Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

3567/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 20η Σεπτεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο …, … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ευάγγελου Κώνστα (ΑΜ ΔΣΠ 4383), κατοίκου … και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στον … επί της … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ιωάννη Τζίφα (ΑΜ ΔΣΑ 10711), κατοίκου … και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-2-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1002/540/10-2-2021 αγωγή, η οποία είχε προσδιοριστεί να εκδικασθεί κατά τη δικάσιμο της 21ης-9-2021, ότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε. Ήδη η ενάγουσα επαναφέρει την ως άνω υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση με την από 29-9-2021 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7571/3394/29-9-2021 κλήση, η οποία μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 29-9-2021 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7571/3394/29-9-2021 κλήση, η από 10-2-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 1002/540/10-2-2021 αγωγή, η οποία είχε προσδιοριστεί να εκδικασθεί κατά τη δικάσιμο της 21ης-9-2021, ότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε. Σημειώνεται ότι η ένδικη κλήση για επαναφορά της συζήτησης της υπόθεσης κατατέθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός 60 ημερών από τη ματαίωση της συζήτησής της, όπως όριζε το άρθρο 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του από το άρθρο 16 του Ν. 4842/2021.

Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 537 και 540 του ΑΚ, όπως τα τελευταία τέσσερα ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους από το Ν. 4967/2022, προκύπτουν τα ακόλουθα: ο πωλητής ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του αν το πράγμα, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, ήτοι κατά το χρόνο παράδοσής του σε αυτόν, έχει πραγματικά ελαττώματα ή στερείται τις συνομολογημένες ιδιότητες. Το ελάττωμα ή η έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας που διαπιστώνεται μέσα σε έξι μήνες από την παράδοση του πράγματος τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά την παράδοση, εκτός αν τούτο δεν συμβιβάζεται με τη φύση του πράγματος που πουλήθηκε ή με τη φύση του ελαττώματος ή της έλλειψης. Ο αγοραστής στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, δικαιούται, κατ’ επιλογή του, είτε να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν μία τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Ως ιδιότητα δε του πράγματος θεωρείται, όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκειά της, επιδρά, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος, ενώ ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών ότι το πράγμα έχει τη συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψή της (ΑΠ 1381/2013, 575/2013, 654/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάστασή του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού (ΟλΑΠ 29/1990-ΕΕΝ 1990/445, ΑΠ 1544/2008-ΝοΒ 2009/434, ΕφΑθ 6910/2007-ΕλλΔνη 2008/618, ΕφΑθ 2464/2005-ΔΕΕ 2005/1321, Κορνηλάκης, ο.π. σελ. 226 και 243). Πότε ο πωλητής δεν εκπληρώνει την απορρέουσα από το άρθρο 534 ΑΚ υποχρέωσή του, ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 535 του ΑΚ, κατά την οποία αυτό συμβαίνει, αν το πράγμα που παραδίδει στον αγοραστή δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση, ενώ ακολούθως απαριθμούνται στην ίδια διάταξη ενδεικτικά μόνον ορισμένα κριτήρια, που συνιστούν κριτήρια εννοιολογικού προσδιορισμού της ελαττωματικότητας του πράγματος. Η παροχή πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή με πραγματικά ελαττώματα ή χωρίς τις συμφωνημένες ιδιότητες, είναι θεμελιωτική της ευθύνης του λόγω μη εκπλήρωσης, η οποία υπόκειται στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 537 του ΑΚ, που βασικά αναφέρεται σε γνήσια αντικειμενική ευθύνη και παρέχει στον αγοραστή, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα να απαιτήσει την αντικατάσταση του πράγματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 543 του ΑΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του από το άρθρο 45 του Ν. 4967/2022: “Αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή”. Από τις διατάξεις του παραπάνω άρθρου συνάγεται ότι εφόσον η προβλεπόμενη από αυτές αποζημίωση οφείλεται στο πλαίσιο της συμβατικής ευθύνης του πωλητή λόγω της ελαττωματικότητας του πράγματος (παράβαση κύριας συμβατικής υποχρέωσης), συνιστά περίπτωση θετικού διαφέροντος, που αποσκοπεί, καλύπτοντας τόσο τις θετικές ζημίες όσο και το διαφυγόν κέρδος του αγοραστή, να τον φέρει (οικονομικά) στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα. Τέλος, η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, είναι δυνατόν όμως μια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση, που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη αυτή θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (ΟλΑΠ 969/1973). Επομένως, η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή η έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητος του πωληθέντος πράγματος δεν ιδρύει, καθαυτή, ευθύνη από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού χωρίς τη συμβατική σχέση δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Όταν όμως συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, που μαζί με τη συμβατική παράβαση συνθέτουν διάφορο ιστορικό γεγονός, ικανό κατά το άρθρο 914 ΑΚ για την πλήρωση του πραγματικού της αδικοπραξίας, τότε πρόκειται για σώρευση αξιώσεων, για παράβαση της σύμβασης και από αδικοπραξία, οι οποίες μπορούν να ασκηθούν παράλληλα, όχι όμως να ικανοποιηθούν και οι δύο, διότι η ικανοποίηση της μιας καθιστά την άλλη χωρίς αντικείμενο. Όπως, όταν ο πωλητής αποσιωπά δολίως την ύπαρξη του ελαττώματος από τον αγοραστή ή την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον τελευταίο και συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, τα οποία, μαζί με τη συμβατική παράβαση, συνθέτουν το πραγματικό της αδικοπραξίας και, συγκεκριμένα, της αστικής απάτης (άρθρα 147 και 149 ΑΚ). Έτσι, δόλια αποσιώπηση υπάρχει όταν ο πωλητής, κατά τον παραπάνω χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή, ενώ, πλην άλλων, γνωρίζει την ύπαρξη ουσιώδους πραγματικού ελαττώματος ή την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας και επιπλέον ότι η ανακοίνωσή του στον αγοραστή που το αγνοεί, θα απέτρεπε αυτόν από την αγορά, δεν του το ανακοινώνει, όπως από την καλή πίστη και την μεταξύ τους, λόγω των ανωτέρω ιδιοτήτων τους, σχέση επιβαλλόταν (ΑΠ 752/1994 ΕλλΔνη 36.866, ΜΠΘεσ 36243/2009 Α` δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση και εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία του πωλητή θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος κατά το χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μεταβαίνει στον αγοραστή να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή, με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη του ελαττώματος του πράγματος, ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί επιβάλλεται από την καλή πίστη ή την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή (ΑΠ 1190/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 25/1998 ΝοΒ 47.391, ΕΑ 1274/2011 ΕπισκΕμπΔικ 2011.845, ΕΑ 3715/2009 ΔΕΕ 2009.1244, ΕφΘεσ 867/2008 Αρμ 2009.362). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των άρθρων 111 παρ.2, 118 αρ.4, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (ΑΠ 768/1985-ΕΕΝ 1986/275, ΕφΑθ 5788/1992-Δ 1993/686, ΕφΛαρ 233/1992-ΕλλΔνη 1992/1500), προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός της ακριβούς περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς και το ορισμένο αίτημά της, επιπλέον σαφή έκθεση των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, η δε έλλειψη ή ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από αυτά (αοριστία) συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία ως αναγόμενη στη δημοσία τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Υπό τον ΚΠολΔ απαιτείται να τίθενται υπόψη του Δικαστηρίου κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα γεγονότα, τα οποία, κατά τον νόμο, θεμελιώνουν το δικαίωμα του οποίου ζητείται η προστασία με την αγωγή, κατά τρόπο σαφή και ειδικό, ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου της αγωγής, για να τάξει τις αναγκαίες αποδείξεις (ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35.1582). Όταν στην αγωγή δεν περιέχονται τα ανωτέρω γεγονότα ή περιέχονται μεν, πλην όμως ασαφή ή ελλιπή, τότε η έλλειψη καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και εντεύθεν απορριπτέα, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας είτε κατόπιν προβολής ένστασης είτε αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα αναγόμενο στην προδικασία (ΚΠολΔ 111, 159 – ΑΠ 365/2000-ΕλλΔνη 41/1301, ΑΠ 718/1998-ΕλλΔνη 40/575, ΕφΘεσ 2472/1995-ΕλλΔνη 38/1161). Η αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο εγγράφων ή τους μάρτυρες της δίκης ούτε από εκτίμηση αποδείξεων (ΑΠ 305/2001-ΕλλΔνη 42/1318, ΑΠ 1363/1997-ΕλλΔνη 1998/325, ΕφΑθ 8609/1999-ΕλλΔνη 42/1395, ΕφΘεσ 690/1997-ΕπΕμπΔ 1998/189). Ποια είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής, που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψή της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 412/1986-ΕλλΔνη 28/440, ΕφΘεσ 2472/1995-ΕλλΔνη 38/1161, ΠΠΘεσ 21205/1996-Αρμ 1997/239). Για τη θεμελίωση και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων θα πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσής του. Ειδικότερα, για την υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, απαιτείται να εκτίθενται και πραγματικά περιστατικά που να τη θεμελιώνουν, είτε με τη μορφή του δόλου είτε με τη μορφή της αμέλειας, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή, ότι από την παράνομη ενέργεια του εναγομένου επήλθε κάποιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1863/2007, ΕφΠατρ 658/2004, ΕφΛαρ 284/2004, ΕφΑθ 3534/2003, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό αγγλική σημαία σκάφους αναψυχής «…», που είναι εγγεγραμμένο στο νηολόγιο …. Ότι κατόπιν της από 29-11-2019 προσφοράς της εναγομένης, την οποία αποδέχτηκε, συμφώνησαν, μεταξύ άλλων, να προβεί η εναγομένη στην αντικατάσταση των δεκαέξι (16) συνολικά εγχυτήρων καυσίμου της δεξιάς κύριας μηχανής του σκάφους. Ότι οι σχετικές εργασίες ολοκληρώθηκαν στα μέσα Φεβρουαρίου 2020 κι ότι γι’ αυτές εκδόθηκε από την εναγομένη το υπ’ αριθ. …/5-3-2020 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής, συνολικής αξίας 44.376,95 ευρώ, το οποίο εξόφλησε η ενάγουσα. Ότι στις αρχές Ιουνίου 2020 κι ενόσω οι ώρες πλεύσης του σκάφους ήταν ελάχιστες παρουσιάστηκε ξαφνικά διαρροή καυσίμου σε έναν από τους νέους 16 εγχυτήρες της δεξιάς κύριας μηχανής, ο οποίος αντικαταστάθηκε αμέσως από τεχνικούς της εναγομένης. Ότι ομοίως περί τα τέλη Αυγούστου του ίδιου έτους παρουσιάστηκε εκ νέου διαρροή σε δύο άλλους εγχυτήρες, οι οποίοι αμέσως αντικαταστάθηκαν από την εναγομένη. Ότι επειδή η ενάγουσα θεώρησε πολύ πιθανό όλη η σειρά παραγωγής των εν λόγω εγχυτήρων καυσίμου να είναι ελαττωματική ζήτησε από την εναγομένη με την από 14-10-2020 εξώδικη δήλωσή της να προβεί σε αντικατάσταση και των υπόλοιπων δέκα τριών (13) εγχυτήρων καυσίμου της δεξιάς κύριας μηχανής και να επεκτείνει το χρόνο εγγύησης των εν λόγω ανταλλακτικών για ένα ακόμη έτος. Ότι η εναγομένη με την από 26-10-2020 εξώδικη απάντηση- δήλωση της δήλωσε ότι δεν προτίθεται να αντικαταστήσει τους λοιπούς μη ελαττωματικούς εγχυτήρες και δεν δύναται να επεκτείνει το χρόνο εγγύησης. Ότι κατόπιν τούτου αποφάσισε (η ενάγουσα) να προβεί σε διαδικασία επιθεώρησης-ελέγχου της δεξιάς κύριας μηχανής του σκάφους, την οποία ανέθεσε σε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο στην Ελλάδα της αλλοδαπής κατασκευάστριας της μηχανής εταιρείας, ήτοι στην εταιρεία «….», ενώ κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης παραστάθηκε τεχνικός σύμβουλος της ενάγουσας κι επιπλέον ναυπηγός μηχανολόγος, των οποίων η παρουσία ήταν απαραίτητη λόγω των εξειδικευμένων γνώσεών τους επί της λειτουργίας του σκάφους. Ότι για τη διενέργεια της επιθεώρησης η ενάγουσα υποβλήθηκε σε έξοδα κι ειδικότερα αναγκάστηκε να καταβάλει το ποσό των: α) 3.583,60 ευρώ στην εταιρεία «….», β) 953,03 ευρώ στον τεχνικό σύμβουλο, γ) 2.170 στο ναυπηγό μηχανολόγο και δ) 1.795,72 ευρώ για τα καύσιμα του σκάφους, καθότι η διαδικασία επιθεώρησης πραγματοποιήθηκε εν πλω. Ότι ο διενεργηθείς έλεγχος κατέδειξε ότι οι δύο από τους τρεις εγχυτήρες καυσίμου που είχαν αντικατασταθεί από τους τεχνικούς της εναγομένης, λόγω των ελαττωμάτων που παρουσίασαν οι αρχικώς τοποθετηθέντες, ήταν ανακατασκευασμένοι, γεγονός για το οποίο ουδέποτε τους ενημέρωσε η εναγομένη, η οποία αντιθέτως τους παρίστανε ψευδώς ότι επρόκειτο περί καινούριων. Ότι ακολούθως κάλεσε την εναγομένη με την από 24-11-2020 εξώδικη δήλωση να προβεί σε άμεση αντικατάσταση των δύο ανακατασκευασμένων εγχυτήρων καυσίμου, πλην όμως δεν έλαβε καμία απάντηση από αυτήν. Ότι κατόπιν τούτου ανέθεσε την αντικατάσταση των παραπάνω εγχυτήρων με καινούριους στην εταιρεία «….», στην οποία κατέβαλε για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 6.812,88 ευρώ. Ότι η ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία αντίκειται στην έννοια της καλής πίστης και συνιστά εξαπάτηση της ενάγουσας, προκάλεσε στην τελευταία ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται να λάβει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 7.000 ευρώ. Ότι κατόπιν τούτων η εναγομένη ευθύνεται έναντι της ενάγουσας τόσο ενδοσυμβατικά, όσο και αδικοπρακτικά. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 22.315,23 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης ως δικαστήριο κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την έδρα της η εναγόμενη εταιρεία (άρθρα 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 62 παρ.1, 63 παρ.1, 66 παρ.1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»). Ακολούθως, η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 33, 35 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, ενόψει του ότι με την ένδικη αγωγή εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την εν λόγω διαφορά είναι το ελληνικό, ως το δίκαιο της χώρας όπου εδρεύει κι έχει την κεντρική της διοίκηση η πωλήτρια εναγόμενη εταιρεία, ως προς τη νομική βάση της αγωγής που ερείδεται στις διατάξεις περί πώλησης (βλ. άρθρα 1, 2, 4 παρ.1α΄, 12, 19, 28, 29 του Κανονισμού της ΕΕ 593/2008-Ρώμη Ι), καθώς και ως το δίκαιο της χώρας, με την οποία η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό, καθότι η εναγομένη έχει την έδρα της στην ημεδαπή και ελληνική ιθαγένεια, η επίδικη σύμβαση πώλησης (χαρακτηριστική παροχή/characteristic performance) συνήφθη στην Ελλάδα, αλλά και η αδικοπραξία (απάτη) που επικαλείται η ενάγουσα εκ μέρους της εναγομένης φέρεται ότι έλαβε χώρα σε βάρος της στην ημεδαπή, ως προς τη νομική βάση της αγωγής που ερείδεται στις διατάξεις περί αδικοπραξίας (βλ. άρθρα 1, 2, 3, 4 παρ. 3, 16, 17, 23, 31, 32 του Κανονισμού της ΕΕ 864/2007–Ρώμη ΙΙ). Με βάση, επομένως, το ελληνικό δίκαιο, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 287, 288, 297, 298, 340, 346, 361, 513, 522, 534, 535, 537, 540, 543 ΑΚ, ως τα πέντε τελευταία ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους από τις διατάξεις του Ν. 4967/2022, 176, 218, 907 και 908 παρ. 1 περ. στ΄ ΚΠολΔ αναφορικά με τη νομική βάση της που στηρίζεται στη σύμβαση πώλησης. Ωστόσο, καθ’ ο μέρος η αγωγή επιχειρείται να στηριχθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη, καθόσον η ενάγουσα δεν εκθέτει κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, πραγματικά περιστατικά περί παραπλάνησης και εξαπάτησής της εκ μέρους των προστηθέντων της εναγομένης, ώστε να δύναται να στοιχειοθετηθεί περίπτωση απάτης, μη συντρεχουσών των προϋποθέσεων του νόμου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας, αντιθέτως εκθέτει εντελώς αορίστως, γενικόλογα και επιγραμματικά, περί της ψευδούς παράστασης εκ μέρους της εναγομένης ότι οι εν λόγω εγχυτήρες ήταν καινούριοι, αποδίδοντας εν γένει την ευθύνη της εναγομένης στο πλαίσιο των συμβατικών ευθυνών-υποχρεώσεών της για προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής, μην αναφέροντας όμως ειδικότερα πραγματικά περιστατικά απάτης, γεγονός που προκαλεί ασάφεια και σύγχυση στον έλεγχο αυτών κατά νόμω και κατ’ ουσίαν, αλλά και αδυναμία αντίκρουσής τους από την εναγόμενη εταιρεία, με προβολή των ανταποδεικτικών και αμυντικών ισχυρισμών της (ΠΠΑ 4495/2010, ΜΠΧίου 91/2016, ΜΠΡοδ 20/2012, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, δεν αναφέρει η ενάγουσα τα μέσα ή τεχνάσματα που χρησιμοποίησε δολίως η εναγομένη ώστε να προκαλέσει, ενισχύσει ή διατηρήσει την πεπλανημένη αντίληψή της ότι οι τοποθετηθέντες εγχυτήρες ήταν καινούριοι, ούτε άλλωστε εκθέτει πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν, είτε με τη μορφή του δόλου είτε με τη μορφή της αμέλειας, την υπαιτιότητα της ζημιώσασας εναγομένης, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή, ότι από την παράνομη ενέργεια του εναγομένου επήλθε κάποιο αποτέλεσμα. Η αοριστία αυτή αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενη υπό του Δικαστηρίου ως ζήτημα δημόσιας τάξης, είναι αθεράπευτη με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση της ενάγουσας, καθώς και με την αποδεικτική διαδικασία, με συνέπεια να καθίσταται η αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας ως προς τη συγκεκριμένη αδικοπρακτική νομική βάση, διότι δεν αναφέρονται σ’ αυτήν τα ειδικά δικαιοπαραγωγικά νομικά και πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία κατά τον νόμο για την παραγωγή του διωκόμενου αγωγικού δικαιώματος (άρθρα 111, 118, 216 ΚΠολΔ, 147επ., 914 ΑΚ), (ΑΠ 1635/2008, ΑΠ 1056/2002, ΑΠ 216/2002, ΑΠ 1363/1997, ΑΠ 560/1979, ΕφΑθ 6731/2009, ΕφΑθ 8511/2005, ΕφΑθ 8660/2002, ΕφΘεσ 2462/1990, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, η αξίωση της ενάγουσας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι αόριστη, σε κάθε δε περίπτωση μη νόμιμη, διότι δεν εκτίθενται επιπλέον ή διαφορετικά πραγματικά περιστατικά αδικοπραξίας τελεσθείσας εκ μέρους της εναγομένης σε βάρος της, πέραν των όσων αφορούν ήδη και μόνο τη συμβατική ευθύνη εκπλήρωσης της συμφωνηθείσας εκ μέρους τους παροχής από τη μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση πώλησης, η δε επιδίκαση τέτοιας αξίωσης προϋποθέτει τη στοιχειοθέτηση αυτοτελώς αδικοπραξίας από τον υπόχρεο σε βάρος του δικαιούχου αυτής, δεν δικαιολογείται δε από την παραβίαση και μόνο συμβατικής υποχρέωσης μεταξύ των συμβαλλομένων. Μόνη δε η παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του πωλητή δεν συνιστά οπωσδήποτε και αδικοπραξία υπό οποιαδήποτε μορφή αυτής ούτε και απάτη σε βάρος της ενάγουσας αγοράστριας. Η επίκληση της αξίωσης από την ΑΚ 932, η οποία προϋποθέτει τη θεμελίωση αδικοπραξίας κατά την ΑΚ 914, αφενός μεν, δεν συμβαδίζει με την ενδοσυμβατική ευθύνη από τη σύμβαση πώλησης, στην οποία εδράζεται πλέον η κρινόμενη αγωγή, μετά την κατά τα άνω απόρριψη της αδικοπρακτικής νομικής της βάσης, αφετέρου δε, η ενάγουσα δεν επικαλείται συγκεκριμένα και ειδικά αδικοπρακτικά πραγματικά περιστατικά που να συνάδουν και να στοιχειοθετούν αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, το οποίο αποτελεί σε κάθε περίπτωση αναγκαίο πρόκριμμα για τη νόμιμη θεμελίωση της αξίωσής της από χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΚ 932). Συνακόλουθα, η αξίωση της ενάγουσας για χρηματική της ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη συμπεριφορά της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί μαζί με τη νομική βάση περί αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας ένεκα περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας (άρθρο 914 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 147επ. ΑΚ και 386 ΠΚ), στην έκταση δε που στην αγωγή ουδόλως εκτίθενται έτερα περιστατικά περί αδικοπραξίας της εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και σαφή, ώστε στοιχειοθετουμένης της νομικής βάσης της αδικοπραξίας κατ’ άρθρα 914 επ. και 147επ. ΑΚ, 386 ΠΚ να δικαιούται η ενάγουσα επιδίκασης αξίωσης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ έναντι της εναγομένης, δεδομένου ότι η παραβίαση και μόνο συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους της εναγομένης σε βάρος της, λόγω μη εκπλήρωσης της οφειλόμενης παροχής εκ μέρους της για πώληση πράγματος ανταποκρινόμενου στη σύμβαση πώλησης, ήτοι χωρίς πραγματικά ελαττώματα και με τις συνομολογημένες ιδιότητες, δεν συνιστά αδικοπραξία ούτε είναι δυνατόν από την επικαλούμενη συμβατική ευθύνη της εναγομένης να ανακύψει αδικοπρακτική ευθύνη της έναντι της ενάγουσας από τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται η από 4-2-2021 έγγραφη ενημέρωση του νόμιμου εκπρόσωπου της ενάγουσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της για τη δυνατότητα επίλυσης της ένδικης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 και β) καταβλήθηκε το αντίστοιχο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπό τον κωδικό 44784308195203080076 e-παράβολο της ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από 5-1-2022 απόδειξη εκτέλεσης συναλλαγής της Τράπεζας Πειραιώς).

Από τις νομίμως προσαγόμενες από την ενάγουσα υπ’ αριθ. 12.411/25-11-2021 και 12.414/26-11-2021 ένορκες βεβαιώσεις του … και του …, αντίστοιχα, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίας συζ. Γεωργίου Αγγελόπουλου, το γένος Βασιλείου Κατσιγιάννη, οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών κλήσης της εναγομένης (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. 8401Γ/22-11-2021 και 8402Γ/22-11-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Παναγιώτη Νταραγιάννη), τη νομίμως προσαγόμενη από την εναγομένη υπ’ αριθ. 1/3-1-2022 ένορκη βεβαίωση του Δημήτριου Εμμανουήλ ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών κλήσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. 7922β/28-12-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς Καλλιρρόης Καζατζοπούλου), καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του υπό αγγλική σημαία σκάφους αναψυχής «CHERRY BLOSSOM», νηολογημένου στο Λονδίνο, με αριθμό νηολογίου 916558. Η εναγόμενη εταιρεία ασχολείται με την εμπορία μηχανημάτων και οργάνων, παντός είδους εργαλείων, ανταλλακτικών, ως και συναφών υλικών, την αντιπροσώπευση εμπορικών και βιομηχανικών οίκων του εσωτερικού και εξωτερικού, καθώς και την παροχή τεχνικών συμβουλών που έχουν σχέση με τα προαναφερόμενα είδη και τη συντήρηση και επισκευή των παραπάνω αναφερόμενων ειδών. Η εναγόμενη εταιρεία υπέβαλε στην ενάγουσα την από 29-11-2019 έγγραφη προσφορά που αφορούσε εργασίες συντήρησης στις κύριες μηχανές του παραπάνω σκάφους, την οποία η ενάγουσα αποδέχθηκε. Ειδικότερα, η εν λόγω προσφορά περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την αντικατάσταση των δέκα έξι (16) συνολικά εγχυτήρων καυσίμου της δεξιάς κύριας μηχανής του σκάφους με αντίστοιχους καινούριους. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν περί τα μέσα Φεβρουαρίου 2020 και για την εκτέλεση τους εκδόθηκε το υπ’ αριθ. …/5-3-2020 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής, συνολικής αξίας 44.376,95 ευρώ, το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς από την ενάγουσα, ενώ επιπλέον της χορηγήθηκε εγγύηση ενός έτους από την τοποθέτηση των σχετικών ανταλλακτικών. Ωστόσο, στις αρχές Ιουνίου του ίδιου έτους παρουσιάστηκε ξαφνικά διαρροή καυσίμου σε έναν από τους παραπάνω εγχυτήρες και συγκεκριμένα στον υπ’ αριθ. Α7 εγχυτήρα, ο οποίος αντικαταστάθηκε αμέσως από τους τεχνικούς της εναγομένης. Εν συνεχεία, στα τέλη Αυγούστου του ίδιου έτους παρουσιάστηκε εκ νέου διαρροή στους υπ’ αριθ. Β4 και Β8 εγχυτήρες, οι οποίοι ομοίως αντικαταστάθηκαν από τεχνικούς της εναγομένης. Ακολούθως, η ενάγουσα θορυβημένη από την ελαττωματικότητα των παραπάνω τριών εγχυτήρων ζήτησε από την εναγομένη με την από 14-10-2020 εξώδικη δήλωση – όχληση – πρόσκληση, επικαλούμενη ότι υφίσταται βάσιμη πιθανότητα να είναι ελαττωματική όλη η σειρά παραγωγής (lot) των εν λόγω εγχυτήρων καυσίμου, να προβεί άμεσα αφενός σε αντικατάσταση και των υπόλοιπων δέκα τριών (13) εγχυτήρων καυσίμου της δεξιάς κύριας μηχανής που είχε τοποθετήσει κι αφετέρου σε επέκταση της εγγύησης για τα ανταλλακτικά της δεξιάς μηχανής του σκάφους για χρονικό διάστημα ενός επιπλέον έτους. Η εναγομένη με την από 26-10-2020 εξώδικη απάντηση – δήλωση αρνήθηκε να αντικαταστήσει τους υπόλοιπους μη ελαττωματικούς εγχυτήρες καυσίμου, επικαλούμενη ότι οι τρεις εγχυτήρες που αντικαταστάθηκαν ήταν πράγματι ελαττωματικοί, εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους δέκα τρεις που δεν είχαν παρουσιάσει κάποιο ελάττωμα ή βλάβη κι ότι η αντικατάσταση των προβληματικών είχε λάβει χώρα, όχι επειδή υπείχε η εναγομένη σχετική ευθύνη, αλλά αποκλειστικά και μόνο λόγω του ότι το ελάττωμα εμφανίστηκε εντός της περιόδου που ίσχυε η εγγύηση καλής λειτουργίας των ανταλλακτικών. Επιπλέον, αρνήθηκε να επεκτείνει το χρόνο ισχύος της εν λόγω εγγύησης επικαλούμενη αντίστοιχη άρνηση της κατασκευάστριας εταιρείας. Ακολούθως, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα αποφάσισε να προβεί σε επιθεώρηση της δεξιάς κύριας μηχανής του σκάφους, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθή ή μη λειτουργία της, καθότι είχε παρουσιαστεί το φαινόμενο να αναδύεται μαύρος καπνός από την εν λόγω μηχανή κατά την έναρξη λειτουργίας της. Η επιθεώρηση αυτή έλαβε χώρα το Νοέμβριο του 2020 κι ανατέθηκε στην εταιρεία με την επωνυμία «….», εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπο στην Ελλάδα της κατασκευάστριας της μηχανής εταιρείας. Κατά τη διάρκεια αυτής παρέστησαν δύο τεχνικοί σύμβουλοι της ενάγουσας, ήτοι ο …, αρχιμηχανικός πλοίων και σκαφών και ο …, ναυπηγός μηχανολόγος-μηχανικός. Μετά το πέρας της επιθεώρησης διαπιστώθηκε ότι οι υπ’ αριθ. Α7 και Β4 εγχυτήρες καυσίμου, που είχαν προηγουμένως αλλαχθεί λόγω διαρροής από την εναγομένη, ήταν ανακατασκευασμένοι και όχι καινούριοι. Ακολούθως, η ενάγουσα κοινοποίησε στην εναγομένη την από 24-11-2020 εξώδικη δήλωση – όχληση – πρόσκληση, δια της οποίας της επεσήμανε ότι όλως αντισυμβατικώς και χωρίς προηγούμενη ειδοποίησή της είχε τοποθετήσει ανακατασκευασμένους εγχυτήρες που μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλη βλάβη στη μηχανή του σκάφους και την καλούσε άμεσα να προβεί σε αντικατάσταση των δύο ανακατασκευασμένων εγχυτήρων καυσίμου και στην τοποθέτηση καινούριων, καθώς και να της καταβάλει το ποσό που είχε δαπανήσει η ενάγουσα για τη διενέργεια της επιθεώρησης. Η εναγομένη, η οποία ουδέν απάντησε στην παραπάνω εξώδικη δήλωση, αρνείται την ένδικη αγωγή κι εκθέτει ότι ουδέποτε βεβαίωσε την ενάγουσα ότι οι τρεις εκ νέου τοποθετηθέντες εγχυτήρες ήταν καινούριοι, αλλά ότι αντίθετα την είχε ενημερώσει για το αντίθετο. Ότι ειδικότερα με βάση τους όρους της μεταξύ των διαδίκων συναφθείσας σύμβασης επιτρεπόταν η τοποθέτηση ανακατασκευασμένων εξαρτημάτων, καθώς κι ότι με βάση το εγχειρίδιο πολιτικής υποστήριξης προϊόντος της κατασκευάστριας εταιρείας (MTU) απαγορευόταν στην εναγομένη να χρησιμοποιεί καινούρια εξαρτήματα για να αντικαταστήσει βλαβέντα, εφόσον ήταν διαθέσιμα σε στοκ ανακατασκευασμένα εξαρτήματα. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί της εναγομένης τυγχάνουν αβάσιμοι και αλυσιτελώς υποβαλλόμενοι. Τούτο διότι με βάση τους γενικούς όρους παροχής υπηρεσιών της εναγομένης ορίζονται τα ακόλουθα: «3.13.1. Οποιοδήποτε ελάττωμα ή ελαττωματικό εξάρτημα, το οποίο –παρά το σωστό χειρισμό του- υφίσταται παρεπόμενη ζημία, είτε θα επισκευάζεται με έξοδα της … στο συνεργείο της ή οπουδήποτε υποδείξει η …, είτε θα αντικαθίσταται κατά τη διακριτική ευχέρεια της …. …. 3.13.5. Τα εξαρτήματα που αντικαθίστανται περιέρχονται στην ιδιοκτησία της …. Ο πελάτης θα δικαιούται να λύσει τη σύμβαση ή να μειώσει τη συμφωνημένη τιμή μόνο εφόσον η … δεν διορθώσει το ελάττωμα ενόσω ισχύει η εγγύησή της. Συγκεκριμένα αυτό προϋποθέτει ότι η … είχε αποδεδειγμένα επανειλημμένα την ευκαιρία να διορθώσει το ελάττωμα, χωρίς όμως να το επιτύχει. Η … δεν υποχρεούται να αντικαταστήσει το ελαττωματικό εξάρτημα, εφόσον μπορεί να το επισκευάσει». Από τους παραπάνω όρους προκύπτει ότι η εναγομένη είχε τη διακριτική ευχέρεια, σε περίπτωση ελαττώματος ή βλάβης των εξαρτημάτων που είχε πωλήσει στην ενάγουσα, είτε να τα επισκευάσει είτε να τα αντικαταστήσει και όχι τη διακριτική ευχέρεια, όπως ισχυρίζεται η ίδια, να τα αντικαταστήσει είτε με νέα είτε με ανακατασκευασμένα εξαρτήματα. Επιπλέον, η επικαλούμενη απαγόρευση από την κατασκευάστρια εταιρεία να χρησιμοποιεί καινούρια εξαρτήματα για να αντικαταστήσει τα βλαβέντα αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι αφορά την εσωτερική σχέση της εναγομένης με την κατασκευάστρια εταιρεία κι ουδεμία επιρροή ασκεί, ούτε άλλωστε μπορεί να προβληθεί έναντι της ενάγουσας που είναι τρίτη στην παραπάνω σχέση. Εξάλλου, η αγοράστρια ενάγουσα μόλις λίγους μήνες πριν την αντικατάσταση των ελαττωματικών εγχυτήρων που έλαβε χώρα τον Ιούνιο και τον Αύγουστο του 2020 και συγκεκριμένα το Φεβρουάριο του ίδιου έτους είχε προβεί σε τοποθέτηση δέκα έξι (16) καινούριων εγχυτήρων, εκφράζοντας έτσι τη βούλησή της να τοποθετήσει στη δεξιά μηχανή του σκάφους της καινούριους εγχυτήρες, οι οποίοι θα είχαν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τους ανακατασκευασμένους και θα ήταν πιο αξιόπιστοι ως προς τη λειτουργία τους, καθότι τα ανταλλακτικά που χρησιμοποιούνται για την επισκευή των ανακατασκευασμένων εγχυτήρων είναι αμφιβόλου προελεύσεως. Συνεπώς, η τοποθέτηση καινούριων εγχυτήρων συνιστά συνομολογημένη ιδιότητα, την οποία σιωπηρώς συμφώνησαν τα διάδικα μέρη, στην ύπαρξη της οποίας αποδόθηκε ιδιαίτερη σημασία από την αγοράστρια ενάγουσα, ενόψει του ότι το καινούριο επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία, τη διάρκεια ζωής και τη χρησιμότητα των συγκεκριμένων εγχυτήρων καυσίμου και κατ’ επέκταση στην ορθή λειτουργία της μηχανής του σκάφους. Κατόπιν τούτων η πωλήτρια εναγομένη υπέχει ενδοσυμβατική ευθύνη έναντι της ενάγουσας για πλημμελή εκπλήρωση της παροχής της, αφού οι εγχυτήρες Α7 και Β4 που τοποθέτησε δεν είχαν τις συνομολογημένες ιδιότητες κι ως εκ τούτου δικαιούτο η ενάγουσα, μεταξύ άλλων, να ζητήσει την αντικατάστασή τους με καινούριους (άρθρ. 540 περ. 1 ΑΚ). Ενόψει δε του ότι η ενάγουσα ζήτησε την εν λόγω αντικατάσταση και η εναγομένη αρνήθηκε να προβεί σε αυτήν, νομίμως η ενάγουσα προέβη η ίδια σε αντικατάσταση των παραπάνω εγχυτήρων, την οποία ανέθεσε στην εταιρεία με την επωνυμία «….» και δικαιούται να αναζητήσει από την εναγομένη τις σχετικές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε. Σημειώνεται εν προκειμένω ότι η κατ’ άρθρο 332 ΑΚ ένσταση απαραδέκτως προβάλλεται από την εναγόμενη οφειλέτρια, καθότι με τη συγκεκριμένη διάταξη προβάλλεται η ακυρότητα της απαλλακτικής ρήτρας και δικαίωμα επίκλησης της σχετικής ακυρότητας έχει καταρχήν ο δανειστής, εφόσον οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν στην προστασία του, αλλά και οποιοσδήποτε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον (βλ. Απόστολο Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, Τόμος Ι, σελ. 640). Ειδικότερα, η ενάγουσα δικαιούται κατ’ άρθρο 543 ΑΚ να αξιώσει την αποκατάσταση της εκ της ελλείψεως της συνομολογημένης ιδιότητας προκληθείσας ζημίας της και ειδικότερα τις δαπάνες της για την αυτοδύναμη άρση-διόρθωση του ελαττώματος, καθώς και τις δαπάνες της για τον έλεγχο της σωστής λειτουργίας του πωληθέντος (βλ. Απόστολο Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, Τόμος Ι, σελ. 1081). Πλέον συγκεκριμένα, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα παρακάτω ποσά που δαπάνησε, ήτοι: α) το ποσό των 3.583,60 ευρώ για τη διενέργεια της επιθεώρησης από την εταιρεία «….», για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθ. …/11-11-2020 τιμολόγιο της παραπάνω εταιρείας, β) το ποσό των 953,03 ευρώ για την αμοιβή του τεχνικού συμβούλου … που παραστάθηκε στη διενεργηθείσα επιθεώρηση (το παραπάνω ποσό είναι το ισότιμο που αντιστοιχεί στα 1.150 δολάρια ΗΠΑ, για τα οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθ. …/7-11-2020 χρεωστικό σημείωμα της εταιρείας …), γ) το ποσό των 2.170 ευρώ για την αμοιβή του ναυπηγού μηχανολόγου … που παραστάθηκε στη διενεργηθείσα επιθεώρηση, για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθ. ../27-12-2020 τιμολόγιο της εταιρείας «…» και δ) το ποσό των 1.795,72 ευρώ για καύσιμα 1.600 λίτρων πετρελαίου που κατανάλωσε το σκάφος κατά τη διαδικασία της επιθεώρησης (1.600 λίτρα Χ 0,90510 €/lt = 1.448,16 + ΦΠΑ 24%), για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθ. …/23-10-2020 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής της εταιρείας …, ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 8.502,35 ευρώ. Επιπλέον, η ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των 6.812,88 ευρώ, το οποίο κατέβαλε στην εταιρεία «….» για την αντικατάσταση των δύο ανακατασκευασμένων εγχυτήρων με καινούριους, για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθ. …/16-12-2020 τιμολόγιο της παραπάνω εταιρείας. Ωστόσο, από το παραπάνω ποσό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 2.550,36 ευρώ που αντιστοιχεί στην αξία των δύο ανακατασκευασμένων εγχυτήρων υπ’ αριθ. Α7 και Β4 (1.275,18 ευρώ η αξία καθενός ανακατασκευασμένου εγχυτήρα υπό την ένδειξη RX, όπως η αξία αυτή προκύπτει από την προσαγόμενη από την εναγομένη από 30-4-2020 προσφορά της εταιρείας με την επωνυμία «…»), τους οποίους όφειλε η ενάγουσα, με βάση τον υπ’ αριθ. 3.13.5 όρο της μεταξύ τους σύμβασης να επιστρέψει στην εναγομένη, δεκτής γενομένης της σχετικής ένστασης της τελευταίας, η οποία εκτιμάται όχι ως ένσταση συμψηφισμού (άρθρ. 440 ΑΚ), όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εναγομένη, καθότι η πρόταση συμψηφισμού προϋποθέτει ομοειδές των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων που στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει, αλλά ως ένσταση συνυπολογισμού κέρδους-ζημίας, η οποία είναι νόμιμη, βασιζόμενη στη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ και αποδεικνύεται ουσία βάσιμη, καθόσον η ενάγουσα επωφελήθηκε από την αξία των αντικατασταθέντων ανακατασκευασμένων εγχυτήρων και πρέπει η ωφέλειά της αυτή να συνυπολογιστεί στη ζημία της (ΕφΑθ 266/2022-ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, δικαιούται η ενάγουσα να λάβει για τη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε για την αντικατάσταση των δύο ανακατασκευασμένων εγχυτήρων το ποσό των 6.812,88 – 2.550,36 = 4.262,52 ευρώ.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των (8.502,35  + 4.262,52 =) 12.764,87 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, ούτε άλλωστε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος, πρέπει η εναγομένη να καταδικαστεί στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ανάλογα με την έκταση της ήττας της (άρθρ. 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων επτακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (12.764,87), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ.

 

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την                     , χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ