ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 3293/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 2833/1337/2021)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Ελένη Κατιρτζόγλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Δημητρίου του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΠ 3485), κάτοικος …, δυνάμει του από 15.9.2021 πληρεξουσίου εγγράφου της νόμιμης εκπροσώπου της …, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει κατά το καταστατικό στη …, πραγματικά όμως στην …, επί της οδού … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
H ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 12.5.2021 αγωγή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2833/1337/13.5.2021, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 13.1.2022 Πράξη ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα έχει καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο εικοστό τέταρτο του Ν. 4411/2016, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 13.5.2021 και η ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις στις 21.9.2021, νομίμως υπογεγραμμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνει κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας. Αντίθετα, η εναγόμενη δεν έχει καταθέσει προτάσεις. Από την υπ’ αριθ. …/14.5.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …, με την κάτωθι αυτής από 14.5.2021 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια της αρμόδιας αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Κηφισιάς, απόντος του προϊσταμένου αυτού, και την επίσης από 14.5.2021 βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, την οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων, επιδόθηκε στην εναγόμενη νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 δ΄, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Σημειώνεται ότι η επίδοση της αγωγής νόμιμα διενεργήθηκε στο εγκατεστημένο στην Ελλάδα, σύμφωνα με το N. 89/1967, γραφείο της αλλοδαπής … εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία ήταν -και κατά τον κρίσιμο χρόνο επιδόσεως της αγωγής- διαχειρίστρια του πλοίου «…» της εναγόμενης, με ΙΜΟ 9165695, όπως αποδεικνύεται από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται στο στάδιο αυτό, ιδίως δε την από 6.9.2013 με ημερομηνία θεώρησης 7.10.2013 ανάθεση διαχείρισης και την ανταλλαγείσα μεταξύ της ενάγουσας και της εν λόγω διαχειρίστριας ηλεκτρονική αλληλογραφία, ήτοι διοικούσε τις υποθέσεις της εναγόμενης εταιρείας και εξέφραζε άμεσα (οργανικά) τη βούλησή της. Επομένως, η εναγόμενη πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1,2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1,3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 2532/1997, με τον οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (Convention on Contracts for the International Sale of Goods – CISG), που καταρτίσθηκε στη Βιέννη στις 11.4.1980 και ισχύει στην Ελλάδα από 1.2.1999, η Σύμβαση εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη: α) όταν τα κράτη αυτά είναι συμβαλλόμενα ή β) όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους. Ωστόσο, στη διάταξη του άρθρου 2 αυτής, καθορίζονται οι εξαιρέσεις εφαρμογής της και ειδικότερα στις περ. α΄ και ε΄ της εν λόγω διάταξης αναφέρεται ρητά ότι αυτή δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων, που αγοράζονται για προσωπική, οικογενειακή ή οικιακή χρήση, εκτός αν ο πωλητής, οποτεδήποτε, πριν ή κατά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης, δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει ότι τα πράγματα αγοράσθηκαν για τέτοια χρήση (περ. α΄), ούτε σε συμβάσεις πώλησης πλοίων (ships), πλωτών ναυπηγημάτων (vessels), αεροστρώμνων (hovercrafts) ή αεροσκαφών (περ. ε΄). Η διεθνής αυτή Σύμβαση περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι, μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντ. Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, ανάγοντας σε ενιαίο και μοναδικό λόγο ευθύνης του πωλητή την αθέτηση της σύμβασης, όρο που αποδίδει συνολικά κάθε μορφή μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα μέρη από τη σύμβαση πώλησης ή από τη Σύμβαση. Ειδικότερα η Σύμβαση δεν περιέχει κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (κανόνες συγκρούσεως), αλλά άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της Σύμβασης υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων των εθνικών δικαίων (άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. 1975). Η Σύμβαση (CISG) δεν περιέχει αναγκαστικό δίκαιο, αλλά, αντίθετα, σ’ αυτήν επιβεβαιώνεται η θεμελιώδης αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, επιτρέπει δηλαδή στα μέρη (άρθρο 6) να συμφωνήσουν ρυθμίσεις που αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Σύμβασης ή ακόμη και να αποκλείσουν εντελώς την εφαρμογή της με ρητή ή και σιωπηρή συμφωνία τους (ρήτρα «opting out», βλ. Κορνηλάκη, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2000, σελ. 109). Εννοείται, όμως, ότι όταν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία κατά τα ως άνω, εφαρμόζονται οι διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης. Η εν λόγω σύμβαση, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, ρυθμίζει στην ουσία την κατάρτιση της πώλησης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών και τις συνέπειες της αθέτησής της. Οι υποχρεώσεις των μερών ρυθμίζονται στη Σύμβαση με τρόπο απλό. Έτσι, ο πωλητής, τόσο στην πώληση γένους, όσο και στην πώληση είδους, έχει κύρια συμβατική υποχρέωση: α) να παραδώσει τα κινητά πράγματα, β) να μεταβιβάσει την επ’ αυτών κυριότητα και γ) να εγχειρίσει τα σχετικά έγγραφα (άρθρο 30). Ο αγοραστής, από την άλλη μεριά, έχει κύρια συμβατική υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα και μάλιστα στην κατοικία του πωλητή (κομίσιμο χρέος, άρθρο 57 παρ. 1 περ. α΄), σε αντίθεση με την άποψη που επικρατεί στον ΑΚ, να παραλάβει το πράγμα, γεγονός που συνιστά, επίσης, σημαντική καινοτομία της Σύμβασης (ΕφΛαμ 63/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1108). Με το άρθρο 11 της Σύμβασης καθιερώνεται το άτυπο των συμβάσεων πώλησης για την κατάρτιση και τις τροποποιήσεις της, ενώ για τους σκοπούς της σύμβασης εξομοιώνονται με τα έγγραφα και οι μηχανικές αποτυπώσεις που το 1980 ήταν γνωστές (τηλετύπημα, τηλεγράφημα) στις οποίες κατά την ορθότερη γνώμη εντάσσονται και τα ηλεκτρονικά μηνύματα (άρθρο 13). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιον άλλον ορισμένο χρόνο, οφείλει να το πληρώσει όταν ο πωλητής θέσει στη διάθεση του αγοραστή τα κινητά πράγματα ή τα παραστατικά τους έγγραφα, σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης και την εν λόγω Σύμβαση (άρθρο 58 παρ. 1 εδ. α΄ της Σύμβασης). Ο αγοραστής υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα κατά το χρόνο που έχει οριστεί στη σύμβαση πώλησης ή που προκύπτει από αυτήν και τη Σύμβαση, χωρίς να απαιτείται πρόσκληση ή συμμόρφωση προς οποιεσδήποτε διατυπώσεις εκ μέρους του πωλητή (άρθρο 59 της Σύμβασης) και έχει υποχρέωση παραλαβής του πράγματος. Κατά το άρθρο 54 της Σύμβασης η υποχρέωση του αγοραστή να πληρώσει το τίμημα περιλαμβάνει τη λήψη μέτρων και την τήρηση των διατυπώσεων που τυχόν απαιτούνται από τη σύμβαση πώλησης ή από νόμους και άλλες κανονιστικές ρυθμίσεις, προκειμένου να καταστεί δυνατή η πληρωμή, ενώ κατά το άρθρο 60 της Σύμβασης η υποχρέωση του αγοραστή προς παραλαβή συνίσταται: (α) στην τέλεση κάθε πράξης που εύλογα μπορεί να αναμένεται από αυτόν, προκειμένου να δοθεί στον πωλητή η δυνατότητα παράδοσης και (β) στην ανάληψη των κινητών πραγμάτων. Η Σύμβαση υιοθετεί την ιδέα της ενιαίας μορφής μη εκπλήρωσης, ήτοι έναν ενιαίο και γενικό λόγο ευθύνης, που είναι η έννοια της αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης που υποδηλώνει την κάθε μορφής και βαρύτητας παράβαση οποιασδήποτε κύριας ή παρεπόμενης υποχρέωσης του πωλητή ή του αγοραστή, δηλαδή κάθε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής από την πλευρά του οφειλέτη και καλύπτει όλες εκείνες τις περιπτώσεις που, στο πλαίσιο του ΑΚ, είτε θα χαρακτηρίζονταν αδυναμία παροχής ή υπερημερία του οφειλέτη ή πλημμελής εκπλήρωση είτε θα επέσυραν την εφαρμογή των διατάξεων του ειδικού ενοχικού δικαίου του ΑΚ. Για τη γένεση δε της ευθύνης δεν ενδιαφέρει η ύπαρξη ή μη πταίσματος, δηλαδή η ευθύνη του υπόχρεου είναι αντικειμενική και συνδέεται μόνο με το αντικειμενικό γεγονός της συμβατικής αθέτησης (ΕφΑθ 3877/2011 ΕλλΔνη 2012.1352). Αν ο αγοραστής δεν εκπληρώσει οποιαδήποτε υποχρέωσή του από τη σύμβαση πώλησης ή την εν λόγω Σύμβαση, ο πωλητής μπορεί: (α) να ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 62 έως 65, (β) να απαιτήσει αποζημίωση κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 74 έως 77 και μάλιστα σωρευτικώς με το δικαίωμα υπαναχώρησης (άρθρο 61 παρ. 1 Σύμβασης), στους λόγους της οποίας (υπαναχώρησης) συμπεριλαμβάνεται και η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας που τάσσει ο δανειστής στον οφειλέτη για εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Ως προς το δικαίωμα αποζημίωσης, αυτό ρυθμίζεται στο άρθρο 74 της Σύμβασης, το οποίο προβλέπει ότι η αποζημίωση λόγω αθέτησης της σύμβασης από το ένα μέρος συνίσταται σε ποσό ίσο προς τη ζημία, περιλαμβανομένου και του διαφυγόντος κέρδους, που υπέστη το άλλο μέρος ως αποτέλεσμα της αθέτησης. Η αποζημίωση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τη ζημία, την οποία το μέρος που παρέβη τη σύμβαση προέβλεψε ή όφειλε να είχε προβλέψει, ως δυνατή συνέπεια της αθέτησης της σύμβασης, κατά το χρόνο κατάρτισής της ενόψει των γεγονότων και των συνθηκών που τότε γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει. Συνεπώς, αποκαθίστανται σε χρήμα, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του αθετούντος, όλες οι υλικές θετικές και αποθετικές ζημίες που οφείλονται στη συμβατική παράβαση (θετικό διαφέρον, πλήρης αποζημίωση), με την εξαίρεση των ζημιών που αναφέρονται στο άρθρο 5 της Σύμβασης, καθώς και οι παράπλευρες ζημίες (incidental damages), όπως οι δαπάνες του δανειστή για την αποφυγή ή τον μετριασμό των δυσμενών γι’ αυτόν συνεπειών της αθέτησης και επί αθέτησης των ανωτέρω υποχρεώσεων του αγοραστή τα έξοδα για την άσκοπη τοποθέτηση πραγμάτων στη διάθεση του τελευταίου, τα οποία θεωρούνται ως τέτοια προβλέψιμη ζημία. Τέλος, κατά το άρθρο 7 παρ. 2 της Σύμβασης, ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και δεν αντιμετωπίζονται ρητά από αυτήν, ρυθμίζονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές στις οποίες η Σύμβαση στηρίζεται ή, ελλείψει τέτοιων αρχών, σύμφωνα με το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τέτοια δε ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από τη Σύμβαση και δεν προκύπτουν από τις γενικές αρχές της είναι και η υπερημερία ως εναρκτήριο της υποχρέωσης προς καταβολή τόκων γεγονός, αλλά και το οφειλόμενο ποσοστό τόκου (ΕφΑθ 5745/2010 ΕλλΔνη 2011.857), καθώς επίσης και η παραγραφή των εκατέρωθεν αξιώσεων (βλ. σχετ. ΠΠρΠειρ 2464/2020, ΜΠρΠειρ 54/2021, ΜΠρΠειρ 1961/2020, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, protodikeio-peir.gr, με παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297 εδ. α΄, 298 του ΑΚ και 1 του Ν. 2842/2000 «Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών (ΕΚ) 1103/97, 974/98 και 2866/98 του Συμβουλίου», όπως ισχύουν, σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ, με το οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή ως εθνικό νόμισμα, προκύπτει ότι κάθε αξίωση για αποζημίωση που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, είτε αυτή απορρέει από αθέτηση συμβάσεως είτε από αδικοπραξία είτε από το νόμο, πρέπει από 1η.1.2002 να προσδιορίζεται σε ευρώ, το οποίο και μόνο δικαιούται να ζητήσει αυτός που αξιώνει την αποζημίωση, αφού στη διάταξη του άρθρου 297 εδ. α΄ ΑΚ ορίζεται ρητώς ότι ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Ως «χρήμα», κατά την ίδια διάταξη, νοείται το εθνικό νόμισμα, δηλαδή η δραχμή μέχρι 31.12.2001 και από 1η.1.2002 το ευρώ. Με το νόμισμα δε αυτό πρέπει όχι μόνο να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική ή αποθετική ζημία του αδικηθέντος – ζημιωθέντος και να πληρωθεί η αποζημίωση (ΑΠ 124/2014 ΧρΙΔ 2014.422, ΑΠ 1203/2010 ΕλλΔνη 2011.804,1063, ΑΠ 1379/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 536/2004 ΕλλΔνη 2006.480, ΕφΠειρ 601/2015, ΕφΠειρ 548/2015, ΕφΠειρ 34/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στην πώληση ναυτιλιακού εξοπλισμού και τροφοεφοδίων σε ποντοπόρα πλοία, κατά τον κατάπλου τους σε τοπικούς λιμένες της …, όπου εδρεύει. Ότι η εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … φορτηγού πλοίου «…», με ΙΜΟ 9165695, το οποίο διαχειρίζεται η διατηρούσα νομίμως εγκατεστημένο στην Ελλάδα …) γραφείο, δυνάμει των διατάξεων του Α.Ν. 89/1967 και του Ν. 27/1975, όπως ισχύουν, εταιρεία με την επωνυμία «….». Ότι, δυνάμει προφορικής συμβάσεως πώλησης που καταρτίσθηκε περί τα τέλη Μαρτίου του 2019, κατόπιν παραγγελίας της ως άνω διαχειρίστριας εταιρείας, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εναγομένης, στην αντιπρόσωπο της ενάγουσας στην Ελλάδα, εταιρείας με την επωνυμία «…», η ενάγουσα πώλησε σ’ αυτήν τα αναλυτικώς κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή αναγραφόμενα στα ενσωματωμένα στο αγωγικό δικόγραφο, μεταφρασμένα στην ελληνική, υπό στοιχ. … … … … … … …, τιμολόγια πώλησης, τροφοεφόδια, υλικά και αναλώσιμα ναυτιλίας, συνολικής αξίας 23.398,75 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι, σε εκτέλεση της συμφωνίας, η ενάγουσα παρέδωσε, στις 16 και 19 Απριλίου, στο ανωτέρω πλοίο που βρισκόταν στον λιμένα … της …, εμπορεύματα, συνολικής αξίας (μετά την έκπτωση 12%, χορηγηθείσα υπό την προϋπόθεση πλήρους εξόφλησης των τιμολογίων), 20.821,30 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι στις αρχές Μαΐου 2019, δυνάμει νέας σύμβασης καταρτισθείσας ως ανωτέρω, η ενάγουσα πώλησε και, στις 13.5.2019, παρέδωσε στο επίδικο πλοίο στον ίδιο λιμένα τροφοεφόδια και υλικά συνολικής αξίας (μετά έκπτωσης) 1.157 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι συνολικής αξίας (προ έκπτωσης) 1.287,50 δολ. ΗΠΑ, όπως αυτά περιγράφονται κατ’ είδος, ποσότητα και αξία στα εκδοθέντα από αυτήν και ενσωματωμένα στην αγωγή σε μετάφραση στην ελληνική τιμολόγια πώλησης υπό στοιχ…. Ότι τα πωληθέντα εμπορεύματα παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από τον Πλοίαρχο του πλοίου, όμως η εναγόμενη δεν έχει καταβάλει σε αυτήν (ενάγουσα) οποιοδήποτε ποσό έναντι της ανωτέρω οφειλής της, την οποία αρνείται να εξοφλήσει, παρά τις επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις της ενάγουσας. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις της (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄, 297 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το συνολικό ποσό των (23.398,75, κατόπιν ανάκλησης των χορηγηθεισών εκπτώσεων, πλέον 1.287,50 =) 24.686,25 δολ. ΗΠΑ, ήτοι 20.371,09 ευρώ κατά την τρέχουσα ισοτιμία του χρόνου εγέρσεως της αγωγής (1 δολάριο ΗΠΑ = 0,8252 ευρώ), άλλως και επικουρικώς το σε ευρώ ισόποσο κατά την ισχύουσα ισοτιμία στον χρόνο πληρωμής της άνω απαίτησης των 24.686,25 δολ. ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου (δήλη ημέρα), άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας προσκομίζεται η από 15.9.2021 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, νομίμως υπογεγραμμένη, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία, δεδομένου του διασυνοριακού στοιχείου που συνδέει τα επίδικα πραγματικά περιστατικά, η οποία στηρίζεται στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4 και 63 παρ. 1 β του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (1215/2012), για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθόσον η κεντρική διοίκηση της εναγόμενης ασκείται στην Ελλάδα …), στη διεύθυνση όπου διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο η διαχειρίστρια του επίδικου πλοίου της πλοιοκτησίας της εταιρεία, κατά τα ανωτέρω. Εξάλλου, τυγχάνει αυτό αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 και 221 παρ. 1 β΄ ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3 περ. Α΄- Β΄ ι του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Ηλίας Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ. 2, σελ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Ως προς τις ιστορούμενες συμβάσεις και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη της εναγόμενης εταιρίας, εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου τέτοιου από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 και, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 4 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε και για το λόγο αυτό συνδέεται προς αυτή στενότερα, το ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι από το σύνολο των περιστάσεων (κατάρτιση των συμβάσεων πώλησης μέσω της αντιπροσώπου της ενάγουσας στην Ελλάδα και της διαχειρίστριας της εναγόμενης νόμιμα εγκατεστημένης με γραφείο στην Ελλάδα, όπου και η πραγματική έδρα της εναγόμενης) συνάγεται ότι οι ένδικες συμβάσεις πωλήσεως συνδέονται προδήλως στενότερα με την Ελλάδα από εκείνη στην οποία αναφέρεται η παρ. 1 περ. α΄ του άρθρου 4 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του, ήτοι εν προκειμένω, την Κίνα. Συνακόλουθα, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. Ι. μείζονα πρόταση, ελλείψει ειδικής συμφωνίας ως προς τον αποκλεισμό των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών (CISG) για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (Ν. 2532/1997) και δοθέντος ότι όλα τα εμπλεκόμενα στην υπόθεση κράτη (Κίνα, Ελλάδα, Λιβερία) είναι συμβαλλόμενα στη Σύμβαση, καθώς και ότι οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο ενός συμβαλλόμενου κράτους, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4, 7 παρ. 2, 11, 23, 24, 25, 30, 53, 54 επ., 59, 61, 78 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών «για τις συμβάσεις διεθνών πωλήσεων κινητών πραγμάτων» (Convention on Contracts for the International Sale of Goods – CISG), 211 επ., 291, 292, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην του κυρίου αιτήματος της αγωγής περί αναγνωρίσεως της υποχρέωσης της εναγόμενης να καταβάλει το συνολικό ποσό των 24.686,25 δολ. ΗΠΑ, ήτοι 20.371,09 ευρώ κατά την τρέχουσα ισοτιμία του χρόνου εγέρσεως της αγωγής, το οποίο τυγχάνει νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. ΙΙ. μείζονα πρόταση, ενώ νόμιμο τυγχάνει το επικουρικό αίτημα περί καταβολής του ισαξίου σε ευρώ των αλλοδαπών νομισμάτων (δολαρίων ΗΠΑ) σύμφωνα με την επίσημη τιμή της ημέρας της πληρωμής, καθόσον η εξόφληση χρηματικών οφειλών σε αλλοδαπό νόμισμα γίνεται βάσει της αντιστοιχίας του με το εθνικό νόμισμα κατά το χρόνο της πραγματικής πληρωμής, η οποία μπορεί να είναι είτε εκούσια, κατά το ληξιπρόθεσμο της χρηματικής απαιτήσεως, οπότε η ενοχή αποσβήνεται ομαλώς, είτε εξαναγκασμένη, όταν η ενοχή έχει εξελιχθεί ανώμαλα και η οφειλή εξοφλείται στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, δια της πραγματικής πληρωμής, οπότε κρίσιμη είναι η (άγνωστη κατά το χρόνο εγέρσεως της σχετικής αγωγής) ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της κατασχέσεως, και όχι καθ’ οιονδήποτε άλλο χρόνο (βλ. ΕφΠειρ 541/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, στον βαθμό που κρίθηκε νόμιμη, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου μετά την τροπή του αιτήματός της σε αναγνωριστικό (άρθρο 7 παρ. 3 ν.δ. 1544/1942, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 Ν. 4640/2019).
Κατά της υπό κρίση αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή δεκτή κατά το επικουρικό αίτημά της ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, διότι, εφόσον η εναγόμενη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της εναγόμενης σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας δολαρίου ΗΠΑ – ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής, των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα έξι δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι πέντε σεντς (24.686,25 $), νομιμοτόκως από την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ανωτέρω, η οποία συμφωνήθηκε ρητώς μεταξύ των διαδίκων ως δήλη ημέρα πληρωμής κατά την έννοια του άρθρου 341 ΑΚ και, ως εκ τούτου, με μόνη την παρέλευση της ως άνω ημερομηνίας η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη ως προς την πληρωμή της οφειλής, με τη σημείωση ότι, εφόσον πρόκειται για οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, ο τόκος υπερημερίας, ως παροχή ομοειδής προς το κεφάλαιο, υπολογίζεται στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα (δολ. ΗΠΑ) κατά τα οριζόμενα στην Π.Υ.Σ. 36 της 22/26.3.1990, καταβάλλεται όμως στην Ελλάδα σε ευρώ με βάση το σε ευρώ ισότιμο του αλλοδαπού νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής (ΑΠ 1169/1997 ΕλλΔνη 1999.347), μέχρι την εξόφληση. Τέλος, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας [άρθρα 176, 184, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i περ. α, 68 παρ. 1 Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων)], όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό της παρούσας, ενώ, λόγω της ερημοδικίας της εναγόμενης πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως κατά της παρούσας ανακοπής ερημοδικίας από αυτήν (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγόμενης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ, βάσει της ισοτιμίας δολαρίου ΗΠΑ – ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής, των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα έξι δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι πέντε σεντς (24.686,25 $), νομιμοτόκως από την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας, μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ογδόντα (680) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 1η Νοεμβρίου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ