβλήματος. Ότι, κατόπιν συνάντησης των μερών και ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ τους για την εξεύρεση λύσης, η διαχειρίστρια εταιρεία αιτήθηκε την έκδοση προσωρινού πιστοποιητικού περί μη απόπλου του πλοίου «…», ώστε να αποφευχθεί η διαγραφή του πλοίου από το τηρούμενο μητρώο. Ότι η ενέργεια αυτή ήταν αποτέλεσμα του αδιεξόδου που είχε δημιουργηθεί από την πάγια και αδιάλλακτη άρνηση της …..….. να μην επιτρέψει σε αυτές (ιδιοκτήτριες εταιρείες) να χρησιμοποιήσουν τμήμα της ασφαλιστικής αποζημίωσης για να πραγματοποιηθούν οι εργασίες στο πλοίο και με τον τρόπο αυτό το τελευταίο να μπορέσει να εκτελέσει νέα δρομολόγια αποφέροντας αντίστοιχα έσοδα. Ότι, κατόπιν νέας συνάντησης των μερών και ανταλλαγής μηνυμάτων, η …………. την 16-12-2016, δήλωσε την κατ’ αρχήν αποδέχθηκε αυτές (οι ενάγουσες) να έρθουν σε συμφωνία με εταιρεία, που θα ναύλωνε τα πλοία και ότι παράλληλα επιφυλάχθηκε να εξετάσει το ζήτημα της ασφαλιστικής αποζημίωσης του πλοίου «…». Ότι, κατόπιν, ακολούθησε και πάλι ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων στα οποία η .…….. δήλωσε ότι προτίθεται να μεταβάλει την απόφασή της ως προς τη διάθεση του ποσού της ασφαλιστικής αποζημίωσης, όπως αυτή είχε ως τότε εκφραστεί υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, να παράσχει η ………….. τη συναίνεσή της. Ότι και πάλι ήταν σαφής η πρόθεση της ……… να εμπλακεί η Τράπεζα … στη διαδικασία αυτή υπό κάθε ιδιότητά της και όχι να συνδράμει τις ίδιες (ενάγουσες). Ότι αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω ήταν και τα δύο πλοία να παραμείνουν παροπλισμένα και ακινητοποιημένα στο λιμάνι του … υφιστάμενα μόνο φθορές. Ότι το αίτημα περί παροχής χρηματοδότησης επαναφέρθηκε στις αρχές του 2017, οπότε και η δικαιοπάροχος της πρώτης εναγομένης είχε συναινέσει στην απόδοση της εγκεκριμένης προκαταβολής ασφαλίστρων, πλην όμως μάταια, ενώ στη συνέχεια η διαχειρίστρια εταιρεία συνέχισε την αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων προς την ………. για ανάληψη ενεργειών, επισημαίνοντάς της τον κίνδυνο το ναυπηγείο στα … προχωρήσει σε κατάσχεση και πλειστηριασμό του πλοίου «…», ώστε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του. Ότι η ………. απάντησε μόνο ότι εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα. Ότι στο νέο από 12-10-2017 μήνυμα της διαχειρίστριας εταιρείας, στο οποίο αυτή επαναλάμβανε τον κίνδυνο κατάσχεσης και εκπλειστηρίασης του πλοίου, η …………..απάντησε ότι κινεί τις διαδικασίες για τη μετάβαση τεχνικού συμβούλου, προκειμένου να εκτιμήσει την αξία και την κατάσταση του πλοίου, για να διευκολυνθεί η λήψη της τελικής απόφασης, την οποία θα ελάμβανε μαζί με την Τράπεζα …. Ότι, όπως ήταν αναμενόμενο, την 18-10-2017 ακολούθησε η απάντηση της Τράπεζας …, στην οποία αναφερόταν ότι η σχετική αλληλογραφία θα πρέπει να της κοινοποιείται μόνο με την ιδιότητα του θεματοφύλακα εξασφαλίσεων και της διαχειρίστριας του δανείου, αφού μοναδική δανείστρια είναι η ……………και ότι, επιπλέον, στο μήνυμα αυτό σημειωνόταν η θέση της Τράπεζας … ότι το συμφωνητικό προαίρεσης που επικαλείτο η ………. δεν ήταν ισχυρό. Ότι περαιτέρω, έλαβε χώρα η επιθεώρηση και η εκτίμηση αμφότερων των πλοίων και συντάχθηκε σχετική έκθεση αναφορικά με το πλοίο «…». Ότι την 01-12-2017 έλαβε χώρα συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της διαχειρίστριας εταιρείας και των αρμοδίων υπαλλήλων των Τραπεζών για την εξεύρεση βιώσιμης λύσης. Ότι κατόπιν της συνάντησης αυτής και πάλι η ……….. εξακολουθούσε να ζητά στοιχεία για την αξιολόγηση της πρότασης πώλησης των πλοίων, ενώ αυτές (οι ενάγουσες) δήλωναν ότι η αναποφασιστικότητα της …………………. επί δύο (2) συναπτά έτη ήταν εκείνη που οδήγησε αμφότερα τα πλοία στην πλήρη απαξίωσή τους, με αποτέλεσμα να έχουν πλέον αξία scrap. Ότι τον Ιούνιο του 2019 το πλοίο «…» κατασχέθηκε στο ναυπηγείο του … και ότι η …….. άσκησε αγωγή κατά αυτών (εναγουσών) αλλά και κατά της διαχειρίστριας των πλοίων στα δικαστήρια του …, συνεπεία της οποίας επιβλήθηκε συντηρητική κατάσχεση σε βάρος αμφότερων των πλοίων. Ότι, ακολούθως, η ……….. εκδήλωσε την πρόθεσή της να προχωρήσει η πώληση των πλοίων, εφόσον θα ενέκρινε φυσικά τους όρους της και ότι όταν αυτοί της απεστάλησαν η τελευταία συμφώνησε σε όλα, πλην της αποδέσμευσης των εγγυητών από τις αναληφθείσες υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης. Ότι, περαιτέρω, η ίδια η δικαιοπάροχος της δεύτερης εναγομένης αναφέρει στα ανωτέρω δικόγραφα, που υπέβαλε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αλλά και στο δικόγραφο της ασκηθείσας έφεσής της κατά της υπ’ αριθ. 2444/2020 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου ότι η συμφωνία προαίρεσης ήταν εικονική και συνήφθη για τους λόγους, που αναλυτικά αναφέρονται σε αυτή (αγωγή). Ότι μεταξύ των Τραπεζών έλαβαν χώρα υποκρυπτόμενες συνεννοήσεις, χωρίς καμία γνώση των ιδίων (εναγουσών) ως προς το υφιστάμενο παρασκήνιο και με πλήρη γνώση της δεύτερης εναγόμενης ως προς τις επικοινωνίες και τις παρακλήσεις τους (των εναγουσών) προς την πρώτη εναγομένη. Ότι η δεύτερη εναγομένη φέρει ευθύνη απέναντί τους διότι, επί τρία (3) σχεδόν έτη, απέφευγε κάθε τοποθέτηση επί των κρίσιμων ζητημάτων που ανέκυπταν και επέλεγε να προσπαθεί να αποφύγει την ανάληψη της σύμβασης δανείου, ακόμη και μετά την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης αυτής από την πρώτη εναγομένη, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της στάσης της αυτής προς αυτές (τις ενάγουσες). Ότι με τον τρόπο αυτό η δεύτερη εναγομένη παραβίασε τις υποχρεώσεις της, ενεργώντας με ενδεχόμενο δόλο, αφού προέβλεψε τη ζημία που θα υφίσταντο αυτές (οι ενάγουσες) και την αποδέχθηκε, προτάσσοντας τα δικά της συμφέροντα και συντελώντας με τον τρόπο αυτό στην πρόκληση ζημίας τους. Ότι εάν η …….. είχε αποδεχθεί το αίτημα να αποδοθεί σε αυτές (ενάγουσες) το ποσό της προκαταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ώστε να προχωρήσουν οι διαδικασίες επισκευής του πλοίου «…» ή το αίτημα να παρασχεθεί πρόσθετη χρηματοδότηση 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ ήδη από το 2015 θα είχαν επιστρέψει σε λειτουργία αμφότερα τα πλοία δημιουργώντας έσοδα και δεν θα είχαν υποστεί απομείωση της αξίας τους εκ μόνου του λόγου της παρόδου χρόνου σε καθεστώς ακινησίας. Ότι η πρώτη εναγομένη βαρύνεται τουλάχιστον με ενδεχόμενο δόλο, αφού παρέλειψε να λάβει μέτρα διασφαλίσεως των εξασφαλίσεων, που διέθετε και δη παρέλειψε να τις συνδράμει (τις ενάγουσες) επί σειρά ετών, ώστε να λάβουν χώρα ενδεδειγμένες ενέργειες για την εξασφάλιση του αξιόπλοου των πλοίων. Ότι εκ των παραλείψεων των δύο πρώτων εναγομένων τραπεζικών ιδρυμάτων αυτές (ενάγουσες) υπέστησαν ζημία, ισόποση με τη μείωση της αξίας των πλοίων, τα οποία έχουν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής το 1/10 της αξίας που είχαν κατά την εκταμίευση του δανείου. Ότι οι δικαιοπάρχοχοι αμφότερων της πρώτης και δεύτερης εναγόμενης παραβίασαν το επιβαλλόμενο «γενικό καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον», που καθιερώνουν οι αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Ότι η εμπορική αξία των πλοίων ανερχόταν το έτος 2015 για έκαστο εξ αυτών στο ποσό των 11 εκατομμυρίων Δολαρίων ΗΠΑ. Ότι η πραγματική αξία εκάστου των πλοίων, ήδη τον Αύγουστο 2019, φτάνει μόλις στο ποσό του ενός (1) εκατομμυρίου Δολαρίων ΗΠΑ. Ότι, ειδικότερα, τα ανωτέρω πλοία δεν είχαν πλέον εμπορική αξία, αλλά η αξία και των δύο ήταν πλέον ίση με την εναπομένουσα αξία τους (scrap value) στο λιμάνι … ως «έσονται και ευρίσκονται» (as-is-where-is), ήτοι ανερχόταν στο προαναφερόμενο ποσό του ενός (1) εκατομμυρίου Δολαρίων ΗΠΑ (1.000.000 USD) και ότι συνεπώς η απομείωση της αξίας τους ανήλθε στο ποσό των δέκα εκατομμυρίων Δολαρίων ΗΠΑ για καθένα από αυτά. Ότι αμφότερες η πρώτη και η δεύτερη των εναγομένων, ως καθολικοί διάδοχοι των ………… και …, αντίστοιχα, υπέχουν αδικοπρακτική ευθύνη έναντί τους (των εναγουσών), τόσο κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (914 και 919 ΑΚ), όσο και βάσει των διατάξεων του νόμου περί προστασίας του καταναλωτή (Ν. 2251/1994), η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας ύψους 10 εκατ. ΔολΗΠΑ, για κάθε μια από αυτές. Ότι την ομοειδή και ληξιπρόσθεσμη απαίτησή τους αυτή έναντι της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, ύψους 10 εκατ. ΔολΗΠΑ για κάθε μια εξ αυτών (συνολικού ύψους 20 εκατ. ΔολΗΠΑ) προτείνουν με την παρούσα αγωγή σε συμψηφισμό έναντι της τρίτης των εναγομένων, υπό την ιδιότητά της ως εκδοχέως της απαίτησης από την επίδικη σύμβαση, δεδομένου ότι η σχετική απαίτησή τους γεννήθηκε το αργότερο στο τέλος Αυγούστου, ήτοι πριν την αναγγελία της εκχώρησης της έννομης σχέσης της επίδικης δανειακής σύμβασης, δυνάμει της από 12-09-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων στην τρίτη εναγομένη, η οποία (αναγγελία) έλαβε χώρα στις 16-09-2019 με την καταχώρηση περίληψη της συμβάσεως αυτής στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Ότι την ανωτέρω ανταπαίτησή τους προτείνουν σε συμψηφισμό έναντι του ποσού της απορρέουσας από την από 19-07-2007 δανειακή σύμβαση απαίτησης, ύψους 27.236.852,23 ΔολΗΠΑ, ως έχει διαλάβει η ……… στην αγωγή της κατά του εγγυητή του δανείου, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ως τούτο επαναλαμβάνεται από την τρίτη εναγομένη στο δικόγραφο των προτάσεών της επί της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής από τον εγγυητή του δανείου. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγουσες ζητούν α) να αναγνωριστεί ότι επήλθε ισόποση και δη κατά το ποσό των 10 εκατομμυρίων Δολαρίων ΗΠΑ ως προς κάθε μια εξ αυτών απόσβεση/εξόφληση της απαίτησης της τρίτης εναγομένης από τη δανειακή σύμβαση, η δε απόσβεση αυτή έλαβε χώρα με τη δικαστική πρόταση σε συμψηφισμό της ανωτέρω ανταπαίτησης των 10 εκατομμυρίων Δολαρίων ΗΠΑ, η οποία απορρέει από την προεκτεθείσα παράνομη και αδικοπρακτική συμπεριφορά αμφότερων των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, ως καθολικών διαδόχων των ……….. και …, αντίστοιχα, η οποία προκάλεσε αιτιωδώς ζημία ανερχόμενη στο προαναφερθέν ποσό για έκαστη εξ αυτών και β) επικουρικά και εφόσον κριθεί ότι δεν συντρέχει κάποια εκ των προϋποθέσεων του δικαστικού συμψηφισμού έναντι της τρίτης εναγομένης και δεν έχει επέλθει απόσβεση της απαίτησης των εναγομένων από τη δανειακή σύμβαση, να αναγνωριστεί ότι αμφότερες οι πρώτη και δεύτερη των εναγομένων οφείλουν να καταβάλουν συνολικά ευθυνόμενες εις ολόκληρον έκαστη το ποσό των δέκα εκατομμυρίων Δολαρίων ΗΠΑ (10.000.000 USD) σε κάθε μια εκ των δύο εναγουσών (και συνολικά 20 εκατομμύρια ΔολΗΠΑ), κατά την ισοτιμία του ποσού αυτού σε ευρώ κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής, ως αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που υπέστησαν εκ της τελεσθείσας αδικοπραξίας των εναγομένων σε βάρος τους, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, οι ενάγουσες ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Οι εναγόμενες, με τις νομίμως και εμπροθέσμως, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατατεθείσες προτάσεις τους, προβάλλουν προεχόντως, πριν από κάθε άλλο ισχυρισμό, ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, για την εκδίκαση της επίδικης διαφοράς και ζητούν να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη, ισχυριζόμενοι ότι, επί τη βάσει της υπ’ αριθ. 36 ρήτρας της από 19-07-2007 δανειακής σύμβασης με τίτλο «εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία» συμφωνήθηκε ότι αποκλειστική δικαιοδοσία για την επίλυση οποιωνδήποτε διαφορών, που μπορεί να προκύψουν από ή σε σχέση με αυτή τη σύμβαση έχουν τα Δικαστήρια της Αγγλίας, όταν οι διαδικασίες σε σχέση με τις διαφορές αυτές εκκινούνται από τις δανειολήπτριες. Η με το ως άνω περιεχόμενο προβαλλόμενη εκ μέρους των εναγομένων ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας προβάλλεται παραδεκτά, προ πάσης έκθεσης των ισχυρισμών τους περί της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής και είναι, με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 ΚΠολΔ, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση ως δίκαιο του forum, ορισμένη και νόμιμη · πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσία. Σημειωτέον δε ότι εν προκειμένω δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι νομικές διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Κανονισμού 1215/2012 που προαναφέρονται, αφού το Δικαστήριο που ορίζεται, σύμφωνα με τη ρήτρα απονομής αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, δεν είναι Δικαστήριο κράτους μέλους, όπως απαιτείται από την ανωτέρω διάταξη για την ισχύ του Κανονισμού, αλλά δικαστήριο τρίτου κράτους. Ειδικότερα, το Ηνωμένο Βασίλειο από 01-02-2020 αποχώρησε από την Ε.Ε. και κατέστη «τρίτη χώρα». Η συμφωνία αποχώρησης προέβλεπε μεταβατική περίοδο που έληγε στις 31-12-2020. Μέχρι την ημερομηνία αυτή το δίκαιο της Ένωσης στο σύνολό του ίσχυε ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού (με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων). Εν προκειμένω, η υπό κρίση αγωγή έχει ασκηθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2021 – ήτοι μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου ισχύος του ευρωπαϊκού δικαίου στο Ηνωμένο Βασίλειο- που για λόγους ασφάλειας δικαίου, πρέπει να θεωρηθεί ως κρίσιμος χρόνος, από τον οποίο θα εξαρτάται η εφαρμογή του δικονομικού εκείνου καθεστώτος, επί τη βάσει του οποίου θα κρίνεται το κύρος μίας ρήτρας παρεκτάσεως – με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, ανεξαρτήτως του χρόνου κατάρτισης της συμφωνίας παρέκτασης (βλ. Ιωάννη Στ. Δεληκωστόπουλο, Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Brexit – Δικονομικά ζητήματα, Ζητήματα από την εφαρμογή του κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, γ’ έκδοση, 2022). Επιπρόσθετα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης της 30-06-2005 για τις συμφωνίες επιλογής Δικαστηρίου (HCCA – Hague Convention on Choise of Court Agreements), αφού στο άρθρο 16 παρ. 1 της Συμβάσεως αυτής ορίζεται ότι «Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στις συμφωνίες παρέκτασης αποκλειστικής δικαιοδοσίας, οι οποίες συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος της ως προς το κράτος του επιλεγέντος Δικαστηρίου» · εν προκειμένω η εν λόγω συμφωνία παρέκτασης αποκλειστικής δικαιοδοσίας συνήφθη την 19-07-2007, ήτοι πριν την έναρξη της ισχύος της Συμβάσεως, την 1η Οκτωβρίου 2015, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο είχε αρχίσει να εφαρμόζεται λόγω της προσχώρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λογαριασμό των κρατών-μελών της. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της ένδικης από 19-07-2007 δανειακής σύμβασης μεταξύ των συμβαλλομένων αφενός εναγουσών, ως δανειοληπτριών και αφετέρου της αρχικής δανείστριας τράπεζας «… (δικαιοπάροχο της δικαιοπαρόχου της δεύτερης εναγομένης τράπεζας), που προσκομίζεται από τους παριστάμενους διαδίκους, προκύπτουν τα κάτωθι: Με τον όρο 36 «ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ» της ανωτέρω δανειακής σύμβασης τα σε αυτήν συμβαλλόμενα μέρη, συνήψαν ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία έχει επί λέξει ως εξής: «36.1 Η παρούσα Σύμβαση θα διέπεται από και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο. 36.2 Με την επιφύλαξη του όρου 36.3, τα Δικαστήρια της Αγγλίας θα έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία για να επιλύσουν οποιεσδήποτε διαφορές, οι οποίες μπορούν να προκύψουν από ή σε σχέση με αυτή τη Συμφωνία. 36.3 Ο όρος 36.2 είναι προς το αποκλειστικό συμφέρον των Πιστωτικών Συμβαλλομένων, καθένας από τους οποίους διατηρεί το δικαίωμα α) να εκκινεί δικαστικές ενέργειες σχετικά με οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο προκύπτει από ή σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων και/ή (ενώπιων των δικαστηρίων) οποιασδήποτε άλλης χώρας, πλην της Αγγλίας ή της Ελλάδος και τα οποία έχουν δικαιοδοσία ως προς το ζήτημα αυτό, και β) να εκκινεί τέτοιες δικαστικές ενέργειες ενώπιον των δικαστηρίων οποιασδήποτε χώρας ή χωρών ταυτόχρονα με ή παράλληλα με τις δικαστικές ενέργειες στην Αγγλία ή την Ελλάδα ή και χωρίς την έναρξη δικαστικών ενεργειών στην Αγγλία ή την Ελλάδα. Οι Δανειζόμενες δεν θα εκκινούν καμία δικαστική ενέργεια σε καμία χώρα εκτός της Αγγλίας σχετικά με οποιοδήποτε θέμα, το οποίο προκύπτει από ή σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση». Η παραπάνω ρήτρα, από την οποία προκύπτει η καθαρή συμφωνία των μερών για παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας αναφορικά με τις δικαστικές ενέργειες που θα εκκινούν οι δανειζόμενες υπέρ των δικαστηρίων της Αγγλίας καθιδρύει αποκλειστική δικαιοδοσία, κατά παρέκταση, του δικαστηρίου αυτού και πληροί, από πλευράς τύπου, όλες τις οριζόμενες, από τις διατάξεις των άρθρων 42, 43, 44 ΚΠολΔ προϋποθέσεις για την εγκυρότητά της, καθόσον καταρτίστηκε εγγράφως, αναφέρεται σε διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο και προέρχονται από ορισμένη έννομη σχέση, δηλαδή την ένδικη σύμβαση, χωρίς κάποια επιφύλαξη ή εξαίρεση. Επιπλέον, είναι απόλυτα σαφής, μη χρήζουσα, ούτε επιδεχόμενη αντίθετης ερμηνείας κατά τη lex fori περί συντρέχουσας αρμοδιότητας των ελληνικών δικαστηρίων, καθώς τα συμβαλλόμενα μέρη, εάν ήθελαν κάτι τέτοιο, θα το είχαν ρητά προβλέψει. Εξάλλου, από την ως άνω ρήτρα, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Αγγλίας συμφωνήθηκε να υπάγονται όλες οι διαφορές, που απορρέουν από τη μεταξύ των διαδίκων συναφθείσα σύμβαση, όταν οι διαδικασίες σε σχέση με τις διαφορές αυτές εκκινούνται από τις δανειολήπτριες, χωρίς να αποκλείονται αυτές που στηρίζονται στην αδικοπραξία, υπάγονται, δηλαδή, τόσο αυτές που έχουν ως νομική βάση την επίδικη σύμβαση, όσο και τις συναφείς αξιώσεις, που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, αλλά στηρίζονται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ενόψει και του ότι δεν γίνεται διάκριση γι’ αυτές. Ο ισχυρισμός των εναγουσών ότι οι ένδικες αξιώσεις τους δεν προέκυψαν από ή σε σχέση με την ανωτέρω σύμβαση, ούτε γεννήθηκαν εκ της λύσης αυτής λόγω της καταγγελίας, στην οποία προέβη η πρώτη εναγομένη, ούτε συντρέχει περίπτωση παράβασης των όρων της σύμβασης, ούτε συντρέχει περίπτωση συρροής ενδοσυμβατική και αδικοπρακτικής ευθύνης, αλλά (προέκυψαν) εκ του νόμου και ως εκ τούτου η εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας στην υπό κρίση διαφορά θα οδηγούσε σε υπερβολική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν· και τούτο διότι βάσει των ιστορούμενων στην αγωγή – που αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω – οι ένδικες αξιώσεις συνδέονται άμεσα και αναπόφευκτα με τη σύμβαση δανείου, αφού προέκυψαν από τον τρόπο αντιμετώπισης από τις δανειολήπτριες εταιρείες της υπερημερίας των εναγουσών ως προς την καταβολή των προβλεπόμενων από την ανωτέρω σύμβαση δόσεων δανείου. Συνεπώς, οι αξιώσεις των εναγουσών ανεξάρτητα από τον τρόπο και χρόνο γένεσής τους, έχουν αφετηρία και αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο την ως άνω σύμβαση και συνδέονται άρρηκτα με αυτή και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας περί παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, αβάσιμα οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 35 ΚΠολΔ και 7 παρ. 2 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2015 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Βρυξέλλες Ια) «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», σύμφωνα με το οποίο, προκειμένου περί αξιώσεων που πηγάζουν από αδικοπραξία, διεθνή δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Και τούτο διότι η διάταξη αυτή ισχύει μόνο στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες τα μέρη παρέλειψαν να περιλάβουν στη σχετική σύμβασή τους ρήτρα παρέκτασης υπέρ άλλου δικαστηρίου και τούτο, διότι η εισαγόμενη με το άρθρο 7 παρ. 2 του Κανονισμού βάση δικαιοδοσίας είναι ειδική και συντρέχουσα και εκτοπίζεται από την αποκλειστική δωσιδικία της εγκύρως συνομολογηθείσας παρέκτασης. Με βάση τα παραπάνω, η ένδικη συμβατική ρήτρα περί παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας καθιδρύει αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Αγγλίας αναφορικά με τις δικαστικές ενέργειες που θα εκκινούν οι δανειζόμενες, είναι ισχυρή και κατισχύει της κατ’ άρθρ. 7 παρ. 2 του ανωτέρω Κανονισμού δωσιδικίας του τόπου, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός. Περαιτέρω, από το κείμενο της επίδικης δανειακής σύμβασης προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι με ελεύθερη βούλησή τους συνομολόγησαν τη ρήτρα παρέκτασης, ενώ δεν προβάλλονται ούτε προκύπτουν ειδικές περιστάσεις από τις οποίες θα μπορούσε ο ως άνω συμβατικός όρος να κριθεί άκυρος ως προϊόν απεριόριστης υποταγής του ενός μέρους στο άλλο. Σημειωτέον δε ότι συμφωνίες, με τις οποίες προβλέπεται η διαφοροποίηση του αρμοδίου δικαστηρίου ανάλογα με τον διάδικο ή συμφωνίες που οδηγούν σε αποκλειστική δικαιοδοσία για τη μια πλευρά και συντρέχουσα για την άλλη, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση δεν καθιστούν τις ρήτρα παρέκτασης που τις περιέχουν άκυρες, αλλά οι ρήτρες αυτές είναι αποδεκτές, εφόσον τηρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις για την εγκυρότητά τους (ΠΠΠ 954/2016, αδημ.). Επιπλέον, η εν λόγω συμφωνία δεσμεύει α) την πρώτη εναγομένη, με την ιδιότητά της ως καθολική διάδοχο της ………. (φέρουσα και η ίδια την ίδια επωνυμία), στην οποία (τελευταία) εκχωρήθηκε το δάνειο την 15-04-2011 από την Τράπεζα ………, β) τη δεύτερη εναγομένη, με την ιδιότητά της ως καθολική διάδοχο της Τράπεζας «… ……..», καθολικής διαδόχου της Tράπεζας «….», η οποία διαδέχθηκε την Τράπεζα … η οποία (Τράπεζα … παρέμεινε στη σύμβαση δανείου – μετά την εκχώρηση του δανείου στην πρώτη εναγόμενη – συμβαλλόμενη ως Αντιπρόσωπος της δανείστριας Τράπεζας (Αgent) και Εμπιστευματοδόχος εξασφαλίσεων (Security Trustee) και συνεπώς και οι καθολικοί διάδοχοι αυτής, μέχρι την 23-11-2018, οπότε αντικαταστάθηκε ως προς την ιδιότητά της αυτή από την ……… (δικαιοπάροχο της πρώτης εναγομένης) και γ) την τρίτη εναγομένη, ως ειδική διάδοχο της πρώτης εναγομένης, δυνάμει της από 12-09-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο, κατά τα άρθρα 10 και 14 του Ν. 3156/2003, οι οποίες με τις ανωτέρω ιδιότητες έχουν καταστεί φορείς της έννομης σχέσης, η οποία καταλαμβάνεται από τη συμφωνία παρέκτασης, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως προς όλους τους εναγόμενους ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας. Τέλος, λόγω του ιδιαίτερα δυσχερούς των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων (179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ το σύνολο των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ σε δημόσια και έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις……………………….., με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ