Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

3771/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 4η Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Αλληλοασφαλιστικού Οργανισμού με την επωνυμία «…» (πρώην …) που εδρεύει στη … επί της οδού … και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Νικολάου Γερασίμου (ΑΜ ΔΣΠ 2814), κατοίκου … και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο …, διατηρεί γραφεία στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν υπέβαλε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 15-10-2021 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 8224/3713/19-10-2021, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από την υπ’ αριθ. …/21-10-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη κατάθεσης δικογράφου και μνεία της νόμιμης προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων για τους διαδίκους, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγόμενη εταιρία (άρθρα 126 παρ. 1 περ. γ΄, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1 και 215 παρ. 2 ΚΠολΔ). Ωστόσο, η εναγομένη δεν κατέθεσε προτάσεις μέσα σε εκατό ημέρες από την κατάθεση της ένδικης αγωγής (άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον υφίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία με κάποιο στοιχείο, που θεμελιώνει δωσιδικία και ειδικότερα αρμοδιότητα κάποιου ελληνικού δικαστηρίου. Τα πολιτικά δικαστήρια, όπως και κάθε δικαστήριο, είναι υποχρεωμένα πριν από την ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, που έχει αχθεί στην κρίση τους, να εξετάσουν και αυτεπαγγέλτως, αν με βάση τα περιστατικά που εκτίθενται στην ένδικη αγωγή, αδιαφόρως της αλήθειας ή όχι αυτών, έχουν δικαιοδοσία να δικάσουν την υπόθεση (άρθρο 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ), και μάλιστα πριν από την έρευνα οποιασδήποτε άλλης διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, διότι η δικαιοδοσία, και αν γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει ιεράρχηση στην έρευνα από το δικαστήριο των διαδικαστικών προϋποθέσεων και του παραδεκτού της αγωγής, αποτελεί το λογικά προηγούμενο σε σχέση με την επίλυση της διαφοράς. Η έρευνα αυτή γίνεται σε οποιαδήποτε στάση της δίκης, διότι οι διατάξεις που καθορίζουν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου αφορούν στη δημόσια τάξη. Η έλλειψη όμως της διεθνούς δικαιοδοσίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως μόνον όταν ο εναγόμενος δεν παρίσταται στη συζήτηση και όταν η σιωπή του δεν μπορεί να θεμελιώσει παρέκταση (λ.χ. η διαφορά αφορά ακίνητο που βρίσκεται στο εξωτερικό, το αντικείμενο της διαφοράς είναι μη περιουσιακό ή ο νόμος ή η βούληση των μερών προβλέπουν αποκλειστική δικαιοδοσία, βλ. άρθρα 42 παρ. 1,2 και 44 ΚΠολΔ). Αν ο εναγόμενος παρίσταται και δεν προτείνει έγκαιρα, δηλαδή με τις προτάσεις του, την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας στις διαφορές όπου επιτρέπεται σιωπηρή παρέκταση, η έλλειψη δικαιοδοσίας καλύπτεται (ΑΠ 1288/1994-ΕΕργΔ 1996/41, ΠΠΘεσ 18250/2014-ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2019/262). Σε περίπτωση δε που το δικαστήριο διαπιστώσει ότι δεν έχει δικαιοδοσία, θα απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα αυτής κατά τη διάταξη του άρθρου 4 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, και η απόφασή του αυτή είναι οριστική και τελειωτική, αφού καταργείται μ’ αυτήν η όλη δίκη (ΑΠ 18/2006-ΧρΙΔ 2006/442, ΑΠ 1309/2002-ΝοΒ 2003/1029, ΕφΑθ 4467/2010-ΔΕΕ 2011/218, ΕφΘεσ 121/2010-ΕΠολΔ 2010/844). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Κανονισμός Βρυξέλλες Ια) – ο οποίος, αντικαθιστώντας τον, με όμοιο αντικείμενο, Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 (Κανονισμός Βρυξέλλες Ι), εφαρμόζεται επί διαφορών ενεχουσών στοιχεία αλλοδαπότητας (όπως είναι λ.χ. η κατοικία ή η έδρα κάποιου διαδίκου στην αλλοδαπή ή σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε.) και, σύμφωνα με τις μεταβατικού δικαίου διατάξεις των άρθρων του υπ’ αριθ. 66 παρ. 1 και 81, επί εισαγωγικών δίκης δικογράφων που κατατίθενται μετά την 10-1-2015 – τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. Επίσης, στο άρθρο 63 του ίδιου Κανονισμού (ΕΕ υπ’ αριθ.1215/2012) ορίζεται ότι  «1. Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση, ή γ) την κύρια εγκατάστασή της». Από τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις που το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Ακόμη, στο άρθρο 25 του Κανονισμού (ΕΕ υπ’ αριθ. 1215/2012), σχετικώς με την παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας, ορίζεται ότι «1. Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ, βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία  είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως». Ο κανόνας αυτός (του άρθρου 25 παρ. 1 του ΚανΒρυξ Ια) εισάγει ένα μαχητό τεκμήριο υπέρ της αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου στο οποίο αφορά η ανωτέρω συμφωνία παρέκτασης, ο οποίος παρακάμπτεται είτε όταν τα μέρη επέλεξαν ρητά την κατάρτιση συμφωνίας, που υποδεικνύει ως αρμόδια περισσότερα του ενός δικαστήρια, είτε όταν η ερμηνεία της συμφωνίας υποδεικνύει διαφορετική επιθυμία των συμβαλλομένων (βλ. Ε. Σαχπεκίδου σε «Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία» Ν. Νίκα – Ε. Σαχπεκίδου, εκδ. 2016, σελ. 418-419). Επιπροσθέτως, στην ίδια παράγραφο του άρθρου 25 του Κανονισμού (ΕΕ υπ’ αριθ. 1215/2012) ορίζεται ότι η ανωτέρω συμφωνία περί παρεκτάσεως, πρέπει να καταρτισθεί: «α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, σκοπός του οποίου είναι η αναγνώριση της αρχής της αυτονομίας της βούλησης των συμβαλλομένων μερών, προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή, που επιτρέπει στα μέρη να παρεκκλίνουν από τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις του Κανονισμού και να υποβάλλουν τις διαφορές τους στο δικαστήριο που αυτά θα συμφωνήσουν, αποσκοπεί στον καθορισμό, με σαφή και ακριβή τρόπο, ενός δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους, σύμφωνα με τη σύμπτωση βούλησής τους, εκφραζόμενη κατά τις οριζόμενες στην άνω διάταξη τυπικές προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή ιδρύεται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή των δικαστηρίων του κράτους που επιλέχθηκαν, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν διαφορετικά. Η ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας έχει αποκλειστικά δικονομικές επενέργειες, που συνίστανται στον αποκλεισμό ή στη θεμελίωση της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου και το κύρος και η ισχύς της θα κριθεί από το δίκαιο της χώρας του δικαστή που δικάζει την υπόθεση, δηλαδή τη lex fori (ΑΠ 423/2018, ΑΠ 948/2015, ΑΠ 8/2015, ΑΠ 1542/2014, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Η ρύθμιση του άρθρου 25 του ως άνω Κανονισμού καλείται σε εφαρμογή όταν η συμφωνία μετάθεσης της δικαιοδοσίας γίνεται υπέρ δικαστηρίου κράτους μέλους της ΕΕ, ανεξαρτήτως της έδρας ή της κατοικίας των συμβαλλομένων, εφόσον η υπόθεση εμφανίζει οποιοδήποτε στοιχείο αλλοδαπότητας. Σε αντίθεση δε με το ημεδαπό δίκαιο, καλύπτει ενιαία, τόσο τις υφιστάμενες όσο και τις μελλοντικές διαφορές. Η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η σχετική έρευνα προηγείται κατά νόμο της έρευνας της πληρότητας της αγωγής ως εισαγωγικού δικογράφου, αλλά και της έρευνας ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο αυτής. Οι σχετικές δε με τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων διατάξεις τόσο του ΚΠολΔ όσο και του Κανονισμού 1215/2012, έχουν καθαρά δικονομικό χαρακτήρα, αφού δεν ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις δημιουργίας, αλλοίωσης ή κατάργησης ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά θεσπίζουν γενική διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής (ΑΠ 8/2015-ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων Αλληλοασφαλιστικός Οργανισμός, που εδρεύει στη … και έχει συσταθεί με τους νόμους της …, εκθέτει ότι έχει ως αντικείμενο των δραστηριοτήτων του την ασφαλιστική κάλυψη των ποντοπόρων πλοίων των μελών του πλοιοκτητριών εταιρειών, έναντι κάθε θαλάσσιου κινδύνου. Ότι οι ασφαλίσεις των πλοίων γίνονται με βάση τον Κανονισμό του, στον οποίο έχουν ενσωματωθεί ως ενιαίο κείμενο και παράρτημα, οι τυπικοί όροι του Ινστιτούτου των Άγγλων ασφαλιστών επί ασφαλίσεων πλοίων, γνωστοί με το όνομα «Institute Time Clauses Hulls 1.10.83»., ο Κανονισμός δε και η Σύμβαση Ασφάλισης που παρέχει ο Οργανισμός, κατά το ρητό και σαφή όρο 2 (ii), διέπονται και ερμηνεύονται σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. Ότι, ακόμη, σύμφωνα με τον Κανονισμό του, τα μέλη του υποχρεούνται να καταβάλουν, πέρα από τα ασφάλιστρα, και Συμπληρωματικές Εισφορές, καθώς και Εισφορές Απελευθέρωσης. Ότι η εναγομένη τυγχάνει ναυπηγική και βιομηχανική εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται κατ’ επάγγελμα με την ίδρυση, αγορά, μίσθωση και εκμετάλλευση εργοστασίων κατασκευής και επισκευής πλοίων, σκαφών και κάθε πλωτού μέσου, με την αγορά, πώληση, ναυπήγηση, μετασκευή και επισκευή κάθε είδους πλοίου ή πλωτού εν γένει μέσου ή εξαρτημάτων αυτών, καθώς και με τη βιομηχανία σιδήρου ή άλλων προϊόντων μετάλλου, καθώς και ανταλλακτικών των ειδών αυτών. Ότι η εναγομένη υπήρξε αντισυμβαλλόμενη, σε όλους τους κρίσιμους για την εν λόγω υπόθεση χρόνους, στις εκάστοτε συμβάσεις ασφάλισης, οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων για όλα τα πλοία που αναφέρονται αναλυτικά στην ένδικη αγωγή. Ότι, συγκεκριμένα η εναγομένη προέβη, την 21η-6-2013, στη σύναψη ασφαλιστήριων συμβολαίων μαζί του, έναντι κινδύνων «Σκάφους και Μηχανών» (Hull & Machinery), «Πρόσθετων Δαπανών» (Disbursements) και «Υπεραξίας Σκάφους και Μηχανών» (Increased Value of Hull and Machinery), ασφαλίζοντας τα αναφερόμενα στην αγωγή πλοία, για τα οποία εκθέτει ειδικότερα τον αριθμό του ασφαλιστήριου συμβολαίου εκάστου πλοίου, το χρεωστικό σημείωμα που εκδόθηκε για κάθε περίπτωση και την ημερομηνία κατά την οποία αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Ότι, η ισχύς των παραπάνω ασφαλιστηρίων συμβολαίων παρατάθηκε την 21η-6-2014, πλην όμως ότι τελικά αυτά ακυρώθηκαν την 31η-10-2014, λόγω της υπερημερίας της εναγομένης ως προς την καταβολή των ασφαλίστρων. Ότι ειδικότερα η εναγομένη του οφείλει για μη καταβληθέντα ασφάλιστρα το συνολικό ποσό των 76.284,43 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι 60.152,92 ευρώ, βάσει της ισχύουσας κατά την εκάστοτε δήλη ημέρα καταβολής τους ισοτιμίας, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Ότι επιπλέον η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει για Συμπληρωματικές Εισφορές και Εισφορές Απελευθέρωσης το συνολικό ποσό των 193.862,57 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι 177.408,92 ευρώ, βάσει της ισχύουσας κατά την εκάστοτε δήλη ημέρα καταβολής τους ισοτιμίας, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού με τις έγγραφες προτάσεις του περιορισμού του αιτήματος της αγωγής (άρθρ. 223 εδ. β΄ ΚΠολΔ) στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ο ενάγων Οργανισμός ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 270.147 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι 237.561,84 ευρώ, βάσει της ισχύουσας, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την εκάστοτε δήλη ημέρα συναλλαγματικής ισοτιμίας δολαρίων ΗΠΑ και ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής, άλλως επικουρικώς το συνολικό ποσό των 270.147 δολαρίων ΗΠΑ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίων ΗΠΑ και ευρώ κατά το χρόνο της καταψήφισης. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται α) η από 10-10-2021 έγγραφη ενημέρωση του νόμιμου εκπρόσωπου του ενάγοντος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του για τη δυνατότητα επίλυσης της ένδικης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 και β) το από 18-1-2022 πρακτικό περάτωσης υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) διαμεσολάβησης, υπογεγραμμένο από τη διαμεσολαβήτρια και τα συμμετέχοντα μέρη. Ωστόσο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει της διαδικαστικής προϋπόθεσης της διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Τούτο διότι, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, ναι μεν καταρχήν θεμελιώνεται βάση διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού 1215/2012, αφού η εναγομένη εδρεύει στην Ελλάδα και δη στο …, πλην όμως από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, στην οποία παραδεκτώς προέβη το Δικαστήριο, στα πλαίσια αυτεπάγγελτης έρευνας της διεθνούς του δικαιοδοσίας, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης (άρθρο 4 εδ. β΄ ΚΠολΔ), αποδεικνύεται ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. 2 (ii) όρου του Κανονισμού του ενάγοντος και των συμβάσεων ασφάλισης που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων καθιερώνεται αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Αγγλίας για τις διαφορές που θα προκύψουν από τις επίδικες συμβάσεις ασφάλισης, ενώ ως εφαρμοστέο δίκαιο ορίζεται το αγγλικό. Ειδικότερα, βάσει του ως άνω όρου «the English Courts shall have sole jurisdiction», ήτοι τα αγγλικά δικαστήρια θα έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία. Η ως άνω συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία συνιστά εξαίρεση από τους κανόνες δωσιδικίας, ως εκδήλωση σεβασμού της ιδιωτικής αυτονομίας, είναι νόμιμη, βασίζεται στο άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012 και εγκαθιδρύει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Αγγλίας, η οποία, ενόψει του ότι δεν προκύπτει εν προκειμένω ότι τα μέρη επέλεξαν ρητά την κατάρτιση συμφωνίας, που υποδεικνύει ως αρμόδια περισσότερα του ενός δικαστήρια, ούτε άλλωστε από την ερμηνεία της συμφωνίας υποδεικνύεται διαφορετική επιθυμία των συμβαλλομένων, υπερισχύει της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Εξάλλου, με βάση τη lex fori δεν προκύπτει ότι υφίσταται οιοσδήποτε λόγος ακυρότητας της ως άνω συμφωνίας παρέκτασης. Τέλος, σημειώνεται ότι ναι μεν για να τεθεί σε εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 25 του Κανονισμού 1215/2012 απαιτείται η συμφωνία παρέκτασης της δικαιοδοσίας να γίνεται υπέρ δικαστηρίου κράτους μέλους της ΕΕ κι εν προκειμένω κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής η Αγγλία δεν αποτελεί πλέον κράτος μέλος της ΕΕ, πλην όμως κατά το χρόνο σύναψης των επίδικων συμβάσεων ασφάλισης (21-6-2013), στις οποίες εμπεριέχεται η συμφωνία παρέκτασης, η Αγγλία ήταν κράτος μέλος της ΕΕ και συνεπώς νομίμως ορίσθηκαν τα δικαστήρια αυτής ως παρεκτεινόμενα δικαστήρια. Κατόπιν τούτων, κι ενόψει του ότι πληρούται και η τυπική προϋπόθεση της ύπαρξης έγγραφης ρητής συμφωνίας των διαδίκων περί παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να απορριφθεί, ενώ δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ της εναγομένης, καθόσον λόγω της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε τέτοια. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους της εναγομένης άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας οριστικής απόφασης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εναγομένη στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την  8-12-2022                   , χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ