Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

1891 /2022

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη και Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ιωάννα Κατσαρού – Στάθη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσας (Πιν. 1): της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αθηνών Βααιλικής Καλύβα (ΑΜ ΔΣΑ 39793).

Του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή: … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Η καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 25-09-2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8595/4316/2019, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9548/4825/2019 κλήσης του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/2020 από 10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Της καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσας (Πιν. 2): της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία «…», με τον συντετμημένο τίτλο «…», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αθηνών Βααιλικής Μαυραγάνη (ΑΜ ΔΣΑ 23890).

Του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή: … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Η καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 11-09-2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8296/4176/2019, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9549/4826/2019 κλήσης του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Της καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσας (Πιν. 3): της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στα …, πάροδος … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Διονυσίου Στρατηγού (ΑΜ ΔΣΠ 3928).

Του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή: … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Η καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 02-10-2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8681/4359/2019, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9550/4827/2019 κλήσης του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Της καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσας (Πιν. 4): της ημεδαπής ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Πρόδρομου Σικιαρίδη (ΑΜ ΔΣΑ 29500).

Του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή: … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Η καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-09-2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8627/4331/2019, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9630/4862/2019 κλήσης του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Του καθ’ ου η κλήση – ανακόπτοντος (Πιν. 5): του Ελληνικού Δημοσίου, που φέρει ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, Ακτή Βασιλειάδου, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της Δικαστικής Αντιπροσώπου Ν.Σ.Κ. Μαργαρίτας Μαντά (ΑΜ Ν.Σ.Κ. 445).

Α) Του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή: 1) … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Β) Των καθ’ ων η κλήση – καθ’ ων η ανακοπή: 2) της ημεδαπής ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Πρόδρομου Σικιαρίδη (ΑΜ ΔΣΑ 29500), 3) της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Βασιλείου Σκουτέρη (ΑΜ ΔΣΠ 2514), 4) της εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Βασιλείου Σκουτέρη (ΑΜ ΔΣΠ 2514 και 5) του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…», που εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του, άνευ ΑΦΜ στην Ελλάδα, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου (ΑΜ ΔΣΑ 15849).

Το καθ’ ου η κλήση – ανακόπτον ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-09-2019 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8592/4314/2019, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9631/4863/2019 κλήσης του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Του καθ’ ου η κλήση – ανακόπτοντος (Πιν. 6): του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…», που εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του, άνευ ΑΦΜ στην Ελλάδα, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου (ΑΜ ΔΣΑ 15849).

Α) Του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή: 1) … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Β) Των καθ’ ων η κλήση – καθ’ ων η ανακοπή: 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Βασιλείου Σκουτέρη (ΑΜ ΔΣΠ 2514), 3) της εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Βασιλείου Σκουτέρη (ΑΜ ΔΣΠ 2514, 4) της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Πρόδρομου Σικιαρίδη (ΑΜ ΔΣΑ 29500), 5) του Ελληνικού Δημοσίου, που φέρει ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, Ακτή Βασιλειάδου, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια της Δικαστικής Αντιπροσώπου Ν.Σ.Κ. Μαργαρίτας Μαντά (ΑΜ Ν.Σ.Κ. 445), 6) του Δήμου …, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον Δήμαρχό του, με έδρα στη …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Ευάγγελου Κώνστα (ΑΜ ΔΣΠ 4383), 7) του Δήμου …, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον Δήμαρχό του, με έδρα στον …, οδός …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 8) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… … …», η οποία εδρεύει στον …, επί των οδών … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 9) της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Ιατρίδη (ΑΜ ΔΣΠ 2008), 10) της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Ραμαντάνη – Ιατρίδη (ΑΜ ΔΣΠ 2008), 11) της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Ραμαντάνη – Ιατρίδη (ΑΜ ΔΣΠ 2008), 12) της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Ραμαντάνη – Ιατρίδη (ΑΜ ΔΣΠ 2008), 13) της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γεωργίου Ραμαντάνη – Ιατρίδη (ΑΜ ΔΣΠ 2008), 14) της εταιρείας με την επωνυμία «…» η οποία εδρεύει στο …, οδός …, …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Νικολάου Αναγνωστόπουλου (ΑΜ ΔΣΠ 1896), 15) του …, κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 16) της … (…) του … (…), κατοίκου …, οδός …, η οποία δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 17) του …, κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Νικολάου Αναγνωστόπουλου (ΑΜ ΔΣΠ 1986), 18) της …, κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Νικολάου Αναγνωστόπουλου (ΑΜ ΔΣΠ 1986), 19) της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Νικολάου Αναγνωστόπουλου (ΑΜ ΔΣΠ 1986), 20) της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «… ….», η οποία εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Νικολάου Αναγνωστόπουλου (ΑΜ ΔΣΠ 1986), 21) του …, κατοίκου …, …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 22) του …, κατοίκου …, οδός …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 23) του …, κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 24) του …, κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 25) του …, κατοίκου …, οδός …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 26) της …, κατοίκου …, οδός …, η οποία δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 27) του …, κατοίκου …, οδός … , η οποία δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 28) της …, κατοίκου …, οδός …, η οποία δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 29) του …, κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 30) του …, κατοίκου …, οδός …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 31) του …, κατοίκου …, οδός …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο, 32) της «…», η οποία εδρεύει στη …, οδός …, η οποία δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο και 33) της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στα …, πάροδος … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Διονυσίου Στρατηγού (ΑΜ ΔΣΠ 3928).

Το καθ’ ου η κλήση – ανακόπτον ζητεί να γίνει δεκτή η από 27-09-2019 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8507/4271/2019, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9633/4865/2019 κλήσης του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Του προσθέτως παρεμβαίνοντος (Πιν. 7): του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…», που εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του, άνευ ΑΦΜ στην Ελλάδα, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου (ΑΜ ΔΣΑ 15849).

Του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση: … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση: της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στα …, πάροδος … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

Το προσθέτως παρεμβαίνον ζητεί να γίνει δεκτή η από 05-02-2020 πρόσθετη παρέμβασή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1107/621/2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Του προσθέτως παρεμβαίνοντος (Πιν. 8): του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…», που εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του, άνευ ΑΦΜ στην Ελλάδα, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου (ΑΜ ΔΣΑ 15849).

Του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση: … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση: της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αθηνών Βασιλικής Καλύβα (ΑΜ ΔΣΑ 39793).

Το προσθέτως παρεμβαίνον ζητεί να γίνει δεκτή η από 05-02-2020 πρόσθετη παρέμβασή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1143/634/2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Του προσθέτως παρεμβαίνοντος (Πιν. 9): του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…», που εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του, άνευ ΑΦΜ στην Ελλάδα, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου (ΑΜ ΔΣΑ 15849).

Του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση: … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση: της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αθηνών Βασιλικής Μαυραγάνη (ΑΜ ΔΣΑ 23890).

Το προσθέτως παρεμβαίνον ζητεί να γίνει δεκτή η από 05-02-2020 πρόσθετη παρέμβασή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1146/636/2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Του προσθέτως παρεμβαίνοντος (Πιν. 10): του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…», που εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του, άνευ ΑΦΜ στην Ελλάδα, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου (ΑΜ ΔΣΑ 15849).

Του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση: … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση: της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Πρόδρομου Σικιαρίδη (ΑΜ ΔΣΑ 29500).

Το προσθέτως παρεμβαίνον ζητεί να γίνει δεκτή η από 05-02-2020 πρόσθετη παρέμβασή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1150/638/2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Της κυρίως παρεμβαίνουσας (Πιν. 11): της εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γρηγορίου Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ 1037).

Των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση: 1) του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…», που εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του, άνευ ΑΦΜ στην Ελλάδα, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου (ΑΜ ΔΣΑ 15849 και 2) … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Η κυρίως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-02-2020 κύρια παρέμβασή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1308/717/2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Της κυρίως παρεμβαίνουσας (Πιν. 12): της εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γρηγορίου Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ 1037).

Των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση: 1) του Ελληνικού Δημοσίου, που φέρει ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, Ακτή Βασιλειάδου, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια της Δικαστικής Αντιπροσώπου Ν.Σ.Κ. Μαργαρίτας Μαντά (ΑΜ Ν.Σ.Κ. 445) και 2) … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Η κυρίως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-02-2020 κύρια παρέμβασή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1314/720/2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Της κυρίως παρεμβαίνουσας (Πιν. 13): της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γρηγορίου Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ 1037).

Των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση: 1) της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στα …, πάροδος … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο και 2) … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο.

Η κυρίως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-02-2020 κύρια παρέμβασή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1315/721/2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Της κυρίως παρεμβαίνουσας (Πιν. 14): της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γρηγορίου Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ 1037).

Των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση: 1) της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο και 2) … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο.

Η κυρίως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-02-2020 κύρια παρέμβασή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1319/725/2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Της κυρίως παρεμβαίνουσας (Πιν. 15): της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γρηγορίου Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ 1037).

Των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση: 1) της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο και 2) … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δικαστήριο.

Η κυρίως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-02-2020 κύρια παρέμβασή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1322/727/2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Της κυρίως παρεμβαίνουσας (Πιν. 16): της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γρηγορίου Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ 1037).

Των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση: 1) του Ελληνικού Δημοσίου, που φέρει ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, Ακτή Βασιλειάδου, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια της Δικαστικής Αντιπροσώπου Ν.Σ.Κ. Μαργαρίτας Μαντά (ΑΜ Ν.Σ.Κ. 445) και 2) … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε στο δικαστήριο αυτοπροσώπως.

Η κυρίως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-02-2020 κύρια παρέμβασή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1325/729/2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Της κυρίως παρεμβαίνουσας (Πιν. 17): της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Γρηγορίου Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ 1037).

Των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση: 1) του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…», που εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του, άνευ ΑΦΜ στην Ελλάδα, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου (ΑΜ ΔΣΑ 15849) και 2) … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε στο δικαστήριο αυτοπροσώπως.

Η κυρίως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-02-2020 κύρια παρέμβασή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1326/730/2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Της καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσας (Πιν. 18): της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Πειραιώς Γρηγορίου Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ 1037) και Βασιλείου Σκουτέρη (ΑΜ ΔΣΠ 2514).

Α) Του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή: … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Β) Του καθ’ ου η κλήση – παρεμβαίνοντος: του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…», που εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του, άνευ ΑΦΜ στην Ελλάδα, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου (ΑΜ ΔΣΑ 15849).

Η καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 30-09-2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας) με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8578/4306/2019, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9895/4977/2019 κλήσης του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή για τη δικάσιμο της 21ης-01-2020, ότε και συζητήθηκε. Το καθ’ ου η κλήση παρεμβαίνον άσκησε την από 20-12-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 11750/5902/2019 παρέμβασή του κατά της ανακόπτουσας και υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή, η οποία προσδιορίσθηκε ομοίως για τη δικάσιμο της 21ης-01-2020, ότε και συζητήθηκε, συνεκδικαζόμενη με την ως άνω ανακοπή. Επ’ αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2267/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας, το εν θέματι δικαστήριο, αφού κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο, παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Ήδη με την από 16-09-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6867/3233/2020 κλήση του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή, η υπόθεση προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Της καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσας (Πιν. 19): της εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο δικαστήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Πειραιώς Γρηγορίου Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ 1037) και Βασιλείου Σκουτέρη (ΑΜ ΔΣΠ 2514).

Α) Του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή: … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Β) Του καθ’ ου η κλήση – παρεμβαίνοντος: του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…», που εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του, άνευ ΑΦΜ στην Ελλάδα, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου (ΑΜ ΔΣΑ 15849).

Η καθ’ ης η κλήση – ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 30-09-2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας) με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8579/4307/2019, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 01-11-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9897/4978/2019 κλήσης του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή για τη δικάσιμο της 21ης-01-2020, ότε και συζητήθηκε. Το καθ’ ου η κλήση παρεμβαίνον άσκησε την από 20-12-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 11749/5901/2019 παρέμβασή του κατά της ανακόπτουσας και υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή, η οποία προσδιορίσθηκε ομοίως για τη δικάσιμο της 21ης-01-2020, ότε και συζητήθηκε, συνεκδικαζόμενη με την ως άνω ανακοπή. Επ’ αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2268/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας, το εν θέματι δικαστήριο, αφού κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο, παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Ήδη με την από 16-09-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 68670/3236/2020 κλήση του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή, η υπόθεση προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Του καθ’ ου η κλήση – ανακόπτοντος (Πιν. 20): του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…», που εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διευθυντή του, άνευ ΑΦΜ στην Ελλάδα, το οποίο παραστάθηκε στο δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μαρκιανού – Δανιόλου (ΑΜ ΔΣΑ 15849).

Του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή: … του …, δικηγόρου και κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΠ 1676), υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Το ανακόπτον ζητεί να γίνει δεκτή η από 04-11-2020 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8724/4098/2020 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί δυνάμει της από 06-11-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8824/4145/2020 κλήσης του καλούντος – καθ’ ου η ανακοπή για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 361/2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του σχετικού πινακίου και κατά την συζήτησή της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του π.δ. 666/1982 «Ίδρυση, διαχείριση και κατανομή του Κεφαλαίου Περιορισμού της Αστικής Ευθύνης του Πλοιοκτήτη για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο», « 1. Οι ανακοπές, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθρ. 20 ασκούνται ενώπιον του πρωτοδικείου εφαρμοζόμενων των διατάξεων εκούσιας δικαιοδοσίας εκτός των αρθρ. 763, 765 773-775 του Κώδικα  Πολιτικής Δικονομίας  μη επιτρεπόμενης της άσκησης τριτανακοπής. Επιτρέπεται όμως η άσκηση έφεσης από αναγγελθέντα δανεστή που δεν μετέχει στην πρωτοβάθμια δίκη για κάποια ανακοπή. 2. Κατά την κατάθεση των ανακοπών, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρθρ. 20, δεν ορίζεται δικάσιμος. Ο Εκκαθαριστής όμως υποχρεούται, μετά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παρ. 2 του  αρθρ. 20, να επισπεύσει τη συζήτηση των ανακοπών που ασκήθηκαν κατά την ίδια υποχρεωτικά δικάσιμο, καλώντας σ’ αυτή τους διαδίκους τριάντα ημέρες ενωρίτερα. 3. Παρέμβαση με δικόγραφο ασκείται με ποινή να χαρακτηρισθεί απαράδεκτη, το αργότερο δέκα ημέρες πρίν από την ημερομηνία της δικασίμου που αναφέρεται στην ανωτέρω παράγραφο. Προσδιορίζεται δε υποχρεωτικά για συζήτηση κατά τη δικάσιμη αυτή. 4. Το δικαστήριο έχει δικαίωμα να διατάξει τη συνεκδίκαση ή χωρισμό των ανακοπών.».

Εισάγονται προς συζήτηση οι α) από 25-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8595/4316/2019 ανακοπή (αρ. πιν. 1), που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9548/4825/2019 κλήσης του καλούντος εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», η από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1143/634/2020 πρόσθετη υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή παρέμβαση (αρ. πιν. 8) και η από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1322/727/2020 κύρια κατ’ αυτής παρέμβαση (αρ. πιν. 15), β) η από 11-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8296/4176/2019 ανακοπή (αρ. πιν. 2), που προσδιορίστηκε δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9549/4826/2019 κλήσης του ανωτέρω διορισθέντος εκκαθαριστή και η με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1146/636/2020 πρόσθετη υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή παρέμβαση (αρ. πιν. 9), γ) η από 02-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8681/4359/2019 ανακοπή (αρ. πιν. 3), που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9550/4827/2019 κλήσης του ανωτέρω εκκαθαριστή, η από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1107/621/2020 πρόσθετη υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή παρέμβαση (αρ. πιν. 7) και η από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1315/721/2020 κύρια κατά αυτής παρέμβαση (αρ. πιν. 13), δ) η από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8627/4331/2019 ανακοπή (αρ. πιν. 4), που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9630/4862/2019 κλήσης του ανωτέρω εκκαθαριστή, η από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1150/638/2020 πρόσθετη υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή παρέμβαση (αρ. πιν. 10) και η από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1319/725/2020 κύρια κατά αυτής παρέμβαση (αρ. πιν.14), ε) η από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8592/4314/2019 ανακοπή (αρ. πιν. 5), που προσδιορίσθηκε δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9631/4863/2019 κλήσης του ανωτέρω εκκαθαριστή, καθώς και οι από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1314/720/2020 (αρ. πιν. 12) και από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1325/729/2020 (αρ. πιν. 16) κύριες κατά αυτής παρεμβάσεις, στ) η από 27-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8507/4271/2019 ανακοπή (αρ. πιν. 6), που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9633/4865/2019 κλήσης του ανωτέρω εκκαθαριστή, καθώς και οι από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1308/717/2020 (αρ. πιν. 11) και από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1326/730/2020 (αρ. πιν. 17) κύριες κατά αυτής παρεμβάσεις, ζ) η από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8578/4306/2019 ανακοπή (αρ. πιν. 18), που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 16-09-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6867/3233/2020 κλήσης του ανωτέρω εκκαθαριστή, η) η από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8579/4307/2019 ανακοπή (αρ. πιν. 19), που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 16-09-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6870/3236/2020 κλήσης του ανωτέρω εκκαθαριστή και θ) η από 04-11-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8724/4098/2020 ανακοπή (αρ. πιν. 20), που προσδιορίστηκε δυνάμει της από 06-11-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8824/4145/2020 κλήσης του ανωτέρω εκκαθαριστή. Οι ανωτέρω ανακοπές καθώς και οι κύριες και πρόσθετες υπέρ αυτών παρεμβάσεις πρέπει να συνεκδικαστούν, δοθέντος ότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, βάλλουν κατά του ίδιου πίνακα διανομής και κατάταξης, ήτοι του από 02-09-2019 Πίνακα Απαιτήσεων του άρθρου 20 του Π.Δ. 666/1982 του διορισθέντος κατά την προβλεπόμενη από το Π.Δ. 666/1982 διαδικασία εκκαθαριστή του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…» και κατά την κρίση του δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της (άρθρο 246 ΚΠολΔ και 21 παρ. 3, 4 Π.Δ. 666/1982).

Κατά την εκφώνηση των α) από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1315/721/2020 (αρ. πιν. 13), β) από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1319/725/2020 (αρ. πιν. 14) και γ) από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1322/727/2020 (αρ. πιν. 15) κυρίων παρεμβάσεων, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της κυρίως παρεμβαίνουσας δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο των ανωτέρω κυρίως παρεμβάσεων. Η δήλωση αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου, με αποτέλεσμα οι ανωτέρω κύριες παρεμβάσεις να θεωρούνται ως μη ασκηθείσες, σύμφωνα με τα άρθρα 294 εδ. α, 295 παρ. 1 εδ. α, 297, 299 και 741 ΚΠολΔ.

Από τις υπ΄ αριθμ. …/30-09-2019 και …/30-09-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …, την οποία προσκομίζει και επικαλείται το ανακόπτον της υπ’ αριθμ. πινακίου 6 ανακοπής, αποδεικνύεται ότι ακριβή αντίγραφα της ανακοπής αυτής επιδόθηκαν στον αντίκλητο δικηγόρο των 7ου, 8ης, 15ου, 16ης 21ου-32ου των καθ’ ων η ανακοπή εντός 5 ημερών από την κατάθεσή της στη Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου, κατά παραγγελία του δικαστή του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου. Εν συνεχεία, με τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά …, επιδόθηκε στους ιδίους ως άνω των καθ’ ων η από 23-10-2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ 9633/4865/2019 κλήση του διορισθέντος κατά τα ανωτέρω εκκαθαριστή με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο της 25ης-02-2020. Κατά την ημερομηνία εκείνη η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Ο προσδιορισμός αυτός της ανακοπής έγινε με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, γνωστοποιήθηκε μάλιστα από τον γραμματέα στον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς και αναρτήθηκε στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4790/2021 και τις ανωτέρω πράξεις του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου. Εφόσον, λοιπόν, κατά την προκείμενη δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι ως άνω καθ’ ων δεν εμφανίσθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, πρέπει να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α ΚΠολΔ, σε συνδ. με 754 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από την παρ. 2 του Άρθρου δεύτερου και έκτου, του Άρθρου 1 του Ν. 4335/23-07-2015 και σύμφωνα με την παρ. 4 του Άρθρου ένατου, η ισχύς του αρχίζει από 01-01-2016). Παράβολο για περίπτωση ασκήσεως αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας από τους ανωτέρω ερημοδικαζόμενους δε θα οριστεί, καθώς η παρούσα (πρωτόδικη) απόφαση δεν υπόκειται σε τέτοια (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982 σε συνδ. με 764 αρ. 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από την υπ΄ αριθμ. 9219/10-02-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Βασ. Χρήστου, την οποία προσκομίζει και επικαλείται το προσθέτως παρεμβαίνον της υπ’ αριθμ. πιν. 7 πρόσθετης παρέμβασης, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της πρόσθετης αυτής παρέμβασης επιδόθηκε στον αντίκλητο δικηγόρο του καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση εμπροθέσμως, ήτοι προ 15 ημερών από την αρχικά ορισθείσα συζήτηση της από 02-10-2019 για την ανακοπή με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8681/4359/2019 (επί της οποίας ασκήθηκε η εν θέματι πρόσθετη παρέμβαση), που προσδιορίστηκε δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9550/4827/2019 κλήσης του διορισθέντος κατά τα ανωτέρω εκκαθαριστή για τη δικάσιμο της 25ης-02-2020. Κατά την ημερομηνία εκείνη η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5ης-05-2020, ότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19, προσδιορίσθηκε οίκοθεν δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4449/10-09-2020 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 8ης-12-2020, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο, επανήλθε δε με την υπ’ αριθμ. 361/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16ης-03-2021, ότε και ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο ως άνω λόγο και προσδιορίσθηκε τελικώς δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2390/02-06-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Ο προσδιορισμός αυτός της πρόσθετης παρέμβασης έγινε με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, γνωστοποιήθηκε μάλιστα από τον γραμματέα στον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς και αναρτήθηκε στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4790/2021 και τις ανωτέρω πράξεις του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου. Εφόσον, λοιπόν, κατά την προκείμενη δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο ως άνω καθ’ ου δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271, 274, 754 ΚΠολΔ). Παράβολο για περίπτωση ασκήσεως αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας από τον ανωτέρω ερημοδικαζόμενο δε θα οριστεί, καθώς η παρούσα (πρωτόδικη) απόφαση δεν υπόκειται σε τέτοια (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982 σε συνδ. με 764 αρ. 3 ΚΠολΔ).

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 περ. α΄, β΄, ε΄ και 2 παρ. 1 του ΠΔ 666 της 16-26.11.1982 «Ίδρυση διαχείριση και κατανοµή του κεφαλαίου περιορισµού της αστικής ευθύνης του πλοιοκτήτη για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο» (ΦΕΚ Α΄ 138), όπως τούτο τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε µε το ΠΔ 494 της 15-26.9.1989 (ΦΕΚ Α’ 209), το οποίο κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 8 του Ν 314/1976 «Περί κυρώσεως της υπογραφείσης εν Βρυξέλλαις Συµβάσεως περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου» (1969), όπως η σύµβαση τροποποιήθηκε µεταγενεστέρως µε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του έτους 1992, το οποίο κυρώθηκε µε το ΠΔ 197 της 30.5-13.6.1995 και τέθηκε σε ισχύ, σύµφωνα µε την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 αυτού, την 9η Οκτωβρίου 1996, έχοντος πλέον του νόµου αυτού την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος (άρθρο 1 του ως άνω νόµου), πρόσωπο δικαιούµενο σε περιορισµό της ευθύνης του (οφειλέτης) επιδιώκει τον περιορισµό αυτό, εάν το επιθυµεί, µε δήλωσή του ενώπιον του Γραµµατέως Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου της έδρας, του Εφετείου, στην περιφέρεια του οποίου έλαβε χώρα το ζηµιογόνο συµβάν που προκάλεσε τη ρύπανση, η δε δήλωσή του θα συνταχθεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό προς εκείνες του άρθρου ν παρ. 1, 9 και 10 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως Ευθύνης των Βρυξελλών (1969), όπως οι παρ. 1 και 9 αντικαταστάθηκαν από τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του ΠΔ 81 της 30.1/7.2.1989, προκύπτει ότι τα υπόχρεα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο πλοιοκτήτης, μπορούν να περιορίσουν την απεριόριστη αρχικώς ευθύνη τους στα ποσά του άρθρου ν της συμβάσεως ευθύνης, είτε να συστήσουν για τα ποσά αυτά, κεφάλαιο περιορισμού. Τα όρια της ευθύνης υπολογίζονται, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, σε μονάδες υπολογισμού σύμφωνα µε την χωρητικότητα του πλοίου, η δε μονάδα υπολογισμού είναι τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα του Διεθνούς Νοµισματικού Ταμείου. Το Κεφάλαιο ιδρύεται είτε µε την κατάθεση μετρητών χρημάτων είτε µε την παροχή εγγυητικής επιστολής Τραπέζης που λειτουργεί στην Ελλάδα (άρθρο 5 παρ. 1 ΠΔ 666/1982) και κατανέμεται από τον Εκκαθαριστή του άρθρου 6 του ΠΔ 666/1982 μεταξύ των εχόντων αξιώσεις, αναλόγως προς τα ποσά των εκκαθαρισθεισών απαιτήσεών τους (άρθρο ν παρ. 4 της Συμβάσεως). Ο επί του Κεφαλαίου εκκαθαριστής, για τη σύνταξη του πίνακα διανομής, προσκαλεί εγγράφως, κατ’ άρθρο 11 του ΠΔ 666/1982, αυτούς που ζημιώθηκαν από το περιστατικό που προξένησε τη ζημία, προκειμένου να λάβουν γνώση του κεφαλαίου και να υποβάλλουν σε αυτόν δήλωση για τις απαιτήσεις τους. Αυτοί, όπως και κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κατάθεση του πίνακα στην Γραμματεία του Δικαστηρίου που συστήθηκε το κεφάλαιο, δύνανται να ασκήσουν κατ’ αυτού ανακοπή (άρθρο 20 παρ. 1 ΠΔ 666/1982). Η κατά τα άνω ανακοπή κατά του πίνακα του Εκκαθαριστή, µε τον οποίον έγιναν δεκτές από αυτόν, αφού προηγουμένως εξελέγχθησαν (άρθρο 18 του ΠΔ) οι απαιτήσεις των ζηµιωθέντων από ρύπανση, ασκείται, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 20 παρ. 3 του ιδίου ΠΔ (666/1982) δια δικογράφου απευθυνοµένου κατ’ αυτού (εκκαθαριστή) και σε περίπτωση που η ανακοπή στρέφεται εναντίον της αποδοχής απαιτήσεως, το δικόγραφο απευθύνεται και κατά του δανειστή που το αμφισβητεί (εδ. β’ του άρθρου 20 παρ. 3). Η ανακοπή αυτή, υπάγεται κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ΠΔ 494/1989, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄ του ΠΔ 666/1982, στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου της έδρας του Εφετείου, στην περιφέρεια του οποίου έλαβε χώρα το συμβάν που προκάλεσε τη ρύπανση ή το πρώτο σοβαρό περιστατικό αυτού, εάν αυτό αποτελείται από σειρά περιστατικών, δικάζεται δε κατά την διαδικασία του άρθρου 21 παρ. 1 του ως άνω ΠΔ (66611982). Με την ανακοπή, διά της οποίας προσβάλλεται ο πίνακας διανομής του χρηματικού … του οφειλέτου, προβάλλονται, όχι μόνον οι ενστάσεις κατά των απαιτήσεων των δανειστών, αλλά και τα παράπονα, τα οποία στρέφονται κατά του πίνακα καθώς, επίσης και τα σφάλµατα του συντάξαντος αυτόν εκκαθαριστή. Από το συνδυασµό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι το ΠΔ 666/1982 καθιερώνει διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης πιστωτών, η οποία τελεί υπό την εποπτεία, έλεγχο και τελική έγκριση του δικαστηρίου, δηλαδή του «Πρωτοδικείου», όπως αυτό ρητώς καθορίζεται στο άρθρο ι §ι(α) του ΠΔ αυτού, ανάλογη ή συγγενή µε εκείνη της πτώχευσης, Σκοπός αµφοτέρων των διαδικασιών είναι η ικανοποίηση (εν όλω ή εν µέρει) των δανειστών του οφειλέτη, µέσω ενός συστήµατος υποβολής, εξέλεγξης και τελικώς επιδίκασης των οικείων απαιτήσεων. Κεντρικό πρόσωπο σε αµφότερες αυτές τις διαδικασίες είναι τρίτο πρόσωπο (Εκκαθαριστής στη διαδικασία του ΠΔ 666/1982 ή Σύνδικος στη διαδικασία της πτώχευσης), ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία του οφειλέτη µέχρις ότου αυτή τελικώς διανεµηθεί στους δανειστές. Στη διαδικασία του ΠΔ 666/1982 οι πράξεις και εν γένει ενέργειες του Εκκαθαριστή τελούν υπό την εποπτεία και έλεγχο Εισηγητή δικαστή διορισµένου και υπηρετούντος στο «Πρωτοδικείο», έχοντος δικαιοδοτικές εξουσίες. Η ύπαρξη και λειτουργία Εισηγητή δικαστή στο πλαίσιο της δια του ΠΔ 666/1982 καθιερούµενης διαδικασίας, υποδηλώνει ευθέως την καθιέρωση της καθ’ ύλην αρµοδιότητος πολυµελούς δικαστηρίου, όπως ακριβώς και στην πτώχευση. Άλλωστε εισηγητής ορίζεται κατά τον ΚΠολΔ (πχ. άρθρο 301 επ.) μόνο σε πολυμελή δικαστήρια και όχι σε δικαστήρια μονομελούς σύνθεσης. Εξάλλου σε κανένα απολύτως σηµείο του ΠΔ 666/1982 δεν απαντάται ο όρος «Μονοµελές Πρωτοδικείο», εν αντιθέσει προς τον όρο «Πολυµελές Πρωτοδικείο», ο οποίος απαντάται στα άρθρα 7 παρ. 3, 8 παρ. 3 και 4, και 10 παρ. 1 και 2. Ειδικότερα, κατά το ΠΔ 666/1982, τυχόν διαφωνίες ως προς αντικατάσταση του Εκκαθαριστού, (άρθρο 7 παρ. 3) ή την (µαθηµατικώς) ορθή κατά το ποσό και σύννομη κατά τις προϋποθέσεις σύσταση κεφαλαίου περιορισµού της ευθύνης (άρθρα 8 παρ. 3, 10 παρ. 3) επιλύονται από το Πολυµελές Πρωτοδικείο. Σχετικώς λοιπόν, οι εν λόγω διατάξεις κάνουν ρητή αναφορά στο συγκεκριµένο δικαστήριο. Προκειµένου περί ανακοπών του άρθρου 20 παρ. 2 (ήτοι περί ανακοπών δανειστών κατά της απόφασης του Εκκαθαριστού για την αποδοχή ή µη της απαίτησής τους και της κατάταξης αυτής στον οικείο Πίνακα), ή περί ανακοπών του άρθρου 28 παρ. 1 (ήτοι περί ανακοπών δανειστών αµφισβητούντων την συνδροµή των προϋποθέσεων περιορισµού της ευθύνης του οφειλέτου σύµφωνα µε τις διατάξεις της Σύµβασης Ευθύνης), τα άρθρα 21 παρ. 1 και 28 παρ. 2 αναφέρουν απλώς ότι ασκούνται «ενώπιον τον Πρωτοδικείου». Προδήλως όμως συνάγεται, ότι, εφ’ όσον διαφωνίες επί ήσσονος σημασίας (ως πχ. η αντικατάσταση του προσώπου του Εκκαθαριστή) ζητημάτων υπάγονται στην αρµοδιότητα του Πολυµελούς, διαφορές επί µείζονος (εν σχέσει προς τα προαναφερθέντα) σπουδαιότητος θεµάτων (ως είναι η κατάταξη απαιτήσεων και η εν τέλει ικανοποίηση απαιτήσεων από το συσταθέν κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης) δεν είναι ορθόν από λογικής και τελολογικής άποψης να υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς (ΕφΝαυπλίου 160/2010, 163/2010, αδημοσίευτες στον νομικό τύπο). Συνεπώς κατά την αληθή έννοια και ερµηνεία του ΠΔ 666/1982, το οποίο ως lex specialis κατισχύει των γενικών διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και διέπει τόσον από πλευράς δικονομικού όσο και από πλευράς ουσιαστικού δικαίου τη διαδικασία της ίδρυσης, διαχείρισης και κατανομής του κεφαλαίου περιορισμού της αστικής ευθύνης του πλοιοκτήτη για ζηµιές ρύπανσης από πετρέλαιο, το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση ανακοπών του άρθρου 20 παρ. 2-3 ως και παρεµβάσεων του άρθρου 21 παρ. 3 του ως άνω ΠΔ είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο της έδρας του Εφετείου στην περιφέρεια του οποίου έλαβε χώρα το συµβάν που προκάλεσε την ρύπανση. Ο νομοθέτης άλλωστε, υπόψιν του κατά τη θέσπιση των ανωτέρω διατάξεων είχε ένα και ενιαίο δικαστήριο, το οποίο θα επιλαμβάνεται πρωτοδίκως παντός συναφούς προς το κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης θέματος, διαφορετική δε θεώρηση, θα οδηγούσε σε κατακερματισμό των υποθέσεων και σε ανασφάλεια δικαίου περί της κατάφασης υπέρ της αρμοδιότητας του μονομελούς ή του πολυμελούς δικαστηρίου αντίστοιχα (βλ. και Α.Π. 1858/2005, Τ.Ν.Π. Νόμος).

Κατόπιν προσκλήσεως του Διακυβερνητικού Ναυτιλιακού Συμβουλευτικού Οργανισμού (International Maritime Consultative Organization IMCO) και διαρκούσης Διεθνούς Διασκέψεως καταρτίσθηκε η Διεθνής Σύμβαση «περί Αστικής Ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου» η οποία υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 29 Νοεμβρίου 1969 μετά του συνημμένου σ` αυτή Παραρτήματος (Σύμβαση Ευθύνης 1969), κυρώθηκε από την Ελλάδα το Μάιο του 1976 με το Νόμο 314/1976 και έτσι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού δικαίου, έχει δε την αυξημένη ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Όπως προκύπτει από το εισαγωγικό κείμενο αυτής, τα Συμβαλλόμενα σ` αυτή Κράτη «εν επιγνώσει των κινδύνων εκ ρυπάνσεως λόγω της παγκοσμίου δια θαλάσσης μεταφοράς πετρελαίου εις χύμα» και πεπεισμένα περί της ανάγκης εξασφαλίσεως επαρκούς αποζημιώσεως σε άτομα υφιστάμενα ζημία από την αιτία αυτή, προέβησαν στην κατάρτιση της Συμβάσεως αυτής «επιθυμούντα να υιοθετήσουν ομοιόμορφους διεθνείς κανόνας και διαδικασίας» για τον καθορισμό της ευθύνης και της παροχής επαρκούς αποζημιώσεως για τις περιπτώσεις αυτές. Πράγματι, από νωρίς έγινε αντιληπτό ότι τα μεγάλα προβλήματα που δημιουργεί η ρύπανση της θάλασσας, δεν μπορούν, ενόψει και του ότι η θάλασσα από τη φύση της δεν γνωρίζει όρια, ν` αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά παρά μόνο σε διεθνές επίπεδο. Με την ως άνω Σύμβαση καθιερώθηκε αυστηρό σύστημα αντικειμενικής αστικής ευθύνης για εκείνο που προκαλεί τη ρύπανση της θάλασσας και θεσπίσθηκε ρητή υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπαιτιότητας του. Μάλιστα, προφανώς για να εξισορροπήσει την αυστηρότητα της ευθύνης αυτής, η ως άνω Διεθνής Σύμβαση προέβλεψε, μεταξύ άλλων τη δυνατότητα του υπευθύνου προσώπου να περιορίσει την ευθύνη του με την ίδρυση ενός κεφαλαίου (άρθρα V και VI). Επίσης για να εξασφαλίσει την είσπραξη της αποζημιώσεως που θα επιδικάσει το Δικαστήριο στους βλαπτομένους από τη ρύπανση επέβαλε στους πλοιοκτήτες, των οποίων τα πλοία είναι νηολογημένα στα νηολόγια των συμβαλλομένων κρατών να διατηρούν ασφάλιση (ευθύνης) ή άλλη χρηματική εγγύηση για το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των ορίων της ευθύνης που αναγράφονται στο άρθρο V προς κάλυψη της ευθύνης τους για ζημία από ρύπανση κατά τη σύμβαση. Η αδυναμία όμως των διατάξεων της Συμβάσεως αυτής να καλύψουν το σύνολο των ζημιών που προκαλούνται από τη ρύπανση της θάλασσας από πετρέλαιο, γέννησε την ιδέα θεσπίσεως μηχανισμού πλήρους αποζημιώσεως εκείνων που πλήττονται απ` αυτήν. Έτσι, πριν ακόμη υπογραφεί η Σύμβαση Ευθύνης των Βρυξελλών του 1969, η ιδέα δημιουργίας ενός Ταμείου αποκαταστάσεως των ζημιών που προκαλούνται από την ως άνω αιτία είχε ήδη ωριμάσει. Σε αυτή μάλιστα την ίδια Συνδιάσκεψη που υπογράφηκε η Σύμβαση αυτή, αποφασίσθηκε η κατάρτιση σχεδίου δημιουργίας διεθνούς ταμείου αποκαταστάσεως των ζημιών. Η δημιουργία του Ταμείου αυτού πραγματοποιήθηκε τελικά με την υπογραφή της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 18 Νοεμβρίου 1971 (περί της οποίας κατωτέρω) για τη δημιουργία Ταμείου Αποζημιώσεως για τις ζημίες που προκαλούνται από την ως άνω αιτία, που τέθηκε σε ισχύ την 16-10-1978, κυρώθηκε δε από την Ελλάδα με τον Ν. 1638/1986, ο οποίος επίσης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού δικαίου, με την ισχύ που ορίζει το ίδιο ως άνω άρθρο του Συντάγματος. Οι ρυθμίσεις της Διεθνούς Συμβάσεως Ευθύνης του 1969 συμπληρώθηκαν με τη Διεθνή Σύμβαση Κεφαλαίου των Βρυξελλών του 1971. Η τελευταία αυτή Διεθνής Σύμβαση, όπως σαφώς αναφέρεται στο προοίμιό της καθιερώνει συμπληρωματικό σύστημα αστικής ευθύνης για τις ως άνω ζημίες ρυπάνσεως από πετρέλαιο, ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή πλήρους αποζημιώσεως στα θύματα της ρυπάνσεως και να ανακουφίζονται οι πλοιοκτήτες από τα πρόσθετα οικονομικά βάρη που τους επιβάλλει η Διεθνής Σύμβαση Ευθύνης του 1969. Στις ρυθμίσεις της συγκεκριμένα πρυτανεύει η σκέψη ότι οι οικονομικές συνέπειες των ζημιών που προέρχονται από ρύπανση λόγω διαφυγής ή απορρίψεως πετρελαιοειδών που μεταφέρονται χύμα με πλοία, θα πρέπει να βαρύνει όχι μόνο τη ναυτιλιακή επιχείρηση αλλά και αυτούς που έχουν οικονομικά συμφέροντα από τη μεταφορά των πετρελαιοειδών. Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά επαναλαμβάνεται στο προοίμιο αυτής τα Κράτη – Μέλη της συμβάσεως αυτής «έχοντας επίγνωση των κινδύνων ρύπανσης, λόγω της μεταφοράς πετρελαιοειδών, χύμα με πλοία, σε μεγάλη κλίμακα», καθώς και ότι «θεωρώντας ακόμη ότι οι οικονομικές συνέπειες των ζημιών που προέρχονται από ρύπανση λόγω διαφυγής ή απορρίψεως των πετρελαιοειδών που μεταφέρονται χύμα με πλοία δεν θα πρέπει να βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο τη ναυτιλιακή επιχείρηση αλλά θα πρέπει μέρος αυτών να αναληφθεί από αυτούς που έχουν οικονομικά συμφέροντα από τη μεταφορά των πετρελαιοειδών. …» προβαίνουν στην ίδρυση … αποζημιώσεως, το οποίο δημιουργείται από τις εισφορές των προσώπων εκείνων που στο συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος παραλαμβάνουν πετρέλαιο πάνω από ορισμένες ποσότητες. Το κεφάλαιο αυτό οργανώνεται σε νομικό πρόσωπο και χρησιμεύει σε γενικές γραμμές για να δίδεται αποζημίωση στο μέτρο που η προστασία, βάσει της Διεθνούς Συμβάσεως Ευθύνης του 1969 είναι ανεπαρκής καθώς και για να ανακουφίζονται οι πλοιοκτήτες από την πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση που τους επιβλήθηκε από τη Σύμβαση εκείνη (βλ σχετ. Αλ. Κιάντου- Παμπούκη: Η Αστική Ευθύνη για ρύπανση της θάλασσας: ΕΝΔ 17,1 επ., Βασ. Κωστοπούλου: Η Ρύπανση της θάλασσας από πετρέλαιο: Πειραική Νομολογία 1, 362 επ. Κοτσίρη: Αστική Ευθύνη για ρύπανση θαλάσσης από πετρελαιοειδή. Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Τσιριντάνη, 1985, σελ. 510, Παν. Σωτηροπούλου: Η 27η Σύνοδος της Νομικής Επιτροπής του IMCO, ΕΝΔ Γ`, 369 επ.). Η Σύμβαση Ευθύνης 1969 τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου 1992, το οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Π.Δ/μα 197/1995 “Κύρωση του Πρωτοκόλλου του έτους 1992 για την τροποποίηση της Διεθνούς Συμβάσεως του 1969 «περί αστικής Ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» αποτελεί δε ομοίως, ως άνω, αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού δικαίου. Με το άρθρο 11 αυτού ορίσθηκε ότι: η Σύμβαση Ευθύνης 1969 και το Πρωτόκολλο αυτό πρέπει, μεταξύ των μερών του Πρωτοκόλλου αυτού, να ερμηνεύονται και θεωρούνται ότι αποτελούν ένα ενιαίο όργανο (παρ.1). Τα άρθρα 1 μέχρι ΧΙΙ (τρίς), συμπεριλαμβανομένου και του υποδείγματος του πιστοποιητικού, της Συμβάσεως Ευθύνης 1969, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο αυτό, θα ονομάζονται Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για Ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992). Με το άρθρο 2 αυτής ορίσθηκε ότι: Το άρθρο 1 της Συμβάσεως Ευθύνης 1969 τροποποιείται ως ακολούθως: Η παράγραφος 1 (σύμφωνα με την οποία «πλοίο» σημαίνει οιοδήποτε θαλασσοπορούν σκάφος και οιοδήποτε πλωτόν ναυπήγημα οιουδήποτε τύπου, μεταφέρον ως φορτίον πετρέλαιον εις χύμα»), αντικαθίσταται από το κείμενο που ακολουθεί: 1. «Πλοίο» σημαίνει κάθε κινούμενο στη θάλασσα σκάφος καθώς και οποιουδήποτε τύπου θαλάσσιο ναυπήγημα που έχει κατασκευαστεί ή διαρρυθμιστεί για τη μεταφορά πετρελαίου χύμα ως φορτίου, με την επιφύλαξη ότι πλοίο ικανό να μεταφέρει πετρέλαιο χύμα και άλλα φορτία θεωρείται ως πλοίο μόνο όταν μεταφέρει πράγματι πετρέλαιο χύμα ως φορτίο καθώς και κατά τη διάρκεια κάθε ταξιδιού που ακολουθεί μια τέτοια μεταφορά, εκτός αν αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχουν σ’ αυτό κατάλοιπα πετρελαίου χύμα από τη μεταφορά αυτή». Η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1971 για την «Ιδρυση … Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο» τροποποιήθηκε α) με το Πρωτόκολλο της Διεθνούς Συμβάσεως του 1971 που υιοθετήθηκε την 19 Νοεμβρίου 1976 σε διεθνή διάσκεψη που συγκλήθηκε στο Λονδίνο από 17 έως 19 Νοεμβρίου 1976 και β) με το Πρωτόκολλο του έτους 1992, που υιοθετήθηκε την 27 Νοεμβρίου 1992, σε διεθνή διάσκεψη που συγκλήθηκε στο Λονδίνο από 23 έως 27 Νοεμβρίου 1992, τα οποία Πρωτόκολλα η Ελλάδα κύρωσε και έκανε αποδεκτά με το Π.Δ/μα 270/1995 «Αποδοχή των Πρωτοκόλλων των ετών 1976 και 1992 για την τροποποίηση της Διεθνούς Συμβάσεως του 1971 αναφορικά με την ίδρυση … Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο» (ΦΕΚ 151/26-7-1995 Τεύχος Α`), το οποίο ομοίως, ως άνω, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού δικαίου. Και στο προοίμιο του Πρωτοκόλλου 1992 επαναλαμβάνεται ομοίως ότι, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν επίσης «πεισθεί ότι οι οικονομικές συνέπειες από ζημίες ρύπανσης που προέρχονται από τη θαλάσσια μεταφορά πετρελαίου χύδην με πλοία θα έπρεπε να συνεχίσουν να κατανέμονται μεταξύ της ναυτιλιακής βιομηχανίας και των σχετικών με τα φορτία πετρελαίου συμφερόντων». Με το άρθρο 1 αυτού ορίζεται ότι «Η Σύμβαση την οποία οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου αυτού τροποποιούν, είναι η Δ.Σ Κεφαλαίου 1971. Για τα Κράτη – Μέλη του Πρωτοκόλλου του 1976 του σχετικού με τη Σύμβαση Κεφαλαίου 1971, η αναφορά αυτή θεωρείται ότι περιλαμβάνει τη Σύμβαση Κεφαλαίου 1971 όπως τροποποιήθηκε από εκείνο το Πρωτόκολλο». Με το άρθρο 2 αυτού ορίζεται, μεταξύ άλλων ότι 1. «Σύμβαση Ευθύνης 1992» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο …3. η παράγραφος 2 του άρθρου 1 της Συμβάσεως Κεφαλαίου 1971 αντικαθίσταται από το κείμενο που ακολουθεί:2. «Πλοίο», «Πρόσωπο», «Πλοιοκτήτης» έχουν έννοια ίδια με αυτή που αναφέρεται στο άρθρο 1 της Συμβάσεως Ευθύνης 1992, δηλαδή, κατά την ισχύουσα Διεθνή Σύμβαση Κεφαλαίου, μετά τις ως άνω τροποποιήσεις με τα Πρωτόκολλα των ετών 1976 και 1992 και την αποδοχή και κύρωση τους από το Π.Δ/μα 270/267 -1995 και καθόσον αφορά την έννοια του  υπαγομένου σ` αυτήν πλοίου, ως τέτοιο νοείται επίσης «κάθε κινούμενο στη θάλασσα σκάφος καθώς και οποιουδήποτε τύπου θαλάσσιο ναυπήγημα που έχει κατασκευαστεί ή διαρρυθμιστεί για τη μεταφορά πετρελαίου χύμα ως φορτίου, με την επιφύλαξη ότι πλοίο ικανό να μεταφέρει πετρέλαιο χύμα και άλλα φορτία θεωρείται ως πλοίο μόνο όταν μεταφέρει πράγματι πετρέλαιο χύμα ως φορτίο καθώς και κατά τη διάρκεια κάθε ταξιδιού που ακολουθεί μια τέτοια μεταφορά, εκτός αν αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχουν σ` αυτό κατάλοιπα πετρελαίου χύμα από τη μεταφορά αυτή». Με το άρθρο 3 ορίζεται ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 2 της Συμβάσεως Κεφαλαίου 1971 αντικαθίσταται ως ακολούθως: 1. Ένα … για την αποζημίωση ζημιών ρύπανσης, με την ονομασία «…» Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο 1992» και εφεξής «Το Κεφάλαιο» ιδρύεται για τους εξής σκοπούς: α) να παρέχει αποζημίωση για ζημίες ρύπανσης στην έκταση που η παρεχομένη από τη Σύμβαση Ευθύνης 1992 προστασία είναι ανεπαρκής, β) να συμβάλει στην πραγματοποίηση των συναφών σκοπών των προβλεπομένων στη Σύμβαση αυτή. Με το άρθρο 27 ορίζεται ότι η Σύμβαση Κεφαλαίου 1971 και το Πρωτόκολλο αυτό πρέπει, μεταξύ των μερών του Πρωτοκόλλου να θεωρούνται ως ενιαίο όργανο, καθίστανται δε γνωστά ως Διεθνής Σύμβαση Κεφαλαίου του 1992. Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις των Διεθνών Συμβάσεων Ευθύνης και Κεφαλαίου, όπως αυτές μετά τις προεκτεθείσες τροποποιήσεις ισχύουν σήμερα, καθίσταται σαφές ότι 1) στις ρυθμίσεις τους υπάγονται οι ζημίες από ρύπανση που προκαλούνται κατά τη θαλάσσια μεταφορά πετρελαίου – πετρελαιοειδών χύδην, ως φορτίου, το οποίο, κατά τα λεπτομερώς προεκτεθέντα, επαναλαμβάνεται τόσο στα προοίμια των διεθνών αυτών Συμβάσεων και των τροποποιητικών αυτών Πρωτοκόλλων, όσο και με σαφήνεια στις προαναφερθείσες διατάξεις αυτών, με τις οποίες καθορίζεται η έννοια του πλοίου και του πλωτού ναυπηγήματος που υπάγεται στις ρυθμίσεις αυτών, 2) δικαιολογητικός λόγος θεσπίσεώς τους ήταν: α) η επίγνωση των κινδύνων ρύπανσης που προκαλούνται από θαλάσσια μεταφορά πετρελαίου – πετρελαιοειδών χύμα, αφού η διακινδύνευση από τη θαλάσσια αυτή μεταφορά έχει λάβει ασυνήθιστες διαστάσεις, β) η καθιέρωση ομοιομόρφων διεθνών κανόνων και συστήματος αντικειμενικής αστικής ευθύνης για εκείνο που προκαλεί τη ρύπανση, γ) η θέση ότι οι οικονομικές συνέπειες των ζημιών που προέρχονται από τέτοια ρύπανση δεν θα πρέπει να βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο τη ναυτική επιχείρηση αλλά και αυτούς που έχουν οικονομικά συμφέροντα, σημειωτέον, από τη μεταφορά πετρελαίου, δ) η ίδρυση Κεφαλαίου για να καλύπτει αποζημιώσεις από την ως άνω αιτία, στο μέτρο που η προσφερόμενη βάσει της Δ.Σ Ευθύνης του 1992 είναι ανεπαρκής και προς ανακούφιση των πλοιοκτητών από την πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση της ίδιας Δ.Σ.Περαιτέρω, με το Π.Δ 98 της 21.3/2.4.90 «Αρμοδιότητα δικαστηρίων και διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων στις οποίες είναι διάδικος το … Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο», ορίσθηκε ότι το Κεφάλαιο αναγνωρίζεται στην Ελλάδα ως νομικό πρόσωπο, ικανό να αναλαμβάνει δικαιώματα και υποχρεώσεις και να παρίσταται στο Δικαστήριο σαν διάδικος με δικό του όνομα, για όλες τις έννομες σχέσεις και τις δίκες που προβλέπονται από τη Σύμβαση Κεφαλαίου και τις διατάξεις αυτού του Διατάγματος, εκπροσωπούμενο από το Διευθυντή του (άρθρο 2), ενώ καθορίζεται αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της έδρας του Εφετείου στην περιφέρεια του οποίου έλαβε χώρα το συμβάν που προκάλεσε τη ρύπανση (άρθρο 3) δικάζοντος κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 676 του ΚΠολΔ, εφαρμοζομένων αναλόγως (ΕφΠειρ 766/2010, 103/2004 ΤΝΠ Νόμος).Τέλος, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 ΚΠολΔ αν τρίτος αντιποιείται ολόκληρο ή μέρος από το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, έχει δικαίωμα να παρέμβει κυρίως σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας διαδικασίας, κατά δε το άρθρο 80 ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα ως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτό. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων που καθορίζουν και ρυθμίζουν την συμμετοχή τρίτων στη μεταξύ άλλων εκκρεμή δίκη, προκύπτει σαφώς ότι επιτρέπεται στον τρίτο να συμμετάσχει στην εκκρεμή δίκη είτε διεκδικώντας το αντικείμενο της, και μόνο, ολόκληρο ή ένα μέρος του, σαν δικό του, είτε υποστηρίζοντας τον ένα από τους διαδίκους, εφόσον έχει έννομο συμφέρον γι’ αυτό. Ο παρεμβαίνων πρέπει κατά το χρόνο ασκήσεως της παρεμβάσεως να είναι τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στην αρχική δίκη, ούτε ταυτίζεται με τους αρχικούς διαδίκους (ΕφΛαρ 199/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 855/11 ΤΝΠΝόμος, ΕφΑΘ 2424/04 Δνη 46. 582). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις (79 και 80 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης η κύριας παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται στο δικόγραφο της παρέμβασης, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 § 1 εδ. β` ΚΠολΔ. Υπάρχει δε έννομο συμφέρον για παρέμβαση, όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως, αυτά, είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή εκτελεστότητα της απόφασης, που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες αυτής (Ολ. ΑΠ 28/2007, ΔΕΕ 2007/947, ΟλΑΠ 13/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 701/2009 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικώς ο κυρίως παρεμβαίνων αντιποιείται το αντικείμενο της δίκης είτε υποβάλλοντας καταψηφιστικό αίτημα ως προς το αυτό πράγμα, είτε υποβάλλοντας διαγνωστικό αίτημα ως προς το αυτό δικαίωμα (ΕφΑθ 6805/1991, Δ/νη 1993/1105). Επιπλέον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι δυνατή η άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχει η, κατά το άρθρο 69 του ίδιου κώδικα, διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Στη δίκη της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον η παρέμβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης, με την οποία ανοίχθηκε η δίκη, ή τη ρύθμιση του επίδικου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο που ζητείται με την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέμβαση (ΑΠ 1076/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 4238/2010, ΔΕΕ 2011/312, ΕφΑθ 4749/2009, ΕλλΔ/νη 2009/1489, ΕφΔωδ 120/2004 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, από τις διατάξεις των άρθρων 79 και 80 ΚΠολΔ, με τις οποίες προσδιορίζεται η έννοια της κύριας και της πρόσθετης παρέμβασης, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς το σύνολο των διατάξεων της εκούσιας δικαιοδοσίας, προκύπτει, ότι, αν ο παρεμβαίνων υποστηρίζει την αίτηση εκείνου που κίνησε τη διαδικασία, πρόκειται για άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, ενώ, αν αυτός αντιδικεί με τον αιτούντα, είτε ζητώντας μόνο την απόρριψη της αίτησης, δίχως την υποβολή νέου αυτοτελούς αιτήματος, είτε ζητώντας, εκτός από την απόρριψη της αίτησης και την παραδοχή νέου, αυτοτελούς, αιτήματος, η παρέμβαση είναι κύρια (ΑΠ 1076/2002, ΕλλΔ/νη 43.1689, ΕφΔωδ 11/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 4749/2009, ΕλλΔ/νη 2009/1489, ΕφΑθ 8214/2006, ΕλλΔ/νη 43.842, ΕφΑθ 8297/2003, ΔΕΕ 2004/284)

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 25-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8595/4316/2019 ανακοπή της (αρ. πιν. 1), η ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία «…» ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν, τη μεταρρύθμιση του από 02-09-2019 πίνακα εκκαθάρισης απαιτήσεων του καθ’ ου η ανακοπή …, δικηγόρου Πειραιώς, ο οποίος διορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 5362/2017 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με το ΠΔ 666/1982 «Ίδρυση διαχείριση και κατανοµή του κεφαλαίου περιορισµού της αστικής ευθύνης του πλοιοκτήτη για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο» (ΦΕΚ Α΄ 138) ως εκκαθαριστής του συσταθέντος υπό της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» … για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…», με σκοπό να καταταγεί αυτή (ανακόπτουσα) για το ποσό των 364.500 ευρώ, το οποίο επιμερίζεται σε εργασίες καθαρισμού του πλοίου της «…», απώλεια ναύλων Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2017 και κόστος νομικής υποστήριξης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου καθ’ ύλην, καθώς σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, αρμόδιο δικαστήριο για την ερειδόμενη στις διατάξεις του άρθρου 20 ΠΔ 666/1982 ανακοπή είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο της έδρας του Εφετείου, στην περιφέρεια του οποίου έλαβε χώρα το συμβάν που προκάλεσε τη ρύπανση και κατά τόπον, δοθέντος ότι το συμβάν έλαβε χώρα νοτιοδυτικά της νησίδας Αταλάντης στον Σαρωνικό Κόλπο, εκδικάζεται δε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 21 ΠΔ 666/1982, σε συνδ. με άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ). Το δικόγραφο της ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου την 30η-09-2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεση του προσβαλλόμενου πίνακα (02-09-2019), ασκήθηκε ως εκ τούτου εμπρόσθεσμα, κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ. Περαιτέρω, η ανακοπή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 9 επ., 20, 21 του Π.Δ. 666/1982, πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Ακολούθως, με την από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1143/634/2020 (αρ. πιν. 8) πρόσθετη παρέμβασή του υπέρ του Εκκαθαριστή και κατά της ως άνω ανακόπτουσας, το νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…» (εφεξής το …), επικαλούμενο έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους εκτιθέμενους εκεί λόγους, να απορριφθεί η ανωτέρω από από 25-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8595/4316/2019 ανακοπή της εταιρείας με την επωνυμία «…» και να καταδικασθεί η ανακόπτουσα στη δικαστική του δαπάνη. Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, παραδεκτώς ασκείται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, δοθέντος ότι το προσθέτως παρεμβαίνον α) σύμφωνα με το Π.Δ 98 της 21.3/2.4.90, αναγνωρίζεται αυτοτελώς στην Ελλάδα ως νομικό πρόσωπο, ικανό να αναλαμβάνει δικαιώματα και υποχρεώσεις και να παρίσταται ενώπιον του παρόντος Δικαστήριο σαν διάδικος με δικό του όνομα, για όλες τις έννομες σχέσεις και τις δίκες που προβλέπονται από τη Σύμβαση Κεφαλαίου, εκπροσωπούμενο από το Διευθυντή του και β) έχει έννομο συμφέρον στην άσκησή της, το οποίο στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 της Σύμβασης Βρυξελλών του 1971 «περί ίδρυσης … για την αποζημίωση ζημιών ρύπανσης από πετρελαιοειδή», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν. 1638/1986, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1992, το οποίο κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Π.Δ. 197/1995, η οποία (διάταξη) ορίζει ότι το νομικό αυτό πρόσωπο καταβάλλει αποζημίωση σε κάθε πρόσωπο που υπέστη ζημίες από ρύπανση, αν το πρόσωπο αυτό δεν μπόρεσε να επιτύχει την πλήρη και επαρκή του αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1969 «περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών ρύπανσης εκ ρυπάνσεως από πετρέλαιο». Περαιτέρω, η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι πλέον των 10 ημερών από την ημερομηνία της δικασίμου κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 Π.Δ. 666/1982 και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις ανωτέρω διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 21, 30 παρ. 2 Π.Δ. 666/1982, 80, 81, 739, 182 και 752 ΚΠολΔ πρέπει επομένως να εξεταστεί κατ’ ουσίαν.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 11-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8296/4167/2019 ανακοπή της (αρ. πιν. 2), η ανακόπτουσα αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία «…» ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν, τη μεταρρύθμιση του από 02-09-2019 πίνακα εκκαθάρισης απαιτήσεων του καθ’ ου η ανακοπή …, με σκοπό να συμπεριληφθεί σε αυτόν και η δική της απαίτηση, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 382.380 ευρώ και επιμερίζεται σε κόστος των δειγματοληψιών – επιτόπιων μετρήσεων που πραγματοποίησε επί εννέα μήνες στις πληγείσες από τη μόλυνση περιοχές, στα αναλώσιμα και τα υλικά που χρησιμοποίησε για την πραγματοποίηση αυτών των μετρήσεων, σε εκτίμηση των αποτελεσμάτων για έξι μήνες και σε κόστος νομικής υποστήριξης. Επίσης ζητεί να καταδικαστεί το κεφάλαιο περιορισμού στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως ανωτέρω εκτέθηκε (άρθρο 21 ΠΔ 666/1982, σε συνδ. με άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ). Το δικόγραφο της ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου την 23η-09-2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεση του προσβαλλόμενου πίνακα (02-09-2019), ασκήθηκε ως εκ τούτου εμπρόσθεσμα, κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ. Περαιτέρω, η ανακοπή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 9 επ., 20, 21 του Π.Δ. 666/1982, πλην του αιτήματος να καταδικαστεί το κεφάλαιο περιορισμού στη δικαστική της δαπάνη, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθώς, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 20, 21 Π.Δ. 666/1982 και 746 ΚΠολΔ, τα έξοδα της ανακοπής επιβάλλονται σε βάρος του αιτούντος, εφ’ όσον η αίτηση έχει υποβληθεί για το συμφέρον του, όπως εν προκειμένω, ενώ περαιτέρω δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 186 ΚΠολΔ, ήτοι η δίκη δεν διεξήχθη εξ υπαιτιότητας του διορισθέντος εκκαθαριστή. Πρέπει επομένως η κρινόμενη ανακοπή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Ακολούθως, με την από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1146/636/2020 (αρ. πιν. 9) πρόσθετη παρέμβασή του υπέρ του Εκκαθαριστή και κατά της ως άνω ανακόπτουσας, το …, επικαλούμενο έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους εκτιθέμενους εκεί λόγους, να απορριφθεί η ανωτέρω από από 11-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8296/4167/2019 ανακοπή της εταιρείας με την επωνυμία «…» και να καταδικασθεί η ανακόπτουσα στη δικαστική του δαπάνη. Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, παραδεκτώς ασκείται, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Περαιτέρω, η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι πλέον των 10 ημερών από την ημερομηνία της δικασίμου κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 Π.Δ. 666/1982 και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις ανωτέρω διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 21, 30 παρ. 2 Π.Δ. 666/1982, 80, 81, 739, 192 και 752 ΚΠολΔ πρέπει επομένως να εξεταστεί κατ’ ουσίαν.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 02-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8681/4359/2019 ανακοπή της (αρ. πιν. 3), η ανακόπτουσα ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…» ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν, τη μεταρρύθμιση του από 02-09-2019 πίνακα εκκαθάρισης απαιτήσεων του καθ’ ου η ανακοπή …, με σκοπό να καταταγεί σε αυτόν για το ποσό των 177.000 ευρώ που επιμερίζεται σε διαφυγόντα κέρδη ύψους 147.000 ευρώ και σε αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ύψους 30.000 ευρώ. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως ανωτέρω εκτέθηκε (άρθρο 21 ΠΔ 666/1982, σε συνδ. με άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ). Το δικόγραφο της ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου την 02η-10-2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεση του προσβαλλόμενου πίνακα (02-09-2019), ασκήθηκε ως εκ τούτου εμπρόσθεσμα, κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ. Περαιτέρω, η ανακοπή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 9 επ. 20, 21 του Π.Δ. 666/1982, πρέπει επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Ακολούθως, με την από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1107/621/2020 (αρ. πιν. 7) πρόσθετη παρέμβασή του υπέρ του Εκκαθαριστή και κατά της ως άνω ανακόπτουσας, το …, επικαλούμενο έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους εκτιθέμενους εκεί λόγους, να απορριφθεί η ανωτέρω από 02-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8681/4359/2019 ανακοπή της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…» και να καταδικασθεί η ανακόπτουσα στη δικαστική του δαπάνη. Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, παραδεκτώς ασκείται, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Περαιτέρω, η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι πλέον των 10 ημερών από την ημερομηνία της δικασίμου κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 Π.Δ. 666/1982 και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις ανωτέρω διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 21, 30 παρ. 2 Π.Δ. 666/1982, 80, 81, 739, 192 και 752 ΚΠολΔ πρέπει επομένως να εξεταστεί κατ’ ουσίαν.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8627/4331/2019 ανακοπή της (αρ. πιν. 4), η ανακόπτουσα ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…» ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν, τη μεταρρύθμιση του από 02-09-2019 πίνακα εκκαθάρισης απαιτήσεων του καθ’ ου η ανακοπή …, με σκοπό να καταταγεί σε αυτόν για το σύνολο της απαίτησής της, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 7.490.053,47, καθώς και να καταδικαστεί ο αντίδικός της στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως ανωτέρω εκτέθηκε (άρθρο 21 ΠΔ 666/1982, σε συνδ. με άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ). Το δικόγραφο της ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου την 01η-10-2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεση του προσβαλλόμενου πίνακα (02-09-2019), ασκήθηκε ως εκ τούτου εμπρόσθεσμα, κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ. Περαιτέρω, η ανακοπή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 9 επ., 20, 21 του Π.Δ. 666/1982, πλην του αιτήματος να καταδικαστεί ο καθ’ ου η ανακοπή στη δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθώς, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 20, 21 Π.Δ. 666/1982 και 746 ΚΠολΔ, τα έξοδα της ανακοπής επιβάλλονται σε βάρος του αιτούντος, εφ’ όσον η αίτηση έχει υποβληθεί για το συμφέρον του, όπως εν προκειμένω, ενώ περαιτέρω δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 186 ΚΠολΔ, ήτοι η δίκη δεν διεξήχθη εξ υπαιτιότητας του διορισθέντος εκκαθαριστή. Πρέπει επομένως η κρινόμενη ανακοπή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Ακολούθως, με την από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1150/638/2020 (αρ. πιν. 10) πρόσθετη παρέμβασή του υπέρ του Εκκαθαριστή και κατά της ως άνω ανακόπτουσας, το …, επικαλούμενο έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους εκτιθέμενους εκεί λόγους, να απορριφθεί η ανωτέρω από από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8627/4331/2019 ανακοπή της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…» και να καταδικασθεί η ανακόπτουσα στη δικαστική του δαπάνη. Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, παραδεκτώς ασκείται, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Περαιτέρω, η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι πλέον των 10 ημερών από την ημερομηνία της δικασίμου κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 Π.Δ. 666/1982 και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις ανωτέρω διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 21, 30 παρ. 2 Π.Δ. 666/1982, 80, 81, 739, 192 και 752 ΚΠολΔ πρέπει επομένως να εξεταστεί κατ’ ουσίαν.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8592/4314/2019 ανακοπή τoυ (αρ. πιν. 5), τo ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο στρέφεται κατά του διορισθέντος εκκαθαριστή … και κατά α) της εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», β) της εταιρείας με την επωνυμία «…», γ) της εταιρείας με την επωνυμία «….» και δ) του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν, τη μεταρρύθμιση του από 02-09-2019 πίνακα εκκαθάρισης απαιτήσεων του καθ’ ου η ανακοπή …, με σκοπό να καταταγεί σε αυτόν για το επιπλέον ποσό των 4.290.468,16 ευρώ, με ταυτόχρονη αποβολή των ανωτέρω νομικών προσώπων (δεύτερης, τρίτης τέταρτης και πέμπτου των καθ’ ων). Ζητεί επίσης να καταδικαστούν οι καθ’ ων στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως ανωτέρω εκτέθηκε (άρθρο 21 ΠΔ 666/1982, σε συνδ. με άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ). Το δικόγραφο της ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου την 30η-09-2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεση του προσβαλλόμενου πίνακα (02-09-2019), ασκήθηκε ως εκ τούτου εμπρόσθεσμα, κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ. Περαιτέρω, η ανακοπή, η οποία, πέραν του διορισθέντος εκκαθαριστή, στρέφεται και κατά της αποδοχής των απαιτήσεων των δεύτερης, τρίτης τέταρτης και πέμπτου των καθ’ ων, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 9 επ., 20 παρ. 3, 21 του Π.Δ. 666/1982, πλην του αιτήματος να καταδικαστεί ο καθ’ ου η ανακοπή στη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθώς, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 20, 21 Π.Δ. 666/1982 και 746 ΚΠολΔ, τα έξοδα της ανακοπής επιβάλλονται σε βάρος του αιτούντος, εφ’ όσον η αίτηση έχει υποβληθεί για το συμφέρον του, όπως εν προκειμένω, ενώ περαιτέρω δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 186 ΚΠολΔ, ήτοι η δίκη δεν διεξήχθη εξ υπαιτιότητας του διορισθέντος εκκαθαριστή. Πρέπει επομένως η κρινόμενη ανακοπή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Ακολούθως, με την από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1314/720/2020 (αρ. πιν. 12) κύρια παρέμβασή της κατά του Εκκαθαριστή και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η εταιρεία με την επωνυμία «….», παρεμβαίνει κυρίως προκειμένου να βάλει κατά της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του παρόντος δικαστηρίου για την εκδίκαση των υπό κρίση ανακοπών, καθώς, όπως ισχυρίζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 21 ΠΔ 666/1982 και 740 ΚΠολΔ και τις εφαρμοζόμενες διεθνείς συμβάσεις, αλλά και τις σχετικές με το δεδικασμένο διατάξεις του ΚΠολΔ, η εκδίκαση των υπό κρίση ανακοπών εμπίπτει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (ισχυριζόμενη) ότι κακώς δρομολογήθηκε από τον διορισθέντα εκκαθαριστή και τους υπεύθυνους του κατά τόπον αρμόδιου Πρωτοδικείου Πειραιώς η εκδίκασή τους από το παρόν Δικαστήριο. Κατόπιν τούτων, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους αναλυτικότερα εκτιθέμενους εκεί λόγους, α) να αποφανθεί το παρόν δικαστήριο ότι δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο να δικάσει την ανωτέρω από από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8592/4314/2019 ανακοπή Ελληνικού Δημοσίου, να προσδιορίσει ως αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και να παραπέμψει σε αυτό  την εκδίκαση της εν θέματι ανακοπής, άλλως β) να απορριφθεί η ως άνω ανακοπή ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικασθούν οι καθ’ ων η κύρια παρέμβαση στη δικαστική της δαπάνη. Η κύρια αυτή παρέμβαση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι πλέον των 10 ημερών από την ημερομηνία της δικασίμου κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 Π.Δ. 666/1982 (το οποίο, αναφορικά με την προθεσμία άσκησης της παρέμβασης, δεν διακρίνει σε κύρια ή πρόσθετη). Ωστόσο, δοθέντος ότι κύρια παρέμβαση έχει δικαίωμα να ασκήσει τρίτος, ο οποίος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, και, στην περίπτωση της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως εν προκειμένω, τρίτος, ο οποίος αιτείται την παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο, η υπό κρίση κύρια παρέμβαση είναι απαράδεκτη, καθώς στρέφεται κατά της ανωτέρω ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου, στην οποία η κυρίως παρεμβαίνουσα είναι ήδη διάδικος, διότι, αφενός η εν θέματι ανακοπή στρέφεται και κατά αυτής, αφετέρου δε, με την από 30-09-2019 πράξη του δικαστηρίου έχει διαταχθεί η επίδοσή της σε όλους τους καθ’ ων, μεταξύ των οποίων και η εδώ κυρίως παρεμβαίνουσα (21 Π.Δ. 666/1982, 739, 79, 748 ΚΠολΔ), απορριπτομένου (ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου) του ισχυρισμού της κυρίως παρεμβαίνουσας, ότι η κρινόμενη κύρια παρέμβαση ασκήθηκε μόνο για την περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι η ίδια δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου, εφόσον εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εκουσίας δικαιοδοσίας. Πρέπει ως εκ τούτων η υπό κρίση κύρια παρέμβαση να απορριφθεί.

Ακολούθως, με την από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1325/729/2020 (αρ. πιν. 16) κύρια παρέμβασή της κατά του Εκκαθαριστή και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η εταιρεία με την επωνυμία «…», παρεμβαίνει κυρίως προκειμένου να βάλει κατά της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του παρόντος δικαστηρίου για την εκδίκαση των υπό κρίση ανακοπών, καθώς, όπως ισχυρίζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 21 ΠΔ 666/1982 και 740 ΚΠολΔ και τις εφαρμοζόμενες διεθνείς συμβάσεις, αλλά και τις σχετικές με το δεδικασμένο διατάξεις του ΚΠολΔ, η εκδίκαση των υπό κρίση ανακοπών εμπίπτει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (ισχυριζόμενη) ότι κακώς δρομολογήθηκε από τον διορισθέντα εκκαθαριστή και τους υπεύθυνους του κατά τόπον αρμόδιου Πρωτοδικείου Πειραιώς η εκδίκασή τους από το παρόν Δικαστήριο. Κατόπιν τούτων, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους αναλυτικότερα εκτιθέμενους εκεί λόγους, α) να αποφανθεί το παρόν δικαστήριο ότι δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο να δικάσει την ανωτέρω από από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8592/4314/2019 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου, να προσδιορίσει ως αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και να παραπέμψει σε αυτό  την εκδίκαση της εν θέματι ανακοπής, άλλως β) να απορριφθεί η ως άνω ανακοπή ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικασθούν οι καθ’ ων η κύρια παρέμβαση στη δικαστική της δαπάνη. Η κύρια αυτή παρέμβαση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι πλέον των 10 ημερών από την ημερομηνία της δικασίμου κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 Π.Δ. 666/1982 (το οποίο, αναφορικά με την προθεσμία άσκησης της παρέμβασης, δεν διακρίνει σε κύρια ή πρόσθετη). Ωστόσο, δοθέντος ότι, κύρια παρέμβαση έχει δικαίωμα να ασκήσει τρίτος, ο οποίος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, και, στην περίπτωση της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως εν προκειμένω, τρίτος, ο οποίος αιτείται την παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο, η υπό κρίση κύρια παρέμβαση είναι απαράδεκτη, καθώς στρέφεται κατά της ανωτέρω ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου, στην οποία η κυρίως παρεμβαίνουσα είναι ήδη διάδικος, διότι, αφενός η εν θέματι ανακοπή στρέφεται και κατά αυτής, αφετέρου δε, με την από 30-09-2019 πράξη του δικαστηρίου έχει διαταχθεί η επίδοσή της σε όλους τους καθ’ ων, μεταξύ των οποίων και η εδώ κυρίως παρεμβαίνουσα (21 Π.Δ. 666/1982, 739, 79, 748 ΚΠολΔ), απορριπτομένου (ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου) του ισχυρισμού της κυρίως παρεμβαίνουσας, ότι η κρινόμενη κύρια παρέμβαση ασκήθηκε μόνο για την περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι η ίδια δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου, εφόσον εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εκουσίας δικαιοδοσίας. Πρέπει ως εκ τούτων η υπό κρίση κύρια παρέμβαση να απορριφθεί.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 27-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8507/4271/2019 ανακοπή τoυ (αρ. πιν. 6), τo ανακόπτον νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «… (…) στρέφεται κατά 1) του διορισθέντος εκκαθαριστή … και κατά των: 2) εταιρείας με την επωνυμία «…», 3) εταιρείας με την επωνυμία «…., 4) εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», 5) του Ελληνικού Δημοσίου, 6) του Δήμου …, 7) του Δήμου …, 8) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… … …», 9) της εταιρείας με την επωνυμία «…», 10) της εταιρείας με την επωνυμία «…», 11) της εταιρείας με την επωνυμία «…», 12) της εταιρείας με την επωνυμία «…», 13) της εταιρείας με την επωνυμία «…», 14) της εταιρείας με την επωνυμία «…», 15) …, 16) … (…) του … (…), 17) …, 18) …, 19) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…», 20) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «… ….», 21) …, 22) …, 23) …, 24) …, 25) …, 26) …, 27) …, 28) …, 29) …, 30) …, 31) …, 32) «…», και 33) της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…» και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν, τη μεταρρύθμιση του από 02-09-2019 πίνακα εκκαθάρισης απαιτήσεων του εκ των καθ’ ων η ανακοπή …, με σκοπό είτε α) να περιοριστούν οι απαιτήσεις των αναφερομένων σε αυτήν καθ’ ων που έγιναν δεκτές από τον εκκαθαριστή (των 2ης, 3ης, 4ης, 5ου, 6ου, 9ης, 12ης, ,13ης, 21ου, 26ης, 30ου), είτε β) να απορριφθούν εξ ολοκλήρου οι απαιτήσεις των αναφερομένων σε αυτήν καθ’ ων (7ου, 8ης, 10ης, 11ης, 14ης, 15ου, 17ου, 18ης, 19ης, 20ης, 23ου, 25ου, 28ου, 29ου, 31ου, 33ου), οι οποίες έγιναν δεκτές από τον εκκαθαριστή, ή τέλος γ) να γίνουν δεκτές οι απαιτήσεις των αναφερομένων σε αυτή καθ’ ων (16ης, 22ου, 24ου, 27ου, 32ης), οι οποίες απορρίφθηκαν από τον εκκαθαριστή. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως ανωτέρω εκτέθηκε (άρθρο 21 ΠΔ 666/1982, σε συνδ. με άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ). Το δικόγραφο της ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου την 27η-09-2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεση του προσβαλλόμενου πίνακα (02-09-2019), ασκήθηκε ως εκ τούτου εμπρόσθεσμα, κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ. Ωστόσο, το ανακόπτον στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης προς άσκηση της υπό κρίσης ανακοπής. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 του Π.Δ. 666/1982, «μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κατάθεση του πίνακα, μπορεί κάθε δανειστής που αναγγέλθηκε και ο οφειλέτης να ασκήσουν ανακοπή κατά της απόφασης του Εκκαθαριστή για την αποδοχή ή μη της απαίτησης». Το ανακόπτον στην προκειμένη περίπτωση δεν φέρει καμία εκ των ιδιοτήτων που προϋποθέτει η ως άνω διάταξη, ώστε να νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της υπό κρίση ανακοπής, ήτοι δεν είναι δανειστής, υπό την έννοια ότι δεν είναι ζημιωθείς από το επίδικο συμβάν κατά τη σημασία της Σύμβασης Ευθύνης 1992, ενώ ομοίως δεν είναι και οφειλέτης, δοθέντος ότι οφειλέτης στην εν θέματι ανακοπή είναι ο συστήσας το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης, το δε … ευθύνεται μόνο δευτερογενώς, ως εκ τούτου δεν δύναται να καταστεί ανακόπτον στην παρούσα δίκη. Ακόμη και για τις περιπτώσεις των καθ’ ων, στους οποίους το … έχει καταβάλει το ποσό της αποζημίωσής τους ή μέρος αυτού, (το τελευταίο) έχει δικαίωμα μόνο να παρέμβει στην παρούσα δίκη κατ’ άρθρο 225 ΚΠολΔ, το οποίο, δυνάμει των διατάξεων 21 Π.Δ. 666/1982 και 741 ΚΠολΔ εφαρμόζεται αναλογικά και στην παρούσα δίκη και όχι να ασκήσει το ίδιο ανακοπή. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης.

Ακολούθως, με την από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1308/717/2020 (αρ. πιν. 11) κύρια παρέμβασή της κατά του Εκκαθαριστή και κατά του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…), η εταιρεία με την επωνυμία «….», παρεμβαίνει κυρίως προκειμένου να βάλλει κατά της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του παρόντος δικαστηρίου για την εκδίκαση των υπό κρίση ανακοπών, καθώς, όπως ισχυρίζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 21 ΠΔ 666/1982 και 740 ΚΠολΔ και τις εφαρμοζόμενες διεθνείς συμβάσεις, αλλά και τις σχετικές με το δεδικασμένο διατάξεις του ΚΠολΔ, η εκδίκαση των υπό κρίση ανακοπών εμπίπτει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (ισχυρίζόμενη) ότι κακώς δρομολογήθηκε από τον διορισθέντα εκκαθαριστή και τους υπεύθυνους του κατά τόπον αρμόδιου Πρωτοδικείου Πειραιώς η εκδίκασή τους από το παρόν Δικαστήριο. Κατόπιν τούτων, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους αναλυτικότερα εκτιθέμενους εκεί λόγους, α) να αποφανθεί το παρόν δικαστήριο ότι δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο να δικάσει την ανωτέρω από 27-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8507/4271/2019 ανακοπή του ανωτέρω νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…), να προσδιορίσει ως αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και να παραπέμψει σε αυτό την εκδίκαση της εν θέματι ανακοπής, άλλως β) να απορριφθεί η ως άνω ανακοπή ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικασθούν οι καθ’ ων η κύρια παρέμβαση στη δικαστική της δαπάνη. Η κύρια αυτή παρέμβαση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι πλέον των 10 ημερών από την ημερομηνία της δικασίμου κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 Π.Δ. 666/1982 (το οποίο, αναφορικά με την προθεσμία άσκησης της παρέμβασης, δεν διακρίνει σε κύρια ή πρόσθετη). Ωστόσο, δοθέντος ότι κύρια παρέμβαση έχει δικαίωμα να ασκήσει τρίτος, ο οποίος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, και, στην περίπτωση της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως εν προκειμένω, τρίτος, ο οποίος αιτείται την παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο, η υπό κρίση κύρια παρέμβαση είναι απαράδεκτη (άρθρα 68, 73, 79, 80 ΚΠολΔ βλ. και 199/2012 ΕφΛαρ, ΤΝΠ Νόμος), καθώς στρέφεται κατά της ανωτέρω ανακοπής του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…), στην οποία η κυρίως παρεμβαίνουσα είναι ήδη διάδικος, διότι, αφενός η εν θέματι ανακοπή στρέφεται και κατά αυτής, αφετέρου δε, με την από 27-09-2019 πράξη του δικαστηρίου έχει διαταχθεί η επίδοσή της σε όλους τους καθ’ ων, μεταξύ των οποίων και η εδώ κυρίως παρεμβαίνουσα (21 Π.Δ. 666/1982, 739, 79, 748 ΚΠολΔ), απορριπτομένου (ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου) του ισχυρισμού της κυρίως παρεμβαίνουσας, ότι η κρινόμενη κύρια παρέμβαση ασκήθηκε μόνο για την περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι η ίδια δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου, εφόσον εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εκουσίας δικαιοδοσίας. Ακόμη όμως και μετά την κατά τα ανωτέρω απόρριψη της ανακοπής (επί της οποίας ασκήθηκε η υπό κρίση κύρια παρέμβαση) ως στερούμενη ενεργητικής νομιμοποίησης, η υπό κρίση κύρια παρέμβαση κρίνεται ομοίως απορριπτέα. Και τούτο διότι, αίτημά της είναι η παραπομπή της υπόθεσης προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο είναι μη νόμιμο, δοθέντος ότι, στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος (όπερ αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της παρέμβασης), αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις δε περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας (όπως εν προκειμένω), το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Πρέπει ως εκ τούτων η υπό κρίση κύρια παρέμβαση να απορριφθεί.

Ακολούθως, με την από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1326/730/2020 (αρ. πιν. 17) κύρια παρέμβασή της κατά του Εκκαθαριστή και κατά του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…), η εταιρεία με την επωνυμία «…» παρεμβαίνει κυρίως, προκειμένου να βάλλει κατά της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του παρόντος δικαστηρίου για την εκδίκαση των υπό κρίση ανακοπών, καθώς, όπως ισχυρίζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 21 ΠΔ 666/1982 και 740 ΚΠολΔ και τις εφαρμοζόμενες διεθνείς συμβάσεις, αλλά και τις σχετικές με το δεδικασμένο διατάξεις του ΚΠολΔ, η εκδίκαση των υπό κρίση ανακοπών εμπίπτει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (ισχυρίζόμενη) ότι κακώς δρομολογήθηκε από τον διορισθέντα εκκαθαριστή και τους υπεύθυνους του κατά τόπον αρμόδιου Πρωτοδικείου Πειραιώς η εκδίκασή τους από το παρόν Δικαστήριο. Κατόπιν τούτων, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους αναλυτικότερα εκτιθέμενους εκεί λόγους, α) να αποφανθεί το παρόν δικαστήριο ότι δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο να δικάσει την ανωτέρω από 27-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8507/4271/2019 ανακοπή του ανωτέρω νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…), να προσδιορίσει ως αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και να παραπέμψει σε αυτό την εκδίκαση της εν θέματι ανακοπής, άλλως β) να απορριφθεί η ως άνω ανακοπή ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικασθούν οι καθ’ ων η κύρια παρέμβαση στη δικαστική της δαπάνη. Η κύρια αυτή παρέμβαση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι πλέον των 10 ημερών από την ημερομηνία της δικασίμου κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 Π.Δ. 666/1982 (το οποίο, αναφορικά με την προθεσμία άσκησης της παρέμβασης, δεν διακρίνει σε κύρια ή πρόσθετη). Ωστόσο, δοθέντος ότι κύρια παρέμβαση έχει δικαίωμα να ασκήσει τρίτος, ο οποίος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, και, στην περίπτωση της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως εν προκειμένω, τρίτος, ο οποίος αιτείται την παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο, η υπό κρίση κύρια παρέμβαση είναι απαράδεκτη (άρθρα 68, 73, 79, 80 ΚΠολΔ βλ. και 199/2012 ΕφΛαρ, ΤΝΠ Νόμος), καθώς στρέφεται κατά της ανωτέρω ανακοπής του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…), στην οποία η κυρίως παρεμβαίνουσα είναι ήδη διάδικος, διότι, αφενός η εν θέματι ανακοπή στρέφεται και κατά αυτής, αφετέρου δε, με την από 27-09-2019 πράξη του δικαστηρίου έχει διαταχθεί η επίδοσή της σε όλους τους καθ’ ων, μεταξύ των οποίων και η εδώ κυρίως παρεμβαίνουσα (21 Π.Δ. 666/1982, 739, 79, 748 ΚΠολΔ), απορριπτομένου (ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου) του ισχυρισμού της κυρίως παρεμβαίνουσας, ότι η κρινόμενη κύρια παρέμβαση ασκήθηκε μόνο για την περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι η ίδια δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου, εφόσον εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εκουσίας δικαιοδοσίας. Ακόμη όμως και μετά την κατά τα ανωτέρω απόρριψη της ανακοπής (επί της οποίας ασκήθηκε η υπό κρίση κύρια παρέμβαση) ως στερούμενη ενεργητικής νομιμοποίησης, η υπό κρίση κύρια παρέμβαση κρίνεται ομοίως απορριπτέα. Και τούτο διότι, αίτημά της είναι η παραπομπή της υπόθεσης προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο είναι μη νόμιμο, δοθέντος ότι, στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος (όπερ αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της παρέμβασης), αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις δε περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας (όπως εν προκειμένω), το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Πρέπει ως εκ τούτων η υπό κρίση κύρια παρέμβαση να απορριφθεί. Πρέπει ως εκ τούτων η υπό κρίση κύρια παρέμβαση να απορριφθεί.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8578/4306/2019 ανακοπή της (αρ. πιν. 18), η ανακόπτουσα ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «…» ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν, τη μεταρρύθμιση του από 02-09-2019 πίνακα εκκαθάρισης απαιτήσεων του καθ’ ου η ανακοπή …, με σκοπό να καταταγεί σε αυτόν για το σύνολο της απαίτησής της, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 38.790.619,75 ευρώ, καθώς και να καταδικαστεί ο αντίδικός της στη δικαστική της δαπάνη. Η ανακοπή αυτή είχε ασκηθεί, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ομού με την από 20-12-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 11750/5902/2019 παρέμβαση του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…), κατά της ανακόπτουσας και υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή εκκαθαριστή, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 21ης-01-2020, συνεκδικαζόμενη με την ως άνω ανακοπή, εκδόθηκε δε επ’ αυτών η υπ’ αριθμ. 2267/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας, το εν θέματι δικαστήριο, αφού κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο, παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως ανωτέρω εκτέθηκε (άρθρο 21 ΠΔ 666/1982, σε συνδ. με άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ). Το δικόγραφο της ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου την 01η-10-2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεση του προσβαλλόμενου πίνακα (02-09-2019), ασκήθηκε ως εκ τούτου εμπρόσθεσμα, κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ. Περαιτέρω, η ανακοπή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 9 επ., 20, 21 του Π.Δ. 666/1982, πλην του αιτήματος να καταδικαστεί ο καθ’ ου η ανακοπή στη δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθώς, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 20, 21 Π.Δ. 666/1982 και 746 ΚΠολΔ, τα έξοδα της ανακοπής επιβάλλονται σε βάρος του αιτούντος, εφ’ όσον η αίτηση έχει υποβληθεί για το συμφέρον του, όπως εν προκειμένω. Πρέπει επομένως η κρινόμενη ανακοπή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, όπως και η παραδεκτώς (κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 Π.Δ. 666/1982) και νομίμως (άρθρα 21, 30 παρ. 2 Π.Δ. 666/1982, 80, 81, 739, 192 και 752 ΚΠολΔ) ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8579/4307/2019 ανακοπή της (αρ. πιν. 19), η ανακόπτουσα ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «….» ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν, τη μεταρρύθμιση του από 02-09-2019 πίνακα εκκαθάρισης απαιτήσεων του καθ’ ου η ανακοπή …, με σκοπό να καταταγεί σε αυτόν για το σύνολο της απαίτησής της, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 24.575.845,07 ευρώ, καθώς και να καταδικαστεί ο αντίδικός της στη δικαστική της δαπάνη. Η ανακοπή αυτή είχε ασκηθεί, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ομού με την από 20-12-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 11749/5901/2019 παρέμβαση του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…), κατά της ανακόπτουσας και υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή εκκαθαριστή, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 21ης-01-2020, συνεκδικαζόμενη με την ως άνω ανακοπή, εκδόθηκε δε επ’ αυτών η υπ’ αριθμ. 2268/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας, το εν θέματι δικαστήριο, αφού κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο, παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως ανωτέρω εκτέθηκε (άρθρο 21 ΠΔ 666/1982, σε συνδ. με άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ). Το δικόγραφο της ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου την 01η-10-2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεση του προσβαλλόμενου πίνακα (02-09-2019), ασκήθηκε ως εκ τούτου εμπρόσθεσμα, κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ. Περαιτέρω, η ανακοπή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 9 επ., 20, 21 του Π.Δ. 666/1982, πλην του αιτήματος να καταδικαστεί ο καθ’ ου η ανακοπή στη δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθώς, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 20, 21 Π.Δ. 666/1982 και 746 ΚΠολΔ, τα έξοδα της ανακοπής επιβάλλονται σε βάρος του αιτούντος, εφ’ όσον η αίτηση έχει υποβληθεί για το συμφέρον του, όπως εν προκειμένω. Πρέπει επομένως η κρινόμενη ανακοπή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, όπως και η παραδεκτώς (κατ’ άρθρο 21 παρ. 3 Π.Δ. 666/1982) και νομίμως (άρθρα 21, 30 παρ. 2 Π.Δ. 666/1982, 80, 81, 739, 192 και 752 ΚΠολΔ) ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 04-11-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8724/4098/2020 ανακοπή τoυ (αρ. πιν. 20), τo ανακόπτον νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «… (…) στρέφεται κατά του διορισθέντος εκκαθαριστή … και εκθέτει τα εξής: ότι μετά την επέλευση του επίδικου ζημιογόνου συμβάντος, ήτοι τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου «…», πλοιοκτησίας της εταιρείας «…» νοτιοδυτικά της νήσου Αταλάντη και της εξ αυτής διαρροή στη θάλασσα καυσίμου βαρέως πετρελαίου σε μήκος περίπου 4 χιλιομέτρων στην ακτογραμμή της Σαλαμίνας και 25 χιλιομέτρων στην ακτογραμμή της Αττικής, η ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…» συνέστησε κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του ανωτέρω δεξαμενόπλοιου, ύψους 5.410.000 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης Ευθύνης 1992, κατόπιν σχετικής δήλωσης που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ακολούθως δε, δεκτής γενομένης της ανωτέρω δήλωσης περιορισμού ευθύνης δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4909/2017 απόφασης της Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιώς, διορίσθηκε ο δικηγόρος Πειραιώς … εκκαθαριστής του συσταθέντος … με την υπ’ αριθμ. 5362/2017 πράξη του προέδρου της τριμελούς επιτροπής διοίκησης του Πρωτοδικείου. Ότι κατόπιν προσκλήσεων που δημοσίευσε σε εφημερίδες, ο ανωτέρω εκκαθαριστής κάλεσε τους φερόμενους ως ζημιωθέντες να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους σε αυτόν εντός προθεσμίας 5 μηνών από την τελευταία δημοσίευση, ήτοι μέχρι την 07η-05-2018. Ότι ενώπιον του εκκαθαριστή αναγγέλθηκαν απαιτήσεις από διάφορα μέρη για αποζημίωση ζημιών ρύπανσης, μεταξύ των οποίων και δικές του, καθ’ υποκατάσταση απαιτήσεων πληγέντων που είχε καταβάλει συμβιβαστικά ή προκαταβολικά, κατόπιν δε, ακολούθησε η διαδικασία εξέλεγξης και επαλήθεσης των αναγγελθεισών απαιτήσεων και εν συνεχεία ο εκκαθαριστής κατέθεσε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου τον από 02-09-2019 πίνακα απαιτήσεων, κατά του οποίου ασκήθηκαν οι κρινόμενες ανακοπές. Ότι το ίδιο, έχοντας μεγάλη εμπειρία στη διαχείριση περιστατικών ρύπανσης που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης Ευθύνης 1992, συνέχισε να εξετάζει απαιτήσεις πληγέντων και να συμβιβάζει ή να καταβάλει προκαταβολές, ακόμη και μετά τη χρονική περίοδο που όρισε ο εκκαθαριστής για την αναγγελία των απαιτήσεων (07-05-2019). Ότι σε αυτό το πλαίσιο ανήγγειλε ενώπιον του ανωτέρω εκκαθαριστή στις 08-09-2020 την απαίτησή του, η οποία προήλθε από τις καταβολές που το ίδιο πραγματοποίησε προς διάφορους πληγέντες μετά τις 07-05-2018 και καθ’ υποκατάσταση των δικαιωμάτων αυτών και οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 797.985,20 ευρώ. Ότι ωστόσο ο διορισθείς εκκαθαριστής, με την από 12-10-2020 απόφασή του, απέρριψε την εν θέματι απαίτησή του, με την αιτιολογία ότι είναι εκπρόθεσμη, λόγω υποβολής της μετά την πεντάμηνη προθεσμία που είχε ορίσει ο ίδιος, κρίνοντας περαιτέρω, ότι εφόσον έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης ο χρόνος για την αναγγελία απαιτήσεων ρυθμίζεται αποκλειστικά από το άρθρο 11 του Π.Δ. 666/1982, χωρίς να εφαρμόζεται συγχρόνως το άρθρο VIII της Σύμβασης Ευθύνης 1992, όπως το ίδιο το ανακόπτον ισχυρίζεται. Ότι η θέση αυτή του εκκαθαριστή είναι εσφαλμένη, καθώς ακόμη και μετά τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού, το άρθρο VIII της Σύμβασης Ευθύνης 1992, ως διάταξη ουσιαστικού δικαίου αυξημένης μάλιστα τυπικής ισχύος κατ’ άρθρο 28 του Συντάγματος, τυγχάνει εφαρμογής και ρυθμίζει την απόσβεση του δικαιώματος αποζημίωσης ζημίας ρύπανσης λόγω μη προβολής σχετικής αξίωσης εντός συγκεκριμένου χρόνου, ανεξαρτήτως αν η σχετική απαίτηση αποζημίωσης ικανοποιείται από την προσωπική περιουσία του πλοιοκτήτη ασφαλιστή ή από τμήμα αυτής της περιουσίας που έχει αποχωρισθεί και αποτελεί το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης, αντιθέτως δε, το άρθρο 11 του Π.Δ. 666/1982 είναι διάταξη δικονομικού δικαίου και δεν δύναται να καταλήξει στην πρακτική εξαφάνιση του δικαιώματος αποζημίωσης σε συντομότερο χρόνο από αυτόν που προβλέπει το αυξημένης τυπικής ισχύος άρθρο VIII της Σύμβασης Ευθύνης 1992. Κατόπιν τούτων ζητεί να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη (από 12-10-2020) απόφαση του εκκαθαριστή, με σκοπό να γίνει δεκτή η από 08-09-2020 απαίτησή του συνολικού ύψους 797.985,20 ευρώ και να περιληφθεί αυτή σε νέο ή συμπληρωματικό πίνακα απαιτήσεων που θα πρέπει να συντάξει ο εκκαθαριστής και να εξοφληθεί από το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης Ευθύνης 1992 και του Π.Δ. 666/1982. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, όπως ανωτέρω εκτέθηκε (άρθρο 21 ΠΔ 666/1982, σε συνδ. με άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Ωστόσο, πέραν του απαραδέκτου λόγω της εκπρόθεσμης κατάθεσης του δικογράφου της ανακοπής, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου την 05η-11-2020, ήτοι πέραν της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 παρ. 2 του Π.Δ. 666/1982 προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεση του προσβαλλόμενου πίνακα (02-09-2019), η υπό κρίση ανακοπή κρίνεται απορριπτέα για τους κατωτέρω λόγους: από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων VI εδ. (α). ΙΙΙ παρ. 4, V και ΙΧ παρ. 3 της CLC 1969/1992 (Σύμβασης Ευθύνης), προκύπτει ότι, αφ’ ης στιγμής συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης  του πλοιοκτήτη ή του ασφαλιστή (σύμφωνα με το άρθρο V αυτής), τότε δεν υφίσταται άλλος τρόπος άσκησης των αξιώσεων των ζημιωθέντων, πέραν της διαδικασίας που τίθεται εκ του Π.Δ. 666/1982, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 8 του Ν 314/1976 «Περί κυρώσεως της υπογραφείσης εν Βρυξέλλαις Συµβάσεως περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου» (1969), όπως η σύµβαση τροποποιήθηκε µεταγενεστέρως µε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του έτους 1992, το οποίο κυρώθηκε µε το ΠΔ 197 της 30.5-13.6.1995 και τέθηκε σε ισχύ, σύµφωνα µε την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 αυτού, την 9η Οκτωβρίου 1996, έχοντος πλέον του νόµου αυτού την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος (άρθρο 1 του ως άνω νόµου). Το άρθρο VIII της Σύμβασης Ευθύνης 1992 που επικαλείται το ανακόπτον, κατά το οποίο «δικαιώματα αποζημιώσεως εκ της παρούσης Συμβάσεως αποσβένυνται εάν μη εγερθεί αγωγή εξ αυτής εντός τριών ετών, από της ημερομηνίας, καθ’ ην έλαβε χώρα η ζημία», προβλέπει τριετή αποσβεστική προθεσμία άσκησης των αξιώσεων των ζημιωθέντων και τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση που δεν έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης, κατά την οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του Π.Δ. 666/1982. Εντός του ανωτέρω πλαισίου, το ανακόπτον θα είχε τη δυνατότητα να αναγγελθεί εκπρόθεσμα, μόνο όμως τηρουμένων των προϋποθέσεων που τίθενται εκ της διάταξης του άρθρου 12 (Π.Δ. 666/1982), οι οποίες ωστόσο δεν τηρήθηκαν εν προκειμένω. Διαφορετική θεώρηση θα καθιστούσε τη διαδικασία σύστασης περιορισμού κεφαλαίου άνευ αντικειμένου. Και τούτο διότι, αφενός μεν θα εδίνετο το περιθώριο παραβίασης των διατάξεων του Π.Δ. 666/1982 που θέτουν το πλαίσιο σύστασης και διανομής του …, αφετέρου δε, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ευθύνη του … προς αποζημίωση είναι δευτερογενής σε σχέση με την πρωτογενή ευθύνη του κυρίου του πλοίου και καλείται, μεταξύ άλλων, να καλύψει τα έξοδα αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημίας, στην περίπτωση όπου ο κύριος του πλοίου λόγω οικονομικής αδυναμίας δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τους δικαιούχους, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ευθύνης 1992, και, στην περίπτωση σύστασης κεφαλαίου, αποκλειστικά μέσω της συμμετοχής στην εν λόγω διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης των απαιτήσεων, όσων έχουν απαιτήσεις από την θαλάσσια ρύπανση και στον βαθμό που αυτό δεν γίνει και μόνο, δύναται να στραφεί δευτερογενώς κατά του εδώ ανακόπτοντος (Δεθνούς Κεφαλαίου). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ζημιωθέντες που απευθύνθηκαν στο ανακόπτον για το συμβιβασμό ή την αποκατάσταση της απαίτησής τους, δεν εντάχθηκαν στην προβλεπόμενη από τη Σύμβαση Ευθύνης 1992 και ακολούθως το Π.Δ. 666/1982 διαδικασία του …, αλλ’ αντιθέτως ικανοποιήθηκαν, παρακάμπτοντας αυτήν, από το ανακόπτον, το οποίο ωστόσο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, υπέχει μόνο δευτερογενή ευθύνη προς αποζημίωση. Τούτο προκύπτει ευθέως και από το άρθρο 4 της «Σύμβασης Κεφαλαίου 1992», στο οποίο προβλέπεται ότι, «για να επιτελέσει πλήρως το σκοπό του το Κεφάλαιο, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 (α), θα καταβάλλει αποζημίωση σε κάθε πρόσωπο, που έπαθε ζημιές από ρύπανση, αν το πρόσωπο αυτό δεν μπόρεσε να επιτύχει πλήρη και επαρκή αποζημίωση για τις ζημιές, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης Ευθύνης…». Κατόπιν τούτων, πρέπει για τους προεκτεθέντες λόγους, να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή.

Κατά το άρθρο 11 του Ν. 743 της 14/17-10-1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α’ 319), «1. Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου, ο προϊστάμενος ή διευθυντής της εγκατάστασης, καθώς και οι τυχόν εντεταλμένοι υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια Λιμενική Αρχή ή στο Υπουργείο και να λάβουν άμεσα κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης, ενεργώντας σύμφωνα με τα υφιστάμενα σχέδια αντιμετώπισης της ρύπανσης. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο αυτός που προκάλεσε τη ρύπανση, οι συνυπεύθυνοι και οι τυχόν εντεταλμένοι αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στην έκταση, που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις αντιμετώπισης της ρύπανσης, ευθυνόμενοι επιπρόσθετα για τις συνέπειες κάθε καθυστέρησης. 2. Η Αρχή, ευθύς ως πληροφορηθή περιστατικόν ρυπάνσεως ή πρόδηλον και επικείμενον κίνδυνον προκλήσεως τοιαύτης, λαμβάνει παν πρόσφορον μέτρον προς αποτροπήν, περιορισμόν και εξουδετέρωσιν των εξ αυτής συνεπειών, ενημερούσα σχετικώς τον πλοίαρχον ή πλοιοκτήτην ή τον νόμιμον αντιπρόσωπόν του και εν απουσία αυτών, τον πράκτορα ή έτερον αρμόδιον και επί εγκαταστάσεως τον ιδιοκτήτην ή τον εκμεταλλευόμενον αυτήν. 3. Η Αρχή δύναται να χρησιμοποιή και συντονίζη ιδιωτικά μέσα και να αιτήται την συνδρομήν συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων, διαθετουσών τα αναγκαιούντα μέσα και την σχετικήν πείρα προς αντιμετώπισιν τοιούτων περιστατικών. 4. Η χρησιμοποίησις των ανηκόντων εις Οργανισμούς και ιδιώτας μέσων γίνεται πάντοτε υπό τον έλεγχον της Αρχής, αι δε συναφείς δαπάναι βαρύνουν το πλοίον ή την εγκατάστασιν και τον οπωσδήποτε προκαλέσαντα την ρύπανσιν. 5. Οι εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης εκτελούνται πάντοτε υπό την άμεση εποπτεία της Αρχής, η οποία εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους. 6. Με απόφαση του Υπουργού καθορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας και οι ελάχιστες απαιτήσεις σε οργάνωση, επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, εξοπλισμό, υλικά, μέσα και ουσίες που πρέπει να διαθέτουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια προκειμένου να τους χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας ως αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης της θάλασσας. 7. Οι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης έχουν όλες τις ευθύνες του εντολοδόχου τους για τη λήψη των προβλεπόμενων μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης και εκτελούν τις σχετικές εργασίες υπό την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αρχής επί ποινή ανακλήσεως της άδειας που τους έχει χορηγηθεί». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 12 παρ.1 του ίδιου νομοθετήματος, «Διά την αποκατάστασιν προκληθεισών εκ ρυπάνσεως ζημιών, ως και διά τας γενομένας δαπάνας προς αποτροπήν ή εξουδετέρωσιν αυτής υπεύθυνος είναι ο υπαιτίως προκαλέσας την ρύπανσιν, μετ’ αυτού δε ευθύνονται εις ολόκληρον και οι κάτωθι: α) Επί πλοίων και δεξαμενοπλοίων ο πλοίαρχος ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο εν Ελλάδι διαχειριστής του πλοίου, επί πλοίων δε και δεξαμενοπλοίων ανηκόντων εις ανωνύμους εταιρείας και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, ως και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. β) Επί εγκαταστάσεως, ο ιδιοκτήτης, ο εκμεταλλευόμενος αυτήν, εάν δε αύτη ανήκη εις εταιρείαν ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής, ως και ο εν γένει εκπροσωπών την ρυπαίνουσαν μονάδα». Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10 παρ.11 και 12, αντίστοιχα, του Ν.2252/1994, κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο και μεταγλωττίσθηκαν στη δημοτική με το Π.Δ. 55 της 11/20-3-1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος» (ΦΕΚ Α’ 58), λαμβάνοντας τους ίδιους αριθμούς 11 και 12, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια λιμενική αρχή ή στο υπουργείο και να λάβουν αμέσως κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης και αν αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στην έκταση που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις ευθυνόμενοι για τις συνέπειες από την καθυστέρηση. Η αρμόδια λιμενική αρχή αμέσως μόλις πληροφορηθεί περιστατικό ρύπανσης ή πρόδηλο και επικείμενο κίνδυνο πρόκλησης ρύπανσης, λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, τον περιορισμό και την εξουδετέρωση των συνεπειών της, ενημερώνοντας σχετικά τον πλοίαρχο ή πλοιοκτήτη ή τον νόμιμο αντιπρόσωπό του, και σε περίπτωση απουσίας αυτών, τον πράκτορα ή άλλον αρμόδιο του πλοίου. Η λιμενική αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί και να συντονίζει ιδιωτικά μέσα και να ζητεί τη συνδρομή συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που διαθέτουν τα αναγκαία μέσα και τη σχετική πείρα για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών. Η χρησιμοποίηση των μέσων που ανήκουν σε οργανισμούς και ιδιώτες γίνεται πάντοτε υπό τον έλεγχο της Αρχής, ενώ οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν το πλοίο και αυτόν που με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε τη ρύπανση, οι δε εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης εκτελούνται πάντοτε υπό την άμεση εποπτεία της Αρχής, η οποία εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλομένη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους. Οι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης έχουν όλες τις ευθύνες του εντολοδόχου για τη λήψη των προβλεπομένων μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης και εκτελούν τις σχετικές εργασίες υπό την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Λιμενικής Αρχής, με ποινή ανάκλησης της άδειας που τους έχει χορηγηθεί. Για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση, καθώς και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση αυτής, υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαιτίως τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο πρόκλησης αυτής (πταισματική ευθύνη) και μαζί με αυτόν ευθύνονται εις ολόκληρον, επί μεν πλοίων και δεξαμενόπλοιων, ο πλοίαρχος, αν δεν προκάλεσε ο ίδιος υπαιτίως τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο πρόκλησης αυτής, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα, και για πλοία και δεξαμενόπλοια που ανήκουν σε ανώνυμες εταιρείες, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και ο διευθύνων σύμβουλος ,ενώ επί εγκατάστασης, ο ιδιοκτήτης, ο εκμεταλλευόμενος αυτήν, εάν δε η εγκατάσταση ανήκει σε εταιρεία ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής, καθώς και αυτός που εκπροσωπεί εν γένει τη ρυπαίνουσα μονάδα (αντικειμενική ευθύνη). Σημειώνεται ότι η ως άνω διεύρυνση του κύκλου των προσώπων που ευθύνονται για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση, με τη θέσπιση της σχετικής αντικειμενικής ευθύνης των προαναφερθέντων προσώπων, αποσκοπεί στην πληρέστερη προστασία του κοινωνικού αγαθού του φυσικού περιβάλλοντος, έτσι δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Η ευθύνη αυτή των ως άνω προσώπων για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από τη ρύπανση, ως και των δαπανών που έγιναν για την αποτροπή ή την εξουδετέρωσή της υφίσταται ειδικότερα έναντι αυτού που εκτέλεσε την απορρύπανση, ανεξάρτητα από το εάν τη συνδρομή του ζήτησε η αρμόδια λιμενική αρχή, κατά την παρεχομένη σ’ αυτήν ευχέρεια με το άρθρο 11 παρ.3 του Ν.743/1977 ή το έργο της απορρύπανσης ανατέθηκε σ’ αυτόν με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη του ρυπογόνου πλοίου, αφού ο νόμος δεν διακρίνει ως προς τούτο. Υποκειμενική (πταισματική) ευθύνη ομοίως με το άρθρο 12 παρ.1 εδ.α΄ του Ν.743/1977, εκείνου που προκάλεσε υπαίτια την ρύπανση και αντικειμενική των λοιπών ως άνω προσώπων εις ολόκληρον ευθυνόμενων μετά του υπαιτίου για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από τη ρύπανση ως και για τις γενόμενες δαπάνες προς αποκατάσταση ή εξουδετέρωσή της, καθιερώνει και το άρθρο 4 της υπογραφείσας το 1972 στο Λονδίνο-Μεξικό-Μόσχα και Ουάσινγκτον Διεθνούς Σύμβασης “περί προλήψεως ρυπάνσεως της θαλάσσης εξ απορρίψεως καταλοίπων και άλλων υλών”, που κυρώθηκε με το Ν.1147/1981 (ΕφΠειρ 961/2005 ΤΝΠ Νόμος). Οι δε προαναφερθείσες διατάξεις του Ν.743/1977 εφαρμόζονται, με βάση το άρθρο 2 παρ.1 περ.α΄ του ως άνω νομοθετήματος -μεταξύ άλλων- στις περιπτώσεις ρύπανσης των λιμένων, των ακτών της χώρας και των ελληνικών χωρικών υδάτων από πλοία ή δεξαμενόπλοια με ελληνική ή ξένη σημαία (ΑΠ 332/2006 ΕΕμπΔ 2006.405, ΕφΠειρ 83/2015, ΕφΠειρ 85/2014, ΕφΠειρ 254/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 499/2013 ΕΝΔ 2013.450, ΕφΠειρ 127/2009 ΕΕμπΔ 2010.691, ΕφΠειρ 1000/2006 ΕΝΔ 2007.187, ΕφΠειρ 961/2005 ΕΕμπΔ 2005.799, βλ. Καράκωστα Ι., Περιβάλλον και Δίκαιο, 3η έκδ., σελ.418). Έτσι προσδιορίζει ο ίδιος το πεδίο εφαρμογής του και κατά συνέπεια οι σχετικές διατάξεις του, όταν η ρύπανση προκαλείται στην Ελλάδα από ξένο πλοίο, χαρακτηρίζονται ως αμέσου εφαρμογής (ΕφΠειρ 254/2014, ΕφΠειρ 127/2009 Νόμος, βλ. Σπ.Βρέλλη, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, γ΄ έκδ., σελ.258, σημ.8). Ως θαλάσσια ρύπανση χαρακτηρίζεται κατ’ άρθρο 1 παρ.1δ΄ του νόμου αυτού “η παρουσία στη θάλασσα κάθε ουσίας, η οποία αλλοιώνει τη φυσική κατάσταση του θαλασσινού νερού ή το καθιστά επιβλαβές στην υγεία του ανθρώπου ή στην πανίδα και χλωρίδα των βυθών και γενικά ακατάλληλο για τις προβλεπόμενες κατά περίπτωση χρήσεις του”, ως πετρέλαιο δε κατά το εδ.ι΄ του ίδιου άρθρου “κάθε τύπος πετρελαίου που περιλαμβάνει αργό πετρέλαιο, πετρέλαιο εξωτερικής καύσης, στερεά πετρελαιοειδή κατάλοιπα, πετρελαιοειδή απορρίμματα και προϊόντα απόσταξης”, καθώς και το πετρελαιώδες μείγμα (εδ. Ια΄). Από τις διατάξεις του νόμου προκύπτει ότι η δημιουργούμενη διαφορά, μεταξύ του διενεργούντος την απορρύπανση είτε αυτός είναι η αρμόδια αρχή και δη ΝΠΔΔ (ΟΤΑ) είτε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολεμήσεως της ρυπάνσεως, στις οποίες έχει ανατεθεί, από τις ως άνω αρχές σύμφωνα με την προμνησθείσα ευχέρειά τους, η απορρύπανση και του ευθυνόμενου (αντικειμενικά ή πταισματικά), αναφορικά με την αποζημίωση για τις δαπάνες που έγιναν προς αποτροπή ή εξουδετέρωση αυτής (ρύπανσης) είναι ιδιωτικής φύσεως, αφού η αξίωση για τη δικαστική της επιδίωξη δεν γίνεται στο πλαίσιο της ενάσκησης δημόσιας εξουσίας από τον διενεργήσαντα την απορρύπανση δημόσιο οργανισμό ή ΟΤΑ, ο οποίος επιδιώκει την ικανοποίηση της αξιώσεως από τον ευθυνόμενο για την πρόκληση της ρύπανσης. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την διατύπωση του άρθρου 12 του ιδίου νόμου. Από άποψη περιεχομένου, διαπιστώνεται αμέσως ότι δεν υπάρχει πλήρης επικάλυψη στις ρυθμίσεις της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1969 και του Ν.743/1977. Ο Ν.743/1977 είναι μάλιστα από πολλές απόψεις ευρύτερος από τη Διεθνή Σύμβαση. Συγκρίνοντας το περιεχόμενο των δύο νομοθετημάτων συνάγεται ότι παρά τις διαφορές υπάρχει μερική επικάλυψη στις ρυθμίσεις τους. Συγκεκριμένα, η επικάλυψη αφορά την αστική ευθύνη που γεννάται όταν επέλθει ρύπανση στο έδαφος ή στα ελληνικά χωρικά ύδατα από πετρέλαιο που διέφυγε ή εξέρρευσε από πλοίο ελληνικό ή ξένο. Στην περίπτωση αυτή πραγματικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή τόσο του Ν.743/1977 όσο και της ΔΣ των Βρυξελλών του 1969. Και ο ημεδαπός που θέλει να επωφεληθεί από την ευθύνη αυτή, μπορεί να επικαλεσθεί αναλόγως τόσο το ένα, όσο και το άλλο νομοθέτημα (βλ. Α.Κιάντου -Παμπούκη, Η αστική ευθύνη για ρύπανση της θάλασσας ο,α., σελ.6, 7) η υπεροχή όμως της ΔΣ απέναντι στον κοινό νόμο είναι επιβεβλημένη κατ’ άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, εφόσον βεβαίως η επίδικη περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Διεθνούς Σϋμβασης CLC, κατά τα προδιαλαμβανόμενα (ΕφΠειρ 961/2005 ΕΕμπΔ 2005.799).

Από τις ένορκες καταθέσεις που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου και περιέχονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της παρούσας, τις υπ’ αριθμ. … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … και … αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ζωής Βενίτη, τις υπ’ αριθμ.  … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … και … αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ζωής Βενίτη, την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, την από 20-09-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … ενώπιον του δικηγόρου Κωνσταντίνου Παύλου, τις νομίμως προσκομισθείσες από όλα τα διάδικα μέρη ιδιωτικές πραγματογνωμοσύνες και τεχνικές εκθέσεις, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, στα οποία συγκαταλέγονται και οι γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οι οποίες συντάχθηκαν κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων και προσάγονται από αυτούς και οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα, όσο και τα έγγραφα που τηρούνται στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου, τα οποία είχαν προσκομίσει άπαντες οι διάδικοι στο στάδιο των αναγγελιών και του ελέγχου των απαιτήσεων και τα οποία θεωρούνται γνωστά στο δικαστήριο λόγω του καθιερούμενου από τα άρθρα 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ ανακριτικού συστήματος της προκείμενης διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας, ενόψει και του ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 Π.Δ. 666/1982, ο αρμόδιος γραμματέας του δικαστηρίου, σε περίπτωση …, τηρεί φάκελο, στον οποίο μεταξύ άλλων τηρεί και όλα τα προσκομιζόμενα από τους αναγγελθέντες έγγραφα μέχρι το πέρας της εκκαθάρισης, ορισμένα εκ των οποίων (εγγράφων) μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς όμως να παραληφθεί η συνεκτίμηση κανενός, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017 και περί ώρα 09:30, το υπό Ελληνική Σημαία δεξαμενόπλοιο «…», αριθμ. νηολογίου …, ολικής χωρητικότητας 1521,21 κόρων, με διακριτικό σήμα SVAD4, πλοιοκτησίας της ναυτικής εταιρείας του Ν. 959/79 με την επωνυμία «… …», που εδρεύει στο …, βυθίστηκε ενώ ήταν αγκυροβολημένο στο αγκυροβόλιο (ράδα) του Λιμένος Πειραιώς και σε σημείο νοτιοδυτικά της νησίδας Αταλάντης στον Σαρωνικό Κόλπο και δη στη θέση …. Κατά τον χρόνο της βύθισής του το ως άνω πλοίο μετέφερε 2.194,863 μετρικούς τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ (HFO) και 340,581 μετρικούς τόνους καυσίμου πετρελαίου ναυτιλίας (marine gas oil), ενώ υπήρχαν επί του πλοίου και ποσότητες καυσίμων, λιπαντικών και χημικών. Συνεπεία της βύθισης του πλοίου διέρρευσαν στη θάλασσα μεγάλες ποσότητες πετρελαιοειδών (υπολογιζόμενες σε περίπου 700 m3), οι οποίες ρύπαναν την ως άνω περιοχή και, με τη συμβολή των ανέμων εξαπλώθηκαν στο ανατολικό μέρος της ευρύτερης θαλάσσιας περιοχής του Σαρωνικού Κόλπου και σε έκταση περίπου 30 χλμ. ακτογραμμής, ρυπαίνοντας την ανατολική ακτογραμμή της Νήσου Σαλαμίνας και τη δυτική ακτογραμμή του Νομού Αττικής μεταξύ των περιοχών Δραπετσώνα και Καβούρι και σε έκταση άνω των 25 χλμ. Ήδη την ίδια ημέρα (10-09-2017), η πλοιοκτήτρια εταιρεία ανέθεσε κατ’ εφαρμογή των προεκτεθέντων στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας διατάξεων του Ν. 743 της 14/17-10-1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», και, δυνάμει σχετικής συμφωνίας, τις εργασίες περιορισμού και προλήψεως ρυπάνσεως της θάλασσας και καθαρισμού των ακτών των περιοχών που επλήγησαν, στην εταιρεία με την επωνυμία «….» (ανακόπτουσα της υπ’ αριθμ. πιν. 19 ανακοπής), που εδρεύει στο …, η οποία, ως αντικείμενο δραστηριότητας έχει την εκμετάλλευση ρυμουλκών, γερανών, φορτηγίδων και παντός εν γένει πλοίου και πλωτού ναυπηγήματος και τη συνακόλουθη εκτέλεση ναυαγιαιρέσεων, διάσωση πλοίων που βρίσκονται σε κίνδυνο και ανέλκυση πλοίων και ναυαγίων λόγω μερικής ή ολικής βύθισης, ενώ παράλληλα δραστηριοποιείται και στην εκτέλεση εργασιών σχετικά με την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και τη λήψη αντιρρυπαντικών και απορρυπαντικών μέτρων προς αντιμετώπιση θαλάσσιας ρύπανσης από πετρελαιοειδή. Η συμφωνία αυτή επιβεβαιώθηκε και εγγράφως με την 15-09-2017 Σύμβαση, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις από 28-09-2017 και 30-10-2017 τροποποιητικές συμβάσεις. Στο πλαίσιο της κατά τα ανωτέρω ανάθεσης και με δεδομένο ότι η προκληθείσα ρύπανση από το βυθισθέν πλοίο πολύ γρήγορα έλαβε μεγάλες διαστάσεις, η ως άνω εταιρεία ανέθεσε αρχικά υπεργολαβικώς στην εταιρεία με την επωνυμία «…» (ανακόπτουσα της υπ’ αριθμ. πιν. 18 ανακοπής), που εδρεύει στον …. και ως αντικείμενο δραστηριότητας έχει την εκτέλεση έργων και την παροχή υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων τη λήψη προληπτικών και κατασταλτικών, αντιρρυπαντικών και απορρυπαντικών μέτρων προς αντιμετώπιση των ρυπάνσεων του θαλασσίου και του χερσαίου και παρακτίου περιβάλλοντος από πετρελαιοειδή, μέρος των εργασιών αντιρρύπανσης στην επιφάνεια της θάλασσας πέριξ του ναυαγίου, ενώ στη συνέχεια ανατέθηκε και σε άλλες εταιρείες υπεργολαβικώς η εκτέλεση μέρους των εργασιών, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω. Περαιτέρω, η ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…», που είχε ασφαλίσει την αστική ευθύνη της πλοιοκτήτριας εταιρείας «…», κατέθεσε στο αρμόδιο (λόγω του τόπου τέλεσης του συμβάντος) Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 19-10-2017 και με ΓΑΚ 11041/2017 δήλωση περιορισμού ευθύνης, η οποία (δήλωση) έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 4909/09-11-2017 απόφαση της Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιώς και συστήθηκε κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαμενόπλοιου «…» σύμφωνα με τις διατάξεις της «Διεθνούς Σύμβασης του 1992 αναφορικά με την αστική ευθύνη για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο», ύψους 5.409.925,40 ευρώ (εκ των οποίων ποσό 1.835,60 ευρώ προορίζονται για την κάλυψη των εξόδων διαχείρισης του …), πλέον ποσό 1.761 ευρώ για την κάλυψη εξόδων διαδικασίας, με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό Ελληνικής Τράπεζας, ακολούθως δε, με την υπ’ αριθμ. 5362/2017 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ορίσθηκε εκκαθαριστής του συσταθέντος κατά τα ανωτέρω κεφαλαίου, ο δικηγόρος Πειραιώς …. Ο τελευταίος, με προσκλήσεις που δημοσίευσε σε εφημερίδες … στις 30-11-2017 και … στις 05-12-2017), κατά την προβλεπόμενη από το Π.Δ. 666/1982 διαδικασία, κάλεσε τους φερόμενους ως ζημιωθέντες από το ανωτέρω ζημιογόνο συμβάν, να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους σε αυτόν, εντός της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του εν λόγω Π.Δ. προθεσμίας, ήτοι εντός πέντε μηνών από την τελευταία δημοσίευση σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας που εκδίδεται στην Αθήνα και δη έως την 07η-05-2018. Μετά την ολοκλήρωση της προβλεπόμενης από το ανωτέρω Π.Δ. διαδικασίας ελέγχου, στην οποία περιλαμβάνεται η εξέλεγξη και επαλήθευση των αναγγελθεισών απαιτήσεων, ο διορισθείς εκκαθαριστής κατήρτισε τον από 02-09-2019 Πίνακα Απαιτήσεων του άρθρου 20 του Π.Δ. 666/1982, τον οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, που προσβάλλεται ήδη με τις προαναφερόμενες ένδικες ανακοπές. Οι απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον προλεχθέντα Πίνακα, αφορούν κυρίως σε αμοιβές και αποζημιώσεις όσων ενεπλάκησαν στη λήψη μέτρων απορρύπανσης για την αποκατάσταση της επελθούσας περιβαλλοντικής επιβάρυνσης (ενδεικτικά πόντιση φραγμάτων  γύρω από τον θαλάσσιο χώρο του ναυαγίου, περισυλλογή πετρελαίου από την επιφάνεια της θάλασσας με τη χρήση απορροφητικών υλικών και αντιρρυπαντικών σκαφών, στεγανοποίηση του βυθισθέντος πλοίου και απάντλησης των πετρελαιοειδών που βρίσκονταν στις δεξαμενές φορτίου και καυσίμων και ανέλκυση του ναυαγίου από τον βυθό), καθώς και σε αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν στον τομέα της αλιείας, στη λειτουργία των επιχειρήσεων τουρισμού, εστίασης, αναψυχής και ιχθυοκαλλιεργειών των παράκτιων κυρίως περιοχών που επλήγησαν από τη ρύπανση.

Αναφορικά με τις αξιώσεις που προέβαλαν ορισμένοι εκ των αναγγελθέντων και ήδη ανακοπτόντων, όπως ειδικότερα κατωτέρω αναφέρονται κατά την εξέταση κάθε ανακοπής και των σχετικών λόγων αυτής,  βάλλοντας κατά του εκκαθαριστή, ο οποίος απέρριψε ως μη νόμιμα τα αιτήματα για την επιδίκαση σε αυτούς αποζημίωσης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τη ρύπανση, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: η Διεθνής Σύμβαση που κυρώθηκε με τον Ν. 314/1976, όπως αυτό ισχύει σήμερα και υπερισχύει κάθε συναφούς διατάξεως εσωτερικού ελληνικού δικαίου (άρθρο 28Σ), ρητώς ρυθμίζει ότι, «ουδεμία αξίωσις αποζημιώσεως δια ζημίαν εκ ρυπάνσεως δύναται να εγερθεί κατά του πλοιοκτήτου άλλως ή συμφώνως προς την παρούσαν σύμβασιν» (άρθρο ΙΙΙ παρ. 4), ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 6 της ίδιας Σύμβασης, ως ζημία από ρύπανση εκλαμβάνεται η απώλεια ή ζημία που προκαλείται εκτός του πλοίου από μόλυνση προερχόμενη από διαφυγή ή εκροή πετρελαίου από το πλοίου, με την επιφύλαξη ότι αποζημίωση για υποβάθμιση του περιβάλλοντος, άλλη από εκείνη για απώλεια κέρδους από μια τέτοια υποβάθμιση, περιορίζεται στις δαπάνες των εύλογων μέτρων αποκατάστασης που πραγματικά αναλήφθησαν ή πρόκειται να αναληφθούν και οι δαπάνες των προληπτικών μέτρων και περαιτέρω η απώλεια ή ζημία που προήλθε από προληπτικά μέτρα. Από την παραπάνω διάταξη και με τους όρους απώλεια ή ζημία είναι σαφές ότι η εν λόγω σύμβαση προκρίνει και επιβάλλει την αποζημίωση της περιουσιακής βλάβης είτε με τη μορφή της θετικής είτε με τη μορφή της αποθετικής ζημίας και όχι τη μη περιουσιακή βλάβη. Ενδεικτικό είναι ότι και η αποζημίωση για υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η οποίο θα μπορούσε να συμπεριλάβει και αξιώσεις του άρθρου 57 ΑΚ, περιορίζεται έτι περαιτέρω, σε απώλεια κέρδους και δαπάνες για προληπτικά μέτρα. Επομένως ο εκκαθαριστής, ο οποίος έκρινε ότι οι σχετικές αναγγελθείσες απαιτήσεις περί χρηματικής ικανοποιήσεως των ανακοπτόντων λόγω ηθικής βλάβης, είναι νόμω αβάσιμες, ορθώς έκρινε και πρέπει να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι ανακοπής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα κατωτέρω.

Περαιτέρω και αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης που δικαιούνται να λάβουν όσοι ενεπλάκησαν στη λήψη μέτρων απορρύπανσης για την απακατάσταση της επελθούσας περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, σύμφωνα με το σύστημα των Διεθνών Συμβάσεων Ευθύνης και Κεφαλαίου 1992, αποζημιωτέες (όπως προεκτέθηκε) είναι οι οικονομικές ζημίες και όχι απλώς η βλάβη ή η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, για την οποία ωστόσο προβλέπονται εύλογες δαπάνες αποκατάστασης. Η προϋπόθεση του ευλόγου αυτών των δαπανών, η οποία αφορά στις δαπάνες καθαρισμού και αποκατάστασης του περιβάλλοντος, πρέπει να προσδιορίζεται με βάση τις συνήθεις πρακτικές καθαρισμού σε παρόμοια περιστατικά, καθώς και την αναγκαιότητα και αποτελεσματικότητα αυτών που εφαρμόσθηκαν στο συγκεκριμένο περιστατικό. Αναφορά περί των ανωτέρω γίνεται ρητά στις προλεχθείσες Διεθνείς Συμβάσεις και δη στο άρθρο Ι παρ. 6  της Σύμβασης Ευθύνης ορίζεται ότι ζημία από ρύπανση σημαίνει «(α) απώλεια ή ζημία που προκαλείται εκτός του πλοίου από μόλυνση προερχόμενη από διαφυγή ή εκροή πετρελαίου από το πλοίο, οπουδήποτε κι αν προέλθει μια τέτοια διαφυγή ή εκροή, με την επιφύλαξη ότι αποζημίωση για υποβάθμιση του περιβάλλοντος άλλη από εκείνη για απώλεια κέρδους από μία τέτοια υποβάθμιση, περιορίζεται στις δαπάνες των εύλογων μέτρων αποκατάστασης που πράγματι αναλήφθηκαν ή πρόκειται να αναληφθούν και (β) τις δαπάνες των προληπτικών μέτρων και περαιτέρω την απώλεια ή ζημία που προκλήθηκε από προληπτικά μέτρα», στο άρθρο Ι παρ. 7 (της Σύμβασης Ευθύνης 1992), όπου ως προληπτικά μέτρα ορίζονται «οιαδήποτε εύλογα μέτρα ληφθέντα παρ’ οιουδήποτε προσώπου μετά την επέλευση του συμβάντος προς πρόληψη ή μείωση της εκ ρυπάνσεως ζημίας». Ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως προληπτικού εξαρτάται από την πλήρωση τριών προϋποθέσεων που αφορούν το σκοπό της παρέμβασης, το χρόνο λήψης και το εύλογο του μέτρου (βλ. Αντ. Αντάπασης Λία Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, σελ. 850). Ακολούθως στο άρθρο V παρ. 8 εκτίθεται ότι «αξιώσεις σχετικαί προς δαπάνας ευλόγως γενομένας ή προς θυσίας, εις ας ευλόγως υπεβλήθη εκουσίως ο πλοιοκτήτης προς πρόληψιν ή μείωσιν της ζημίας εκ ρυπάνσεως κατατάσσονται εις την αυτήν τάξιν με άλλας απαιτήσεις εναντίον του κεφαλαίου». Παρόμοιες αναφορές σχετικά με το «εύλογο» των δαπανών γίνονται στο άρθρο 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992, αφενός μεν σε σχέση με το ποιες θεωρούνται ζημίες ρύπανσης (άρθρο 4 παρ. 1 (γ) εδ. 2 ), αφετέρου δε σε σχέση με τις προϋποθέσεις γέννησης της ευθύνης του …. Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 της Διεθνούς Σύμβασης για την Επιθαλάσσια Αρωγή 1989, ο αρωγός δικαιούται – σε ένα πρώτο επίπεδο – ειδική αποζημίωση, ίση προς τις δαπάνες του, την οποία καταβάλλει αποκλειστικά και μόνο ο πλοιοκτήτης. Ως δαπάνες θεωρούνται αυτές, που ευλόγως κατέβαλε ο αρωγός κατά την επιχείρηση αρωγής, καθώς και ένα λογικό ποσοστό για τον εξοπλισμό και το προσωπικό που πραγματικά και εύλογα χρησιμοποίησε στην επιχείρηση αρωγής. Η διάταξη επιτρέπει λοιπόν στον αρωγό να αναζητήσει όχι μόνο τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε στο πλαίσιο της συγκεκριμένης επιχείρησης (π.χ. μίσθωση ρυμουλκών, αγορά και χρήση χημικών ή άλλων υλικών απορρύπανσης), αλλά και ένα ποσοστό από τις δαπάνες υποδομής και εξοπλισμού, καθώς και από τις λειτουργικές ή άλλες σταθερές δαπάνες, εφόσον είναι συμπληρωματικές ή συνδέονται στενά με το συγκεκριμένο συμβάν (π.χ. υπερωρίες, έξοδα μετακίνησης, έξοδα επικοινωνίας κ.ά). Κριτήριο είναι ο εύλογος χαρακτήρας της δαπάνης, όπως αυτός αξιολογείται αντικειμενικά, δεδομένων των χρονικών και τοπικών συνθηκών και λαμβάνοντας υπόψη τον περιβαλλοντικό κίνδυνο, τα χαρακτηριστικά της επιχείρησης και τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Στην έννοια του «ευλόγου» αποτυπώνεται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία πρέπει να τηρείται όσον αφορά τη σχέση δαπανών και αναμενόμενου αποτελέσματος. Συγκεκριμένα αξιολογικά κριτήρια προς την κατεύθυνση αυτή παρέχει η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 14, η οποία κάνει ρητή αναφορά στο έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, στη δυνατότητα διάθεσης και χρησιμοποίησης πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής και, τέλος, στο βαθμό ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και την αξία αυτού. Το ερώτημα έχει περαιτέρω τεθεί κατά πόσον στις δαπάνες του άρθρου 14 μπορεί να περιληφθεί και ένα εύλογο κέρδος του αρωγού. Αντιδιαμετρικά αντίθετες απόψεις απόψεις έχουν υποστηριχθεί στο σημείο αυτό, με επιχειρήματα που αντλούνται από το γράμμα και το πνεύμα της διάταξης. … Επισημαίνεται (ορθώς) ότι στόχος του διεθνούς νομοθέτη δεν ήταν η δημιουργία ενός νέου, διακριτού και ανεξάρτητου καθεστώτος διάσωσης, το οποίο θα χρηματοδοτείτο από την πλοιοκτησία, ώστε να εξασφαλίζεται η διαρκής ετοιμότητα των διασωστών προς αποφυγή ή πρόληψη περιβαλλοντικών κινδύνων. Αν και δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 14 επιδιώκει την ενθάρρυνση των επαγγελματιών διασωστών, η περιβαλλοντική δράση συνεχίζει και αντιμετωπίζεται ως τμήμα άρρηκτα συνδεδεμένο με την επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής που έχει ως αντικείμενο το πλοίο ή το φορτίο του. Για δε την τελευταία, βασικό κίνητρο παραμένει η αμοιβή του άρθρου 13. Η μόνη λοιπόν δομική αλλαγή που επέφερε στο ισχύον καθεστώς το άρθρο 14 περί ειδικής αποζημίωσης, είναι η ενίσχυση του ισχύοντος κινήτρου, με την εγγύηση καταβολής – σε κάθε περίπτωση – τουλάχιστον των δαπανών που κατέβαλε ο αρωγός. Η έννοια των δαπανών δεν μπορεί λοιπόν να ερμηνεύεται με την ευρύτητα ή γενναιοδωρία που επιφυλάσσεται στην έννοια της αμοιβής, ούτε μπορεί να ενσωματώνει το στοιχείο του κέρδους ως περαιτέρω κίνητρο (Λ. Ι. Αθανασίου, Το ζήτημα της «περιβαλλοντικής αμοιβής» στη θαλάσσια αρωγή και διάσωση. Σκέψεις για την αναμόρφωση της Δ.Σ. 1989, σελ. 9-11). Εξάλλου, η λειτουργία της ειδικής αποζημίωσης στην πράξη δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή σε όλη της τη διάσταση, αν δεν συνδυαστεί με τη μελέτη των σχετικών ρητρών της πρότυπης σύμβασης LOF, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει. Πιο πρόσφατα, το 2000 και με σκοπό τη διευκόλυνση του προσδιορισμού της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 14, εκπονήθηκε η ρήτρα SCOPIC (Special Compensation P & I Club Clause), η οποία αναθεωρήθηκε διαδοχικά το 2005, το 2007 και το 2011, κυρίως με σκοπό την αναπροσαρμογή των ποσοστών της αποζημίωσης. Στόχος της «ρήτρας» αυτής, η οποία συνοδεύει ως προσάρτημα την πρότυπη σύμβαση LOF, είναι να απαμβλύνει τις αποδεικτικές δυσχέρειες του αρωγού σχετικά με τη συνδρομή των όρων ενεργοποίησης της ειδικής αποζημίωσης, ιδίως τον τόπο της επέμβασης, τα χαρακτηριστικά της απειλής περιβαλλοντικής βλάβης και το βαθμό στον οποίο η απειλή απετράπη ή η βλάβη καθαυτή περιορίστηκε χάρη στις ενέργειες του αρωγού. Η αποδεικτική ελάφρυνση επιτυγχάνεται με την εισαγωγή σειράς ασφαλιστικών δικλείδων και για τους δύο αντισυμβαλλόμενους. Η υπαγωγή στο σύστημα SCOPIC είναι εκούσια και υπόκειται σε αυτοτελή έγγραφο τύπο. Συνεπώς, τα μέρη πρέπει να εκφράσουν ρητώς και εγγράφως τη βούλησή τους να καταστεί η εν λόγω ρήτρα τμήμα της μεταξύ τους καταρτιζόμενης σύμβασης LOF. Από την ως άνω υιοθέτησή της, η ρήτρα SCOPIC υποκαθίσταται στο άρθρο 14 Δ.Σ. 1989, το οποίο δεν καταλαμβάνει πλέον τις σχέσεις των συμβαλλομένων μερών. Ωστόσο, για την εφαρμογή της ρήτρας απαιτείται επιπλέον, ως όρος του ενεργού, η έγγραφη επίκλησή της από τον αρωγό: από το χρονικό αυτό σημείο και μόνο αρχίζει ο υπολογισμός της ειδικής αποζημίωσης. Η επίκληση της ρήτρας είναι όχι μόνο ικανή αλλά και αρκετή προϋπόθεση για να τεθεί σε εφαρμογή ο μηχανισμός της ειδικής αποζημίωση, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει ο αρωγός την απειλή ουσιώδους περιβαλλοντικής βλάβης και τις συνέπειες της επέμβασής του. Η εύνοια αυτή αντισταθμίζεται με δύο ασφαλιστικές δικλείδες: πρώτον ο πλοιοκτήτης δικαιούται να υπαναχωρήσει οποτεδήποτε από τη ρήτρα SCOPIC, εφόσον προηγηθεί πενθήμερη ειδοποίηση προς τον αρωγό και έχουν συναινέσει στην υπαναχώρηση οι τοπικές αρχές. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί και ο αρωγός να καταγγείλει τη σύμβαση LOF στο σύνολό της, εφόσον καθίσταται γι’ αυτόν οικονομικώς μη βιώσιμη. Δεύτερον, εάν ενεργοποιηθεί η ρήτρα και η τελικώς οφειλόμενη αμοιβή με βάση το άρθρο 13 υπερβαίνει την ειδική αποζημίωση, τότε η αμοιβή άρθρου 13 μειώνεται σε ποσοστό 25% της διαφοράς μεταξύ των δύο ποσών. Η τελευταία πρόβλεψη έχει σκοπό να καταστήσει τον αρωγό ιδιαίτερα συνετό κατά λήψη της απόφασης περί ενεργοποίησης ή μη της ρήτρας. Όταν η ενεργοποίηση λαμβάνει χώρα, ο πλοιοκτήτης δεσμεύεται να προσκομίσει εγγυητική επιστολή ύψους 3 εκ. δολαρίων, προς εξασφάλιση της ικανοποίησης του αρωγού. Πέραν της άρσης των αποδεικτικών προσκομμάτων, η ρήτρα ευνοεί επίσης τον ταχύ και ευχερή προσδιορισμό της αποζημίωσης, υποκαθιστώντας στην αόριστή νομική έννοια του «λογικού ποσοστού», συγκεκριμένες κλίμακες αποζημίωσης για την εύλογη χρήση του προσωπικού, των πλοίων και του εξοπλισμού (Λ. Ι. Αθανασίου, Το ζήτημα της «περιβαλλοντικής αμοιβής» στη θαλάσσια αρωγή και διάσωση. Σκέψεις για την αναμόρφωση της Δ.Σ. 1989, σελ. 13-15). Υπό αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να εξετασθούν οι προβληθέντες λόγοι ανακοπής (με τη σειρά που οι ανακόπτοντες ενεπλάκησαν στο ζημιογόνο περιστατικό).

Επί των λόγων της υπ’ αριθμ. Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8579/4307/2019 ανακοπής, η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6870/3236/2020 κλήσης του Εκκαθαριστή κατά της κατάταξης της εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα (αρ. πιν. 19): η εν θέματι ανώνυμη εταιρεία με την από 07-05-2018 αναγγελία της, που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να καταταγεί για το ποσό των 24.651.420,67 ευρώ πλέον του νομίμου τόκου και πλέον του τυχόν επιβληθεισόμενου ΦΠΑ, το οποίο (ποσό) αναλύεται σε τρία επιμέρους κονδύλια ως εξής: α) ποσό 13.063.485,84 ευρώ, που αντιστοιχεί στις εργασίες καθαρισμού πέριξ και επί του ναυαγίου, απάντλησης πετρελαιοειδών, στεγανοποίησης και ανέλκυσης του βυθισμένου πλοίου κατά το διάστημα από 10-09-2017 μέχρι 01-12-2017, β) ποσό 2.210.503,83 ευρώ (το οποίο εν συνεχεία διορθώθηκε μετά την αναγγελία στο ποσό των 2.213.238,95 ευρώ, εξαιτίας παραδρομής, όπως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα, ως προς τον υπολογισμό της ισοτιμίας ΔολΗΠΑ-ευρώ), που αντιστοιχεί στις εργασίες καθαρισμού του βυθού και αντιμετώπισης της ρύπανσης από το ανελκυσθέν πλοίο κατά το διάστημα από 02-12-2017 μέχρι 28-02-2018 και γ) ποσό 9.377.431 ευρώ, που αντιστοιχεί στις εργασίες καθαρισμού ακτών κατά το διάστημα από 11-09-2017 μέχρι 31-03-2018. Με την ως άνω αναγγελία της η αναγγέλλουσα και ήδη ανακόπτουσα επιφυλάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Π.Δ. 666/1982 για μελλοντικές απαιτήσεις της για το χρονικό διάστημα πέραν της 01ης-03-2018, κατά το οποίο προέβλεψε ότι η απαίτησή της θα ανέλθει στο ποσό των 2.000.000 ευρώ κατά προσέγγιση. Εν συνεχεία, με την από 09-01-2019 συμπληρωματική αναγγελία, όπως αυτή διορθώθηκε με την από 15-01-2019 διόρθωση συμπληρωματικής αναγγελίας, που κατατέθηκαν (αμφότερες) ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να καταταγεί επιπλέον για το ποσό των 1.695.882,82 ευρώ (για το οποίο είχε επιφυλαχθεί κατά προσέγγιση με την ανωτέρω από 07-05-2018 αναγγελία της), πλέον του νομίμου τόκου και τυχόν επιβληθησομένου ΦΠΑ. το οποίο (ποσό) αφορά σε εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης από το ανελκυσθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 01-03-2018 μέχρι 31-12-2018. Μετά τον έλεγχο της ως άνω αναγγελθείσας απαίτησης, ο οποίος έλαβε χώρα ενώπιον του Εκκαθαριστή στις 17-04-2019, ο τελευταίος συνέταξε σχετική έκθεση, στην οποία έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω απαίτηση της ανακόπτουσας και δη ως προς το ποσό των 13.941.714 ευρώ, όπως αυτό επιμερίσθηκε στα υπό στοιχ. α) έως γ) κονδύλια, από το οποίο όμως αφαίρεσε το ποσό των 2.200.000 ευρώ που καταβλήθηκε από το … στην ανακόπτουσα στις 29-06-2018 ως προκαταβολή έναντι του κονδυλίου που αφορά στις εργασίες καθαρισμού πέριξ του ναυαγίου και μέχρι την ανέλκυσή του στις 30-11-2017, κατατάσσοντας επομένως την ανακόπτουσα για το συνολικό ποσό των 11.741.714 ευρώ, εκ του οποίου η ανακόπτουσα δικαιούται να λάβει από τον από 02-09-2019 πίνακα κατάταξης και το αντίστοιχο κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης το ποσό του 1.367.669,75 ευρώ. Κατόπιν τούτων η ανακόπτουσα εταιρεία άσκησε την υπό κρίση ανακοπή, επί της οποίας το … άσκησε πρόσθετη παρέμβαση ζητώντας την απόρριψή της. Αρχικώς η ανακόπτουσα παραπονείται στο υπό στοιχ. «Μέρος Α» των προτάσεών της για την εκδίκασή της από το παρόν δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2268/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο έκρινε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο, κάνοντας μάλιστα λόγο για νομικά σφάλματα της ανωτέρω παραπεμπτικής απόφασης. Ωστόσο οι ανωτέρω αιτιάσεις αλυσιτελώς προβάλλονται με το εν θέματι δικόγραφο, αφενός μεν διότι δε συνοδεύονται από κάποιο αίτημα, αλλά μόνο διηγηματικώς εκτίθενται, αφετέρου δε, διότι η ως άνω απόφαση έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, χωρίς μάλιστα η ανακόπτουσα να ασκήσει έφεση, στην οποία θα μπορούσε να προβάλει όλα τα επιχειρήματά της περί των νομικών πλημμελειών της και να κριθούν αρμοδίως, υφίσταται  ως εκ τούτων δεδικασμένο ως προς την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του παρόντος δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπό κρίση ανακοπής. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα βάλλει κατά της κρίσης του Εκκαθαριστή, για τον λόγο ότι ο τελευταίος κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που αποδεικνύουν την απαίτησή της και επισυνάφθηκαν στις ανωτέρω αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία δεν έκανε δεκτό το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής της (ήτοι το ποσό των 26.350.038,62 ευρώ πλέον τόκων και ΦΠΑ), αλλά μόνο μέρος αυτής ίσο προς 13.941.038,62 (και μάλιστα χωρίς επιπλέον ΦΠΑ), ενώ αν είχε ερμηνεύσει ορθά τον νόμο, είχε εκτιμήσει σωστά τα έγγραφα που η ίδια κατέθεσε και είχε λάβει ορθά υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας, θα είχε κάνει δεκτή την απαίτησή της στο σύνολό της, και, συνεπώς, αφαιρουμένης της προκαταβολής του … εκ ποσού 2.200.000 ευρώ, θα είχε κατατάξει αυτήν για το ποσό των 30.474.047,89 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, άλλως 24.575.845,07 ευρώ μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Ο λόγος αυτός, έτσι όπως εκφέρεται, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Και τούτο διότι, δεν εξειδικεύεται επαρκώς με ποιόν τρόπο ο Εκκαθαριστής στην από 17-04-2019 έκθεσή του, ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τον νόμο, εκτίμησε εσφαλμένα τις αποδείξεις, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας μη συμπεριλαμβάνοντας επαρκή αιτιολογία, δοθέντος μάλιστα, ότι ο Εκκαθαριστής δεν απέρριψε ως μη «εύλογες» τις χρεώσεις της ανακόπτουσας στο σύνολό τους. Αντιθέτως, οι αιτιάσεις που προβάλλονται με τον λόγο αυτό είναι γενικές, χωρίς να γίνεται μνεία των συγκεκριμένων κονδυλίων που ο εκκαθαριστής απέρριψε ή εσφαλμένα αρνήθηκε να συμπεριλάβει στην κατάταξη της ανακόπτουσας, ενώ επιπλέον δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά με ποιόν τρόπο η κρίση του εκκαθαριστή, όπως αυτή αποτυπώθηκε στον από 02-09-2019 προσωρινό πίνακά του, δεν έλαβε υπόψη της «εύλογα» συμπεριληφθείσες χρεώσεις της ανακόπτουσας. Με τις προτάσεις της η ανακόπτουσα επιχειρεί να αναλύσει τα επιμέρους κονδύλια που προσβάλλει με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, από κοινού με τον πρώτο λόγο, ο οποίος έχει ως ανωτέρω εκτέθηκε. Ωστόσο, η αοριστία του πρώτου λόγου της ανακοπής δε δύναται να θεραπευθεί με την ανωτέρω αναφορά στις προτάσεις της. Σημειωτέον, ότι στην υπό κρίση ανακοπή που ερείδεται στη διάταξη του αρθρου 20 Π.Δ. 666/1982, δεν αρκεί για το ορισμένο αυτής η γενικότερη επίκληση του εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος, όπως σε ερειδόμενες σε έτερες διατάξεις ανακοπές, (π.χ. 979 ΚΠολΔ), για το ορισμένο των οποίων, όπως έχει διαμορφωθεί και νομολογιακά, αρκεί μόνο η επίκληση του εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος, ο οποίος αρνείται, τόσο την ύπαρξη των απαιτήσεων των καθ΄ ων όσο και των προνομίων τους, των οποίων προσβάλει την κατάταξη και εκθέτει λεπτομερώς τα θεμελιωτικά των δικών του απαιτήσεων και των προνομίων του περιστατικά, ζητώντας να μεταρρυθμιστεί ο πίνακας κατάταξης, κατά το μέρος που οι καθ’ ων κατατάχθηκαν, ώστε, αποβαλλομένων των τελευταίων, να καταταγεί ο ίδιος για το ζητούμενο ποσό, αλλ’ αντιθέτως, η υπόθεση εκδικάζεται μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων (βλ. μεταξύ άλλων και ΟλΑΠ 10/1997) και δεν αρκεί η γενική άρνηση της απαίτησης. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα βάλλει κατά της κρίσης του εκκαθαριστή ως προς το εύλογο των χρεώσεων των σχετικών με τις εργασίες καθαρισμού πέριξ και επί του ναυαγίου, απάντλησης πετρελαιοειδών, στεγανοποίησης και ανέλκυσης του βυθισμένου πλοίου για το χρονικό διάστημα από 10-09-2017 μέχρι 01-12-2017, οι οποίες επισυνάφθηκαν στην έκθεση ελέγχου (με στοιχεία επί του επισυναπτόμενου πίνακα Γ, παρ. 9Α). Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ, 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Επί των προβαλλόμενων με τον λόγο αυτό ισχυρισμών της ανακόπτουσας, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής, τα οποία αφορούν στο σύνολο της αντιμετώπισης του ζημιογόνου συμβάντος από την ανακόπτουσα: αφ’ ης στιγμής δημιουργήθηκε το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης της πλοιοκτήτριας εταιρείας, η κρίση του ορισθέντος Εκκαθαριστή αναφορικά με την αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας, αλλά και του δικαστηρίου στο παρόν στάδιο δεν κατατείνει μόνο στη διάγνωση περί της επιτυχούς ή μη έκβασης των αναληφθεισών εργασιών, αλλά και στο κατά πόσον τα ληφθέντα μέτρα αποκατάστασης ήταν εύλογα, υπό την έννοια ότι οι δαπάνες που απαιτήθηκαν για την ολοκλήρωσή τους ήταν λογικές και σύμφωνες με το πνεύμα των εφαρμοστέων Διεθνών Συμβάσεων. Ενόψει τούτων, ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι ο τιμοκατάλογός της ήταν γνωστός στην πλοιοκτήτρια εταιρεία όταν η τελευταία την κάλεσε προκειμένου να συνδράμει στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής ρύπανσης που προκάλεσε το βυθισθέν πλοίο, δεν αποτελεί, άνευ άλλου τινός, ικανή και αναγκαία συνθήκη, περί της ορθότητας των χρεώσεών της, οι οποίες θα πρέπει να θεωρηθούν από τη σκοπιά του «ευλόγου» της επιβολής αυτών. Εν προκειμένω, προκύπτει από το σύνολο των προσκομισθέντων στοιχείων ότι ο Εκκαθαριστής θεώρησε ως προς τις (υπό στοιχεία α-δ) παρασχεθείσες υπηρεσίες της ανακόπτουσας και δη ως προς το είδος και τη φύση τους, ότι αποτελούν μέτρα απορρύπανσης ευλόγως ληφθέντα για την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας και κυρίως ως προς την έκταση και τη χρονική τους διάρκεια, αλλά και ως προς έκαστο των κατ’ ιδίαν χρησιμοποιηθέντων μέσων και απασχοληθέντος προσωπικού, εν όψει μάλιστα και της αδυναμίας λήψης εκ των υστέρων σχετικής τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, που προϋποθέτει παρακολούθηση in situ της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών κατά τον χρόνο που πράγματι παρεσχέθησαν. Η ανωτέρω θεώρηση του Εκκαθαριστή κρίνεται ορθή από το δικαστήριο, δοθέντος ότι πράγματι, δεν αμφισβητείται από κανένα διάδικο μέρος η επιτυχής έκβαση της επιχείρησης απορρύπανσης, όπως μάλιστα κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος δικαστηρίου, ο μάρτυρας του …, αμφισβητείται ωστόσο ο τρόπος χρέωσης επιμέρους εργασιών, υλικών ή αμοιβών του προσωπικού, καθώς και η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε σε συγκεκριμένες εργασίες. Στις συγκεκριμένες χρεώσεις μάλιστα, ο Εκκαθαριστής έκανε ειδική μνεία στο ρυμουλκό σκάφος …, το οποίο εκτελούσε χρέη επιφυλακής στο δεξαμενόπλοιο …, επί του οποίου φορτώθηκαν καύσιμα και λιπαντικά απαντληθέντα από το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου … και τα οποία μετέφερε το … και εκφόρτωσε στις εγκαταστάσεις της … και της …, για όλη δε την ανωτέρω διαδικασία ο εύλογος χρόνος επιφυλακής / ετοιμότητας του ρυμουλκού δεν υπερέβη τις 9 ημέρες. Και τούτο διότι, το ρυμουλκό όφειλε να παραμένει σε επιφυλακή καθ’ όλη τη διάρκεια της απάντλησης των καυσίμων και λιπαντικών από το …, η οποία διήρκησε μεταξύ 12:15 της 13ης-09-2017 έως και 17:40 της 18ης-09-2017, ήτοι 5 ημέρες και 5,5 περίπου ώρες. Το ρυμουλκό όφειλε επίσης να παραμένει σε επιφυλακή καθ’ όλη τη διάρκεια της παράδοσης / εκφόρτωσης μέρους των καυσίμων και λιπαντικών από το … στις εγκαταστάσεις της … στον Ασπρόπυργο, η οποία διήρκησε μεταξύ τις 06:00 της 24ης-09-2017 έως τις 06:00 της 26ης-09-2017, ήτοι δύο ημέρες. Ο Εκκαθαριστής στον ανωτέρω συνολικό χρόνο που το ρυμουλκό … όφειλε να παραμένει σε επιφυλακή (5 ημέρες + 2 ημέρες + 5,5 ώρες) προσέθεσε ακόμη πλέον της 1,5 ημέρας για τον χρόνο που απαιτήθηκε για τη μετακίνηση από τον τόπο του ναυαγίου του δεξαμενόπλοιου στον τόπο εκφόρτωσης (Σαλαμίνα – Ασπρόπυργος), καθώς και κάποια μικρά διαστήματα που ευλόγως θα έπρεπε να αναμένει σε ετοιμότητα πριν την έναρξη της απάντλησης και πριν την έναρξη της εκφόρτωσης, για τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις περί των εν λόγω εργασιών. Η εν λόγω θεώρηση του Εκκαθαριστή κρίνεται ότι εμπίπτει εντός των ορίων των ευλόγων ληφθέντων προληπτικών μέτρων και ορθώς κατέληξε να αποζημιώσει την ανακόπτουσα για τη χρήση του σκάφους … επί 9 ημέρες, απορριπτομένου του ισχυρισμού της ανακόπτουσας, ότι το εν θέματι σκάφος παρέμεινε πράγματι σε επιφυλακή επί 21 ημέρες κοντά στο δεξαμενόπλοιο …, καθώς το τελευταίο είχε λάβει εντολή από τις λιμενικές και τελωνειακές αρχές να διακόψει την εκφόρτωση για άγνωστο χρονικό διάστημα, γεγονός που αποτελεί ανωτέρα βία. Και τούτο διότι, από το ημερολόγιο του δεξαμενόπλοιου …, αντίγραφο του οποίου προσκομίζεται νομίμως από τον Εκκαθαριστή, προκύπτει ότι πράγματι διακόπηκε η εκφόρτωση του πετρελαίου, αλλά μετά από ενημέρωση που έγινε από τα διυλιστήρια Ασπροπύργου στις 26-09-2017, εν συνεχεία δε το δεξαμενόπλοιο παρέμεινε αγκυροβολημένο στη ράδα Περάματος, δεν παρίστατο επομένως ανάγκη να τηρείται σε επιφυλακή το ρυμουλκό …. Επιπλέον, τα ανωτέρω προκύπτουν και από την αναγγελία της πλοιοκτήτριας του ανωτέρω δεξαμενόπλοιου «… …» (αναφορικά με την απαίτησή της για τη ναύλωση του πλοίου της), η οποία νομίμως προσκομίζεται από τον Εκκαθαριστή και στην οποία γίνεται αναφορά ότι, «μετά την εκφόρτωση στις εγκαταστάσεις της ΕΛΠΕ (στις 26-09-2017), η πλοιοκτήτρια του … και η ενεργούσα κατ’ εντολή και για λογαριασμό της …., δεν μερίμνησαν για την ανεύρεση εγκατάστασης στην οποία θα εκφορτωνόταν η ποσότητα των πετρελαιοειδών που είχαν απομείνει στο πλοίο μας, με συνέπεια να στερηθούμε τη χρήση του για όλο το διάστημα που θα αναφέρουμε στη συνέχεια». Αποδεικνύεται επομένως, ότι ο λόγος για τον οποίο η ανακόπτουσα διατήρησε το ρυμουλκό σκάφος της σε επιφυλακή και εν αναμονή της εκφόρτωσης του δεξαμενόπλοιου …, δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία. Κατόπιν τούτων πρέπει ο δεύτερος λόγος ανακοπής να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το …, με την από 29-12-2019 και με Γ.Α.Κ. Ε.Α.Κ. 11749/5901/2019 πρόσθετη παρέμβασή του, με την οποία ζητεί να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή, εκθέτει σε σχέση με τον ως άνω δεύτερο λόγο ανακοπής, ότι το ποσό που κρίθηκε εύλογο από τον εκκαθαριστή για την ανωτέρω χρονική περίοδο της απορρύπανσης, θα έπρεπε να είναι ακόμη μικρότερο, καθώς κάποιες από τις χρεώσεις της ανακόπτουσας δεν ήταν εύλογες. Ειδικότερα, εκθέτει ότι ο Εκκαθαριστής δικαιολόγησε την απασχόληση περισσότερων ατόμων ως γραμματειακή υποστήριξη από αυτά που ήταν απαραίτητα σε σχέση με τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, την απασχόληση ενός χημικού μηχανικού, ενός ειδικού συμβούλου για διαχείριση μέσων επικοινωνίας, προϊσταμένους και βοηθούς προϊσταμένων δυτών, καθώς και χειριστών μηχανημάτων, ενώ τούτο δεν ήταν αναγκαίο, κατά τον αριθμό τουλάχιστον των ατόμων που επιλέχθηκε να απασχοληθούν. Περαιτέρω, και, αναφορικά με τον εξοπλισμό, αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα πλωτά φράγματα από αυτά που ήταν απαραίτητα, περισσότεροι αεροσυμπιεστές, σωλήνες μεταφοράς πετρελαίου Desmi, συσκευές ασυρμάτου χειρός VHF, καταδυτικός εξοπλισμός για μικρά βάθη, υπολογιστές κατάδυσης – σύστημα υποβρύχιας επικοινωνίας, κλίμακες /μαγνήτες /συστήματα ανέλκυσης αέρα, σωλήνες, εργαλειοθήκες /εξοπλισμός υποβρυχίων ελασματικών εργασιών / αερόκλειδα, εξοπλισμός ανύψωσης βαρών, ηλεκτροσυγκολλητές τύπου inventer 400A, πίνακες διανομής ηλεκτρικού ρεύματος (50kw και 380kw), σωλήνα αέρος 2 ιντσών, αεραντλίες / υποβρύχιες κάμερες (σύστημα υποβρύχιας εικονοληψίας), σύστημα άντλησης πετρελαιοειδών μέσω ανεμπόδιστης διάνοιξης κύτους), γεννήτριες, υδραυλικές σωληνώσεις πίεσης, υδραυλική αντλία 6 ιντσών, ελαιοσυλλέκτες, παραβλήματα / ναυτικά κλειδιά / πιεστικά πλύσης /ανιχνευτές αερίων, ιατρικό οξυγόνο /κιτ πρώτων βοηθειών, εμπορευματοκιβώτια, φωτογραφικές μηχανές και εξοπλισμό παρακολούθησης. Επίσης ισχυρίζεται ότι ο Εκκαθαριστής εσφαλμένα δέχτηκε τη διατήρηση περισσότερων σκαφών σε ετοιμότητα από όσα πραγματικά υπήρχε ανάγκη, τη χρήση περισσοτέρων οχημάτων και περισσοτέρων αναλωσίμων από όσα ήταν απαραίτητα, το είδος των οποίων αναλυτικά εκτίθεται στην πρόσθετη παρέμβασή του. Σε αυτή τη φάση του ελέγχου ωστόσο, ο ακριβής αριθμός των σκαφών, υλικών και αναλωσίμων που όφειλε η ανακόπτουσα να χρησιμοποιήσει, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί, καθώς, όπως ορθά επεσήμανε κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα ο Εκκαθαριστής, υφίσταται αδυναμίας λήψης εκ των υστέρων σχετικής τεχνικής πραγματογνωμοσύνης που προϋποθέτει επιτόπια παρακολούθηση της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών κατά τον χρόνο που πράγματι παρεσχέθησαν. Ο ισχυρισμός του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ότι κάποια εκ των ανωτέρω προκύπτουν από τις προσκομισθείσες φωτογραφίες (πχ αναφορικά με τον αριθμό των πλωτών φραγμάτων), οι οποίες ελήφθησαν κατά τον χρόνο που ελάμβανε χώρα η διαδικασία απορρύπανσης, δεν δύναται να γίνει δεκτός, διότι η παρατήρηση και ανάλυση των προσκομισθέντων στοιχείων απαιτεί ειδικές γνώσεις, των οποίων έπρεπε να γίνει επίκληση κατά τον χρόνο διαπίστωσής τους. Επιπλέον, ο ισχυρισμός του προσθέτως παρεμβαίνοντος ότι η ανακόπτουσα διατηρούσε ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό σκαφών, οχημάτων και εξοπλισμού σε ετοιμότητα, δοθέντος ότι οι αποθήκες της ήταν σε σχετικά κοντινό σημείο με τη διενεργούμενη επιχείρηση απορρύπανσης και θα μπορούσε να αποστείλει ό,τι χρειαζόταν σε σύντομο χρόνο, δεν κρίνεται απόλυτα πειστικός. Και τούτο διότι σε μια επιχείρηση απορρύπανσης τέτοιου μεγέθους και σοβαρότητας, όπως η επίδικη, η οποία μάλιστα όφειλε να περατωθεί σε ασφυκτικούς χρόνους, η κάθε εταιρεία που απασχολήθηκε έπρεπε να έχει έναν επιχειρησιακό προγραμματισμό και να τηρεί ένα χρονοδιάγραμμα, από το οποίο δεν μπορούσε να παρεκκλίνει συνεχώς, αναζητώντας στις αποθήκες της εξοπλισμό, ανάλογα με τις ανάγκες που θα ανέκυπταν τελευταία στιγμή. Η ιδιαιτερότητα άλλωστε του συγκεκριμένου συμβάντος, είναι ότι έλαβε χώρα και επεκτάθηκε ιδιαίτερα γρήγορα σε μία από τις κεντρικότερες θαλάσσιες περιοχές της χώρας, μολύνοντας και τις παράκτιες περιοχές, στις οποίες σημειώνεται ιδιαίτερα μεγάλη αστική, εμπορική, επιχειρηματική, τουριστική, αθλητική κλπ δραστηριότητα και ιδιαίτερα κατά τη συγκεκριμένη εποχή του χρόνου. Εξάλλου, όπως ρητά κατέθεσε ενόρκως ο μάρτυρας του προσθέτως παρεμβαίνοντος ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος δικαστηρίου, οι όποιες αντιρρήσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος δεν αφορούν στην ποιότητα και στην ταχύτητα με την οποία πράγματι εκτελέστηκαν οι απαραίτητες εργασίες, αλλά αφενός στο εύλογο της κοστολόγησης των εργασιών αυτών και αφετέρου στις μεθόδους που ακολουθήθηκαν σε συγκεκριμένες εργασίες (πχ καθαρισμός ακτών). Άλλωστε, από την πρώτη μέρα που έλαβε χώρα το ένδικο συμβάν, συνεστήθη από το αρμόδιο Υπουργείο Συντονιστικό Όργανο Παρακολούθησης Εργασιών, στο οποίο συμμετείχαν, τόσο το ίδιο το προσθέτως παρεμβαίνον, με αρκετούς μάλιστα συμβούλους, λόγω της έκτασης του περιστατικού, όσο και εκπρόσωποι του ITOPF (ο οποίος είναι ένας από τους πλέον εξειδικευμένους οργανισμούς παγκοσμίως σε θέματα ρυπάνσεως), αλλά και του Ελληνικού Δημοσίου, των Λιμενικών Αρχών, των Δήμων που επηρεάζονταν άμεσα από τη δημιουργηθείσα ρύπανση και των τριών μεγαλύτερων απορρυπαντικών εταιρειών (μεταξύ των οποίων και η ανακόπτουσα). Το ανωτέρω Όργανο συνεδρίαζε σε καθημερινή βάση αρχικά, ώστε να προγραμματίζει τις εργασίες της επόμενης ημέρας, αλλά και να επιβλέπει γενικότερα την επιχείρηση απορρύπανσης. Επομένως το προσθέτως παρεμβαίνον είχε τη δυνατότητα να προβάλει τις θέσεις, και τις απόψεις και να εκφράσει τις τυχόν αντιρρήσεις του κατά τον χρόνο που πραγματοποιούνταν οι εργασίες, είτε μέσω του Συντονιστικού Οργάνου, είτε μέσω των συμβούλων του στο πεδίο που ελάμβαναν χώρα οι εργασίες καθαρισμού. Για τους λόγους αυτούς πρέπει οι ανωτέρω ισχυρισμοί του προσθέτως παρεμβαίνοντος, που προβάλλονται σε σχέση με τον δεύτερο λόγο ανακοπής να απορριφθούν. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του ότι η ανέλκυση του ναυαγίου από την ανακόπτουσα δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ως αναγκαίο μέσο αντιρρύπανσης, δεδομένου ότι είχε απαντληθεί το φορτίο από το ναυάγιο, ενώ ήταν άγνωστη η ποσότητα που πιθανώς έμενε σε αυτό και συνεπώς μπορούσε να αντιμετωπισθεί με συντηρητικότερα μέτρα, κρίνεται βάσιμος. Και τούτο διότι, από την από 11-09-2017 Αναφορά Βύθισης Δ/Ξ … …, που προσκομίζει η ανακόπτουσα (σχετ. Β2), προκύπτει ότι το πλοίο έφερε πριν τη βύθιση φορτίο Heavy Fuel Oil 380 cst high surplus 1946,094 M/T, Heavy Fuel Oil 180 cst 248,769 M/T MGO 340,581 M/T, λαδιού G.O. 15,00 M/T και λιπαντικά 300-400 λίτρα. Στην υπ’ αριθμ. … έκθεση του ΑΣΝΑ, την οποία προσκομίζει το προσθέτως παρεμβαίνον, εκτίθεται ότι η συνολική ποσότητα εμμένοντος πετρελαίου (IFO 380 IFO 180) που απαντλήθηκε ήταν 2.363,925 m3, από το συνολικό φορτωμένο όγκο των 2.194,863 m3. Το γεγονός ότι η απάντληση φορτίου φαίνεται να υπερέβη σε όγκο το φορτωθέν εμμένον πετρέλαιο, εφόσον δεν έχει αμφισβητηθεί η ακρίβεια των όσων καταγράφονται στο ως άνω πιστοποιητικό βύθισης της πλοιοκτήτριας εταιρείας, οφείλεται στο ότι αντλήθηκε και κάποια ποσότητα νερού. Ως εκ τούτου είχε απαντληθεί το μεγαλύτερο μέρος του εμμένοντος πετρελαίου από το βυθισμένο πλοίο. Ακόμη όμως κι αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας, ότι η απάντληση του αναμεμειγμένου με θαλασσινό νερό φορτίου πλοίου δεν μπορεί να επιτευχθεί ποτέ 100%, το συνολικό κόστος της ανέλκυσης για ιδιαίτερα μικρές ποσότητες πετρελαίου δεν κρίνεται εύλογο. Ακόμη και η διαταγή που ισχυρίζεται ότι έλαβε η ανακόπτουσα από τις λιμενικές αρχές προκειμένου να προβεί στην ανέλκυση του πλοίου δεν δύναται να αναιρέσει τα ανωτέρω. Και τούτο διότι οι υπ’ αριθμ. πρωτ. … επιστολές του διοικητή ΔΑΛ και του Εθνικού Συντονιστή Περιστατικών Ρύπανσης, δεν αποτελούν «εντολή» ειδικά προς την ανακόπτουσα, αλλά απευθύνονται «στο σύνολο των κατά νόμο υπόχρεων προσώπων» (πλοιοκτήτρια, ασφαλιστή κλπ), ζητώντας τους να λάβουν κάθε απαραίτητο μέτρο για την αποφυγή επιβάρυνσης του περιβάλλοντος και την εξασφάλιση της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας στην περιοχή. Πράγματι, όπως και ο Εκκαθαριστής δέχεται στην από 17-04-2017 έκθεση επαλήθευσης, το συγκεκριμένο ναυάγιο αποτελούσε κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα στην ευρύτερη περιοχή, δεδομένου ότι βρισκόταν στο αγκυροβόλιο του λιμένα Πειραιώς, σε θέση από την οποία διέρχονταν εμπορικά και πολεμικά πλοία. Η διαδικασία για την ανέλκυση ναυαγίου που αποτελεί κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα προβλέπεται κυρίως στον Ν. 2881/2001, κατά τον οποίο υπόχρεο πρόσωπο είναι ο κύριος του πλοίου. Επομένως, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι η ανέλκυση έγινε και για την αποτροπή ρύπανσης από άγνωστες ποσότητες εμμένοντος πετρελαίου που βρίσκονταν εντός του πλοίου, εφόσον ως δικαιολογητικός λόγος είναι σίγουρα και η ασφάλεια της ναυσιπλοΐας στην περιοχή, το σχετικό κόστος θα έπρεπε να επιμεριστεί στις δύο αιτίες και να θεωρηθεί «εύλογο» και ως εκ τούτου να επιβαρύνει το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης μόνο κατά το 50%. Ωστόσο το προσθέτως παρεμβαίνον, το οποίο ορθά εξέθεσε τα ανωτέρω, δεν προσβάλλει στην πρόσθετη παρέμβασή του το εν θέματι κονδύλιο κατά ορισμένο τρόπο, ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν δύναται να προβεί αυτεπαγγέλτως στην αξιολόγηση του κονδυλίου αυτού, δοθέντος μάλιστα ότι για την ανέλκυση του πλοίου απαιτήθηκε σειρά δαπανών που εντάσσονται σε διαφορετικές ομάδες (προσωπικό, σκάφη, γερανοί, εξοπλισμός κλπ). Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που αποδεικνύουν την απαίτησή της και συνάφθηκαν στις αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής έκρινε, ότι οι μοναδιαίες χρεώσεις της με βάση τον τιμοκατάλογο SCOPIC για τις εργασίες καθαρισμού πέριξ και επί του ναυαγίου, απάντλησης πετρελαιοειδών, στεγανοποίησης και ανέλκυσης του βυθισμένου πλοίου από 10-09-2017 μέχρι 01-12-2017 δεν είναι εύλογες, παρά μόνο όπου τούτο προκύπτει από τα αναγραφόμενα στην έκθεση ελέγχου και δη για μεν τις χρεώσεις του προσωπικού έκρινε ενιαίως ότι εύλογη μοναδιαία χρέωση είναι η χρέωση SCOPIC μειωμένη στο ήμισυ, για δε τις υπόλοιπες χρεώσεις (εξοπλισμού και μέσων) καθόρισε ο ίδιος αυθαιρέτως ποια χρέωση θεωρεί εύλογη για κάθε αντικείμενο εξοπλισμού και μέσων, χωρίς να εφαρμόσει έναν ενιαίο συντελεστή μείωσης. Ότι ο λόγος για τον οποίο ο Εκκαθαριστής έπραξε τούτο, είναι διότι θεώρησε τον τιμοκατάλογο SCOPIC αυξημένο, επειδή δημιουργήθηκε για να χρησιμοποιείται από εταιρείες ναυαγιαιρεσίας για τις υπηρεσίες καταπολέμησης της θαλάσσιας ρύπανσης που αυτές προσφέρουν, ακόμη κι αν δεν υπάρχει προοπτική διάσωσης του πλοίου ή του φορτίου (ο κανόνας no cure – no pay), έτσι ώστε να υπάρχει ένα κίνητρο για τον διασώστη, προκειμένου να προστατευθεί το περιβάλλον. Ότι ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι ο τιμοκατάλογος SCOPIC είναι αυξημένος σε σχέση με τους συνήθεις καταλόγους των εταιρειών απορρύπανσης, ενώ επιπλέον τα δύο συστήματα αμοιβής (no cure – no pay και SCOPIC) δεν λειτουργούν μόνο εναλλακτικά, όπως έκρινε ο Εκκαθαριστής, αλλά το ορθό είναι ότι τα δύο συστήματα λειτουργούν και σωρευτικά, όπως ρητά προβλέπεται και στο υπ’ αριθμ. 6 όρο της ρήτρας SCOPIC. Ο λόγος αυτός είναι επαρκώς ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από το σύνολο των προσκομισθέντων στοιχείων αποδείχτηκαν τα εξής: στην από 15-09-2017 σύμβαση μεταξύ της πλοιοκτήτριας εταιρείας του ζημιογόνου πλοίου … και της ανακόπτουσας, η τελευταία είχε ρητά εκθέσει ότι η μεταξύ τους συμφωνία θα υπάγεται στο σύστημα SCOPIC, ενσωματώνοντας μάλιστα τον σχετικό κατάλογο. Η συμφωνία αυτή είναι δεσμευτική αναφορικά με τον τρόπο χρέωσης για τη συμβαλλόμενη πλοιοκτήτρια, αυτός δε άλλωστε είναι και ο λόγος, για τον οποίο η υπαγωγή στο σύστημα SCOPIC προϋποθέτει τη συνδρομή πρόσθετων εξασφαλίσεων για την ενεργοποίησή της, όπως ο έγγραφος τύπος και η προσκόμιση εγγυητικής επιστολή ύψους 3 εκ. δολαρίων προς εξασφάλιση της ικανοποίησης του αρωγού. Ωστόσο η συμφωνία αυτή δε δύναται να λειτουργήσει δεσμευτικά ως προς τον τρίτο ασφαλιστή που συστήνει κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης, έναντι δε αυτού, οι χρεώσεις του διασώστη αναφορικά με τα μέτρα που έλαβε οφείλουν να είναι εύλογες. Εξάλλου, η ρήτρα SCOPIC σχεδιάστηκε αρχικά, όπως εκτίθεται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσας, για περιπτώσεις διάσωσης πλοίου, όταν η τελική διάσωση περιουσίας είναι αμφίβολη και παρέχει ένα δίχτυ ασφαλείας, για να μην εγκαταλείψει τις προσπάθειές του ο διασώστης. Μάλιστα οι χρεώσεις με βάση τον κατάλογο αυτό είναι προσαυξημένες (λόγος για τον οποίο παρέχονται πρόσθετες εξασφαλίσεις όπως ανωτέρω εκτέθηκε), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της ανακόπτουσας. Απορριπτέος είναι επιπλέον ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι η αμοιβή με βάση τον τιμοκατάλογο SCOPIC δεν αποκλείει την αμοιβή με βάση το άρθρο 13 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου και αντιστρόφως. Τα ανωτέρω ορθά εξέθεσε και ο Εκκαθαριστής, ο οποίος έκρινε τις αντίστοιχες χρεώσεις της ανακόπτουσας με βάση το εύλογο αυτών και όχι σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο της ρήτρας SCOPIC, ο οποίος δεν είναι δεσμευτικός εν προκειμένω, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την ανακόπτουσα. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ανακοπής ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεκτού γενομένου και του σχετικού ισχυρισμού του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που συνάφθηκαν στις αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής έκρινε ότι (στην παράγραφο 12 της από 17-04-2019 έκθεσης ελέγχου της απαίτησής της) ότι οι ανά μονάδα χρέωσης απασχοληθέντος προσωπικού και χρησιμοποιηθέντος εξοπλισμού και μέσων για τις εργασίες της καθαρισμού των ακτών από 10-09-2017 έως 28-02-2018 δεν είναι εύλογες, παρά μόνο όπου τούτο ρητά αναγράφηκε στην ανωτέρω έκθεσή του. Ότι ειδικότερα, όπως η ίδια εξήγησε στην αναγγελία της, οι εργασίες αναφορικά με τον καθαρισμό των ακτών χρεώθηκαν με βάση τον τιμοκατάλογο της εταιρείας «…», στην οποία (η ανακόπτουσα) ανέθεσε να τη συνδράμει στο έργο καθαρισμού των ακτών και των παράκτιων περιοχών και ο οποίος είναι πιο εξειδικευμένος, στοχευμένος και δόκιμος για τέτοιου είδους εργασίες και ο οποίος είναι ευρέως και παγίως γνωστός στη ναυτιλιακή αγορά και στους ασφαλιστικούς και αλληλοασφαλιστικούς οργανισμούς που καλύπτουν περιπτώσεις ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος, έγινε εξαρχής αποδεκτός από την πλοιοκτήτρια και αποτέλεσε μέρος της μεταξύ τους συναφθείσας σύμβασης, ενώ οι χρεώσεις του είναι σαφώς χαμηλότερες από τις τιμές που έχουν διεθνώς καθιερωθεί ή προσφέρονται από διεθνείς, ακόμη και μη κερδοσκοπικούς, οργανισμούς αντιρρύπανσης για παρόμοιες εργασίες, είναι δε συγκρίσιμες ακόμη και με το τιμολόγιο του Λιμενικού Σώματος και έχουν αναγνωριστεί ως εύλογες από σειρά αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων. Ότι επίσης και ο τρόπος με τον οποίο ο Εκκαθαριστής μείωσε τις μοναδιαίες χρεώσεις της είναι τελείως αυθαίρετος και αναιτιολόγητος και δεν εφάρμοσε ένα ενιαίο ποσοστό μείωσης για όλες τις χρεώσεις ή ανά κατηγορία αυτών, αλλά επέλεξε να μειώσει ορισμένες μόνο εξ αυτών, εφαρμόζοντας διαφορετικά ποσοστά μείωσης, όπως ενδεικτικά μείωσε την ημερήσια χρέωση του υπευθύνου διοικητικών θεμάτων κατά ποσοστό 7% (από 590 στα 550 ευρώ), ενώ τη χρέωση του τεχνικού τη μείωσε κατά ποσοστό 66% (από 530 σε 180 ευρώ). Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από το σύνολο των προσκομισθέντων στοιχείων αποδεικνύονται τα εξής: οι χρεώσεις της ανακόπτουσας για προσωπικό που απασχολήθηκε και τον εξοπλισμό και μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τις εργασίες καθαρισμού των ακτών από 10-09-2017 έως 28-02-2018 έγιναν σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο της εταιρείας «…», η οποία είναι πράγματι μία από τις γνωστότερες εταιρείες στον ελληνικό χώρο στο συγκεκριμένο αντικείμενο και διαθέτει ιδιαίτερη εξειδίκευση και τεχνογνωσία, ενώ είναι γεγονός ότι ο συγκεκριμένος κατάλογος έγινε αποδεκτός και αποτέλεσε μέρος της από 15-09-2017 συμφωνίας της ανακόπτουσας με την πλοιοκτήτρια εταιρεία «… …». Ωστόσο, όπως ήδη εκτέθηκε και ανωτέρω, αναφορικά με τη χρέωση σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο SCOPIC, στην περίπτωση βύθισης πλοίου και πρόκλησης ρύπανσης από εμμένον πετρέλαιο, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ του πλοιοκτήτη και του εργολάβου για την αντιμετώπιση της ρύπανσης που προκλήθηκε από το βυθισθέν πλοίο δε δύναται να λειτουργήσει δεσμευτικά ως προς τον τρίτο ασφαλιστή που συστήνει κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης, έναντι δε αυτού, οι χρεώσεις του εργολάβου/ διασώστη αναφορικά με τα μέτρα που έλαβε οφείλουν να είναι «εύλογες», όπως προβλέπεται από τη Σύμβαση Ευθύνης στο άρθρο Ι παρ. 6 (α) και (β), κατά το οποίο «απώλεια ή ζημία που προκαλείται εκτός του πλοίου από μόλυνση προερχόμενη από διαφυγή ή εκροή πετρελαίου από το πλοίο, οπουδήποτε και αν επέλθει μια τέτοια διαφυγή ή εκροή, με την επιφύλαξη ότι αποζημίωση για υποβάθμιση του περιβάλλοντος άλλη από εκείνη για απώλεια κέρδους από μια τέτοια υποβάθμιση, περιορίζεται στις δαπάνες των εύλογων μέτρων αποκατάστασης που πράγματι αναλήφθηκαν ή πρόκειται να αναληφθούν, τις δαπάνες των προληπτικών μέτρων και περαιτέρω την απώλεια ή ζημία που προκλήθηκε από προληπτικά μέτρα», καθώς και στο άρθρο Ι παρ. 7 της ίδιας ως άνω Σύμβασης, κατά το οποίο «προληπτικά μέτρα αποτελούν οιαδήποτε «εύλογα μέτρα ληφθέντα παρ’ οιουδήποτε προσώπου μετά την επέλευση του συμβάντος προς πρόληψη ή μείωση της εκ ρυπάνσεως ζημίας». Επίσης στο άρθρο V παρ. 8 της ιδίας Σύμβασης ορίζεται ότι «αξιώσεις σχετικαί προς δαπάνας ευλόγως γενομένας ή προς θυσίας εις ας ευλόγως υπεβλήθη εκουσίως ο πλοιοκτήτης προς πρόλιψιν ή μείωσιν της ζημίας εκ ρυπάνσεως, κατατάσσονται εις την αυτήν τάξιν με άλλες απαιτήσεις εναντίον του κεφαλαίου». Εξ αυτών προκύπτει ότι κανένας τιμοκατάλογος δεν δύναται να τύχει άκριτα αποδοχής από τον εκάστοτε διορισθέντα εκκαθαριστή μετά τη σύσταση …, αλλά αξιολογείται και κρίνεται κάθε φορά ως προς το «εύλογο» της τιμολόγησης, ενώ επίσης καμία απαίτηση δεν είναι εξοπλισμένη με κάποιο προνόμιο στην κατάταξη που λαμβάνει χώρα για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών από το συσταθέν κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης. Τούτων δοθέντων, ορθώς ο Εκκαθαριστής δεν αποδέχτηκε τις απαιτήσεις της ανακόπτουσας, οι οποίες είχαν ως βάση τις χρεώσεις του τιμοκαταλόγου της εταιρείας «…», εφόσον έκρινε ότι κάποιες εξ αυτών δεν ήταν εύλογες. Ο ισχυρισμός άλλωστε της ανακόπτουσας ότι οι χρεώσεις που προβλέπει ο κατάλογος αυτός είναι σαφώς χαμηλότερες από τις τιμές που έχουν διεθνώς καθιερωθεί και είναι μάλιστα συγκρίσιμες ακόμη και με τα τιμολόγια του Λιμενικού Σώματος του Υπουργείου Ναυτιλίας, με τον οποίο (ισχυρισμό) επιχειρείται προφανώς να καταδειχθεί το εύλογο των χρεώσεων που περιέχονται στον τιμοκατάλογο που χρησιμοποιήθηκε, αορίστως προβάλλεται, καθώς η ανακόπτουσα δεν εκθέτει ποιες είναι οι τιμές που έχουν διεθνώς καθιερωθεί για παρόμοιες υπηρεσίες, αλλά και ποιες είναι οι χρεώσεις που προβλέπονται με βάση τον τιμοκατάλογο του Λιμενικού Σώματος του Υπουργείου Ναυτιλίας, ώστε να μπορέσει το δικαστήριο να συγκρίνει αυτές με τις χρεώσεις της ανακόπτουσας και να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα περί του εάν πράγματι η τελευταία κοστολόγησε ευλόγως τις συγκεκριμένες υπηρεσίες της. Εξάλλου η ανακόπτουσα δεν εκθέτει, εάν οι αποφάσεις των δικαστηρίων στις οποίες αναφέρεται ότι κρίθηκε το θέμα του τιμοκαταλόγου που η ίδια χρησιμοποίησε ως προς το εύλογο των χρεώσεων που περιλαμβάνει, έκριναν επί περιπτώσεων στις οποίες είχε συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης της πλοιοκτήτριας εταιρείας, όπως εν προκειμένω. Αντιθέτως ο Εκκαθαριστής, προκειμένου να αξιολογήσει το εύλογο των χρεώσεων της ανακόπτουσας, έλαβε υπόψη του τις τιμές της Διεθνούς Ομοσπονδίας Πλοιοκτητών Δεξαμενοπλοίων για θέματα ρύπανσης (ITOPF), η οποία αποτελεί έναν διεθνή μη κυβερνητικό οργανισμό με έδρα το Λονδίνο, που έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα σε θέματα πρόληψης κινδύνων θαλάσσιας ρύπανσης και αξιολόγησης των εξόδων καθαρισμού και του ευλόγου των απαιτήσεων και έχει χρησιμοποιηθεί σε αρκετές περιπτώσεις παγκοσμίως. Με βάση τον τιμοκατάλογο αυτό, ο Εκκαθαριστής εκτίμησε το εύλογο των αξιώσεων της ανακόπτουσας και προχώρησε στην ανάλογη μείωση των χρεώσεών της, όχι εφαρμόζοντας ένα ενιαίο ποσοστό μείωσης, αλλά κρίνοντας κατά περίπτωση και κατά κατηγορία χρεώσεων. Αναφορικά με τη μείωση της ημερήσιας χρέωσης του υπευθύνου διοικητικών θεμάτων από 590 σε 550 ευρώ και του τεχνικού από 530 σε 180 ευρώ, στην οποία προέβη ο εκκαθαριστής και κατά της οποίας βάλλει η ανακόπτουσα, ο εκκαθαριστής έκρινε αυτές με βάση τον ανωτέρω τιμοκατάλογο του ITOPF, λαμβάνοντας υπόψη το ημερομίσθιο καθενός εκ των ανωτέρω εργαζομένων, το κόστος επιχειρησιακής ετοιμότητας της ανακόπτουσας και ένα εύλογο ποσοστό κέρδους. Άλλωστε, ειδικά ως προς τις χρεώσεις του προσωπικού, η ανακόπτουσα δεν προσκόμισε, παρά του ότι της ζητήθηκε, ούτε πίνακα των απασχολουμένων στη συγκεκριμένη φάση της επιχείρησης, αλλά ούτε και αποδείξεις καταβολής των ποσών που αιτήθηκε για τους αντίστοιχους εργαζόμενους. Ως εκ τούτων, η άποψη αυτή του εκκαθαριστή κρίνεται ορθή από το δικαστήριο, καθώς πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται εκ της νομοθεσίας περί του ευλόγου των χρεώσεων, πρέπει επομένως να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος ανακοπής, δεκτού γενομένου του ισχυρισμού του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που συνάφθηκαν στις αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής έκρινε (στην παράγραφο 13 της από 17-04-2019 έκθεσης ελέγχου της απαίτησής της) ότι ανερχόμενη σε 7,5% διαχειριστική αμοιβή της (administration fee) επί των χρεώσεών της για τις εργασίες καθαρισμού των ακτών ποσού 654.239 ευρώ είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη (ήτοι δεν συνιστά «εύλογη» δαπάνη με την έννοια της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992), διότι δεν προσδιορίζεται σε τί αφορά, αλλά συνιστά αυθαίρετη χρέωση επί των ήδη γενομένων χρεώσεων. Ότι όμως έτσι όπως έκρινε ο Εκκαθαριστής παρέλειψε να λάβει υπόψη του ότι η εν λόγω διαχειριστική αμοιβή αποτελεί ειθισμένη χρέωση για επιχειρήσεις απορρύπανσης τεράστιας έκτασης, όπως η προκείμενη, όπου εμπλέκονται ταυτόχρονα περισσότεροι πάροχοι υπηρεσιών απορρύπανσης και περισσότερες της μίας τοπικές αρχές (π.χ. Δήμοι) και φορείς (π.χ. περιβαλλοντικές οργανώσεις) και, κατά συνέπεια προκύπτει επιπρόσθετη ανάγκη συντονισμού σε όλους αυτούς τους παρόχους και τις αρχές. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από το σύνολο των προσκομισθέντων στοιχείων αποδεικνύονται τα εξής: τον καθαρισμό των ακτών ανέλαβαν τρεις εταιρείες, η ανακόπτουσα, η εταιρεία με την επωνυμία «… Α.Ε.» (υπ. αριθμ. πιν. 16 ανακοπή) και η εταιρεία «… …» (υπ. αριθμ. πιν. 4 ανακοπή). Και οι τρεις ως άνω εταιρείες αξιώνουν να τους καταβληθεί διαχειριστική αμοιβή ποσοστού 7,5% οι δύο πρώτες εξ αυτών και 20% η τρίτη επί των χρεώσεών τους, χωρίς ωστόσο να προκύπτει ποια εξ αυτών διαχειρίστηκε για λογαριασμό όλων το συγκεκριμένο έργο και εάν πράγματι συντόνισε τις εργασίες καθαρισμού των ακτών. Έτσι, παρότι η χρέωση διαχειριστικής αμοιβής είναι συνηθισμένη σε τέτοιου είδους έργα, όπως κατέθεσε ενόρκως ο μάρτυρας του προσθέτως παρεμβαίνοντος, στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει ότι η ανακόπτουσα πράγματι προέβη σε πρόσθετες δαπάνες που αφορούν στη διαχείριση του εν θέματι έργου, αφενός διότι η ίδια, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις του Εκκαθαριστή, δεν προσκόμισε αποδείξεις, από τις οποίες να προκύπτει ότι πράγματι απασχόλησε κάποιον σε αυτό το έργο (υπεύθυνο συντονισμού ή άλλον υπάλληλο), αφετέρου διότι όπως γίνεται δεκτό από όλες τις ανωτέρω εταιρείες, το έργο του συντονισμού του καθαρισμού των ακτών είχε αναλάβει ο … – …, όπως ο ίδιος κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος δικαστηρίου, ο οποίος εργάσθηκε για λογαριασμό της εταιρείας «… Α.Ε.». Εξάλλου η ανακόπτουσα δεν προσδιόρισε κατά την αναγγελία της ποιες ακριβώς ενέργειες δικαιολογούν την αντίστοιχη χρέωση, ούτε για ποιο λόγο υπολογίζεται επί του συνόλου των χρεώσεων προσωπικού και εξοπλισμού, όπως ορθά επισημαίνει και ο Εκκαθαριστής. Πέραν δε τούτων, όπως ήδη προεκτέθηκε, για την ταχεία αντιμετώπιση της ρύπανσης που δημιουργήθηκε από τη βύθιση του επίδικου πλοίου είχε δημιουργηθεί στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Συντονιστικό Όργανο Παρακολούθησης Εργασιών, στο οποίο γινόταν κυρίως ο συντονισμός των εργασιών για κάθε φάση του έργου. Η ανακόπτουσα, όπως και οι λοιπές αντιρρυπαντικές εταιρείες, πέραν των ενεργειών τους ανά ημέρα, δεν προσκόμισαν καταστάσεις, από τις οποίες να εμφαίνεται ο γεωγραφικός επιμερισμός των εργασιών τους, ώστε να προκύπτει με σαφήνεια σε ποια σημεία ασχολήθηκε η καθεμία με τον καθαρισμό των ακτών και ποιος, πέραν του ανωτέρω συσταθέντος οργάνου του υπουργείου, είχε αναλάβει τη διαχείριση του έργου. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος ανακοπής, καθώς μάλιστα, έτσι όπως εμφανίζεται η συγκεκριμένη χρέωση δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της εύλογης χρέωσης που προβλέπεται από τις Διεθνείς Συμβάσεις, αλλά και ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Με τον έκτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που συνάφθηκαν στις αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής έκρινε (στην παράγραφο 15 της από 17-04-2019 έκθεσης ελέγχου της απαίτησής της) ότι οι εργασίες της αντιμετώπισης της ρύπανσης από το ανελκυσθέν πλοίο με τη φύλαξη αυτού και την πόντιση φραγμάτων πέριξ αυτού από 02-12-2017 μέχρι 28 -02-2018 (ήτοι για 89 ημέρες) είναι εύλογες μόνο για ένα διάστημα 30 ημερών, το οποίο κρίθηκε ως εύλογο για τον καθαρισμό του πλοίου στο ναυπηγείο που ελλιμενιζόταν. Ακολούθως, με τον ένατο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που επισυνάφθηκαν στις αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής (στην παράγραφο 19 της από 17-04-2019 έκθεσης ελέγχου της απαίτησής της) απέρριψε εξ ολοκλήρου το κονδύλι της απαίτησής της για εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης από το ανελκυσθέν πλοίο από 01-03-2018 μέχρι 31-12-2018, παραπέμποντας ομοίως στην ανωτέρω κρίση του, ότι οι εργασίες της αντιμετώπισης της ρύπανσης από το ανελκυσθέν πλοίο με τη φύλαξη αυτού και την πόντιση φραγμάτων πέριξ αυτού από 02-12-2017 μέχρι 28 -02-2018 (ήτοι για 89 ημέρες) είναι εύλογες μόνο για ένα διάστημα 30 ημερών. Ότι η εν λόγω κρίση του Εκκαθαριστή αγνοεί ότι το ανελκυσθέν ναυάγιο έφερε εντός αυτού τα υπολείμματα των πετρελαιοειδών καταλοίπων που απέμειναν μετά την απάντλησή τους, τα οποία απομακρύνθηκαν μόνο με τις εργασίες καθαρισμού του πλοίου που έλαβαν χώρα στις 21-03-2018 από την εταιρεία «… Α.Ε.», εκ των οποίων προέκυψαν 210 κυβικά μέτρα υγρών πετρελαιοειδών καταλοίπων, προερχομένων από βαρύ πετρέλαιο από τις δεξαμενές φορτίου. Ότι ως εκ τούτου η απόφαση του Εκκαθαριστή μαρτυρεί άγνοια της πραγματικότητας των κινδύνων ρύπανσης, δοθέντος ότι ακόμη και μετά τον καθαρισμό του, το ανελκυσθέν πλοίο παραμένει ένα πετρελαιωμένο αντικείμενο. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων προέκυψαν τα εξής: οι δύο ως άνω λόγοι ανακοπής βάλλουν κατά της απόφασης του Εκκαθαριστή να θεωρήσει ως εύλογο χρονικό διάστημα μόνο αυτό των 30 ημερών αναφορικά με τις εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης από το ανελκυσθέν πλοίο με τη φύλαξη αυτού και την πόντιση φραγμάτων πέριξ αυτού από 02-12-2017 μέχρι 28-02-2018 (έκτος λόγος ανακοπής) και εν συνεχεία από 01-03-2018 μέχρι 31-12-2018 (ένατος λόγος ανακοπής). Η κρίση αυτή του Εκκαθαριστή ωστόσο, αιτιολογείται από το γεγονός ότι πράγματι η ανακόπτουσα δεν διευκρίνισε σαφώς, ούτε προσκόμισε ακριβή στοιχεία περί του πότε επακριβώς προέβη στον καθαρισμό και στις εργασίες απορρύπανσης του κουφαριού του βυθισθέντος πλοίου, καθόσον μάλιστα στις προσκομισθείσες (στον Εκκαθαριστή) ημερήσιες αναφορές εξέθετε αορίστως ότι έπραττε τούτο όποτε ήταν απαραίτητο, ενώ για το διάστημα μετά την 22η-04-2018 δήλωσε ότι βρισκόταν σε κατάσταση ετοιμότητας (δηλαδή χωρίς να πραγματοποιούνται συγκεκριμένες εργασίες, ούτε να εκτίθεται με ποιον τρόπο και μέσα βρισκόταν σε κατάσταση ετοιμότητας), εξαιρουμένου του διαστήματος από 23 Ιουνίου έως 25 Ιουνίου 2018, όταν πράγματι πραγματοποιήθηκε καθαρισμός κατόπιν παραγγελίας των εμπειρογνωμόνων επιθεωρητών που είχαν διορισθεί από την Εισαγγελία Πειραιά προς διερεύνηση των αιτίων του ναυαγίου, για δε το χρονικό διάστημα μετά την 30η-06-2018 η ανακόπτουσα δεν προσκόμισε ημερήσιες αναφορές εργασιών. Υπό αυτά τα δεδομένα, ορθά ο Εκκαθαριστής απέρριψε τις εν λόγω δαπάνες. Πέραν όμως τούτων, κρίνεται εν προκειμένω ότι, αφ’ ης στιγμής αποφασίστηκε η ανέλκυση του ναυαγίου και η μεταφορά του ζημιογόνου πλοίου, διακόπηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ένδικου ατυχήματος και της όποιας προκαλούμενης εφεξής ρύπανσης από εμμένον πετρέλαιο, συνεπώς το σύνολο του κονδυλίου, ύψους 582.027,37 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αμοιβή της ανακόπτουσας για τη φύλαξη του ναυαγίου, πόντιση φραγμάτων πέριξ του τόπου φύλαξής του για το χρονικό διάστημα μεταξύ 01-12-2017 έως 28-02-2018, αλλά και εν συνεχεία από 01-03-2018 έω2 31-12-2018, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του, ως μη συνδεόμενο αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα και το επακολουθήσαν αυτού συσταθέν κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης, δεκτού γενομένου του ισχυρισμού του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι η εν θέματι απόφαση του Εκκαθαριστή μαρτυρεί άγνοια της πραγματικότητας των κινδύνων ρύπανσης, οι οποίοι είναι απολύτως φυσιολογικό να υφίστανται για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα (π.χ. 10 έτη) μέχρι να υπάρξει απομάκρυνση και καταστροφή (εν προκειμένω διάλυση) του ρυπασμένου και ρυπογόνου αντικειμένου, η οποία όμως εν προκειμένω δεν μπορεί να δρομολογηθεί, καθώς οι ανακριτικές αρχές έχουν διατάξει την παραμονή του ανελκυσθέντος ναυαγίου στο ναυπηγείο μέχρι να ολοκληρώσουν την έρευνά τους για το συμβάν του δεξαμενοπλοίου, ενώ επιπλέον, ακόμη και μετά τον καθαρισμό του, το ανελκυσθέν πλοίο παραμένει ένα πετρελαιωμένο αντικείμενο, δε δύναται να διαφοροποιήσει την κρίση επί των ανωτέρω. Και τούτο διότι, παρότι δεν αμφισβητείται ότι πράγματι το ανελκυσθέν πλοίο δύναται να αποτελέσει περαιτέρω πηγή ρύπανσης του περιβάλλοντος, εντούτοις η δαπάνη για την αντιμετώπισή της δε συνδέεται αιτιακά με το ένδικο ατύχημα και συνεπώς δεν δύναται να επιβαρύνει τον Κεφάλαιο Περιορισμού Ευθύνης, το οποίο έχει συσταθεί για συγκεκριμένο σκοπό, ο οποίος είναι να αποκαταστήσει τους ζημιωθέντες από την προκληθείσα ρύπανση εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου, ενώ για τη διανομή του ισχύουν συγκεκριμένα κριτήρια, όπως αυτά έχουν τεθεί μέσα από τις οικείες Διεθνείς Συμβάσεις. Εν προκειμένω, η εμπλοκή των ανακριτικών αρχών και η έρευνα που διεξάγεται από αυτές προκειμένου να διακριβωθούν τα ακριβή αίτια του ατυχήματος δεν εμπίπτει εντός του πλαισίου των «εύλογων μέτρων αποκατάστασης που πράγματι αναλήφθηκαν ή πρόκειται να αναληφθούν» και δεν αποτελούν «δαπάνες προληπτικών μέτρων ληφθέντων παρ’ οιουδήποτε προσώπου μετά την επέλευση του συμβάντος προς πρόληψη ή μείωση της εκ ρυπάνσεως ζημίας». Ως εκ τούτων πρέπει οι σχετικοί λόγοι (έκτος και ένατος) να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, δεκτής γενομένης της πρόσθετης παρέμβασης και να απορριφθεί, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, εξ ολοκλήρου το εν θέματι κονδύλιο ύψους 582.027,37 ευρώ, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από το σύνολο του ποσού για το οποίο κατατάχθηκε η ανακόπτουσα. Με τον έβδομο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που συνάφθηκαν στις αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής έκρινε (στην παράγραφο 16 της από 17-04-2019 έκθεσης ελέγχου της απαίτησής της) αφενός ότι οι ανά μονάδα χρεώσεις της για τις εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης από το ανελκυσθέν πλοίο από 02-12-2017 μέχρι 28-02-2018 δεν είναι εύλογες, παρά μόνο όπου τούτο προκύπτει από τον συνημμένο στην έκθεση ελέγχου του Εκκαθαριστή πίνακα με τα στοιχεία Γ παρ. 9Γ, οι οποίες χρεώσεις για τις εργασίες αυτές έγιναν με τον τιμοκατάλογο SCOPIC, αφετέρου, ότι ορισμένες χρεώσεις δεν εξηγούνται και/ή δεν δικαιολογούνται και/ή δεν αποδεικνύονται. Ότι ως προς το δεύτερο σκέλος η κρίση του Εκκαθαριστή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη εκτίμησης, διότι δεν διευκρινίζει ποιο είναι εκάστοτε το συγκεκριμένο ελάττωμα καθεμίας από τις χρεώσεις που θεωρεί ως μη εύλογες. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων προέκυψαν τα εξής: αναφορικά με το σκέλος του λόγου αυτού της ανακοπής που αναφέρεται στις χρεώσεις που έγιναν με βάση τον τιμοκατάλογο SCOPIC, έγινε ήδη λόγος ανωτέρω και δη στον τρίτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, όπου εκτενώς αναλύθηκαν οι λόγοι για τους οποίους ο Εκκαθαριστής ορθά απέρριψε τις χρεώσεις οι οποίες έγιναν με βάση τον τιμοκατάλογο αυτόν, καθώς κριτήριο για την αποδοχή των χρεώσεων αυτών είναι το κατά πόσον είναι εύλογες. Αναφορικά με το σκέλος του λόγου αυτού της ανακοπής, κατά το οποίο η ανακόπτουσα παραπονείται για την απόρριψη ορισμένων χρεώσεων (decontamination, damaged equipment-oil booms, consumables-out of pocket expenses, weather forecast), όπως εκτίθεται από τον Εκκαθαριστή, οι χρεώσεις αυτές δεν συνοδεύθηκαν από τα αντίστοιχα παραστατικά (αποδείξεις, τιμολόγια), από τα οποία να προκύπτει ότι η ανακόπτουσα πραγματοποίησε την αντίστοιχη δαπάνη, όπως ρητά επιτάσσει το άρθρο 14 του Π.Δ. 666/1982, κατά το οποίο «στην αναγγελία επισυνάπτονται τα έγγραφα που επιδεικνύουν την απαίτηση σε πρωτότυπο ή αντίγραφο». Ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι σε μία τόσο μεγάλη σε έκταση και διάρκεια επιχείρηση είναι εύλογο να υπάρχουν κατεστραμμένα πλωτά φράγματα που πρέπει να αντικατασταθούν, να απαιτούνται προβλέψεις καιρού και να προκύπτουν καθημερινά τρέχοντα έξοδα προσωπικού που δεν εντάσσονται σε άλλες κατηγορίες χρεώσεων, καθώς έτσι γίνονται όλες οι εργασίες των εργασιών απορρύπανσης, πέραν της γενικότητάς του, δεν δύναται να αποτελέσει νόμιμο λόγο, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 14 του ως άνω Π.Δ., για την αυθαίρετη αποδοχή χρεώσεων, οι οποίες δεν αιτιολογούνται ειδικά και δε συνοδεύονται από τις αντίστοιχες αποδείξεις, καθώς μάλιστα πρόκειται κυρίως για αναλώσιμα, αντικείμενα ή υπηρεσίες, τα οποία η ανακόπτουσα φέρεται να προμηθεύτηκε ειδικά για την παροχή του ανατεθέντος σε αυτήν έργου και των οποίων την αποζημίωση αιτείται μετά την ανάλωση, χρησιμοποίηση ή καταστροφή τους, όπως διατείνεται. Ομοίως ο ισχυρισμός της, ο οποίος προβάλλεται με την προσθήκη αντίκρουσή της, ότι ο Εκκαθαριστής όφειλε να δεχτεί στο σύνολό τους τις εν λόγω χρεώσεις, ακόμη και χωρίς παραστατικά, καθώς ο ίδιος δε στηρίζει τις κρίσεις του σε κανένα έγγραφο και περικόπτει τιμοκαταλόγους, διαγράφει αμοιβές και μειώνει την απαίτησή της, ενώ η ίδια οφείλει να αποδεικνύει την απαίτησή της, κρίνεται τουλάχιστον ως μη νόμιμος. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί και ο έβδομος λόγος ανακοπής ως ουσιαστικά αβάσιμος και να γίνει αντίστοιχα δεκτή κατά το μέρος αυτό η πρόσθετη παρέμβαση. Με τον όγδοο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που συνάφθηκαν στις αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής έκρινε (στην παράγραφο 18 της από 17-04-2019 έκθεσης ελέγχου της απαίτησής της) ότι ο εύλογος χρόνος απασχόλησης της φορτηγίδας …, η οποία απασχολήθηκε από 03-10-2017 μέχρι 15-05-2018, είναι μόνο 30 ημέρες και, συνεπώς, η χρέωσή της για όλο το πραγματικό διάστημα παραμονής της δεν είναι εύλογη. Ότι έτσι όπως έκρινε όμως ο Εκκαθαριστής παρέβλεψε ότι στη φορτηγίδα … δεν συνελέγησαν μόνο κατάλοιπα, τα οποία προήλθαν από την επιχείρηση απάντλησης των πετρελαιοειδών καταλοίπων από το βυθισθέν πλοίο (η οποία ολοκληρώθηκε στις 03-10-2017, αλλά και κατάλοιπα (ανερχόμενα σε 100,128 κυβικά μέτρα), τα οποία συνελέγησαν κατά τη διαδικασία ανέλκυσης του πλοίου, η οποία ολοκληρώθηκε στις 30-11-2017 και ότι συνεπώς η εύλογη διάρκεια απασχόλησης της φορτηγίδας δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να είναι μόνο 10 ημέρες όπως έκρινε ο Εκκαθαριστής. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι αντιφατικός και ως εκ τούτου δε δύναται να εκτιμηθεί, καθώς αφενός μεν η ανακόπτουσα εκθέτει ότι ο Εκκαθαριστής έκρινε πως ο εύλογος χρόνος απασχόλησης της φορτηγίδας …, η οποία απασχολήθηκε από 03-10-2017 μέχρι 15-05-2018, είναι μόνο 30 ημέρες και σε άλλο σημείο του λόγου αυτού αναφέρει ότι η εύλογη διάρκεια απασχόλησης της φορτηγίδας (με βάση τα περιστατικά που η ίδια εξέθεσε) δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να είναι μόνο 10 ημέρες όπως έκρινε ο Εκκαθαριστής. Καθίσταται ως εκ τούτων δυσχερής η διάκριση του λόγου για τον οποίο παραπονείται η ανακόπτουσα. Ακόμη όμως και αν θεωρηθεί ότι η ανακόπτουσα εκ παραδρομής εξέθεσε ότι το διάστημα των 10 ημερών θεωρήθηκε εύλογο από τον Εκκαθαριστή, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: ο ίδιος ο Εκκαθαριστής, παρότι εκθέτει ότι στην παράγραφο 18 της έκθεσης ελέγχου ως εύλογο θεωρεί μόνο το διάστημα των 30 ημερών για την απασχόληση της φορτηγίδας …, εντούτοις συνομολογεί ότι δέχτηκε τη χρέωση για 60 ημέρες. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία και ορθά επισημαίνεται από το προσθέτως παρεμβαίνον, η εν θέματι φορτηγίδα κατέπλευσε στην περιοχή του ναυαγίου στις 3 Οκτωβρίου και, δοθέντος ότι οι εργασίες απάντλησης και πλύσης πετρελαίου ολοκληρώθηκαν στις 14 Οκτωβρίου και ότι απαιτούνταν περί τις 2 ημέρες για την εκφόρτωση των πετρελαιοειδών που είχαν φορτωθεί σε αυτή, η εύλογη περίοδος απασχόλησής της είναι το διάστημα από 03-10-2017 έως 16-10-2017, πλέον μίας ημέρας πρόσθετης χρήσης στις 26-10-2017, λόγω της απάντλησης από το ναυάγιο ποσότητας πετρελαιοειδών που βρέθηκε στη Νο 4 αριστερή δεξαμενή έρματος του ναυαγίου, ως εκ τούτου η εύλογη χρήση της ανέρχεται σε 15 ημέρες μόνο και η παραμονή της για το διάστημα από 03-10-2017 μέχρι 15-05-2018 δεν κρίνεται εύλογη από το δικαστήριο. Επομένως, σε σχέση με αυτά που έγιναν δεκτά, πρέπει να αφαιρεθεί ποσό 37.000 ευρώ (που αντιστοιχεί σε 15 ημέρες που δέχτηκε ο Εκκαθαριστής παραπάνω από το διάστημα των 15 ημερών που κρίνεται εύλογο από το δικαστήριο Χ 2.500 ευρώ που υπολόγισε ο εκκαθαριστής ως το ποσό της ημερήσιας χρέωσης της φορτηγίδας). Επιπλέον δε τούτων, πρέπει ομοίως να αφαιρεθεί το κονδύλιο των 178.170 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί σε 60 ημέρες απασχόλησης του σκάφους …, που δέχτηκε ο Εκκαθαριστής για το χρονικό διάστημα από 03-10-2017 έως 01-12-2017 επίσης ως εύλογο, προφανώς εκ παραδρομής, καθώς, όπως προεκτέθηκε ανωτέρω είχε θεωρήσει ως εύλογο μόνο το διάστημα των 30 ημερών. Το ανωτέρω ποσό έχει υπολογιστεί με την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ = 1,1878, επομένως πρέπει για τον λόγο αυτό να αφαιρεθεί το ποσό των 211.630,326 ευρώ. Συνεπώς πρέπει και αυτός ο λόγος της ανακοπής να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, και αντίστοιχα να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του προσθέτως παρεμβαίνοντος και να αφαιρεθεί από το σύνολο του ποσού για το οποίο κατατάχθηκε η ανακόπτουσα το συνολικό ποσό των (211.630,326 + 37.000 =) 249.130,326 ευρώ. Με τον δέκατο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής δεν έκανε δεκτή (στην παράγραφο 20 της από 17-04-2019 έκθεσης ελέγχου της απαίτησής της) τη διαχειριστική αμοιβή 7,5% που η ίδια χρέωσε επί του κόστους παράδοσης των υγρών πετρελαιοειδών καταλοίπων που είχαν περισυλλεγεί στη φορτηγίδα …. Ότι συγκεκριμένα η ίδια παρέδωσε προς την εταιρεία επεξεργασίας και τελικής διάθεσης υγρών αποβλήτων HEC OIL ONE 247,81 κυβικά μέτρα αποβλήτων, για την παραλαβή των οποίων η εταιρεία HEC OIL ONE την χρέωσε με το ποσό των 48.943,70 ευρώ, το οποίο ο Εκκαθαριστής αναγνώρισε ως εύλογη δαπάνη, επί του ποσού δε αυτού η ίδια χρέωσε και μία αμοιβή διαχείρισης 7,5% (ήτοι 3.670,78 ευρώ), την οποία ωστόσο ο Εκκαθαριστής απέρριψε χωρίς καμία αιτιολογία, παρότι (η αμοιβή αυτή) αντικατοπτρίζει αφενός την παραμονή των συλλεγέντων αποβλήτων επί της φορτηγίδας … για μεγάλο διάστημα και αφετέρου τις πρόσθετες εργασίες και ενέργειές της, προκειμένου να προγραμματισθεί, οργανωθεί, συντονισθεί και πραγματοποιηθεί η παράδοση των αποβλήτων με ασφαλή και ενδεδειγμένο τρόπο προς την ως άνω εταιρεία παραλαβής. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: περί της χρέωσης διαχειριστικής αμοιβής ποσοστού 7,5% επί του συνόλου των εργασιών έγινε λόγος ανωτέρω και δη στον πέμπτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, ότε και το σχετικό κονδύλιο απορρίφθηκε ως μη εύλογο, αλλά και ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ειδικότερα δε αναφορικά με τη συγκεκριμένη χρέωση, πρέπει να αναφερθεί, ότι η ανακόπτουσα δεν προσδιορίζει επακριβώς σε τί συνίσταται η δαπάνη της για τη διαχείριση της παράδοσης των αποβλήτων προς την εταιρεία παραλαβής, ήτοι δεν εκθέτει αναλυτικά εάν απασχόλησε περισσότερο προσωπικό και ποιους συγκεκριμένους εργαζόμενους και με ποιες ειδικότητες, ή αν χρειάστηκε επιπρόσθετα μέσα για την οργάνωση της εν λόγω παράδοσης, δοθέντος μάλιστα ότι έχει συμπεριλάβει στις χρεώσεις της την απασχόληση της φορτηγίδας … και την απασχόληση του αντίστοιχου προσωπικού για την οργάνωση όλων των επιχειρήσεών της. Συνεπώς πρέπει και αυτός ο λόγος της ανακοπής να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεκτού γενομένου του ισχυρισμού του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Με τον ενδέκατο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατά κακή εκτίμηση των δικογράφων της αναγγελίας της και χωρίς  εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής δε συμπεριέλαβε στο ποσό της (κατά κεφάλαιο) απαίτησής της που έκανε δεκτό τον τυχόν επιβληθησόμενο ΦΠΑ, μονολότι είχε ρητώς υποβάλει σχετικό αίτημα στην αναγγελία της. Ότι ειδικότερα, με την από 09-01-2019 συμπληρωματική αναγγελία της διευκρίνισε ότι τα ποσά για τα οποία αναγγέλθηκε ήταν καθαρά, χωρίς να έχει συμπεριληφθεί σε αυτά ΦΠΑ, ο οποίος σε περίπτωση που επιβληθεί κατά νόμο θα πρέπει να της καταβληθεί επιπλέον των καθαρών ποσών, και, για τον λόγο αυτό, τόσο στο αιτητικό της από 09-01-2019 συμπληρωματικής αναγγελίας της, όσο και της από 15-01-2019 διόρθωσης συμπληρωματικής αναγγελίας της, ζήτησε ρητώς να της επιδικαστεί και ο τυχόν επιβληθησόμενος ΦΠΑ. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: κατά την παρ. 1 του άρθρου 15 του Π.Δ. 666/1982 «η αναγγελία, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, πρέπει  να  αναφέρει την αιτία της απαίτησης και το ποσό αυτής», ενώ κατά την παρ. 2 αυτού «αν κατά την ημερομηνία της  αναγγελίας δεν είναι με ακρίβεια γνωστό το ύψος της απαίτησης, η αναγγελία μπορεί να μνημονεύει μόνο την αιτία της απαίτησης και να προσδιορίζει με προσέγγιση το ποσό μέχρι του οποίου προβλέπεται οτι θα φθάσει η απαίτηση. Ο οριστικός προσδιορισμός του ποσού μπορεί να γίνει μέχρι τη σύνταξη του πίνακα απαιτήσεων, που θα γίνουν δεκτές από τον Εκκαθαριστή». Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα στην από 07-05-2019 (αρχική) αναγγελία της δεν είχε περιλάβει στις απαιτήσεις της ποσό, το οποίο να αντιστοιχεί σε Φόρο Προστιθέμενης Αξίας για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες της, παρότι η ίδια γνώριζε (ή οφείλει να γνωρίζει) εάν το σύνολο των εργασιών και υπηρεσιών της υπόκεινται σε ΦΠΑ και ποιο το ποσοστό αυτού ή εάν κάποιες εξ αυτών (εργασιών / υπηρεσιών) απαλλάσσονται από την καταβολή του. Εν συνεχεία στην από 09-01-2019 συμπληρωματική αναγγελία της και στην από 15-01-2019 διόρθωση συμπληρωματικής αναγγελίας, και, αφού της είχε καταβληθεί από το προσθέτως παρεμβαίνον στις 29-06-2018 προκαταβολή ύψους 2.200.000 ευρώ, συναφθείσας μεταξύ της ανακόπτουσας και του προσθέτως παρεμβαίνοντος σχετικής σύμβασης περί της εξόφλησης του αναφερόμενου σε αυτήν κονδυλίου, προέβαλε (η ανακόπτουσα) για πρώτη φορά απαίτησή της ύψους 425.806,45 ευρώ, ποσό το οποίο, όπως η ίδια ισχυρίζεται, αντιστοιχεί στον τυχόν επιβληθησόμενο ΦΠΑ για το ποσό των 2.200.000 ευρώ που εισέπραξε από το προσθέτως παρεμβαίνον. Ωστόσο, η αξίωσή της αυτή θα έπρεπε να είχε περιληφθεί στην αρχική από 07-05-2019 αναγγελία της, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα κατά τα ανωτέρω στην παρ. 1 του άρθρου 15 Π.Δ. 666/1982, καθώς η υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ για τις παρασχεθείσες εργασίες / υπηρεσίες είναι, ως αιτία, γνωστή εκ των προτέρων στον υπόχρεο, όπως και το ποσοστό αυτού, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ως εκ τούτου η σχετική αξίωση μη νομίμως προβλήθηκε με την από 09-01-2019 συμπληρωματική αναγγελία, ενώ θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί στην αρχική. Επιπλέον δε τούτων, η ανακόπτουσα αξιώνει να της καταβληθεί το ποσό των 425.806,45 ευρώ για τυχόν επιβληθησόμενο ΦΠΑ, όπως η ίδια συνομολογεί, χωρίς να εξειδικεύει εάν η ίδια εξέδωσε τα σχετικά παραστατικά, τα ειδικότερα στοιχεία αυτών, το ακριβές ποσό που περιλαμβάνουν, καθώς και τις εργασίες ή υπηρεσίες που παρασχέθηκαν, όπως επίσης και εάν για τις εργασίες ή υπηρεσίες αυτές η ίδια υποχρεούται σε καταβολή ΦΠΑ, δοθέντος ότι, σύμφωνα με όσα η ίδια εκθέτει, η καταβολή του αναλογούντος ΦΠΑ δεν αποτελεί βέβαιο γεγονός, αλλά εξαρτάται από κάποιον παράγοντα, τον οποίο δεν εκθέτει. Ως εκ τούτων και αυτός ο λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη απομένοντος άλλου λόγου ανακοπής προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή της εταιρείας «….» στο σύνολό της και αντίστοιχα να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση, κατατασσομένης της ανακόπτουσας για  ποσό των 10.910.556,30 [11.741.714 – 831.157,696, το οποίο αποτελείται από το ποσό των 582.027,37 ευρώ που αντιστοιχεί στην αμοιβή της ανακόπτουσας για τη φύλαξη του ναυαγίου, πόντιση φραγμάτων πέριξ του τόπου φύλαξής του για το χρονικό διάστημα μεταξύ 01-12-2017 έως 28-02-2018, αλλά και εν συνεχεία από 01-03-2018 έω2 31-12-2018 και αφαιρέθηκε, καθώς και ποσό 249.130,326 ευρώ για τη μείωση των ημερών χρήσης της φορτηγίδας …, το οποίο ομοίως αφαιρέθηκε) ευρώ.

Επί των λόγων της υπ’ αριθμ. Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8578/4306/2019 ανακοπής, η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6867/3233/2020 κλήσης του Εκκαθαριστή κατά της κατάταξης της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα (αρ. πιν. 18): η εν θέματι ανώνυμη εταιρεία με την από 04-05-2018 αναγγελία της, που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να καταταγεί για το ποσό των 34.160.934,39 ευρώ πλέον ΦΠΑ ποσού 8.198.624,25 ευρώ και πλέον του νομίμων τόκων από την επίδοση της ανωτέρω αναγγελίας προς τον Εκκαθαριστή μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, το οποίο (ποσό) αναλύεται σε τρία επιμέρους κονδύλια ως εξής (μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ): α) ποσό 3.897.780 ευρώ, που αντιστοιχεί στις εργασίες καθαρισμού θαλάσσιων περιοχών πέριξ του ναυαγίου κατά το διάστημα από 10-09-2017 μέχρι 30-11-2017, β) ποσό 25.745.182,34 ευρώ, που αντιστοιχεί στις εργασίες καθαρισμού ακτών και θαλάσσιων περιοχών πέριξ των ακτών κατά το διάστημα από 10-09-2017 μέχρι 31-03-2018 και γ) ποσό 4.517.972,05 ευρώ, που αντιστοιχεί στις δαπάνες διάθεσης των συλλεγέντων από τη θάλασσα και τις ακτές υγρών και στερεών αποβλήτων, τα οποία παραδόθηκαν προς διάθεση μέχρι 28-02-2018. Με την ως άνω αναγγελία της η αναγγέλλουσα και ήδη ανακόπτουσα επιφυλάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Π.Δ. 666/1982, να προσδιορίσει οριστικά μέχρι τη σύνταξη του πίνακα απαιτήσεων από τον Εκκαθαριστή το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 19 της αναγγελίας της, ήτοι το ποσό που αντιστοιχεί στις εργασίες που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της ρύπανσης από το ρυπογόνο πλοίο και τα αναμεμειγμένα με θαλασσινό νερό κατάλοιπα φορτίου αυτού και για τις συμπληρωματικές εργασίες που θα απαιτηθούν κατά τον δεξαμενισμό του πλοίου, το ύψος της οποίας δεν ήταν καθ’ εκείνο τον χρόνο γνωστό, αλλά προβλεπόταν κατά προσέγγιση ότι θα φτάσει μέχρι του ποσού των 6.820.000 συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, καθώς και για οιαδήποτε τυχόν περαιτέρω απαίτησή της για δαπάνες λήψης προληπτικών μέτρων αποτροπής, εξουδετέρωσης και πρόληψης της ρύπανσης που προκλήθηκε από τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου …. Εν συνεχεία, με την από 27-09-2018 συμπληρωματική αναγγελία, που κατατέθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να καταταγεί επιπλέον για το ποσό των 2.065.970,25 ευρώ (για το οποίο είχε επιφυλαχθεί κατά προσέγγιση με την ανωτέρω από 04-05-2018 αναγγελία της), πλέον του νομίμου τόκου και ΦΠΑ, το οποίο ποσό αναλύεται ως εξής: α) στο κονδύλι που αντιστοιχεί στις εργασίες για την αντιμετώπιση της ρύπανσης από το ανελκυσθέν στις 29-11-2017 πλοίο και τα αναμεμειγμένα με θαλασσινό νερό κατάλοιπα φορτίου αυτού και τον καθαρισμό αυτού, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από 21-03-2018 μέχρι 29-06-2018, συμπεριλαμβανομένων των εργασιών που απαιτήθηκαν κατά τον δεξαμενισμό του ανελκυσθέντος πλοίου, ύψους 1.848.249,18 ευρώ, β) στο κονδύλι που αντιστοιχεί στις εργασίες καθαρισμού ακτών και θαλάσσιων περιοχών πέριξ των ακτών από 01-04-2018 μέχρι 06-07-2018 ύψους 51.944 και γ) στο κονδύλι που αντιστοιχεί στις δαπάνες διάθεσης των συλλεγέντων από τη θάλασσα και τις ακτές υγρών και στερεών αποβλήτων, τα οποία παραδόθηκαν προς διάθεση μετά την 01-03-2018, ποσού 165.777,07 και δη 41.966,52 για τα υγρά απόβλητα και 123.810,55 για τα στερεά απόβλητα. Μετά τον έλεγχο της ως άνω αναγγελθείσας απαίτησης, ο οποίος έλαβε χώρα ενώπιον του Εκκαθαριστή στις 08-05-2019, ο τελευταίος συνέταξε σχετική έκθεση, στην οποία έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω απαίτηση της ανακόπτουσας και δη ως προς το ποσό των 17.132.054 ευρώ πλέον ΦΠΑ, ήτοι 21.243.746,96 συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ εκ ποσοστού 24%, όπως αυτό επιμερίσθηκε στα ως άνω κονδύλια, από το οποίο όμως αφαίρεσε το ποσό των 6.130.742 ευρώ που καταβλήθηκε από το … στην ανακόπτουσα, κατατάσσοντας επομένως την ανακόπτουσα για το συνολικό ποσό των 15.111,552 ευρώ (το οποίο μάλιστα προέκυψε εκ παραδρομής του Εκκαθαριστή ως προς τον υπολογισμό του ΦΠΑ στα κονδύλια Γ και ΣΤ, όπως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα, ενώ ορθό είναι το ποσό των 15.113.004,96 ευρώ, χωρίς ωστόσο να εξειδικεύει την προέλευση του σφάλματος), εκ του οποίου η ανακόπτουσα δικαιούται να λάβει από τον από 02-09-2019 πίνακα κατάταξης και το αντίστοιχο κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης το ποσό του 1.760.187,02 ευρώ. Κατόπιν τούτων η ανακόπτουσα εταιρεία άσκησε την υπό κρίση ανακοπή, επί της οποίας το … άσκησε πρόσθετη παρέμβαση ζητώντας την απόρριψή της. Αρχικώς η ανακόπτουσα παραπονείται στο υπό στοιχ. «Μέρος Α» των προτάσεών της για την εκδίκαση της ανακοπής της από το παρόν δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2267/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο έκρινε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο, κάνοντας μάλιστα λόγο για νομικά σφάλματα της ανωτέρω παραπεμπτικής απόφασης. Ωστόσο οι ανωτέρω αιτιάσεις αλυσιτελώς προβάλλονται με το εν θέματι δικόγραφο, αφενός μεν διότι δεν συνοδεύονται από κάποιο αίτημα, αλλά μόνο διηγηματικώς εκτίθενται, αφετέρου δε, διότι η ως άνω απόφαση έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, χωρίς μάλιστα η ανακόπτουσα να ασκήσει έφεση, στην οποία θα μπορούσε να προβάλει όλα τα επιχειρήματά της περί των νομικών πλημμελειών της και να κριθούν αρμοδίως, υφίσταται ως εκ τούτων δεδικασμένο ως προς την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του παρόντος δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπό κρίση ανακοπής. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα βάλλει κατά της κρίσης του Εκκαθαριστή, για τον λόγο ότι ο τελευταίος κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που αποδεικνύουν την απαίτησή της και επισυνάφθηκαν στις ανωτέρω αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία δεν έκανε δεκτό το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής της (ήτοι το ποσό των 36.226.904,64 ευρώ πλέον ΦΠΑ, άλλως 44.921.361,75 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ εκ ποσοστού 24%), αλλά μόνο μέρος αυτής ίσο προς 17.132.054 πλέον ΦΠΑ, άλλως 21.243.746,96 συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%, ενώ αν είχε ερμηνεύσει ορθά τον νόμο, είχε εκτιμήσει σωστά τα έγγραφα που η ίδια κατέθεσε και είχε λάβει ορθά υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας, θα είχε κάνει δεκτή την απαίτησή της καθ’ ολοκληρία, και, συνεπώς, αφαιρουμένων των προκαταβολών του … συνολικού ποσού 6.130.742 ευρώ, θα είχε κατατάξει αυτήν για το ποσό των 30.474.047,89 ευρώ μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, άλλως 38.790.619,75 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, αντί του ποσού των 15.113.004,96 ευρώ. Ο λόγος αυτός, έτσι όπως εκφέρεται, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Και τούτο διότι, δεν εξειδικεύεται επαρκώς, με ποιόν τρόπο ο Εκκαθαριστής, στην από 08-05-2019 έκθεσή του, ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τον νόμο, εκτίμησε εσφαλμένα τις αποδείξεις, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας μη συμπεριλαμβάνοντας επαρκή αιτιολογία, δοθέντος μάλιστα, ότι ο Εκκαθαριστής δεν απέρριψε ως μη «εύλογες» τις χρεώσεις της ανακόπτουσας στο σύνολό τους. Αντιθέτως, οι αιτιάσεις που προβάλλονται με τον λόγο αυτό είναι γενικές, χωρίς να γίνεται μνεία των συγκεκριμένων κονδυλίων που ο εκκαθαριστής απέρριψε ή εσφαλμένα αρνήθηκε να συμπεριλάβει στην κατάταξη της ανακόπτουσας, ενώ επιπλέον δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά με ποιόν τρόπο η κρίση του εκκαθαριστή, όπως αυτή αποτυπώθηκε στον από 02-09-2019 προσωρινό πίνακά του, δεν έλαβε υπόψη της «εύλογα» συμπεριληφθείσες χρεώσεις της ανακόπτουσας. Με τις προτάσεις της η ανακόπτουσα επιχειρεί να αναλύσει τα επιμέρους κονδύλια που προσβάλλει με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, από κοινού με τον πρώτο λόγο, ο οποίος έχει ως ανωτέρω εκτέθηκε. Ωστόσο, η αοριστία του πρώτου λόγου της ανακοπής δε δύναται να θεραπευθεί με την ανωτέρω αναφορά στις προτάσεις της, ενώ, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, δεν αρκεί στην υπό κρίση ανακοπή η γενικόλογη αμφισβήτηση του πίνακα κατάταξης και η γενικότερη επίκληση του εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος, αλλά απαιτείται η κατ’ ιδίαν προσβολή των κονδυλίων που απορρίφθηκαν από τον Εκκαθαριστή και η αναφορά και απόδειξη περί του ευλόγου των χρεώσεων του ανακόπτοντος. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που αποδεικνύουν την απαίτησή της και επισυνάφθηκαν στις αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής έκρινε (στις παραγράφους 8 και 9 της από 08-05-2019 έκθεσης ελέγχου της απαίτησής της) ότι οι ανά μονάδα χρεώσεις απασχοληθέντος προσωπικού και χρησιμοποιηθέντος εξοπλισμού και μέσων, ήτοι ο τιμοκατάλογός της, δεν είναι εύλογες, παρά μόνο όπου τούτο προκύπτει από τους συνημμένους στην έκθεση ελέγχου του Εκκαθαριστή πίνακες, ενώ θα έπρεπε να είχε κρίνει ότι όλες οι χρεώσεις του τιμοκαταλόγου της είναι απόλυτα εύλογες με την έννοια της Σύμβασης Ευθύνης 1992. Ότι ειδικότερα το εύλογο των χρεώσεών της προκύπτει από τα εξής στοιχεια: α) ο τιμοκατάλογός της είναι ευρέως και παγίως γνωστός τόσο στη ναυτιλιακή αγορά όπου κυκλοφορεί πολλά έτη πριν από το συγκεκριμένο συμβάν, όσο και στους ασφαλιστικούς και αλληλοασφαλιστικούς οργανισμούς (P & I Clubs) που καλύπτουν περιπτώσεις ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος, β) διέπεται από απόλυτη διαφάνεια, καθώς δίδεται σε κάθε πελάτη εκ των προτέρων, όπως συνέβη και εν προκειμένω, όπου τόσο η πλοιοκτήτρια όσο και η κύρια ανάδοχος του έργου της απορρύπανσης εταιρεία «….» αποδέχτηκαν εξαρχής τον τιμοκατάλογό της, ο οποίος επισυνάφθηκε στις σχετικές συμβάσεις ανάθεσης, γ) εκφράζει το πραγματικό της κόστος για την προμήθεια, εκπαίδευση και διατήρηση σε επιχειρησιακή ετοιμότητα ενός τόσο μεγάλου εξοπλισμού κι ενός τόσο πολυάριθμου εξειδικευμένου προσωπικού και αφορά στην προστασία ενός τόσο πολύτιμου αγαθού, όπως το θαλάσσιο περιβάλλον, ενώ δεν έχει αυξηθεί καθόλου τα τελευταία δέκα χρόνια, αντιθέτως δε, έχουν μειωθεί ορισμένες τιμές και έχουν εισαχθεί νέοι τρόπου χρέωσης, πιο συμφέροντες για τους πελάτες καθ’ υπόδειξη των ασφαλιστικών οργανισμών, δ) οι χρεώσεις που προβλέπει είναι σαφώς χαμηλότερες από τις τιμές που έχουν διεθνώς καθιερωθεί ή προσφέρονται από διεθνείς, ακόμη και μη κερδοσκοπικούς, οργανισμούς αντιρρύπανσης για παρόμοιες εργασίες, ε) οι χρεώσεις που προβλέπει είναι συγκρίσιμες ακόμη και με το τιμολόγιο του Λιμενικού Σώματος του Υπουργείου Ναυτιλίας για τέτοιες εργασίες και για τέτοια υλικά, μέλη και προσωπικό και στ) οι χρεώσεις της έχουν αναγνωριστεί ως εύλογες από σειρά αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων σε προηγούμενες παρόμοιες υποθέσεις, που προσέφερε τις υπηρεσίες της. Ότι επίσης και ο τρόπος με τον οποίο ο Εκκαθαριστής μείωσε τις μοναδιαίες χρεώσεις της είναι τελείως αυθαίρετος και αναιτιολόγητος και δεν εφάρμοσε ένα ενιαίο ποσοστό μείωσης για όλες τις χρεώσεις ή ανά κατηγορία αυτών, αλλά επέλεξε να μειώσει ορισμένες μόνο εξ αυτών, εφαρμόζοντας διαφορετικά ποσοστά μείωσης, όπως ενδεικτικά μείωσε την ημερήσια χρέωση του Επικεφαλής Τεχνικού κατά ποσοστό 20% (από 630 στα 500 ευρώ), τη χρέωση του Τεχνικού Διευθυντή κατά ποσοστό 7% (από 710 σε 660 ευρώ), ενώ επίσης σε κάποιες περιπτώσεις έκανε διαφορετικές μειώσεις της ίδιας μοναδιαίας χρέωσης ανάλογα με το κονδύλι, όπως για παράδειγμα, για το κονδύλι των εργασιών καθαρισμού των ακτών μέχρι 31-03-2018, μείωσε την ημερήσια χρέωση του Τεχνικού κατά ποσοστό 66% (από 530 σε 180 ευρώ), ενώ για το κονδύλι των εργασιών καθαρισμού πέριξ του ναυαγίου, μείωσε την ημερήσια χρέωση του Τεχνικού κατά ποσοστό 15% (από 530 σε 450 ευρώ). Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Επί των προβαλλόμενων με τον λόγο αυτό ισχυρισμών της ανακόπτουσας, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής, τα οποία αφορούν στο σύνολο της αντιμετώπισης του ζημιογόνου συμβάντος από την ανακόπτουσα και τα οποία εκτέθηκαν ομοίως ανωτέρω στους σχετικούς ως άνω λόγους ανακοπής: αφ’ ης στιγμής δημιουργήθηκε το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης της πλοιοκτήτριας εταιρείας, η κρίση του ορισθέντος Εκκαθαριστή αναφορικά με την αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας, αλλά και του δικαστηρίου στο παρόν στάδιο δεν κατατείνει μόνο στη διάγνωση περί της επιτυχούς ή μη έκβασης των αναληφθεισών εργασιών, αλλά και στο κατά πόσον τα ληφθέντα μέτρα αποκατάστασης ήταν εύλογα υπό την έννοια ότι οι δαπάνες που απαιτήθηκαν για την ολοκλήρωσή τους ήταν λογικές και σύμφωνες με το πνεύμα των εφαρμοστέων Διεθνών Συμβάσεων. Ενόψει τούτων, ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι ο τιμοκατάλογός της ήταν ευρέως και παγίως γνωστός στη ναυτιλιακή αγορά, όσο και στην ασφαλιστικούς και αλληλοασφαλιστικούς οργανισμούς, αλλά και στην πλοιοκτήτρια εταιρεία όταν η τελευταία κάλεσε την κύρια ανάδοχο του έργου της απορρύπανσης εταιρεία «….», προκειμένου να συνδράμει στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής ρύπανσης που προκάλεσε το βυθισθέν πλοίο, δεν αποτελεί, άνευ άλλου τινός, ικανή και αναγκαία συνθήκη, περί της ορθότητας των χρεώσεών της, οι οποίες θα πρέπει να θεωρηθούν από τη σκοπιά του «ευλόγου» της επιβολής αυτών. Εν προκειμένω, προκύπτει από το σύνολο των προσκομισθέντων στοιχείων ότι ο Εκκαθαριστής θεώρησε ως προς τις  παρασχεθείσες υπηρεσίες της ανακόπτουσας και δη ως προς το είδος και τη φύση τους, ότι αποτελούν μέτρα απορρύπανσης ευλόγως ληφθέντα για την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας και κυρίως ως προς την έκταση και τη χρονική τους διάρκεια, αλλά και ως προς έκαστο των κατ’ ιδίαν χρησιμοποιηθέντων μέσων και απασχοληθέντος προσωπικού, εν όψει μάλιστα και της αδυναμίας λήψης εκ των υστέρων σχετικής τεχνικής πραγματογνωμοσύνης που προϋποθέτει παρακολούθηση in situ της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών κατά τον χρόνο που πράγματι παρεσχέθησαν. Η ανωτέρω θεώρηση του Εκκαθαριστή κρίνεται ορθή από το δικαστήριο, δοθέντος ότι πράγματι, δεν αμφισβητείται από κανένα διάδικο μέρος η επιτυχής έκβαση της επιχείρησης απορρύπανσης, όπως μάλιστα κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος δικαστηρίου ο μάρτυρας του …, αμφισβητείται ωστόσο ο τρόπος χρέωσης επιμέρους εργασιών, υλικών ή αμοιβών του προσωπικού, καθώς και η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε σε συγκεκριμένες εργασίες. Και πράγματι, η ανακόπτουσα είναι μία από τις γνωστότερες εταιρείες στον ελληνικό χώρο στο συγκεκριμένο αντικείμενο και διαθέτει ιδιαίτερη εξειδίκευση και τεχνογνωσία, ενώ είναι γεγονός ότι ο συγκεκριμένος κατάλογος έγινε αποδεκτός και αποτέλεσε μέρος της από 15-09-2017 συμφωνίας της ανωτέρω αναδόχου εταιρείας με την πλοιοκτήτρια εταιρεία «… …». Ωστόσο, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, στην περίπτωση βύθισης πλοίου και πρόκλησης ρύπανσης από εμμένον πετρέλαιο, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ του πλοιοκτήτη και του εργολάβου για την αντιμετώπιση της ρύπανσης που προκλήθηκε από το βυθισθέν πλοίο δε δύναται να λειτουργήσει δεσμευτικά ως προς τον τρίτο ασφαλιστή που συστήνει κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης, έναντι δε αυτού, οι χρεώσεις του εργολάβου/ διασώστη αναφορικά με τα μέτρα που έλαβε οφείλουν να είναι «εύλογες», όπως προβλέπεται από τη Σύμβαση Ευθύνης στις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων Ι παρ. 6 (α) και (β), Ι παρ. 7 και V παρ. 8. Εξ αυτών προκύπτει ότι κανένας τιμοκατάλογος δεν δύναται να τύχει άκριτα αποδοχής από τον εκάστοτε διορισθέντα εκκαθαριστή μετά τη σύσταση …, αλλά αξιολογείται και κρίνεται κάθε φορά ως προς το «εύλογο» της τιμολόγησης, ενώ επίσης καμία απαίτηση δεν είναι εξοπλισμένη με κάποιο προνόμιο στην κατάταξη που λαμβάνει χώρα για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών από το συσταθέν κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης. Τούτων δοθέντων, ορθώς ο Εκκαθαριστής δεν αποδέχτηκε τις απαιτήσεις της ανακόπτουσας, εφόσον έκρινε ότι κάποιες εξ αυτών δεν ήταν εύλογες. Ο ισχυρισμός άλλωστε της ανακόπτουσας ότι οι χρεώσεις που προβλέπει ο κατάλογος αυτός είναι σαφώς χαμηλότερες από τις τιμές που έχουν διεθνώς καθιερωθεί και είναι μάλιστα συγκρίσιμες ακόμη και με τα τιμολόγια του Λιμενικού Σώματος του Υπουργείου Ναυτιλίας, με τον οποίο (ισχυρισμό) επιχειρείται προφανώς να καταδειχθεί το εύλογο των χρεώσεων που περιέχονται στον τιμοκατάλογο που χρησιμοποιήθηκε, αορίστως προβάλλεται, καθώς η ανακόπτουσα δεν εκθέτει ποιες είναι οι τιμές που έχουν διεθνώς καθιερωθεί για παρόμοιες υπηρεσίες, αλλά και ποιες είναι οι χρεώσεις που προβλέπονται με βάση τον τιμοκατάλογο του Λιμενικού Σώματος του Υπουργείου Ναυτιλίας, ώστε να μπορέσει το δικαστήριο να συγκρίνει αυτές με τις χρεώσεις της ανακόπτουσας και να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα περί του εάν πράγματι η τελευταία κοστολόγησε ευλόγως τις συγκεκριμένες υπηρεσίες της. Εξάλλου η ανακόπτουσα δεν εκθέτει, εάν οι αποφάσεις των δικαστηρίων στις οποίες διατείνεται ότι κρίθηκε το θέμα του τιμοκαταλόγου που η ίδια χρησιμοποίησε ως προς το εύλογο των χρεώσεων που περιλαμβάνει, αναφέρονται σε περιπτώσεις, στις οποίες είχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Αντιθέτως ο Εκκαθαριστής, προκειμένου να αξιολογήσει το εύλογο των χρεώσεων της ανακόπτουσας, έλαβε υπόψη του τις τιμές της Διεθνούς Ομοσπονδίας Πλοιοκτητών Δεξαμενοπλοίων για θέματα ρύπανσης (ITOPF), η οποία αποτελεί έναν διεθνή μη κυβερνητικό οργανισμό με έδρα το Λονδίνο, που έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα σε θέματα πρόληψης κινδύνων θαλάσσιας ρύπανσης και αξιολόγησης των εξόδων καθαρισμού και του ευλόγου των απαιτήσεων και έχει χρησιμοποιηθεί σε αρκετές περιπτώσεις παγκοσμίως. Με βάση τον τιμοκατάλογο αυτό, ο Εκκαθαριστής εκτίμησε το εύλογο των αξιώσεων της ανακόπτουσας και προχώρησε στην ανάλογη μείωση των χρεώσεών της, όχι εφαρμόζοντας ένα ενιαίο ποσοστό μείωσης, αλλά κρίνοντας κατά περίπτωση και κατά κατηγορία χρεώσεων. Αναφορικά με τις μειώσεις της ημερήσιας χρέωσης που ενδεικτικά αναφέρει η ανακόπτουσα, στις οποίες προέβη ο εκκαθαριστής και κατά της οποίας βάλλει η ανακόπτουσα, ο εκκαθαριστής έκρινε αυτές με βάση τον ανωτέρω τιμοκατάλογο του ITOPF, λαμβάνοντας υπόψη το ημερομίσθιο καθενός εκ των ανωτέρω εργαζομένων, το κόστος επιχειρησιακής ετοιμότητας της ανακόπτουσας και ένα εύλογο ποσοστό κέρδους. Άλλωστε, ειδικά ως προς τις χρεώσεις του προσωπικού, η ανακόπτουσα δεν προσκόμισε, παρά του ότι της ζητήθηκε, ούτε πίνακα των απασχολουμένων στη συγκεκριμένη φάση της επιχείρησης, αλλά ούτε και αποδείξεις καταβολής των ποσών που αιτήθηκε για τους αντίστοιχους εργαζόμενους. Ως εκ τούτων, η άποψη αυτή του εκκαθαριστή κρίνεται ορθή από το δικαστήριο, καθώς πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται εκ της νομοθεσίας περί του ευλόγου των χρεώσεων, πρέπει επομένως να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος ανακοπής, δεκτών γενομένων των ισχυρισμών του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Το …, με την από 20-12-2019 και με Γ.Α.Κ. Ε.Α.Κ. 11750/5902/2019 πρόσθετη παρέμβασή του, με την οποία ζητεί να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή, εκθέτει σε σχέση με τον ως άνω δεύτερο λόγο ανακοπής, ότι το ποσό που κρίθηκε εύλογο από τον εκκαθαριστή για την ανωτέρω χρονική περίοδο της απορρύπανσης, θα έπρεπε να είναι ακόμη μικρότερο, καθώς κάποιες από τις χρεώσεις της ανακόπτουσας δεν ήταν εύλογες. Ειδικότερα, εκθέτει ότι ο Εκκαθαριστής δικαιολόγησε την απασχόληση τεσσάρων διευθυντών ημερησίως, έως και τεσσάρων μηχανικών ημερησίως, 67.532,50 ανθρωποωρών έναντι 30 ευρώ ανά ώρα για υπερωρίες και υπέρμετρη αμοιβή για τον επικεφαλής όλων των επιχειρήσεων. Αναφορικά με τα πλοία που χρησιμοποιήθηκαν στο έργο, εκτίθεται ότι ο Εκκαθαριστής δέχτηκε δύο ημέρες απασχόλησης του μεγάλου ρυμουλκού … έναντι 8.352 ευρώ ημερησίως και συγκεκριμένα στις 14-09-2017 και στις 07-10-2017, ωστόσο η δεύτερη εκ των εν λόγω ημερών δεν έπρεπε να γίνει δεκτή, καθώς το εν θέματι πλοίο δεν παρατηρήθηκε από τους τεχνικούς συμβούλους της κατά την ημέρα εκείνη και δεν αναφέρεται καν στα ημερήσια δελτία αναφοράς εργασιών. Περαιτέρω, και, αναφορικά με τον εξοπλισμό, αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκε περισσότερος εξοπλισμός, οχήματα και αναλώσιμα απ’ ότι σε άλλα παρόμοια περιστατικά διεθνώς και για τον λόγο αυτό η σχετική δαπάνη θα έπρεπε να μειωθεί κατά 40%. Σε αυτή τη φάση του ελέγχου ωστόσο, ο ακριβής αριθμός των σκαφών, υλικών και αναλωσίμων που όφειλε η ανακόπτουσα να χρησιμοποιήσει, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί, καθώς, όπως ορθά επεσήμανε κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα ο Εκκαθαριστής, υφίσταται αδυναμίας λήψης εκ των υστέρων σχετικής τεχνικής πραγματογνωμοσύνης που προϋποθέτει επιτόπια παρακολούθηση της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών κατά τον χρόνο που πράγματι παρεσχέθησαν. Ομοίως δεν μπορεί να διακριβωθεί πόσοι ακριβώς εργαζόμενοι σε κάθε ειδικότητα θα έπρεπε να είχαν απασχοληθεί κατ’ απόλυτη κρίση, δοθέντος ότι επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα μεγάλο και δύσκολο έργο που έπρεπε να περατωθεί σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Επιπλέον, οι αντιρρήσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος αναφέρονται κυρίως στην αφαίρεση υπερβολικά μεγάλων ποσοτήτων πετρελαιωμένου υλικού από τις ακτές για διάθεση ως απορρίμματα και όχι στην αντιμετώπιση και στον καθαρισμό με τοπικές τεχνικές, την καθυστέρηση πλυσίματος ακτών και βράχων που κατέληξε στη βαθύτερη εισχώρηση του πετρελαίου στα πετρώματα και γενικότερα στις μεθόδους καθαρισμού, οι οποίες ενίοτε διαμορφώνονταν υπό την πίεση που δημιούργησε το ένδικο περιστατικό στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και στην επικοινωνιακή διαχείριση του όλου έργου της απορρύπανσης. Ωστόσο, όπως ήδη αναπτύχθηκε ανωτέρω, το ένδικο περιστατικό παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες, οι οποίες δεν δύνανται να παραβλεφθούν, χωρίς να επηρεαστεί το τελικό αποτέλεσμα, όπως π.χ. ότι έλαβε χώρα και επεκτάθηκε ιδιαίτερα γρήγορα σε μία από τις κεντρικότερες θαλάσσιες περιοχές της χώρας, μολύνοντας και τις παράκτιες περιοχές, στις οποίες σημειώνεται ιδιαίτερα μεγάλη αστική, εμπορική, επιχειρηματική, τουριστική, αθλητική κλπ δραστηριότητα και ιδιαίτερα κατά τη συγκεκριμένη εποχή του χρόνου. Είναι επομένως λογικό να πρέπει να καθαριστούν σε βάθος οι ακτές και εάν η αφαίρεση μεγαλύτερης ποσότητας πετρελαιωμένων υλικών ήταν ο μόνος ενδεδειγμένος τρόπος, τότε ορθά επιλέχτηκε από την ανακόπτουσα. Εξάλλου, όπως ρητά κατέθεσε ενόρκως ο μάρτυρας του προσθέτως παρεμβαίνοντος ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος δικαστηρίου, οι όποιες αντιρρήσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος δεν αφορούν στην ποιότητα και στην ταχύτητα με την οποία πράγματι εκτελέστηκαν οι απαραίτητες εργασίες. Ομοίως η εμπλοκή της κοινής γνώμης ήταν ένας παράγοντας που έπρεπε να ληφθεί υπόψη, δοθέντος ότι στη συγκεκριμένη περιοχή διαβιώνει και δραστηριοποιείται επαγγελματικά ένας ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός προσώπων και επιχειρήσεων, ενώ οι παράκτιες περιοχές που επλήγησαν, σε όλο το μήκος της ακτογραμμής δέχονται την επίσκεψη μεγάλου αριθμού λουομένων καθ’όλη τη διάρκεια του έτους. Ως εκ τούτων, πρέπει οι ανωτέρω ισχυρισμοί του προσθέτως παρεμβαίνοντος, που προβάλλονται σε σχέση με τον δεύτερο λόγο ανακοπής να απορριφθούν, με εξαίρεση το κονδύλι των 8.352 ευρώ για τη χρήση του ρυμουλκού … στις 07-10-2017 και για τους λόγους που ανωτέρω εκτέθηκαν, ποσό το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από το συνολικό ποσό για το οποίο κατατάχθηκε η ανακόπτουσα. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που συνάφθηκαν στις αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής έκρινε (στην παράγραφο 10 της από 08-05-2019 έκθεσης ελέγχου της απαίτησής της) ότι ορισμένα κονδύλια της αναγγελθείσας απαίτησής της είναι απορριπτέα, διότι είναι είτε αδιευκρίνιστα (ήτοι αναφέρονται μόνο γενικά και/ή δεν τεκμηριώθηκαν με αποδεικτικά στοιχεία), είτε οι χρεώσεις γι’ αυτά περιλαμβάνονται σε άλλα κονδύλια. Ότι ειδικότερα ο Εκκαθαριστής έκρινε πως αδιευκρίνιστα είναι τα κονδύλια που στους πίνακες εμφαίνονται με τις ονομασίες «consumables» (αναλώσιμα), «other equipment» (άλλος εξοπλισμός), «travel – transportation» (ταξίδια – μεταφορές), «repairs» (επισκευές), «damaged equipment» (κατεστραμμένος εξοπλισμός) και «other cost» (άλλα έξοδα), ενώ για το κονδύλιο «tools» (εργαλεία) και «hand tools» (εργαλεία χειρός) έκρινε ότι η σχετική χρέωση συμπεριλαμβάνεται στις χρεώσεις για το προσωπικό που απασχολήθηκε. Ότι όλα τα κονδύλια τα οποία ο Εκκαθαριστής απέρριψε ως αδιευκρίνιστα, αφορούν σε τρέχοντα, κατά βάση μικροέξοδα, τα οποία δεν μπορούν να ενταχθούν σε καμία από τις άλλες κατηγορίες κονδυλίων ή χρεώσεων και ως εκ τούτου δεν χωρεί, ούτε είθισται να γίνεται περαιτέρω ανάλυσή τους, αφού σκοπός τους είναι κυρίως να καλύψουν χρεώσεις που δεν καλύπτονται από τις βασικές κατηγορίες χρεώσεων και που ανακύπτουν αναπόφευκτα σε κάθε γιγαντιαία επιχείρηση όπως η συγκεκριμένη, γι’ αυτό άλλωστε τα ελληνικά δικαστήρια της τα αναγνωρίζουν πάντα χωρίς να τα θεωρούν αόριστα ή αναπόδεικτα. Ότι αναφορικά με τα κονδύλια «tools» (εργαλεία) και «hand tools» (εργαλεία χειρός), η κρίση του Εκκαθαριστή ότι η σχετική χρέωση συμπεριλαμβάνεται στις χρεώσεις για το προσωπικό που απασχολήθηκε είναι τελείως εσφαλμένη, καθώς είναι αυτονόητο ότι οι χρεώσεις για τα εργαλεία του προσωπικού δεν συμπεριλαμβάνονται στις χρονοχρεώσεις του προσωπικού. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων προέκυψαν τα εξής: όπως εκτίθεται από τον Εκκαθαριστή, οι χρεώσεις αυτές δεν συνοδεύθηκαν από τα αντίστοιχα παραστατικά (αποδείξεις, τιμολόγια), από τα οποία να προκύπτει ότι η ανακόπτουσα πραγματοποίησε την αντίστοιχη δαπάνη, όπως ρητά επιτάσσει το άρθρο 14 του Π.Δ. 666/1982, κατά το οποίο «στην αναγγελία επισυνάπτονται τα έγγραφα που επιδεικνύουν την απαίτηση σε πρωτότυπο ή αντίγραφο». Ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι «σε μία τόσο μεγάλη σε έκταση και διάρκεια επιχείρηση είναι εύλογο τα τρέχοντα, κατά βάση μικροέξοδα, τα οποία δεν μπορούν να ενταχθούν σε καμία από τις άλλες κατηγορίες κονδυλίων ή χρεώσεων και ως εκ τούτου δεν χωρεί, ούτε είθισται να γίνεται περαιτέρω ανάλυσή τους, αφού σκοπός τους είναι κυρίως να καλύψουν χρεώσεις που δεν καλύπτονται από τις βασικές κατηγορίες χρεώσεων και που ανακύπτουν αναπόφευκτα σε κάθε γιγαντιαία επιχείρηση όπως η συγκεκριμένη», πέραν της γενικότητάς του, δεν δύναται να αποτελέσει νόμιμο λόγο, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 14 του ως άνω Π.Δ., για την αυθαίρετη αποδοχή χρεώσεων, οι οποίες δεν αιτιολογούνται ειδικά και δε συνοδεύονται από τις αντίστοιχες αποδείξεις και οι οποίες μάλιστα δεν αποτελούν ένα ευκαταφρόνητο κονδύλι, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ανακόπτουσα, αλλά ανέρχονται στο ποσό των 338.430,42 ευρώ. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος ανακοπής ως ουσιαστικά αβάσιμος και να γίνει αντίστοιχα δεκτή κατά το μέρος αυτό η πρόσθετη παρέμβαση. Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που συνάφθηκαν στις αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής έκρινε (στην παράγραφο 12 της από 08-05-2019 έκθεσης ελέγχου της απαίτησής της) ότι η ανερχόμενη σε 7,5% διαχειριστική αμοιβή της (administration fee) επί των χρεώσεών της για τις εργασίες καθαρισμού των ακτών και τις εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης, όπως αντίστοιχα και επί των δαπανών διάθεσης των συλλεγέντων υγρών και στερεών αποβλήτων είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη (ήτοι δεν συνιστά «εύλογη» δαπάνη με την έννοια της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992), διότι δεν προσδιορίζεται σε τί αφορά, αλλά συνιστά αυθαίρετη χρέωση επί των ήδη γενομένων χρεώσεων. Ότι όμως έτσι όπως έκρινε ο Εκκαθαριστής παρέλειψε να λάβει υπόψη του ότι η εν λόγω διαχειριστική αμοιβή αποτελεί ειθισμένη χρέωση για επιχειρήσεις απορρύπανσης τεράστιας έκτασης, όπως η προκείμενη, όπου εμπλέκονται ταυτόχρονα περισσότεροι πάροχοι υπηρεσιών απορρύπανσης και περισσότερες της μίας τοπικές αρχές (π.χ. Δήμοι) και φορείς (π.χ. περιβαλλοντικές οργανώσεις) και, κατά συνέπεια προκύπτει επιπρόσθετη ανάγκη συντονισμού σε όλους αυτούς τους παρόχους και τις αρχές. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από το σύνολο των προσκομισθέντων στοιχείων αποδεικνύονται τα εξής: τον καθαρισμό των ακτών ανέλαβαν τρεις εταιρείες, η ανακόπτουσα, η εταιρεία με την επωνυμία «….» και η εταιρεία «… …». Και οι τρεις ως άνω εταιρείες αξιώνουν να τους καταβληθεί διαχειριστική αμοιβή, ποσοστού 7,5% οι δύο πρώτες εξ αυτών και 20% η τρίτη επί των χρεώσεών τους, χωρίς ωστόσο να προκύπτει ποια εξ αυτών διαχειρίστηκε για λογαριασμό όλων το συγκεκριμένο έργο και εάν πράγματι συντόνισε τις εργασίες καθαρισμού των ακτών. Έτσι, παρότι η χρέωση διαχειριστικής αμοιβής είναι συνηθισμένη σε τέτοιου είδους έργα, όπως κατέθεσε ενόρκως ο μάρτυρας του προσθέτως παρεμβαίνοντος, στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει ότι η ανακόπτουσα πράγματι προέβη σε πρόσθετες δαπάνες που αφορούν στη διαχείριση του εν θέματι έργου. Άλλωστε, όπως γίνεται δεκτό από όλες τις ανωτέρω εταιρείες, το έργο του συντονισμού του καθαρισμού των ακτών είχε αναλάβει ο … – …, όπως ο ίδιος κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος δικαστηρίου, ο οποίος εργάσθηκε για λογαριασμό της ανακόπτουσας, και για τον οποίο η τελευταία χρέωσε ειδικά την ημερήσια απασχόλησή του, πέραν δε της χρέωσης αυτής, η ανακόπτουσα δεν προσδιόρισε κατά την αναγγελία της ποιες ακριβώς ενέργειες δικαιολογούν την επιπλέον χρέωση διαχειριστικής αμοιβής, ούτε για ποιο λόγο υπολογίζεται επί του συνόλου των χρεώσεων προσωπικού και εξοπλισμού, όπως ορθά επισημαίνει και ο Εκκαθαριστής. Πέραν δε τούτων, όπως ήδη προεκτέθηκε, για την ταχεία αντιμετώπιση της ρύπανσης που δημιουργήθηκε από τη βύθιση του επίδικου πλοίου είχε δημιουργηθεί στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Συντονιστικό Όργανο Παρακολούθησης Εργασιών, στο οποίο γινόταν κυρίως ο συντονισμός των εργασιών για κάθε φάση του έργου. Η ανακόπτουσα, όπως και οι λοιπές αντιρρυπαντικές εταιρείες, πέραν των ενεργειών τους ανά ημέρα, δεν προσκόμισαν καταστάσεις, στις οποίες να εμφαίνεται ο γεωγραφικός επιμερισμός των εργασιών τους, ώστε να προκύπτει με σαφήνεια σε ποια σημεία ασχολήθηκε η καθεμία με τον καθαρισμό των ακτών και ποιος, πέραν του ανωτέρω συσταθέντος οργάνου του υπουργείου, είχε αναλάβει τη διαχείριση του έργου. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ανακοπής, καθώς μάλιστα, έτσι όπως εμφανίζεται η συγκεκριμένη χρέωση δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της εύλογης χρέωσης που προβλέπεται από τις Διεθνείς Συμβάσεις, αλλά και ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά κακή εκτίμηση των εγγράφων που συνάφθηκαν στις αναγγελίες της, κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με ελλιπή αιτιολογία, ο Εκκαθαριστής έκρινε (στην παράγραφο 17 της από 08-05-2019 έκθεσης ελέγχου της απαίτησής της) ότι οι χρεώσεις της εταιρείας «…» (…) για την παραλαβή, διαχείριση και τελική διάθεση των στερεών αποβλήτων που της παρέδωσε είναι υπέρογκες και θα πρέπει να γίνουν δεκτές μόνο σε ποσοστό 60%. Ότι η ως άνω εταιρεία της χρέωσε 1.400 ευρώ ανά τόνο για τα ρυπασμένα απορροφητικά υλικά, 1.250 ευρώ ανά τόνο για τις λάσπες και 1.250 ευρώ ανά τόνο για τα ρυπασμένα χώματα και πετρελαιοειδή, χρεώσεις που είναι ειθισμένες στην εν θέματι εταιρεία … και ισχύουν για όλους τους πελάτες της και είναι συγκρίσιμες με τις αντίστοιχες χρεώσεις άλλων ευκολιών υποδοχής στερεών αποβλήτων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ο λόγος ωστόσο αυτός της ανακοπής αορίστως προβάλλεται, καθώς η ανακόπτουσα αναφέρει μεν τη χρέωση εταιρείας … προς την ίδια για κάθε κατηγορία στερεών αποβλήτων και εκθέτει ότι οι χρεώσεις αυτές είναι ειθισμένες για την εταιρεία αυτή και ισχύουν προς όλους τους πελάτες της, ωστόσο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, δεν αρκεί η αναφορά του ότι οι χρεώσεις είναι γνωστές και συνηθισμένες στην αγορά, αλλά πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι χρεώσεις αυτές είναι εύλογες και ότι ορθώς επιχειρήθηκε η συγκεκριμένη εργασία επί τη βάσει των χρεώσεων αυτών, στοιχεία που ουδόλως εκτίθενται στον υπό κρίση λόγο ανακοπής. Με δεδομένο μάλιστα, ότι η εταιρεία … είναι θυγατρική εταιρεία της ανακόπτουσας, όπως εκθέτουν ο Εκκαθαριστής και το προσθέτως παρεμβαίνον στις προτάσεις τους, γεγονός που δεν αρνείται η ανακόπτουσα, είναι επιβεβλημένη η αιτιολόγηση του ευλόγου των χρεώσεων αυτών, που δικαιολογούν την επιλογή της συγκεκριμένης εταιρείας από την ανακόπτουσα, ενώ η αναφορά στις προτάσεις της τελευταίας περί της πρότασης που δέχτηκε από τον ΟΛΠ για τη συγκεκριμένη εργασία και οι χρεώσεις του τελευταίου, δεν θεραπεύουν την αοριστία του υπό κρίση λόγου ανακοπής. Συνεπώς πρέπει αυτός ο λόγος της ανακοπής να απορριφθεί ως αόριστος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη απομένοντος άλλου λόγου ανακοπής προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή της εταιρείας «…» στο σύνολό της, δεκτής  αντίστοιχα γενομένης της πρόσθετης παρέμβασης του … και να καταταγεί η ανακόπτουσα για το ποσό των (15.111.552 – 8.352 = )15.103.200 ευρώ.

Επί των λόγων της υπ’ αριθμ. Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8627/4331/2019 ανακοπής, η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9630/4862/2019 κλήσης του Εκκαθαριστή κατά της κατάταξης της εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στον ….. και εκπροσωπείται νόμιμα (αρ. πιν. 4): η εν θέματι ανώνυμη εταιρεία επελήφθη του έργου της απορρύπανσης κατόπιν του υπ’ αριθμ. πρωτ. … φαξ του Δήμου …, με το οποίο της ζητούσε «να συνδράμει άμεσα με κάθε διαθέσιμο μέσο στην αντιμετώπιση της ρύπανσης του παραλιακού μετώπου του Δήμου». Με την από 02-05-2018 αναγγελία της, που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να καταταγεί για το ποσό των 8.990.053,47 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων από την επίδοση της ανωτέρω αναγγελίας προς τον Εκκαθαριστή μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, το οποίο (ποσό) αναλύεται σε τρία επιμέρους κονδύλια ως εξής: α) ποσό 3.064.472,49 ευρώ, που αντιστοιχεί στις εργασίες της για το διάστημα από 12-09-2017 μέχρι 30-09-2017, β) ποσό 4.318.728,60 ευρώ, που αντιστοιχεί στις εργασίες της για το διάστημα από 01-10-2017 μέχρι 31-10-2017 και γ) ποσό 1.606.852,38 ευρώ, που αντιστοιχεί στις εργασίες της για το διάστημα από 01-11-2017 μέχρι 30-11-2017. Σε όλα τα ανωτέρω ποσά περιλαμβάνεται και η αμοιβή διαχείρισης (management fee). Μετά τον έλεγχο της ως άνω αναγγελθείσας απαίτησης, ο οποίος έλαβε χώρα ενώπιον του Εκκαθαριστή στις 08-05-2019, ο τελευταίος συνέταξε σχετική έκθεση, στην οποία έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω απαίτηση της ανακόπτουσας και δη ως προς το ποσό των 3.542.346,30 ευρώ, από το οποίο όμως αφαίρεσε το ποσό των 1.500.000 ευρώ που καταβλήθηκε από το … στην ανακόπτουσα, ήτοι δέχτηκε ότι η απαίτησή της ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.042.346,30, κατατάσσοντάς την τελικά, (μετά τη διόρθωση κάποιων λογιστικών λαθών), για το συνολικό ποσό των 2.052.579,04 ευρώ, εκ του οποίου η ανακόπτουσα δικαιούται να λάβει από τον από 02-09-2019 πίνακα κατάταξης και το αντίστοιχο κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης το ποσό του 239.083,51  ευρώ. Κατόπιν τούτων η ανακόπτουσα εταιρεία άσκησε την υπό κρίση ανακοπή, επί της οποίας το … άσκησε την υπ’ αριθμ. ΓΑΚ/ΕΑΚ 1150/638/2020 πρόσθετη παρέμβαση (αρ. πιν. 10), ζητώντας την απόρριψή της. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα βάλλει κατά της κρίσης του Εκκαθαριστή, για τον λόγο ότι ο τελευταίος κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου Ι παρ. 7 της Σύμβασης Ευθύνης 1992 παρά τη συνδρομή των προϋποθέσεών του, δεν έκανε δεκτό το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής της (ήτοι το ποσό των 8.990.053,47 ευρώ), αλλά μόνο μέρος αυτής ίσο προς 3.542.346,40, ενώ αν είχε ερμηνεύσει ορθά τον νόμο, είχε εκτιμήσει σωστά τα έγγραφα που η ίδια κατέθεσε και είχε λάβει ορθά υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας, θα είχε κάνει δεκτή την απαίτησή της καθ’ ολοκληρία, και, συνεπώς, αφαιρουμένων των προκαταβολών του … συνολικού ποσού 1.500.000 ευρώ, θα είχε κατατάξει αυτήν για το ποσό των 7.490.053,47 ευρώ. Ότι ο Εκκαθαριστής προέβη σε αυτές τις υπέρμετρες μειώσεις κρίνοντας βάσει ενός αυθαίρετου τιμοκαταλόγου, η προέλευση και η εφαρμογή του οποίου στις εργασίες αντιρρύπανσης και απορρύπανσης από πετρέλαιο δεν προκύπτει νόμω ή ουσία από πουθενά, παρότι ο τελευταίος δέχτηκε ότι οι υπηρεσίες της αποτελούν ως προς το είδος και τη φύση τους μέτρα απορρύπανσης ευλόγως ληφθέντα για την αποκατάσταση της επελθούσας περιβαλλοντικής ζημίας, καθώς επίσης και ότι η διάρκεια του έργου της απορρύπανσης, ήτοι το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Νοέμβριο 2017, αποτελεί εύλογη χρονική διάρκεια παροχής των υπηρεσιών που απαιτούνταν βάσει των περιστάσεων. Ότι μάλιστα οι τιμές του τιμοκαταλόγου που χρησιμοποιεί ο Εκκαθαριστής ως βάση σύγκρισης για τη μείωση του δικού της τιμοκαταλόγου, όχι μόνο δεν είναι «ειθισμένες», αλλά είναι και κατά πολύ χαμηλότερες από αυτές που χρησιμοποιούνται στην αλλοδαπή. Ότι ο τιμοκατάλογός της είναι ευρέως γνωστός τόσο στη ναυτιλιακή αγορά, όπου κυκλοφορεί πολλά έτη πριν από το συγκεκριμένο συμβάν, όσο και στους ασφαλιστικούς και αλληλοασφαλιστικούς οργανισμούς που καλύπτουν περιπτώσεις ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος, ενώ διέπεται από απόλυτη διαφάνεια, καθώς δίδεται σε κάθε πελάτη εκ των προτέρων, όπως συνέβη και εν προκειμένω. Ότι επιπλέον, ο τιμοκατάλογός της εκφράζει το πραγματικό της κόστος για την προμήθεια, εκπαίδευση και διατήρηση σε επιχειρησιακή ετοιμότητα ενός τόσο μεγάλου εξοπλισμού κι ενός τόσο πολυάριθμου εξειδικευμένου προσωπικού που απασχολήθηκε υπερωριακά, την ποιότητα των παρασχεθεισών υπηρεσιών, των πλωτών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν ή που βρίσκονταν σε ετοιμότητα. Ότι εξάλλου οι χρεώσεις που προβλέπει είναι συγκρίσιμες ακόμη και με το τιμολόγιο του Λιμενικού Σώματος του Υπουργείου Ναυτιλίας για τέτοιες εργασίες, και έχουν μάλιστα αναγνωριστεί ως εύλογες από σειρά αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων σε προηγούμενες παρόμοιες υποθέσεις, που προσέφερε τις υπηρεσίες της. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Επί των προβαλλόμενων με τον λόγο αυτό ισχυρισμών της ανακόπτουσας, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής, τα οποία εκτέθηκαν ομοίως ανωτέρω: αφ’ ης στιγμής δημιουργήθηκε το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης της πλοιοκτήτριας εταιρείας, η κρίση του ορισθέντος Εκκαθαριστή αναφορικά με την αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας, αλλά και του δικαστηρίου στο παρόν στάδιο δεν κατατείνει μόνο στη διάγνωση περί της επιτυχούς ή μη έκβασης των αναληφθεισών εργασιών, αλλά και στο κατά πόσον τα ληφθέντα μέτρα αποκατάστασης ήταν εύλογα υπό την έννοια ότι οι δαπάνες που απαιτήθηκαν για την ολοκλήρωσή τους ήταν λογικές και σύμφωνες με το πνεύμα των εφαρμοστέων Διεθνών Συμβάσεων. Ενόψει τούτων, ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι ο τιμοκατάλογός της ήταν ευρέως γνωστός στη ναυτιλιακή αγορά, όσο και στην ασφαλιστικούς και αλληλοασφαλιστικούς οργανισμούς, δεν αποτελεί, άνευ άλλου τινός, ικανή και αναγκαία συνθήκη, περί της ορθότητας των χρεώσεών της, οι οποίες θα πρέπει να θεωρηθούν από τη σκοπιά του «ευλόγου» της επιβολής αυτών. Εν προκειμένω, προκύπτει από το σύνολο των προσκομισθέντων στοιχείων ότι ο Εκκαθαριστής θεώρησε ως προς τις  παρασχεθείσες υπηρεσίες της ανακόπτουσας και δη ως προς το είδος και τη φύση τους, ότι αποτελούν μέτρα απορρύπανσης ευλόγως ληφθέντα για την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας και κυρίως ως προς την έκταση και τη χρονική τους διάρκεια, αλλά και ως προς έκαστο των κατ’ ιδίαν χρησιμοποιηθέντων μέσων και απασχοληθέντος προσωπικού, εν όψει μάλιστα και της αδυναμίας λήψης εκ των υστέρων σχετικής τεχνικής πραγματογνωμοσύνης που προϋποθέτει παρακολούθηση in situ της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών κατά τον χρόνο που πράγματι παρεσχέθησαν. Η ανωτέρω θεώρηση του Εκκαθαριστή κρίνεται ορθή από το δικαστήριο, δοθέντος ότι πράγματι, δεν αμφισβητείται από κανένα διάδικο μέρος η επιτυχής έκβαση της επιχείρησης απορρύπανσης, όπως μάλιστα κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος δικαστηρίου, ο μάρτυρας του …, αμφισβητείται ωστόσο ο τρόπος χρέωσης επιμέρους εργασιών, υλικών ή αμοιβών του προσωπικού, καθώς και η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε σε συγκεκριμένες εργασίες. Όπως ήδη εκτέθηκε και ανωτέρω, στην περίπτωση βύθισης πλοίου και πρόκλησης ρύπανσης από εμμένον πετρέλαιο, η όποια συμφωνία μεταξύ του πλοιοκτήτη και του εργολάβου για την αντιμετώπιση της ρύπανσης που προκλήθηκε από το βυθισθέν πλοίο δε δύναται να λειτουργήσει δεσμευτικά ως προς τον τρίτο ασφαλιστή που συστήνει κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης, έναντι δε αυτού, οι χρεώσεις του εργολάβου/ διασώστη αναφορικά με τα μέτρα που έλαβε οφείλουν να είναι «εύλογες», όπως προβλέπεται από τη Σύμβαση Ευθύνης στο άρθρο Ι παρ. 6 (α) και (β), καθώς και στο άρθρο Ι παρ. 7 της ίδιας ως άνω Σύμβασης, όπως και στο άρθρο V παρ. 8. Εξ αυτών προκύπτει ότι κανένας τιμοκατάλογος δεν δύναται να τύχει άκριτα αποδοχής από τον εκάστοτε διορισθέντα εκκαθαριστή μετά τη σύσταση …, αλλά αξιολογείται και κρίνεται κάθε φορά ως προς το «εύλογο» της τιμολόγησης, ενώ επίσης καμία απαίτηση δεν είναι εξοπλισμένη με κάποιο προνόμιο στην κατάταξη που λαμβάνει χώρα για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών από το συσταθέν κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης. Τούτων δοθέντων, ορθώς ο Εκκαθαριστής δεν αποδέχτηκε τις απαιτήσεις της ανακόπτουσας, εφόσον έκρινε ότι κάποιες εξ αυτών δεν ήταν εύλογες. Ο ισχυρισμός άλλωστε της ανακόπτουσας ότι οι χρεώσεις που προβλέπει ο κατάλογος αυτός είναι σαφώς χαμηλότερες από τις τιμές που έχουν διεθνώς καθιερωθεί και είναι μάλιστα συγκρίσιμες ακόμη και με τα τιμολόγια του Λιμενικού Σώματος του Υπουργείου Ναυτιλίας, με τον οποίο (ισχυρισμό) επιχειρείται προφανώς να καταδειχθεί το εύλογο των χρεώσεων που περιέχονται στον τιμοκατάλογο που χρησιμοποιήθηκε, αορίστως προβάλλεται, καθώς η ανακόπτουσα δεν εκθέτει ποιες είναι οι τιμές που έχουν διεθνώς καθιερωθεί για παρόμοιες υπηρεσίες, αλλά και ποιες είναι οι χρεώσεις που προβλέπονται με βάση τον τιμοκατάλογο του Λιμενικού Σώματος του Υπουργείου Ναυτιλίας, ώστε να μπορέσει το δικαστήριο να συγκρίνει αυτές με τις χρεώσεις της ανακόπτουσας και να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα περί του εάν πράγματι η τελευταία κοστολόγησε ευλόγως τις συγκεκριμένες υπηρεσίες της. Εξάλλου η ανακόπτουσα δεν εκθέτει, εάν οι αποφάσεις των δικαστηρίων στις οποίες αναφέρεται κρίθηκε το θέμα του τιμοκαταλόγου που η ίδια χρησιμοποίησε ως προς το εύλογο των χρεώσεων που περιλαμβάνει, στην περίπτωση που έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Αντιθέτως ο Εκκαθαριστής, προκειμένου να αξιολογήσει το εύλογο των χρεώσεων της ανακόπτουσας, έλαβε υπόψη του τις τιμές της Διεθνούς Ομοσπονδίας Πλοιοκτητών Δεξαμενοπλοίων για θέματα ρύπανσης (ITOPF), ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί σε αρκετές περιπτώσεις παγκοσμίως. Με βάση τον τιμοκατάλογο αυτό, ο Εκκαθαριστής εκτίμησε το εύλογο των αξιώσεων της ανακόπτουσας και προχώρησε στην ανάλογη μείωση των χρεώσεών της, όχι εφαρμόζοντας ένα ενιαίο ποσοστό μείωσης, αλλά κρίνοντας κατά περίπτωση και κατά κατηγορία χρεώσεων. Ως εκ τούτων, η άποψη αυτή του εκκαθαριστή κρίνεται ορθή από το δικαστήριο, καθώς πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται εκ της νομοθεσίας περί του ευλόγου των χρεώσεων και με δεδομένο ότι η ανακόπτουσα δεν προσβάλλει κατ’ ιδίαν μειώσεις των επιμέρους κονδυλίων από τον Εκκαθαριστή, πρέπει να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος ανακοπής, δεκτών γενομένων των ισχυρισμών του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ο Εκκαθαριστής απέρριψε την αμοιβή διαχείρισης (administration fee) ανερχόμενη σε ποσοστό 20% επί των χρεώσεών της ως νόμω αβάσιμη (ήτοι δεν συνιστά «εύλογη» δαπάνη με την έννοια της Σύμβασης Κεφαλαίου 1992), διότι δεν προσδιορίζεται σε τί αφορά, αλλά συνιστά αυθαίρετη χρέωση επί των ήδη γενομένων χρεώσεων. Ότι όμως έτσι όπως έκρινε ο Εκκαθαριστής παρέλειψε να λάβει υπόψη του ότι η εν λόγω διαχειριστική αμοιβή αφενός αναγνωρίζεται ρητά στις κατευθυντήριες οδηγίες του … και την ημεδαπή νομολογία, αφετέρου αποτελεί ειθισμένη χρέωση για επιχειρήσεις απορρύπανσης τέτοιας έκτασης και βαρύτητας, όπως η προκείμενη, όπου απαιτήθηκε ταυτόχρονη παρουσία της σε διαφορετικά μέρη αλλά και πολλαπλές και ποικίλες εκ μέρους της δράσεις, με το σύνολο του έμψυχου και μη δυναμικού της. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από το σύνολο των προσκομισθέντων στοιχείων αποδεικνύονται τα εξής: τον καθαρισμό των ακτών ανέλαβαν τρεις εταιρείες, η ανακόπτουσα, η εταιρεία «….» και η εταιρεία «…». Και οι τρεις ως άνω εταιρείες αξιώνουν να τους καταβληθεί διαχειριστική αμοιβή, ποσοστού 20% η ανακόπτουσα και 7,5% οι λοιπές επί των χρεώσεών τους, χωρίς ωστόσο να προκύπτει ποια εξ αυτών διαχειρίστηκε για λογαριασμό όλων το συγκεκριμένο έργο και εάν πράγματι συντόνισε τις εργασίες καθαρισμού των ακτών. Έτσι, παρότι η χρέωση διαχειριστικής αμοιβής είναι συνηθισμένη σε τέτοιου είδους έργα, όπως κατέθεσε ενόρκως ο μάρτυρας του προσθέτως παρεμβαίνοντος, στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει ότι η ανακόπτουσα πράγματι προέβη σε πρόσθετες δαπάνες που αφορούν στη διαχείριση του εν θέματι έργου. Άλλωστε, όπως η ίδια η ανακόπτουσα συνομολογεί στην υπό κρίση ανακοπή της, και γίνεται δεκτό από όλες τις ανωτέρω εταιρείες, το έργο του συντονισμού του καθαρισμού των ακτών είχε αναλάβει ο … – …, γεγονός που ο ίδιος κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος δικαστηρίου, ο οποίος εργάσθηκε για λογαριασμό της εταιρείας «… Α.Ε.» και για τον οποίο η τελευταία χρέωσε ειδικά την ημερήσια απασχόλησή του, πέραν δε της χρέωσης αυτής, η ανακόπτουσα δεν προσδιόρισε κατά την αναγγελία της ποιες ακριβώς ενέργειες δικαιολογούν την επιπλέον χρέωση διαχειριστικής αμοιβής, ούτε για ποιο λόγο υπολογίζεται επί του συνόλου των χρεώσεων προσωπικού και εξοπλισμού, όπως ορθά επισημαίνει και ο Εκκαθαριστής. Πέραν δε τούτων, όπως ήδη προεκτέθηκε, για την ταχεία αντιμετώπιση της ρύπανσης που δημιουργήθηκε από τη βύθιση του επίδικου πλοίου είχε δημιουργηθεί στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Συντονιστικό Όργανο Παρακολούθησης Εργασιών, στο οποίο γινόταν κυρίως ο συντονισμός των εργασιών για κάθε φάση του έργου. Η ανακόπτουσα, όπως και οι λοιπές αντιρρυπαντικές εταιρείες, πέραν των ενεργειών τους ανά ημέρα, δεν προσκόμισαν καταστάσεις, από τις οποίες να εμφαίνεται ο γεωγραφικός επιμερισμός των εργασιών τους, ώστε να προκύπτει με σαφήνεια σε ποια σημεία ασχολήθηκε η καθεμία με τον καθαρισμό των ακτών και ποιος, πέραν του ανωτέρω συσταθέντος οργάνου του υπουργείου, είχε αναλάβει τη διαχείριση του έργου. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ανακοπής, καθώς μάλιστα, έτσι όπως εμφανίζεται η συγκεκριμένη χρέωση δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της εύλογης χρέωσης που προβλέπεται από τις Διεθνείς Συμβάσεις, αλλά και ως ουσιαστικά αβάσιμου, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι έσφαλε ο Εκκαθαριστής απορρίπτοντας το κονδύλιο των 120.000 ευρώ που περιέλαβε η ίδια στις απαιτήσεις της και το οποίο αντιστοιχεί σε νομικά έξοδα και στον χειρισμό της υπόθεσης. Ότι παρότι ο Εκκαθαριστής το χαρακτήρισε ως μη νόμιμο, το εν λόγω κονδύλιο προβλέπεται από τις κατευθυντήριες οδηγίες του … και ότι στην προκείμενη περίπτωση, όπου το επίδικο συμβάν αποτέλεσε ένα πρωτόγνωρου μεγέθους για τα ελληνικά δεδομένα γεγονός πετρελαϊκής ρύπανσης, τα έξοδα που σχετίζονται με την οργάνωση και σύνταξη μιας πολύπλοκης απαίτησης καθίστανται απαιτητά. Ο λόγος αυτός ωστόσο πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Και τούτο διότι, η ανακόπτουσα δεν αναλύει σε τί συνίσταται το κονδύλι των 120.000 ευρώ, για το οποίο αόριστα αναφέρει ότι αντιστοιχεί στον χειρισμό της υπόθεσης και σε νομικά έξοδα, χωρίς όμως να εκθέτει ποιες ενέργειες έγιναν για τον χειρισμό της υπόθεσης, οι οποίες μάλιστα δεν έχουν συμπεριληφθεί σε άλλες χρεώσεις, ποιες νομικές ενέργειες χρειάστηκε να αναληφθούν και πως κοστολογήθηκε καθεμία εξ αυτών. Συνεπώς πρέπει αυτός ο λόγος της ανακοπής να απορριφθεί ως αόριστος. Το … με την προεκτεθείσα πρόσθετη παρέμβασή του, ισχυρίζεται ότι το ποσό που κρίθηκε ως εύλογο από τον Εκκαθαριστή αναφορικά με τις απαιτήσεις της ανακόπτουσας είναι ιδιαίτερα υψηλό, ενώ τούτο θα έπρεπε (κατά τους ισχυρισμούς του) να περικοπεί, για τον λόγο ότι η ανακόπτουσα χρέωσε περισσότερους εργαζόμενους απ’ όσοι ήταν απαραίτητοι για την εκτέλεση του έργου της, διατηρούσε ιδιαίτερα υψηλό εξοπλισμό σε ετοιμότητα, απ’ όσο θα ήταν απαραίτητο λαμβάνοντας υπόψη την εγγύτητα της βάσης της στην τοποθεσία του συμβάντος και στις ρυπανθείσες ακτές, ενώ χρέωσε επιπλέον κάποια οχήματα και κάποια αναλώσιμα. Επί του ισχυρισμού αυτού ισχύει, ότι εκτέθηκε ανωτέρω στις δύο προηγηθείσες ανακοπές, όπου το προσθέτως παρεμβαίνον προέβαλε τον ίδιο κατ’ ουσίαν ισχυρισμό. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη απομένοντος άλλου λόγου ανακοπής προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή της εταιρείας «…» στο σύνολό της, και να γίνει αντίστοιχα δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση του …. Ωστόσο, μετά την άσκηση της κρινόμενης ανακοπής και δη στις 26-03-2020, το προσθέτως παρεμβαίνον κατέβαλε ακόμη 300.000 ευρώ στην ανακόπτουσα προς μερικής απόσβεσης της απαίτησής της, όπως αμφότερα τα διάδικα μέρη συνομολογούν. Ως εκ τούτου πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό αυτό από την επιδικασθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας και να καταταγεί αυτή στον πίνακα απαιτήσεων για το ποσό των 1.752.579,04 ευρώ, αντίστοιχα δε να καταταγεί το προσθέτως παρεμβαίνον καθ’ υποκατάσταση για το συνολικό ποσό των 1.800.000 ευρώ, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού του.

Επί των λόγων της από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8592/4314/2019 ανακοπής του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, το οποίο εκπροσωπείται εν προκειμένω νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, η οποία (ανακοπή) προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9631/4863/2019 κλήσης του Εκκαθαριστή (αρ. πιν. 5): με την υπό κρίση ανακοπή, το Ελληνικό Δημόσιο, επικαλούμενο το έννομο συμφέρον του στην άσκησή της, που πηγάζει από τη Σύμβασης Ευθύνης 1992, νομίμως στρέφεται κατά του Εκκαθαριστή και κατά των εταιρειών «… …» και τον διακριτικό τίτλο «…», «…», «….», καθώς και του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…)», εκ των οποίων οι απαιτήσεις των δεύτερης έως τέταρτης έγιναν εν μέρει δεκτές, και κατετάγησαν στον από 02-09-2019 πίνακα απαιτήσεων που συντάχθηκε από τον Εκκαθαριστή, ενώ το πέμπτο κατέβαλε τα αναφερόμενα στην ανακοπή ποσά στις ανωτέρω καθ’ ων, υποκαθιστάμενο έτσι κατά τα ποσά αυτά στα δικαιώματά τους, για τα οποία κατετάγη στον εν θέματι πίνακα. Το ανακόπτον ανήγγειλε ενώπιον του Εκκαθαριστή τις απαιτήσεις του, οι οποίες διακρίνονται σε εκκαθαρισμένες, ύψους 4.856.105,18 ευρώ, που αντιστοιχούν στο κόστος συμμετοχής του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. στις εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης από το περιστατικό βύθισης του Δ/Ξ … και σε μη εκκαθαρισμένες, που αφορούν στο κόστος των δαπανών που προέκυψαν από την ενεργοποίηση του αντιρρυπαντικού σκάφους … μέσω του μηχανισμού ενεργοποίησης της EMSA και για το οποίο η ανάδοχος εταιρεία «…» έχει ασκήσει την υπ’ αριθμ. 20/18-01-2019 προσφυγή – αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς σε βάρους του ιδίου. Ο Εκκαθαριστής έκανε δεκτή στο σύνολό της την εκκαθαρισμένη απαίτηση του ανακόπτοντος και κατετάγη στον ανωτέρω πίνακα για το ποσό των 565.637,02 ευρώ. Με την υπό κρίση ανακοπή, το ανακόπτον ζητεί να απορριφθούν οι απαιτήσεις των καθ’ ων η ανακοπή στο σύνολό τους, ώστε να καταταγεί το ίδιο για το επιπλέον ποσό των 4.290.468,16 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή ικανοποίηση των απαιτήσεών του, με ταυτόχρονη αποβολή των καθ’ ων. Σημειωτέον ότι το ανακόπτον έχει έννομο συμφέρον στην άσκηση της υπό κρίση ανακοπής, καθώς έστω και αν μέρος των απαιτήσεων που έγιναν δεκτές από τον εκκαθαριστή απορριφθούν, το ανακόπτον θα τύχει ευνοϊκότερης κατάταξης, όχι βέβαια σύμφωνα με το αίτημά του, αλλά εντός του πλαισίου που τίθεται από το άρθρο V παρ. 4 της Σύμβασης Ευθύνης 1992, κατά το οποίο «το κεφάλαιο θα διανέμεται, μεταξύ των εχόντων αξιώσεις, αναλόγως προς το ποσό των εκκαθαρισθεισών απαιτήσεών των». Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον, ως έχον άμεσο έννομο συμφέρον, ανακόπτει τον προσβαλλόμενο πίνακα απαιτήσεων του άρθρου 20 ΠΔ 666/1982 του Εκκαθαριστή ως αόριστο. Και τούτο διότι, αφενός δεν αναφέρει, έστω και συνοπτικά, τη δικαιογόνο αιτία, τόσο των αναγγελθεισών απαιτήσεων, όσο και όσων τελικά έγιναν δεκτές, αλλά περιορίζεται στην απλή και μόνο αναφορά των ποσών τους και αφετέρου δεν προκύπτει ο λόγος για τον οποίο, όσες εκ των αναγγελθεισών απαιτήσεων έγιναν δεκτές, κρίθηκαν εύλογες σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο της CLC 1992. Ότι η δικαιολογία των λόγων για τους οποίους έγιναν δεκτές οι αναγγελθείσες απαιτήσεις από τον Εκκαθαριστή δεν προκύπτει ούτε από τις σχετικές αποφάσεις υπομνήματά του επί εκάστης αναγγελίας στις οποίες περιορίζεται χωρίς κανένα δικαιολογητικό λόγο να κρίνει κάποιες εύλογες και κάποιες όχι ή ακόμη και να τις κρίνει εύλογες σε ποσοστό επί των αναγγελθεισών απαιτήσεων. Ότι ενδεικτικά στην από 08-05-2019 απόφαση – υπόμνημα επί των απαιτήσεων της τρίτης των καθ’ ων και εν συνεχεία του πέμπτου των καθ’ ων καθ’ υποκατάσταση, ο Εκκαθαριστής δέχτηκε ότι οι μονάδες χρεώσεων της «…», στην οποία παραδόθηκαν τα υγρά απόβλητα μπορούν να θεωρηθούν ως εύλογες, χωρίς να εξηγεί για ποιο λόγο και εντελώς αόριστα και αυθαίρετα δέχτηκε ως εύλογες τις μονάδες χρεώσεων της «…», στην οποία παραδόθηκαν τα στερεά απόβλητα σε ποσοστό 60%, ενώ οι υπόλοιπες κρίθηκαν μη εύλογες. O λόγος αυτός είναι μη νόμιμος. Και τούτο διότι, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 14, 19 και 20 Π.Δ. 666/1982, προκύπτει ότι, στην αναγγελία των απαιτήσεων των δανειστών επισυνάπτονται τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση σε πρωτότυπο ή σε επικυρωμένο αντίγραφο, για δε την αποδοχή των απαιτήσεων αποφασίζει ο Εκκαθαριστής, ενώ μετά το τέλος του ελέγχου, ο Εκκαθαριστής καταθέτει στο Γραμματέα πίνακα των απαιτήσεων που έγιναν δεκτές από αυτόν, ειδοποιώντας, χωρίς καθυστέρηση για την κατάθεση τους δανειστές που αναγγέλθηκαν και τον οφειλέτη, οι οποίοι μέσα σε προθεσμία 30 ημερών μπορούν να ασκήσουν ανακοπή κατά της απόφασης του Εκκαθαριστή για την αποδοχή ή μη της απαίτησης. Εξ αυτών καθίσταται σαφές, αφενός ότι ο πίνακας των απαιτήσεων που έγιναν δεκτές και που οφείλει να καταθέσει ο Εκκαθαριστής στον αρμόδιο Γραμματέα μετά το τέλος του ελέγχου, δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από αιτιολόγηση περί της δικαιογόνου αιτίας των αναγγελθεισών απαιτήσεων και του λόγου που αυτές έγιναν δεκτές ή απορρίφθηκαν, αφετέρου δε, η ανακοπή του άρθρου 20 Π.Δ. 666/1982 στρέφεται κατά της απόφασης του Εκκαθαριστή περί της αποδοχής ή απόρριψης των απαιτήσεων, όπως αποτυπώνεται στις εκθέσεις επαλήθευσης των αναγγελθεισών απαιτήσεων και όχι του καταρτισθέντος πίνακα στο σύνολό του. Άλλωστε, ο πίνακας απαιτήσεων συνοδεύεται από τις αποφάσεις – υπομνήματα του Εκκαθαριστή, δυνάμει των οποίων επαληθεύτηκαν (στο σύνολό τους ή εν μέρει) ή απορρίφθηκαν οι απαιτήσεις του κάθε αναγγελθέντος δανειστή. Σε κάθε δε περίπτωση, όπως ορθά επισημαίνεται από το πέμπτο των καθ’ ων στις προτάσεις του, η προσβολή του πίνακα απαιτήσεων ως αορίστου δεν εμπεριέχει οιοδήποτε αίτημα περί της αποδοχής απαίτησης του ανακόπτοντος που είχε απορριφθεί ή περί της απόρριψης κάποιας απαίτησης άλλου δανειστή που είχε γίνει δεκτή, ζητείται απλώς να κριθεί όλος ο πίνακας αόριστος, παρότι στρέφεται κατά των συγκεκριμένων μόνο καθ’ ων, χωρίς βεβαίως να προσβάλλονται κατ’ ιδίαν κονδύλια και κρίσεις του Εκκαθαριστή και χωρίς να διακρίνεται εάν και κατά ποιόν τρόπο ο πίνακας αυτός είναι ορισμένος ως προς τους λοιπούς δανειστές που περιλαμβάνονται σε αυτόν, αλλά και ως προς το ίδιο το ανακόπτον, του οποίου η απαίτηση έγινε, όπως προεκτέθηκε, δεκτή στο σύνολό της. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι οι απαιτήσεις του, αν και έγιναν δεκτές στο σύνολό τους, κατετάγησαν μερικά, διότι εσφαλμένα κατετάγησαν από τον Εκκαθαριστή, πρώτο των καθ’ ων, οι απαιτήσεις των λοιπών καθ’ ων. Ότι ειδικότερα αρνείται την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος των απαιτήσεων τους, τις οποίες έχουν αναγγείλει, οι οποίες έγιναν δεκτές και για τις οποίες έχουν καταταγεί οι δεύτερη έως πέμπτο των καθ’ ων. Ο λόγος αυτός, έτσι όπως εκφέρεται, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Και τούτο διότι, δεν εξειδικεύεται επαρκώς, με ποιόν τρόπο ο Εκκαθαριστής κατέταξε εσφαλμένα τη δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτο των καθ’ ων, των οποίων την ύπαρξη των απαιτήσεων αρνείται το ανακόπτον. Αντιθέτως, οι αιτιάσεις που προβάλλονται με τον λόγο αυτό είναι γενικές, χωρίς να γίνεται μνεία των συγκεκριμένων κονδυλίων που ο εκκαθαριστής εσφαλμένα συμπεριέλαβε στην κατάταξη του από 02-09-2019 πίνακα, καθώς, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, δεν αρκεί στην υπό κρίση ανακοπή η γενικόλογη αμφισβήτηση του πίνακα κατάταξης και η γενικότερη επίκληση του εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος, αλλά απαιτείται η κατ’ ιδίαν προσβολή των κονδυλίων που απορρίφθηκαν ή, εν προκειμένω έγιναν δεκτά από τον Εκκαθαριστή και η αναφορά και απόδειξη περί του ευλόγου ή μη των χρεώσεων του κάθε αναγγελθέντος. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, το ανακόπτον στρέφεται κατά του πίνακα κατάταξης για τον λόγο ότι με αυτόν ο Εκκαθαριστής αποδέχτηκε και τελικά κατέταξε τις απαιτήσεις των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτο των καθ’ ων, αν και παρίστανται αόριστες και συγκεκριμένα: ως προς τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των καθ’ ων αρνείται την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος των απαιτήσεων που οι τελευταίες ανήγγειλαν, όσες από αυτές τελικά κρίθηκαν εύλογες από τον Εκκαθαριστή και αυτές για τις οποίες έχουν καταταγεί και κυρίως αμφισβητεί τα αιτούμενα ποσά για το προσωπικό, τα σκάφη, τον εξοπλισμό, τα οχήματα και τα διάφορα αναλώσιμα, εκθέτοντας τα ποσά για τα οποία αναγγέλθηκαν οι εν θέματι εκ των καθ’ ων για καθεμία εκ των ανωτέρω αιτιών. Ότι, ειδικότερα, δεν εκτίθεται ως προς τους εργαζόμενους, με ποιόν είχαν συνάψει συμφωνία, για ποιο χρονικό διάστημα, με ποιους όρους αμοιβής, εάν είχαν συμβληθεί με σύμβαση εργασίας ή έργου, εάν οι αποζημιώσεις τους υπόκεινται σε ασφαλιστικές κρατήσεις ή όχι, ενώ η κοστολόγηση του προσωπικού παρίσταται υπερβολική, επιπλέον δε, δεν γίνεται αναφορά στον τύπο των σκαφών και των οχημάτων, την αγοραστική αξία τους, την παλαιότητά τους, τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους, ενώ επίσης η επίκληση του τιμοκαταλόγου τους δεν καθιστά νόμιμη την αιτηθείσα αμοιβή, ούτε τα αιτηθέντα έξοδα για δαπάνες, ελλείψει προσκόμισης παραστατικών. Ότι ειδικότερα ο Εκκαθαριστής δέχτηκε τη χρέωση με βάση τον τιμοκατάλογο SCOPIC μειωμένο στο ήμισυ, χωρίς να αναλύει ποια στοιχεία και δεδομένα έλαβε υπόψη του. Και αυτός ο λόγος πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Και τούτο διότι, το ανακόπτον εμμένει στη γενικότερη άρνηση των επιμέρους χρεώσεων, αρνούμενο μάλιστα και την ίδια την ύπαρξη της απαίτησης, χωρίς να προσβάλει επιμέρους κονδύλια. Με δεδομένο ωστόσο ότι, στη δίκη της ανακοπής, η υπόθεση εκδικάζεται μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων, δεν αρκεί, όπως προεκτέθηκε, η γενική άρνηση της απαίτησης, άνευ άλλου τινός, ακόμη και η γενική αναφορά των επιμέρους απαιτήσεων, όπως εν προκειμένω. Οι δεύτερη έως τέταρτη των καθ’ ων άλλωστε προσκόμισαν σχετικά περί των απαιτήσεών τους παραστατικά. Εάν το ανακόπτον θεωρεί ότι αυτά δεν επαρκούν για την απόδειξη του είδους και του ύψους της απαίτησής τους, τότε όφειλε να προσβάλει κατ’ ιδίαν χρεώσεις, με αναφορά σε αυτές και με αιτιολόγηση περί του ευλόγου αυτών ή μη. Άλλωστε στις εκθέσεις επαλήθευσης του Εκκαθαριστή, ο τιμοκατάλογος των ανωτέρω καθ’ ων δεν έγινε δεκτός βάσει των χρεώσεών τους, αλλά αυτές κρίθηκαν ως προς το εύλογο της επιβολής τους επί τη βάσει ορισμένων κριτηρίων (τιμοκατάλογος ITOPF, περικοπή των χρεώσεων που έγιναν με βάση τον τιμοκατάλογο SCOPIC κλπ). Συνεπώς, για το ορισμένο του λόγου αυτού απαιτείται η αναφορά σε κατ’ ιδίαν χρεώσεις (και όχι μόνο κατηγορίες χρεώσεων γενικά), οι οποίες έγιναν δεκτές από τον Εκκαθαριστή, ενώ θα έπρεπε να απορριφθούν ως μη εύλογες, με ταυτόχρονη παράθεση των λόγων που τις καθιστούν μη εύλογες. Τέλος, αναφορικά με το πέμπτο των καθ’ ων, δεν γίνεται αναφορά των λόγων για τους οποίους το ανακόπτον θεωρεί τις δικές του απαιτήσεις εξ υποκαταστάσεων ως αόριστες και για ποιόν ειδικότερο λόγο στρέφεται και κατ’ αυτού. Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου.

Επί των λόγων της υπ’ αριθμ. Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8596/4316/2019 ανακοπής, η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9548/4825/2019 κλήσης του Εκκαθαριστή κατά της μη κατάταξης της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα (αρ. πιν. 1): Με την από 07-05-2018 αναγγελία της, που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, η εν θέματι εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στην πραγματοποίηση ημερησίων θαλασσίων περιηγητικών εκδρομών στον Αργοσαρωνικό με το σκάφος της «…», ζήτησε να καταταγεί για το ποσό των 364.500 ευρώ, το οποίο (ποσό) αναλύεται σε τρία επιμέρους κονδύλια ως εξής: α) ποσό 126.500 ευρώ, που αντιστοιχεί στις εργασίες για τον καθαρισμό του πλοίου (σκάφους και μηχανής) από επιπλέουσες κηλίδες πετρελαίου, το οποίο διέρρευσε από το ναυάγιο του … και έφτασε μέχρι την επιφάνεια της θάλασσας της Μαρίνας Καλλιθέας Δέλτα, όπου ελλιμενιζόταν το πλοίο της, β) ποσό 200.000 που αναφέρεται σε ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη από διαφυγόντα κέρδη λόγω ακύρωσης όλων των προγραμματισμένων πλόων κατά το διάστημα από μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι και το τέλος του έτους 2017 και ποσό 35.000 ευρώ που αντιστοιχεί σε χειρισμό αξιώσεων και νομική υποστήριξη. Μετά τον έλεγχο της ως άνω αναγγελθείσας απαίτησης, ο οποίος έλαβε χώρα ενώπιον του Εκκαθαριστή στις 09-01-2019, ο τελευταίος συνέταξε σχετική έκθεση, στην οποία απέρριψε την ως άνω απαίτηση της ανακόπτουσας στο σύνολό της. Κατόπιν τούτων η ανακόπτουσα εταιρεία άσκησε την υπό κρίση ανακοπή, επί της οποίας το … άσκησε την υπ’ αριθμ. ΓΑΚ/ΕΑΚ 1143/634/2020 πρόσθετη παρέμβαση (αρ. πιν. 8), ζητώντας την απόρριψή της. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα βάλλει κατά της κρίσης του Εκκαθαριστή, για τον λόγο ότι ο εσφαλμένα απέρριψε το κονδύλι της απαίτησής της που αφορούσε το κόστος αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη λόγω των εργασιών καθαρισμού του πλοίου της και της οικείας μηχανής, διότι από τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου … και της διαρροής πετρελαίου συνεπεία αυτής, εμφανίσθηκαν κηλίδες πετρελαίου στη θάλασσα της Μαρίνας Καλλιθέας Δέλτα, κατά μήκος της εξωτερικής προβλήτας που ήταν προσδεμένο το ανωτέρω πλοίο της. Ότι οι επιπλέουσες κηλίδες κάλυψαν και τις δύο πλευρές του πλοίου της, με αποτέλεσμα μέσω των συστημάτων κυκλοφορίας θαλάσσιου νερού του πλοίου να καλύψουν και τις βαλβίδες, τις αντλίες, τις σωληνώσεις και τα συστήματα ψύξης λαδιού, αέρα και επενδύσεων του πλοίου. Ότι προκειμένου τα συστήματα να επανέλθουν στην πρότερη κατάσταση, αποσυναρμολογήθηκαν, καθαρίστηκαν επιμελώς και εγκαταστάθηκαν εκ νέου από εξειδικευμένο συνεργείο. Ότι περαιτέρω, μετά την ολοκλήρωση των μηχανουργικών εργασιών, προχώρησε στον δεξαμενισμό του σκάφους της τον Φεβρουάριο του 2018, για τον καθαρισμό και την εφαρμογή επίστρωσης, και, κατόπιν υποδείξεως του επιβλέποντος μηχανικού, το σκάφος μεταφέρθηκε για δεξαμενισμό ρυμουλκούμενο και όχι ιδία δυνάμει, για την αποφυγή μεγαλύτερης ζημίας από τη λειτουργία της μηχανής. Ότι ο Εκκαθαριστής όφειλε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει την προσκόμιση περαιτέρω αποδεικτικών εγγράφων σε περίπτωση που δεν προέκυπτε η αναγγελθείσα ζημία. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι παραδεκτός και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η ανακόπτουσα, στην από 07-05-2018 αναγγελία της, ισχυρίστηκε ότι από τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου … και της διαρροής πετρελαίου συνεπεία αυτής, εμφανίσθηκαν κηλίδες πετρελαίου στη θάλασσα της Μαρίνας Καλλιθέας Δέλτα, κατά μήκος της εξωτερικής προβλήτας που ήταν προσδεμένο το πλοίο της «…», οι οποίες κάλυψαν και τις δύο πλευρές του πλοίου της, με αποτέλεσμα μέσω των συστημάτων κυκλοφορίας θαλάσσιου νερού του πλοίου να καλύψουν και τις βαλβίδες, τις αντλίες, τις σωληνώσεις και τα συστήματα ψύξης λαδιού, αέρα και επενδύσεων του πλοίου. Εξαιτίας αυτού του συμβάντος και προκειμένου τα συστήματα να επανέλθουν στην πρότερη κατάσταση, χρειάστηκε να αποσυναρμολογηθούν, να καθαριστούν επιμελώς και να εγκατασταθούν εκ νέου από εξειδικευμένο συνεργείο, ενώ εν συνεχεία το σκάφος δεξαμενίσθηκε τον Φεβρουάριο του 2018 για να καθαριστεί και να εφαρμοστεί εκ νέου επίστρωση, και, κατόπιν υποδείξεως του επιβλέποντος μηχανικού, το σκάφος μεταφέρθηκε για δεξαμενισμό ρυμουλκούμενο και όχι ιδία δυνάμει, για την αποφυγή μεγαλύτερης ζημίας από τη λειτουργία της μηχανής. Όλες οι ανωτέρω εργασίες, καθώς και ο δεξαμενισμός του πλοίου της ανακόπτουσας, κόστισαν 126.500 ευρώ, όπως η ανακόπτουσα εκθέτει. Προς απόδειξη ωστόσο των ανωτέρω ισχυρισμών της (η ανακόπτουσα) προσκόμισε την από 16-02-2018 οικονομική προσφορά εργασιών της εταιρείας «…», για συνολικό ποσό 39.500 ευρώ, όπως αυτό επιμερίζεται στις επιμέρους εργασίες, το προτιμολόγιο (το οποίο δεν φέρει ημερομηνία) της εταιρείας …, στο οποίο περιγράφονται εργασίες επί του σκάφους συνολικού ποσού 24.300 ευρώ, το υπ’ αριθμ. … προτιμολόγιο της εταιρείας … , την άνευ ημερομηνίας και ανυπόγραφη προσφορά της εταιρείας «…» αναφορικά με τη μεθόρμιση του πλοίου από Φλοίσβο για Πλωτή Δεξαμενή με δύο ρυμουλκά και τη μεθόρμιση από Πλωτή Δεξαμενή για Νέο Μόλο Δραπετσώνας με δύο ρυμουλκά, καθώς και το από … τιμολόγιο του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς αναφορικά με τον δεξαμενισμό του πλοίου και την παροχή σχετικών υπηρεσιών, συνοδευόμενο από τραπεζικές αποδείξεις τμηματικής (μερικής) καταβολής του αναγραφόμενου σε αυτού ποσού των 15.141,20 ευρώ. Επί όλων των ανωτέρω μάλιστα, η ανακόπτουσα προσκόμισε την άνευ ημερομηνίας και ανυπόγραφη αναφορά εξόδων από 10-09-2018 έως 20-03-2018. Ο Εκκαθαριστής απέρριψε την αναγγελθείσα απαίτηση κρίνοντας, μεταξύ άλλων ότι «η αναγγελθείσα δεν προσκόμισε ουδεμία φωτογραφία που να εμφαίνει η προσβολή του σκάφους από πετρελαιοκηλίδες, ούτε κάποια τεχνική έκθεση, από την οποία να προκύπτει ότι η μηχανή του υπέστη ζημία και χρειάστηκε ο καθαρισμός της, πράγμα το οποίο όχι μόνο είναι απαραίτητο προς απόδειξη των ισχυρισμών της, αλλά αποτελεί κανόνα στη ναυτιλιακή συναλλακτική πρακτική». Η ανακόπτουσα πράγματι συνομολογεί στην ανακοπή της και στις προτάσεις της ότι εκ παραδρομής δεν περιέλαβε στα έγγραφα που προσκόμισε σχετική τεχνική έκθεση συνοδευόμενη από φωτογραφίες, διατείνεται ωστόσο ότι ο Εκκαθαριστής όφειλε να της τη ζητήσει. Ωστόσο, όπως ήδη προεκτέθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 εδ. 3 του Π.Δ. 666/1982, «στην αναγγελία επισυνάπτονται τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση σε πρωτότυπο ή σε επικυρωμένο αντίγραφο». Η ανακόπτουσα πράγματι δεν επισύναψε στην αναγγελία της την ως άνω τεχνική έκθεση, ως όφειλε, αλλά προσκόμισε αυτήν στο παρόν δικαστήριο, η εν θέματι όμως έλλειψη της αναγγελίας δε θεραπεύεται αναδρομικά, ούτε όφειλε ο Εκκαθαριστής να ζητήσει το εν λόγω έγγραφο από την αναγγέλουσα (ήδη ανακόπτουσα), διότι ο κάθε ζημιωθείς από το ένδικο συμβάν φέρει το βάρος να αποδείξει τη ζημία του, αλλά έχει και το δικαίωμα να διαχειριστεί και να κρίνει τον τρόπο και τα μέσα, με τα οποία θα διεκδικήσει την αποκατάστασή της. Τούτων δοθέντων, ορθά ο εκκαθαριστής έκρινε ότι δεν αποδεικνύεται ότι η ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη η ανακόπτουσα, έχει ως μοναδική και ενεργό αιτία το ένδικο συμβάν. Πέραν όμως τούτων, η ανακόπτουσα προς απόδειξη της ζημίας της επικαλείται τα ως άνω αναφερθέντα έγγραφα. Εξ όλων αυτών, με εξαίρεση το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, όλα τα υπόλοιπα έγγραφα αποτελούν οικονομικές προσφορές προς την ανακόπτουσα για τη διενέργεια εργασιών επί του σκάφους της και όχι παραστατικά (τιμολόγια, αποδείξεις κλπ) πώλησης εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών, γεγονός που δε δύναται να οδηγήσει στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι πράγματι η ανακόπτουσα εκτέλεσε επί τους σκάφους της, τις εργασίες που εκθέτει στα προσκομισθέντα έγγραφα προς αποκατάσταση της υφιστάμενης ζημίας της. Ακόμη όμως και από την προσκομισθείσα στο παρόν δικαστήριο τεχνική έκθεση, δεν προκύπτουν με σαφήνεια τα ισχυριζόμενα από την ανακόπτουσα, αντιθέτως εκτίθενται όσα ακριβώς εκθέτει και η ανακόπτουσα στην υπό κρίση ανακοπή, χωρίς να περιγράφονται οι εργασίες που πρέπει να εκτελεστούν και η αναγκαιότητα της εκτέλεσής τους. Πρέπει επομένως να απορριφθεί αυτός ο λόγος ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεκτού γενομένου του ισχυρισμού του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα παραπονείται διότι εσφαλμένως ο Εκκαθαριστής απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το κονδύλι που αφορά στην αξίωσή της για διαφυγόντα κέρδη λόγω ακύρωσης ναύλωσης του πλοίου, διότι όπως προκύπτει από την επιστολή του ταξιδιωτικού πρακτορείου …, είχε συμφωνηθεί με αυτό η ναύλωση του πλοίου της για το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2017 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017 έναντι του συνολικού ποσού των 200.000 ευρώ, ποσό που απώλεσε εξαιτίας της ζημίας που υπέστη το σκάφος της από το ένδικο συμβάν. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι παραδεκτός και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η ανακόπτουσα προσκόμισε επιστολές που αντάλλαξε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με την εταιρεία …, στις οποίες συζητείται η δυνατότητα ναύλωσης του σκάφους της για την εκτέλεση πλόων εντός του Αργοσαρωνικού και η οικονομική προσφορά της ανακόπτουσας για τη ναύλωση αυτή. Ωστόσο, κανένα ναυλοσύμφωνο δεν προσκομίσθηκε, από το οποίο να προκύπτει ότι πράγματι συνήφθη η εν θέματι συμφωνία, η ημερομηνία σύναψης και οι όροι αυτής. Πέραν όμως τούτων, εφόσον δεν αποδείχτηκε ότι η όποια ζημία της ανακόπτουσας οφείλεται στο ένδικο περιστατικό, δε δύναται να καταφαθεί υπέρ της αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί και αυτός ο λόγος ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεκτού γενομένου του ισχυρισμού του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι έσφαλε ο Εκκαθαριστής απορρίπτοντας το κονδύλιο των 35.000 ευρώ που περιέλαβε η ίδια στις απαιτήσεις της και το οποίο αντιστοιχεί σε «χειρισμό αξιώσεων – νομική υποστήριξη». Ο λόγος αυτός ωστόσο πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Και τούτο διότι, η ανακόπτουσα δεν αναλύει σε τί συνίσταται το κονδύλι των 35.000 ευρώ, για το οποίο αόριστα αναφέρει ότι αντιστοιχεί στον χειρισμό της υπόθεσης και σε νομικά έξοδα, χωρίς όμως να εκθέτει ποιες ενέργειες έγιναν για τον χειρισμό της υπόθεσης και πως κοστολογήθηκε καθεμία εξ αυτών. Συνεπώς πρέπει αυτός ο λόγος της ανακοπής να απορριφθεί ως αόριστος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη απομένοντος άλλου λόγου ανακοπής προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή της εταιρείας «…» στο σύνολό της και να γίνει αντίστοιχα δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση του ….

Επί των λόγων της υπ’ αριθμ. Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8296/4176/2019 ανακοπής, η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9549/4826/2019 κλήσης του Εκκαθαριστή κατά της μη κατάταξης της Αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία «…», με τον συντετμημένο τίτλο «…», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα (αρ. πιν. 2): Με την από 04-05-2018 αναγγελία της, που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, η εν θέματι εταιρεία, η οποία αποτελεί μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, ιδρυθείσα το 1995 και σκοπό έχει την υλοποίηση προγραμμάτων συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης και συναφείς προς το αντικείμενο αυτό δραστηριότητες (έρευνα – μελέτη), τον προγραμματισμό και υλοποίηση ερευνητικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων και την ενημέρωση των Ελλήνων, Ευρωπαίων και παγκόσμιων πολιτών με τα πρωτογενή στοιχεία που παράγει, ζήτησε να καταταγεί για το ποσό των 364.180 ευρώ, ωστόσο το ανωτέρω ποσό ζητήθηκε εκ παραδρομής, καθώς το σύνολο της απαίτησής της ανέρχεται σε 382.000 ευρώ, το οποίο (ποσό) αντιστοιχεί στο κόστος των δειγματοληψιών – επιτόπιων μετρήσεων των τεσσάρων συνεργατών της, ήτοι χημικού, βιολόγου, περιβαλλοντολόγου και δειγματολήπτη, σε αναλώσιμα υλικά, σε εκτίμηση αποτελεσμάτων και σε νομική υποστήριξη. Μετά τον έλεγχο της ως άνω αναγγελθείσας απαίτησης, ο οποίος έλαβε χώρα ενώπιον του Εκκαθαριστή στις 14-10-2019, ο τελευταίος συνέταξε σχετική έκθεση, στην οποία απέρριψε απαίτηση της ανακόπτουσας στο σύνολό της. Κατόπιν τούτων η ανακόπτουσα εταιρεία άσκησε την υπό κρίση ανακοπή, επί της οποίας το … άσκησε την υπ’ αριθμ. ΓΑΚ/ΕΑΚ 1146/636/2020 πρόσθετη παρέμβαση (αρ. πιν. 9), ζητώντας την απόρριψή της. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα βάλλει κατά της κρίσης του Εκκαθαριστή, για τον λόγο ότι ο τελευταίος εσφαλμένα απέρριψε την απαίτησή της, ισχυριζόμενος ότι οι επικαλούμενες υπηρεσίες της έγιναν σύμφωνα με το καταστατικό της και αποτελούν το σύνηθες έργο της και ουδόλως προκλήθηκαν από τη συγκεκριμένη ρύπανση. Ότι ωστόσο η απόφαση αυτή είναι εσφαλμένη, καθώς σε έρευνα και μελέτη προβαίνουν φορείς και οργανισμοί που έχουν την γνώση και την τεχνογνωσία σε αυτή την υλοποίηση και μπορούν να σταθούν αρωγοί στην πολιτεία για την αντιμετώπιση τέτοιων κρίσεων, επιπλέον δε, η συχνότητα των μετρήσεων, η οποία εξακολούθησε και κατά τους χειμερινούς μήνες, πραγματοποιήθηκε προκειμένου να διαπιστωθούν οι συνέπειες του ένδικου συμβάντος στο περιβάλλον. Ότι περαιτέρω ο Εκκαθαριστής απέρριψε την απαίτησή της για τον λόγο ότι δεν της ζητήθηκε να διεξάγει ειδικά την έρευνά της για λογαριασμό δημοσίου ή ιδιωτικού οργανισμού. Ότι όμως από καμία διάταξη νόμου δεν αποτελεί προϋπόθεση η συνθήκη αυτή, τη στιγμή που τέτοιου είδους δράσεις προβλέπονται από τον καταστατικό της σκοπό και είναι στη διάθεση της Ελληνικής πολιτείας, τα αποτελέσματα δε της έρευνάς της έχουν δημοσιευτεί και έχουν αποτελέσει πηγή πληροφόρησης για όλους. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, έτσι όπως εκφέρεται είναι μη νόμιμος. Και τούτο διότι, στο άρθρο Ι παρ. 6 της Σύμβασης Ευθύνης 1992 προβλέπεται ότι «Ζημία από ρύπανση σημαίνει: α) απώλεια ή ζημία που προκαλείται εκτός του πλοίου από μόλυνση προερχόμενη από διαφυγή ή εκροή πετρελαίου από το πλοίο, οπουδήποτε κι αν επέλθει μια τέτοια διαφυγή ή εκροή, με την επιφύλαξη ότι αποζημίωση για υποβάθμιση του περιβάλλοντος άλλη από εκείνη για απώλεια κέρδους από μια τέτοια υποβάθμιση, περιορίζεται σε δαπάνες των εύλογων μέτρων αποκατάστασης που πράγματι αναλήφθηκαν ή πρόκειται να αναληφθούν, β) τις δαπάνες των προληπτικών μέτρων και περαιτέρω την απώλεια ή ζημία, που προκλήθηκε από τα προληπτικά μέτρα». Υπό αυτά τα δεδομένα καθίσταται σαφές ότι, η αποζημίωση που αιτείται η ανακόπτουσα δεν εμπίπτει σε καμία από τις προβλεπόμενες στον νόμο περιπτώσεις που καλύπτονται από το συσταθέν κεφάλαιο περιορισμού μετά το ένδικο ατύχημα. Η πρόβλεψη στον καταστατικό της σκοπό για διενέργεια δειγματοληψιών και μετρήσεων, η οποία εν προκειμένω έλαβε χώρα σε μεγαλύτερη, όπως ισχυρίζεται, έκταση αναφορικά με την ποσότητα του διαρρεύσαντος πετρελαίου από το ζημιογόνο πλοίο, δεν καθιδρύει νόμιμο λόγο ευθύνης προς αποζημίωση έναντι του κεφαλαίου περιορισμού, ενώ επιπλέον δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 11 του Ν. 743 της 14/17-10-1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» προϋποθέσεις, ήτοι ανάθεση από τη λιμενική αρχή έργου που να αποσκοπεί στην απορρύπανση κλπ, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Κατόπιν τούτων, πρέπει ο λόγος αυτός της ανακοπής να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι, θα πρέπει να κριθεί και να ανακοπεί από τον πίνακα, ώστε να μην ικανοποιηθεί η απαίτηση του …, το οποίο αποκαταστάθηκε καταρχήν για το «… (…)» για το ποσό των 107.614,74 ευρώ. Ότι το … αποτελεί καταρχήν κρατικό οργανισμό, το οποίο ανήκει οργανικά στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων που χρηματοδοτείται από κρατικά κονδύλια, ενώ το … χρηματοδοτείται από εταιρείες και άλλες οντότητες των κρατών μελών που περιλαμβάνουν συγκεκριμένες κατηγορίες πετρελαίου, το οποίο μεταφέρεται δια θαλάσσης, έχει δε συσταθεί και διοικείται από κράτη και καταβάλλει εκ των καταστατικών του σκοπών αποζημιώσεις με αφορμή την πρόκληση ζημίας από πετρέλαιο και για δαπάνες λήψης εύλογων μέτρων αποκατάστασης, με σκοπό την επιτάχυνση της φυσικής ανάκαμψης των περιβαλλοντικών ζημιών, καθώς επίσης και για μελέτες που εξετάζουν δράσεις μετά την εκροή πετρελαίου, εφόσον αυτές αφορούν ζημία που εμπίπτει στον προβλεπόμενο στις συμβάσεις ορισμό της, συμπεριλαμβανομένων των μελετών που έχουν ως αντικείμενο την εξακρίβωση της φύσης και της έκτασης της περιβαλλοντικής ζημίας που προκλήθηκε από εκροή πετρελαίου. Ότι εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το … χρηματοδοτείται για την καταβολή κεφαλαίων για τις δράσεις του, όπως ήταν και η καταβολή κεφαλαίου για την εκπόνηση μελετών στο … και ότι το κεφάλαιο αυτό τίθεται στη διάθεσή του από ιδιωτικές εταιρείες, συνεπώς κακώς ο Εκκαθαριστής έκανε δεκτές τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του … συνολικού ποσού 12.534,90 ευρώ, καθ’ υποκατάσταση του …, οι οποίες έχουν ήδη χρηματοδοτηθεί από το Ελληνικό κράτος, υπό την εποπτεία του οποίου είναι το … και τις ιδιωτικές εταιρείες και ζητά να ικανοποιηθεί από το κεφάλαιο περιορισμού εις βάρος όλων των άλλων αναγγελιών, μεταξύ των οποίων και η δική της. Ότι σύμφωνα με τη φύση της λειτουργίας του οφείλει να διαθέτει τη χρηματοδότηση που λαμβάνει στην κάλυψη ζημιών από ρύπανση πετρελαίου στη θάλασσα και όχι να λειτουργεί εν είδη εταιρείας, διαχειριζόμενο τα κεφάλαια αυτά επ’ ωφελεία του οργανισμού στο πλαίσιο της νομιμότητας. Ότι τούτων δοθέντων ο Εκκαθαριστής περιόρισε ανεπίτρεπτα το περιορισμένο κεφάλαιο για την ικανοποίηση των ζημιών που προκλήθηκαν από το δ/ξ «…» κάνοντας δεκτές τις αναγγελίες του …, το οποίο υποκαταστάθηκε επιπλέον και στις εκτιθέμενες στο δικόγραφο της ανακοπής (συνολικά 52) περιπτώσεις, περιορίζοντας το κεφάλαιο της εκκαθάρισης κατά 1.237.964,40 ευρώ, παρότι το ίδιο είχε εξασφαλίσει για το ένδικο συμβάν κεφάλαιο ύψους 57.500.000, τα οποία δεν διέθεσε τελικά. Ότι επομένως κρίνεται εντελώς ανεπιεικές από τον Εκκαθαριστή να συμπεριλάβει στον ανακοπτόμενο πίνακα τις απαιτήσεις του … καθ’ υποκατάσταση εις βάρος των δικών της απαιτήσεων, επιστρέφοντας ουσιαστικά σε αυτό ποσά που κατά τον καταστατικό του σκοπό όφειλε να αποδώσει στους πληγέντες. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, έτσι όπως εκφέρεται, είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης. Παραταύτα, εάν ήθελε εκτιμηθεί από το δικαστήριο ότι στρέφεται κατά της αποδοχής από τον Εκκαθαριστή των καθ’ υποκατάσταση προβαλλόμενων απαιτήσεων του …, τότε στερείται παθητικής νομιμοποίησης, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 3 εδ. 2 του Π.Δ. 666/1982, «σε περίπτωση που η ανακοπή στρέφεται εναντίον της αποδοχής απαίτησης, το δικόγραφο απευθύνεται και κατά του δανειστή που το αμφισβητεί», όφειλε επομένως η ανακόπτουσα να στραφεί και κατά του …, προκειμένου να δύναται παραδεκτά να αμφισβητήσει την αποδοχή της καθ’ υποκατάσταση απαίτησής του, όπως αυτή συμπεριελήφθη στον από 02-09-2019 πίνακα απαιτήσεων του Εκκαθαριστή. Εάν ωστόσο ήθελε εκτιμηθεί από το δικαστήριο, ότι με αυτόν τον λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα βάλλει κατά της κρίσης του Εκκαθαριστή, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η αναγγελθείσα απαίτησή της, τότε ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 9 παρ. 1 προκύπτει ότι, «για να επιτελέσει πλήρως το σκοπό του το Κεφάλαιο σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 (α), θα καταβάλει αποζημίωση σε κάθε πρόσωπο, που έπαθε ζημίες από ρύπανση, αν το πρόσωπο αυτό δεν μπόρεσε να επιτύχει πλήρη και επαρκή αποζημίωση για τις ζημίες, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης Ευθύνης 1992…. Σχετικά με οποιοδήποτε ποσό αποζημίωσης ζημιών ρύπανσης, το οποίο καταβλήθηκε από το Κεφάλαιο σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 της Σύμβασης αυτής, το Κεφάλαιο αποκτά σε υποκατάσταση τα δικαιώματα, τα οποία το πρόσωπο που αποζημιώθηκε είναι δυνατόν να έχει κατά του πλοιοκτήτη ή του εγγυητή του». Επομένως η υποκατάσταση του … στα δικαιώματα των ζημιωθέντων, των οποίων τη βλάβη αποκατέστησε και η κατάταξή του στο κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης που συνέστησε ο πλοιοκτήτης ή ο ασφαλιστής, προβλέπεται από τη Σύμβαση Ευθύνης 1992 και δεν αποτελεί ανεπιεική κρίση του Εκκαθαριστή που βάλλει κατά της ικανοποίησης της ανακόπτουσας. Κατόπιν τούτων πρέπει και ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως απαράδεκτος, άλλως ως μη νόμιμος κατά τα προεκτεθέτα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη απομένοντος άλλου λόγου ανακοπής προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή περί της μη κατάταξης της Αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία «…», με τον συντετμημένο τίτλο «…» στο σύνολό της και να γίνει αντίστοιχα δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση του ….

Επί των λόγων της υπ’ αριθμ. Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8681/4359/2019 ανακοπής, η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9550/4827/2019 κλήσης του Εκκαθαριστή κατά της κατάταξης της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα (αρ. πιν. 3): Με την από 24-04-2018 αναγγελία της, που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, η εν θέματι ατομική επιχείρηση καφέ – μπαρ / εστιατορίου και ομπρελοκαθισμάτων στην παραλία Λιμνιώνα των Σελληνίων, ζήτησε να καταταγεί για το ποσό των 177.000 ευρώ, το οποίο (ποσό) αναλύεται σε δύο επιμέρους κονδύλια ως εξής: α) ποσό 147.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε διαφυγόντα κέρδη για το διάστημα από 14-09-2017 μέχρι 30-09-2019, όπως το ποσό αυτό επιμερίζεται ειδικότερα σε μικρότερα διαστήματα και β) ποσό 30.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η επιχείρησή του εξαιτίας της  ρύπανσης που προκλήθηκε από τη βύθιση του ένδικου πλοίου. Μετά τον έλεγχο της ως άνω αναγγελθείσας απαίτησης, ο οποίος έλαβε χώρα ενώπιον του Εκκαθαριστή στις 09-01-2019, ο τελευταίος συνέταξε σχετική έκθεση, στην οποία έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω απαίτηση της ανακόπτουσας για το ποσό των 5.848,07 ευρώ. Κατόπιν τούτων η ανακόπτουσα εταιρεία άσκησε την υπό κρίση ανακοπή, επί της οποίας το … άσκησε την υπ’ αριθμ. ΓΑΚ/ΕΑΚ 1107/621/2020 πρόσθετη παρέμβαση (αρ. πιν. 7), ζητώντας την απόρριψή της. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα βάλλει κατά της κρίσης του Εκκαθαριστή, για τον λόγο ότι ο εσφαλμένα απέρριψε το κονδύλι των 147.000 ευρώ, που αφορούσε στα διαφυγόντα κέρδη της για το διάστημα από 14-09-2017 μέχρι 30-09-2019, όπως ειδικότερα αναλύεται σε επιμέρους διαστήματα, εξαιτίας της ζημίας που υπέστη η επιχείρησή της από τη μείωση του κύκλου εργασιών της, η οποία ήταν αποτέλεσμα της ρύπανσης που σημειώθηκε στην περιοχή και ότι έκανε αυτή δεκτή μόνο για το ποσό των 5.848,07 που αντιστοιχούσε εν μέρει μόνο στο διάστημα από 14-09-2017 έως 30-09-2017 και Ιουνίου – Σεπτεμβρίου 2018. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι παραδεκτός και νόμιμος (άρ. 21 Π.Δ. 666/1982) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα εξής: Όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε από τα διάδικα μέρη, η ζημία της ανακόπτουσας ανέρχεται συνολικά σε 5.848,07 ευρώ για διάστημα 4,5 μηνών και συγκεκριμένα από 14-09-2017 μέχρι 30-09-2017 και από τον 06/2018 έως τον 09/2018. Το ανώτερο ποσό προέκυψε από την σύγκριση των οικονομικών στοιχείων παρελθόντων ετών, στα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, όπως σωστά επεσήμανε ο εκαθαριστής. Για την περίοδο από 01-10-2017 μέχρι 31-12-2017, διάστημα κατά το οποίο δεν λειτούργησε η επιχείρηση της ανακόπτουσας, η ζημία είναι αδιαμφισβήτητη, δοθείσας της θέσης της πλησίον του σημείου όπου βυθίστηκε το επίδικο πλοίο και της εκτεταμένης ρύπανσης της παραλίας όπως βρίσκεται το κατάστημα της ανακόπτουσας, όπως εμφαίνεται και στις προσκομισθείσες φωτογραφίες. Παρότι λοιπόν δεν αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα θα προέβαινε σε ανακαίνιση του καταστήματός της και ότι πράγματι η ανακαίνιση αυτή θα της επέφερε πολύ μεγαλύτερα κέρδη, αποτελεί γεγονός ότι μετά το ένδικο συμβάν η ανακόπτουσα έκλεισε την επιχείρηση της. Δυστυχώς όμως η ακρίβεια της φορολογικής εικόνας των ατομικών επιχειρήσεων με υποκαταστήματα, όπως εν προκειμένω δεν είναι απόλυτα σαφής. Επειδή λοιπόν δεν δύναται να υπολογιστεί επακριβώς το ύψος της ζημίας για το ως άνω διάστημα και το μόνο δεδομένο στοιχείο είναι ότι εάν λειτουργούσε, θα λειτουργούσε με το 50% της δυναμικότητάς του (λειτουργία μόνο του εσωτερικού χώρου χωρίς τον χώρο της παραλίας), τεκμαίρεται ότι και το διαφυγόν κέρδος ανά μήνα θα ήταν αντίστοιχα το 50% του κατά τα ανώτερω μηνιαίου προσδιορισθέντος ποσού ζημίας της ανακόπτουσας, ήτοι 50% των 1.299,57 ευρώ (5.848,07 ευρώ / 4,5 μήνες) ανερχόμενο στα 649,78 ευρώ ανά μήνα και συνολικά για την περίοδο από 01-10-2017 μέχρι 31-12-2017 στο ποσό των 1.949,34 ευρώ. Για το διάστημα από Ιανουάριο του 2018 και για όλο το έτος 2019 δεν δύναται να επιδικαστεί αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη στην ανακόπτουσα, καθώς, παρά τα περί του αντιθέτου από αυτήν υποστηριζόμενα, η ατομική της επιχείρηση βρισκόταν σε λειτουργία και σημείωνε κερδοφορία σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Ως εκ τούτων, πρέπει ο λόγος αυτός της ανακοπής να γίνει εν μέρει δεκτός και να λάβει η ανακόπτουσα επιπλέον το ποσό των 1.949,34 ευρώ. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα παραπονείται διότι εσφαλμένως ο Εκκαθαριστής απέρριψε ως νόμω αβάσιμο το κονδύλι που αφορά στην αποζημίωσή της για την ηθική βλάβη που υπέστη. Ότι το εκδοθέν από το ΑΣΝΑ πόρισμα σχετικά με το ατύχημα καταλογίζει ευθύνες στην πλοιοκτήτρια εταιρεία για τη βύθιση του πλοίου, γεγονός που αυτόματα δημιουργεί αδικοπρακτική ευθύνη της τελευταίας και συνακόλουθα την νομιμοποιεί να διεκδικήσει τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης. Ότι τα ανωτέρω στοιχεία έγιναν γνωστά μετά την υποβολή της αναγγελίας της και επομένως δεν ήταν σε θέση να περιγράψει την αδικοπρακτική συθύνη της πλοιοκτήτριας. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος, καθώς, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, σύμφωνα με το άρθρο Ι παρ. 6 της Διεθνούς Σύμβασης Ευθύνης,, ως ζημία από ρύπανση εκλαμβάνεται η απώλεια ή ζημία που προκαλείται εκτός του πλοίου προερχόμενη από διαφυγή ή εκροή πετρελαίου από το πλοίο, με την επιφύλαξη ότι αποζημίωση για υποβάθμιση περιβάλλοντος, άλλη από εκείνη για απώλεια κέρδους από μια τέτοια υποβάθμιση, περιορίζεται στις δαπάνες των εύλογων μέτρων αποκατάστασης που αναλήφθηκαν ή πρόκειται να αναληφθούν και οι δαπάνες των προληπτικών μέτρων και περαιτέρω η απώλεια ή ζημία που προήλθε από προληπτικά μέτρα. Σε κάθε δε περίπτωση, η ανακόπτουσα όλως αορίστως εκθέτει ότι η πλοιοκτήτρια υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη, παραπέμποντας στο πόρισμα του ΑΣΝΑ, χωρίς να εξειδικεύονται οι λόγοι για τους οποίους ενδεχομένως η πλοιοκτήτρια θα εξέπιπτε του δικαιώματος προς περιορισμό της ευθύνης της από το ένδικο ατύχημα. Επομένως, ορθά ο Εκκαθαριστής απέρριψε το αίτημα περί επιδίκασης ηθικής βλάβης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη απομένοντος άλλου λόγου ανακοπής προς εξέταση, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», απορριπτομένης αντίστοιχα της πρόσθετης παρέμβαση του … και να καταταγεί η ανακόπτουσα στον από 02-09-2019 πίνακα απαιτήσεις του Εκκαθαριστή για το ποσό των (5.848,07 + 1.949,34 =) 7.797,41 ευρώ.

Κατόπιν τούτων πρέπει, αφού θεωρηθούν ως μη ασκηθείσες οι από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1315/721/2020, από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1319/725/2020 και από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1322/727/2020 κύριες παρεμβάσεις και αφού συνεκδικαστούν οι ανακοπές και οι λοιπές κύριες και πρόσθετες παρεμβάσεις, να απορριφθεί ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, να απορριφθούν: 1) η από 25-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8595/4316/2019 ανακοπή της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9548/4825/2019 κλήσης, 2) η από 11-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8296/4176/2019 ανακοπή της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία «…», με τον συντετμημένο τίτλο «…», η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9549/4826/2019 κλήσης, 3) από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8627/4331/2019 ανακοπή της εταιρείας «…», η οποία προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9630/4862/2019 κλήσης, 4) η από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8592/4314/2019 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9631/4863/2019 κλήσης, 5) η από 27-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8507/4271/2019 ανακοπή του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…)», η οποία προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9633/4865/2019 κλήσης, 6) η από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8578/4306/2019 ανακοπή της εταιρείας «…», η οποία προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 16-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6867/3233/2020 κλήσης, 7) η από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8579/4307/2019 ανακοπή της εταιρείας «….», η οποία προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 16-09-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6867/3236/2020 κλήσης, 8) η από 04-11-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8724/4098/2020 ανακοπή του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…), η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της από 06-11-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8824/4145/2020 κλήσης, 9) η από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1107/621/2020 πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…), 10) η από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1314/720/2020 κύρια παρέμβαση της εταιρείας «….», 11) από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1325/729/2020 κύρια παρέμβαση της εταιρείας «…», 12) η από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1308/717/2020 κύρια παρέμβαση της εταιρείας «….», 13) η από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1326/730/2020 κύρια παρέμβαση της εταιρείας «…», να γίνει εν μέρει δεκτή η από 02-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8681/4359/2019 ανακοπή της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9550/4827/2019 κλήσης του Εκκαθαριστή, να γίνουν δεκτές: 1) από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1143/634/2020, 2) η από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1146/636/2020, 3) η από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1150/638/2020, 4) από 20-12-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 11750/5902/2019 και 5) από 20-12-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 11749/5901/2019 πρόσθετες παρεμβάσεις του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…)» και να μεταρρυθμιστεί ο από 02-09-2019 πίνακας απαιτήσεων του Εκκαθαριστή … ως προς τις κατωτέρω ανακόπτουσες, οι οποίες θα καταταγούν για τα κατωτέρω αναφερόμενα ποσά. Τέλος τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (άρ. 179 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρ. 21 του Π.Δ.666/1982 και 741 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΘΕΩΡΕΙ ως μη ασκηθείσες τις α) από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1315/721/2020, β) από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1319/725/2020 και γ) από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1322/727/2020 κύριες παρεμβάσεις.

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 25-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8595/4316/2019 ανακοπή, που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9548/4825/2019 κλήσης και την από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1143/634/2020 πρόσθετη υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή παρέμβαση, β) την από 11-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8296/4176/2019 ανακοπή, που προσδιορίστηκε δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9549/4826/2019 κλήσης και την από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1146/636/2020 πρόσθετη υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή παρέμβαση, γ) την από 02-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8681/4359/2019 ανακοπή, που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9550/4827/2019 κλήσης και την από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1107/621/2020 πρόσθετη υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή παρέμβαση, δ) την από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8627/4331/2019 ανακοπή, που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9630/4862/2019 κλήσης και την από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1150/638/2020 πρόσθετη υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή παρέμβαση, ε) την από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8592/4314/2019 ανακοπή, που προσδιορίσθηκε δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9631/4863/2019 κλήσης και τις από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1314/720/2020 και από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1325/729/2020 κύριες κατά αυτής παρεμβάσεις, στ) η από 27-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8507/4271/2019 ανακοπή (αρ. πιν. 6), που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9633/4865/2019 κλήσης του ανωτέρω εκκαθαριστή και τις από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1308/717/2020 και από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1326/730/2020 κύριες κατά αυτής παρεμβάσεις, ζ) την από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8578/4306/2019 ανακοπή, που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 16-09-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6867/3233/2020 κλήσης, η) την από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8579/4307/2019 ανακοπή, που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 16-09-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6870/3236/2020 κλήσης και θ) την από 04-11-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8724/4098/2020 ανακοπή, που προσδιορίστηκε δυνάμει της από 06-11-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8824/4145/2020 κλήσης, ερήμην των: 7ου, 8ης, 15ου, 16ης 21ου-32ου  καθ’ ων της από 27-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8507/4271 ανακοπής, που προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9633/4865/2019 κλήσης, καθώς και του καθ’ ου της από 05-02-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1107/621/2021 πρόσθετης παρέμβασης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8595/4316/2019 ανακοπή της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9548/4825/2019 κλήσης του Εκκαθαριστή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1143/634/2020 πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…)» κατά της ως άνω ανακόπτουσας και υπέρ του Εκκαθαριστή

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 11-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8296/4176/2019 ανακοπή της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία «…», με τον συντετμημένο τίτλο «…», η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9549/4826/2019 κλήσης του Εκκαθαριστή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1146/636/2020 πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) κατά της ως άνω ανακόπτουσας και υπέρ του Εκκαθαριστή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 02-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8681/4359/2019 ανακοπή της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9550/4827/2019 κλήσης του Εκκαθαριστή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1107/621/2020 πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) κατά της ως άνω ανακόπτουσας και υπέρ του Εκκαθαριστή.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον από 02-09-2019 πίνακα απαιτήσεων του Εκκαθαριστή … ως προς την ανωτέρω ανακόπτουσα ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…» και κατατάσσει αυτήν για το ποσό των 7.797,41 ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8627/4331/2019 ανακοπή της εταιρείας «…», η οποία προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9630/4862/2019 κλήσης του Εκκαθαριστή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 05-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1150/638/2020 πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…)» κατά της ως άνω ανακόπτουσας και υπέρ του Εκκαθαριστή.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον από 02-09-2019 πίνακα απαιτήσεων του Εκκαθαριστή … ως προς την ανωτέρω ανακόπτουσα εταιρεία «…» και κατατάσσει αυτήν για το ποσό των 1.752.579,04 ευρώ και ως προς το προσθέτως παρεμβαίνον νομικό πρόσωπο «… (…)» και κατατάσσει αυτό καθ’ υποκατάσταση της ως άνω εταιρείας για το ποσό των 1.800.000 ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8592/4314/2019 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9631/4863/2019 κλήσης του Εκκαθαριστή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1314/720/2020 κύρια παρέμβαση της εταιρείας «….» κατά του ως άνω ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1325/729/2020 κύρια παρέμβαση της εταιρείας «…» κατά του ως άνω ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8507/4271/2019 ανακοπή του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…)», η οποία προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 23-10-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 9633/4865/2019 κλήσης.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1308/717/2020 κύρια παρέμβαση της εταιρείας «….» κατά του ως άνω ανακόπτοντος νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…)».

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12-02-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 1326/730/2020 κύρια παρέμβαση της εταιρείας «…» κατά του ως άνω ανακόπτοντος νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…)».

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8578/4306/2019 ανακοπή της εταιρείας «…», η οποία προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 16-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6867/3233/2020 κλήσης του Εκκαθαριστή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 20-12-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 11750/5902/2019 πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) κατά της ως άνω ανακόπτουσας και υπέρ του Εκκαθαριστή).

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον από 02-09-2019 πίνακα απαιτήσεων του Εκκαθαριστή … ως προς την ανωτέρω ανακόπτουσα εταιρεία «…» και κατατάσσει αυτήν για το ποσό των 15.103.200 ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-09-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8579/4307/2019 ανακοπή της εταιρείας «….», η οποία προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 16-09-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6867/3236/2020 κλήσης του Εκκαθαριστή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 20-12-2019 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 11749/5901/2019 πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) κατά της ως άνω ανακόπτουσας και υπέρ του Εκκαθαριστή.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον από 02-09-2019 πίνακα απαιτήσεων του Εκκαθαριστή … ως προς την ανωτέρω ανακόπτουσα εταιρεία «….» και κατατάσσει αυτήν για το ποσό των 10.910.556,30 ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 04-11-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8724/4098/2020 ανακοπή του νομικού προσώπου με την επωνυμία «… (…) και στα ελληνικά «…», η οποία προσδιορίστηκε δυνάμει της από 06-11-2020 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 8824/4145/2020 κλήσης του Εκκαθαριστή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

 

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις      12-04-2022.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, με την παρουσία και της Γραμματέα της έδρας, στις    09-06-2022.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ