ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
3568/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 20η Σεπτεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: … συζύγου …, το γένος …, κατοίκου …, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Πολυχρόνη Περιβολάρη (ΑΜ ΔΣΠ 2417), κατοίκου …, οδός … και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στην … επί της συμβολής των οδών … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) … του …, πλοιάρχου ΕΝ, κατοίκου … και 3) …, αξιωματικού ΕΝ, κατοίκου …, οι οποίοι υπέβαλαν προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Ευάγγελου Λιούσκου (ΑΜ ΔΣΠ 3547), κατοίκου … και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 1-10-2021 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7723/3487/4-10-2021, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 4640/2019 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 190/30.11.2019), όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 4647/2019 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 204/16.12.2019), «1. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 2. Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα». Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 4640/2019 ορίζει ότι: «1. Οι παρακάτω αστικές και εμπορικές διαφορές υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της μεταξύ τους διαφοράς: α) οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1, καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 Κ.Πολ.Δ., β) οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, γ) οι διαφορές για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης. Στις ανωτέρω περιπτώσεις για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής που τυχόν θα ασκηθεί, κατατίθεται μαζί με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης. 2. Εξαιρούνται από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης της παραγράφου 1 οι διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. 3. Η προσφυγή των μερών στη δικαστική μεσολάβηση δεν απαλλάσσει τα μέρη από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης». Επίσης, το άρθρο 7 παρ. 4 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζει ότι: «Μετά το πέρας της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας συντάσσεται πρακτικό από τον διαμεσολαβητή που υπογράφεται από τον ίδιο και όλους τους συμμετέχοντες και αν επακολουθήσει άσκηση αγωγής ή αν έχει ήδη ασκηθεί, αυτό κατατίθεται στο δικαστήριο επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης μαζί με τις προτάσεις. Στο πρακτικό αυτό αναγράφεται υποχρεωτικά ο τρόπος γνωστοποίησης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας στα μέρη και η συμμετοχή τους ή μη σε αυτήν». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η υποχρέωση προσκόμισης του ενημερωτικού εγγράφου περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς υφίσταται για όλες τις αγωγές, που αφορούν αστικές και εμπορικές διαφορές, οι οποίες κατατέθηκαν από την 30η-11-2019 και εντεύθεν, εφόσον βέβαια οι διάδικοι έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους, ανεξάρτητα από το αν οι αγωγές αυτές υπάγονται και στις περιπτώσεις του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, ήτοι στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (κατά τη διαδικασία του άρθρου 7 του νόμου αυτού), οπότε, στην τελευταία περίπτωση, επιβάλλεται και η πρόσθετη υποχρέωση κατάθεσης μαζί με τις προτάσεις και του πρακτικού της παραπάνω συνεδρίας, καθώς και η μνεία στο έντυπο του άρθρου 3 παρ. 2 της ενημέρωσης του εντολέα για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Σημειώνεται δε ότι, ενώ η έναρξη ισχύος των άρθρων 6 και 7 Ν. 4640/2019, ως προς τις υποθέσεις της περ. β’ του άρθρου 44 του νόμου αυτού, μετατέθηκε αναδρομικά για την 1η-7-2020 (άρθρ. 74 παρ. 14 Ν. 4690/2020), δεν μετατέθηκε η έναρξη ισχύος εφαρμογής του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, που παρέμεινε σε ισχύ από την άνω ημερομηνία (30-11-2019) (βλ και ΠΠρΘεσ 1045/2021, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στο άρθρο 6 του Ν. 4640/2019 προσδιορίζονται οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου που υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία (ΥΑΣ). Ως τέτοια νοείται η συνεδρία στην οποία τα μέρη δέχονται ενημέρωση, κατευθύνσεις, οδηγίες και διασαφήσεις επί της διαδικασίας της διαμεσολάβησης και των ωφελειών της από πλευράς του διαμεσολαβητή σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Η υποχρεωτικότητα της συνεδρίας έγκειται στο γεγονός ότι η συζήτηση της τυχόν ασκηθησομένης αγωγής κηρύσσεται απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί πρακτικό υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης μαζί με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης. Περαιτέρω, αναφορικά με την ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής, δέον όπως επισημανθούν τα ακόλουθα: στην αιτιολογική σκέψη 13 της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης, διευκρινίσθηκε ότι ο προαιρετικός χαρακτήρας της διαμεσολάβησης δεν συνίσταται στην ελευθερία των μερών να προσφύγουν στη σχετική διαδικασία, αλλά στο γεγονός ότι «τα μέρη έχουν την ευθύνη της διαδικασίας και μπορούν να την οργανώσουν κατά την επιθυμία τους και να την ολοκληρώσουν οποιαδήποτε στιγμή». Η προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται, στις διαφορές του παρόντος άρθρου, συνιστά συμπληρωματικό, πλην όμως προσωρινό και βραχύχρονο, στάδιο πριν την προσφυγή στην τακτική δικαιοσύνη. Άλλωστε, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά υπόκεινται σε περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται πράγματι στους σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκονται με το επίμαχο μέτρο και δεν αποτελούν, ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που προσβάλλει την ουσία των διασφαλιζομένων δικαιωμάτων (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Alassini κ.λπ., C 317/08 έως C 320/08, EU :C:2010:146, σκέψη 62 και 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, η συμμετοχή των μερών σε μία υποχρεωτική αρχική συνεδρία ως προϋπόθεση για το παραδεκτό της συζήτησης της διαφοράς συνιστά σύννομο και ανάλογο προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα περιορισμό, ο οποίος είναι συμβατός με την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και δεν τελεί σε αντίθεση με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, καθώς η διαδικασία δεν καταλήγει σε δεσμευτική για τα εμπλεκόμενα μέρη απόφαση, δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση αγωγής, οι προθεσμίες παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας, καθώς και οι σχετικές δικονομικές προθεσμίες αναστέλλονται ενόσω διαρκεί η διαδικασία διαμεσολάβησης, δεν προκαλούνται ή προκαλούνται ελάχιστα έξοδα στα μέρη και δεν αποκλείεται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων (ΔΕΚ υπόθεση C-317- 320/2008, απόφαση της 18ης.03.2010, σκέψεις 54-57 και 61-63, ΔΕΕ υπόθεση C 75/16, με αντικείμενο αίτηση προ-δικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Πρωτοδικείο της Βερόνας, Ιταλία, με απόφαση της 28ης.01.2016). Σε κάθε περίπτωση, η υπαγωγή στη διαμεσολάβηση αναφέρεται στη συμμετοχή των μερών σε μία υποχρεωτική αρχική συνεδρία και όχι στην επίτευξη συμφωνίας, καθώς τα μέρη διατηρούν τη δυνατότητα να αποχωρήσουν από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης ανά πάσα στιγμή και να προσφύγουν στην τακτική δικαιοσύνη, ασκώντας τη σχετική αγωγή και προσκομίζοντας, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησής της, το πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν. 4640/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του ΕΓ/ΟΓ πλοίου «…», ο δεύτερος εναγόμενος ήταν πλοίαρχος και ο τρίτος εναγόμενος ύπαρχος του παραπάνω πλοίου κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος. Ότι την 13η-9-2018 ο πατέρας της ενάγουσας, … του …, επιχειρώντας να επιβιβαστεί στο εν λόγω πλοίο από την κυλιόμενη σκάλα κι ενώ βρισκόταν στο δέκατο σκαλοπάτι από την εκκίνηση (βάση) αυτής, εξαιτίας ενός στιγμιαίου κλυδωνισμού του πλοίου, έχασε την ισορροπία του κι άρχισε να κατεβαίνει πισωπατώντας τη σκάλα με γρήγορο ρυθμό και χωρίς να ελέγχει την κίνησή του, με αποτέλεσμα να πέσει και να χτυπήσει κυρίως στο κεφάλι του στο αφύλακτο μεταλλικό δάπεδο προ της ενάρξεως – βάσης αυτής. Ότι συνεπεία της παραπάνω πτώσης υπέστη σοβαρό τραυματισμό, διακομίστηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο «…», όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί, μεταξύ άλλων, κρανιοεγκεφαλική κάκωση βαριάς μορφής, κατά τα ειδικότερα καθοριζόμενα στην αγωγή, διασωληνώθηκε και εισήχθη επειγόντως στη ΜΕΘ. Ότι την 27η-9-2018 υπεβλήθη σε τραχειοστομία, τη 18η ημέρα νοσηλείας παρουσίασε επιδείνωση και τελικά κατέληξε την 3η-10-2018 στο εν λόγω νοσοκομείο. Ότι το εν λόγω ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια των εναγομένων συνισταμένη στο ότι η πρώτη εναγομένη δια των στελεχών της και του νομίμου εκπροσώπου της είτε αμέλησε να αναθέσει σε προστηθέντα εργαζόμενό της το έργο της εύρυθμης λειτουργίας της κυλιόμενης σκάλας και της ασφάλειας των επιβατών και ειδικότερα αμέλησε να δώσει εντολή σε εργαζόμενο να είναι μονίμως παρών στη βάση της κατά την ώρα της επιβίβασης, ο οποίος όχι απλώς θα καθοδηγούσε και θα βοηθούσε τους επιβάτες, αλλά θα έθετε και σε κίνηση ένα από τα κομβία ασφαλείας της κλίμακας προκειμένου να ακινητοποιηθεί αυτή σε περίπτωση κινδύνου, είτε υπέχει ευθύνη επειδή ο εντεταλμένος υπάλληλος στον οποίο είχε αναθέσει τις παραπάνω εργασίες δεν βρισκόταν εξ αμελείας του στη συγκεκριμένη θέση, προκειμένου να αποτρέψει ενδεχόμενο κίνδυνο και δεν ενημέρωσε επιπλέον τους επιβιβαζόμενους ότι υφίσταται και εναλλακτική λύση (ασανσέρ). Ότι επιπλέον είχε ιδιαίτερη υποχρέωση να έχει εγκαταστήσει σύστημα αυτόματης βαθμιαίας πέδησης της κλίμακας και να συντηρεί την κλίμακα. Ότι ο δεύτερος και τρίτος των εναγομένων ευθύνονται επειδή από αμέλεια τους δεν μερίμνησαν ώστε η επιβίβαση των επιβατών να γίνεται με τακτικό, ακίνδυνο και ασφαλή τρόπο, σύμφωνα με την κατάλληλη από μέρους τους καθοδήγηση, ούτε παρείχαν κάποια φροντίδα ως οργανωμένη ομάδα στο θανόντα, ούτε κάλεσαν ασθενοφόρο, ούτε δήλωσαν το ατύχημα στις αρμόδιες λιμενικές αρχές, ούτε επικοινώνησαν με την οικογένειά του για να πληροφορηθούν την κατάσταση της υγείας του. Ότι συνεπεία της παραπάνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, η οποία πληροί την ειδική υπόσταση του αδικήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, η ενάγουσα υπέστη ψυχικό κλονισμό και βίωσε ψυχική οδύνη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού με τις έγγραφες προτάσεις της περιορισμού των αγωγικών αιτημάτων (άρθρ. 223 εδ. β΄, 294 και 295 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ), ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν το ποσό των 60.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Β περ. δ΄, 4 Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, πλην όμως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση αυτής, καθόσον η ενάγουσα δεν προσκόμισε το προσήκον πρακτικό υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ), ως είχε σχετική υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 εδ. α΄ περ. β΄, εδ. β΄ και 7 παρ. 4 Ν. 4640/2019. Ειδικότερα, ενόψει του ότι η κρινόμενη αγωγή αφορά σε αστική διαφορά, που εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η αξία του αντικειμένου της, του οποίου οι διάδικοι έχουν εξουσία διάθεσης, υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και η ένδικη αγωγή κατατέθηκε μετά την 1η Ιουλίου 2020, υφίστατο υποχρέωση της ενάγουσας να προσκομίσει α) είτε με το δικόγραφο της αγωγής είτε το αργότερο με τις προτάσεις της ενημερωτικό έγγραφο περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, υπογεγραμμένο από την ίδια και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, με μνεία της ενημέρωσής της για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρ. 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 και β) με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης (όφειλε να προσκομίσει) πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) διαμεσολάβησης, σύμφωνα με το άρθρ. 6 παρ. 1 και 7 παρ. 4 του ίδιου ως άνω νόμου, συνταχθέν από διαπιστευμένο διαμεσολαβητή, στο οποίο να αναγράφεται τόσο ο τρόπος γνωστοποίησης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας στα μέρη, όσο και η συμμετοχή τους ή μη σε αυτήν, και το οποίο να υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή και όλους τους συμμετέχοντες. Ωστόσο, η ενάγουσα ναι μεν προσκόμισε με το δικόγραφο της αγωγής το από 1-10-2021 ενημερωτικό έγγραφο περί της δυνατότητας επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, το οποίο πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις, καθόσον είναι υπογεγραμμένο από την ενάγουσα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, έχει συνταχθεί πριν την κατάθεση της αγωγής (4-10-2021) και περιέχει μνεία περί της ενημέρωσης της ενάγουσας ότι για την ένδικη διαφορά υπάρχει υποχρέωση προσφυγής σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, πλην όμως προσκόμισε επίσης με τις από 11-1-2022 έγγραφες προτάσεις της το από 28-12-2021 πρακτικό υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ), το οποίο ομως δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 του ίδιου ως άνω νόμου, καθόσον, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό του, αφορά άλλη διαφορά και όχι την επίδικη. Τούτο διότι, όπως ρητά αναγράφεται στην τρίτη παράγραφο της δεύτερης σελίδας του εν λόγω πρακτικού: «Το αντικείμενο της διαφοράς αφορά σε ενοχική διαφορά διαδικασίας νέας τακτικής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Γ.Α.Κ. 7723/2021 – Ε.Α.Κ. 3487/2021), και συγκεκριμένα πληρωμή οφειλής από τραπεζικό δάνειο, που υπάγεται στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 4640/2019». Η τελευταία αυτή ρητή συγκεκριμενοποίηση ότι η επίδικη υπόθεση που ήχθη στη διαδικασία διαμεσολάβησης αφορά «πληρωμή οφειλής από τραπεζικό δάνειο» και όχι ενοχική διαφορά από αδικοπραξία και δη από ανθρωποκτονία από αμέλεια καθιστά το εν λόγω πρακτικό μη σύννομο, αφού στερεί από τα συμμετέχοντα μέρη τη δυνατότητα ορθής και επαρκούς ενημέρωσής τους επί της φύσης της επίδικης διαφοράς και δημιουργεί εύλογη αμφιβολία ως προς την αχθείσα ενώπιον της διαμεσολαβήτριας υπόθεση, με αποτέλεσμα να μην τηρείται η προδικασία της πολιτικής δίκης, ούτε οι καθιερωμένες από το νομοθέτη δικονομικές ενέργειες, στις οποίες πρέπει να προβούν τα μέρη πριν την προσφυγή τους στο δικαστήριο.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης αγωγής, ενώ διάταξη για δικαστικά έξοδα δεν περιλαμβάνεται, διότι η παρούσα είναι μη οριστική (άρθρ. 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της ένδικης αγωγής.
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την 22-11-2022 , χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ