Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 1609/2022

Αριθμός κατάθεσης αγωγής: 6724/3036/06.09.2021

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 Τακτική Διαδικασία

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τις Δικαστές, Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Σταυρούλα Δεδικούση, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, και τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, την 12η Απριλίου 2022, για να δικάσει την αγωγή λογοδοσίας, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στον …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη, δυνάμει της από 01.12.2021 εξουσιοδότησης, που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής, από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Φ. Κοσσένα, κάτοικο …, που προκατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία “…”, που εδρεύει, κατά το καταστατικό της, στη …, πραγματικά δε στην Ελλάδα, όπου έχει εγκατασταθεί νόμιμα, κατά τις διατάξεις των α.ν. 89/1967, ν. 27/1975 και α.ν. 378/1968, και δη στη …, επί της οδού …, με Α.φ.Μ. …, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη, δυνάμει της από 20.09.2021 εξουσιοδότησης, που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φραγκίσκο Στ. Ξυδούς, κάτοικο …, που προκατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

Η ενάγουσα κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την από 06.09.2021 αγωγή της, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σ’ αυτή και έλαβε αριθμό κατάθεσης 6724/3036/06.09.2021, προσδιορίσθηκε δε προς συζήτηση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν, ως άνω σημειώνεται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου, εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα, ή το διάδικο, που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, για τα έξοδα της διαδικασίας, που γίνεται στο ίδιο Δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεσθεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Από τη διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του εναγομένου (του καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή του καθ’ ου ασκήθηκε το ένδικο μέσο) για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας, ενώπιον του οικείου Δικαστηρίου, σε συνδυασμό προς εκείνες (διατάξεις) των άρθρων 171 και 172 του αυτού Κώδικα, προκύπτει ότι: α) για να υπάρξει υποχρέωση προς παροχή εγγυοδοσίας του ενεργούντος την επιθετική πράξη διαδίκου, υπέρ του αντιδίκου του, απαιτείται να υποβληθεί αίτηση του τελευταίου και, μάλιστα, κατά την πρώτη συζήτηση, επί ποινή απαραδέκτου (άρθρο 263 περιπτ. γ’ ΚΠολΔ), β) κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσης της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διάδικου μέρους, ο δε σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και αυτό ισχύει, λόγου χάρη, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος, λόγω πολλαπλών χρεών, έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος, και γενικά αφερέγγυος, γ) για να διαταχθεί η εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, που δικάζει, και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη προαποδεικτικά από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπ’ όψη του (άρθρο 162 ΚΠολΔ), να υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας εκτέλεσης της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σ’ αυτά του υπόχρεου στην καταβολή της εγγυοδοσίας διαδίκου, δ) το Δικαστήριο, που δέχεται τη διακωλυτική της δίκης ένσταση για εγγυοδοσία, καθορίζει όχι μόνο το ποσό αυτής, αλλά και την προθεσμία, εντός της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει (άρθρο 162 ΚΠολΔ), ενώ, αν αυτή παρέλθει άπρακτη, το Δικαστήριο, με αίτηση εκείνου που ζήτησε την εγγυοδοσία, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η αγωγή ή η κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο, η ανάκληση δε αυτή θεωρείται ότι αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρέμβασης ή του ένδικου μέσου, ε) το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων της οικείας δικονομικής αναβλητικής ένστασης (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα) φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή εκείνος, κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη, αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 1.269/2019, ΑΠ 167/2015, ΑΠ 1.875/2014, ΑΠ 308/2009, ΑΠ 990/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την εξαίρεση του άρθρου 170 αριθ. 1 του αυτού Κώδικα, είναι συμβατή με το άρθρο 20 του Συντάγματος, αλλά και προς το Κοινοτικό Δίκαιο, και συγκεκριμένα το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., σύμφωνα με την οποία «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσή του δικασθεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο … », έχει δε ως σκοπό όχι μόνο τη διασφάλιση της απαίτησης για τα δικαστικά έξοδα, αλλά και την περιστολή της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα δικαιώματα του ανθρώπου έχει κρίνει ότι δεν προσβάλλεται το θεμελιακό δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα Δικαστήρια, με τη διατασσόμενη εγγυοδοσία για τα δικαστικά έξοδα (Ε.Σ.Δ.Α. 6 παρ. 1), ενώ το είδος της αγωγής ως αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής είναι αδιάφορο (ΑΠ 990/2008, ό.π.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 162, 163 και 164 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η εγγυοδοσία γίνεται, με κατάθεση μετρητών χρημάτων, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το δε γραμμάτιο της κατάθεσης κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου, που διέταξε την εγγυοδοσία, εντός της προθεσμίας, που ορίσθηκε απ’ αυτό για την καταβολή της εγγυοδοσίας, ενώ το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει να δοθεί εγγυοδοσία, με έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 164 ΚΠολΔ τρόπους, μόνο, όμως, ύστερα από αίτηση του υποχρέου. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 και 191 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηπάται ο διάδικος, όπως, όταν απορρίπτεται η αγωγή του, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Κατά τις διατάξεις δε του άρθρου 58 ΚωδΔικηγ (ν. 4.194/2013), η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία με τον εντολέα του ή τον αντιπρόσωπο του (παρ. 1), σε περίπτωση δε που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, καθορίζεται, με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης, και, σε περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης δεν αποτιμάται σε χρήμα, με βάση τις αμοιβές, που αναφέρονται στο Παράρτημα I του Κώδικα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτού (παρ. 3), ενώ οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, των ειδικότερων περιστάσεων και κάθε είδους δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών (παρ. 5). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή – για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας τηρήθηκε η νόμιμη, προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 στοιχ. β’ και 7 παρ. 4 ν. 4.640/2019 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Περαιτέρω εναρμόνιση προς Οδηγ. 2008/52 κ.λπ. διατάξεις» διαδικασία, περί υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας για τη διαμεσολαβητική διευθέτηση της διαφοράς (βλ. το από 08.12.2021 πρακτικό περάτωσης αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας, νόμιμα υπογεγραμμένο) – η ενάγουσα ζητεί, για τους εκτιθέμενους σ’ αυτή λόγους, να υποχρεωθεί η εναγομένη: α) σε λογοδοσία, για τη διαχείριση του μεταφοράς ξηρού φορτίου πλοίου της M/V “…”, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο νηολόγιο της …ς, με αριθμό ΙΜΟ 9631929, ΚΟΧ 5861, ΚΚΧ 3507 και ΔΔΣ D5KG3, για όλη την περίοδο της, από αυτήν (εναγομένη), διαχείρισής του, δηλαδή από την 25.10.2015 έως την 05.07.2021, καταθέτοντας στη γραμματεία του Δικαστηρίου, εντός της προθεσμίας, που θα ορισθεί με την εκδοθησόμενη απόφαση, αναλυτικό λογαριασμό των γενόμενων εσόδων και εξόδων, επισυνάπτοντας όλα τα σχετικά δικαιολογητικά αυτών έγγραφα, με την απειλή δε χρηματική ποινής, ποσού πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της και β) να της καταβάλει το τελικό κατάλοιπο, που προκύπτει από την, εκ μέρους της, διαχείριση του πλοίου, νομιμότοκα από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Η εναγομένη, με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 237 παρ. 1 εδ. α’ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), ζητεί να επιβληθεί εγγυοδοσία, ποσού πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, σε βάρος της ενάγουσας, λόγω ύπαρξης προφανούς κινδύνου αδυναμίας εκτέλεσης, κατά αυτής, της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα της προκείμενης δίκης, σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης της σ’ αυτά, διότι αφενός στερείται περιουσίας, κατόπιν μεταβίβασης, ήδη την 01.09.2021 (πριν την κατάθεση της αγωγής), του μοναδικού περιουσιακού της στοιχείου, και συγκεκριμένα του φορτηγού πλοίου “…”, πρώην νηολογίου …ς και νυν νηολογίου …, με ΙΜΟ 9631929 και ΔΔΣ 3Ε3385, και αφετέρου υφίστανται χρέη αυτής, έναντι της ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία «….», διαταχθείσας, μάλιστα, δυνάμει της με αριθμό 1.437/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), συντηρητικής κατάσχεσης κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της, μέχρι του ποσού των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, αλλά και έναντι της ιδίας (εναγομένης), ποσού τριακοσίων ογδόντα επτά χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (387.776,71 €), ασκηθείσας δε της με αριθμό κατάθεσης 10198/4690/14.12.2021 αγωγής, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ο ισχυρισμός αυτός παραδεκτά προβάλλεται, κατ’ άρθρο 263 περιπτ. γ’ ΚΠολΔ, συνιστά δε διακωλυτική, για την πρόοδο της παρούσης δίκης, «δικονομική» ένσταση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 162, 163, 169, 170 – εξ αντιδ. – 171 και 172 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται ως άνω στη μείζονα σκέψη του δικανικού συλλογισμού, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα, με τη μνεία ότι η δικονομική αξιολόγηση της αγωγής, ως προς το παραδεκτό, τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, θα λάβει χώρα, μετά την έρευνα της ένστασης αυτής.

Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, και συγκεκριμένα όλων των νόμιμα επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων, λαμβανομένων υπόψη είτε ως αυτοτελών αποδεικτικών μέσων είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά δε εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς κανένα, ωστόσο, να παραλείπεται, κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, καθώς και των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τις προτάσεις τους, όπου ειδικά και περιοριστικά αναφέρονται κατωτέρω και αποτελούν για τα πραγματικά αυτά περιστατικά πλήρη απόδειξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: η ενάγουσα είναι μονοβάπορη αλλοδαπή εταιρεία, η οποία συστήθηκε, την 25.08.2014, σύμφωνα με τους νόμους του …, όπου και εδρεύει (βλ. σχετ. το από 16.07.2021 πιστοποιητικό καλής κατάστασης), προέβη δε στη μεταβίβαση του μοναδικού περιουσιακού της στοιχείου, και συγκεκριμένα του πλοίου M/V “…” (μετονομασθέν σε “…”), πρώην νηολογίου … και νυν νηολογίου …, με ΙΜΟ 9631929 και ΔΔΣ 3Ε3385, ήδη την 01.09.2021 (δηλαδή πριν την κατάθεση της προκείμενης αγωγής), στην ιδίων συμφερόντων με αυτή (ενάγουσα) αλλοδαπή εταιρεία, με την επωνυμία “…” (βλ. σχετ. το απόσπασμα της ναυτιλιακής βάσης δεδομένων “…” και το προσωρινό έγγραφο νηολόγησης των ναυτιλιακών αρχών του …). Εξάλλου, η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ειδικά, με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της, τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, συναχθείσας, από το σύνολο των προβληθέντων ισχυρισμών της και τη γενική άρνηση αυτής, ομολογία της ως προς αυτά, κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ, ενώ, περαιτέρω, δεν επικαλείται την ύπαρξη έτερων περιουσιακών της στοιχείων. Κατόπι των ως άνω εκτιθέμενων, το παρόν Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος, σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, να μην καταστεί δυνατό να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη της ενάγουσας στα δικαστικά έξοδα προκείμενης δίκης, μη δυνάμενης, άλλωστε, της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου να αναιρεθεί από τα διαλαμβανόμενα στην προθήκη των προτάσεων της ενάγουσας περί φερεγγυότητας αυτής, προκύπτουσας από μόνο το γεγονός ότι έχει παράσχει εγγυοδοσία, για την εξασφάλιση απαιτήσεων τρίτων δανειστών της, μεταξύ των οποίων και η ομόρρυθμη εταιρεία, με την επωνυμία «….», την οποία μνημονεύει η εναγομένη (βλ. σχετ. τα με αριθμούς … γραμμάτια σύσταση χρηματικής παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων), και έχει εξοφλήσει απαιτήσεις ετέρων (βλ. σχετ. τα από 21.08.2016, 16.08.2021, 20.08.2020, 21.08.2020 και 20.08.2021 αντίγραφα εμβασμάτων), σε κάθε δε περίπτωση, αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα οικεία παραστατικά εξεδόθησαν, πριν τη μεταβίβαση του ως άνω πλοίου, αποτελούντος του μοναδικού περιουσιακού της στοιχείου. Περαιτέρω, σε περίπτωση ήπας της ενάγουσας, η δικαστική δαπάνη, που πρέπει να επιβληθεί, σε βάρος της, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 176 και 189 ΚΠολΔ (με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 179 in fine του αυτού Κώδικα), ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (άρθρα 58 παρ. 1, 3 και 5 ΚωδΔικηγ, σε συνδυασμό με την από 30.09.2021 σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών), καθόσον το αντικείμενο της παρούσας δίκης (λογοδοσία για χρονικό διάστημα πλέον των πέντε ετών), απαιτεί αφενός, για την οριστική επ’ αυτού κρίση, δύο δικονομικά στάδια (άρθρα 473 επ. ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα να αυξάνεται η δικηγορική αμοιβή, και αφετέρου προσκομιδή ενός μεγάλου όγκου δικαιολογητικών εγγράφων (περίπου 3.000 – κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης), συνταχθέντων, μάλιστα, (πλην των λογιστικών απεικονίσεων), λόγω των διασυνοριακών διαστάσεων της διαφοράς και των στοιχείων αλλοδαπότητας, που αυτή φέρει, σε ξένες γλώσσες, με αποτέλεσμα να παρέπεται αναγκαία η μετάφραση αυτών στην ελληνική, μη δυνάμενου, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη, για τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων, του ενιαίου ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, που αιτείται η εναγομένη, με τις προτάσεις της, διότι δεν προσκομίζεται κατάλογος εξόδων, κατ’ είδος και ποσό, ορισμένων (βλ. σχετ. Ορφανίδη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τόμος I, εκδ. 2000, άρθρο 190, αριθ. 2). Με βάση τις ως άνω σκέψεις και δεκτής γενόμενης της περί εγγυοδοσίας ένστασης της εναγομένης, πρέπει να υποχρεωθεί η ενάγουσα να παράσχει εγγυοδοσία, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη νόμιμη κοινοποίηση σ’ αυτή της παρούσας, με κατάθεση μετρητών χρημάτων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (εφόσον η ενάγουσα δεν αιτείται την παροχή εγγυοδοσίας, με έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 164 ΚΠολΔ τρόπους) του ελάχιστου ποσού των δικαστικών εξόδων της παρούσας δίκης, τα οποία ανέρχονται στο – κατά την ελεύθερη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου – ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, καταθέτοντας, στη συνέχεια, το σχετικό γραμμάτιο, μέσα στην αυτή ως άνω προθεσμία, στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, και να ανασταλεί η συζήτηση της αγωγής, μέχρι την κατάθεση, εκ μέρους της ενάγουσας, της εγγυοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, δικαστικά έξοδα δε θα επιβληθούν, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 191 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την ενάγουσα να παράσχει εγγυοδοσία, με κατάθεση μετρητών χρημάτων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ποσού δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, για τα έξοδα της εναγομένης της παρούσας δίκης, καταθέτοντας, στη συνέχεια, το σχετικό γραμμάτιο στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη νόμιμη κοινοποίηση σ’ αυτή της παρούσας.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ τη συζήτηση της αγωγής, μέχρι την κατάθεση της εγγυοδοσίας.