Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

3565/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 18η Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ιωάννη Νταλάκου (ΑΜ ΔΣΠ 3468) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Εταιρείας με την επωνυμία … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Επαμεινώνδα Ρέκκα (ΑΜ ΔΣΑ 10204) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 27-7-2022 ανακοπή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7049/3433/2022, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την κρινόμενη ανακοπή η ανακόπτουσα αλλοδαπή εταιρεία που εδρεύει στις …, ζητεί να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους, αφενός μεν η υπ’ αριθ. 254/2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 58.290 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων και η οποία (διαταγή πληρωμής) είχε εκδοθεί για απαίτηση της καθ’ ης, που προκύπτει από σύμβαση αναγνώρισης χρέους που είχε καταρτιστεί μεταξύ των διαδίκων, αφετέρου δε η από 6-7-2022 επιταγή προς πληρωμή που έχει τεθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής και όλη η επισπευδόμενη σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση ως και κάθε περαιτέρω πράξη αυτής, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή, στο δικόγραφο της οποίας παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, σωρεύονται ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής και ανακοπή κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (βλ. άρθρα 14 παρ. 2, 632 παρ. 1, 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α΄, 2, 3Α – Β περ. β΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς) κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 παρ. 2 εδ. β΄, 937 παρ. 3 σε συνδυασμό με 614 επ. ΚΠολΔ). Εξάλλου, το παρόν Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, δεδομένου ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από ελληνικό δικαστήριο, γεγονός που καθιστά κατά τόπον αρμόδιο βάσει του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ το Πρωτοδικείο Πειραιώς (ΜΠΠ 1964/2020-ΝΟΜΟΣ), επιπλέον δε τα δικαστήρια του Πειραιά έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία κατόπιν ειδικής προς τούτο συμφωνίας των διαδίκων, βάσει του υπ’ αριθ. 6 όρου του από 27-2-2019 ιδιωτικού συμφωνητικού τους, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Κανονισμός Βρυξέλλες Ια). Περαιτέρω, η ως άνω ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 632 παρ. 2 και 934 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ) τόσο κατά το μέρος που στρέφεται κατά της διαταγής πληρωμής, καθόσον η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 12-7-2022 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς … και η υπό κρίση ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την 28-7-2022 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών … όσο και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της επιταγής προς πληρωμή για λόγους που αφορούν στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και τους ισχυρισμούς των διαδίκων δεν προκύπτει ότι έχει επακολουθήσει άλλη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης μετά από αυτή. Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής και του νομίμου των λόγων της που άπτονται των τυπικών προϋποθέσεων έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής θα κριθούν αποκλειστικά με βάση το ελληνικό δίκαιο (lex fori), για τους λόγους δε της ανακοπής που βάλλουν κατά της απαίτησης, η οποία στην προκείμενη περίπτωση φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο που υποδεικνύεται από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και συγκεκριμένα πάλι το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο το οποίο ρητά επέλεξαν οι αντισυμβαλλόμενοι να διέπει την έννομη σχέση τους βάσει του όρου 6 του από 27-2-2019 ιδιωτικού συμφωνητικού που υπεγράφη μεταξύ τους, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι). Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 626 του ΚΠολΔ «1. Η διαταγή πληρωμής εκδίδεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου της απαίτησης. Η αίτηση κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και συντάσσεται κάτω από αυτήν έκθεση. 2. Η αίτηση πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή. 3. Στην αίτηση πρέπει να αναφέρονται και να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της». Η διάταξη του άρθρου 626 παρ. 2 ΚΠολΔ διαφοροποιείται από τη σχετική με το περιεχόμενο της αγωγής διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ και δεν απαιτεί, όπως εκείνη, τον ουσιαστικό ή συγκεκριμένο προσδιορισμό της ιστορικής βάσης, δηλαδή δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκείται στην έκθεση εκείνων μόνο των περιστατικών, που εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη του αντικειμένου της, του είδους και του τρόπου της γέννησής της και δικαιολογούν την ύπαρξη αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, προς τον αιτούντα (ΑΠ 999/2019-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 330/2012-Αρμ 2012/1431, ΑΠ 15/2007-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1512/2006-Αρμ. 2007/399, ΑΠ 1095/2005-ΕλλΔνη 2007/152, ΑΠ 1106/1994-ΕλλΔνη 1997/1074, ΕφΠειρ 256/2014-ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 58/2012-ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5483/2008-ΕλλΔνη 2009/834, ΕφΘεσ 110/2008-ΕπισκΕΔ 2008/740, Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Τ. II, υπό το άρθρο 626, στον αρ. παρ. 7). Είναι χαρακτηριστικό ότι στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 626 ΚΠολΔ δεν συμπεριελήφθη αναφορά και της αιτίας της απαίτησης ως στοιχείου που πρέπει να περιέχει το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής, όπως προβλεπόταν αρχικώς στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 155 του προσχεδίου Πολιτικής Δικονομίας του Εισηγητή (ΑΠ 30/2003-ΕλλΔνη 2003/1361, ΕφΑθ 3793/2006-ΝΟΜΟΣ, Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, γ΄ έκδ., σελ. 45). Στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, συνεπώς, αρκεί να εκτίθενται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γέννησής της, ώστε αυτά, υπαγόμενα από τον δικαστή σε ορισμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου να δικαιολογούν τη συγκεκριμένη οφειλή του καθ’ ου έναντι του αιτούντος (ΑΠ 1512/2006-ΕλλΔνη 2006/1650, ΑΠ 54/1990-ΕλλΔνη 1991/62, ΕφΔωδ 56/2002-ΔωδΝομ 2003/139, Παπαδάκης, Διαταγή πληρωμής, Θεωρία και Πράξη, α΄ έκδ., στον αρ. παρ. 17, υπό το στ. 2.1, σελ. 84, Διαμαντόπουλος, Ζητήματα διαταγής πληρωμής, σελ. 15-16). Εξάλλου, από τη συνδυασμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 626 παρ. 2, 630 εδ. δ΄ και ε΄ και 631 του ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία καταρτίζεται εγγράφως και αποτελεί μόνον τίτλο εκτελεστό, χωρίς να είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό (ΑΠ 1106/1994-ΕλλΔνη 1995/1074, ΕφΠειρ 599/1994-ΕλλΔνη 1995/665), απαιτείται, μεταξύ άλλων στοιχείων, να μνημονεύει το ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί, αλλά και την αιτία της πληρωμής. Η διάταξη του άρθρου 630 ΚΠολΔ είναι ειδικότερη των διατάξεων των άρθρων 300- 306 ΚΠολΔ, αφού η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, αλλά τίτλο εκτελεστό (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τ. II, υπό το άρθρο 630, στον αρ. παρ. 2). Ειδικότερα, για την αναφορά της αιτίας της πληρωμής στη διαταγή πληρωμής αρκεί ο προσδιορισμός του είδους της δικαιοπραξίας, από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση (πχ. δάνειο), έστω και συνοπτικά, αρκεί να μη δημιουργείται καμία αμφιβολία από όλο το περιεχόμενό της για την αιτία της πληρωμής, χωρίς να είναι αναγκαίο να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1825/2012-ΝοΒ 2013/1007, ΑΠ 15/2007-ΧρΙΔ 2007/426, ΑΠ 1094/2006-ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 492/2010-ΕπΕμπΔ 2010/1143, ΕφΑθ 3791/2008-ΕφΑΔ 2009/216, ΕφΠατρ 794/2008-ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3701/2004-ΕλλΔ/νη 2005/852). Περαιτέρω, αγωγή που στηρίζεται στην αιτιώδη αναγνώριση χρέους δεν χρειάζεται να προσδιορίζει το γενεσιουργό λόγο της βασικής σχέσης (βλ. ΑΠ 232/2009-ΧΡΙΔ 2010/258, ΑΠ 11/2005-ΕλλΔνη 2005/837, ΑΠ 1432/2005-ΕλλΔνη 2006/191, ΑΠ 779/2004-ΕΕμπΔ 2005/705, ΑΠ 1666/2003-ΕλλΔνη 2005/1716, ΕφΑθ 1487/2007-ΕλλΔνη 2008/299). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η αίτηση της καθ’ ης, επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ανέφερε ότι η ανακόπτουσα με βάση το από 27-2-2019 ιδιωτικό συμφωνητικό, αναγνώρισε την ύπαρξη οφειλής για εκτελεσθείσες εργασίες επισκευής του πλοίου ιδιοκτησίας της Α/Κ STAVROS με σημαία Togo, των οποίων το κόστος ανερχόταν στο ποσό των 143.810 ευρώ. Ότι η εν λόγω αίτηση πάσχει αοριστίας, επειδή δεν αναφέρει το χρόνο εκτέλεσης των εργασιών επί του πλοίου κι ότι συνεπεία της εν λόγω μη αναφοράς η ανακόπτουσα υφίσταται ζημία, καθόσον δεν της παρέχεται η δυνατότητα να προβάλει την ένσταση παραγραφής της αξίωσης της καθ’ ης και να ασκήσει το δικαίωμά της να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής. Με αυτό το περιεχόμενο, ωστόσο, ο υπό κρίση λόγος πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, για το ορισμένο της αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής απαιτείται έκθεση εκείνων μόνο των περιστατικών, που εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη του αντικειμένου της, του είδους και του τρόπου της γέννησής της και δικαιολογούν την ύπαρξη αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, προς τον αιτούντα, τα οποία εν προκειμένω εκτίθενται, ήτοι εκτίθεται η ύπαρξη απαίτησης από σύμβαση αναγνώρισης χρέους, χωρίς να απαιτείται να προσδιορίζονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία της απαίτησης, ήτοι του γενεσιουργού λόγου της βασικής σχέσης, δηλαδή εν προκειμένω της σύμβασης έργου που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κατά την διαδικασία των άρθρων 624 έως 636, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Τα έγγραφα αυτά, από τα οποία, δηλαδή προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Αν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, αν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα. Η έλλειψη της ανωτέρω ειδικής διαδικαστικής προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης στη δίκη ανακοπής, που ασκείται κατά το άρθρο 632ΚΠολΔ, ερευνάται από το Δικαστήριο μόνον όταν προβάλλεται με λόγο ανακοπής, δοθέντος ότι οι συγκεκριμένα προβαλλόμενοι με την ανακοπή λόγοι, είτε αφορούν στο κύρος της διαταγής πληρωμής, είτε στην ύπαρξη της απαίτησης, οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ Ολ 10/1997, ΑΠ 321/2017, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 294/2014, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, ως εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Έτσι, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση έγγραφη σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους (873 ΑΚ) ή σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους (άρθρ. 361 ΑΚ) (ΑΠ 51/2020, ΑΠ 60/2005, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β΄ του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ). Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι καταρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (άρθρο 280 ΑΚ) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β΄, 437, 156). Αν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΠ 1402/2018, ΑΠ 634/2014, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση, και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Στην πρώτη περίπτωση, αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του δεν μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 1086/12017, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 1279/2012, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν, στην περίπτωση αυτή, ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει καταρχήν να είναι έγκυρη (άρθρ. 437 ΑΚ) (ΟλΑΠ 5/2016, ΑΠ 913/2020, ΑΠ 598/2017, ΑΠ 1663/2013, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Εάν δε σκοπός της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους είναι, μεταξύ άλλων, και ο καθορισμός του ύψους της οφειλής, δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της οφειλής, αφού το ύψος εκείνου που αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση είναι το εφεξής οφειλόμενο (ΑΠ 232/2009-ΧΡΙΔ 2010/258). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, «η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνον αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο». Η παράγραφος αυτή της άνω διάταξης τάσσει ως περαιτέρω προϋποθέσεις έκδοσης της διαταγής πληρωμής τη βεβαιότητα και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης (βλ. Ποδηματά σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, τ. II., άρθρο 624, παρ. 1, σελ. 1163). Δεν είναι βεβαία η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει ότι αυτή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, πριν την πλήρωση της αίρεσης ή την πάροδο της προθεσμίας, αφού μέχρι τη συντέλεση των γεγονότων αυτών δεν υφίσταται υποχρέωση του οφειλέτη και αντίστοιχο δικαίωμα του δανειστή, προς ικανοποίηση του οποίου αποσκοπεί η αναγκαστική εκτέλεση. Η πλήρωση της αίρεσης ή η πάροδος της προθεσμίας, εφόσον στην τελευταία περίπτωση δεν μπορεί να βρεθεί ημερολογιακώς, πρέπει να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, που έχει αποδεικτική δύναμη, έναντι του οφειλέτη, σύμφωνα με τα άρθρα 432 επ. του ΚΠολΔ και το οποίο πρέπει να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ως συμπλήρωμα του εκτελεστού τίτλου, μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση, προκειμένου αυτός να μπορέσει να εναντιωθεί, ασκώντας ανακοπή κατά της εκτέλεσης. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν, είναι δε εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 1099/2010, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Η απαίτηση του δανειστή πρέπει να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, παρέχεται δε στον οφειλέτη, όταν εκδόθηκε σε βάρος του διαταγή πληρωμής ή επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων, με ανακοπή του, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ή αντίστοιχα κατά το 933 ΚΠολΔ, να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορίζεται από το δανειστή, δεν είναι εκείνο, που προκύπτει ως οφειλόμενο και δεν οφείλεται κανένα ποσό ή οφείλεται μικρότερο εκείνου που δηλώνει ο τελευταίος (ΠΠΗρ 115/2018-ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑ 8205/2017-ΝΟΜΟΣ). Τέλος, δεν επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση πολύ δε περισσότερο δεν επιτρέπεται η άσκηση πρόσθετων λόγων ανακοπής με το κατά το άρθρο 520 παράγραφος 2 δικόγραφο των προσθέτων λόγων έφεσης ακόμα και αν αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 527 (ΑΠ 1229/2007, ΑΠ 192/2005, ΕφΑθ 223/2022, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης των βασικών διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έκδοσή της, ήτοι λόγω του ότι η απαίτηση της καθ’ ης δεν αποδεικνύεται εγγράφως και δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Ότι ειδικότερα δεν προσκομίστηκε από την καθ’ ης ουδεμία έγγραφη απόδειξη για το ποσό το οποίο της έχει καταβάλει η ανακόπτουσα, ώστε εξ αυτού να προκύπτει με απλό μαθηματικό υπολογισμό το ακριβές ποσό χρημάτων που ισχυρίζεται ότι της οφείλει, ούτε βέβαια προσκομίστηκε σχετικό έγγραφο περί όχλησής της για την πληρωμή της δήθεν οφειλής της, ούτε για το ληξιπρόθεσμο, απαιτητό και εκκαθαρισμένο αυτής. Ότι το μοναδικό έγγραφο που προσκομίστηκε για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής ήταν το από 27-2-2019 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δεν αποτελεί αναγνώριση της σε αυτό περιγραφόμενης οφειλής, αλλά συμφωνία περί τμηματικής καταβολής πιστωμένου μέρους εργολαβικής αμοιβής της καθ’ ης, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται εγγράφως η απαίτηση της καθ’ ης και συνακόλουθα το ακριβές ποσό του υπολοίπου της οφειλής της ανακόπτουσας να μην είναι ορισμένο και εκκαθαρισμένο. Επιπλέον, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της καθ’ ης είναι ανεκκαθάριστη και για τον πρόσθετο λόγο ότι η έναρξη πληρωμής των δόσεων που συμφωνήθηκε με το προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της παρέλευσης 45 ημερών από την αναχώρηση του πλοίου από το ναυπηγείο της καθ’ ης κι ότι η καθ’ ης ουδόλως ανέφερε, ούτε απέδειξε εγγράφως αν πληρώθηκε και πότε η ως άνω αναβλητική αίρεση. Με αυτό το περιεχόμενο, ο υπό κρίση λόγος, ως προς το πρώτο σκέλος του είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Όσον αφορά όμως το δεύτερο σκέλος του, αναφορικά με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν επιτρέπεται η συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της καθ’ ης που νομότυπα εξετάστηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ανακόπτουσα είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … και η καθ’ ης ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την εκτέλεση επισκευαστικών εργασιών επί πλοίων και διατηρεί ναυπηγείο στο … Μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε η εκτέλεση εργασιών επισκευής επί του προαναφερθέντος πλοίου, έναντι εργολαβικού ανταλλάγματος υπέρ της καθ’ ης. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 2018 έως και τα τέλη Φεβρουαρίου 2019, το πλοίο παρέμεινε στο ναυπηγείο της καθ’ ης και διενεργήθηκαν επ’ αυτού οι εργασίες που αναλυτικά περιγράφονται στην επισυνημμένη στο από 27-2-2019 ιδιωτικό συμφωνητικό λίστα, το συνολικό κόστος των οποίων ανήλθε σε 143.810 ευρώ. Η ανακόπτουσα έναντι του ως άνω οφειλόμενου ποσού κατέβαλε στην καθ’ ης μέχρι και την 18η-2-2019 το ποσό των 67.520 ευρώ, εναπομείναντος έτσι υπολοίπου 76.290 ευρώ. Ωστόσο, λόγω οικονομικής αδυναμίας της ανακόπτουσας να καταβάλει εφάπαξ το παραπάνω ποσό, υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων το από 27-2-2019 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ορίστηκαν επί λέξει τα ακόλουθα: «1. Ο Εργολάβος (ήτοι η καθ’ ης) κατ’ εντολή του Εργοδότη (ήτοι της ανακόπτουσας), εκτέλεσε επί του Πλοίου τις εργασίες που περιγράφονται στη συνημμένη στην παρούσα από 18.02.2019 περιγραφή εργασιών και χρεώσεων που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των ευρώ Εκατόν Σαράντα Τριών χιλιάδων Οκτακοσίων Δέκα (ευρώ 143.810,00)  έναντι του οποίου ο Εργοδότης έχει καταβάλει ήδη το ποσό των Ευρώ Εξήντα Επτά χιλιάδων Πεντακοσίων Είκοσι (Ευρώ 67.520,00) και απομένει υπόλοιπο προς πληρωμή εξ Ευρώ Εβδομήντα Έξι χιλιάδων Διακοσίων Ενενήντα (Ευρώ 76.290,00) ως κατωτέρω:… 2. Ήδη σήμερα δια του παρόντος ο Εργοδότης συμφωνεί να καταβάλει στον Εργολάβο, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των πάσης φύσεως οφειλών του για επισκευή του Πλοίου, είτε διαλαμβάνονται στην ανωτέρω Περιγραφή Εργασιών είτε όχι που εκτελέσθηκαν κατά το χρόνο παραμονής του Πλοίου στο Ναυπηγείο της Εργολάβου το οφειλόμενο ποσό των Ευρώ Εβδομήντα Έξι χιλιάδων Διακοσίων Ενενήντα (Ευρώ 76.290,00) (Η Οφειλή) σε δεκαοκτώ (18) συνεχείς μηνιαίες δόσεις εκ των οποίων οι πρώτες δώδεκα (12) από ευρώ Τρεις Χιλιάδες (3.000,00) εκάστη και οι έξι (6) επόμενες συνεχείς μηνιαίες δόσεις από ευρώ Έξι Χιλιάδες Επτακόσιες Δεκαπέντε (6.715,00) εκάστη, αρχής γενομένης Σαράντα πέντε (45) ημέρες μετά τον απόπλου του Πλοίου από το Ναυπηγείο του Εργολάβου (επισυνάπτεται πίνακας δόσεων). 3. Σε εξασφάλιση της πλήρους και ακριβόχρονης εξοφλήσεως της Οφειλής η … θα παραχωρήσει ισόποση προσημείωση υποθήκης επί ενός οικοπέδου στη θέση … το οποίο απέκτησε δυνάμει της με αρ… Πράξης Αποδοχής Κληρονομίας (εκ διαθήκης) της συμβολαιογράφου …. 4. Ο Εργολάβος δηλώνει ότι υπό την προϋπόθεση της πιστής και ακριβόχρονης τήρησης των ανωτέρω δεσμεύσεων του Εργοδότη για την εξόφληση της οφειλής θα έχει εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς για όλες και κάθε αξίωση της εξ οιασδήποτε αιτίας για τις εργασίες επισκευής του Πλοίου και συνεπώς ουδεμία πλέον απαίτηση θα έχει ή θα διατηρεί κατά του Εργοδότη, των εκπροσώπων της, των πρακτόρων και προστηθέντων της Πλοιοκτήτριας από τις περιγραφόμενες στο παρόν απαιτήσεις της ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία μέχρι σήμερα και ο Εργοδότης δηλώνει ότι ουδεμία απαίτηση θα έχει ή διατηρεί κατά του Εργολάβου από τις περιγραφόμενες στο παρόν απαιτήσεις του ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία. 5. Οι συμβαλλόμενοι στο παρόν δηλώνουν ρητά και ανεπιφύλακτα ότι παραιτούνται από τη προσβολή και διάρρηξη του παρόντος για οποιονδήποτε λόγο και αιτία και ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις των άρθρων 178-179 και 388 ΑΚ εκτός των αναφερομένων στο παρόν. 6. Το παρόν διέπεται από το Ελληνικό Δίκαιο και για κάθε διαφορά που ήθελε προκύψει για την ερμηνεία και την εκτέλεση του αποκλειστικά αρμόδια τυγχάνουν τα δικαστήρια του Πειραιά». Περαιτέρω, στην τελευταία σελίδα του ως άνω συμφωνητικού συμπεριλήφθηκε πίνακας δόσεων, βάσει του οποίου ήταν καταβλητέα: η πρώτη δόση ποσού 3.000 ευρώ την 10-15/4/2019, η δεύτερη δόση ποσού 3.000 ευρώ την 10-15/5/2019, η τρίτη δόση ποσού 3.000 ευρώ την 10-15/6/2019, η τέταρτη δόση ποσού 3.000 ευρώ την 10-15/7/2019, η πέμπτη δόση ποσού 3.000 ευρώ την 10-15/8/2019, η έκτη δόση ποσού 3.000 ευρώ την 10-15/9/2019, η έβδομη δόση ποσού 3.000 ευρώ την 10-15/10/2019, η όγδοη δόση ποσού 3.000 ευρώ την 10-15/11/2019, η ένατη δόση ποσού 3.000 ευρώ την 10-15/12/2019, η δέκατη δόση ποσού 3.000 ευρώ την 10-15/1/2020, η ενδέκατη δόση ποσού 3.000 ευρώ την 10-15/2/2020, η δωδέκατη δόση ποσού 3.000 ευρώ την 10-15/3/2020, η δέκατη τρίτη δόση ποσού 6.715 ευρώ την 10-15/4/2020, η δέκατη τέταρτη δόση ποσού 6.715 ευρώ την 10-15/5/2020, η δέκατη πέμπτη δόση ποσού 6.715 ευρώ την 10-15/6/2020, η δέκατη έκτη δόση ποσού 6.715 ευρώ την 10-15/7/2020, η δέκατη έβδομη δόση ποσού 6.715 ευρώ την 10-15/8/2020 και η δέκατη όγδοη δόση ποσού 6.715 ευρώ την 10-15/9/2020. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα υπήρξε συνεπής μόνον ως προς την καταβολή των πρώτων έξι δόσεων ποσού 3.000 ευρώ εκάστης, ήτοι κατέβαλε συνολικά στην καθ’ ης το ποσό των 18.000 ευρώ, ενώ δεν κατέβαλε τις υπόλοιπες δώδεκα δόσεις, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές. Κατόπιν τούτου, η καθ’ ης υπέβαλε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-6-2022 αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, δια της οποίας επικαλούμενη ότι η ανακόπτουσα είχε προβεί σε αφηρημένη αναγνώριση χρέους, κατ’ άρθρο 873 ΑΚ, ζητούσε την καταδίκη της στην καταβολή του ανεξόφλητου ποσού, που ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 58.290 ευρώ. Επί της ως άνω αίτησης εκδόθηκε η ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. 254/4-7-2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δια της οποίας διατάχθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 58.290 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης εκάστης δόσης, καθώς και το ποσό των 3.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Στη συνέχεια η καθ’ ης εξέδωσε το υπ’ αριθ. 245/2022 πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής, αντίγραφο του οποίου με την ανακοπτόμενη από 6-7-2022 επιταγή για εκτέλεση επέδωσε στην ανακόπτουσα την 12η-7-2022. Με το δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό δεν διαλαμβάνεται αναγνώριση χρέους, αλλά απλή επιβεβαιωτική δήλωση (εξώδικη ομολογία) της υφιστάμενης ενοχής και συμφωνία του τρόπου αποπληρωμής του πιστωμένου τιμήματος της οφειλής της κι ότι ως εκ τούτου δεν αποδεικνύεται εγγράφως η απαίτηση της καθ’ ης. Ωστόσο, ο λόγος αυτός ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Τούτο διότι από το περιεχόμενο του από 27-2-2019 ιδιωτικού συμφωνητικού αποδεικνύεται ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε αιτιώδης αναγνώριση χρέους, κατά την προαναφερθείσα στη μείζονα σκέψη έννοια του άρθρου 361, η οποία αποτελεί, κατά τη σαφή βούλησή τους, αυτοτελή βάση ενοχής. Το αιτιώδες εξάγεται από την αναφορά της αιτίας δηλαδή της σύμβασης έργου και την επισύναψη της από 18-2-2019 περιγραφής εργασιών και χρεώσεων στο ως άνω συμφωνητικό. Η βούληση των συμβαλλομένων, η σύμβαση δηλαδή αυτή να μην αποτελεί απλώς επιβεβαίωση προϋπάρχουσας ενοχής ή εξώδικη ομολογία οφειλής, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η ανακόπτουσα, αλλά να ιδρυθεί νέα ενοχική σχέση, συνάγεται, αναμφίβολα, από το περιεχόμενο του συμφωνητικού, η διαμόρφωση του οποίου δεν θα ήταν απαραίτητη σε διαφορετική περίπτωση, αλλά και από το γεγονός ότι τούτο επικαλείται στην υποβληθείσα προς έκδοση διαταγής πληρωμής αίτησή της η καθ’ ης η ανακοπή. Ακόμη, από το γεγονός, ότι η ανακόπτουσα, αναφορικά προς την υπάρχουσα οφειλή, ανέλαβε νέες υποχρεώσεις δια του ως άνω συμφωνητικού και δη να παραχωρήσει ισόποση προσημείωση υποθήκης επί ακινήτου ιδιοκτησίας της μητέρας της νομίμου εκπροσώπου της. Επίσης, ενισχυτικό της κρίσης του Δικαστηρίου ότι μεταξύ των διαδίκων συνήφθη έγγραφη αιτιώδης αναγνώριση χρέους, δια της οποίας θέλησαν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία και απαλλαγμένη από ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, αποτελεί το γεγονός ότι αμφότερες οι πλευρές παραιτήθηκαν από την προσβολή και διάρρηξη του ως άνω συμφωνητικού για οποιονδήποτε λόγο και αιτία (βλ. ΜΠΑ 3279/2013-ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, δεν εξετάζεται, πλέον, η παλαιά ενοχή, από την οποία η ανακόπτουσα δεν μπορεί να προβάλει πλέον ενστάσεις, ενώ ενόψει του ότι αποδείχθηκε ότι σκοπός της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους ήταν, μεταξύ άλλων, και ο καθορισμός του ύψους της οφειλής, δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της οφειλής, αφού το ύψος εκείνου που αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση είναι το εφεξής οφειλόμενο. Κατόπιν τούτου, υφίσταται έγγραφη απόδειξη της απαίτησης της καθ’ ης, η οποία είναι και βέβαιη και εκκαθαρισμένη, ενώ δεν απαιτείτο να αποδειχθεί εγγράφως η καταβολή εκ μέρους της ανακόπτουσας των έξι δόσεων συνολικού ποσού 18.000 ευρώ, καθόσον η διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ θέτει ως θετική διαδικαστική προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής να αποδεικνύεται από ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο η απαίτηση του αιτούντος και το οφειλόμενο ποσό, προϋπόθεση, που όπως προαναφέρθηκε, πληρούται εν προκειμένω, αφού για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής προσκομίστηκε το από 27-2-2019 ιδιωτικό συμφωνητικό που περιέχει αιτιώδη αναγνώριση του χρέους της ανακόπτουσας προς την καθ’ ης για το ποσό των 76.290 ευρώ, έναντι του οποίου συνομολογεί η καθ’ ης ότι της καταβλήθηκε από την ανακόπτουσα το ποσό των 18.000 ευρώ, εναπομείναντος έτσι υπολοίπου αναγνωρισμένης οφειλής ποσού 58.290 ευρώ. Κατόπιν τούτων, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση ανακοπής πρέπει να απορριφθεί.

Με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της καθ’ ης από την προμήθεια ανταλλακτικών και τις εργασίες επισκευής που πραγματοποιήθηκαν επί του πλοίου έχει υποπέσει στην κατ’ άρθρο 289 περ. 3 και 291 του ΚΙΝΔ ενιαύσια παραγραφή πριν από το χρόνο έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, για το λόγο δε αυτό η τελευταία τυγχάνει ακυρωτέα. Ότι ειδικότερα η ως άνω παραγραφή άρχισε την 1η-1-2020, μετά την από 27-2-2019 αναγνώριση χρέους και συμπληρώθηκε την 31η-12-2020, άλλως ότι αν δεν γίνει δεκτή ως ημερομηνία έναρξης της παραγραφής η ημερομηνία κατάρτισης του συμφωνητικού, αλλά η ημερομηνία που εκάστη δόση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, τότε η ενιαύσια παραγραφή της 7ης, 8ης και 9ης δόσης άρχισε την 1η-1-2020 και συμπληρώθηκε την 31η-12-2020, η δε παραγραφή των υπόλοιπων ανεξόφλητων δόσεων άρχισε την 1η-1-2021 και συμπληρώθηκε την 31η-12-2021, άλλως και επικουρικότερα ότι αν ως ημερομηνία έναρξης της παραγραφής θεωρηθεί η ημερομηνία που η τελευταία δόση κατέστη ληξιπρόθεσμη, τότε η ενιαύσια παραγραφή άρχισε την 1η-1-2021 και συμπληρώθηκε την 31η-12-2021. Με αυτό το περιεχόμενο, ωστόσο, ο τρίτος λόγος της ένδικης ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν ανωτέρω, η σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων ίδρυσε νέα, αυτοτελή και ανεξάρτητη από την αιτία βάση υποχρεώσεως, με συνέπεια η ανακόπτουσα που αναγνώρισε την από ορισμένη αιτία οφειλή της να μη μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία, η δε επίδικη αξίωση της καθ’ ης, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, θεμελιώνεται στη συναφθείσα σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους κι ως εκ τούτου υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή (βλ. ΑΠ 595/1999-ΕλλΔνη 41/34). Κατόπιν δε της απόρριψης του ως άνω λόγου παρέλκει η έρευνα της αντένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της παραγραφής που υπέβαλε η καθ’ ης με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος ερευνητέος λόγος ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή στο σύνολό της, να επικυρωθεί η υπ’ αριθ. 254/4-7-2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της με τις προτάσεις της, σε βάρος της ανακόπτουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή κατά της υπ’ αριθ. 254/4-7-2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου αυτής από 6-7-2022 επιταγής προς πληρωμή.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. 254/4-7-2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την                      2022.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ