Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός απόφασης

3730/2022

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. κλήσης 2957/1379/2021)

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελένη Μπαντή, Πρωτοδίκη, και Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Φεβρουαρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Των καλουσών – εναγουσών : 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), 2) Εταιρείας με την επωνυμία «….» (….) και 3) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), άπασες οι οποίες έχουν νόμιμα συσταθεί και εδρεύουν κατά το καταστατικό τους στη … (…), και εκπροσωπούνται νόμιμα, και οι οποίες κατέθεσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 20-10-2021, τις από 18-10-2021 προτάσεις τους δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Ντέγκα (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 7176), δυνάμει της από 14-10-2021 κοινής εξουσιοδότησης του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης και τρίτης, …, καθώς και του νόμιμου εκπροσώπου της δεύτερης …, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής τους, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/20-10-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων: 1) … (…), κάτοικο … (…, … …) και 2) Ιταλικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στη … (…, … …), οι οποίοι δεν κατέθεσαν προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.

Οι καλούσες – ενάγουσες, με την από 17-5-2021 κλήση τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2957/17-5-2021 και 1379/17-5-2021 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 19-1-2022 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 10-1-2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2608/11-1-2019 και 65/11-1-2019 αντίστοιχα, η οποία προσδιορίσθηκε και συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 3ης-12-2019 και εξεδόθη η υπ’ αριθμό 3767/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία το ως άνω Δικαστήριο κηρύχθηκε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 17-5-2021 κλήση των καλουσών – εναγουσών, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2957/1379/17-5-2021, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 10-1-2019 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2608/65/11-1-2019, και συζητήθηκε στη δικάσιμο της 3ης-12-2019, κατόπιν έκδοσης, αντιμωλία των διαδίκων, της υπ’ αριθμό 3767/2020 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία το ανωτέρω Δικαστήριο κηρύχθηκε εαυτό αναρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον η ως άνω απόφαση κατέστη ήδη τελεσίδικη με την άπρακτη πάροδο τριάντα ημερών (άρθρο 518 ΚΠολΔ) από την επίδοσή της, κατ’ άρθρο 143 § 1 ΚΠολΔ, στον πληρεξούσιο δικηγόρο των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων ως αντίκλητο (βλ. την υπ’ αριθμό …/18-5-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμό …6/2-9-2021 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης ενδίκων μέσων του Πρωτοδικείου Αθηνών).

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 96 §§ 1 και 2, 97 §§ 1 και 2 και 98 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η δικαστική πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο δικηγόρο το δικαίωμα να εκπροσωπεί στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα και να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, εκτός από εκείνες που ρητά εξαιρέθηκαν κατά τη χορήγηση αυτής, καθώς και εκείνες με τις οποίες απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 143 § 1 ΚΠολΔ, ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 του ιδίου Κώδικα, είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104 του ίδιου Κώδικα, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, της έλλειψης της πληρεξουσιότητας, καθώς και της υπέρβασής της εξεταζομένης από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης. Από τον συνδυασμό, εξάλλου, των διατάξεων των άρθρων 440, 438 και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι από τη γινόμενη στη δικαστική απόφαση στο προεισαγωγικό της τμήμα μνεία ότι για κάποιο διάδικο παραστάθηκε ο αναφερόμενος σε αυτήν πληρεξούσιος δικηγόρος του και στο κύριο σώμα της απόφασης βεβαίωση ότι τι δικαστήριο δίκασε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, υπάρχει πλήρης απόδειξη για τον διορισμό εκείνου, δηλαδή του άνω παραστάντος πληρεξουσίου, δεδομένου ότι η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας είναι γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε το δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 254/2016, ΑΠ 1875/2013, ΑΠ 1115/2009, ΕφΑθ 561/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Επομένως, εάν κατά τη συζήτηση της αγωγής ο διάδικος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και το γεγονός αυτό βεβαιώθηκε τόσο στο προεισαγωγικό τμήμα της απόφασης όσο και στο διατακτικό αυτής υπό τον τύπο «δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων», τότε υπάρχει πλήρης απόδειξη για την κατά τη διάταξη του άρθρου 96 ΚΠολΔ παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας στον παραστάντα δικηγόρο και ως εκ τούτου, ο τελευταίος τυγχάνει αυτοδικαίως και αντίκλητος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 § 1 του ιδίου Κώδικα.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ’ αριθμό …/18-5-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, που προσκομίζουν με επίκληση οι καλούσες – ενάγουσες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για λογαριασμό των εναγόμενων – καθ’ ων η κλήση, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, στο νόμιμα διορισθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Νικόλαο Αγαπηνό (όπως τούτο συνάγεται από τη γενομένη στο προεισαγωγικό τμήμα της ανωτέρω υπ’ αριθμό 3767/2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μνεία ότι οι εναγόμενοι παραστάθηκαν δια του ανωτέρω πληρεξούσιου δικηγόρου, δυνάμει των από 15-5-2019 εξουσιοδοτήσεων, καθώς και από τη βεβαίωση στο κύριο σώμα της απόφασης και συγκεκριμένα, στο διατακτικό της, ότι το εν λόγω Δικαστήριο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων), που είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος αυτών για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην προκείμενη δίκη (άρθρα 122 § 1, 123, 124, 126 § 1 εδ. α΄, 129 § 1, 143 §§ 1 και 4 και 228 ΚΠολΔ), ενώ η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης των καθ’ ων η κλήση- εναγόμενων (άρθρο 237 § 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του εν λόγω άρθρου με το άρθρο 12 Ν. 4842/2021). Οι τελευταίοι, όμως, δεν έλαβαν κανονικά μέρος στη δίκη κατά την παραπάνω δικάσιμο, καθώς δεν κατέθεσαν προτάσεις, κατ’ άρθρο 237 §§ 1-3, ως ίσχυε κατά τα ανωτέρω, και επομένως, πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρα 115 § 3 και 271 §§ 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ), ενόψει, άλλωστε, και του ότι, κατ’ άρθρο 281 ΚΠολΔ, η παρούσα συζήτηση της υπόθεσης, μετά την παραπομπή, κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ, θεωρείται η συζήτηση κατά την οποία αρχίζει η εκδίκαση της υπόθεσης (βλ. ΕφΑθ 4322/1995 Δικη 1996, σελ. 1186, Ε. Μπαλογιάννη σε Χ. Απαλαγάκη, Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, τ. Ι, εκδ. 6η, άρθρο 281, σελ. 858). Επισημαίνεται ότι ο Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης-11-2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων) και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου δεν εφαρμόζεται όταν η επίδοση μπορεί, με βάση τη lex fori, να γίνει στην ημεδαπή για παραλήπτη κάτοικο της αλλοδαπής στις περιπτώσεις συμβατικού (άρθρο 142 ΚΠολΔ) ή εκ του νόμου (άρθρο 143 ΚΠολΔ) ορισμού αντικλήτου, και ιδίως του άρθρου 143 § 4 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο η κοινοποίηση διαδικαστικών εγγράφων που απευθύνονται προς διάδικο με κατοικία ή έδρα στην αλλοδαπή επιβάλλεται να γίνεται προς τον αντίκλητό του, εφόσον αναφέρεται στον κύκλο των υποθέσεων για τις οποίες έχει γίνει ο διορισμός του, τη δυνατότητα δε αυτή να λάβει χώρα κοινοποίηση εγγράφου με βάση τη lex fori σε πρόσωπο που κατοικεί στην ημεδαπή, μολονότι ο παραλήπτης ο ίδιος είναι κάτοικος αλλοδαπής υπονοεί και το υπ’ αριθμό 8 στοιχείο του Προοιμίου του ως άνω Κανονισμού σύμφωνα με το οποίο «(ο) παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος όπου γίνεται η δίκη, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής του ενδιαφερομένου» (Π. Αρβανιτάκης, Κύρος επιδόσεως αγωγής κατά αλλοδαπού νομικού προσώπου σε «εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του» στην ημεδαπή, σύμφωνα με τον κανονισμό 1393/2007, ΕΠολΔ 4/2012, σελ. 442 επ., ΙΙ §§ 3 και 4, ομοίως σε Π. Αρβανιτάκη/Ε. Βασιλακάκη, Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 (Κανονισμός επιδόσεων), 2018, σελ. 33 επ., Ι περ. Β΄, εδ. γ΄, πρβλ. ΕφΘεσ 2933/2017 Αρμ 1/2020, σελ. 87 επ. με σχόλιο Α. Άνθιμου, όπου κρίθηκε, επί ανακοπής ερημοδικίας, ότι εφόσον ο παραλήπτης του δικογράφου, κάτοικος αλλοδαπής, είχε διορίσει αντίκλητο στην Ελλάδα, μη νόμιμα δεν έγινε η επίδοση της αγωγής προς αυτόν, δοθέντος μάλιστα ότι ο ίδιος ο εναγόμενος δεν ανευρέθη στη διεύθυνση που αναζητήθηκε στην αλλοδαπή).

Ι. Κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 του ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης, καθώς και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, αδικοπραξία, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, που περιήλθε οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη, σύμφωνα με το άρθρο 375 § 1 ΠΚ. Ειδικότερα, κατά την τελευταία διάταξη, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, δηλαδή αφορά σε κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα ως κύριος, η δε υποκειμενική υπόστασή του, στην ύπαρξη του δόλου, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και τη θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Ακόμη, ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη (ΑΠ 1333/2019, ΑΠ 462/2011, ΕφΠειρ 47/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Εξάλλου, υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά συμβατική αθέτηση και γεννά ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη του, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση η ενέργεια του (πράξη ή παράλειψη) θα ήταν καθεαυτή παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, οπότε υπάρχει συρροή αξιώσεων (βλ. ΑΠ 487/2017, ΑΠ 358/2014, AΠ 637/2011, ΑΠ 164/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 713, 714 και 719 του ΑΚ, το πταίσμα εκείνου που ενεργεί, ως εντολοδόχος άλλου (του εντολέως) και, επομένως, η κατά το άρθρο 914 του ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση, τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων του εντολοδόχου για την εκπλήρωση της εντολής. Τέτοια υποχρέωση μπορεί να είναι και εκείνη της απόδοσης χρημάτων που εισπράχθηκαν με εντολή και για λογαριασμό του εντολέα, οπότε ο εντολοδόχος που αρνείται την απόδοση τους σε αυτόν διαπράττει υπεξαίρεση (βλ. ΑΠ 487/2017 ό.π., ΑΠ 1115/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 47/2020 ό.π.). Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ, επί αδικοπραξίας, αξίωση για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση (λόγω ηθικής βλάβης) έχει μόνον ο αμέσως ζημιωθείς από την πράξη ή την παράλειψη, όχι δε και ο εμμέσως ζημιωθείς τρίτος (ΟλΑΠ 18/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Έτσι, σε περίπτωση που η παράβαση συμβατικής υποχρέωσης αποτελεί και αδικοπραξία που στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρείας, την αξίωση προς αποζημίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό πρόσωπο της εταιρείας και όχι οι κατ’ ιδίαν μέτοχοι ή εγγυητές που τυχόν υφίστανται και αυτοί ζημία, αφού αυτοί είναι εμμέσως ζημιωθέντες, εκτός αν η συμπεριφορά του αδικοπρακτούντος, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά και ως προς αυτούς είτε αδικοπραξία είτε αυτοτελή λόγο υποχρεώσεως για αποζημίωση (ΑΠ 1180/2019, ΑΠ 1802/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, που ορίζει, ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της, κατά τη διάταξη αυτή αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι: α) πράξη ή παράλειψη που να μην είναι δικαιοπραξία και να παράγει υποχρέωση αποζημίωσης με βάση άλλες διατάξεις του ΑΚ, όπως είναι εκείνες των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, β) να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο. Ως όργανα του νομικού προσώπου, κατά το νομοθετικό λόγο της διάταξης αυτής, νοούνται, όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 του ΑΚ (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμα και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου και γ) η πράξη ή η παράλειψη να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που είχαν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει δηλαδή να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, είναι δε αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου, αν το όργανο ενήργησε, καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων αυτών, κατά κατάχρηση της εξουσίας του. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια που παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, τότε ευθύνονται εις ολόκληρο και αυτό και το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή το νομικό πρόσωπο έχει πρόσθετη μετά του καταστατικού οργάνου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, από αυτήν του τελευταίου (ΑΠ 1219/2017, ΑΠ 380/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟS).

ΙΙ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 § 1 του του N. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 1-1-2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του N. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της πληρωμής. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που στηρίζονται απ’ ευθείας στο νόμο, όπως είναι εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αντίθετα, επί διεπομένων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, στις οποίες η αποζημίωση οφείλεται σε χρήμα με τη στενή έννοια (άρθρο 297 ΑΚ), δηλαδή σε ευρώ, με το οποίο θα μετρηθεί η ζημία του αδικηθέντος και θα πληρωθεί η αποζημίωση, συνάγεται ότι, αν πριν από την έγερση της αγωγής η προξενηθείσα ζημία αποκαταστάθηκε με δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, για τον υπολογισμό της ζημίας του αδικηθέντος και άρα για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών (ΟλΑΠ 14/1997 ΤΝΠ NOMOS, ΟλΑΠ 15/1996 ΕλλΔνη 1996, σελ. 25, ΟλΑΠ 9/1995 ΑρχΝ 1995, σελ. 266, ΑΠ 477/2021, ΑΠ 388/2015 ΤΝΠ NOMOS). Τα παραπάνω ισχύουν σε περίπτωση που η θετική ζημία έχει ήδη αποκατασταθεί στο εξωτερικό από τον ίδιο το ζημιωθέντα πριν την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης. Αντίθετα, σε όσες περιπτώσεις δεν έχει μεσολαβήσει αποκατάσταση της θετικής ζημίας, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης είναι αυτός της παροχής έννομης προστασίας και ως εκ τούτου για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης ο υπολογισμός σε ευρώ της αξίας του αλλοδαπού νομίσματος γίνεται κατά το χρόνο της επ’ ακροατηρίω συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 477/2021 ό.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγουσες εκθέτουν ότι η πρώτη εξ αυτών ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … φορτηγού πλοίου …, η δεύτερη ήταν διαχειρίστρια του πλοίου, από το 2010, δε, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2015 είχε νόμιμα εγκαταστήσει και διατηρούσε γραφεία και στην Ελλάδα, στο …, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 27/1975 και ΑΝ 378/1968, και η τρίτη ήταν και είναι μέτοχος και ταμίας της πρώτης, ενώ διατηρούσε και διατηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς και είναι υπεύθυνη για όλες τις οικονομικές συναλλαγές αυτής. Ότι ανέθεσαν στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος είναι Πρόεδρος, διαχειριστής, διευθύνων σύμβουλος, νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικός μέτοχος/εταίρος, τουλάχιστον από τον Ιούνιο του 2013, της δεύτερης εναγόμενης, την οποία και δεσμεύει με μόνη την υπογραφή του, να ασφαλίσει δια της δεύτερης εναγόμενης, μεσίτριας ασφαλίσεων, το ως άνω πλοίο στην αγγλική ασφαλιστική αγορά. Ότι, ακολούθως, η δεύτερη εναγόμενη συνήψε για λογαριασμό τους συμβάσεις ναυτικής ασφάλισης με δύο ασφαλιστήρια συμβόλαια αναφορικά με το σκάφος, τις μηχανές του και όλα τα παραρτήματά του κατά των θαλάσσιων κινδύνων σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους εκάστου συμβολαίου, με ασφαλιζόμενη την δεύτερη εξ αυτών ως «και/ή θυγατρικές και/ή συνδεδεμένες και/ή συσχετιζόμενες εταιρείες», όπως είναι η πρώτη και τρίτη εξ αυτών, και δη : α) το υπ’ αριθμό …/12-1-2015 ασφαλιστήριο, που εκδόθηκε από τη μεσίτρια ασφαλειών …, για την περίοδο από 4-10-2014 μέχρι 3-10-2015, με ασφαλιζόμενη αξία 5.400.000 δολ. Η.Π.Α., με ασφαλιστές τους …, και β) το υπ’ αριθμό …/14-10-2013 ασφαλιστήριο, που εκδόθηκε από την δεύτερη εναγόμενη, για την περίοδο από 4-10-2013 μέχρι 3-10-2014, με ασφαλιζόμενη αξία 7.000.000 δολ. Η.Π.Α., με ασφαλιστές τους …, … και …. Ότι, επιπλέον, έδωσαν εντολή στους εναγόμενους να συνάψουν συμπληρωματικό ασφαλιστήριο που να καλύπτει μόνο την περίπτωση ολικής απώλειας του πλοίου και κατόπιν αυτού, εκδόθηκε από την δεύτερη εναγόμενη το υπ’ αριθμό …/12-1-2015 ασφαλιστήριο, με το οποίο ασφαλίσθηκε το ανωτέρω πλοίο μόνο για αυξημένη αξία σκάφους και μηχανών και/ή έξοδα και/ή ναύλο και/ή συμφέρον για ασφαλιστική αξία 1.600.000 δολ. Η.Π.Α., για δωδεκάμηνη περίοδο, αρχόμενη από 7-11-2014, με την ασφαλιστική εταιρεία …. Ότι στις 20-7-2014 και ενώ το πλοίο βρισκόταν στο λιμένα … Γουινέας υπέστη σοβαρή μηχανική βλάβη στην κύρια μηχανή, ενώ στις 23-8-2015 εκδηλώθηκε φωτιά στο μηχανοστάσιο του πλοίου. Ότι κατόπιν επιθεώρησης διαπιστώθηκε ότι το εκτιμώμενο κόστος επισκευών, όσον αφορά τη ζημία που προκλήθηκε από τη φωτιά, υπερέβαινε την ασφαλιζόμενη αξία για ολική ή τεκμαρτή απώλεια δυνάμει του πρώτου ως άνω ασφαλιστηρίου και γι’ αυτό ζήτησαν από τους ασφαλιστές την καταβολή της αποζημίωσης για τεκμαρτή ολική απώλεια του πλοίου για την ασφαλιζόμενη αξία ποσού 5.400.000 δολ. Η.Π.Α. Ότι κατόπιν διαπραγματεύσεων με τους ασφαλιστές του πλοίου, κατέληξαν σε συμβιβασμό και συγκεκριμένα, με το από 19-4-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβασμού και παραίτησης, το οποίο υπογράφηκε από την δεύτερη των εναγουσών και για λογαριασμό των λοιπών εξ αυτών και τους επεστράφη ηλεκτρονικά, μέσω email, από τους εναγόμενους, υπογεγραμμένο από το διεθνές δικηγορικό γραφείο … και από τους εναγόμενους για λογαριασμό των ασφαλιστών, συμφώνησαν να εισπράξουν, εντός 60 ημερών, το ποσό των 4.500.000 δολ. Η.Π.Α. σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε απαίτησης που πηγάζει από το πρώτο ως άνω ασφαλιστήριο, παραιτούμενοι ταυτόχρονα από κάθε απαίτηση που πηγάζει από το δεύτερο ως άνω ασφαλιστήριο για μη επισκευασθείσα ζημία επί του πλοίου. Ότι αναφορικά με το τρίτο ως άνω ασφαλιστήριο, εφόσον είχε ήδη επέλθει συμφωνία για πληρωμή της τεκμαρτής ολικής απώλειας του πλοίου, οφειλόταν και η ασφαλιστική αποζημίωση ποσού 1.600.000 δολ. Η.Π.Α. και είχαν λάβει πολλές διαβεβαιώσεις από τον πρώτο εναγόμενο, ότι έχει υποβάλει όλα τα σχετικά έγγραφα στην ασφαλιστική εταιρεία και αναμένεται η καταβολή της. Ότι, στο μεταξύ, οι πρώτη και δεύτερη εξ αυτών εξουσιοδότησαν την δεύτερη εναγόμενη με τις από 8-2-2016 εξουσιοδοτήσεις τους να εισπράξουν από τους ασφαλιστές, για λογαριασμό αυτών (των εναγουσών) τη συμφωνηθείσα ασφαλιστική αποζημίωση των 4.500.000 δολ. Η.Π.Α. και αμέσως να την καταθέσουν σε υποδειχθέντα τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί η τρίτη εξ αυτών. Ότι τον Οκτώβριο του 2017, κατόπιν αλληλογραφίας των Άγγλων δικηγόρων τους με την …, έλαβαν γνώση ότι είχαν υπογραφεί δύο ιδιωτικά συμφωνητικά συμβιβασμού και παραίτησης με τους ασφαλιστές με ημερομηνίες 11-2-2016 και 16-2-2016, στο δεύτερο εκ των οποίων προβλεπόταν ως συμφωνηθείσα ασφαλιστική αποζημίωση το ποσό των 4.270.000 δολ. Η.Π.Α., καταβαλλόμενη εντός 21 ημερών από την υπογραφή του, τα οποία έφεραν τις πλαστογραφημένες υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων των δύο πρώτων εναγουσών. Ότι η … εισέπραξε από τους ασφαλιστές τη συμφωνηθείσα αποζημίωση των 4.270.000 δολ. Η.Π.Α., παρακράτησε για λογαριασμό της την προμήθεια είσπραξης 0,5% και κατέβαλε την 18η-2-2016 στη δεύτερη εναγόμενη τη διαφορά ποσού 4.248.650 δολ. Η.Π.Α., δυνάμει της από 8-2-2016 πλαστής εξουσιοδότησης, υπογραφείσας από την δεύτερη ενάγουσα, με την οποία εξουσιοδότησε δήθεν αυτή τους ασφαλιστές να πληρώσουν την αποζημίωση στη … και αυτή στη δεύτερη εναγόμενη. Ότι οι ίδιες, αγνοώντας τα ως άνω περιστατικά και ότι είχε εισπραχθεί η ασφαλιστική αποζημίωση από την δεύτερη εναγόμενη, ανέμεναν καλόπιστα την πληρωμή της αποζημίωσης μέχρι τις 19-6-2016, βάσει του συμφωνητικού που είχαν υπογράψει, και εν τέλει τον Αύγουστο του 2016, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με τον διευθύνοντα σύμβουλο της …, ενημερώθηκαν ότι έχουν ήδη καταβάλει το σύνολο της αποζημίωσης στην δεύτερη εναγόμενη. Ότι αμέσως μετά συναντήθηκαν στην Αθήνα με τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος ομολόγησε ότι εισέπραξε την ασφαλιστική αποζημίωση, αλλά τους δήλωσε ψευδώς ότι αυτή ήταν σημαντικά μειωμένη κατά το ποσό που η δεύτερη εναγόμενη χρωστούσε στη … από ασφάλιστρα άλλων πελατών του και ότι το πλήρες υπόλοιπο που τους όφειλε, θα τους το κατέβαλε σύντομα. Ότι μετά από συνεχείς πιέσεις τους, η δεύτερη εναγόμενη τους κατέβαλε το συνολικό ποσό του 1.540.000 δολ. Η.Π.Α., με τέσσερα εμβάσματα από 2-8-2016 έως και 10-10-2016, ενώ στη συνέχεια, ο πρώτος εναγόμενος με αλλεπάλληλες ψευδείς αιτιολογίες απέφευγε να της καταβάλει το υπόλοιπο της εισπραχθείσας από την δεύτερη εναγόμενη αποζημίωσης. Ότι με την από 29-12-2016 έγγραφη όχλησή τους ζήτησαν από τους εναγόμενους την καταβολή ολόκληρης της αποζημίωσης μέχρι τις 15-1-2017, προθεσμία η οποία παρήλθε άπρακτη, ομοίως δε έπραξαν και με την από 19-1-2017 όχλησή τους, ζητώντας την άμεση πληρωμή της απαίτησής τους. Ότι, ακολούθως, μετά από αυτές τις έγγραφες οχλήσεις τους, συναντήθηκαν στη …, στις 24-1-2017, όπου ο πρώτος εναγόμενος τους δήλωσε για ακόμη μια φορά ότι οι αποζημιώσεις που τους οφείλονταν θα τους καταβάλλονταν, μέσω δανεισμού που θα εξασφάλιζαν, μέχρι τον Ιούνιο του 2017 και σε κάθε περίπτωση μέχρι το τέλος του έτους 2017. Ότι επακολούθησε και άλλη συνάντηση στις 16-3-2017 χωρίς κάποιο αποτέλεσμα, καθώς δεν προσκομίσθηκε κάποιο έγγραφο σχετικά με τη δανειοδότηση των εναγόμενων, ενώ στις 29-11-2017 οι εναγόμενοι υπέβαλαν πρόταση για συμβιβαστική επίλυση, με την καταβολή είτε του ποσού των 2.000.000 δολ σε δύο δόσεις είτε του 1.800.000 δολ. εφάπαξ, την οποία αρνήθηκαν. Ότι σε μια τελευταία προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης για επιστροφή του υπεξαιρεθέντος ποσού, πραγματοποιήθηκε συνάντηση στην Αθήνα, στις 31-1-2018, κατά την οποία ο πρώτος εναγόμενος απολογήθηκε για την εκτεταμένη καθυστέρηση, αναγνώρισε την οφειλή του προς τις ενάγουσες, ήτοι το ποσό της αποζημίωσης από το κύριο και το συμπληρωματικό ασφαλιστήριο, μειωμένο κατά το ποσό του 1.540.000 δολ. Η.Π.Α. που ήδη είχαν λάβει, και δήλωσε την πρόθεσή του να τους καταβάλει τουλάχιστον το ποσό των 100.000 δολ. μηνιαίως. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, ως διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης, λειτουργώντας ως εντολοδόχος τους δυνάμει των από 8-2-2016 εξουσιοδοτήσεων της πρώτης και δεύτερης εξ αυτών, αλλά και ως μεσίτης ασφαλίσεων, υπεξαίρεσε τουλάχιστον το ποσό των 2.708.650 δολ. Η.Π.Α., όπως ειδικότερα αναλύεται στην αγωγή, καθώς όφειλε να το πιστώσει σε λογαριασμό της τρίτης εξ αυτών, αλλά το ενσωμάτωσε στην περιουσία του, για το οποίο ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον αμφότεροι οι εναγόμενοι. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενοι τις περί αδικοπραξίας διατάξεις, ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ισόποσο σε ευρώ, κατά την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας τους, ήτοι από την επόμενη της είσπραξης της ασφαλιστικής αποζημίωσης από τους ασφαλιστές, ήτοι από 19-2-2016, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, του ποσού των 2.708.518 δολ. Η.Π.Α., ήτοι το υπεξαιρεμένο ποσό των 2.708.650 δολ. Η.Π.Α. αφαιρουμένου του συνολικού ποσού των 132 δολ. Η.Π.Α., που ζήτησαν ως χρηματική ικανοποίηση με την υποβληθείσα έγκλησή τους ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών σε βάρος των εναγόμενων, με το νόμιμο τόκο από 19-1-2017, ημερομηνία της εξώδικης όχλησής τους για την καταβολή της απαίτησής τους, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή, που έχει επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ, ήτοι εντός της προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών (βλ. τις με αριθμούς …/29-1-2019 και …/29-1-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, που προσκομίζουν με επίκληση οι καλούσες – ενάγουσες προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά για λογαριασμό των εναγόμενων), δεδομένου ότι κρίσιμος χρόνος επίδοσης της αγωγής για την εμπρόθεσμη ολοκλήρωση της άσκησής της, όταν ο προς ον η επίδοση είναι κάτοικος χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε εφαρμόζεται ο ανωτέρω 1393/2007 Κανονισμός, είναι ο χρόνος της πλασματικής επίδοσης της αγωγής στον Εισαγγελέα κατ’ άρθρο 134 § 1 ΚΠολΔ, με την οποία ολοκληρώνεται η σύνθετη διαδικαστική πράξη της άσκησης της αγωγής και οριοθετείται κατά τρόπο οριστικό και επίσημο το αντικείμενο της δίκης, αφού ο χρόνος της πραγματικής επίδοσης στον εναγόμενο εκφεύγει απολύτως από την σφαίρα επιρροής του ενάγοντος, γιατί εξαρτάται από σειρά ενεργειών άλλων αρμοδίων προσώπων για την έγκυρη διαβίβαση της αγωγής στην χώρα κατοικίας του εναγόμενου και την έγκαιρη επίδοση σε αυτόν εντός της σύντομης προθεσμίας του ως άνω άρθρου 215 § 2 ΚΠολΔ, ενέργειες τις οποίες δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να επηρεάσει [ΑΠ 1181/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr, ΕφΑθ 966/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, Αρβανιτάκης, στο Αρβανιτάκης/Βασιλακάκης, Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007, κατ’ άρθρο ερμηνεία (2018), άρθρο 9, αριθ. 5-7, βλ. ομοίως και υπό τον προγενέστερο Κανονισμό 1348/2000 ΑΠ 1404/2011 και ΑΠ 289/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, σύμφωνα με τις οποίες «…στην περίπτωση που η αγωγή στρέφεται κατά προσώπων που κατοικούν σε χώρα της Ε.Ε., ως χρόνος ασκήσεως αυτής και επέλευσης όλων των ουσιαστικών και δικονομικών συνεπειών κατά το ελληνικό δίκαιο νοείται εκείνη της πλασματικής επίδοσης του σχετικού δικογράφου στον εισαγγελέα, κατ’ άρθρο 134 παρ. 1 ΚΠολΔ]), και για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το αντίστοιχο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθμό 3280123/2-12-2019 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ ΙΓ΄ Αθηνών), παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη (άρθρα 7, 9, 10 και 18 ΚΠολΔ), λειτουργικά (άρθρο 51 §§ 1 περ. α΄, 3Α και 3Β περ. θ΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς) και κατά τόπο (άρθρο 35 ΚΠολΔ), το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, που συνίσταται σε αδικοπρακτική αξίωση στηριζόμενη σε γεγονότα εκτός της συμβατικής σχέσης των διαδίκων και άρα κείται εκτός του συμβατικού πεδίου, κατ’ άρθρα 3 § 1 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1, 7 § 2, 66 § 1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ως το Δικαστήριο του τόπου όπου επήλθε το ζημιογόνο αποτέλεσμα και συγκεκριμένα, του τόπου όπου το ζημιογόνο γεγονός παρήγαγε απευθείας τα αποτελέσματά του σε βάρος των ζημιωθέντων [με κρίσιμο σύνδεσμο να αποτελεί η άμεση μόνο ζημία και όχι κάθε είδους συνακόλουθη ζημία που επήλθε εξαιτίας της αδικοπραξίας (βλ. ΑΠ 1027/2011, ΑΠ 18/2006, 1865/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, Ν. Νίκας/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 7, αριθ. περιθ. 171-172)], καθόσον η προβαλλόμενη, εν προκειμένω, ζημία συνίσταται σε οικονομική ζημία που επέρχεται άμεσα στον τραπεζικό λογαριασμό των εναγουσών και ως εκ τούτου, μπορεί να ασκηθεί στον τόπο της κατοικίας τους (βλ. Ι. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, β΄ εκδ., σελ. 131), η τοιαύτη δε δωσιδικία της αδικοπραξίας διανοίγει ευρύτατες δυνατότητες ως προς τα πρόσωπα που ενάγουν και ενάγονται, ενώ είναι διαφορετικό το ζήτημα αν αποκαθίσταται η έμμεση ζημία του ίδιου του ζημιωθέντος ή τα έμμεσα αποτελέσματα του αρχικού ζημιογόνου γεγονότος (βλ. Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 7, αριθ. περιθ. 116). Ειδικότερα, οι ενάγουσες εδρεύουν πραγματικά στην Ελλάδα, όπου λειτουργεί η κεντρική διοίκηση εκάστης, που εκφράζει τη βούληση και διευθύνει την επιχειρηματική της πολιτική, όπως προκύπτει : α) από τα από 9-5-2019 και 15-5-2019 πιστοποιητικά διορισμού Δ.Σ. και αξιωματούχων των εναγουσών που έχουν εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας της … και από τα οποία αποδεικνύεται ότι τα Διοικητικά τους Συμβούλια αποτελούνται μόνο από Έλληνες διαμένοντες στην ημεδαπή και δη στην Αττική, β) από το ότι η δεύτερη ενάγουσα διατηρούσε νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968 και Ν. 27/1995, δυνάμει της υπ’ αριθμό 3122.1/4418/4/24782/10-12-2010 απόφασης των Υπουργών Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας-Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, η οποία ανακλήθηκε με την υπ’ αριθμό 3122.1/4418/11/24782/8-9-2015 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, γ) από το από 19-4-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό εξόφλησης και συμβιβασμού μεταξύ των δύο πρώτων εναγουσών και των ασφαλιστών, όπου αναφέρεται ως διεύθυνση των ως άνω εναγουσών το … (…), δ) από την από 24-1-2017 επιστολή του πρώτου εναγόμενου, ως εκπροσώπου της δεύτερης προς τις δύο πρώτες ενάγουσες, με αναγραφόμενη έδρα αυτών την Αθήνα και ε) από τα από 30-4-2018 δύο έγγραφα της … εταιρείας … προς την τρίτη ενάγουσα με αναγραφόμενη διεύθυνση αυτής στην … (…). Σημειωτέον ότι η δωσιδικία της ποινικής δίωξης (άρθρο 7 § 3 του ως άνω Κανονισμού), που αναφέρουν επικουρικά οι ενάγουσες στο αγωγικό δικόγραφο δεν δύναται να εφαρμοσθεί, καθόσον αφορά το ποινικό Δικαστήριο της ποινικής δίωξης και όχι το πολιτικό όπως εν προκειμένω (βλ. Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 7, αριθ. περιθ. 213). Περαιτέρω, ενόψει του ότι με την ένδικη αγωγή εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοσης απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν από τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο, δηλαδή, της έδρας του δικάζοντος Δικαστηρίου, ενώ ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη των εναγόμενων από την αναφερόμενη στην αγωγή αδικοπραξία, εφαρμοστέο είναι, ελλείψει επιλογής εφαρμοστέου δικαίου, επίσης, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1, 2 § 1, 3, 4 § 1, 31 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Κανονισμός Ρώμη ΙΙ), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία, όπου, σύμφωνα με τα ανωτέρω, βρίσκεται η πραγματική έδρα των εναγουσών, με την επισήμανση ότι η ευθύνη του νομικού προσώπου για πράξεις ή παραλείψεις του οργάνου του δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του παραπάνω Κανονισμού, οπότε τόσο η ευθύνη του νομικού προσώπου όσο και η ευθύνη του οργάνου διέπονται από τον ως άνω Κανονισμό (Μεταλληνός σε Α. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τ. Ι, άρθρο 10, αριθ. περιθ. 19, σελ. 38, και άρθρο 26, αριθ. περιθ. 6, σελ. 72). Το ελληνικό, άλλωστε, δίκαιο οι ενάγουσες ρητά επικαλούνται με την αγωγή και τις προτάσεις τους και οι εναγόμενοι αποδέχονται σιωπηρά λόγω της ερημοδικίας τους, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 14 § 1 του Κανονισμού, βλ. ΕφΠειρ 89/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, Γραμματικάκη–Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/ Βασιλακάκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ. 2017, σελ. 308-309). Ωστόσο, η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης ως προς την τρίτη ενάγουσα, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου τούτου, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (άρθρα 63 και 73 ΚΠολΔ), καθόσον, κατά τον κρίσιμο για την ένδικη υπόθεση χρόνο, ήταν, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, μέτοχος της πλοιοκτήτριας (πρώτης ενάγουσας), πλην, όμως, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη της παρούσας, αμέσως ζημιωθείσες από την επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια πράξη των εναγόμενων είναι η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια, που υπέγραψαν, άλλωστε, και το από 19-4-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό «ως Ιδιοκτήτες» και δικαιούχοι της ασφαλιστικής αποζημίωσης, με αποτέλεσμα μόνο αυτές να νομιμοποιούνται ενεργητικά στην έγερση αγωγής αποζημίωσης σε βάρος αυτών, ενώ αντανακλαστικές δυσμενείς επιπτώσεις της αδικοπραξίας στην περιουσία της ως άνω τρίτης ενάγουσας (έμμεσα ζημιωθείσας) δεν παρέχουν σε αυτήν αξίωση αποζημίωσης, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 928 και 929 εδ. β΄ ΑΚ. Επιπρόσθετα, από την αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο ότι οι δύο πρώτες ενάγουσες εξουσιοδότησαν την δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση σε τραπεζικό λογαριασμό της τρίτης δεν δύναται να συναχθεί ότι είχε καταρτισθεί μεταξύ αυτών και της δεύτερης εναγόμενης γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, κατ’ άρθρο 411 ΑΚ, και ότι κατέστη δικαιούχος του υπεξαιρεθέντος ποσού και απέκτησε άμεσο δικαίωμα κατά των εναγόμενων ώστε να τις εναγάγει ευθέως. Κατά τα λοιπά, ήτοι ως προς την πρώτη και δεύτερη των εναγουσών, η αγωγή, με βάση το ελληνικό δίκαιο, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 10, 67, 68, 71, 297, 298, 330, 340, 345, 346, 361, 481, 713, 714, 719, 914 ΑΚ, 216 §§ 3-1, 375 §§ 2-1, 386 ΠΚ, 15Α N. 1569/1985, 907, 908 § 1 περ. δ΄, και 176 ΚΠολΔ, με τη μνεία ότι η αξίωση επιδίκασης αποζημίωσης, εφόσον η επικαλούμενη ζημία δεν έχει εισέτι αποκατασταθεί, είναι νόμιμη μόνο αναφορικά με το κύριο αίτημα περί καταβολής του ισάξιου σε ευρώ των 2.708.518 δολ. Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής και όχι ως προς τους λοιπούς, επικουρικούς, χρόνους προσδιορισμού της ισοτιμίας (επαγωγής της ζημίας ή επίδοσης της αγωγής), ως προς τους οποίους πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα πρόταση της παρούσας. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Οι πραγματικοί ισχυρισμοί της πρώτης και δεύτερης των εναγουσών, που δεν αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία απαγορεύεται η ομολογία, τεκμαίρονται ομολογημένοι λόγω της ερημοδικίας των εναγόμενων, εναντίον δε της αγωγής δεν υπάρχει κάποια ένσταση που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα (άρθρο 271 § 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ενεχόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν σε εκάστη των ως άνω εναγουσών το ισόποσο σε ευρώ των (2.708.518 : 3=) εννιακοσίων δύο χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα εννέα δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα τριών σεντς (902.839,33$), παρότι δεν περιλήφθηκε στην αγωγή ρητά το ακριβές ποσό της διαιρετής παροχής, το οποίο δικαιούται να λάβει έκαστος των περισσοτέρων δανειστών, καθώς σε περίπτωση αμφιβολίας έκαστος δανειστής έχει δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος της παροχής, ενόψει του ότι με βάση τις διατάξεις των άρθρων 480 και 481 ΑΚ καθιερώνεται ως κανόνας στις πολυπρόσωπες ενοχές, οι οποίες αφορούν διαιρετές παροχές, η κατ’ ισομοιρία ευθύνη και το κατ’ ισομοιρία δικαίωμα, αντίστοιχα, ενώ η εις ολόκληρο ενοχή και, ειδικότερα, η παθητική εις ολόκληρον ενοχή αναγνωρίζεται μόνο όταν αυτή συνιστάται με αναμφίβολη δήλωση βούλησης των συμβαλλομένων ή καθιερώνεται από το νόμο, τα ανωτέρω, δε, ισχύουν αναλογικά και ως προς την ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον, η οποία ρυθμίζεται από το άρθρο 489 ΑΚ (βλ. ΕφΠατρ 244/2020, ΕφΠειρ 317/2016, ΕφΛαρ 255/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), με βάση την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ /ευρώ της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως αυτή προκύπτει από το από 8-2-2022 δελτίο συναλλαγματικών ισοτιμιών αναφοράς της ΕΚΤ της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής, ήτοι της αναγραφόμενης στην αρχή της παρούσας, στις 8-2-2022, καθώς, όπως ήδη εκτέθηκε, η συζήτηση στο Δικαστήριο της παραπομπής θεωρείται ότι είναι η «πρώτη» συζήτηση με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, ήτοι το ποσό των (902.839,33 : 1,14375=) επτακοσίων ογδόντα εννέα χιλιάδων τριακοσίων εξήντα επτά ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (789.367,72€), με το νόμιμο τόκο από 20-1-2017, ήτοι την επομένη της έγγραφης εξώδικης όχλησης των εναγόμενων και μέχρι την πλήρη εξόφληση, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της παρούσας απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον δεν συντρέχουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εξαιρετικοί λόγοι που συνηγορούν προς τούτο, ούτε αποδεικνύεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην πρώτη και δεύτερη των εναγουσών (άρθρο 908 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας των εναγόμενων, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από αυτούς κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της πρώτης και δεύτερης των εναγουσών σε βάρος των εναγόμενων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 180 § 3, 189, 191 § 2 ΚΠολΔ, 63 § 1 και 68 § 1 N. 4194/2013, και βλ. ΟλΑΠ 6/2021 αναφορικά με τον υπολογισμό της δικηγορικής αμοιβής με βάση κλιμακωτό και όχι ενιαίο συντελεστή), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εναγόμενων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300,00€) ως προς έκαστο αυτών.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς την τρίτη ενάγουσα.

Δέχεται την αγωγή ως προς την πρώτη και δεύτερη των εναγουσών.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους, εις ολόκληρον έκαστο, να καταβάλουν σε εκάστη των πρώτης και δεύτερης των εναγουσών το ποσό των επτακοσίων ογδόντα εννέα χιλιάδων τριακοσίων εξήντα επτά ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (789.367,72€), με το νόμιμο τόκο από 20-1-2017 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγόμενων, ενεχόμενων εις ολόκληρον, τα δικαστικά έξοδα της πρώτης και της δεύτερης των εναγουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων εννιακοσίων ευρώ (27.900,00€) για εκάστη αυτών.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 29 Νοεμβρίου 2022, και δημοσιεύθηκε στις     Δεκεμβρίου 2022, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ