ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 3747/2015
(Γενικός Αριθμός Κατάθεσης …)
(Αριθμός Κατάθεσης …)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη δικαστή Σοφία Φαρασοπούλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 9 Ιουνίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου Αθηνών (οδός …), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεώργιου ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας «…», που εδρεύει στη Μ. (οδός …) και διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά (…), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου ΜΑΚΡΗ.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-2-2015 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 21ης Απριλίου 2015 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης που έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθ. 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνημένης εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Αντίθετα, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στη σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασης του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από τη συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλ. η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλ. η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ’ αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 312/2011, ΑΠ 466/2010, ΑΠ 1327/2010, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών ή η ασφάλιση στο ΙΚΑ. Εξ’ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, που ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου, είναι το ότι οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα και όχι σ’ αυτήν καθ’ εαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την επίτευξή του. Αντικείμενο της σύμβασης αυτής, μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσής του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του (ΑΠ 433/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου (ΟλΑΠ 18/2006) που χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενό της που έγινε ανέλεγκτα δεκτό και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, χωρίς ν’ ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη (βλ. ΑΠ 433/2011, ο.π. και ΑΠ 466/2010, ο.π.).
Με την κρινομένη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, όπως αυτό παραδεκτά διορθώθηκε με σχετική προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρο 224 ΚΠολΔ), ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει άτυπης σύβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την εναγομένη, νόμιμα εκπροσωπούμενη, στις 2-11-2011, προσλήφθηκε από την τελευταία προκειμένου να εργασθεί επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή και οκτώ ώρες ημερησίως, υπό την ειδικότητα του υπεύθυνου πωλήσεων Βορειοανατολικού Αιγαίου, με τα αναλυτικά περιγραφόμενα στην αγωγή καθήκοντα, έναντι συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 2.500 ευρώ. Ότι στο πλαίσιο της παραπάνω σύμβασης εργασίας εργάστηκε ανελλιπώς, απασχολούμενος καθ’ υπέρβαση του νομίμου, εβδομαδιαίου και ημερησίου, ωραρίου του, επί έξι ημέρες εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Σάββατο και δέκα ώρες ημερησίως, από ώρα 09.00 έως 19.00, κυρίως στο λιμάνι του Πειραιά, όπου μάλιστα του είχε παραχωρηθεί γραφείο στο ευρισκόμενο εκεί υποκατάστημα της εναγομένης, αλλά και στα λοιπά λιμάνια όπου δρομολογούνταν πλοία της εναγομένης, καθ’ υπόδειξη των νομίμων εκπροσώπων της, ήτοι στο Λαύριο, στη Θεσσαλονίκη και στη Μυτιλήνη, χρησιμοποιώντας την υλικοτεχνική υποδομή που η ίδια του παρείχε, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της, υποκείμενος στις εντολές και τις οδηγίες των εκπροσώπων της ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του. Ότι η σύμβαση εργασίας του διήρκησε μέχρι τις 29-10-2012, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε αυτή, χωρίς να τηρήσει τον έγγραφο τύπο και χωρίς να του καταβάλει αποζημίωση απόλυσης. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του, δεν καταβαλλόταν σ’ αυτόν το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του, αλλά μόνο το ποσό των 1.000 ευρώ κάθε μήνα έναντι του συμφωνηθέντος μισθού του, με αποτέλεσμα να του οφείλονται, κατά το χρονικό διάστημα από 2-11-2011 έως 30-10-2012, διαφορές δεδουλευμένων μηνιαίων μισθών, αμοιβή για παρασχεθείσα υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση παράνομη υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές από Δευτέρα έως Παρασκευή, αμοιβή για την απασχόλησή του επί οκτώ ώρες για 49 Σάββατα, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2011, Πάσχα 2012 και Χριστουγέννων 2012, αποδοχές και επίδομα μη ληφθείσας αδείας έτους 2012 λόγω της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, όπως ειδικότερα κάθε επιμέρους κονδύλιο αναλύεται στην αγωγή κατ’ είδος, χρονικό διάστημα και χρηματικό ποσό, ανερχόμενης της συνολικής οφειλής στο ποσό των 40.852,45 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για τις παραπάνω αιτίες το συνολικό ποσό των 40.852,45 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό μέχρι την πλήρη εξόφληση, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Επικουρικά δε, ζητεί το ανωτέρω ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον η εναγομένη λόγω της μη καταβολής αυτού, το οποίο θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα όπως του ιδίου που θα απασχολούσε υπό τις ίδιες με αυτόν συνθήκες εργασίας, κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του και ο πλουτισμός σώζεται στο πρόσωπό της μέχρι σήμερα. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινομένη αγωγή, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπον, εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 7, 9, 10, 11 αρ. 7, 14 παρ. 2, 16 παρ. 2, 25 παρ. 2 και 664 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 ΚΠολΔ) και κατά την κύρια βάση της είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 648 επ. ΑΚ, 4 του Ν. 2874/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 και οι παρ. 1, 3 και 5 αυτού αντικαταστάθηκαν και πάλι, με την παρ.10 άρθρου 74 Ν.3863/2010 (υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωρία), 8 του Ν. 3846/2010 (για την εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου, που δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης των οκτώ ωρών), 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 3, 6 της με αρ. 19040/1981 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας (για επιδόματα εορτών), 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 ,4, 5 ΑΝ 539/1945, όπως η παρ. 1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε από το άρθρο 3 του Ν.Δ. 3755 της 14/17 Σεπτ. 1957 και το άρθρο 2 παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 3302/2004 (για επίδομα και αποδοχές αδείας), 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 ε΄ και 176 ΚΠολΔ. Ωστόσο, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη κατά την επικουρική της βάση, με την οποία επιχειρείται θεμελίωση των αγωγικών αξιώσεων στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, δεδομένου ότι τόσο από ουσιαστική, όσο και από δικονομική άποψη η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό έχει επιβοηθητικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής, προϋποθέσεις όμως που δεν συντρέχουν στην κρινομένη περίπτωση, αφού δεν γίνεται επίκληση διαφορετικών πραγματικών περιστατικών από αυτά που παρατίθενται προς επίρρωση της κύριας βάσης της αγωγής (ΑΠ 16/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003.983, ΑΠ 1440/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ειδικότερα δεν γίνεται ούτε απλή επίκληση τυχόν ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος – χωρίς να απαιτείται η αναφορά και των λόγων στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (ΑΠ 680/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ και Στυλιανός Γερμ. Βλαστός, ΕΠΙΤΟΜΟ ΑΤΟΜΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, (Β΄ έκδοση- Αθήνα/Κομοτηνή 2011), § 70, σελ. 111 επ.). Επομένως, η κρινομένη αγωγή, κατά την κύρια βάση της, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο, για το αντικείμενό της, τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το αρθρ. 71 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το αρθρ. 14 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το αρθρ. 2 του Ν. 3994/2011 (βλ. το με αριθμό 13723798/12-6-2015, Σειρά VI- Τύπου Β΄διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά με τα επικολληθέντα σε αυτό ένσημα), ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13 δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους διαδίκους τα το οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό Α035421/12-6-2015 γραμμάτιο του ΔΣΠ για τον ενάγοντα και το με αριθμό Α035261/12-6-2015 γραμμάτιο του ΔΣΠ για την εναγομένη).
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος και την ανωμοτί κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, καθώς και από όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, χωρίς να παραλείπεται κανένα από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ακόμη και αν δεν μνημονεύεται ρητά παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη εταιρεία που εδρεύει στη Μ. και διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά, δραστηριοποιείται στον τομέα της ακτοπλοΐας. Προκειμένου να διασφαλίσει την προσήκουσα πώληση εισιτηρίων επιβατών και οχημάτων από τους ανά την Ελλάδα πράκτορές της, καθώς και την είσπραξη και την απόδοση σε αυτή των οικείων χρηματικών ποσών, ανέθεσε την επίβλεψη και τον έλεγχο της επιβίβασης επιβατών και φόρτωσης των πλοίων που εκμεταλλευόταν είτε ως πλοιοκτήτρια είτε ως διαχειρίστρια και εκτελούσαν δρομολόγια στο βορειοανατολικό Αιγαίο, αλλά και των κατά τόπους πρακτόρων της, στον ενάγοντα, ο οποίος δεν διέθετε κάποια ειδικά τυπικά προσόντα, αλλά κατά την κρίση της είχε εμπειρία στο συγκεκριμένο αντικείμενο και ήταν άτομο έμπιστο, ικανό και έξυπνο για την εργασία αυτή. Προς τούτο, στις 2-11-2011 συμφωνήθηκε προφορικά μεταξύ των διαδίκων ότι ο ενάγων θα αναλάμβανε τη διενέργεια τυχαίων ελέγχων σε πράκτορες και πλοία της εναγομένης, στους λιμένες αρμοδιότητάς του, έναντι αμοιβής 1.000 ευρώ μηνιαίως, πλέον ΦΠΑ, για την οποία θα εξέδιδε κάθε μήνα απόδειξη παροχής υπηρεσιών, ενώ θα καταβάλλονταν συγχρόνως σε αυτόν και τα έξοδα μετάβασης και διαμονής στις περιοχές αρμοδιότητάς του. Για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από την εναγομένη αποτελέσματος, η τελευταία χορήγησε στον ενάγοντα γραφείο στο υποκατάστημα της στον Πειραιά, ηλεκτρονικό υπολογιστή με προεγκατεστημένα ειδικά προγράμματα ελέγχου, με προσωπικό κωδικό πρόσβασης και εταιρικό λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, γνωστοποιώντας συγχρόνως στους κεντρικούς πράκτορες Βορείου Αιγαίου ότι ο ενάγων ήταν ο υπεύθυνος πωλήσεων της περιφέρειάς τους, ώστε ο τελευταίος να μπορεί ακώλυτα να επιτελεί το έργο του. Κατά τη συμφωνία δε των μερών, σε περίπτωση που η εναγομένη θεωρούσε πως υπήρχε πρόβλημα με τις πωλήσεις της σε συγκεκριμένο λιμένα της αρμοδιότητας του ενάγοντος, θα υποδείκνυε σε αυτόν τον λιμένα και τα πρόσωπα που επιθυμούσε να εποπτεύσει και να ελέγξει, προσδιορίζοντας εν μέρει τον τόπο και τη χρονική περίοδο παροχής των υπηρεσιών του, χωρίς ωστόσο να καθορίζει τη μέθοδο και τον ακριβή χρόνο παροχής αυτών, ή τη χρονική διάρκεια της απασχόλησής του, υπό την έννοια καθορισμού του ωραρίου του. Ο παραπάνω εν μέρει περιορισμός ως προς τον τόπο και τη χρονική περίοδο παροχής των υπηρεσιών του ενάγοντος, υπό την έννοια του έκτακτου ελέγχου συγκεκριμένων πρακτόρων και πλοίων καθ’ υπόδειξη της εναγομένης – σημειωτέον ότι αποδεικνύεται πως καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης των διαδίκων, αυτό συνέβη μόνο μια φορά με τον κεντρικό πράκτορα Θεσσαλονίκης Β. Κ.- είχε άμεση συνάρτηση με τον επιχειρηματικό της στόχο για την αύξηση των εσόδων της, μέσω της έκδοσης των προσηκόντων εισιτηρίων και της είσπραξη του αντιτίμου τους, τον οποίο (επιχειρηματικό στόχο) αποσκοπούσε να διασφαλίσει δια των υπηρεσιών του ενάγοντος, χωρίς όμως για το λόγο αυτό να αποδεικνύεται ότι η εναγομένη παρείχε δεσμευτικές εντολές και οδηγίες κατά την παροχή των υπηρεσιών του τελευταίου ή ασκούσε εποπτεία σε αυτόν, κατά τρόπο ώστε να υφίσταται σχέση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των μερών. Αντιθέτως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η συμβατική σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν εκείνη της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και αποσκοπούσε στο παρεχόμενο έργο – αύξηση εσόδων της εναγομένης δια του ελέγχου προσήκουσας έκδοσης εισιτηρίων και είσπραξης του αντιτίμου αυτών για επιβάτες και φορτία που εξυπηρετούνταν από τα πλοία της – καθόσον όπως ήδη παραπάνω αναφέρθηκε και αποδείχθηκε ο ενάγων δεν δεσμευόταν ως προς τον τόπο και τον χρόνο πραγματοποίησης των σχετικών ελέγχων και η εποπτεία της εναγομένης δεν στερούσε από αυτόν την πρωτοβουλία ελεύθερου καθορισμού του τρόπου και του χρόνου παροχής των υπηρεσιών του. Από κανένα δε αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων, πέραν της διενέργειας των ελέγχων, οι οποίοι δεν αποδείχθηκε ότι ήταν καθημερινοί ή γίνονταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται καθημερινά στο γραφείο που του είχε παραχωρηθεί στο υποκατάστημα της εναγομένης στον Πειραιά από ώρα 09.00 έως ώρα 19.00, μη κρινομένης πειστικής της κατάθεσης της μάρτυρός του, η οποία σχεδόν εξ ολοκλήρου αποτελεί προϊόν αφηγήσεων του τελευταίου. Το αορίστως δε αναφερόμενο από τη μάρτυρα γεγονός ότι από προσωπική της αντίληψη γνωρίζει πως ο ενάγων δούλευε στην οδό … στον Πειραιά, χωρίς κανένα άλλο χρονικό προσδιορισμό ημερών ανά εβδομάδα και ωρών ανά ημέρα, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετο συμπέρασμα. Η ύπαρξη δε σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών μεταξύ των διαδίκων, επιρρωνύεται από το γεγονός ότι αφενός ο ενάγων ουδέποτε περιελήφθη με οποιαδήποτε ιδιότητα στο προσωπικό της εναγομένης, αφετέρου ο ίδιος στις από 4-10-2012 και 2-11-2012 αποδείξεις πληρωμής που υπέγραψε, την πρώτη πριν και τη δεύτερη μετά τη λύση της συμβατικής σχέσης του με την εναγομένη – σημειώνεται ότι ειδικά η πρώτη από αυτές προσκομίζεται με επίκληση από αμφότερους τους διαδίκους- αποδέχεται την υποχρέωσή του να εκδώσει προς αυτή αποδείξεις παροχής υπηρεσιών κατά τα συμφωνηθέντα από τον Δεκέμβριο του έτους 2011 έως τον Οκτώβριο του έτους 2012, η άρνηση έκδοσης των οποίων εκ μέρους του, σε συνδυασμό με τα δυσαναλόγως αυξημένα έξοδα μετακίνησης και διαμονής που προσκόμιζε στην εναγομένη, αποτέλεσαν και την αιτία λύσης αυτής (της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών) με πρωτοβουλία της τελευταίας στις 23-10-2012. Όλα τα παραπάνω, συνεκτιμωμένου και του γεγονότος ότι ο ενάγων δεν επέδειξε την δέουσα επιμέλεια του μέσου εργαζόμενου ν’ αναζητήσει εξώδικη ή δικαστική προστασία κατά τη λύση της επικαλούμενης από αυτόν σύμβασης εργασίας, αλλά προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας στις 18-6-2013, δηλαδή οκτώ περίπου μήνες μετά τη λύση της συμβατικής του σχέσης με την εναγομένη, επισφραγίζουν το συμπέρασμα ότι μεταξύ των διαδίκων υφίστατο σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (πρβλ. ΑΠ 23/2005 ο.π., ΑΠ 559/2009, ΑΠ 1684/2007, ΑΠ 124/2007, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινομένη αγωγή, κατά την κύρια βάση της που κρίθηκε νόμιμη πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ενώ κατά την επικουρική της βάση, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, πρέπει ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμη και τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, κατόπιν σχετικού αιτήματος που υποβλήθηκε με τις προτάσεις της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης σε βάρος του ενάγοντος, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των οκτακοσίων είκοσι (820) ευρώ.
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 19 Οκτωβρίου 2015, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ