ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
3387/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Α΄ ανακοπής 4586/2049/2021)
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Β΄ ανακοπής 4903/2194/2021)
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Γ΄ ανακοπής 4862/2173/2021)
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Ελένη Κατιρτζόγλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Ιανουαρίου 2022, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ :
Α. Της ανακόπτουσας : Εταιρείας με την επωνυμία «…», με το διακριτικό τίτλο «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον …, …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Κίμωνα Γκιουλιστάνη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2562), που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/18-1-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.
Της καθ’ ης η ανακοπή : Εταιρείας με την επωνυμία «…» (“…”), που εδρεύει κατά το καταστατικό της στο … (…) και πραγματικά στη …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Σωτηρίας Μπάκα (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 21015), που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/21-1-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.
Β. Της ανακόπτουσας : Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στις …, έχει δε νόμιμα εγκατασταθεί (δυνάμει των Ν. 89/67, 378/68, 27/75, 814/78 και 1892/90 ως ισχύουν) στον …, …, με Α.Φ.Μ. …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικόλαου Αναγνωστόπουλου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3719), που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/21-1-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.
Της καθ’ ης η ανακοπή : Εταιρείας με την επωνυμία «… …», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη … και πραγματικά στη …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Σωτηρίας Μπάκα (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 21015), που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/21-1-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.
Γ. Της ανακόπτουσας : …, κατοίκου …, …, με Α.Φ.Μ. …, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαργαρίτας Βλάσση (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 4403), που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/13-1-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.
Της καθ’ ης η ανακοπή : Εταιρείας με την επωνυμία «… …», που εδρεύει τυπικά στη … και πραγματικά στη …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, στερούμενης Α.Φ.Μ., η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Σωτηρίας Μπάκα (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 21015), που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/21-1-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.
Η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Α΄ ανακοπής ζητεί να γίνει δεκτή η από 25-6-2021 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4586/25-6-2021 και 2049/25-6-2021 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 23ης-11-2021 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Β΄ ανακοπής ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-7-2021 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4903/5-7-2021 και 2194/5-7-2021 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 23ης-11-2021 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Γ΄ ανακοπής ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-6-2021 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4862/2-7-2021 και 2173/2-7-2021 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 14ης-1-2022 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 25-6-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4586/2049/25-6-2021, ανακοπή, η από 5-7-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4903/2194/5-7-2021, ανακοπή και η από 30-6-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4862/2173/2-7-2021, ανακοπή, η εκδίκαση των οποίων εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθόσον βάλλουν κατά του ίδιου πίνακα κατάταξης, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, αλλά και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιπλέον δε επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρα 246 και 591 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ).
Η ανακόπτουσα, με την υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή της, εκθέτει ότι με ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σεφεριάδη εκπλειστηριάσθηκε το με σημαία … φορτηγό πλοίο «…», πρώην «…», νηολογίου …., με αριθμό TG-00316L, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην υπ’ αριθμό … έκθεση πλειστηριασμού του ως άνω συμβολαιογράφου, πλοιοκτησίας της καθ’ ης, έναντι πλειστηριάσματος 255.001,00 δολ Η.Π.Α. Ότι η καθ’ ης δεν της κατέβαλε τα οφειλόμενα προς αυτήν δικαιώματα (τέλη) από την πρυμνοδέτηση του παραπάνω πλοίου της στο Πέραμα Αττικής, κατά τη χρονική περίοδο από 1-6-2015 μέχρι και 31-1-2018, εντός των πρώτων είκοσι (20) ημερών του αντίστοιχου επόμενου μήνα από τη χρονική περίοδο που παρασχέθηκαν οι τιμολογηθείσες υπηρεσίες της, με αποτέλεσμα να καταστεί υπερήμερη και να οφείλει τόκους υπερημερίας για τη χρονική περίοδο από την επομένη της αντίστοιχης τελευταίας ημέρας που αναγράφεται σε κάθε τιμολόγιό της μέχρι και την ημέρα της αναγγελίας της, στις 9-4-2018. Ότι ο προαναφερόμενος υπάλληλος του πλειστηριασμού μη νόμιμα συνέταξε τον υπ’ αριθμό … πίνακα κατάταξης δανειστών, κατατάσσοντας προνομιακά στη β΄ τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ., σύμμετρα και τυχαία, υπό την αίρεση τελεσίδικης αναγνώρισης των αξιώσεών τους, τους …, …, …, …, … και … για τα ποσά των 62.604,10, 47.752,06, 55.748,80, 25.528,40, 22.996,28 και 25.486,27 δολ. Η.Π.Α. αντίστοιχα, αποκλείοντας αυτήν ολοσχερώς από τη διανομή του εκπλειστηριάσματος, καίτοι η απαίτησή της, συνολικού ποσού 32.001,56 ευρώ, ανταποκρινόταν σε τέλη και δικαιώματα επί του πλοίου και ήταν προνομιακή, ανήκουσα στην α΄ τάξη του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. Ότι κατά του εν λόγω πίνακα κατάταξης άσκησε την από 11-7-2018, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 7837/3442/2018, ανακοπή της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία απερρίφθη δυνάμει της υπ’ αριθμό 2098/2019 απόφασης, κατά της οποίας άσκησε την από 11-7-2019, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 6372/512/2019 έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 540/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οποία απέρριψε την έφεσή της και ως εκ τούτου, έχει κριθεί τελεσίδικα ότι η αναγγελθείσα απαίτησή της δεν τυγχάνει προνομιακής κατάταξης. Ότι, ακολούθως, κατόπιν της είσπραξης από τους ως άνω καταταγέντες του συνολικού ποσού των 168.529,73 δολ. Η.Π.Α., απέμεινε υπόλοιπο μη διανεμηθέντος πλειστηριάσματος ποσού 71.586,18 δολ. Η.Π.Α., για το οποίο ο ίδιος ως άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε μη νόμιμα τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθμό …/15-6-2021 συμπληρωματικό πίνακα κατάταξης δανειστών, κατατάσσοντας την καθ’ ης, μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης ποσού 3.718,04 δολ. Η.Π.Α., στο ποσό των 67.868,14 δολ. Η.Π.Α., και αποκλείοντας την ίδια, της οποίας η απαίτηση έχει κριθεί τελεσίδικα ως μη προνομιακή και θα έπρεπε, συνεπώς, να καταταχθεί βάσει του άρθρου 977 ΚΠολΔ. Ότι, επίσης, στην προσβαλλόμενη πράξη δεν αναφέρονται οι λόγοι που κατετάγη η καθ’ ης και τέθηκε εκτός κατάταξης η αναγγελθείσα απαίτησή της. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης ώστε κατ’ αποδοχή των λόγων της ανακοπής, να αποβληθεί από τον πίνακα κατάταξης η καθ’ ης και να καταταγεί η ίδια η ανακόπτουσα για ολόκληρο το αναγγελθέν ποσό των 32.001,56 ευρώ, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλη, λειτουργικά και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 584 και 933 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 εδ. α΄ και 3 Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 8ο § 2 του άρθρου 1ου Ν. 4335/2015, και ίσχυε σύμφωνα με το άρθρο 9ο § 3 του άρθρου 1ου Ν. 4335/2015 εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση διενεργήθηκε μετά την 1η-1-2016, σε συνδυασμό με άρθρο 979 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 144 §§ 1 και 3 και 979 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ), καθόσον η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 16-6-2021 (βλ. την από 16-6-2021 επισημείωση, κατ’ άρθρο 139 § 3 ΚΠολΔ, της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά … επί του επιδοθέντος σε αυτήν αντιγράφου της υπ’ αριθμό …/2021 πρόσκλησης δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σεφεριάδη, που προσκομίζει η ίδια) και το δικόγραφο της κρινόμενης ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 25-6-2021 και επιδόθηκε αυθημερόν στην καθ’ ης και στον ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. τις με αριθμούς …/25-6-2021 και …/25-6-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της.
Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 979 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης νομιμοποιούνται μόνο ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ’ ου η εκτέλεση, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον. Τέτοιο συμφέρον θεωρείται ότι έχει ο ανακόπτων, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα δικής του κατάταξης στον πίνακα. Αίτημα της ανακοπής είναι όχι μόνο η ακύρωση αλλά και η κατάταξη. Γι’ αυτό, το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, προς άσκηση της ανακοπής, δεν περιορίζεται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου η ανακοπή, αλλά συνδέεται και με τη δυνατότητα της δικής του κατάταξης. Έτσι, αν παρά την ακύρωση της κατάταξης και την εξαιτίας αυτής αποβολή του καθ’ ου, κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν δικαιούται να καταταγεί, η ανακοπή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της (ΑΠ 1375/2018, ΕφΠειρ 364/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Εξάλλου, η ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, που αποτελεί ένδικο βοήθημα με το οποίο προσβάλλεται ο πίνακας της κατάταξης με στόχο την ακύρωση η τροποποίηση αυτού με την αποβολή του καθ’ ου η ανακοπή και την κατάταξη του ανακόπτοντος, είναι διαπλαστικής φύσης, όπως διαπλαστικής φύσης είναι η δεχόμενη την ανακοπή απόφαση. Στην πράξη όμως, εμφανίζονται πολλές φορές θέματα δικονομική ακυρότητας του πίνακα κατάταξης. Τέτοια θέματα εισάγονται προς συζήτηση με την ανακοπή των άρθρων 933 επ. του ΚΠολΔ, η οποία ασκείται από τον καθ’ ου η εκτέλεση με αίτημα την ακύρωση του πίνακα και λόγο την απαγγελθείσα ή την επικείμενη ακύρωση του πλειστηριασμού. Δεδομένου δε ότι ο πίνακας αποτελεί διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της κατάταξης, επιβάλλεται η παροχή της δυνατότητας προσβολής προς ακύρωση του πίνακα. Εάν λοιπόν ακυρωθεί ο πλειστηριασμός που αποτελεί το θεμέλιο του πίνακα είναι δυνατόν να επιβάλλεται η ακύρωση και του πίνακα κατάταξης (ΕφΠειρ 198/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Β΄ έκδ., ανατύπωση, τομ. 2ος, § 430, σελ. 1163, § 399, σελ.1052). Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα, με την υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή της, εκθέτει ότι με επίσπευση των …, …, …, …, … και … και δυνάμει του υπ’ αριθμό 41/2018 αποσπάσματος της υπ’ αριθμό 40/2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά … κατασχέθηκε αναγκαστικά το ειδικότερα περιγραφόμενο σε αυτήν πλοίο με το όνομα «…», το οποίο εκπλειστηριάσθηκε στις 28-3-2018 με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σεφεριάδη και κατακυρώθηκε στην εταιρεία «…». Ότι η ίδια, μεταξύ άλλων δανειστών, με την από 20-3-2018 αναγγελία της, την οποία επισυνάπτει, ανήγγειλε την απαίτησή της κατά της οφειλέτριας εταιρείας – καθ’ ης ποσού 40.695,96 ευρώ, η οποία είναι προνομιακή σύμφωνα με το δίκαιο του …, τη σημαία του οποίου έφερε το εκλπειστηριασθέν πλοίο, και κατά τον ΚΙΝΔ (άρθρο 205), ως απαίτηση προερχόμενη από έξοδα συντήρησης, γενικής επιστασίας και μέριμνας, και κατέθεσε όλα τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα. Ότι μετά το πέρας της προθεσμίας των αναγγελιών ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον υπ’ αριθμό …/2018 (αρχικό) πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο κατέταξε τους παραπάνω δανειστές, με επίσπευση των οποίων έγινε η αναγκαστική εκτέλεση, προνομιακά, σύμμετρα και τυχαία, στη δεύτερη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 περ. β΄ ΚΠολΔ, υπό την αίρεση της τελεσίδικης αναγνώρισης των αξιώσεών τους για τα ποσά των 62.604,10, 47.752,06, 55.748,80, 25.528,40, 22.996,28 και 25.486,27 δολ. Η.Π.Α. αντίστοιχα. Ότι κατά του ανωτέρω πίνακα και των καταταγέντων με αυτόν δανειστών άσκησε την από 12-7-2018, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 7879/3463/2018, ανακοπή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απερρίφθη με την υπ’ αριθμό 2098/2019 απόφαση, που έχει καταστεί πλέον τελεσίδικη. Ότι στη συνέχεια, στις 16-6-2021, της κοινοποιήθηκε η υπ’ αριθμό 2468/2021 πρόσκληση δανειστών του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, με την οποία κλήθηκε να λάβει γνώση του συμπληρωματικού πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο κατέταξε προνομιακά και οριστικά την καθ’ ης η ανακοπή για το ποσό των 67.868,14 δολ. Η.Π.Α. Ότι αναφορικά με την απαίτησή της κατά της καθ’ ης άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού την από 5-1-2018, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 146/7/2018, αγωγή της, η οποία ενσωματώνεται αυτούσια στην ως άνω αναγγελία της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 1422/2019 απόφαση, με την οποία αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της τελευταίας να της καταβάλει το ποσό των 40.695,96 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής. Ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού έσφαλε με το να κατατάξει την καθ’ ης – οφειλέτρια εταιρεία και μάλιστα προνομιακά έναντι της δικής της προνομιακής απαίτησης, που έπρεπε να κατατάξει οριστικά και προνομιακά έναντί της και σε κάθε περίπτωση η αιτιολογία του ότι όλες οι ασκηθείσες ανακοπές απερρίφθησαν τελεσίδικα είναι εσφαλμένη, διότι οι αποφάσεις που εκδόθηκαν επί των ανακοπών του άρθρου 979 ΚΠολΔ δεσμεύουν μόνο τα διάδικα μέρη. Ότι, ακόμη, έσφαλε κρίνοντας ότι η αναγγελία της, κατά το μέρος που αφορά την επισκευή του πλοίου, είναι αόριστη, ενώ αυτή είναι ορισμένη και παραδεκτή. Ότι, επικουρικά, με την κατάταξη της καθ’ ης έναντι της ιδίας και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών δεν εφάρμοσε ορθά το νόμο και ως εκ τούτου, ο προσβαλλόμενος πίνακας είναι άκυρος. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί να ακυρωθεί, άλλως να τροποποιηθεί/μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος συμπληρωματικός πίνακας κατάταξης δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σεφεριάδη, ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ώστε κατ’ αποδοχή των λόγων της ανακοπής της, να καταταγεί η ίδια οριστικά και προνομιακά ως προνομιούχος δανείστρια για το ποσό των 40.685,96 ευρώ, με την ισοτιμία ευρώ/δολ. Η.Π.Α. κατά την ημερομηνία σύνταξης του αρχικού πίνακα, ήτοι για το ποσό των 47.527,30 δολ. Η.Π.Α., άλλως με την ισοτιμία ευρώ/δολ. Η.Π.Α. κατά την ημερομηνία σύνταξης του συμπληρωματικού πίνακα, ήτοι για το ποσό των 49.268,66 δολ. Η.Π.Α., και να αποβληθεί από τον πίνακα κατάταξης η καθ’ ης για το ανωτέρω ποσό, άλλως να ακυρωθεί ο συμπληρωματικός πίνακας κατάταξης, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο, η ανακοπή, κατά το κύριο αίτημά της, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλη, λειτουργικά και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 584 και 933 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 εδ. α΄ και 3 Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 8ο § 2 του άρθρου 1ου Ν. 4335/2015, και ίσχυε σύμφωνα με το άρθρο 9ο § 3 του άρθρου 1ου Ν. 4335/2015 εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση διενεργήθηκε μετά την 1η-1-2016, σε συνδυασμό με άρθρο 979 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 144 §§ 1 και 3 και 979 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ), καθόσον η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 16-6-2021 (βλ. την από 16-6-2021 επισημείωση, κατ’ άρθρο 139 § 3 ΚΠολΔ, της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά … επί του επιδοθέντος στην ανακόπτουσα αντιγράφου της υπ’ αριθμό …/2021 πρόσκλησης δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σεφεριάδη, που προσκομίζει η ίδια) και το δικόγραφο της κρινόμενης ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 5-7-2021 και επιδόθηκε αυθημερόν στην καθ’ ης και στον ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. τις με αριθμούς …/5-7-2021 και …/5-7-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …). Κατά το επικουρικό της αίτημα, όμως, περί ακύρωσης του συμπληρωματικού πίνακα κατάταξης, η υπό κρίση ανακοπή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ανακόπτουσας, καθώς αίτημα της ανακοπής είναι όχι μόνο η ακύρωση, αλλά και η κατάταξη, ενώ, άλλωστε, από το σύνολο του περιεχομένου του δικογράφου το εν λόγω αίτημα δεν δύναται να κριθεί ότι στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι ζητείται η ακύρωση του προσβαλλόμενου πίνακα ενόψει επικείμενης ακύρωσης του πλειστηριασμού, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη. Πρέπει, επομένως, η ανακοπή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 979 § 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 216 § 1 και 217 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου Κώδικα και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθ’ ου να αμυνθεί και στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης, καθώς και την ύπαρξη του προνομίου της. Ειδικότερα, η ανακοπή, ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης, της οποίας ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της, δηλαδή παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντος, αλλά και τη συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία πηγάζει η απαίτησή του και το προνόμιό της. Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών αυτών καθιστά την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με την αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 697/2021, ΑΠ 1281/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Εν προκειμένω, η ανακόπτουσα, με την υπό στοιχείο Γ΄ ανακοπή της, εκθέτει ότι κατόπιν επίσπευσης των …, …, …, …, … και … και σύμφωνα με την υπ’ αριθμό …/2017 κατασχετήρια έκθεση πλοίου με το όνομα «…» για διενέργεια πλειστηριασμού της δικαστικής επιμελήτριας Πειραιά … εκπλειστηριάσθηκε το ανήκον στην καθ’ ης ως άνω πλοίο, όπως ειδικότερα περιγράφεται σε αυτήν, και κατακυρώθηκε στην εταιρεία «…» αντί του ποσού των 255.001,00 δολ. Η.Π.Α., το οποίο κατεβλήθη πλήρως και εμπροθέσμως, το δε διανεμόμενο πλειστηρίασμα μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτέλεσης ανήλθε στο ποσό των 240.115,91 δολ. Η.Π.Α. Ότι η ίδια, με την από 11-4-2018 αναγγελία της, ανήγγειλε τις απαιτήσεις της κατά της οφειλέτριας εταιρείας – καθ’ ης ποσού 66.001,50 ευρώ, που αφορούσαν σε αμοιβή, δαπάνες και έξοδα αναφορικά με την ιδιότητά της ως πράκτορα του παραπάνω πλοίου, αλλά και την παροχή μεσιτικών υπηρεσιών, με αίτημα να καταταγεί στον πίνακα κατάταξης δανειστών και συγκεκριμένα : α) προνομιακά για το ποσό των 14.500,00 ευρώ που αφορά στις χρεώσεις του ΟΛΠ για την πρυμνοδέτηση πλωτών ναυπηγημάτων σε ιδιωτικά ναυπηγεία για το προαναφερόμενο πλοίο, με βάση την περ. α΄ του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. και β) μη προνομιακά για το υπόλοιπο ποσό των 51.501,50 ευρώ, που αφορά την αμοιβή της και έξοδα στα οποία υπεβλήθη για τις υπηρεσίες που παρείχε ως πράκτορας του πλοίου. Ότι, ωστόσο, με τον υπ’ αριθμό … πίνακα κατάταξης δανειστών, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν κατέταξε την προνομιακή της απαίτηση, ενώ κατέταξε μόνο τις απαιτήσεις των επισπευδόντων ναυτικών εκ της παροχής ναυτικής εργασίας στο πλοίο προνομιακά, συμμέτρως και τυχαίως υπό την αίρεση της τελεσίδικης αναγνώρισης των απαιτήσεών τους. Ότι κατά του εν λόγω πίνακα κατάταξης άσκησε την υπ’ αριθμό κατάθεσης δικογράφου 7785/3422/2018, ανακοπή της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, αναφορικά με την απόρριψη του αιτήματος προνομιακής κατάταξης της απαίτησής της εκ ποσού 14.500,00 ευρώ, η οποία απερρίφθη δυνάμει της υπ’ αριθμό 2098/2019 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου. Ότι, επίσης, άσκησε κατά της καθ’ ης την από 28-12-2017, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 14029/6988/2017, αγωγή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επί της οποίας αρχικά εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 1233/2019 απόφαση και κατόπιν άσκησης έφεσης η υπ’ αριθμό 244/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, σύμφωνα με την οποία η καθ’ ης υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των 22.227,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, για τις περιγραφόμενες στην παραπάνω αναγγελία αξιώσεις της. Ότι οι αναγγελθέντες ναυτικοί εισέπραξαν το συνολικό ποσό των 168.529,73 δολ. Η.Π.Α., για το οποίο κατετάγησαν, και απέμεινε υπόλοιπο πλειστηριάσματος ποσού 71.586,18 δολ. Η.Π.Α., για το οποίο ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν είχε προβλέψει, ως όφειλε, επικουρική κατάταξη και ως εκ τούτου, προέβη στη σύνταξη του προσβαλλόμενου, υπ’ αριθμό …/15-6-2021, συμπληρωματικού πίνακα κατάταξης δανειστών, πλην, όμως, αντί να λάβει υπόψη του τη νόμιμα αναγγελθείσα απαίτησή της και να την κατατάξει ως εγχειρόγραφη δανείστρια της καθ’ ης, αφού με την ανωτέρω υπ’ αριθμό 2098/2019 απόφαση απορρίφθηκε μόνο η προνομιακή απαίτησή της, ποσού 14.500,00 ευρώ, προς κατάταξη, εσφαλμένα και αυθαίρετα κατέταξε την καθ’ ης, με την αιτιολογία ότι δεν κατετάγησαν άλλοι δανειστές πλην των ικανοποιηθέντων ναυτικών και ότι οι ανακοπές των υπολοίπων αναγγελθέντων δανειστών απορρίφθηκαν τελεσίδικα. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί να τροποποιηθεί, άλλως μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης του συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σεφεριάδη, ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ώστε κατ’ αποδοχή του λόγου της ανακοπής της, να αποβληθεί από τον πίνακα κατάταξης η καθ’ ης για το ποσό των 22.227,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων και να καταταγεί η ίδια η ανακόπτουσα οριστικά ως εγχειρόγραφη δανείστρια για το εν λόγω ποσό, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλη, λειτουργικά και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 584 και 933 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 εδ. α΄ και 3 Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 8ο § 2 του άρθρου 1ου Ν. 4335/2015, και ίσχυε σύμφωνα με το άρθρο 9ο § 3 του άρθρου 1ου Ν. 4335/2015 εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση διενεργήθηκε μετά την 1η-1-2016, σε συνδυασμό με άρθρο 979 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 144 §§ 1 και 3 και 979 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ), καθόσον η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 16-6-2021 (βλ. την από 16-6-2021 επισημείωση, κατ’ άρθρο 139 § 3 ΚΠολΔ, της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά … επί του επιδοθέντος στην ανακόπτουσα αντιγράφου της υπ’ αριθμό …/2021 πρόσκλησης δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σεφεριάδη, που προσκομίζει η ίδια) και το δικόγραφο της κρινόμενης ανακοπής κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 2-7-2021 και επιδόθηκε αυθημερόν στην καθ’ ης και στον ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. τις με αριθμούς …/2-7-2021 και …/2-7-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …). Ωστόσο, η ως άνω ανακοπή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας και είναι, συνεπώς, απορριπτέα, διότι με το δικόγραφο δεν εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τις απαιτήσεις της ανακόπτουσας, ενώ δεν είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση των απαιτήσεων της ανακόπτουσας περιστατικών με τις προτάσεις της ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω. Ειδικότερα, η ανακόπτουσα ζητεί να καταταγεί για το ποσό των 22.227,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, με αντίστοιχη αποβολή της καθ’ ης, το οποίο της έχει επιδικασθεί τελεσίδικα και αφορά μέρος των απαιτήσεών της εκ ποσού 51.501,50 ευρώ, για τις οποίες είχε αναγγελθεί ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, για αμοιβή και έξοδα στα οποία υπεβλήθη για τις υπηρεσίες που παρείχε ως πράκτορας του πλοίου, χωρίς, όμως, οποιαδήποτε ανάλυση και εξειδίκευση ούτε των απαιτήσεων για τις οποίες είχε αναγγελθεί για την παραπάνω αιτία, ήτοι ως εγχειρόγραφη δανείστρια, ούτε και αυτών για τις οποίες ήδη ζητεί να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να καταταγεί. Επομένως, με βάση τις παραπάνω παραδοχές, γενομένου δεκτού και ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της καθ’ ης η ανακοπή, ο οποίος, άλλωστε, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, πρέπει η υπό στοιχείο Γ΄ ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας.
Ι. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 979 § 2 ΚΠολΔ ανακοπή αποτελεί ένδικο βοήθημα με το οποίο προσβάλλεται ο πίνακας κατάταξης με στόχο την ακύρωση ή την τροποποίηση αυτού. Με την ανακοπή αυτή προβάλλονται όχι μόνον οι κατά των απαιτήσεων των δανειστών ενστάσεις, αλλά και τα παράπονα που στρέφονται κατά του πίνακα, όπως και τα σφάλματα του συντάξαντος τον πίνακα υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού. Εξάλλου, η επομένη διάταξη του άρθρου 980 ΚΠολΔ ορίζει ότι αν δεν ασκήθηκε ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού διανέμει αμέσως το πλειστηρίασμα (§ 1), και ότι αν κάποιος από τους δανειστές άσκησε ανακοπή, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν μπορεί κατ’ αρχάς να πληρώσει τους δανειστές των οποίων η κατάταξη προσβάλλεται με την ανακοπή (§ 2 εδ. α΄). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι με την πάροδο της προθεσμίας προς άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, ή με την απόρριψη των ανακοπών που ενδεχομένως ασκήθηκαν, λήγει η κατά το άρθρο 980 αναστολή της εκτελεστότητας του πίνακα ως προς τους δανειστές των οποίων η κατάταξη προσβλήθηκε με ανακοπή και κατόπιν αυτού, αφενός μεν αυτοί που μετέχουν στη διαδικασία της κατάταξης δεν μπορούν πλέον να αμφισβητήσουν το ποσό και την σειρά των απαιτήσεων που κατατάχθηκαν, σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη ή σε νέα διαδικασία κατάταξης, αφετέρου δε ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος υποχρεούται να εκτελέσει τον πίνακα πληρώνοντας τους καταταγέντες δανειστές και μη δικαιούμενος να αρνηθεί την εκτελεστότητα, εφόσον δεν υπάρχει κατάσχεση στα χέρια του, ως τρίτου, της απαίτησης που κατατάχθηκε εκ μέρους δανειστή του καταταγέντος δανειστή. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν μπορεί μετά την σύνταξη του πίνακα κατάταξης να συντάξει νέο πίνακα για να κατατάξει ορθότερα, κατά την κρίση του, τις υπάρχουσες απαιτήσεις των δανειστών, αφού έτσι παρακάμπτει την διαδικασία ανακοπής του άρθρου 979 § 2 ΚΠολΔ, την οποία ανακοπή μπορούν να ασκήσουν οι έχοντες έννομο συμφέρον (βλ. ΕφΔωδ 372/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΑθ 638/1997 ΕλλΔνη 1997, σελ. 1627). Η περίπτωση αυτή διαφέρει από εκείνη, κατά την οποία, μετά την σύνταξη του πίνακα κατάταξης και χωρίς να ασκηθεί ανακοπή, προέκυψε κάποιο υπόλοιπο (περίσσευμα) πλειστηριάσματος προς διανομή είτε λόγω επακολουθήσαντος αναπλειστηριασμού και επίτευξης μείζονος πλειστηριάσματος, οπότε τούτο πρέπει να περιέλθει στους νόμιμα αναγγελθέντες δανειστές και το τυχόν περίσσευμα, τούτου, στον καθ’ ου η εκτέλεση, είτε λόγω ικανοποίησης κάποιου καταταγέντος δανειστή από τον καθ’ ου η εκτέλεση ή από τρίτο ενεχόμενο εις ολόκληρον με αυτόν και απελευθέρωσης, εντεύθεν του ποσού της κατάταξης του. Στην περίπτωση αυτή μόνο, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος οφείλει να συντάξει νέο (συμπληρωματικό) πίνακα κατάταξης με τον οποίο, χωρίς να τροποποιεί τον αρχικό πίνακα, να διανέμει το μεταγενεστέρως ποσό που ανέκυψε, ο συμπληρωματικός δε αυτός πίνακας θα είναι συνέχεια του αρχικού πίνακα (βλ. ΑΠ 931/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), προς τον οποίο θα τελεί σε σχέση κυρίου προς παρεπόμενο. Θα συνταχθεί δε, με βάση τις αρχικές, και σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 972 ΚΠολΔ, αναγγελίες, αφού δεν είναι δυνατόν να επαναληφθούν, αλλά ούτε να χωρήσουν νέες αναγγελίες δανειστών για τις ίδιες ή άλλες απαιτήσεις τους των αυτών ή άλλων νέων δανειστών. Κατά συνέπεια, το συμπληρωματικό πλειστηρίασμα που θα προκύψει προορίζεται για την ικανοποίηση των αναγγελθέντων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων, όμως, δεν ικανοποιήθηκαν από την αρχική διανομή εξαιτίας της έλλειψης πλειστηριάσματος που αρχικά είχε επιτευχθεί (ΕφΑθ 4233/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Ο συμπληρωματικός δε πίνακας υπόκειται αυτοτελώς σε προσβολή με σχετική κατ’ αυτού ανακοπή (ΑΠ 542/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 972 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αναγγελία, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του από αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου κατά την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολΔ (ΑΠ 519/2020, ΑΠ 474/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Ειδικότερα, η αναγγελία αποτελεί το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή και στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους κατά το άρθρο 974 ΚΠολΔ, αλλά και την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να δύναται να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι έτσι άκυρο, κατά το άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης, όταν η αοριστία προκαλεί σε αυτόν που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν η περιγραφή της απαίτησης στο αναγγελτήριο, καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μη μπορούν ο μεν οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και να προβεί στην κατάταξή της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις. Δεν είναι, όμως, αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για αγωγή η ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ (ΑΠ 519/2020, ΑΠ 474/2019 ό.π.), αφού αφενός μεν η αναγκαστική εκτέλεση είναι διαδικασία και όχι δίκη, αφετέρου δε με την αναγγελία, το δικόγραφο της οποίας απλώς επιδίδεται στον υπάλληλο (συμβολαιογράφο) του πλειστηριασμού, δεν γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής, αλλά ανακοίνωση της σχετικής με την κατάταξή του βούλησης του αναγγελλόμενου δανειστή ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Αντίστοιχα αυτός δεν αποτελεί δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αλλά ενεργεί ως βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συντάσσοντας εν τέλει τον πίνακα κατάταξης των δανειστών στους οποίους θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα (άρθρο 974 ΚΠολΔ), χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεών τους, γι’ αυτό και η κατάταξή τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την προβλεπόμενη στο άρθρο 979 ΚΠολΔ ανακοπή κατά του πίνακα (ΟλΑΠ 1 και 2/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΑΠ 519/2020, ΑΠ 474/2019 ό.π.). Κατά συνέπεια, για την πληρότητα της περιγραφής της αναγγελλόμενης απαίτησης, αρκεί η μορφολογική εξατομίκευσή της ως προς το είδος και το προνόμιο κατάταξής της, μπορεί δε να συμπληρώνεται νομίμως από δημόσια έγγραφα (ή δικαστική απόφαση) που είναι εμπρόθεσμα, μέσα στη νόμιμη ως άνω προθεσμία, κατατεθειμένα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, με τα οποία αναγνωρίζεται η απαίτηση του αναγγελόμενου δανειστή ή το προνόμιό του και το οποίο αναφέρεται στο αναγγελτήριο, και τα οποία είναι προσιτά σε όλους. Επίσης, η συμπλήρωση του ελλιπούς και εκ τούτου αόριστου αναγγελτηρίου μπορεί να γίνει μόνο με νέο αναγγελτήριο μέσα στη νόμιμη προθεσμία (ΑΠ 519/2020 ό.π.). ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1012 § 4 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού κατεσχεμένου πλοίου, η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης, γίνεται κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ, κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας την σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρο 205 του ίδιου Κώδικα, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου, όμως, να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης κατά την κατάταξη σε εκλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει κατά ρητή επιταγή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 9, να έχουν το ίδιο προνομιακό-εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης). Η σειρά, όμως, κατάταξης των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (Lex Fori), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο. Συνεπώς, αν εκπλειστηριασθεί στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου, παρά μόνο εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 1012 § 4 ΚΠολΔ. Εάν πλοίο με σημαία αλλοδαπή κατασχέθηκε και εκπλειστηριάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον οι απαιτήσεις είναι προνομιακές και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, κατατάσσονται, ως προνομιακές, σύμφωνα με το άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., πριν από την υποθήκη, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξής τους κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας. Κατά δε το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, ως ισχύει «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις : α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοίαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταιον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου είναι, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις για έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, εφόσον αυτά έγιναν μετά τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι. Έξοδα φύλαξης, όπως και έξοδα συντήρησης, είναι όσα δαπανώνται για να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση το πλοίο για την εκπλήρωση του προορισμού του, ως οικονομικής μονάδας, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Προνομιούχος δε, θεωρείται κάθε δαπάνη που έγινε για τον ανωτέρω σκοπό, από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σε εκείνο τον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει, λόγω της κατάσχεσης του, χωρίς να είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση (βλ. ΑΠ 1421/2019, ΑΠ 1556/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Tο προνόμιο των δαπανών αυτών έχει σκοπό την εξασφάλιση της φύλαξης και συντήρησης του πλοίου μετά την ακινησία του, ως συνέπεια της κατάσχεσης. Αποκλείονται, κατά συνέπεια, του προνομίου οι κάθε φύσης δαπάνες εκμετάλλευσης του πλοίου σύμφωνα με τον προορισμό του, καθόσον οι δαπάνες αυτές γίνονται προς τον σκοπό της μεθοδικής χρήσης του πράγματος που τείνει στην πραγματοποίηση της λειτουργίας του, η οποία προσπορίζει οικονομικό κέρδος, καθώς και οι κάθε φύσης δαπάνες για την επισκευή του πλοίου που αποβλέπουν στη βελτίωση ή τη μεταβολή της κατάστασης του και στην επαύξηση και όχι στη διατήρηση της αξίας του (ΑΠ 295/2002, ΕφΠειρ 120/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟS).
Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση και τα οποία, κατά την αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 346 ΚΠολΔ, λαμβάνονται υπόψη υπέρ όλων των διαδίκων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ’ αριθμό …/28-3-2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού του συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σεφεριάδη, εκπλειστηριάσθηκε με ηλεκτρονικά μέσα το, ειδικότερα περιγραφόμενο σε αυτήν, υπό σημαία … (…), φορτηγό πλοίο γενικού ξηρού φορτίου με το όνομα «…», πρώην «…», με αριθμό νηολογίου … TG-00316L, ΙΜΟ 8203529 και ΔΔΣ 5VBN5, πλοιοκτησίας της καθ’ ης η ανακοπή, και κατακυρώθηκε στην εταιρεία «…» αντί του ποσού των 255.001,00 δολ. Η.Π.Α. Η ως άνω αναγκαστική εκτέλεση έλαβε χώρα με επίσπευση των …, …, …, …, … και … σε εκτέλεση της υπ’ αριθμό 1.872/2017 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) και δυνάμει της υπ’ αριθμό … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά …. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, λόγω του ότι το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των επισπευδόντων και των αναγγελθέντων δανειστών, συνέταξε τον υπ’ αριθμό …/2018 (αρχικό) πίνακα κατάταξης, όπου, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, ποσού 14.885,09 δολ. Η.Π.Α., απέμεινε υπόλοιπο προς διανομή στους δανειστές το ποσό των 240.115,91 δολ. Η.Π.Α. και κατέταξε, ως προνομιούχες κατ’ άρθρο 205 περ. β΄ Κ.Ι.Ν.Δ., συμμέτρως και τυχαίως, υπό την αίρεση τελεσιδικίας των αξιώσεών τους για τα αναγγελθέντα ποσά, μόνο τις απαιτήσεις των ως άνω επισπευδόντων δανειστών, που προέρχονταν από την παροχή ναυτικής εργασίας στο εκπλειστηριασθέν πλοίο, για τα ποσά των 62.604,10, 47.752,06, 55.748,80, 25.528,40, 22.996,28 και 25.486,27 δολ. Η.Π.Α. αντίστοιχα. Ακολούθως, αφού οι παραπάνω επισπεύδοντες δανειστές εισέπραξαν το συνολικό ποσό των 168.529,73 δολ. Η.Π.Α. και εξοφλήθηκαν, απέμεινε νέο υπόλοιπο πλειστηριάσματος ποσού 71.586,18 δολ. Η.Π.Α. και ο ίδιος ως άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο, υπ’ αριθμό …/15-6-2021, συμπληρωματικό πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο αφού προαφαίρεσε τα έξοδα εκτέλεσης ποσού 3.184,82 ευρώ, άλλως 3.718,04 δολ. Η.Π.Α., βάσει της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου κατά την 25η-6-2018, ημερομηνία σύνταξης του αρχικού πίνακα, κατέταξε προνομιακά και οριστικά την καθ’ ης η ανακοπή στο ποσό των 67.868,14 δολ. Η.Π.Α.
Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Α΄ ανακοπής ανήγγειλε, με την υπ’ αριθ. πρωτ. …/2-4-2018 αναγγελία της ενώπιον του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, απαιτήσεις της κατά της καθ’ ης η ανακοπή, συνολικού ποσού 32.001,56 ευρώ, που αφορούσαν τέλη πρυμνοδέτησης του πλοίου σε ιδιωτικά ναυπηγεία που βρίσκονται στις εγκαταστάσεις της, για το χρονικό διάστημα από 1-6-2015 έως και 31-1-2018, αιτούμενη να καταταγεί στον πίνακα που θα συνταχθεί. Με τον αρχικό, υπ’ αριθμό …/2018, πίνακα κατάταξης, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, δεν την κατέταξε, καθόσον έκρινε τα εξής : «Η αναγγελία τυγχάνει στο σύνολό της αόριστη, κατ’ αρχάς διότι ο αναγγελθείς δεν διαλαμβάνει αίτημα περί προνομιακής κατάταξής του. Επιπροσθέτως, ουδόλως αναφέρει ρητώς το επικαλούμενο ναυτικό προνόμιο για τις απαιτήσεις του και σε ποια διάταξη δύναται να υπαχθεί αυτό. Αλλά και ούτε στο σώμα της αναγγελίας ούτε στο συνυποβαλλόμενο έγγραφο (μόνο για την περίοδο 1/6/15-30/4/15) με τίτλο «Πίνακας Οφειλών Πελάτη» γίνεται στοιχειώδης έστω περιγραφή της απαιτήσεως και σε τι αφορά, ώστε να δύναται να συναχθεί έστω η φύση, τα πραγματικά περιστατικά της απαίτησης και σε τι συνίσταται, παρά γίνεται αόριστη μόνο αναφορά σε «ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις» από «τιμολόγια παροχής υπηρεσιών», χωρίς να διευκρινίζεται σε τι αφορούν και σε ποια περίπτωση του άρθρου 205 ΚΙΝΔ θα μπορούσαν να ενταχθούν. Επιπροσθέτως, και ειδικότερα αναφορικά με το αναγγελθέν ποσό των ευρώ είκοσι χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα οκτώ και σαράντα εννέα λεπτών (20.868,49) για την περίοδο 11/5/16-31/1/18, για το οποίο γίνεται κατ’ αρχάς παραδεκτή παραπομπή σε «Πίνακα Οφειλών» προς περαιτέρω θεμελίωση, υφίσταται παντελής αοριστία, καθότι τέτοιος πίνακας για την περίοδο αυτή και για το ποσό αυτό ουδόλως συνυπεβλήθη μετά της αναγγελίας, παρά μόνο για την προγενέστερη περίοδο 1/6/15-30/4/16. Ώστε, πέραν των ανωτέρω, καθίσταται παντελώς αδύνατο να κριθεί, τι συνιστούν οι εν λόγω αναγγελθείσες αξιώσεις της περιόδου 11/5/16-31/1/18 και αν τυγχάνουν προνομιούχες καθ’ οιαδήποτε περίπτωση του άρθρου 205 ΚΙΝΔ…». Περαιτέρω, δε, με επάλληλη σκέψη αιτιολογεί τη μη κατάταξη της ανακόπτουσας για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις της, διότι δεν είναι πλέον προνομιούχες κατ’ άρθρο 205 περ. α΄ ΚΙΝΔ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στον ως άνω πίνακα και καταλήγει ότι : «Συνακόλουθα, οι αξιώσεις του αναγγελθέντος δεν κατατάσσονται ούτε ως εγχειρόγραφες, λόγω της αοριστίας της αναγγελίας του, επιπροσθέτως, δε, δεν τυγχάνουν προνομιούχες». Στον προσβαλλόμενο, δε, συμπληρωματικό πίνακα, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος αναφέρει ότι από την περί ου ο λόγος ανακόπτουσα ασκήθηκε η από 11-7-2018, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7837/3442/2018, ανακοπή κατά του αρχικού πίνακα κατάταξης δανειστών, επί της οποίας εκδόθηκε τελεσίδικη απορριπτική απόφαση, με αριθμό 540/2020, του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, ενώ απορρίφθηκαν τελεσίδικα και οι ανακοπές των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, και κατόπιν αυτών κατέταξε μόνο την καθ’ ης, όπως ήδη εκτέθηκε. Ωστόσο, με τον κύριο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν κατέταξε με τον συμπληρωματικό πίνακα την αναγγελθείσα απαίτησή της, που έχει κριθεί τελεσίδικα ως μη προνομιούχα, βάσει του άρθρου 977 ΚΠολΔ, αλλά δεν προσβάλλει το λόγο για τον οποίο δεν κατέταξε την απαίτησή της, που είναι, όπως προαναφέρθηκε, η αοριστία του δικογράφου της αναγγελίας, ώστε να κριθεί αν αυτή πράγματι ήταν ορισμένη ή όχι. Συνεπώς, εφόσον η αναγγελία της ανακόπτουσας κρίθηκε από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού ως αόριστη ως προς τις αξιώσεις της και ως προς τη φύση της απαίτησής της, και με την ένδικη ανακοπή δεν πλήττεται η κρίση αυτή, πρέπει να απορριφθεί ο παραπάνω λόγος της ανακοπής, ως προς τη μη κατάταξή της ως εγχειρόγραφης δανείστριας, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι με την υπ’ αριθμό 2098/2019 (πρωτοβάθμια) απόφαση του Δικαστηρίου αυτού επί της από 11-7-2018 ανακοπής, μεταξύ άλλων, της ως άνω ανακόπτουσας κατά των επισπευδόντων δανειστών, με την οποία ζητούσε τη μεταρρύθμιση του αρχικού πίνακα, και από την οποία, ενόψει του ότι στρεφόταν κατά άλλων προσώπων και είχε διαφορετικό αντικείμενο, δεν απορρέει δεδικασμένο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η καθ’ ης, δεν κρίθηκε ότι η απαίτηση της είναι μη προνομιακή, όπως εσφαλμένα εκθέτει η ανακόπτουσα με την υπό κρίση ανακοπή, αλλά απορρίφθηκε – κατά την κύρια αιτιολογία της (καθόσον περιέλαβε και επάλληλες αιτιολογίες) – διότι δεν προσβλήθηκε με λόγο ανακοπής ο πίνακας για την κύρια αιτία που δεν κατετάγη σε αυτόν η απαίτησή της, που ήταν η αοριστία της αναγγελίας της. Τέλος, η αιτίαση της ανακόπτουσας ότι στον προσβαλλόμενο πίνακα δεν αναφέρονται οι λόγοι που κατετάγη η καθ’ ης και τέθηκε εκτός κατάταξης η αναγγελθείσα απαίτησή της είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, καθόσον με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω αιτίαση είναι και νομικά αβάσιμη, διότι ο πίνακας κατάταξης δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, ενώ ο συντάκτης αυτού, υπάλληλος του πλειστηριασμού, δεν δικαιοδοτεί, αλλά ενεργεί ως όργανο της εκτέλεσης (βλ. ΑΠ 399/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της με τις προτάσεις της (άρθρο 106 ΚΠολΔ), σε βάρος της ανακόπτουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
Επιπρόσθετα, η ανακόπτουσα της υπό στοιχείο Β΄ ανακοπής, με την υπ’ αριθμό πρωτ. …/20-3-2018 αναγγελία της ενώπιον του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, ανήγγειλε τις απαιτήσεις της, συνολικού ποσού 40.685,96 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 12.000,00 ευρώ αφορούσε αμοιβή της ως διαχειρίστριας του πλοίου της καθ’ ης, που εκπλειστηριάσθηκε, για το χρονικό διάστημα από Μάιο έως και Αύγουστο του 2016, οπότε παραιτήθηκε, και το υπόλοιπο ποσό των 28.685,96 ευρώ αφορούσε εργασίες επισκευής του ως άνω πλοίου, που είχε αναλάβει να εκτελέσει κατά τη διάρκεια της διαχειριστικής της περιόδου, αιτούμενη να καταταγεί οριστικά και προνομιακά για το σύνολο των απαιτήσεών της. Με τον αρχικό, υπ’ αριθμό …/2018, πίνακα κατάταξης δανειστών του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου κρίθηκε όσον αφορά την εν λόγω αναγγελία ότι : «Όπως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, στην οποία περιοριστικώς αναφέρονται τα ναυτικά προνόμια, οι αμοιβές και δαπάνες εκ της συμβάσεως διαχειρίσεως καθώς και τα σχετιζόμενα με αυτές έξοδα, ανεξαρτήτως του αν έχουν αναγγελθεί ορισμένως ή όχι, δεν εξοπλίζονται με κάποιο ναυτικό προνόμιο, ούτε μπορούν εκ της φύσεώς τους να ενταχθούν στη συσταλτικώς ερμηνευόμενη περ. β΄ του άρθρου 205 ΚΙΝΔ ως «αναγκαίες δαπάνες συντήρησης». Επιπροσθέτως ως προς τα αναγγελθέντα ποσά εξ επισκευών του πλοίου για την περίοδο μέχρι τον Αύγουστο 2016, υφίσταται αοριστία ως προς το επικαλούμενο ναυτικό προνόμιο, καθότι ο αναγγελθείς δεν αναφέρει στο αναγγελτήριο σε ποιον λιμένα εκτελέσθηκαν οι επισκευές, ώστε να κριθεί αν ήταν ο τελευταίος προ του πλειστηριασμού, καθώς επίσης δεν αναφέρει ούτε τους επιτακτικούς λόγους, για τους οποίους έπρεπε να λάβουν χώρα οι επισκευές για την άμεση και αναγκαία συντήρηση του πλοίου ενόψει του πλειστηριασμού. Έτσι όμως καθίσταται αδύνατο να κριθεί, αν οι αναγγελόμενες αξιώσεις δύνανται να ενταχθούν στην περ. β΄ του άρθρου 205 ΚΙΝΔ.». Επιπλέον, έκρινε ότι, πέραν των ανωτέρω, από τη σχεδόν διετή χρονική απόσταση από τον πλειστηριασμό του πλοίου, το περιεχόμενο της αναγγελίας και την μεγάλη έκταση των επισκευών προκύπτει ότι αυτές εντάσσονταν στη συνήθη οικονομική εκμετάλλευση του πλοίου κατά τον προορισμό του και σκόπευαν στην επαύξηση της αξίας του προς το σκοπό νέων πλόων κατά το χρόνο εκείνο (2016) και όχι στην απλή διατήρηση της αξίας του ενόψει του πλειστηριασμού (2018), καταλήγοντας ότι οι : «..αναγγελθείσες αξιώσεις δεν τυγχάνουν προνομιούχες στο σύνολό τους και δεν κατατάσσονται». Με την κρινόμενη ανακοπή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή, η ανακόπτουσα ζητεί τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου συμπληρωματικού πίνακα, για τους λόγους ότι εσφαλμένα αφενός δεν κατετάγησαν οι απαιτήσεις της προνομιακά, με βάση τόσο το δίκαιο της σημαίας όσο και το δίκαιο της εκτέλεσης, καθώς αφορούσαν έξοδα συντήρησης, γενικής επιστασίας και μερίμνης, και αφετέρου κρίθηκε η αναγγελία της, κατά το μέρος που αφορούσε εργασίες επισκευής επί του πλοίου, κατ’ ορθή εκτίμηση του σχετικού λόγου, αόριστη, ενώ ήταν ορισμένη, δοθέντος ότι σε αυτήν ενσωμάτωνε ως ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα της την ασκηθείσα σχετικά αγωγή της κατά της καθ’ ης, όπου αναλυτικώς ανέφερε τις συμβάσεις που συνήψε η ίδια για τις εργασίες και επισκευές του πλοίου, το είδος των εργασιών και τις πληρωμές στις οποίες προέβη προσκομίζοντας μάλιστα προς απόδειξη όλα τα αποδεικτικά έγγραφα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Δέον στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι δεν υφίσταται δεδικασμένο από την υπ’ αριθμό 2098/2019 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, ήδη τελεσίδικη, που εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, επί της από 12-7-2018, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7879/3463/2018, ανακοπής της ανακόπτουσας κατά του αρχικού πίνακα, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει με τις προτάσεις της η καθ’ ης η ανακοπή, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων, ούτε αντικειμένου, ήτοι προσβαλλόμενου πίνακα, έκαστος των οποίων (αρχικός και νέος) υπόκεινται αυτοτελώς σε προσβολή. Οι λόγοι αυτοί, όμως, με το παραπάνω περιεχόμενο, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον η μεν απαίτηση της ανακόπτουσας, ποσού 12.000,00 ευρώ, εκ της διαχειριστικής αμοιβής της, δεν απολαμβάνει κάποιο εκ των προνομίων του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ., η δε αναγγελθείσα απαίτησή της, ποσού 28.685,96 ευρώ, για δαπάνες για εργασίες επισκευής του πλοίου, είναι αόριστη, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται ο λιμένας εκτέλεσης αυτών, αν υπήρξε ο τελευταίος προ του πλειστηριασμού λιμένας και αν ήταν αναγκαίες για την διατήρηση της αξίας του πλοίου ενόψει του πλειστηριασμού του, ώστε να θεμελιώνεται η εφαρμογή του άρθρου 205 περ. β΄ Κ.Ι.Ν.Δ. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις υπό στοιχεία ΙΙ και ΙΙΙ μείζονες σκέψεις της παρούσας, το αναγγελτήριο πρέπει να περιλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά, που στοιχειοθετούν την ύπαρξη του επικαλούμενου προνομίου της απαίτησης, δοθέντος μάλιστα ότι προνομιούχες δεν θεωρούνται οι κάθε φύσης δαπάνες για την επισκευή του πλοίου που αποβλέπουν στη βελτίωση ή τη μεταβολή της κατάστασης του και στην επαύξηση και όχι στη διατήρηση της αξίας του. Επομένως, τα όσα προαναφερόμενα διέλαβε σχετικά ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος στον αρχικό πίνακα κατάταξης, συνέχεια του οποίου αποτελεί ο προσβαλλόμενος συμπληρωματικός, ήταν ορθά και πρέπει οι σχετικοί λόγοι ανακοπής να απορριφθούν. Κατά το μέρος δε που με τον πρώτο λόγο της ανακοπής προβάλλεται η αιτίαση ότι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος εσφαλμένα διέλαβε στον προσβαλλόμενο πίνακα την αιτιολογία, αναφορικά με την κατάταξη της καθ’ ης, ότι όλες οι ασκηθείσες ανακοπές, του άρθρου 979 ΚΠολΔ, από τους αναγγελθέντες δανειστές κατά του αρχικού πίνακα απερρίφθησαν τελεσίδικα, διότι οι αποφάσεις που εκδόθηκαν δεσμεύουν μόνο τα διάδικα μέρη, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης και σε κάθε περίπτωση, είναι απορριπτέα και ως νομικά αβάσιμη, διότι ο πίνακας κατάταξης δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, σύμφωνα με όσα σχετικά αναφέρθηκαν και στην υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της με τις προτάσεις της (άρθρο 106 ΚΠολΔ), σε βάρος της ανακόπτουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει : α) την υπό στοιχείο Α΄, από 25-6-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4586/2049/25-6-2021 ανακοπή, β) την υπό στοιχείο Β΄, από 5-7-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4903/2194/5-7-2021 ανακοπή και γ) την υπό στοιχείο Γ΄, από 30-6-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4862/2173/2-7-2021 ανακοπή, αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει άπασες τις ανακοπές.
Επιβάλλει σε βάρος εκάστης ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων εβδομήντα (270,00) ευρώ για έκαστη ανακοπή.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 9 Νοεμβρίου 2022 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ