ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Αποφάσεως 3749/2015
Αριθμός καταθέσεως ανακοπής: …
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 9 Ιουνίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… (υπό ειδική εκκαθάριση), που εδρεύει στην Α. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής, Ι. Γ. του Λ., δυνάμει της υπ’ αρ. … απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Αικατερίνης Πιπερτζή.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Του Ι. (I.) Ζ. (J.), κατοίκου ……. Αττικής, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απών.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 6-12-2… ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό … και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 1-4-2014, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος της ανακόπτουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Α) 1. Στο αρ. 271 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το αρ. 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α` 165/25.07.2011), διαλαμβάνονται τα εξής: «1. Αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος σε αυτή κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2 Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγόμενου. 3. Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως». Η ισχύς του ως άνω αναφερόμενου ν. 3994/2011, ο οποίος τροποποίησε εκτεταμένως τον ΚΠολΔ, άρχισε εν γένει, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του αρ. 77 αυτού, από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, δηλαδή από την 25.07.2011 (ΦΕΚ Α5 165/25.07.2011). Εξάλλου, από την ως άνω τροποποιηθείσα διάταξη του αρ. 271 ΚΠολΔ συνάγονται τα ακόλουθα: Αν ο εναγόμενος δεν παρασταθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ή δεν παρασταθεί σε αυτή κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει το νόμιμο και εμπρόθεσμο της σε αυτόν επίδοσης της αγωγής και της κλήσης προς συζήτηση και εφόσον διαπιστωθεί ότι η επίδοση δεν πάσχει, δικάζει το συγκεκριμένο απολιπόμενο διάδικο ερήμην (διαφορετικά, σε περίπτωση μη νόμιμης ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσης, κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη), στη συνέχεια δε το δικαστήριο, αφού ελέγξει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο της αγωγής (βλ. ΕφΠειρ 444/1987 ΠειρΝ 1987/106) και εφόσον δεν συντρέχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, τεκμαίρει από την (πραγματική ή πλασματική) ερημοδικία του εναγόμενου, δικαστική εκ μέρους του ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη μόνο για τα ερείδοντα τους πραγματικούς αγωγικούς ισχυρισμούς πραγματικά περιστατικά, για τα οποία επιτρέπεται ομολογία, με αυτόθροη συνέπεια την κατ` ανάλογο μέρος αποδοχή της αγωγής ως ουσία βάσιμης [πρβλ. Μακρίδου, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ Ι, 2000, άρθρο 271 (υπό τη μορφή που είχε προ της εφαρμογής του ν. 2915/2001), παρ. 1 και 5, σελ. 561-562]. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του 585 παρ. 1 ΚΠολΔ, το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως επανεισάχθηκε κατά ανωτέρω, εφαρμόζεται και κατά την εκδίκαση της ανακοπής του αρ. 979 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα, ως προς τις συνέπειες της ερημοδικίας του καθ` ου η ανακοπή, η θέση αυτού να ταυτίζεται με τη θέση του εναγόμενου (ΜΠρΑθ 2321/2… δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 2. Από τις υπ’ αρ. …… και …… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … του Γ., οι οποίες νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως εκ μέρους της ανακόπτουσας, με επιμέλεια της οποίας επισπεύδεται η συζήτηση, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης ανακοπής, µε πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 1-4-2014, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον καθ’ ου η ανακοπή, καθώς και στον αντίκλητο αυτού – δικηγόρο …, που ορίστηκε με την από …… αναγγελία του καθ’ ου η ανακοπή προς τη συμβολαιογράφο Αθηνών Αγγελική σύζυγο Κυριάκου Σακκά το γένος Παναγιώτη Ρέβελα (ά. 122 επ., 126 παρ. 1 περ. α΄ και δ, 127 παρ. 1, 128 παρ. 1-4, 139, 228, 229, 972§1 εδ. α΄, 979 ΚΠολΔ). Επομένως, ο καθ’ ου η ανακοπή, ο οποίος δεν παραστάθηκε στην παρούσα δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε και συζητήθηκε η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο (βλ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως), πρέπει να δικαστεί ερήμην, ενόψει του ότι η αναβολή της συζήτησης και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση ως προς όλους τους διαδίκους (αρθρ. 226 παρ.4 εδ.δ, 271 παρ.1 ΚΠολΔ), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη και κατά την εκδίκαση της προκείμενης ανακοπής του αρ. 979 ΚΠολΔ. (Β) 1. Κατά το άρθρο 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού κατεσχημένου πλοίου, η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ, κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ` αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρ. 205 του ίδιου Κώδικα, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου, όμως, να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης, κατά την κατάταξη σε εκλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει, κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διατάξεως του άρθρου 9, να έχουν τον ίδιο προνομιακό – εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατατάξεως). Η σειρά, όμως, κατατάξεως των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (Lex Fori), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 466/1996, ΑΠ 70/1992, ΑΠ 1762/1988, ΑΠ 184/1989). Συνεπώς, αν εκπλειστηριασθεί στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης και των λοιπών δανειστών, ενυπόθηκων ή όχι, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου, παρά μόνον εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρ. 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ (ΑΠ 295/2002 ΕΝΔ 30/117, ΕφΠειρ 131/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012/209, ΕφΠειρ 16/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010/252, ΕφΠειρ 519/2009 ΕΝΑΥΤΔ 2009/439, ΕφΠειρ 3/2004 ΕΝΑΥΤΔ 2004/140, ΕφΠειρ 163/2003 ΕΕΜΠΔ 2003/672, ΕφΠειρ 599/2000 ΕΕΜΠΔ 2001/320, ΑΠ 284/1999). Συγκεκριμένα, εάν πλοίο με σημαία αλλοδαπή κατασχέθηκε και εκπλειστηριάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον οι απαιτήσεις είναι προνομιακές και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, κατατάσσονται ως προνομιακές, σύμφωνα με το άρθρ. 205 του ΚΙΝΔ, πριν από την υποθήκη, ανεξάρτητα από τη σειρά κατατάξεως τους κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας (ΑΠ 533/2015, ΑΠ 755/2012, ΑΠ 710/1992 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ στην αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ΚΙΝΔ, δεν θα ληφθεί υπόψη και η αντίστοιχη απαίτηση δεν θα καταταγεί ως προνομιακή, ακόμη και αν η απαίτηση αυτή έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα (ΑΠ 466/1996 ό.π., ΕφΠειρ 198/2003 ΕΝΔ 31.144, ΕφΠειρ 599/2000 ό.π.)Αν όμως η LEX FORI δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαίτηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΕφΠειρ 3/2004, ο.π., ΕφΠειρ 93/1999 ΕπισκΕμπΔ 1999/560). 2. Περαιτέρω, οι νόμοι, που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία της κατατάξεως, δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενασκήσεώς τους επί της ομάδας περιουσίας που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως και τα καθιερούμενα από τους νόμους αυτούς προνόμια κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατατάξεως, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους ως εκ της συνδρομής περισσότερων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, που ορίζει ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του και ότι η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής, γιατί η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτελέσεως εν σχέσει προς το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (ΟλΑΠ 21/1994, ΑΠ 1404/2007 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 153/1996 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 392/2009 ΕλλΔνη 2009.1483, ΕφΠατρ 1140/2006 ΑΧΑΝΟΜ 2007.408, ΕφΠειρ 150/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2005.206, Β. Βαθρακοκοίλη «Ερμηνεία ΚΠολΔ», εκδ. 1997, αρ. 9). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1012 παρ. 1 και 4 και 205 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι επί κατεσχημένου πλοίου, το οποίο πλειστηριάστηκε, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται κατά πρώτο λόγο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Προηγούνται οι κατ’ άρθρο 205 του ΚΙΝΔ προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες. Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή το ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ, όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι το πλοίο. Ως εκ τούτου, κατατάσσονται κατά πρώτο λόγο οι κατά το άρθρο 205 προνομιούχες απαιτήσεις, ακολουθούν οι ενυπόθηκες επί του πλοίου, απλές ή προτιμώμενες και μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, επί του τυχόν υπολοίπου του πλειστηριάσματος, γίνεται η κατάταξη των κατά τα άρθρα 975 και 976 ΚΠολΔ προνομιούχων απαιτήσεων, κατά την έκταση, κατά την οποία οι τελευταίες δεν καλύπτονται υπό του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές των εργαζομένων με σύμβαση χερσαίας εργασίας (βλ. ΑΠ 511/2014 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1556/1998 ΕλλΔνη 40.1326, ΕφΠειρ 131/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012.209, ΕφΠειρ 808/2009 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 501/2008 ΕΝΔ 36.424). Άλλωστε, με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται κατά τα ακόλουθα, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση, που επέφερε η διάταξη του άρθρου 214 του Ν.4072/2012 και συγκεκριμένα: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, β) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, γ) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι και δ) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στο τελευταίο λιμάνι. 2) Στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου. 3) Στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορτία. Τα προνόμια, κατά ρητή διάταξη του ίδιου άρθρου, προηγούνται της υποθήκης. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 206 του ΚΙΝΔ, “αι προνομιούχοι απαιτήσεις της αυτής τάξεως κατατάσσονται συμμέτρως. Επί απαιτήσεων εξ επιθαλασσίου αρωγής, διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, αι μεταγενέστεροι απαιτήσεις προηγούνται των προγενεστέρων”. Εν συνεχεία, η διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 214 του Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012), σύμφωνα με το οποίο: «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) Οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα, ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Κατά το άρθρο αυτό (όπως ισχύει κατά το χρόνο σύνταξης του ένδικου πίνακα), κατατάσσονται στην πρώτη τάξη τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα, οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, καθώς και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.). 3. Περαιτέρω η Δημοκρατία του Παναμά (αρ. 1507 Εμπορικού Κώδικα του κράτους αυτού) δεν έχει προσχωρήσει στις Διεθνείς Συμβάσεις των Βρυξελλών της 10-4-1926 και της 27-5-1967 “περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορώντων στα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες” (International Convention for the Unification of Certain Rules relating to ….and … of 1926 and 1967), (βλ. ΕφΠειρ 198/2003, ΕφΠειρ 599/2003, ΕφΠειρ 1300/1997 ό.π., Α. Αντάπαση “Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτ. Προνομίων”, σελ. 41 επ., ιδίως 48-49). Ωστόσο, αρκετές διατάξεις των εν λόγω διεθνών συμβάσεων έχουν περιληφθεί στο εθνικό της δίκαιο, στο οποίο τα συγκεκριμένα ζητήματα διέπονται από τον Κώδικα Ναυτικής Δικονομίας (Maritime Procedural Code, Νόμος No 8 της 30-3-1982), ως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο No 11 της 23-05-1986, το Νόμο No 23 της 01-06-2001 και το Νόμο 12 της 23-01-2009 και ισχύει, καθώς και από το Νόμο 55 του 2008. Σύμφωνα με τον άνω Κώδικα, ένα πλοίο μπορεί να κατασχεθεί (attachment of ship) ή να διαταχθεί δικαστικώς η απαγόρευση του απόπλου του (arrest of ship) για κάθε είδους απαίτηση προερχόμενη από ναυτιλιακή εμπορική συναλλαγή (maritime commerce, maritime trade), υπό τον όρο ότι αυτή στρέφεται σε βάρος του πλοιοκτήτη ή έχει εξασφαλιστεί με ναυτικό προνόμιο επί του πλοίου (…). Αν και στον Κώδικα δεν υπάρχει ρητός ορισμός των ναυτικών προνομίων, ως τέτοια νοούνται οι προνομιούχες απαιτήσεις επί πλοίου ή άλλης ναυτικής περιουσίας αναφορικά με παρασχεθείσες σε αυτό υπηρεσίες ή προκληθείσες από αυτό ζημίες. Το άρθρο 244 του Νόμου 55 του 2008 ορίζει σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου, ως προνομιούχες απαιτήσεις επί αυτού (του πλοίου) και του ναύλου τις εξής: 1) τα δικαστικά έξοδα, τα οποία έγιναν προς το κοινό συμφέρον των ναυτικών πιστωτών, 2) τις δαπάνες αποζημιώσεως και τους μισθούς για την επιθαλάσσια αρωγή και τη διάσωση, οι οποίες οφείλονται για το τελευταίο ταξίδι, 3) τους μισθούς, τις αμοιβές και τις αποζημιώσεις, οι οποίες οφείλονται στον πλοίαρχο και στα μέλη του πληρώματος για το τελευταίο ταξίδι, 4) τη ναυτική υποθήκη, 5) τα ποσά που οφείλονται στο Κράτος για ετήσιους φόρους και τέλη του πλοίου, 6) τους οφειλόμενους στους στοιβαδόρους και στους εργάτες της προκυμαίας μισθούς και αμοιβές, οι οποίοι έχουν συμφωνηθεί αμέσως από τον πλοιοκτήτη, τον εφοπλιστή ή τον πλοίαρχο κατά τη φόρτωση ή εκφόρτωση του πλοίου κατά τον τελευταίο κατάπλου, 7) τις οφειλόμενες αποζημιώσεις για τις ζημίες προκληθείσες από υπαιτιότητα ή από αμέλεια, 8) τα οφειλόμενα ποσά λόγω συνεισφοράς σε κοινές αβαρίες, 9) τα οφειλόμενα ποσά λόγω υποχρεώσεων συναφθεισών για τις ανάγκες ή τον ανεφοδιασμό του πλοίου, 10) το ληφθέν ναυτοδάνειο επί του κύτους του πλοίου και των εξαρτημάτων του για τα εφόδια του εξοπλισμού και την προετοιμασία, εάν η σύμβαση καταρτίστηκε και υπογράφτηκε πριν τον απόπλου του πλοίου από το λιμένα, στον οποίο οι υποχρεώσεις αυτές έχουν συναφθεί, ως και τις ασφαλιστικές εισφορές για τους τελευταίους έξι μήνες, 11) τους μισθούς των πιλότων, των φυλάκων και τις δαπάνες συντηρήσεως και φυλάξεως του πλοίου, των εξαρτημάτων και των εφοδίων του μετά το τελευταίο ταξίδι και την είσοδο στον λιμένα, 12) τις οφειλόμενες αποζημιώσεις στους φορτωτές και τους επιβάτες για πλημμελή παράδοση των φορτωθέντων ή ζημία αυτών, οφειλόμενη στον πλοίαρχο ή το πλήρωμα κατά το τελευταίο ταξίδι και 13) το τίμημα της τελευταίας αγοράς του πλοίου και των οφειλόμενων τόκων των τελευταίων δύο ετών (ΕφΠειρ 933/2006 ΕΝΑΥΤΔ 2007/49, ΕφΠειρ 599/2000, ΕφΠειρ 198/2003 ό.π.). Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου είναι, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις για έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του πλοίου, εφόσον πραγματοποιήθηκαν μετά τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, δηλαδή σε εκείνο στο οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από το οποίο παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει λόγω της κατασχέσεώς του, χωρίς να είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση (ΑΠ 533/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις του Εμπορικού Κώδικα του Παναμά προκύπτει ότι κατά το δίκαιο της χώρας αυτής δεν απολαύουν προνομίου απαιτήσεις: α) για αποζημίωση λόγω αθέτησης συμβατικής ενοχής (ΕφΠειρ 198/2003 ό.π.) και β) για φόρους σχετικούς με τη ναυσιπλοία ή από τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο (δηλαδή για τα προνόμια του άρθρου 205 περιπτ. α` του ΚΙΝΔ), όπως είναι και οι απαιτήσεις του ΟΛΠ για δικαιώματα προσόρμισης, παραβολής, πρυμνοδέτησης, ελλιμενισμού, παροπλισμού κλπ των πλοίων (ΕφΠειρ 270/2006 ΠΕΙΡΝΟΜ 2006/242, ΕφΠειρ 474/1998 ΕΝΔ 26/418, ΕφΠειρ 1300/1997 ΕΝΔ 26/124). Από τη διατύπωση των παραπάνω διατάξεων (όπως αυτές ισχύουν στον Παναμά μετά την αντικατάσταση του αρ. 1507 του Εμπορικού Κώδικα από το άρθρο 1 του ν. 40/1946) προκύπτει ότι μεταξύ άλλων, απολαύουν προνομίου και κατατάσσονται στην τρίτη σειρά, “οι απαιτήσεις από μισθούς, αμοιβές και αποζημιώσεις, οι οποίες οφείλονται στον πλοίαρχο και στα μέλη του πληρώματος για το τελευταίο ταξίδι”. Η έννοια του “ταξιδιού”, έννοια αβέβαιη και διφορούμενη, έδωσε αφορμές για αντίθετες ερμηνευτικές εξηγήσεις σε πολλά δίκαια (βλ. Α. Αντάπαση, ό.π., ιδίως σελ 48 και 60). Κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του δικαίου του Παναμά, ως “τελευταίο ταξίδι” εννοείται το τελευταίο από γεωγραφική άποψη ταξίδι που πραγματοποιεί το πλοίο μέχρι την κατάσχεσή του. Δηλαδή στη χρονική διάρκεια του τελευταίου ταξιδιού δεν περιλαμβάνεται μόνον η χρονική περίοδος του ταξιδιού, από τον απόπλου του πλοίου από κάποιο λιμένα μέχρι τον κατάπλου αυτού στο λιμένα όπου κατασχέθηκε και εκπλειστηριάστηκε, αλλά και όλη η περίοδος της παραμονής του πλοίου στον τελευταίο αυτό λιμένα μέχρι την κατάσχεσή του. Τούτο δε διότι η έννοια αυτή είναι πρωτίστως σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα της παραπάνω διατάξεως του δικαίου του Παναμά, αφού αυτή προνοεί όχι μόνο για τις απαιτήσεις του πληρώματος από μισθούς, αλλά και από αμοιβές και αποζημιώσεις, ήτοι παροχές που βέβαια σχετίζονται και με τη διάρκεια της χρονικής περιόδου που το πλοίο βρίσκεται στο τελευταίο λιμάνι μέχρι την κατάσχεσή του, εφόσον και λαμβανομένου υπόψη ότι και (διεθνώς) το λιμάνι είναι θαλάσσια περιοχή, το πλοίο και μέχρι τότε συνεχίζει να “ναυσιπλοεί” για την εκπλήρωση της (τελευταίας) θαλάσσιας αποστολής του. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Παναμά αναγνώρισε ότι στις προνομιακές αξιώσεις του πληρώματος περιλαμβάνονται όχι μόνον οι μισθοί με τη στενή του όρου έννοια αλλά, μεταξύ των άλλων και η ανταποδοτική παροχή (indemnity) του 13ου μισθού, οι αποζημιώσεις και η αντιπαροχή για παράνομη απόλυση, γεγονός που ακριβώς συνηγορεί για την έκταση του εν λόγω προνομίου μέχρι την κατάσχεση του πλοίου, ενώ ανάλογη με την τελευταία αυτή αποζημίωση παρέχεται, σύμφωνα με το δίκαιο της Χώρας μας, στο πλήρωμα για την απόλυσή του εξαιτίας της κατασχέσεως του πλοίου (βλ. σχετ. αρ. 69, 75 και 78 του ΚΙΝΔ, Α. Αντάπαση, σελ. 180, 181, σελ. 54, π. Γαλάτη, Κατάσχεσις και πλειστηριασμός πλοίου, β` έκδ., σελ. 1, 37). Η παραπάνω έννοια του “τελευταίου ταξιδιού” προκύπτει και από την παραπάνω παράγραφο 2 του αρ. 1507 του Εμπορικού Κώδικα του Παναμά, αφού οι απαιτήσεις, που οφείλονται από επιθαλάσσια αρωγή στο πλοίο, μπορούν να γεννηθούν και όταν αυτό θαλασσοπλοεί στον τελευταίο λιμένα. Αλλά και από τη δεκάτη σειρά των προνομίων του παραπάνω άρθρου, που αφορά τους μισθούς των πιλότων και των φυλάκων, των εργαζομένων δηλαδή για το πλοίο στην ξηρά, οι οποίοι βέβαια δεν συγκαταλέγονται στα μέλη του πληρώματος, όπου ορίζονται ότι αυτοί είναι προνομιακοί για την τελευταία περίοδο του ταξιδιού. Ας σημειωθεί ότι κατά το δίκαιο της Μάλτας (το οποίο αναφέρεται μόνο συγκριτικά) το αντίστοιχο προνόμιο για μισθούς κ.λπ. του πλοίου και του πληρώματος επεκτείνεται, διατυπωμένο ρητά στο αρ. 50 παρ. η της Μαλτεζικής Εμπορικής Ναυτικής Πράξης του 1973, α) για τη χρονική περίοδο τριών μηνών πριν το τελευταίο ταξίδι, β) για το τελευταίο ταξίδι και γ) για όλη την περίοδο μετά την τελευταία είσοδο του πλοίου στο λιμάνι, οπότε και σ` αυτήν την περίπτωση των τριών ως άνω χρονικών περιόδων του τελευταίου ταξιδιού κρίνεται καταληκτικό χρονικό όριο ο χρόνος κατασχέσεως του πλοίου (βλ. σχ. ΕφΠειρ 1087/1997 ό.π.). Αλλά και η λογική συμπλέει με την πιο πάνω ερμηνεία του τελευταίου ταξιδιού, αφού στο ταξίδι του πλοιάρχου και του πληρώματος δεν περιλαμβάνεται μόνον ο χρόνος της πορείας του πλοίου (ρότα) από λιμάνι σε λιμάνι, αλλά και όλος ο χρόνος που ναυσιπλοεί το πλοίο στο λιμάνι για την εκπλήρωση της (ορισμένης) θαλάσσιας αποστολής του. Με άλλα λόγια, ο νομοθέτης του ναυτικού δικαίου του Παναμά ήθελε να εξοπλίσει με προνόμιο τις απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος για όλη τη διάρκεια της εργασίας τους του τελευταίου ταξιδιού και όχι μόνο του τελευταίου και γεωγραφικά πλου, όπως άλλωστε έπραξε και για τις απαιτήσεις των εργαζομένων για την επιθαλάσσια αρωγή και τη διάσωση. Ενώ για τις απαιτήσεις των εργαζομένων για το πλοίο στην ξηρά, προσδιοριστικό παράγοντα της απονομής του προνομίου αποτέλεσε, όπως ήταν φυσικό, η τελευταία περίοδος του ταξιδιού. Συνεπώς, τελευταίο ταξίδι σύμφωνα και με την ερμηνεία του όρου “voyage” του αγγλικού κειμένου της επίμαχης διάταξης, που αποδίδει τον πλου, το θαλασσινό ταξίδι, εν αντιθέσει με τον όρο “trip” που αποδίδει το μικρό ταξίδι, το γύρο (βλ. Αγγλοελληνικό Λεξικό Ατλαντίδος, ομοίως Λεξικό Γ. Γιαννακόπουλου – Ε. Σιαρένου και Μέγα Λεξικό Ναυτικών και Ναυτιλιακών Ορων Κ.Α. Καμαρινού), είναι το ταξίδι που πραγματοποιεί το πλοίο, από τον απόπλου του από κάποιο λιμένα μέχρι την κατάσχεση αυτού στο λιμένα του κατάπλου του. Εξάλλου, ο περιορισμένος χωροχρονικά προσδιορισμός του προνομίου των απαιτήσεων για μισθούς κ.λπ. του πλοιάρχου και του πληρώματος, κατά το δίκαιο του Παναμά, εναρμονίζεται, πέραν των άλλων και με το χαρακτήρα της σημαίας των πλοίων του Παναμά, ως “σημαίας ευκαιρίας” (βλ. σχ. Θαν. Αλυκάτορα «Εφαρμοστέο Δίκαιο και δικαιοδοσία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας», εκδ. 1997, σελ. 26 επ.), η οποία ως στόχο έχει, μεταξύ άλλων και τη γενικότερη εφήμερη και γρήγορη απόσβεση των προνομίων, η οποία και επισυμβαίνει με την επιχείρηση νέου ταξιδιού και προσιδιάζει προς την εθιμογενή (στα περισσότερα δίκαια) καταγωγή των ναυτικών προνομίων, η οποία και συντέλεσε στη διάπλαση κοινής βάσεως και χαρακτηριστικών αυτών σε διάφορες νομοθεσίες, μεταξύ των οποίων χαρακτηριστικών περιλαμβάνεται και ο κανόνας της ικανοποιήσεως των προνομιακών δανειστών κατά τρόπο αντίστροφο της χρονολογικής τάξεως των απαιτήσεων αυτών, ρύθμιση που προβλέπεται ρητώς στο αρ. 1500 του Εμπ. Κώδικα του Παναμά. Περαιτέρω, η εκδοχή όπως, υπό την έννοια του τελευταίου ταξιδιού στο δίκαιο του Παναμά, νοείται αυτό σε σχέση με τον ίδιο τον εργαζόμενο (ναυτικό) και αφορά την “τελευταία ναυτολόγηση” αυτού, δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα στην παραπάνω διάταξη του αρ. 1507 του νόμου του Παναμά, αλλά ούτε και στην ερμηνεία της. Αυτό δε ειδικότερα διότι, εκτός των όσων αναπτύχθηκαν παραπάνω, η κατάσχεση του πλοίου και ως εκ τούτου η οριστική αδυναμία του προς ναυσιπλοϊα, στερεί από αυτό την ιδιότητά του ως πλοίου και καθιστά αδύνατη τη γένεση ναυτικών προνομίων επ` αυτού (βλ. Α. Αντάπαση, ό.π., σελ. 85 και 86), οπότε, αν ο νομοθέτης ήθελε μία ευρύτερη διάσταση του προνομίου των εργαζομένων μετά την κατάσχεση (από μισθούς κ.λπ.), θα το εξέφραζε ρητά, ακριβώς γιατί άξονας του ναυτικού προνομίου είναι ο εμπράγματος χαρακτήρας του, που γίνεται διεθνώς αποδεκτός, όπως π.χ. στις διατάξεις των αρ. 4 παρ. 4 και 6 παρ. 2 της Δ.Σ. των Βρυξελλών του 1926, η οποία παρότι και αυτή ακολούθησε το σύστημα κατατάξεως των ναυτικών προνομίων κατά ταξίδι, στις διατάξεις των αρ. 4 παρ. 4 και 6 παρ. 2 αυτής, όρισε ότι, κατ` εξαίρεση, το ναυτικό προνόμιο του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος, ασκείται επί των ναύλων όλων των κατά τη διάρκεια της επί τους πλοίου ναυτολογήσεως των ταξιδιών (4 παρ. 4) και ομοίως, κατ` εξαίρεση, οι απαιτήσεις που πηγάζουν από την ίδια σύμβαση ναυτολογήσεως κατατάσσονται στην αυτή με τις απαιτήσεις του τελευταίου ταξιδιού τάξη (6 παρ. 2). Ομοίως, στο ελληνικό δίκαιο στο αρ. 205 εδ. β` του ΚΙΝΔ καθιδρύει ναυτικό προνόμιο για τις απαιτήσεις από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του πλοιάρχου και του πληρώματος, που παρασχέθηκε επί του πλοίου, χωρίς να θέτει αντιστοίχως περιορισμό κατά ταξίδι ή άλλως πως. Από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1507 του Εμπ. Κώδικα του Παναμά προκύπτει ότι εξοπλίζονται με προνόμιο (και κατατάσσονται στη δέκατη σειρά κατά το δίκαιο αυτό) οι απαιτήσεις από μισθούς των πιλότων, των φυλάκων, καθώς και αυτές από δαπάνες συντηρήσεως και φυλάξεως του πλοίου, των εξαρτημάτων και των εφοδίων του μετά το τελευταίο ταξίδι και την είσοδό του στο λιμένα (ΕφΠειρ 599/2000 ΕΕΜΠΔ 2001/320). 4. Η διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 περιπτ. β` του ΚΠολΔ ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων και περιγραφή της απαιτήσεως (κύριας και παρεπόμενης) του δανειστή που αναγγέλλεται. Η διάταξη δε του άρθρου 159 αριθμ. 3 του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι η παράβαση διατάξεως, που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως, συνεπάγεται ακυρότητα, αν η παράβαση προκάλεσε στον διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Περαιτέρω, η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική πράξη της κατατάξεως και το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και ειδικότερα της κατατάξεως η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν, με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 του ΚΠολΔ) και την ανακοπή (άρθρο 979 του ΚΠολΔ), ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το Δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαιτήσεως. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις, για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότατα της απαιτήσεως. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις αυτές είναι και η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου, πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση (ΟλΑΠ 1783/2001 ΕΝΔ 30.310, ΑΠ 618/2001 ΕλλΔνη 43.1389, ΑΠ 52/1995 ΕΝΔ 23.200, ΑΠ 14/1995 ΕλλΔνη 37.108, ΑΠ 172/1994 ΕλλΔνη 37.61, ΕφΑθ 1600/1999 ΕλλΔνη 42.197, ΕφΑθ 3028/1998 ΕλλΔνη 39.1363, ΕφΠειρ 3/2004, ΕφΠειρ 198/2003 ΕΝΔ 31.144, ΕφΠειρ 497/2003 ΕΝΔ 31.447). Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαιτήσεως, μόνον όταν η περιγραφή αυτής, καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπερασπίσεως τους κατά τα άρθρα 974 και 979 του ΚΠολΔ και να υφίστανται έτσι βλάβη. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται επί της αγωγής και της ανακοπής (άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ), διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αιτήσεως για δικαστική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 111 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1783/2001 ό.π., ΑΠ 196/1999, ΑΠ 387/2001, ΕφΠειρ 198/2003 ό.π., ΕφΠειρ 3/2004). (Γ) 1. Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς εκδίκαση η υπό κρίση ανακοπή, με την οποία η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία, που βρίσκεται υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται από τον ειδικό εκκαθαριστή της Ι. Γ., δυνάμει της υπ’ αρ. …… απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, εκθέτει ότι με επίσπευση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», δυνάμει της υπ’ αρ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την υπ’ αρ. … Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης πλοίου της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Λ., επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο περιγραφόμενο στην ανακοπή Τ/Ρ πλοίο αναψυχής, με την ονομασία «…», σημαίας Παναμά (προηγούμενο όνομα …), ιδιοκτησίας της οφειλέτιδας εταιρείας με την επωνυμία «… ….», το οποίο είναι νηολογημένο στο λιμάνι του Παναμά με αριθμό … και εντέλει εκπλειστηριάσθηκε στις 26-6-2… και κατακυρώθηκε επ’ ονόματι της εταιρείας με την επωνυμία «… (…)», που εδρεύει στις …, στην τιμή των 100.500 ευρώ και συντάχθηκε η υπ’ αρ. …… έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Αθηνών …. Ότι η ίδια (ανακόπτουσα) έχει κατά της καθ’ ης η αναγκαστική εκτέλεση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ….» τις αναλυτικά περιγραφόμενες στο δικόγραφο απαιτήσεις, συνολικού ποσού 858.120,23 δολλαρίων ΗΠΑ, που απορρέουν από την υπ’ αρ. … σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ανακόπτουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «…» και της από 10-1-2012 σύμβασης εταιρικής εγγυήσεως, με την οποία η ως άνω καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδα εταιρεία εγγυήθηκε προς την ανακόπτουσα την εμπρόθεσμη και πλήρη εξόφληση κάθε απαίτησης της πιστούχου προς την ανακόπτουσα και ότι δυνάμει της νόμιμα επιδοθείσας στην καθ’ ης η εκτέλεση – οφειλέτιδα ως άνω εταιρεία υπ’ αρ. …… διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διατάχθηκαν η οφειλέτιδα – πιστούχος αλλά και οι εγγυητές, να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην ανακόπτουσα το συνολικό ποσό των 150.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής, κατά το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία δολλάριο ΗΠΑ – ευρώ κατά το χρόνο αποπληρωμής του αιτούμενου ποσού, καθώς και το ποσό των 2.500 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Ότι αυτή (ανακόπτουσα) αναγγέλθηκε νομίμως στον ανωτέρω πλειστηριασμό του εν λόγω πλοίου, αιτούμενη να καταταγεί η ανωτέρω απαίτησή της, συνολικού ποσού 858.120,23 δολλαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη του κλεισίματος του λογαριασμού, ήτοι από την 3-1-2… μέχρι την πλήρη εξόφληση στον πίνακα που θα συνταχθεί, οριστικά και προνομιακά έναντι πάντων, ως απαίτηση εξασφαλισμένη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου «…», με πρώτη τη τάξει προτιμώμενη ναυτική υποθήκη μέχρι του ποσού των 800.000 δολλαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων, που της παραχωρήθηκε επί του πλοίου από την καθ’ ης η εκτέλεση εταιρεία δυνάμει της από 10-1-2012 υποθηκiκής σύμβασης, η οποία εγγράφηκε στο τηρούμενο στο Προξενείο του Παναμά στην Ελλάδα βιβλίο της γενικής διεύθυνσης του Συμβολαίου 642 μητρώου τίτλων και βαρών πλοίων του Τόμου …, στο φύλλο 886 και ως έγγραφο 1914544, καθώς και να καταταγεί οριστικώς η απαίτησή της, ποσού 150.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής κατά το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία δολλαρίων ΗΠΑ – ευρώ κατά το χρόνο αποπληρωμής του αιτούμενου ποσού, διότι στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο, ήτοι στην προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής. Ότι με τον προσβαλλόμενο υπ’ αρ. …-… πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Σακκά – Ρεβέλα, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, αφού προαφαίρεσε από το συνολικό εκπλειστηρίασμα, ποσού 100.5000 ευρώ, το συνολικό αιτιολογημένο ποσό των 6.361,24 ευρώ ως έξοδα εκτέλεσης κατά το άρθρο 975 ΚΠολΔ, στη συνέχεια, επί του υπολοίπου επιτευχθέντος πλειστηριάσματος, ύψους 94.138,76 ευρώ, κατέταξε με τον προσβαλλόμενο πίνακα 1η) την επισπεύδουσα και αναγγελθείσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «….», για το ποσό των 70.486 ευρώ, οριστικά και προνομιακά, 2η) την ίδια ως άνω επισπεύδουσα και αναγγελθείσα ανώνυμη εταιρεία με το διακριτικό τίτλο «….», για το ποσό των 6.164,51 ευρώ, προνομιακά μεν, υπό τον όρο όμως της τελεσίδικης επιδικάσεως της απαίτησής της και 3ο) τον αναγγελθέντα – καθ’ ου η ανακοπή, πλοίαρχο, για το ποσό των 17.487,50 ευρώ, προνομιακά μεν, υπό τον όρο όμως της τελεσίδικης επιδικάσεως της απαίτησής του, μετά δε την κατάταξη αυτή, εξαντληθέντος του πλειστηριάσματος, ουδείς έτερος πιστωτής κατετάγη. Ότι η ως άνω επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προέβη στη σύνταξη του ως άνω πίνακα κατάταξης, στηριζόμενη αφενός μεν στο άρθρο 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ και αφετέρου στο άρθρο 205 ΚΙΝΔ, ως τροποποιηθέν ισχύει, πλην όμως, εν προκειμένω, το εκπλειστηριασθέν πλοίο είχε σημαία Παναμά και συνεπώς, κατά το ουσιαστικό δίκαιο της χώρας αυτής θα κριθεί ο προνομιακός εμπράγματος χαρακτήρας των αμφισβητούμενων απαιτήσεων, ενώ η αμφισβητούμενη σειρά κατατάξεως αυτών, εφόσον πράγματι εξοπλίζονται με προνόμιο επί του πλοίου, θα κριθεί κατά το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του τόπου εκτελέσεως και ότι με βάση τις αναφερόμενες στην ανακοπή διατάξεις του άρθρου 1057 του Εμπορικού Κώδικα του Παναμά, η συγκεκριμένη απαίτηση του καθ’ ου – πλοιάρχου του εν λόγω εκπλειστηριασθέντος πλοίου (δεδουλευμένοι μισθοί, μισθοί από υπερωριακή εργασία και αποζημίωση απόλυσης) δεν είναι εξοπλισμένη με ναυτικό προνόμιο έναντι των λοιπών δανειστών της οφειλέτριας, διότι αφενός μεν αυτή (απαίτηση), κατά τα προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσά, αφορά χρονικά διαστήματα μεταγενέστερα της επιβολής της κατάσχεσης, που έλαβε χώρα την 26-11-2012 (και δη αφορά τους μήνες Ιανουάριο 2… έως και Ιούνιο 2…), αφετέρου δε, κατά το ποσό των 5.550 ευρώ, αόριστα αναφέρεται στην αναγγελία του καθ’ ου η ανακοπή ότι αυτό του οφείλεται για προηγούμενους μήνες πριν από την επιβολή της κατάσχεσης, καθώς δεν αναφέρεται στην αναγγελία ούτε στη μνημονευόμενη σε αυτή αγωγή η ημερομηνία, κατά την οποία το εν λόγω πλοίο απέπλευσε από το τελευταίο λιμάνι, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η πρόσληψη του καθ’ ου η ανακοπή πραγματοποιήθηκε κατά την έναρξη του τελευταίου ταξιδιού που πραγματοποιήθηκε μέχρι την κατάσχεση του πλοίου, ούτως ώστε να εξοπλιστεί η απαίτησή του με ναυτικό προνόμιο, καθόσον σύμφωνα με το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, ήτοι το δίκαιο της Πολιτείας του Παναμά, με ναυτικό προνόμιο εξοπλίζονται οι μισθοί, οι αμοιβές και οι αποζημιώσεις, οι οποίες οφείλονται στον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος για το τελευταίο ταξίδι, που είναι το τελευταίο από γεωγραφική άποψη ταξίδι που πραγματοποιεί το πλοίο μέχρι την κατάσχεσή του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής. Ότι επικουρικώς, η από …… αναγγελία του καθ’ ου είναι αόριστη, διότι δεν αναφέρει συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία απορρέει η απαίτησή του, παρά μόνον επικαλείται την προσκομιζόμενη από …… και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αξιώνει από την ως άνω οφειλέτιδα εταιρεία την καταβολή του ποσού των 24.667,92 ευρώ, πλην όμως, η προσκομιδή της δεν θεραπεύει την αοριστία της αναγγελίας, δεδομένου ότι ακόμη και το περιεχόμενο της αγωγής δεν είναι ορισμένο, αλλά αναφέρει ποσά μη επαρκώς και ορθώς αιτιολογούμενα, όπως το ποσό των 5.550 ευρώ, για το οποίο ισχυρίζεται ότι του οφείλεται από δεδουλευμένα προηγούμενων μηνών, χωρίς να αναφέρεται σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα και ποσά, επιπλέον δε η ως άνω αναγγελία δεν συνοδεύεται από τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση και το προνόμιο του καθ’ ου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, η ανακόπτουσα, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητεί τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου υπ` αριθμ. …… πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής συζύγου Κυριάκου Σακκά το γένος Παναγιώτη Ρέβελα, ώστε να αποβληθεί ο καθ’ ου από το συνολικό ποσό των 17.487,50 ευρώ, για το οποίο κατατάχθηκε και στη θέση του να καταταγεί προνομιακά και οριστικά η ίδια (ανακόπτουσα) στο προαναφερόμενο ποσό, ως νομίμως και εμπροθέσμως αναγγελθείσα δανείστρια, κατά τα προαναφερθέντα και να καταδικασθεί ο καθ’ ου η ανακοπή στην πληρωμή της δικαστική της δαπάνης. 2. Με αυτό το περιεχόμενο και με αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίση ανακοπή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του καθ` ύλη και κατά τόπον αρμοδίου παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 584, 933 παρ. 1 και 2, 937 και 979 παρ. 2, 1006, 1007, 1012, 1013 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β του ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της επίδικης διαφοράς), εφόσον ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας των δώδεκα εργασίμων ημερών από την επίδοση στην ανακόπτουσα της σχετικής πρόσκλησης από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, που έλαβε χώρα την 21.11.2013.. (βλ. τη με αριθμό … πρόσκληση της συμβολαιογράφου Αθηνών …, με την επ’ αυτής σχετική σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή), σε συνδυασμό με τις υπ’ αρ. …… και …… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … του Γ., σημειωτέον δε ότι αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2β του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμ. …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … του Γ.). Περαιτέρω, η ένδικη ανακοπή είναι παραδεκτή από πλευράς ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος της ανακόπτουσας, καθώς αυτή έχει την ιδιότητα της αναγγελθείσας αλλά μη καταταγείσας δανείστριας, όσο και από πλευράς παθητικής νομιμοποίησης του καθ` ου – αναγγελθέντος και καταταγέντος δανειστή. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφαρμοστέο δίκαιο επί του κρίσιμου ζητήματος του είδους και της φύσης του προνομίου, με το οποίο τυχόν εξοπλίζεται η αναφερόμενη στην ένδικη ανακοπή απαίτηση του καθ’ ου η ανακοπή, προκειμένου να κριθεί εάν αυτό είναι κατά τη φύση και το χαρακτήρα του όμοιο με εκείνα που προβλέπει το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρ. 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, είναι το δίκαιο της σημαίας του πλοίου και εν προκειμένω, το δίκαιο της Πολιτείας του Παναμά, κατά το οποίο θα κριθεί ο προνομιακός εμπράγματος χαρακτήρας της αμφισβητούμενης απαίτησης, ενώ η αμφισβητούμενη σειρά κατατάξεως, εφόσον εξοπλίζονται πράγματι με προνόμιο επί του πλοίου, θα κριθεί κατά το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του τόπου της εκτελέσεως. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, από το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 1507 του Εμπορικού Κώδικα του Παναμά σε σχέση με τη θεμελίωση της υπό κρίσιν διαφοράς, το οποίο αναζήτησε με δικές του ενέργειες το παρόν Δικαστήριο, δεν απαιτείται να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του ως άνω αλλοδαπού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως, όπως το περιεχόμενό του αναφέρεται στην προηγηθείσα νομική σκέψη (πρβλ. ΕφΠειρ 85/2001 Ναυτική Δικαιοσύνη 2002/55, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27/370, ΜΠρΠειρ 4145/2004 αδημ.), καθώς και τα ρυθμίζοντα την κατάταξη των απαιτήσεων άρθρου 205 του ΚΙΝΔ και 1012 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι κατά το δίκαιο του Παναμά, χώρα της οποίας τη σημαία έφερε το εκπλειστηριασθέν πλοίο, είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο μόνον οι απαιτήσεις από μισθούς, αμοιβές και αποζημιώσεις, που οφείλονται στον πλοίαρχο και στα μέλη του πληρώματος για το τελευταίο ταξίδι, το οποίο εννοείται ως το τελευταίο από γεωγραφική άποψη που πραγματοποιεί το πλοίο μέχρι την κατάσχεσή του και συνεπώς, αντίστοιχες απαιτήσεις, οι οποίες αφορούν μεταγενέστερα της κατάσχεσης χρονικά διαστήματα, δεν είναι κατατακτέες προνομιακώς, σύμφωνα με το δίκαιο της Πολιτείας του Παναμά και εσφαλμένα κατατάσσονται ως προνομιούχες. Επίσης, αναφορικά με το περιεχόμενο της σχετικής αναγγελίας, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πρέπει να διαλαμβάνονται σε αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το είδος της απαίτησης και το προνόμιο, με το οποίο αυτή εξασφαλίζεται, εν προκειμένω δε κατά τα προαναφερθέντα, ο χρόνος γέννησης της αμφισβητούμενης απαίτησης και δη ως προς τα επιμέρους ποσά, που αθροίζονται στο αιτούμενο με την από …… αγωγή του καθ’ ου ποσό των 24.677,92 ευρώ, περιλαμβάνεται στο αναγκαίο περιεχόμενο της αναγγελίας, καθόσον αποτελεί κρίσιμο και ουσιώδες για το είδος του προνομίου, με το οποίο εξασφαλίζεται η απαίτηση, σύμφωνα με το δίκαιο της Πολιτείας του Παναμά, τη σημαία του οποίου είχε το εκπλειστηριασθέν πλοίο. Κατόπιν τούτων, οι προαναφερόμενοι λόγοι της κρινόμενης ανακοπής είναι ορισμένοι και νόμιμοι και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους.
(Δ) Κατά της ανακοπής δεν υπάρχει ένσταση, που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής επιτρέπεται ομολογία και συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ` ουσίαν βάσιμη, διότι, λόγω της ερημοδικίας του καθ` ου η ανακοπή, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης για την
ύπαρξη και το μέγεθος της απαίτησής του, αλλά και για το είδος του προνομίου της (βλ. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτέλ. παρ. 158 σελ. 435), οι περιεχόμενοι στο ως άνω δικόγραφο πραγματικοί ισχυρισμοί της ανακόπτουσας θεωρούνται ομολογημένοι και επομένως, αποδεδειγμένοι (άρθρα 352§1 σε συνδ. προς το άρθρο 271§3 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της από το άρθρο 29 ν. 3994/2011, το οποίο, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην παραπάνω μείζονα πρόταση, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, σε συνδυασμό και με άρθρο 585 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή και να μεταρρυθμισθεί ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης, κατά τρόπον ώστε να αποβληθεί ο καθ’ ου η ανακοπή για το ποσό των 17.487,50 ευρώ και να καταταχθεί προνομιακά και οριστικά στο εν λόγω αποδεσμευόμενο ποσό η ανακόπτουσα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του καθ’ ου η ανακοπή, λόγω της ήττας του στη δίκη (άρθρα 106, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, δεν πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας, καθόσον η απόφαση αυτή δε μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937§1 αρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην τoυ καθ’ ου η ανακοπή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον υπ’ αριθμ. …-… Πίνακα Κατάταξης Δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής συζύγου Κυριάκου Σακκά το γένος Παναγιώτη Ρέβελα, αποβάλλοντας τον καθ’ ου η ανακοπή για το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτών του ευρώ (17.487,50 ευρώ) και κατατάσσοντας προνομιακά και οριστικά στο εν λόγω αποδεσμευόμενο ποσό την ανακόπτουσα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του καθ’ ου η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 19-10-2015, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ