Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

       3168/2022

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλκιβιάδη Φερεσίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών ως Πρόεδρο, Γεωργία Παλιανιώτη, Πρωτοδίκη ως μέλος – Εισηγήτρια, και Σταυρούλα Δεδικούση, Πρωτοδίκη ως μέλος, και από τη Γραμματέα Ιωάννα Κατσαρού – Στάθη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: της Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Κατσιαβού (ΑΜ ΔΣΑ …), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις στο ακροατήριο.

ΤΗΣ ΚΑΘ ΉΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: της Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρoυ Ιωάννη Πάγκαλου (ΑΜ ΔΣΠ …), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις στο ακροατήριο.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 29-6-2022 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία με Γ.Α.Κ. 6633/2022 και Ε.Α.Κ. 3229/2022, γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Το άρθρο 315 ΚΠολΔ ορίζει ότι, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το Δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Από τη διάταξη αυτή, η οποία, ως εξαιρετική, υπηρετεί στο πλαίσιο της επιταγής για ασφάλεια δικαίου τον κύριο σκοπό της δίκης, που είναι η δικαιοσύνη, συνάγεται ότι μπορεί να γίνει διόρθωση των σφαλμάτων της απόφασης, ανεξάρτητα αν πρόκειται για μη οριστική, τελεσίδικη ή αμετάκλητη απόφαση, που οφείλονται σε ασυμφωνία αυτών που ήθελε το Δικαστήριο και εκείνων που έχουν διατυπωθεί στην απόφαση, έστω και αν από τη διόρθωση της ανακρίβειας της διατύπωσης επέρχεται μεταβολή στο διατακτικό, αφού η μεταβολή αυτή, η οποία, επιτρεπόμενη από το νόμο, δεν ανατρέπει αλλ` ορθώς διατυπώνει την αληθή δικαιοδοτική βούληση, δεν αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου (ΑΠ 553/2004 ΕλλΔνη 2006.759, ΑΠ 1259/2002 ΕλλΔνη 2003.130). Διόρθωση, όμως, δεν επιτρέπεται, όταν τα σφάλματα που αποδίδονται στην απόφαση αναφέρονται στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης νόμου ή στην εκτίμηση των αποδείξεων, δηλαδή η διόρθωση δεν μπορεί να σχετίζεται με την ουσία της υποθέσεως, να αλλοιώνει την έννοια της αποφάσεως και να μεταβάλλει ή ανακαλεί το περιεχόμενό της (ΑΠ 1703/2006 ΧρΙΔ 2007.228) και, έτσι, να οδηγεί άμεσα ή έμμεσα σε επανεκτίμηση των αποδείξεων ή επανεξέταση της ουσίας της υποθέσεως (ΑΠ 1272/1991 ΕΕΝ 1993.74). Συνακόλουθα τούτων, με τη διαδικασία της διόρθωσης της απόφασης, κατ` αρθρ. 315 επ. ΚΠολΔ, σκοπείται η αποσαφήνιση της διατύπωσης της απόφασης και η αποτύπωση του αληθούς περιεχομένου της, χωρίς να αλλοιώνεται η έννοιά της, ούτε να προσβάλλεται το δεδικασμένο που απορρέει από αυτήν, ενώ αντικείμενό της δεν αποτελούν διαγνωστικά σφάλματα του δικαστηρίου, που αναφέρονται στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων και που αίρονται μόνο με την οδό των ενδίκων μέσων, αλλά ακούσιες πλημμέλειες, που παρεισφρύουν κατά τη σύνταξη ή την καθαρογραφή της απόφασης (ΑΠ 1595/2003 ΕλλΔνη 2004.724). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 315, 317, 318 και 118 KΠολΔ, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 317 παρ. 1 KΠολΔ, συνάγεται ότι η αίτηση διόρθωσης απόφασης, για το ορισμένο και το υποστατό αυτής ως δικογράφου, πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τα λάθη ή τις παραλείψεις ή τις ανακρίβειες που ζητείται να διορθωθούν, καθώς και την εντεύθεν προκύπτουσα πρόδηλη ασυμφωνία μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της, δηλαδή μεταξύ εκείνου που θέλησε το Δικαστήριο και εκείνου που διατυπώθηκε στην απόφασή του. Εκτός από τα στοιχεία αυτά πρέπει, επίσης, να μνημονεύονται στην αίτηση τα ονοματεπώνυμα όλων των διαδίκων που αναφέρονται στη διορθωτέα απόφαση και να απευθύνεται κατ` αυτών η αίτηση υπό τη μορφή της τυπικής αντιδικίας, εφόσον η διορθωτέα απόφαση εκδόθηκε κατά την τακτική ή άλλη ειδική διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, ώστε να καταστούν οι καθ’ ων η αίτηση αυτή διάδικοι, οι οποίοι, ως διατελέσαντες αρχικοί διάδικοι στη συζήτηση που εκδόθηκε η διορθωτέα απόφαση, θεωρούνται ότι έχουν έννομο συμφέρον να παρασταθούν κατά τη συζήτηση της αίτησης διόρθωσης της απόφασης (ΕφΑθ 489/2000, ΕλλΔνη 2000.803). Για το σκοπό αυτόν, ο οποίος αποτελεί μερικότερη εκδήλωση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως (άρθρο 110 Κ ΠολΔ), προβλέπεται στο άρθρο 318 παρ. 1 KΠολΔ ότι οι διάδικοι πρέπει να κλητεύονται οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης. Μάλιστα, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η προθεσμία αυτή κλητεύσεως ισχύει ανεξάρτητα από το είδος της διαδικασίας με την οποία συζητείται η αίτηση διόρθωσης απόφασης (τακτική, ειδική, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων κλπ.), η οποία μάλιστα ως ειδικότερη υπερισχύει άλλων διατάξεων που ορίζουν συντομότερες ή μακρύτερες προθεσμίες (Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 318, αρ. 2). Περαιτέρω, αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης δικαστήριο είναι το δικαστήριο που εξέδωσε τη διορθωτέα απόφαση (άρθρο 317 παρ. 2 KΠολΔ), το οποίο μάλιστα παραμένει αρμόδιο ακόμα και αν εν τω μεταξύ η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου λόγω ασκήσεως ενδίκου μέσου, αρκεί να μην έχει εξαφανισθεί η διορθωτέα απόφαση (ΑΠ 143/2002, ΧρΙΔ 2002.221, ΑΠ 1007/1977, ΝοΒ 1978.909). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 318 παρ. 1 KΠολΔ, η συζήτηση της αίτησης διόρθωσης γίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η διορθωτέα απόφαση. Συνεπώς, αν η αίτηση διόρθωσης αφορά απόφαση Πολυμελούς Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, κατά την ίδια διαδικασία πρέπει να εκδικαστεί και η αίτηση διόρθωσης απόφασης. Σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 1 KΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε δυνάμει του αρ. 12 ν. 4842/2021, μέσα σε 90 ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής κατά την παρ. 2 του αρ. 215 ΚΠολΔ, οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις τους και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά τους έγγραφα, μέσα δε στην ίδια προθεσμία κατατίθεται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το αρ. 96 ΚΠολΔ. Κατά δε την παρ. 2 του αρ. 237 ΚΠολΔ οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις η οποία κατατίθεται μέσα στις επόμενες 15 ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας. Στην περίπτωση που ο διάδικος κατέθεσε εκπρόθεσμες προτάσεις και προσθήκη, αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη. Επομένως, στην περίπτωση που η αίτηση διόρθωσης απόφασης αφορά απόφαση Πολυμελούς Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε κατά την (νέα) τακτική διαδικασία, πρέπει να τηρείται η προθεσμία της κατάθεσης των προτάσεων και της προσθήκης σύμφωνα με το άρθρο 237 KΠολΔ. Ωστόσο, η αποδοχή της άποψης αυτής βρίσκεται σε λογική ανακολουθία με την προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων 8 ημέρες πριν από τη δικάσιμο που προβλέπει το άρθρο 318 KΠολΔ. Δεν είναι, δηλαδή, νοητό να απαιτείται από τους διαδίκους να καταθέτουν τις προτάσεις και την προσθήκη 90 ημέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας προς κοινοποίηση και, στη συνέχεια, μέσα στις επόμενες 15 ημέρες, ενώ προβλέπεται δυνατότητα κλήτευσής τους τουλάχιστον 8 ημερών πριν από τη δικάσιμο, πολύ δε περισσότερο όταν η προθεσμία αυτή ως ειδική υπερισχύει έναντι άλλων διατάξεων που προβλέπουν συντομότερες ή μακρύτερες προθεσμίες και, συνεπώς, υπερισχύει και έναντι αυτής των ενενήντα ημερών μετά τη λήξη της προθεσμίας προς κοινοποίηση της αγωγής, που προβλέπει το άρθρο 215 παρ. 2 Κ ΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και για την κλήτευση των διαδίκων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, όταν δικάζει κατά την τακτική διαδικασία. Προφανώς, κατά τη θέσπιση του ν. 4335/2015 και στη συνέχεια του ν. 4512/2018, ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη τη σύντομη προθεσμία κλητεύσεως που προβλέπει το άρθρο 318 και δεν περιέλαβε σχετική διάταξη, με την οποία να θεσπίζεται εξαίρεση ως προς την υποχρέωση κατάθεσης προτάσεων 90 ημέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας προς επίδοση της αγωγής για την περίπτωση εκδίκασης αιτήσεων διόρθωσης αποφάσεων που εκδόθηκαν από Πολυμελές Πρωτοδικείο κατά την τακτική διαδικασία. Δεδομένου, άλλωστε, ότι στην παρ. 3 του άρθρου 317 KΠολΔ προβλέπεται και η δυνατότητα αυτεπάγγελτης διόρθωσης (και όχι ερμηνείας) της απόφασης με αυτεπάγγελτο, από τον πρόεδρο ή το δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον ειρηνοδίκη, ορισμό δικασίμου για τη συζήτηση της αίτησης διόρθωσης, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν είναι αναγκαία η κατάθεση προτάσεων για τη συζήτηση της αίτησης διόρθωσης απόφασης εκδοθείσας από Πολυμελές Δικαστήριο, το οποίο δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, 90 ημέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας για κλήτευση του καθ΄ου η αίτηση, αλλά είναι δυνατή και η κατάθεσή τους και μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής ακόμα και στο ακροατήριο, χωρίς να δημιουργείται από την εκπρόθεσμη κατάθεση η προβλεπόμενη από το άρθρο 237 παρ. 1 KΠολΔ κύρωση, δηλαδή μη λήψη υπόψη εκπροθέσμων προτάσεων (βλ όμ . σε ΠολΠρΑθ 1048/2005 σε τνπ Νόμος για το παρόμοιο μετά το ν. 2915/2001 και πριν το ν. 4335/2015 ισχύον νομικό καθεστώς). Εξάλλου, η διορθωτική απόφαση δεν έχει καταρχήν αυτοτέλεια και αποτελεί τμήμα της διορθούμενης απόφασης, για την έκδοση της οποίας οι διάδικοι κατέθεσαν τα σχετικά προς τον πληρεξούσιό τους η καθεμία δικηγόρο, ώστε, εν προκειμένω, να προσκομίζεται εκ περισσού η από 15-9-2022 εξουσιοδότηση του νομίμου εκπροσώπου της καθ΄ ης η αίτηση προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Πάγκαλο.

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα εκθέτει ότι επί σχετικής αγωγής που η καθ΄ης η αίτηση άσκησε σε βάρος της, εκδόθηκε η υπ` αριθ. 1145/2021 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή αποζημίωσης εκ ρυπάνσεως της καθ΄ης η αίτηση ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης. Oτι κατά τη σύνταξη της άνω απόφασης από προφανή παραδρομή – λογιστικό σφάλμα επιβλήθηκαν σε βάρος της καθ΄ης η αίτηση – ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της αιτούσας – εναγομένης τα οποία υπολογίστηκαν εσφαλμένα στο ποσό των 500 ευρώ αντί του ορθού ποσού των 15.410,10 ευρώ, καίτοι αυτό προέκυπτε και από τον προσκομισθέντα με τις από 28-12-2020 προτάσεις της κατάλογο εξόδων και πίνακα αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου της υπολογιζόμενης σύμφωνα με το αρ. 68 του ν. 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων», με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής στο ποσό των 1.1.41.010,85 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω, επικαλούμενη ότι η βούληση του Δικαστηρίου ήταν να καθορίσει τα δικαστικά έξοδα με βάση το αρ. 189 ΚΠολΔ σε συδιασμό με το αρ. 68 του ν. 4194/2013, ζητεί, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, να διορθωθεί η ως άνω απόφαση στο διατακτικό της ως προς το ποσό των δικαστικών εξόδων που επιβάλλονται σε βάρος της καθ΄ης η αίτηση από το εσφλαμένο ποσό των «πεντακοσίων (500) ευρώ» στο ορθό ποσό των «δέκα πέντε χιλιάδων τετρακοσίων δέκα ευρώ και δέκα λεπτών (15.410,10)». Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση διόρθωσης αρμοδίως και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την (νέα) τακτική διαδικασία (άρθρα 315, 317, 318 ΚΠολΔ). Είναι δε ορισμένη, ενώ η αιτούσα νομιμοποιείται ενεργητικά στην υποβολή της κρινόμενης αίτησης, καθόσον ήταν διάδικος-εναγομένη στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1145/2021 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, της οποίας αιτείται τη διόρθωση. Σύμφωνα, όμως, με τα αναφερόμενα στην υπό κρίση αίτηση, στο σκεπτικό της υπό διόρθωση υπ` αριθμ. 1145/2021 απόφασης διατυπώθηκε η ακόλουθη κρίση του Δικαστηρίου: «Τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης πρέπει να επιδικαστούν σε βάρος της ενάγουσας εξαιτίας της ήττας της αλλά και κατόπιν σχετικού αιτήματος της πρώτης (176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας», εκτιμώντας, δηλαδή, ότι δεν έχει υποβληθεί κατάλογος. Το γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, προέκυπτε από τις από 28-12-2020 έγγραφες προτάσεις της, που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, ότι υποβλήθηκε σχετικός κατάλογος εξόδων αυτής μαζί με τον υπολογισμό της νόμιμης αμοιβής του πληρεξουσίου της δικηγόρου δεν μπορεί να στηρίξει αίτηση για διόρθωση της απόφασης, διότι το σφάλμα που αποδίδεται στην απόφαση αναφέρεται στην εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης και την εκτίμηση των αποδείξεων (OλAΠ 5/1992 ό.π., ΑΠ 176/2008 ό.π. ΑΠ 425/2008 ό.π.), και, ως εκ τούτου, σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, δεν μπορεί να διαταχθεί η διόρθωση της προαναφερόμενης απόφασης κατά το άρθρο 315 ΚΠολΔ. Ουδεμία, εξάλλου, αντίφαση υφίσταται μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της εν λόγω απόφασης, ώστε να συντρέχει περίπτωση διόρθωσής της, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 315 ΚΠολΔ. Τυχόν δε διόρθωσή της θα οδηγούσε σε αλλοίωση του διατακτικού της, καθώς και της διατυπωθείσας σαφώς στο σκεπτικό βουλήσεως του Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια, σε μεταβολή του απορρέοντος από αυτήν δεδικασμένου, η οποία, σύμφωνα με τα αναφερόμενα παραπάνω στη μείζονα σκέψη, είναι ανεπίτρεπτη. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση ως μη νόμιμη. Τα δικαστικά έξοδα της καθ΄ης η αίτηση πρέπει να επιδικαστούν σε βάρος της αιτούσας εξαιτίας της ήττας της αλλά και κατόπιν σχετικού αιτήματος της πρώτης ( αρ. 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της καθ΄ης η αίτηση, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

 

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 14-10-2022.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, με την παρουσία και της Γραμματέα της έδρας, στις  18-10-2022.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ