Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3707/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19-05-2015 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α. Της ενάγουσας: εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στο Π. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γαρουφαλλιά Δάρρα.

Των εναγομένων: α) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, στην Ελλάδα δε αντιπροσωπεύεται από το μεταφορικό – ναυτιλιακό συνεταιρισμό με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στο Ρ. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, β) μεταφορικού – ναυτιλιακού συνεταιρισμού με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στο Ρ. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα και γ) Ν. Σ. του Π., κατοίκου Ρ. Αττικής, η πρώτη εκ των οποίων εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Δαμίγου, ενώ οι δεύτερος και τρίτος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μάρκο Μαρινάκη.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-11-2013 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 11-03-2014, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 2.

Β. Της καλούσας – ενάγουσας: εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στο Π. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γαρουφαλλιά Δάρρα.

Των καθ’ ων η κλήση – εναγομένων: α) εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, στην Ελλάδα δε αντιπροσωπεύεται από το μεταφορικό – ναυτιλιακό συνεταιρισμό με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στο Ρ. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, β) μεταφορικού – ναυτιλιακού συνεταιρισμού με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στο Ρ. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα και γ) Ν. Σ. του Π., κατοίκου Ρ. Αττικής, η πρώτη εκ των οποίων εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Δαμίγου, ενώ οι δεύτερος και τρίτος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μάρκο Μαρινάκη.

Η καλούσα – ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ζήτησε να γίνει δεκτή η από 12-11-2013 αγωγή της κατά των καθ’ ων η κλήση – εναγομένων, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 11-03-2014, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο. Ήδη η αγωγή αυτή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 24-03-2014 κλήση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και προσδιορίσθηκε να δικασθεί κατά τη δικάσιμο της 21-10-2014, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 6.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της καλούσας – ενάγουσας δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της κλήσεως. Κατόπιν αυτού, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των δεύτερου και τρίτου των καθ’ ων η ανακοπή ζήτησε να καταδικασθεί η καλούσα – ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εντολέων του.

Κατά την επακολουθήσασα συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν λόγω συνάφειας (αρθρ. 246 ΚΠολΔ), οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο του Δικαστηρίου τούτου, συζητήθηκαν οι εξής υποθέσεις: α) η από 12-11-2013 αγωγή της εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…» κατά της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», του μεταφορικού – ναυτιλιακού συνεταιρισμού με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «…» και του Ν. Σ. του Πολύδωρου (αριθμός πινακίου 2) και β) η ίδια ως άνω αγωγή της ίδιας ως άνω ενάγουσας κατά των ίδιων ως άνω εναγομένων, η οποία νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 24-03-2014 κλήση (αριθμός πινακίου 6). Οι εν λόγω υποθέσεις, οι οποίες υπάγονται στην ίδια διαδικασία (τακτική), πρέπει να συνεκδικασθούν γιατί είναι συναφείς και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ενώ, επιπλέον, επέρχεται και μείωση των εξόδων (αρθρ. 246 ΚΠολΔ).

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 294 εδ. α΄, 295§1 και 297 ΚΠολΔ ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, η παραίτηση δε αυτή γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου και έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 299 ΚΠολΔ οι διατάξεις των άρθρων 294 έως 298 εφαρμόζονται στην ανταγωγή, την παρέμβαση, την προσεπίκληση, την ανακοίνωση, τα ένδικα μέσα, την ανακοπή, την τριτανακοπή και σε οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική πράξη. Επομένως, οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και στην κλήση προς συζήτηση της αγωγής, επειδή η κλήση αποτελεί διαδικαστική πράξη και το δικόγραφό της αποτελεί εισαγωγικό δικόγραφο συζήτησης. Έτσι η παραίτηση του καλούντος από την κλήση προς συζήτηση έχει ως αποτέλεσμα ότι η κλήση θεωρείται ότι δεν έγινε και γι’ αυτό η επακολουθούσα συζήτηση είναι απαράδεκτη, αφού δεν υπάρχει εισαγωγικό δικόγραφο γι’ αυτήν (βλ. ΕφΔωδ 263/2006, ΕφΠατρ 946/2004, ΑχαΝομ 2005,337, ΕφΠατρ 14/2004, ΕφΠατρ 2005,215, ΕφΠατρ 390/2002, ΑρχΝ 2003,421, ΕφΑθ 9229/2001, Δνη 2004,558, ΕφΘεσ 1216/2000, Αρμ 2000,1408, ΕφΘεσ 367/1989, Αρμ 1989,558, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ. Αντιθ. ΕφΚρητ 28/1988, Δίκη 1988,362, ΕΕΝ 1988,395, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, μετά την εκφώνηση της υπ’ αριθμ. πινακίου 6 υπόθεσης από το πινάκιο δόθηκε ο λόγος στην πληρεξούσια δικηγόρο της καλούσας – ενάγουσας, η οποία, με δήλωσή της που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 24-03-2014 κλήσης προς συζήτηση της υπόθεσης. Η ως άνω δήλωση παραίτησης είναι έγκυρη, έστω και αν αντιλέγουν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, καθώς έγινε σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 294 και 297 ΚΠολΔ, και επέφερε τα αποτελέσματά της, δηλαδή η κλήση προς συζήτηση θεωρείται ως μη γενομένη και, έτσι, η συζήτηση καθίσταται απαράδεκτη. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής με βάση την ως άνω κλήση. Το αίτημα των δεύτερου και τρίτου των καθ’ ων η κλήση – εναγομένων περί εκκαθάρισης των συνεπεία της ως άνω παραιτήσεως της ενάγουσας οφειλομένων σ’ αυτούς δικαστικών εξόδων κρίνεται απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο αφού στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει η απαιτουμένη για την αιτουμένη εκκαθάριση προϋπόθεση της έκδοσης οριστικής απόφασης (ΕφΔωδ 263/2006, ο.π., ΕφΠατρ 390/2002, ο.π., ΕφΑθ 9229/2001, ο.π.).

Περαιτέρω, με την κρινόμενη αγωγή ιστορούνται τα ακόλουθα: Δυνάμει σύμβασης έργου που καταρτίσθηκε κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2012 μεταξύ της ενάγουσας, η οποία τυγχάνει ελληνική εταιρεία, εδρεύουσα στο Π. Αττικής, και έχει ως κύριο αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την ανάληψη και εκτέλεση κάθε είδους εργασιών καθαρισμού, αμμοβολής, υδροβολής και βαφής επί ναυπηγημάτων παντός είδους καθώς και επί μηχανημάτων και εξαρτημάτων χερσαίων εγκαταστάσεων εργοστασίων και βιομηχανιών, και του εδρεύοντος στο Ρ. Κ. δεύτερου εναγόμενου μεταφορικού – ναυτιλιακού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, ο οποίος ασκούσε τη διαχείριση του υπό κυπριακή σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου με την ονομασία «…» και αριθμό νηολογίου Λεμεσού … και ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας του ως άνω πλοίου, πρώτης εναγομένης, η οποία τυγχάνει αλλοδαπή εταιρεία, εδρεύουσα στη Λ.  Κ., η ενάγουσα ανέλαβε την εκτέλεση των εργασιών καθαρισμού που περιγράφονται αναλυτικά στο αγωγικό δικόγραφο επί του εν λόγω πλοίου έναντι αμοιβής η οποία καθορίσθηκε κατ’ αποκοπή για κάθε επιμέρους εργασία. Σε εκπλήρωση των υποχρεώσεών της που απέρρεαν από την ανωτέρω σύμβαση η ενάγουσα εκτέλεσε προσηκόντως τις ανατεθείσες σ’ αυτήν εργασίες με συνεργείο εργατοτεχνιτών της και υλικά που χορηγήθηκαν από την ίδια, κατά τους μήνες Νοέμβριο του έτους 2012 και Απρίλιο του έτους 2013, οπότε το πλοίο ναυλοχούσε στο Νέο Μόλο Δραπετσώνας Αττικής. Ως προς τις επιμέρους εργασίες που εκτελέσθηκαν κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 2012 και παραδόθηκαν στην πρώτη εναγομένη κατά την 01-11-2012, η αμοιβή της ενάγουσας ανήλθε, με βάση τα συμφωνηθέντα κατά τη σύναψη της ένδικης σύμβασης, στο συνολικό ποσό των 16.000 €, το οποίο ήταν καταβλητέο εντός 45 ημερών από την έκδοση του σχετικού υπ’ αριθμ. … τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ενώ ως προς τις επιμέρους εργασίες που εκτελέσθηκαν κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2013 και παραδόθηκαν στην πρώτη εναγομένη κατά τη 12-04-2013, η αμοιβή της ενάγουσας ανήλθε, σύμφωνα με τον ανωτέρω συμβατικό καθορισμό, στο συνολικό ποσό των 2.000 €, το οποίο ήταν καταβλητέο εντός 45 ημερών από την έκδοση του σχετικού υπ’ αριθμ. … τιμολογίου παροχής υπηρεσιών. Κατόπιν σχετικής οχλήσεως της ενάγουσας για την καταβολή της αμοιβής της, που απευθύνθηκε στο δεύτερο εναγόμενο ως αντιπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, ο πρώτος αναδέχθηκε σωρευτικά την οφειλή της τελευταίας. Μάλιστα, χάριν καταβολής της ως άνω οφειλής, ο δεύτερος εναγόμενος παρέδωσε στο Π. Αττικής κατά τη 12-04-2013 στην ενάγουσα τις ειδικά προσδιοριζόμενες στην αγωγή τρεις μεταχρονολογημένες επιταγές, ποσού 6.000 € η καθεμία, οι οποίες ήταν πληρωτέες στην τράπεζα … από τον τηρούμενο σ’ αυτήν λογαριασμό του δεύτερου εναγομένου και τις οποίες είχε εκδώσει (υπογράψει) στο Ρ. Κ. ο έλληνας υπήκοος και κάτοικος Ρ. Κρήτης τρίτος εναγόμενος εις διαταγήν της (της ενάγουσας), ενεργώντας υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του δεύτερου εναγομένου. Μολονότι δε η ενάγουσα εμφάνισε τους ανωτέρω τίτλους την 03-09-2013 στο κατάστημα που διατηρεί η ανωτέρω πληρώτρια τράπεζα στο Ελληνικό Αττικής, δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων, γεγονός που βεβαιώθηκε από την τράπεζα στο σώμα της καθεμίας από τις ένδικες επιταγές. Στην έκδοση των ως άνω επιταγών προέβη ο τρίτος εναγόμενος (υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του) εν γνώσει του ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής τους. Εξάλλου, επειδή οι δύο πρώτοι εναγόμενοι ουδέν ποσό κατέβαλαν στην ενάγουσα έναντι της ανωτέρω οφειλής τους, η τελευταία άσκησε κατ’ αυτών την από 27-09-2013 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … αίτησή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία ζήτησε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την εξασφάλιση της απαίτησής της. Η αίτηση αυτή έγινε εν όλω δεκτή με την υπ’ αριθμ. 2586/2013 απόφαση του αυτού Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία διατάχθηκε ειδικότερα η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων και συγκεκριμένα του προαναφερόμενου πλοίου μέχρι το ποσό των 70.000 €. Δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως η ενάγουσα πρόκειται να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση επί του εν λόγω πλοίου, συνεπεία της οποίας θα επιβληθεί απαγόρευση απόπλου αυτού και θα υποχρεωθεί αυτή (η ενάγουσα) εκ του νόμου (αρθρ. 1 του π.δ. 280/2000) να προσλάβει και να εγκαταστήσει φύλακα επί του πλοίου για τη φύλαξη αυτού καθ’ όλο το 24ωρο. Ενόψει δε του ότι η αμοιβή για την παροχή των υπηρεσιών του ως άνω φύλακα ανέρχεται στο ποσό των 1.500 € μηνιαίως, η ενάγουσα θα υποχρεωθεί να καταβάλει κατά τους επόμενους 24 μήνες, μέχρι δηλαδή την τελεσιδικία της απόφασης που θα εκδοθεί επί της κρινόμενης αγωγής, το ποσό των 36.000 € συνολικά. Κατόπιν αυτών, η ενάγουσα ζητεί, όπως το αίτημα της αγωγής της παραδεκτά, κατ’ άρθρ. 223, 294 και 297 ΚΠολΔ, περιορίσθηκε με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και με τις προτάσεις της, ως προς το προαναφερόμενο ποσό της δαπάνης φύλαξης του πλοίου … (36.000 €), ως προς το οποίο παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής της, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 18.000 €, η μεν πρώτη εναγομένη με βάση την ανωτέρω σύμβαση έργου, ο δε δεύτερος εναγόμενος κυρίως μεν με βάση την ως άνω σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους και επικουρικά ως αποζημίωση εκ της αδικοπραξίας που τελέσθηκε εις βάρος της (της ενάγουσας) από το νόμιμο εκπρόσωπό του (του δεύτερου εναγομένου), τρίτο εναγόμενο, και συνίσταται στην έκδοση των ένδικων ακάλυπτων επιταγών, και ο τρίτος εναγόμενος ως αποζημίωση εκ της ως άνω αδικοπραξίας του, με το νόμιμο τόκο α) η πρώτη εναγομένη και ο δεύτερος εναγόμενος (κατά την κύρια βάση της αγωγής ως προς αυτόν) από την 46η ημέρα από την έκδοση του καθενός από τα ανωτέρω αναφερόμενα τιμολόγια, ήτοι από την 21-12-2012 ως προς το επιμέρους ποσό των 16.000 € και από την 28-05-2013 ως προς το ποσό των 2.000 €, και β) ο δεύτερος εναγόμενος (κατά την επικουρική βάση της αγωγής ως προς αυτόν) και ο τρίτος εναγόμενος από την επομένη της ημέρας κατά την οποία ήταν πληρωτέο το ποσό της καθεμίας από τις προαναφερόμενες επιταγές, ήτοι από την 01-09-2013 ως προς το επιμέρους ποσό των 6.000 € της πρώτης επιταγής, από την 01-11-2013 ως προς το επιμέρους ποσό των 6.000 € της δεύτερης επιταγής και από την 01-12-2013 ως προς το επιμέρους ποσό των 6.000 € της τρίτης επιταγής, άλλως γ) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επίσης, ζητεί να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά του δεύτερου των εναγομένων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία κατ’ αρθρ. 3§1 και 5§1 περ. β΄ του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», καθώς ο τόπος, όπου δυνάμει της ένδικης σύμβασης έργου έγινε η παροχή των υπηρεσιών της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη (δηλαδή η εκτέλεση του έργου) είναι η Ελλάδα. Σημειωτέον ότι ο ανωτέρω Κανονισμός εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν πριν τη 10-01-2015, όπως η κρινόμενη, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 66§1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Επίσης, το Δικαστήριο τούτο είναι καθ’ ύλην (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 ΚΠολΔ), λειτουργικά (ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς – άρθρο 51§§1, 3Α και 3Β΄ περ. β΄ του ν. 2172/1993) και κατά τόπον αρμόδιο, λόγω του ότι αφενός μεν ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων που απορρέει από τις ανωτέρω συμβάσεις έργου και σωρευτικής αναδοχής χρέους είναι το Π. Αττικής, όπου βρίσκεται η επαγγελματική εγκατάσταση της ενάγουσας, αφετέρου δε ο τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, ο τόπος, δηλαδή, που εμφανίσθηκαν προς πληρωμή οι ένδικες επιταγές και δεν πληρώθηκαν (Ελληνικό Αττικής), ανήκει στο νομό Αττικής, στο σύνολο του οποίου εκτείνεται η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών (άρθρα 33 ΚΠολΔ σε συνδ. με 321 εδ. β΄ ΑΚ, 35, 37§1 ΚΠολΔ και 51§2 ν. 2172/1993). Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο περί τοπικής αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου ισχυρισμός των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων.Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 222 του ΚΠολΔ, η οποία ορίζει στη μεν παράγραφο 1 ότι όταν επέλθει η εκκρεμοδικία (δηλαδή η ολοκλήρωση της ασκήσεως της αγωγής κατ’ άρθρο 215 ΚΠολΔ με την επίδοση της στον εναγόμενο) και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα, στη δε παράγραφο 2 ότι αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη, προκύπτει ότι η ένσταση εκκρεμοδικίας λειτουργεί εάν κατά τη διάρκεια αυτής (εκκρεμοδικίας) ασκηθεί άλλη αγωγή ή εξομοιούμενη προς αυτήν διαδικαστική πράξη για την ίδια διαφορά, μεταξύ των αυτών, υπό την ιδία ιδιότητα ενεργούντων, διαδίκων, αλλ’ όχι κι εάν κατά τη διάρκεια της εν λόγω δικονομικής κατάστασης αχθεί η αυτή υπόθεση με επιμέλεια κάποιου από τους διαδίκους, με την ευχέρεια που παρέχεται σ’ αυτούς με τη διάταξη του άρθρου 230§2 ΚΠολΔ, προς συζήτηση σε δικάσιμο προγενέστερη χρονικά της αρχικά ορισθείσας [ΕφΘεσ 2634/1991, Αρμ 1992,163, ΝοΒ 1993,728, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (- Κ. Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000) αρθρ. 230, αριθ. 4]. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η συζήτηση της αγωγής κατά την δικάσιμο που προηγείται χρονικά καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση της ίδιας αγωγής κατά τη μεταγενέστερη δικάσιμο, αφού ήδη έχει επιληφθεί το δικαστήριο μέσα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του χωρίς να παραβιάζει ουδένα δικονομικό κανόνα επαγόμενο απαράδεκτο, ούτε την εκ του άρθρου 222 απαγόρευση (πρβλ. ΑΠ 134/2000, ΑΠ 1279/1982, ΝοΒ 1983,1342, ΕφΑθ 131/2008, Δνη 2009,853, ΕφΑθ 4336/2007, ΝοΒ 2008,1836, ΕφΠειρ 175/2006, ΠειρΝομ 2006,238, ΕφΑθ 2714/2001, Δνη 2001,1420, ΕφΑθ 1998/2001, Δνη 2001,1413,1420, ΕφΑθ 2218/1996, Αρμ 1997,361, ΕφΘεσ 1191,1991, Αρμ 1991,330, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση προσδιορισμού της συζήτησης της αγωγής με δύο διαφορετικές κλήσεις (ως κλήση, δε, νοείται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226§4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ) στην ίδια δικάσιμο με διαφορετικό αριθμό πινακίου. Δηλαδή, και σ’ αυτήν την περίπτωση η συζήτηση της αγωγής με βάση την κλήση που προηγείται στη σειρά του πινακίου δεν στοιχειοθετεί το εκ του άρθρου 222 ΚΠολΔ απαράδεκτο, παρά μόνον καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση της ίδιας αγωγής με βάση την κλήση που έπεται στη σειρά του πινακίου (πρβλ. ΕφΑθ 131/2008, ο.π.). Στην προκείμενη περίπτωση η συζήτηση της κρινόμενης αγωγής είχε ορισθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 11-03-2014, κατά την οποία αναβλήθηκε από το οικείο πινάκιο για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης (19-05-2015). Μετά το τέλος της συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου που έλαβε χώρα την 11-03-2014, ο γραμματέας μετέφερε την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που έπρεπε να συζητηθούν κατά την ορισθείσα μετ’ αναβολήν δικάσιμο (της 19-05-2015) στο πινάκιο της οποίας ανεγράφη με αριθμό 2. Ωστόσο, μετά την ως άνω αναβολή, η ενάγουσα επέσπευσε, με την από 24-03-2014 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … κλήση, τη συζήτηση της ίδιας αγωγής για τη δικάσιμο της 21-10-2014. Και κατά τη δικάσιμο αυτή, όμως, η συζήτηση της αγωγής αναβλήθηκε από το οικείο πινάκιο για την ίδια ως άνω δικάσιμο (ήτοι αυτήν που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης). Μετά το τέλος της συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου που έλαβε χώρα την 21-10-2014, ο γραμματέας μετέφερε την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που έπρεπε να συζητηθούν κατά την ορισθείσα μετ’ αναβολή δικάσιμο (της 19-05-2015) στο πινάκιο της οποίας ανεγράφη με αριθμό 6. Έτσι, η υπό κρίσιν αγωγή προσδιορίσθηκε να συζητηθεί στην ίδια ως άνω μετ’ αναβολή δικάσιμο (της 19-05-2015) με διαφορετικό αριθμό πινακίου (2 και 6) με βάση τις προαναφερόμενες δύο διαφορετικές κλήσεις (δηλαδή με την εκάστοτε αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, η οποία επέχει θέσει κλήτευσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα), οπότε και πράγματι συζητήθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, εκφωνηθείσα κάθε φορά από τη σειρά του πινακίου. Βάσει, όμως, όσων αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η συζήτηση της αγωγής με βάση την κλήση που προηγείται στη σειρά του πινακίου (αριθμ. πιν. 2) δεν στοιχειοθετεί το εκ του άρθρου 222 ΚΠολΔ απαράδεκτο, παρά μόνον καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση της ίδιας αγωγής με βάση την κλήση που έπεται στη σειρά του πινακίου (αριθμ. πιν. 6), ανεξαρτήτως, μάλιστα, του ότι η καλούσα – ενάγουσα παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 24-03-2014 κλήσης προς συζήτηση της υπόθεσης, με συνέπεια να καθίσταται και εξ αυτού του λόγου απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής με βάση την ως άνω κλήση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επομένως, εφόσον δεν υφίσταται εκκρεμοδικία, δεν συντρέχει λόγος αναστολής της εκδίκασης της υπό κρίσιν αγωγής κατ’ αρθρ. 222§2 ΚΠολΔ, ούτε λόγος απαραδέκτου της συζητήσεώς της με βάση την κλήση που προηγείται στη σειρά του πινακίου (υπ’ αριθμ. 2), παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.Προσέτι, η αγωγή περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας ενόψει του ότι η πρώτη εναγομένη είναι αλλοδαπή εταιρεία, όπως προεκτέθηκε. Τίθεται, επομένως, θέμα ως προς το δίκαιο που διέπει την επίδικη διαφορά μεταξύ της ενάγουσας και της ως άνω εναγομένης. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών που πηγάζουν από την ένδικη σύμβαση έργου εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής, δηλαδή της κεντρικής διοίκησης, της εργολάβου ενάγουσας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4§1 περ. β΄ και 19§1 του υπ’ αριθμ. 593/2008 Κανονισμού (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι). Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα αν ο αντιπρόσωπος δεσμεύει έναντι των τρίτων το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ισχυρίζεται ότι ενεργεί, εφαρμοστέοι τυγχάνουν οι ελληνικοί κανόνες συγκρούσεως, δεδομένου ότι ρητώς εξαιρείται το ζήτημα αυτό από το πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού (βλ. αρθρ. 1§2 περ. ζ΄ του Κανονισμού). Στην άμεση αντιπροσώπευση, το αν μεν κάποιος είναι νόμιμος αντιπρόσωπος άλλου, κρίνεται κατά το δίκαιο που διέπει τη σχέση από την οποία πηγάζει η εξουσία αντιπροσωπεύσεως. Κατά το δίκαιο αυτό, λοιπόν, κρίνονται τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευόμενου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος ως αντιπρόσωπος αυτού. Η πληρεξουσιότητα υπόκειται ως προς τον τύπο της στη διάταξη του άρθρου 11 ΑΚ, ενώ ως προς το ουσιαστικό της περιεχόμενο (ήτοι την έκταση της εξουσίας του αντιπροσώπου) διέπεται, σύμφωνα με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000, Δνη 2001,1317,1350, ΧρΙδΔ 2011,302, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Αστικός Κωδιξ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αρθρ. 25, αρ. 12, Σπ. Βρέλλης, ο.π., σελ. 170, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, Τόμος Α΄, αρθρ. 11, αρ. 11). Στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ο δεύτερος εναγόμενος συνήψε την ένδικη σύμβαση έργου, ενεργώντας ως άμεσος αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στο Π. Αττικής, εφαρμοστέο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο τόσο ως προς τον τύπο της χορηγηθείσας σ’ αυτόν πληρεξουσιότητας όσο και ως προς το ζήτημα της δεσμεύσεως της αντιπροσωπευόμενης πρώτης εναγομένης και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτή από τη σύμβαση έργου που κατήρτισε για λογαριασμό της ο δεύτερος εναγόμενος. Με βάση τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, που είναι εφαρμοστέες εν προκειμένω, κατά τα προεκτεθέντα, και ως προς την έννομη σχέση μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, πλην α) του παρεπόμενου αιτήματος της επικουρικής βάσης της ως προς το δεύτερο εναγόμενο και της μοναδικής βάσης της ως προς τον τρίτο εναγόμενο για καταβολή τόκων επί του ποσού της αιτούμενης αποζημίωσης από την επομένη της ημέρας κατά την οποία ήταν πληρωτέα η κάθε επιταγή, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο, αφού η αγωγή, ως προς τις βάσεις της αυτές, αφορά την αξίωση εξ αδικοπραξίας κι όχι εκ της επιταγής, η δε ενάγουσα δεν επικαλείται ιδιαίτερη νόμιμη όχληση των εναγομένων από το χρονικό αυτό σημείο για την καταβολή του ποσού της κάθε επιταγής ως αποζημίωση από αδικοπραξία, όπως έπρεπε για τη θεμελίωση του σύμφωνα με τα άρθρα 340 και 345 ΑΚ (ΕφΑθ 6847/2007, ΔΕΕ 2008,345, ΕπισκΕμπΔ 2008,177, ΕφΑθ 3115/2002, ΔΕΕ 2002,1011, δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) και β) του παρεπόμενου αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά του τρίτου εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, ενόψει του ότι το ύψος της ένδικης απαίτησης (μετά και τον περιορισμό του αιτήματος) δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 €, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 1047§2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 62 του ν. 3994/2011, «δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη από 30.000 €». Κατά το μέρος της, κατά το οποίο κρίθηκε νόμιμη, η αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 681, 694, 361, 211, 477, 481 επ., 914, 71, 926 (η οποία εφαρμόζεται ανάλογα και στην περίπτωση όπου τη διαζευκτική αιτιότητα αποτελούν γεγονότα που συνιστούν αθέτηση της σύμβασης, βλ. ΕφΑθ 9960/2005, ο.π., Απ. Γεωργιάδη, Αστικός Κώδιξ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τομ. IV, Ειδικό Ενοχικό, αρθρ. 926, αρ. 27, Ι. Δεληγιάννη – Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τομ. ΙΙΙ, εκδ. 1992, σελ. 226), 297, 298, 330 εδ. α΄, 293, 341, 345, 346 ΑΚ, 44, 79 ν. 5960/1933, 907, 908§1 περ. δ΄ και στ΄ και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ των ΤΑΧΔΙΚ, Ε.Τ.Α.Α. (Τ.Α.Ν.) και Ε.ΟΠ.Υ.Υ. και το ανάλογο χαρτόσημο (βλ. το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο είσπραξης της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς με τα επικολληθέντα σ’ αυτό ένσημα του Ταμείου Νομικών και του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων/Τομέας Υγείας Δικηγόρων Πειραιά).

Περαιτέρω, οι εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή, επικουρικά δε οι δεύτερος και τρίτος εξ αυτών, προβάλλουν με τις προτάσεις τους τον ισχυρισμό ότι η άσκηση των ένδικων αξιώσεων της ενάγουσας είναι καταχρηστική, αφού αυτή γνωρίζει ότι μετά τη βλάβη που υπέστη το επίδικο πλοίο, δεν εκτελεί πλόες και δεν αποφέρει έσοδα στο δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος αντιμετωπίζει έτσι πρόσκαιρη αδυναμία καταβολής του οφειλόμενου σ’ αυτήν ποσού. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθώς με τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, η άσκηση των αγωγικών αξιώσεων δεν υπερβαίνει τα αξιολογικά όρια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ.

Από τη συνεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων Χ. Χ. του Ν. και Ε. Π. του Ν. στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασής του, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος εναγόμενος τυγχάνει μεταφορικός ναυτιλιακός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης με έδρα το Ρ. Κ. και σκοπό, μεταξύ άλλων, την εκμετάλλευση πλοίων και γενικά πλωτών μεταφορικών μέσων κ.α. ιδιόκτητων ή μη, κάθε εθνικότητας και σημαίας, με ναύλωση ή με οποιονδήποτε τρόπο γενικά, για την εξυπηρέτηση του Ρ. καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και σε καθημερινή βάση. Η πρώτη εναγομένη τυγχάνει κυρία του υπό κυπριακή σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Λεμεσού 135, Δ.Δ.Σ. 5BJJ3, αριθμό ΙΜΟ 7432733, ολικής χωρητικότητας 12.338 κόρων. Τον εφοπλισμό του ως άνω πλοίου ασκούσε κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει συμβάσεως χρονοναύλωσης γυμνού πλοίου, που συνήφθη εγγράφως μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων την 23-03-2012 σύμφωνα με τους όρους του τυποποιημένου ναυλοσυμφώνου Barecon 2001, όπως αυτοί συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν από τα συμβαλλόμενα μέρη. Με βάση την ως άνω σύμβαση ο δεύτερος εναγόμενος εκμεταλλευόταν για τον εαυτό του το πλοίο της πρώτης εναγομένης, ασκούσε, δηλαδή, για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτούσε το πλοίο απολαύοντας τα κέρδη και επωμιζόμενος απεριόριστα τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Ειδικότερα, με βάση τους όρους του μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενου σχετικού από 23-03-2012 ναυλοσυμφώνου: α) το πλοίο συμφωνήθηκε να παραδοθεί από την εκναυλώτρια στο ναυλωτή στον Πειραιά μεταξύ της 30-03-2012 και της 04-04-2012 (βλ. τους υπ’ αριθμ. 13, 14 και 15 όρους του Μέρους Ι του ως άνω ναυλοσυμφώνου σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 2 πρόσθετη ρήτρα αυτού), β) ο συνολικός ναύλος καθορίσθηκε στο ποσό των 3.400.000 € και συμφωνήθηκε να καταβληθεί τμηματικά σε 16 δόσεις, η πρώτη και μεγαλύτερη εκ των οποίων (ποσού 1.000.000 €) έπρεπε να εξοφληθεί πριν από την παράδοση του πλοίου στο ναυλωτή και δη την 26-03-2012 (βλ. τον υπ’ αριθμ. 22 όρο του Μέρους Ι του ναυλοσυμφώνου σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 9 πρόσθετη ρήτρα αυτού), και γ) κατά τη διάρκεια της ναύλωσης (ήτοι μέχρι την 31-12-2013 (βλ. τον υπ’ αριθμ. 21 όρο του Μέρους Ι του ναυλοσυμφώνου) συμφωνήθηκε: βα) το πλοίο να βρίσκεται στην πλήρη κατοχή και την απόλυτη διάθεση για όλους τους σκοπούς του ναυλωτή και υπό τον πλήρη έλεγχό του από κάθε άποψη (βλ. τον υπ’ αριθμ. 10α΄ όρο του Μέρους ΙΙ του ναυλοσυμφώνου), ββ) ο ναυλωτής να ανεφοδιάζει, να πλοηγεί, να λειτουργεί, να προμηθεύει, να εφοδιάζει με καύσιμα και, όποτε απαιτείται, να επισκευάζει το πλοίο με δικές του δαπάνες και γενικότερα να καταβάλλει όλες τις χρεώσεις και τα κάθε είδους έξοδα σε σχέση με τη χρήση και τη λειτουργία του πλοίου (βλ. τον υπ’ αριθμ. 10β΄ όρο του Μέρους ΙΙ του ναυλοσυμφώνου), βγ) ο πλοίαρχος, οι αξιωματικοί και το πλήρωμα του πλοίου να είναι υπάλληλοι του ναυλωτή για όλους τους σκοπούς απολύτως, έστω και αν, για οποιοδήποτε λόγο, είχαν διορισθεί από την εκναυλώτρια (βλ. τον ανωτέρω υπ’ αριθμ. 10β΄ όρο του Μέρους ΙΙ του ναυλοσυμφώνου), βδ) ο ναυλωτής να διατηρεί το πλοίο ασφαλισμένο με δική του δαπάνη κατά κινδύνων, μεταξύ άλλων, κύτους και μηχανημάτων. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση ανάγκης διενέργειας επισκευών, ο ναυλωτής θα προέβαινε στις καλυπτόμενες από την ασφάλεια επισκευές με δικές του δαπάνες, για τις οποίες θα ελάμβανε στη συνέχεια την αντίστοιχη ασφαλιστική αποζημίωση, ενώ, περαιτέρω, θα ήταν υπεύθυνος και για την πραγματοποίηση των επισκευών εκείνων που δεν καλύπτονταν ασφαλιστικά, καθώς και για το διακανονισμών των σχετικών εξόδων και δαπανών (βλ. τον υπ’ αριθμ. 13α΄ όρο του Μέρους ΙΙ του ναυλοσυμφώνου). Το πλοίο παραδόθηκε τελικά στο δεύτερο εναγόμενο την 22-06-2012 στο Νέο Μόλο Δραπετσώνας (βλ. το με την αυτή ημερομηνία σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής, το οποίο προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως). Ακολούθως, κατόπιν της από 27-03-2012 σχετικής δηλώσεως δρομολόγησης πλοίου καθώς και των από 24-04-2012, 28-05-2012 και 19-07-2012 αιτημάτων του δεύτερου εναγομένου προς τη Διεύθυνση Θαλασσίων Συγκοινωνιών (Τμήμα 1ο) του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου, το πλοίο δρομολογήθηκε στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιώς – Ρ. για το χρονικό διάστημα από 21-07-2012 έως και 20-07-2013. Πράγματι, από την 21-07-2012 το ανωτέρω πλοίο, επανδρωμένο με πλήρωμα που είχε προσλάβει ο δεύτερος εναγόμενος, εκτελούσε ένα βραδινό δρομολόγιο καθημερινά με αφετηρία το λιμένα του Πειραιά και προορισμό το λιμένα του Ρ. Κρήτης ή αντιστρόφως (βλ. τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. πρωτ. 3314.1/28/12/20-07-2012 ανακοίνωση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου με τον συνημμένο σ’ αυτήν πίνακα δρομολογίων). Ωστόσο, την 23-09-2012, το πλοίο διέκοψε τους πλόες του, λόγω βλάβης της δεξιάς κύριας μηχανής του, και έκτοτε παρέμεινε ακινητοποιημένο, προκειμένου να υποβληθεί σε επισκευή, στο Νέο Μόλο Δραπετσώνας [βλ. τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από 01-02-2013 έντυπο σήμα της Διεύθυνσης Θαλασσίων Συγκοινωνιών (Τμήμα 1ο) του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και το υπ’ αριθμ. πρωτ. 2114.13/28/04-04-2013 έγγραφο του Β΄ Λιμενικού Τμήματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς προς το δεύτερο εναγόμενο). Για την επισκευή της βλαβείσας μηχανής του ένδικου πλοίου απαιτείτο προηγουμένως η απομάκρυνση των εύφλεκτων υλικών από τους χώρους του μηχανοστασίου του πλοίου και γενικά ο καθαρισμός αυτών. Για την εκτέλεση των σχετικών εργασιών, τα αρμόδια όργανα του δεύτερου εναγομένου ζήτησαν από το νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, Δημήτριο Τζανετάτο, να τους υποδείξει κατάλληλο εργολάβο, δεδομένου ότι αυτός, σε αντίθεση με εκείνα, είχε συνεργασθεί επανειλημμένως στο παρελθόν με επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνταν στο ναυπηγοεπισκευαστικό κλάδο στον Πειραιά και γνώριζε την ποιότητα και το κόστος των υπηρεσιών τους, λόγω της πολυετούς επιχειρηματικής του δραστηριότητας στο χώρο της εμπορικής ναυτιλίας. Προς το σκοπό αυτό ο τελευταίος τους συνέστησε την ενάγουσα, η οποία τυγχάνει εταιρεία με σκοπό, μεταξύ άλλων, την ανάληψη και εκτέλεση παντός είδους εργασιών καθαρισμού, αμμοβολής, υδροβολής και βαφής ναυπηγημάτων κάθε είδους και μηχανημάτων και εξαρτημάτων σε χερσαίες εγκαταστάσεις εργοστασίων και βιομηχανιών (βλ. τις δημοσιευθείσες στα Φ.Ε.Κ. 2342/30-03-2009, Τεύχος Α.Ε. – Ε.Π.Ε., και 13861/30-12-2011, Τεύχος Α.Ε. – Ε.Π.Ε. και Γ.Ε.ΜΗ., τροποποιήσεις του καταστατικού της ενάγουσας). Ακολούθως, τα όργανα του δεύτερου εναγομένου απηύθυναν προς την ενάγουσα πρόσκληση προς υποβολή πρότασης για την ανάληψη της εκτέλεσης των ανωτέρω εργασιών. Πράγματι, η ενάγουσα απέστειλε προς το δεύτερο εναγόμενο την υπ’ αριθμ. 027/12/08-10-2012 έντυπη προσφορά της, με την οποία του πρότεινε να αναλάβει την εκτέλεση του έργου του καθαρισμού των χώρων του μηχανοστασίου του πλοίου, και δη της πραγματοποίησης των εργασιών άντλησης υπολειμμάτων λιπαντικών από τους υδροσυλλέκτες (σεντίνες) και μεταφοράς αυτών σε διαθέσιμη δεξαμενή του πλοίου, γενικού καθαρισμού των υπολειμμάτων λιπαντικών, επάλειψης με χημικά υλικά που θα προμηθευόταν η ίδια, πλύσης όλων των χώρων με υδροβολή ζεστού νερού, επανάντλησης, γενικού καθαρισμού με πανιά των υδροσυλλεκτών – σωληνώσεων κλπ (ώστε ο χώρος να είναι προσβάσιμος στα άλλα συνεργεία) και παράδοσης των ανωτέρω χώρων απαλλαγμένων από εύφλεκτα αέρια προς έκδοση του σχετικού πιστοποιητικού (gas free) για την εκτέλεση εργασιών με χρήση φλόγας, καθώς και αποξηλώσεως της μονώσεως στις οροφές των εν λόγω χώρων, έναντι αμοιβής η οποία θα συμφωνείτο κατ’ αποκοπήν στο ποσό των 17.000 €. Στην αμοιβή αυτή θα συμπεριλαμβάνονταν τα έξοδα ασφάλισης και μεταφοράς των μελών του συνεργείου της ενάγουσας που θα εκτελούσε τις ανωτέρω εργασίες, προμήθειας των σχετικών χημικών υλικών, των μηχανημάτων και των υλικών καθαρισμού, της αμοιβής των μελών του ανωτέρω συνεργείου για την υπερωριακή τους απασχόληση και της μεταφοράς των υπολειμμάτων στο χώρο στάθμευσης του πλοίου. Όπως προκύπτει από το έγγραφο της εν λόγω προσφοράς, αυτή απευθύνεται αποκλειστικά προς το δεύτερο εναγόμενο, χωρίς κάποια διευκρίνιση ως προς την ιδιότητά του με την οποία απευθύνεται προς αυτόν η ενάγουσα. Κατόπιν σχετικών διαπραγματεύσεων ως προς το ύψος της εργολαβικής αμοιβής [βλ. ενδεικτικά τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη έγγραφη αποτύπωση του από 12-10-2012 μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απεστάλη από τον Εμμανουήλ Βεντούρη, τεχνικό διευθυντή (tech. manager) του τμήματος προμηθειών (supply dept.) του δεύτερου εναγομένου προς την ενάγουσα. Την ιδιότητα του ανωτέρω προσώπου ως προστηθέντος υπαλλήλου του δεύτερου εναγομένου συνομολογεί με το δικόγραφο των προτάσεών της η ενάγουσα], η ενάγουσα αποδέχθηκε τη σχετική αντιπρόταση του δεύτερου εναγομένου και έτσι καταρτίσθηκε στις 15-10-2012 σύμβαση έργου μεταξύ των ως άνω διαδίκων δυνάμει της οποίας ο εν λόγω εναγόμενος ανέθεσε στην ενάγουσα την εκτέλεση των προαναφερόμενων εργασιών έναντι κατ’ αποκοπήν ορισθείσας συνολικής αμοιβής ύψους 16.000 €, η οποία συμφωνήθηκε να καταβληθεί εντός 45 ημερών απευθείας από την ασφαλιστική εταιρεία που είχε αναλάβει την κάλυψη των κινδύνων βλάβης του κύτους και των μηχανημάτων του πλοίου (βλ. τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. 029/12/15-10-2012 επιστολή της ενάγουσας προς το δεύτερο εναγόμενο. Σημειωτέον ότι και το έγγραφο αυτό απευθύνεται αποκλειστικά προς το δεύτερο εναγόμενο, χωρίς κάποια διευκρίνιση ως προς την ιδιότητά του με την οποία απευθύνεται προς αυτόν η ενάγουσα). Το έργο εκτελέσθηκε προσηκόντως από το συνεργείο εργατοτεχνιτών της ενάγουσας και παραδόθηκε στον α΄ μηχανικό του πλοίου, Ι. Κορρέ, ο οποίος είχε προσληφθεί και ναυτολογηθεί σ’ αυτό με σύμβαση ναυτικής εξαρτημένης εργασίας που είχε καταρτισθεί μεταξύ αυτού και των εκπροσώπων του δεύτερου εναγομένου, όπως και τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος του σκάφους, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Ειδικότερα, εκτελέσθηκαν οι ακόλουθες εργασίες: α) αφαίρεση υαλοβάμβακα από την οροφή του μηχανοστασίου, β) καθαρισμός σεντινών μηχανοστασίου, περισυλλογή υπολειμμάτων λιπαντικών (τα οποία τοποθετήθηκαν σε 13 συνολικά βαρέλια) και πλύση με χημικά υλικά, στέγνωμα και παράδοση των χώρων του μηχανοστασίου απαλλαγμένων από εύφλεκτα αέρια προς έκδοση του σχετικού πιστοποιητικού (gas free) για την εκτέλεση εργασιών με χρήση φλόγας και γ) άντληση 18 ποσότητας κυβικών μέτρων υδάτων αναμεμειγμένων με λιπαντικά στο χώρο του void space και διοχέτευσή της σε διαθέσιμη δεξαμενή του πλοίου, γενικός καθαρισμός, περισυλλογή υπολειμμάτων λιπαντικών (τα οποία τοποθετήθηκαν σε 6 συνολικά βαρέλια), πλύση με χημικά υλικά και παράδοση του χώρου αυτού απαλλαγμένου από εύφλεκτα αέρια προς έκδοση του σχετικού πιστοποιητικού (gas free) για την εκτέλεση εργασιών με χρήση φλόγας. Η παράδοση των εκτελεσθεισών εργασιών στον προαναφερόμενο α΄ μηχανικό του πλοίου, ο οποίος ενεργούσε εν προκειμένω με την ιδιότητα του εκπροσώπου του προστήσαντος αυτόν δεύτερου εναγομένου, διενεργήθηκε την 01-11-2012, προς τούτο δε συντάχθηκε και το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. 196/01-11-2012 δελτίο παραλαβής εργασιών το οποίο φέρει την υπογραφή του ως άνω αξιωματικού και τη σφραγίδα του πλοίου. Κατόπιν αυτών, η ενάγουσα εξέδωσε για την συμφωνηθείσα εργολαβική αμοιβή της το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. …… τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ποσού 16.000 € πλέον Φ.Π.Α. 3.680 €. Και το τιμολόγιο αυτό έχει εκδοθεί αποκλειστικά προς το δεύτερο εναγόμενο, με τη ρητή, μάλιστα, μνεία ότι πρόκειται περί του αντισυμβαλλόμενου της εκδότριας του τιμολογίου εταιρείας (ενάγουσας). Επιπλέον, τα όργανα του δεύτερου εναγομένου απηύθυναν προς την ενάγουσα πρόσκληση προς υποβολή πρότασης για την ανάληψη της εκτέλεσης των εργασιών καθαρισμού των χώρων του μηχανοστασίου του πλοίου που θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν μετά την ολοκλήρωση των εργασιών επισκευής της βλαβείσας κύριας μηχανής αυτού. Ανταποκρινόμενη στην ως άνω πρόσκληση η ενάγουσα απέστειλε προς το δεύτερο εναγόμενο την υπ’ αριθμ. 033/12/29-10-2012 έντυπη προσφορά της, με την οποία του πρότεινε να αναλάβει την εκτέλεση του έργου του επανακαθαρισμού (τοπικά) των υδροσυλλεκτών που βρίσκονταν στους χώρους του μηχανοστασίου του πλοίου μετά την ολοκλήρωση των μηχανουργικών εργασιών, έναντι αμοιβής η οποία θα συμφωνείτο κατ’ αποκοπήν στο ποσό των 850 €, καθώς και του έργου του γενικού καθαρισμού των δύο δεξαμενών κάρτερ (sump tank) των κύριων μηχανών του πλοίου, της άντλησης των υπολειμμάτων λιπαντικών από τις δεξαμενές αυτές και της μεταφοράς τους (των υπολειμμάτων) σε διαθέσιμη δεξαμενή του πλοίου, έναντι αμοιβής η οποία θα συμφωνείτο κατ’ αποκοπήν στο ποσό των 1.200 €. Όπως προκύπτει από το έγγραφο της εν λόγω προσφοράς, αυτή απευθύνεται και πάλι αποκλειστικά προς το δεύτερο εναγόμενο, χωρίς κάποια διευκρίνιση ως προς την ιδιότητά του με την οποία απευθύνεται προς αυτόν η ενάγουσα. Κατόπιν σχετικών διαπραγματεύσεων ως προς την έκταση των εργασιών καθαρισμού που επρόκειτο να εκτελεσθούν και το ύψος της εργολαβικής αμοιβής, οι ως άνω διάδικοι κατέληξαν τελικά στη σύναψη σύμβασης έργου δυνάμει της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος ανέθεσε στην ενάγουσα την εκτέλεση των εργασιών που προαναφέρθηκαν, καθώς και ορισμένων ακόμη συναφών εργασιών, οι οποίες αναφέρονται κατωτέρω, έναντι κατ’ αποκοπήν ορισθείσας συνολικής αμοιβής ύψους 2.000 €. Το έργο εκτελέσθηκε προσηκόντως από το συνεργείο εργατοτεχνιτών της ενάγουσας και παραδόθηκε στον προαναφερόμενο α΄ μηχανικό του πλοίου, Ι. Κορρέ. Ειδικότερα, εκτελέσθηκαν οι ακόλουθες εργασίες: α) άντληση υπολειμμάτων λιπαντικών από τις δύο δεξαμενές κάρτερ (sump tank) των κύριων μηχανών του πλοίου και γενικός καθαρισμός των δεξαμενών αυτών, β) καθαρισμός (τοπικά) των υδροσυλλεκτών που βρίσκονταν στους χώρους του μηχανοστασίου του πλοίου, γ) καθαρισμός (τοπικά) των υδροσυλλεκτών που βρίσκονταν στους χώρους του ηλεκτροστασίου του πλοίου και δ) άντληση υπολειμμάτων από τη δεξαμενή diesel του πλοίου και καθαρισμός της δεξαμενής αυτής. Η παράδοση των εκτελεσθεισών εργασιών στον ανωτέρω α΄ μηχανικό του πλοίου, ο οποίος ενεργούσε εν προκειμένω με την ιδιότητα του εκπροσώπου του προστήσαντος αυτόν δεύτερου εναγομένου, διενεργήθηκε τη 12-04-2013, προς τούτο δε συντάχθηκε και το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. 202/12-04-2013 δελτίο παραλαβής εργασιών το οποίο φέρει την υπογραφή του ως άνω αξιωματικού και τη σφραγίδα του πλοίου. Κατόπιν αυτών, η ενάγουσα εξέδωσε για την συμφωνηθείσα εργολαβική αμοιβή της το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. …… τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ποσού 2.000 €. Το τιμολόγιο αυτό, όπως και το προηγούμενο, έχει εκδοθεί αποκλειστικά προς το δεύτερο εναγόμενο, με τη ρητή, μάλιστα, μνεία ότι πρόκειται περί του αντισυμβαλλόμενου της εκδότριας του τιμολογίου εταιρείας (ενάγουσας). Ενόψει δε του ότι μέχρι την παράδοση του έργου που ανέλαβε να εκτελέσει με τη δεύτερη από τις προαναφερόμενες εργολαβικές συμβάσεις (ήτοι μέχρι τη 12-04-2013), η ενάγουσα δεν είχε εισπράξει ούτε από την ασφαλίστρια του πλοίου εταιρεία (όπως είχε συμφωνηθεί κατά τα προεκτεθέντα) αλλ’ ούτε και από το δεύτερο εναγόμενο την αμοιβή που της οφειλόταν για την εκτέλεση της πρώτης από τις προαναφερόμενες εργολαβικές συμβάσεις (ήτοι αυτής που είχε καταρτισθεί τη 15-10-2012), συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλόμενων στις ανωτέρω συμβάσεις έργου μερών να παραδοθούν από το δεύτερο εναγόμενο προς την ενάγουσα επιταγές ισόποσες με το σύνολο του οφειλόμενου και για τις δύο παραπάνω συμβάσεις εργολαβικού ανταλλάγματος (ήτοι: 16.000 € + 2.000 € = 18.000 €). Προς τούτο ο δεύτερος εναγόμενος εξέδωσε διά του νομίμου εκπροσώπου του – τρίτου εναγομένου στο Ρ. Κ. εις διαταγήν της ενάγουσας την υπ’ αριθμ. 51693822-3 επιταγή ποσού 6.000 €, την υπ’ αριθμ. 51693823-1 επιταγή ποσού 6.000 € και την υπ’ αριθμ. 51693824-0 επιταγή ποσού 6.000 €, των οποίων επικυρωμένα αντίγραφα προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως. Οι εν λόγω επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες, καθώς έφεραν ημερομηνίες έκδοσης 31-08-2013, 31-10-2013 και 30-11-2013 αντιστοίχως, και πληρωτέες στην τράπεζα … (κατάστημα Ρ., λεωφόρος Παύλου Κουντουριώτου αρ. 134) από τον τηρούμενο σ’ αυτήν υπ’ αριθμ. 014 790002002007507 λογαριασμό του εκδότη (δεύτερου εναγομένου), ο οποίος ανέλαβε έτσι νέα υποχρέωση, από τους παραπάνω πιστωτικούς τίτλους αυτή τη φορά, χάριν καταβολής της αρχικής υποχρέωσής του που απέρρεε από τις συμβάσεις έργου. Το γεγονός ότι οι ανωτέρω επιταγές έχουν υπογραφεί από τον τρίτο εναγόμενο συνομολογείται ρητά στο δικόγραφο των προτάσεων των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, αποδεικνύεται, άλλωστε, και από τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 12-11-2013 επιστολή των αρμοδίων υπαλλήλων του καταστήματος Ρ. της πληρώτριας τράπεζας. Οι ανωτέρω επιταγές παραδόθηκαν στην ενάγουσα τη 12-04-2013 (βλ. τη σχετική υπ’ αριθμ. 411/12-04-2013 απόδειξη πληρωμής του δεύτερου εναγομένου και το σχετικό υπ’ αριθμ. 189/12-04-2013 γραμμάτιο είσπραξης της ενάγουσας που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως. Και στα δύο ανωτέρω έγγραφα γίνεται ρητή μνεία ότι οι ένδικες επιταγές παραδόθηκαν σε εξόφληση των προαναφερόμενων υπ’ αριθμ. …… και …… τιμολογίων παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε η ενάγουσα για την εκάστοτε συμφωνηθείσα εργολαβική αμοιβή της). Τελικά, οι ως άνω επιταγές εμφανίσθηκαν νόμιμα από το μοναδικό εταίρο και συνάμα νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της λήπτριας και κομίστριάς τους ενάγουσας, Νικόλαο Χουντή του Χρήστου, προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα κατά την 03-09-2013, ήτοι ως προς μεν την πρώτη επιταγή εντός της οριζόμενης στο άρθρο 29 του ν. 5960/1933 οκταήμερης προθεσμίας (αφετηρία της οποίας είναι η χρονολογία εκδόσεως που αναγράφεται στον τίτλο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 εδ. δ΄ του ν. 5960/1933), ως προς δε τις δύο υπόλοιπες εντός του χρονικού διαστήματος που άρχισε από την επομένη της ημέρας κατά την οποία πράγματι εκδόθηκαν αυτές (ήτοι σε κάθε περίπτωση προ της 12-04-2013, οπότε και παραδόθηκαν οι εν λόγω πιστωτικοί τίτλοι στην ενάγουσα) και έληγε την τελευταία ημέρα του οκταημέρου, το οποίο άρχιζε από την επομένη της ημέρας που είχε σημειωθεί επ’ αυτών ως χρονολογία εκδόσεώς τους (έληγε, δηλαδή, ως προς τη δεύτερη επιταγή την 08-11-2013 και ως προς την τρίτη επιταγή την 09-12-2013). Ωστόσο, δεν πληρώθηκαν (οι επιταγές) λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στον τηρούμενο στην πληρώτρια τράπεζα λογαριασμό του δεύτερου εναγομένου, από τον οποίο ήταν αυτές πληρωτέες, γεγονός που βεβαιώθηκε από τα αρμόδια όργανα της ανωτέρω τράπεζας επί του σώματος της καθεμίας από τις ένδικες επιταγές. Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, το ναυλωθέν πλοίο εκτέλεσε δρομολόγια επί χρονικό διάστημα δύο περίπου μηνών μόνον, μετά το οποίο τέθηκε σε ακινησία λόγω της μηχανικής βλάβης που υπέστη. Κατά το χρόνο έκδοσης και εμφάνισης των ένδικων επιταγών προς πληρωμή το πλοίο αυτό βρισκόταν παροπλισμένο ήδη επί επτά και δώδεκα περίπου μήνες αντιστοίχως, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα σε συνδυασμό και με τα αναφερόμενα στην κατάθεση του μάρτυρα Ε. Π. του Ν., μέλους του δεύτερου εναγόμενου συνεταιρισμού, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί ανέφικτη η εμπορική του εκμετάλλευση και, συνακόλουθα, ο πορισμός εσόδων από αυτήν. Συνεπεία τούτου, ο δεύτερος εναγόμενος είχε βρεθεί σε αδυναμία αποπληρωμής των συσσωρευθέντων χρεών του έναντι των δανειστών του, μεταξύ των οποίων ήταν και οι ληξιπρόθεσμες δόσεις του συμφωνηθέντος ναύλου (βλ. σχετικά τη μετ’ επικλήσεως προσκομισθείσα από 18-10-2012 επιστολή της πρώτης εναγομένης προς το δεύτερο εναγόμενο από την οποία προκύπτει ότι κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2012 είχε καταβληθεί, έναντι των έως τότε ληξιπρόθεσμων δόσεων του ναύλου συνολικού ύψους 1.900.000 €, μόνο το ποσό των 1.170.500 €), οι δεδουλευμένες αποδοχές των μελών του πληρώματος του πλοίου και οι αμοιβές των εργολάβων, στους οποίους είχε ανατεθεί η εκτέλεση των απαιτούμενων επισκευαστικών εργασιών για την αποκατάσταση της προαναφερόμενης μηχανικής βλάβης (βλ. την κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρα Ε. Π.). Μάλιστα, όπως κατέθεσε ο συγκεκριμένος μάρτυρας εξεταζόμενος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ο δεύτερος εναγόμενος ουδέν ποσό εισέπραξε από την ασφαλίστρια του πλοίου εταιρεία για την ανωτέρω βλάβη, καθώς η ασφαλιστική αποζημίωση καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία προκειμένου να συμψηφισθεί με τις οφειλόμενες δόσεις του ναύλου. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο δεύτερος εναγόμενος έχει περιέλθει σε οικονομική αδυναμία εξαιτίας της ακινητοποίησης του ναυλωθέντος πλοίου συνομολογείται και στο δικόγραφο των προτάσεων των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο τρίτος εναγόμενος εξέδωσε τις επίμαχες μεταχρονολογημένες επιταγές μολονότι γνώριζε ότι ήταν σφόδρα ενδεχόμενο να μην καταστεί δυνατή η εξασφάλιση των αντίστοιχων χρηματικών κεφαλαίων για την πληρωμή τους έστω και κατά τους (μεταγενέστερους) φερόμενους χρόνους της έκδοσης και πληρωμής τους, καθόσον ο εκπροσωπούμενος από τον ίδιο δεύτερος εναγόμενος συνεταιρισμός αντιμετώπιζε κατά τον επίδικο χρόνο της πραγματικής έκδοσης των επιταγών αλλά και κατά το χρόνο πληρωμής τους άμεσα οικονομικά προβλήματα, με κύρια συνέπειά τους την έλλειψη ρευστότητας, και αποδέχθηκε το ενδεχόμενο αυτό. Ενήργησε, επομένως, από ενδεχόμενο δόλο. Από την προπεριγραφόμενη υπαίτια (δόλια) και παράνομη συμπεριφορά του τρίτου εναγομένου, που προέβη στην έκδοση των ανωτέρω ακάλυπτων επιταγών, η ενάγουσα υπέστη ζημία ίση με το ποσό του κεφαλαίου τους (ήτοι 18.000 €), το οποίο και δεν εισέπραξε. Περαιτέρω, ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 εδ. α΄ και δ΄ και 56 του ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης, αφού η επιταγή είναι πληρωτέα πάντοτε «εν όψει» (ΑΠ 1380/2013, ΔΕΕ 2014,256, ΕΕμπΔ 2014,125, ΧρΙδΔ 2014,211, ΑΠ 263/2008, ΕφΑΔ 2009,72, ΑΠ 1451/2007, ΑΠ 11/2007, ΔΕΕ 2007,700, ΑΠ 342/2005, ΕΕμπΔ 2005,740, Δνη 2006,1393, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων του, τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65, 67 και 68 AK, αντιπροσωπεύουν αυτό και εκφράζουν τη βούληση του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή τον παραλείψαντα, που ευθύνεται εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από το νόμιμο εκπρόσωπο νομικού προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του στο όνομα και λογαριασμό του νομικού προσώπου, η υποχρέωση προς αποζημίωση του κομιστή της επιταγής βαρύνει, κατά πρώτο λόγο, τον «εκδόντα την επιταγή» εν γνώσει της ανεπάρκειας των διαθέσιμων κεφαλαίων ή του ενδεχομένου μιας τέτοιας ανεπάρκειας και της αποδοχής του ενδεχομένου αυτού (βλ. ΑΠ 1051/2012, ΔΕΕ 2013,490, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) και, κατά δεύτερο λόγο, το ίδιο το νομικό πρόσωπο (ΑΠ 271/2015, ΑΠ 427/2013, ΕΕμπΔ 2013,834, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα ανωτέρω, ο δεύτερος και τρίτος εναγόμενος υποχρεούνται να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στην ενάγουσα ισόποση με το συνολικό ποσό των προαναφερόμενων ακάλυπτων επιταγών αποζημίωση (ήτοι 18.000 €).

Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται στην καταβολή του προαναφερόμενου ποσού των 18.000 € για τις ακόλουθες αιτίες: Α) Ο δεύτερος εναγόμενος αφενός μεν Αα) ως εργοδότης των δύο ένδικων έργων και, συνακόλουθα, ως υπόχρεος καταβολής της εκάστοτε συμφωνηθείσας αμοιβής της εργολάβου ενάγουσας. Ωστόσο, ο εν λόγω εναγόμενος δεν ενάγεται με βάση την ως άνω ιστορική και νομική αιτία. Αντιθέτως, με την κύρια βάση της κρινόμενης αγωγής, καθ’ ο μέρος της στρέφεται κατ’ αυτού, ενάγεται ως αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας σε σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, δυνάμει της οποίας υποσχέθηκε την εκπλήρωση ξένου χρέους και δη της οφειλής της εργολαβικής αμοιβής της ενάγουσας εκ μέρους της πρώτης εναγομένης. Η σύναψη τέτοιας σύμβασης (σωρευτικής αναδοχής χρέους), όμως, ουδόλως αποδεικνύεται. Τουναντίον, αποδεικνύεται ότι το φερόμενο με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή ως αλλότριο χρέος (δηλαδή η οφειλή της εργολαβικής αμοιβής), την εκπλήρωση του οποίου υποσχέθηκε ο δεύτερος εναγόμενος, ήταν ίδιο χρέος του εν λόγω εναγομένου, αφού αυτός υπήρξε ο εργοδότης των ανωτέρω έργων κατά τα προαναφερόμενα. Αφετέρου δε Αβ) ως το νομικό πρόσωπο στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου εκδόθηκαν οι τρεις ένδικες ακάλυπτες επιταγές από το νόμιμο εκπρόσωπό του, τρίτο εναγόμενο, και, επομένως, ως υπόχρεος αποζημίωσης (εξ αδικοπραξίας) της κομίστριας των εν λόγω πιστωτικών τίτλων ενάγουσας. Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου εναγομένου, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της και να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν ως προς την επικουρική βάση της. Β) ο τρίτος εναγόμενος ως το φυσικό πρόσωπο που εξέδωσε τις ανωτέρω ακάλυπτες επιταγές ενεργώντας υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του δεύτερου εναγομένου και, συνεπώς, ως υπόχρεος αποζημίωσης (εξ αδικοπραξίας) της κομίστριας των εν λόγω πιστωτικών τίτλων ενάγουσας. Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του τρίτου εναγομένου, να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Και Γ) η πρώτη εναγομένη ως απλή κυρία του πλοίου, η οποία ευθύνεται παράλληλα με τον εφοπλιστή του, δεύτερο εναγόμενο, για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), μόνον, όμως, δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΚΙΝΔ, οι οποίες τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, δεδομένου ότι ως προς το ζήτημα της ευθύνης της πρώτης εναγομένης, ως κυρίας του πλοίου, από τις πράξεις του δεύτερου εναγομένου ως εφοπλιστή αυτού [εξωσυμβατική (ex lege) ενοχή], εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που αρμόζει στη σχέση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών [Σημειωτέον ότι ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να προσδιορίζει ευθέως εν προκειμένω το εφαρμοστέο δίκαιο δεν υπάρχει, ούτε αποτελεί τέτοιον κανόνα άμεσης εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 106 εδ. β΄ του ΚΙΝΔ, κατά την οποία «αι εκ του εφοπλισμού απορρέουσαι απαιτήσεις ασκούνται και κατά του πλοίου». Εν όψει τούτων, το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικών (ex lege) ενοχών, πρέπει να αναζητηθεί με βάση την αναλογική εφαρμογή του συνδετικού κανόνα του άρθρου 4§4 του Κανονισμού 593/2008 και του άρθρου 25 εδ. β΄ ΑΚ. Κατά τον κανόνα αυτό, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας με την οποία η σχέση συνδέεται στενότερα, δηλαδή το δίκαιο που αρμόζει στη σχέση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, οι οποίες συνεκτιμώνται, ανάλογα με τη στενότητα ή χαλαρότητα της έννομης σχέσης, τέτοιες δε ειδικές συνθήκες εν προκειμένω αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών και ιδίως η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας, διότι η εν λόγω σύμβαση αποτελεί και τη βάση και αφετηρία όλων των μετέπειτα σχέσεων του εφοπλιστή (ναυλωτή) προς τους τρίτους (ΑΠ 384/2005, ΕΕμπΔ 2005,375, Αρμ 2005,1985, ΔΕΕ 2005,1079, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ)]. Και τούτο διότι ο μεν δεύτερος εναγόμενος είναι ελληνικός συνεταιρισμός η δε πρώτη εναγομένη είναι εταιρεία ελληνικών συμφερόντων (και δη συμφερόντων του έλληνα υπηκόου Δ. Τ., ο οποίος τυγχάνει και νόμιμος εκπρόσωπός της). Η σημαία που έφερε το πλοίο, ως σημαία ευκαιρίας, δεν ασκεί επιρροή ως προς τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου εν προκειμένω. Άλλωστε, και η ίδια η ως άνω εναγομένη ρητώς επικαλείται με τις προτάσεις της τις ανωτέρω διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου ως προς την ευθύνη της, ως κυρίας του πλοίου, από τις εκ του εφοπλισμού απορρέουσες απαιτήσεις, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι οι πρώτη και δεύτερος εναγόμενοι υπήγαγαν, έστω και μετασυμβατικώς, τη μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση ναύλωσης στο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο. Διευκρινίζεται ότι με τη μοναδική βάση της υπό κρίσιν αγωγής, καθ’ ο μέρος της στρέφεται κατ’ αυτής, η πρώτη εναγομένη ενάγεται ως υπόχρεη καταβολής του καθορισθέντος με τις δύο ένδικες συμβάσεις έργου εργολαβικού ανταλλάγματος ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, στο όνομα και για λογαριασμό της οποίας, συνήφθησαν από τον άμεσο αντιπρόσωπό της και διαχειριστή του πλοίου, δεύτερο εναγόμενο, οι εν λόγω συμβάσεις έργου, ήτοι ως εργοδότρια των δύο ανωτέρω έργων. Ωστόσο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στην κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων έργου προέβη ο δεύτερος εναγόμενος ενεργώντας, ως εφοπλιστής του πλοίου «…», στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό. Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της ενάγουσας ουδόλως αποδεικνύεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου. Αν είχε πράγματι συμβληθεί με την ενάγουσα ως διαχειριστής του πλοίου και ως αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης ο δεύτερος εναγόμενος, θα είχε γίνει σχετική μνεία τόσο στα προαναφερθέντα έγγραφα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ αυτού και της ενάγουσας κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων αλλά και κατά τη σύναψη της εκάστοτε σύμβασης έργου, όσο και στα τιμολόγια που εξέδωσε η ενάγουσα για την οφειλόμενη αμοιβή της. Κάτι τέτοιο, όμως, δε συνέβη. Παρ’ όλα αυτά, δεδομένου ότι η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού (βλ. ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013,183, ΧρΙδΔ 2013,688, Ε7 2014,424, ΕΕμπΔ 2013,946, ΔΕΕ 2014,65, ΑΠ 1549/2006, Δνη 2006,1436, Αρμ 2007,549, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), μολονότι η πρώτη εναγομένη ενάγεται ως πλοιοκτήτρια, εφόσον αποδεικνύεται ότι ήταν απλή κυρία του ένδικου πλοίου (και παραμένει κυρία αυτού), δεν συντρέχει λόγος απορρίψεως της αγωγής κατ’ ουσίαν, καθ’ ο μέρος της στρέφεται κατ’ εκείνης, αλλά θα πρέπει να γίνει αυτή (η αγωγή) εν μέρει δεκτή κατά τα ανωτέρω, και δη ως προς την ευθύνη της ως άνω εναγομένης ως κυρίας του πλοίου (ΕφΠειρ 624/2012, ΕΝαυτΔ 2013,28, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, πλην όμως η πρώτη εναγομένη περιορισμένως, και δη διά του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων ευρώ (18.000 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, απορριπτομένου ως ουσία αβασίμου του παρεπόμενου αιτήματος περί επιδίκασης τόκων εις βάρος της πρώτης εναγομένης από την 46η ημέρα από την έκδοση του καθενός από τα ανωτέρω αναφερόμενα τιμολόγια, καθώς ουδόλως αποδεικνύεται με βάση τα προεκτεθέντα η ύπαρξη σχετικής συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων στις ένδικες συμβάσεις έργου μερών περί καταβολής της εκάστοτε οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής εντός προθεσμίας 45 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού μ’ αυτήν τιμολογίου. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, η αμοιβή της ενάγουσας για την εκτέλεση της πρώτης χρονικά σύμβασης έργου συμφωνήθηκε μεν να καταβληθεί εντός προθεσμίας 45 ημερών, χωρίς όμως να προσδιορίζεται το αφετήριο γεγονός της ως άνω προθεσμίας (αν δηλαδή ήταν η έκδοση του σχετικού τιμολογίου, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, ή η παράδοση του έργου ή η καταβολή του ασφαλίσματος ή κάποιο άλλο γεγονός), ενώ ως προς το χρόνο καταβολής της αμοιβής της ανωτέρω διαδίκου για την εκτέλεση της δεύτερης χρονικά σύμβασης έργου, ουδεμία σχετική συμφωνία αποδεικνύεται ότι υπήρξε. Πρέπει, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του επιδικασθέντος ποσού, επειδή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η επιβράδυνση της εκτέλεσης κατά το ποσό αυτό είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, πρόκειται δε αφενός μεν για εμπορική διαφορά (ως προς την πρώτη εναγομένη), αφετέρου δε για αποζημίωση από άδικη πράξη (ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων) (βλ. αρθρ. 908§1 περ. δ΄ και στ΄ ΚΠολΔ). Επιπλέον, πρέπει να καταδικασθούν οι εναγόμενοι να πληρώσουν, εις ολόκληρον ο καθένας, μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ανάλογα με το ποσοστό της ήττας τους (άρθρα 176, 178§1, 180§3 και 191§§1,2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, τις ανωτέρω υπό στοιχ. Α΄ και Β΄ και υπ’ αριθμ. πινακίου 2 και 6 αντιστοίχως υποθέσεις.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής με βάση την από 24-03-2014 κλήση (υπ’ αριθμ. πιν. 6 υπόθεση).

Απορρίπτει το αίτημα των δεύτερου και τρίτου των καθ’ ων η κλήση – εναγομένων περί καταδίκης της καλούσας – ενάγουσας στην πληρωμή της δικαστικής τους δαπάνης που οφείλεται στην παραίτησή της από το δικόγραφο της ως άνω από 24-03-2014 κλήσης.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή (υπ’ αριθμ. πιν. 2 υπόθεση).

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας τους, πλην όμως η πρώτη εναγομένη περιορισμένως, και δη διά του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων ευρώ (18.000 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά την ως άνω καταψηφιστική της διάταξη.

Καταδικάζει τους εναγομένους να πληρώσουν, εις ολόκληρον ο καθένας, τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 13-10-2015.

 

Ο Δικαστής                                                                      Η Γραμματέας