Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 3599 /2022

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Αλκιβιάδη Φερεσίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών ως Πρόεδρο, Γεωργία Παλιανιώτη, Πρωτοδίκη ως Μέλος, και Σταυρούλα Δεδικούση, Πρωτοδίκη ως Μέλος – Εισηγήτρια (λόγω αδυναμίας εκδίκασης από την αρχική σύνθεση, προαχθείσας στο βαθμό της Εφέτη της Προέδρου Πρωτοδικών Γεωργίας Παναγιωτοπούλου και μη υπηρετούσας πλέον της Πρωτοδίκη Μαρίας Πίννα στο β΄ κλιμάκιο του τμήματος ναυτικών διαφορών, κατά τον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Πειραιώς), και τη Γραμματέα Ιωάννα Κατσαρού – Στάθη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 18η Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την αγωγή λογοδοσίας, η οποία επαναφέρεται με κλήση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στον … (…, 18ος όροφος, πόλη του …) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη, δυνάμει της από 01.12.2021 εξουσιοδότησης, που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής, από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Φ. Κοσσένα, κάτοικο …
που προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε στο Δικαστήριο.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: αλλοδαπής εταιρείας, με την επωνυμία “…”, που εδρεύει, κατά το καταστατικό της, στη …, διατηρεί δε νόμιμα, κατά τις διατάξεις των α.ν. 89/1967, ν. 27/1975 και α.ν. 378/1968, εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, στη …, επί της …, με Α.Φ.Μ. …, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη, δυνάμει της από 20.09.2021 εξουσιοδότησης, που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φραγκίσκο Στ. Ξυδούς, κάτοικο Πειραιά, επί της οδού …, που προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε στο Δικαστήριο.
Η ενάγουσα κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την από 06.09.2021 αγωγή της, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σ’ αυτή και έλαβε αριθμό κατάθεσης 6724/3036/06.09.2021, επ’ αυτής δε εκδόθηκε η με αριθμό 1609/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα Ναυτικών Διαφορών-τακτική διαδικασία), δυνάμει της οποίας ανεστάλη η συζήτηση της αγωγής, μέχρι την παροχή, εκ μέρους της ενάγουσας, εγγυοδοσίας. Ήδη η καλούσα κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την από 16.06.2022 κλήση της, με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η ως άνω αγωγή και έλαβε αριθμό κατάθεσης 5565/2776/20.06.2022, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν, ως άνω σημειώνεται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται, με τη με αριθμό κατάθεσης 5565/2776/20.06.2022 κλήση, προς συζήτηση η με αριθμό κατάθεσης 6724/3036/06.09.2021 αγωγή, κατόπιν έκδοσης της με αριθμό 1609/17.05.2022 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, δικάζοντος με την τακτική διαδικασία, το οποίο ανέστειλε τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, κατ’ άρθρα 169 και 171 εδ. β΄ ΚΠολΔ, προκειμένου να κατατεθεί, εκ μέρους της ενάγουσας, εγγύηση για τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης της παρούσας δίκης, με κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων μετρητών χρημάτων ποσού δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, κατατιθέμενου, στη συνέχεια, του σχετικού γραμματίου στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη νόμιμη κοινοποίηση σ’ αυτή (ενάγουσα) της ως άνω απόφασης, καθόσον, όπως προκύπτει, από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, η ενάγουσα, συμμορφούμενη με την οικεία απόφαση, κατέθεσε το με αριθμό …/16.06.2022 γραμμάτιο σύστασης χρηματικής παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου εντός της ταχθείσας προθεσμίας (βλ. σχετ. τη με αριθμό … έκθεση κατάθεσης εγγυητικής επιστολής).
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 303 ΑΚ, όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει, για το σκοπό δε αυτό οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό, που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται. Με τον όρο δε «διαχείριση» νοείται σειρά από ενέργειες ή χειρισμούς, που αφορούν την οικονομική διευθέτηση αλλότριας υπόθεσης, από την οποία ο δοσίλογος να πραγματοποίησε εισπράξεις και δαπάνες, ώστε μεμονωμένη διαχειριστική πράξη να μην υπάγεται στην ειδική ρύθμιση της ΑΚ 303, που αφορά τον υπολογισμό για σειρά διαχειριστικών πράξεων με εισπράξεις και δαπάνες, υφιστάμενης, ωστόσο, υποχρέωσης λογοδοσίας για το δοσίλογο και όταν αυτός, κατά τη διαχείριση, περιορίστηκε μόνο σε εισπράξεις των οφειλομένων, χωρίς να πραγματοποιήσει τις οφειλόμενες δαπάνες ή το αντίστροφο, σε περίπτωση δηλαδή που η διαχείριση «εν τοις πράγμασι» είχε μόνο ενεργητικό ή παθητικό σκέλος (βλ. σχετ. Πανταζόπουλο, Η δίκη λογοδοσίας και ομάδας αντικειμένων, εκδ. 2018, σ. 35) ή ο λογαριασμός συγκεκριμένων διαχειριστικών περιόδων – και όχι η διαχείριση στο σύνολό της – δε συνεπαγόταν έσοδα ή δαπάνες, με αναγραφή στην οικεία στήλη «μηδέν» (ΑΠ 934/1995, ΝοΒ 1997, σ. 1.106, ΕφΘεσ 1.700/1999, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου κρίση ότι δεν έχει υποχρέωση λογοδοσίας δικηγόρος, στον οποίο καταβλήθηκε, εκ των προτέρων, χρηματικό ποσό προς κάλυψη δαπανών και αμοιβής για δικαστικές και εξώδικες ενέργειες). Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ότι, εκ μόνου του γεγονότος ότι κάποιος προέβη – σύμφωνα με οποιαδήποτε έννομη σχέση, από σύμβαση ή το νόμο, αλλά ακόμη και “de facto” (ΑΠ 526/1992, ΜΕφΑθ 1.536/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) – σε διαχείριση ολικά ή μερικά ξένης περιουσίας, δηλαδή σε ενέργειες συνεπιφέρουσες εισπράξεις και δαπάνες, υποχρεούται να παράσχει λόγο (δοσίλογος) αυτής της διαχείρισής του και οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό, για τις διαχειριστικές πράξεις και το χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται με λεπτομέρεια τα έσοδα και έξοδα, που έχουν πραγματοποιηθεί, κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο, που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, επιπλέον δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφόσον συνηθίζονται (ΑΠ 700/2021, ΑΠ 369/2021, ΑΠ 998/2020, ΑΠ 707/2020, ΑΠ 1.122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, η διατύπωση της ως άνω οικείας διάταξης καθορίζει και την τυπική (έγγραφη) μορφή του λογαριασμού λογοδοσίας, αφού αυτός πρέπει να περιέχει την αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων, καθώς και το αποτέλεσμα από την αντιπαράθεση αυτή, δηλαδή αν αυτό είναι πιστωτικό υπέρ του δοσιλόγου ή χρεωστικό σε βάρος αυτού (ΑΠ 700/2021, ΑΠ 1.122/2006, ό.π.), με αποτέλεσμα να μη δύναται να χωρήσει σιωπηρή (άτυπη) εξώδικη λογοδοσία, διότι ελλείπει ο λογαριασμός, τον οποίο θα μπορούσε να εγκρίνει ο δεξίλογος, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε δικαστική επιδίωξη εκπλήρωσης της υποχρέωσης του δοσίλογου (ΑΠ 700/2021, ό.π.). Περαιτέρω, η εκπλήρωση της ως άνω υποχρέωσης του δοσίλογου, με την παροχή λογαριασμού με το οικείο ως άνω περιεχόμενο μπορεί να γίνει είτε εξώδικα είτε, μετά την έγερση αγωγής – στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473 έως 477 ΚΠολΔ (ΑΠ 700/2021, ΑΠ 998/2020, ΑΠ 1.536/2017, ΑΠ 1.318/2014, ΑΠ 977/1997, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) – με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης, είτε, τέλος, εντός της προθεσμίας που θα τάξει η απόφαση περί λογοδοσίας του Δικαστηρίου. Στην πρώτη δε περίπτωση (εξώδικη λογοδοσία), η έγερση της αγωγής λογοδοσίας αποκλείεται, εάν ο δοσίλογος έχει προβεί σε λογοδοσία, σύμφωνα με τους ως άνω όρους και τύπο, ή εάν ο δεξίλογος έχει αποδεχθεί και εγκρίνει το λογαριασμό, που έδωσε ο δοσίλογος, αφού, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνάπτεται, μεταξύ αυτών, σύμβαση, με την οποία δηλώνεται αμοιβαία η θέλησή τους ότι εφεξής θα ισχύσει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέντος λογαριασμού και οι συμβαλλόμενοι δε θα επανέλθουν στο μέλλον στα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 700/2021, ΑΠ 998/2020, ΑΠ 437/2012, ΑΠ 977/1997, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, για να οδηγεί η λογοδοσία στην κατάλυση της αγωγικής αξίωσης και την προσήκουσα εκπλήρωση της ενοχικής υποχρέωσης λογοδοσίας πρέπει να μην είναι ατελής (ΑΠ 977/1997, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πράγμα που σημαίνει ότι ο λογαριασμός πρέπει να είχε συνταχθεί, κατά τις απαιτήσεις του νόμου, η αντιπαράθεση δε των κονδυλίων σε αυτόν πρέπει να ήταν σαφής και ορισμένη και, κατά το δυνατό, λεπτομερειακή, για όλο το χρονικό διάστημα της διαχείρισης, ώστε να παρέχεται στο δεξίλογο μια πλήρης εικόνα της διαχείρισης του δοσίλογου και να μπορεί ο πρώτος να ελέγξει τα κονδύλια και να εγκρίνει ή να αμφισβητήσει, μερικά ή και όλα αυτά, το δε Δικαστήριο να τα ερευνήσει, διατάζοντας αποδείξεις, αν απαιτείται, σε βάρος των διαδίκων (ΑΠ 1.122/2006, ΑΠ 934/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ως πλοιοκτήτρια του νηολογημένου στη … με αριθμούς ΙΜΟ 9631929, ΚΟΧ 5861, ΚΚΧ 3507 και ΔΔΣ D5KG3 πλοίου ξηρού φορτίου M/V “…” συνήψε με την εναγομένη, δραστηριοποιούμενη στην τεχνική και εμπορική διαχείριση πλοίων τρίτων εταιρειών, την από 25.10.2015 σύμβαση τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης του οικείου πλοίου – συμπεριλαμβανόμενης δε σ’ αυτή (διαχείριση) της εκναύλωσής του και της είσπραξης των σχετικών ναύλων, για λογαριασμό της ιδίας (ενάγουσας) – κατά τους ειδικότερους εκτιθέμενους στην αγωγή συμφωνηθέντες όρους.
Ότι κατήγγειλε την οικεία σύμβαση, την 05.05.2021 – επερχόμενων δε των αποτελεσμάτων αυτής, την 05.07.2021 – αιτηθείσα, παράλληλα, την παράδοση του πλοίου της. Ότι η εναγομένη αρνήθηκε να προβεί στη σχετική ενέργεια, λόγω ύπαρξης απορρεουσών από την οικεία σύμβαση οφειλών έναντι αυτής, συνολικού ποσού ενός εκατομμυρίου διακοσίων σαράντα έξι χιλιάδων επτακοσίων εξήντα έξι ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (1.246.766,97 €). Ότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, η εναγομένη αρνείται, κατά παράβαση του νόμου και των όρων της σύμβασης, και δεν έχει προβεί στην παροχή λογοδοσίας για τις εισπράξεις και τις δαπάνες, που διενήργησε κατά τη διαχείριση του πλοίου. Για τους λόγους αυτούς, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη: α) σε λογοδοσία για την, εκ μέρους της, διαχείριση του πλοίου M/V “…”, από την 25.10.2015 έως την 05.07.2021, καταθέτοντας στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, εντός της προθεσμίας, που θα ορισθεί με την εκδοθησόμενη απόφαση, αναλυτικό λογαριασμό των γενόμενων εσόδων και εξόδων, επισυνάπτοντας όλα τα σχετικά δικαιολογητικά αυτών έγγραφα, με την απειλή δε χρηματική ποινής, ποσού πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της και β) να της καταβάλει το τελικό κατάλοιπο, που προκύπτει από την, εκ μέρους της (εναγομένης), διαχείριση του πλοίου, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας και διασυνοριακές διαστάσεις, καθόσον η ενάγουσα εδρεύει στην αλλοδαπή, και δη σε τρίτη χώρα εκτός Ε.Ε., κατά το ελληνικό δε δικονομικό δίκαιο (“lex fori”) – κατά το οποίο διερευνάται η ύπαρξη των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, που εξετάζονται, πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (ΕφΠειρ 542/2012, ΕφΑθ 5.009/1987, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) – κρίνεται ότι παραδεκτά ασκήθηκε αυτή, εντός της προβλεπόμενης, στη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, εξηκονθήμερης προθεσμίας ενέργειας (βλ. σχετ. Κλαμαρή, Η νέα τακτική διαδικασία υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της πολιτικής δίκης σε συλλογικό έργο Η νέα τακτική διαδικασία, εκδ. 2018, σ. 19, επισημ. 94 – 95, Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα Πρωτοβάθμια Δικαστήρια, εκδ. 2019, άρθρο 215, σ. 23), καθόσον η εναγομένη εδρεύει, κατά το καταστατικό της, στην αλλοδαπή (βλ. σχετ. Γιαννόπουλο, Ερμηνευτικά προβλήματα και αλληλεπίδραση της νέας τακτικής διαδικασίας με τον Κανονισμό 1.393/2007, εκδ. 2018, σ. 16 – 23), με την επίδοση αντιγράφου της στην πραγματική έδρα της εναγομένης στην ημεδαπή, όπου έχει νόμιμα εγκατασταθεί, κατά τις διατάξεις των α.ν. 89/1967, ν. 27/1975 και α.ν. 378/1968 (γεγονός, εξάλλου, το οποίο δεν αμφισβητεί ειδικά στο δικόγραφο των προτάσεων της), μη διεκδικούντων, ως εκ τούτου, εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 134 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. τη με αριθμό …΄/13.09.2021 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικού επιμελητή Δημητρίου …), ενώ, για το παραδεκτό της συζήτησής της, τηρήθηκε η νόμιμη, προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3, 6 παρ. 1 περιπτ. β΄ και 7 ν. 4.640/2019 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις κ.λπ. διατάξεις» διαδικασία περί διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς (βλ. σχετ. τα από 03.09.2021 και 08.12.2021 έγγραφο ενημέρωσης και πρακτικό περάτωσης ΥΑΣ αντίστοιχα, νόμιμα υπογεγραμμένα).
Για την εκδίκαση δε της υπό κρίση αγωγής, το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία, καθόσον συντρέχει περίπτωση, κατ’ άρθρο 25 του αυτού Κανονισμού – διεκδικούντος εφαρμογή και στις διεθνικές υποθέσεις εμπλοκής τρίτων χωρών (βλ. σχετ. ΔΕΚ 01.03.2005, Owusu/Jackson, C-281/02, ΣυλΝομολ 2005 Ι, σ. 1.383) – εφαρμογής ρητής συμφωνίας, μεταξύ των διαδίκων, περί αποκλειστικής απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των ελληνικών Δικαστηρίων και δη του παρόντος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, στο στάδιο αυτό, επισκόπηση της προσκομιζόμενης από την ενάγουσα, σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, από 29.10.2015 ένδικης σύμβασης [βλ. σχετ. όρο 13, όπου αυτολεξεί “Any controversy or claim arising out of relating to this Agreement, or the breach thereof, shall be put to the exclusive jurisdiction of the Courts of Piraeus”, στην ελληνική: «Οποιαδήποτε διαφωνία ή αξίωση προκύψει σε σχέση με την παρούσα Συμφωνία ή παραβίαση αυτής, θα τεθεί στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Πειραιά», με τη σημείωση δε ότι ο οικείος όρος, αν και προσκομίζεται μόνο στο αγγλικό κείμενο, χωρίς μετάφρασή του στην ελληνική, ωστόσο παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη, καθόσον εντάσσεται στο προσαγόμενο από την ενάγουσα υλικό της δίκης (ΜΕφΠατρ 279/2019, ΠΠρΘεσ 15.950/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με τις οποίες, κατά την τακτική διαδικασία, δεν είναι ανεπίτρεπτο να λαμβάνονται υπόψη αμετάφραστα ξενόγλωσσα έγγραφα και να εκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστήριο, ως έγγραφα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, κατ’ άρθρο 340 ΚΠολΔ]. Κατά τα λοιπά, η υπό κρίση αγωγή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14, 15, 16, 17 – εξ αντιδ.- και 18 ΚΠολΔ, 4 παρ. 1, 62 παρ. 1 και 63 παρ. 1 Καν (ΕΕ) αριθ. 1.215/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περιπτ. α΄ και 3Α και Β περιπτ. ε΄ ν. 2.172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς “lato sensu”, καθόσον το αντικείμενο αυτής άπτεται εμπορικών συναλλαγών ναυτιλιακής εταιρείας), με την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 237 επ. ΚΠολΔ). Η δε υπό κρίση αγωγή είναι ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα, κατά νόμο, απαιτούμενα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 ΚΠολΔ, στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 718 και 303 ΑΚ, 68, 106, 176, 189, 191 παρ. 2, 473, 474, 475 παρ. 1 και 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, σύμφωνα με την, προγενέστερη της προκείμενης δίκης, συμφωνία, μεταξύ των συμβληθεισών εταιρειών, περί επιλογής του ελληνικού ως εφαρμοστέου δικαίου στις μεταξύ τους σχέσεις, όπως προκύπτει από την περαιτέρω επισκόπηση της οικείας ως άνω ένδικης σύμβασης (βλ. σχετ. όρο 14, όπου αυτολεξεί “This Agreement shall be governed by the laws of Greece”, στην ελληνική: «Η παρούσα Συμφωνία θα διέπεται από τους νόμους της Ελλάδας») [άρθρο 3 παρ. 1 Καν (ΕΚ) αριθ. 593/2008 («Ρώμη I») «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», δεδομένου ότι οι διατάξεις του οικείου Κανονισμού τυγχάνουν εφαρμογής, στην προκείμενη περίπτωση, παρότι η ενάγουσα, ως εδρεύουσα σε τρίτο, εκτός Ε.Ε. και μη συμβαλλόμενο κράτος, δε δεσμεύεται από αυτές ούτε υπόκειται στην εφαρμογή τους, διότι, λόγω του οικουμενικού τους χαρακτήρα, που ρητά διατυπώνεται στο άρθρο 2 του Κανονισμού, έχουν αντικαταστήσει τους εθνικούς κανόνες σύγκρουσης των κρατών μελών της Ε.Ε., που συμμετείχαν στη θέσπισή του και άρα και τους αντίστοιχους κανόνες του ημεδαπού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, όσον αφορά τις συμβατικές ενοχές, που υπάγονται στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του (βλ. σχετ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ. γ΄, σ. 178)]. Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Ως αμυντικοί ισχυρισμοί του εναγόμενου δοσίλογου, στη δίκη περί λογοδοσίας, δύναται να προβληθούν οι ακόλουθοι: α) ο ισχυρισμός περί εξώδικης λογοδοσίας, ο οποίος συνιστά δικαιοφθόρο (ισχυρισμό)/καταχρηστική ένσταση περί απόσβεσης της ενοχής, η δε παραδοχή του οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής ελλείψει εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 977/1997, ό.π., βλ. Ορφανίδη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τ. Ι, εκδ. 2000, άρθρο 474, αριθ. 2, Πανταζόπουλο, ό.π., σ. 39), ενώ, στο σημείο αυτό, αξίζει να τονισθεί ότι ο ως άνω ισχυρισμός δεν πρέπει να συγχέεται με την άρνηση της αγωγής λογοδοσίας, συνιστάμενη στην άρνηση του πληροφοριακού ελλείμματος του δεξίλογου (βλ. σχετ. ΑΠ 453/1948, Νέον Δίκαιον 5, σ. 86 – 87, όπου ο συνδιαχειριστής εταίρος εγείρει αγωγή κατά του ετέρου συνδιαχειριστή), το οποίο συνέχεται με την έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της σχετικής αγωγής, αφού, στην περίπτωση που ο ενάγων γνωρίζει πλήρως όλα τα στοιχεία του λογαριασμού και το κατάλοιπο (έχοντας πρόσβαση στα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα), η δικαστική προστασία, που επιλέχθηκε, δεν είναι αναγκαία, καθώς ο δεξίλογος δύναται να ασκήσει απευθείας την αγωγή του για το κατάλοιπο, με αποτέλεσμα η αγωγή να καθίσταται απορριπτέα λόγω έλλειψης της διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος (βλ. σχετ. Πανταζόπουλο, ό.π. σ. 37), και β) ο ισχυρισμός περί εξωδικαστικής έγκρισης λογοδοσίας, ο οποίος συνιστά καταχρηστική ένσταση και, από τη φύση της, ανατρεπτική/καταλυτική (καθόσον αν αποδειχθεί η βασιμότητά της, καταργείται το δικαίωμα αναδρομικά και αυτοδίκαια), συνιστάμενη στη σύναψη σύμβασης, μεταξύ των δεξίλογου και δοσίλογου – μετά από σαφή και λεπτομερή αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων, κατά τρόπο που να παρέχεται πλήρη εικόνα της διαχειρισθείσας υπόθεσης και με επισύναψη δικαιολογητικών – με την οποία δηλώνεται αμοιβαία η θέλησή τους ότι εφεξής θα ισχύει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέντος λογαριασμού και οι συμβαλλόμενοι δε θα επανέλθουν στο μέλλον στα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού, δηλαδή επέρχεται συγκέντρωση της ενοχής στο κατάλοιπο της λογοδοσίας, ώστε ο διαχειριστής, ο οποίος έλαβε τέτοια έγκριση να μην υποχρεούται πλέον δικαστικά σε λογοδοσία, ενώ για το ορισμένο αυτής (ένστασης) αρκεί να περιέχει τα απαιτούμενα, για την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης, στοιχεία, δηλαδή ότι ο ενάγων δεξίλογος ενέκρινε το λογαριασμό, που του ανακοίνωσε ο εναγόμενος, και αναγνώρισε έτσι το αποτέλεσμα αυτού, ενώ αναφορά των κονδυλίων του λογαριασμού, που εγκρίθηκε, δεν απαιτείται (ΑΠ 700/2021, ΑΠ 998/2020, ΑΠ 1.896/2014, ΑΠ 437/2012, ΑΠ 977/1997, ό.π.). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς, κατά νόμο, να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του,κατά τις, περί δικαίου και ηθικής, αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, δεν αρκεί, καταρχήν, μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί ούτε, κατ’ ανάγκη, από την άσκησή του, να δημιουργούνται απλά δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των ως άνω και γενικά η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου, όσο και του υποχρέου, εφόσον, όμως, αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 1/1997, ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 536/2017, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με τη δική του (εκείνη δηλαδή του υποχρέου), και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υποχρέου και η υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, που έχει δημιουργηθεί, να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς τη συμπεριφορά αυτή δε συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (ΑΠ 67/2010, ΑΠ 568/2009, ΑΠ 681/2000, ΑΠ 409/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, η επιχειρούμενη από το δικαιούχο του δικαιώματος ανατροπή της ήδη διαμορφωθείσας κατάστασης δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο και να θέτει, έτσι, σε κίνδυνο την οικονομική κατάσταση, που δημιούργησε, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλά επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 741/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν, σε βάρος του δικαιούχου, από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 10/2012, ΑΠ 536/2017, ΑΠ 529/2017, ΑΠ 381/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 312/2002, ΕλΔνη 44, σ. 143), διότι, στη στάθμιση των αγαθών, που επιχειρεί ο νομοθέτης, κρίνει αναγκαία και προέχουσα την ικανοποίηση του δανειστή. Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα, που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία (ΑΠ 529/2017, ΑΠ 1.724/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 262 παρ.1 και 269 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, προκύπτει ότι, για την πληρότητα της από το άρθρο αυτό ένστασης, και, επομένως, και για το παραδεκτό αυτής, από την άποψη του χρόνου της προβολής της, δεν αρκεί τα περιστατικά, που συνιστούν την κατάχρηση, να προβάλλονται από τον εναγόμενο, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά απαιτείται συγχρόνως να γίνεται επίκληση της κατάχρησης, που προκύπτει από τα εν λόγω περιστατικά και ταυτόχρονα να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής για την αιτία αυτή (ΟλΑΠ 472/1983, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Έτσι, για να είναι ορισμένη η ένσταση καταχρηστικής άσκησης, πρέπει, επίσης,να εκτίθενται περιστατικά τόσο για την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, όσο και για τις ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, εξαιτίας των οποίων θα επέλθουν, σε βάρος του υποχρέου, δυσμενείς συνέπειες, λόγω της ήδη διαμορφωθείσας κατάστασης (ΑΠ 1.820/2008, ΑΠ 1.574/2007, ΑΠ 446/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η επίκληση, όμως, περιστατικών, η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γέννηση ή συνεπάγεται την κατάλυση του ασκούμενου δικαιώματος, δε θεμελιώνει και ένσταση καταχρηστικής άσκησής του, αλλά είτε συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της στηριζόμενης στο δικαίωμα αυτό αγωγής, είτε θεμελιώνει άλλη παρακωλυτική ή καταλυτική του δικαιώματος ένσταση (ΑΠ 649/2009, ΕφΛαμ 56/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, αυτεπάγγελτα ή κατ’ αίτηση των διαδίκων, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, μέχρι τελεσίδικης ή αμετάκλητης περάτωσης άλλης δίκης, εάν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, η οποία αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης, που εκκρεμεί, ενώπιον πολιτικού ή διοικητικού Δικαστηρίου. Από τη διατύπωση και την έννοια της ως άνω διάταξης, η οποία έχει θεσπισθεί για την οικονομία της δίκης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου εναπόκειται να διατάξει την αναβολή της δίκης, ακριβέστερα την αναστολή της (ΕφΑιγ 9/1979 ΝοΒ 27, σ. 1.349, ΕφΠατρ 723/1983, Δ 15, σ. 280) ή να προχωρήσει στην περαιτέρω έρευνα της διαφοράς, όταν, επί του ιδίου θέματος, υφίσταται άλλη εκκρεμής πολιτική δίκη ενώπιον του αυτού ή άλλου Δικαστηρίου, ανεξάρτητα βαθμού, μεταξύ των αυτών ή διαφόρων προσώπων, προς το σκοπό εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης, σχετικά με το αυτό ζήτημα ή για άλλους λόγους, που αφορούν την ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΕφΑθ 6.645/2000 αδημ., ΕφΠατρ 723/1983, ό.π, ΕφΑθ 948/1982 ΑρχΝ 33, σ. 132). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη, με τις από 15.12.2021 προτάσεις της, καθώς και τις από 30.12.2021 συμπληρωτικές αυτών, νομότυπα κατατεθείσες, εντός της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 εδ. τελ. ΚΠολΔ (πριν την αντικατάστασή του με τα άρθρα 12 και 120 ν.4.842/2021, με ισχύ από την 01.01.2022) παρεκτεινόμενης προθεσμίας, καθόσον εδρεύει, κατά το καταστατικό της, στην αλλοδαπή (βλ. σχετ. Γιαννόπουλο, ό.π. και σ. 31 -32), ομολογεί τη σύναψη της ένδικης σύμβασης διαχείρισης του πλοίου M/V “…”, προβάλλει δε τους ακόλουθους ισχυρισμούς: α) περί παροχής εξώδικης λογοδοσίας, κατά τις διαχειριστικές περιόδους από την 01.11.2016 έως την 25.06.2021, με την αποστολή στην ενάγουσα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, έγγραφων αναλυτικών λογαριασμών, με σαφή και λεπτομερή αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων, που είχαν πραγματοποιηθεί, κατά τους αντίστοιχους χρόνους της διαχείρισης, καθώς και το προκύπτον από την αντιπαράθεση εξαγόμενο – κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στις προτάσεις της – επισυνάπτοντας, παράλληλα, και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα/παραστατικά εισπράξεων και εξόδων, β) περί έγκρισης, εκ μέρους των εντεταλμένων οργάνων της ενάγουσας, των ως άνω αποσταλέντων λογιστικών καταστάσεων, το περιεχόμενο, μάλιστα, των οποίων ουδέποτε αμφισβήτησε, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της διαχείρισης του ένδικου πλοίου, και γ) περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, για τους αυτούς ως άνω λόγους. Τέλος, η εναγομένη υποβάλλει αίτημα αναστολής της δίκης, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την περάτωση έτερης δίκης, ανοιγείσας, στο πλαίσιο άσκησης της με αριθμό κατάθεσης 10198/4690/14.12.2021 αγωγής της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά της ενάγουσας, με αντικείμενο την καταδίκη της τελευταίας στην καταβολή του συνολικού ποσού των τριακοσίων ογδόντα επτά χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και εβδομήντα ενός (387.776,71 €),το οποίο αντιστοιχεί σε δαπάνες, τις οποίες πραγματοποίησε, κατά το χρονικό διάστημα από την 17.11.2019 έως την 25.06.2021, για λογαριασμό της ενάγουσας, στο πλαίσιο της ένδικης σύμβασης διαχείρισης του οικείου πλοίου. Οι πρώτος και δεύτερος ως άνω ισχυρισμοί περί εκπλήρωσης της ένδικης υποχρέωσης της εναγομένης, μέσω εξώδικης λογοδοσίας και εξωδικαστικής έγκρισης αυτής αντίστοιχα, συνιστούν νόμιμες καταχρηστικές ανατρεπτικές της αγωγής ενστάσεις, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται ως άνω στη μείζονα σκέψη του δικανικού συλλογισμού, πρέπει δε να αποδειχθούν από την εναγομένη (άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ), λόγω της αμφισβήτησής τους από την ενάγουσα. Ο τρίτος ως άνω, κατά σειρά προβαλλόμενος, ισχυρισμός αποπειράται να στηριχθεί στη γνήσια αναβλητική/δικαιοκωλυτική ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, κρίνεται, ωστόσο, απορριπτέος προεχόντως ως μη νόμιμος, διότι τα επικαλούμενα προς θεμελίωσή του περιστατικά δε συνδέονται με αντίστοιχα (περιστατικά), δυνάμενα να δικαιολογήσουν την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας να αξιώσει την επιδίκαση του μέλλοντος να προκύψει υπέρ αυτής καταλοίπου, στον προσδιορισμό του οποίου αποβλέπει η λογοδοσία (ad hoc ΕφΔυτΣτΕλ 52/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά δε με το παραδεκτά, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, υποβληθέν αίτημα – για την υποβολή του οποίου αρκεί η κατάθεση της οικείας αγωγής (βλ. σχετ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π., άρθρο 249, αριθ. 2), παρά τις αντίθετες αιτιάσεις της ενάγουσας – πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, διότι δεν υφίσταται αφενός δεσμός προδικαστικότητας, μεταξύ των δύο ανοιγεισών δικών, και συγκεκριμένα εξάρτηση της ένδικης διαφοράς από έτερη έννομη σχέση, που θα κριθεί, στο πλαίσιο της ανοιγείσας, με τη με αριθμό κατάθεσης 10198/4690/14.12.2021 αγωγή της εναγομένης, δίκης και αφετέρου πραγματική εξάρτηση της υπό διάγνωση διαφοράς από την έτερη δίκη, υπό την έννοια ότι η εκδοθησόμενη, επί της ως άνω αγωγής, απόφαση δύναται να συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας της παρούσας δίκης.
Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, και συγκεκριμένα των νόμιμα επικαλούμενων και προσκομιζόμενων αφενός από την ενάγουσα, με αριθμούς …/19.09.2021 και …/10.12.2021 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …iκαι …, ληφθεισών, ενώπιον των γενικών προξένων της Ελλάδας στη Μόσχα … και την Κωνσταντινούπολη … αντίστοιχα, εκτελούντων χρέη Συμβολαιογράφων, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, πριν από τη σύνταξή τους (άρθρο 421 παρ. 1 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. τις επικαλούμενες με αριθμούς …΄/13.09.2021 και …΄/07.12.2021 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών δικαστικού επιμελητή Δημητρίου …), και αφετέρου από την εναγομένη, με αριθμό …/14.12.2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …, ληφθείσας, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιά Μηνά Σ. Σεφεριάδη, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, πριν από τη σύνταξή της (βλ. σχετ. την επικαλούμενη με αριθμό …΄/09.12.2021 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών δικαστικού επιμελητή …), όλων των νόμιμα επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων – μεταξύ των οποίων τα αμετάφραστα ξενόγλωσσα, τα οποία εκτιμώνται ελεύθερα ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου (ΜΕφΠατρ 279/2019, ΠΠρΘεσ 15.950/2018, ό.π.) – λαμβανομένων υπόψη είτε ως αυτοτελών αποδεικτικών μέσων, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά δε εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς κανένα, ωστόσο, να παραλείπεται, κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, καθώς και των ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τις προτάσεις τους, όπου ειδικά και περιοριστικά αναφέρονται κατωτέρω και αποτελούν για τα πραγματικά αυτά περιστατικά πλήρη απόδειξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 1 ΚΠολΔ – μη λαμβανόμενων, ωστόσο, υπόψη, των προσκομιζόμενων από την ενάγουσα, με τις κατατιθέμενες από 26.09.2022 συμπληρωματικές προτάσεις της και την από 21.10.2022 προσθήκη αυτών, εγγράφων, τα οποία δεν άπτονται της κατάθεσης της διαταχθείσας από το Δικαστήριο εγγύησης, διότι, κατά την αναλογική, στην προκείμενη περίπτωση, εφαρμογή της διάταξη του άρθρου 254 παρ. 3 εδ. τελ. ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με άρθρο 15 ν. 4.842/2021 και ισχύει, κατά το άρθρο 65 παρ. 1 ν. 4.871/2021, και στις εκκρεμείς υποθέσεις), δεν επιτρέπονται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα – αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: δυνάμει της με αριθμό …/29.10.2015 καταρτισθείσας, μεταξύ των διαδίκων, σύμβασης – η οποία προσκομίζεται στο πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα και σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική – η εναγομένη, δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά, με αντικείμενο την τεχνική και εμπορική διαχείριση πλοίων ίδιων συμφερόντων και τρίτων, ανέλαβε, αντί αμοιβής, τη συνήθη διαχείριση (περιλαμβάνουσα την επίβλεψη και τη διεκπεραίωση εργασιών συντήρησης και επισκευής, τη διεξαγωγή επιθεωρήσεων, την πρόσληψη και τη συντήρηση πληρώματος, τον εφοδιασμό, τη διεκπεραίωση εργασιών φόρτωσης και εκφόρτωσης, το διορισμό ναυτικών πρακτόρων σε διάφορα λιμάνια, τη διαχείριση και τη διεκπεραίωση ασφάλισης και ναυλώσεων, την είσπραξη ναύλων και κάθε φύσης εσόδων και ασφαλισμάτων και την απόδοση αυτών) του νηολογημένου στη …, με αριθμούς ΙΜΟ 9631929, ΚΟΧ 5861, ΚΚΧ 3507 και ΔΔΣ D5KG3, πλοίου ξηρού φορτίου M/V “…”, πλοιοκτησίας της ενάγουσας (βλ. σχετ. όρους 3 και 7), για χρονικό διάστημα δύο ετών, εκκινούμενο από την 29.10.2015, δυνάμενη δε η οικεία σύμβαση να μετατραπεί σε αορίστου χρόνου και να λυθεί, κατόπιν καταγγελίας εκάστου των μερών, για σπουδαίο λόγο, αναπτύσσουσας αυτής έννομα αποτελέσματα, μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την οικεία γνωστοποίησή της στο έτερο συμβαλλόμενο μέρος (βλ. σχετ. όρο 6). Κατά τους ειδικότερους όρους της ένδικης σύμβασης, και δη κατά τον όρο 8 αυτής, προβλεπόταν ότι η ενάγουσα υποχρεούτο να αποστέλλει, εκ των προτέρων, στην εναγομένη τα τυχόν απαιτούμενα, με βάση την παρούσα συμφωνία, χρήματα, ενώ, με την τελική τριμηνιαία κατάσταση της εναγομένης περί των πραγματικών εξόδων, που πραγματοποιήθηκαν, τυχόν υπόλοιπα θα προσαρμόζονταν ανάλογα [αυτολεξεί: “Any moneys payable by the Owner to the Manager including agreed daily running cost of USD 2.000 under this Agreement must be remitted to the Manager for 45 days in advance at the date the Manager has duly requested by issuing corresponding invoice. Upon final Manager’s quarterly statement of actual expenses that occurred, any balances to be adjusted accordingly”], κατά δε τον όρο 10 αυτής, η εναγομένη υποχρεούτο σε τήρηση των σχετικών με τη διαχείριση του πλοίου κατάλληλων βιβλίων, αρχείων και λογαριασμών, καθώς και σε διάθεση αυτών (ή ακριβών αντιγράφων τους) στην ενάγουσα προς επιθεώρηση και έλεγχο [αυτολεξεί: “The Manager shall keep proper books, records and accounts relating to the management of the Vessel and shall make the same (or true copies thereof, if acceptable to the Owner) available for inspection and audit on behalf of the Owner at mutually convenient times”], ενώ, κατά τον όρο 11 αυτής, η εναγομένη υποχρεούτο να συντάσσει και να παρέχει στην ενάγουσα μηνιαίες καταστάσεις λειτουργικών εξόδων μαζί με όλα τα δικαιολογητικά πρωτότυπα τιμολόγια ή έγγραφα – εάν ήταν δυνατόν -, τα οποία θα εμφάνιζαν όλα τα εισπραχθέντα και εκταμιευθέντα ποσά, κατά τον προηγούμενο μήνα, καθώς και να παρέχει λογαριασμούς, εκθέσεις και οικονομικές καταστάσεις, κατά τις, κατά καιρούς, εύλογες απαιτήσεις της ενάγουσας [αυτολεξεί: “The Manager shall prepare and furnish to the Owner monthly statements of operating costs together with all supporting original invoices or documents, if possible, which shows all received and disbursed amounts during the preceding month and shall also furnish such other statements, reports and financial accounting as the Owner may from time to time require and reasonably request”]. Η εναγομένη, συμμορφούμενη με τις ως άνω συμβατικές της υποχρεώσεις, απέστελλε στην ενάγουσα, και συγκεκριμένα άλλοτε στο … … και άλλοτε στην αρμόδια υπάλληλο αυτής … … – επιφορτισμένη με τη διεκπεραίωση όλων των θεμάτων, που αφορούσαν το ένδικο πλοίο, όπως η ίδια βεβαιώνει ενόρκως – μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (στην ηλεκτρονική διεύθυνση hip_…), επισυναπτόμενες, σε μορφή «excel», αναλυτικές οικονομικές καταστάσεις/λογαριασμούς εξόδων με λεπτομερή καταγραφή αυτών (περιγραφή δαπάνης, ημερομηνία έκδοσης τιμολογίου και ποσό σε ευρώ ή σε δολάρια Η.Π.Α.) και αντιπαράθεσή τους με τα αντίστοιχα έσοδα – αναλυτικές πληροφορίες για τα οποία (περιγραφή ταξιδιού, αριθμός τιμολογίου, διάρκεια ναυλοσυμφώνου και ποσό ναύλου σε δολάρια Η.Π.Α., τυχόν αιτιολογία μηδενικών εσόδων) περιέχονταν στο σώμα του ηλεκτρονικού μηνύματος, – καθώς και αναφορά του εκάστοτε συνολικού κέρδους της ενάγουσας, δηλαδή του εκάστοτε καταλοίπου του λογαριασμού, ήδη από την 01.11.2016, οπότε εκκίνησε η, εκ μέρους της, εμπορική διαχείριση του πλοίου, και συγκεκριμένα για τα συναπτά χρονικά διαστήματα από την 01.11.2016 έως την 18.03.2017 (βλ. σχετ. το από 23.04.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 19.03.2017 έως την 30.06.2017 (βλ. σχετ. το από 10.07.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 01.07.2017 έως την 31.12.2017 (βλ. σχετ. το από 26.01.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 01.01.2018 έως την 31.03.2018 (βλ. σχετ. το από 28.05.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 01.04.2018 έως την 30.06.2018 (βλ. σχετ.  το από 01.08.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 01.07.2018 έως την 30.09.2018 (βλ. σχετ. το από 16.10.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 23.10.2018 έως την 31.12.2018 (βλ. σχετ. το από 01.02.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 01.01.2019 έως την 31.03.2019 (βλ. σχετ. το από 19.04.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 01.04.2019 έωςτην 30.06.2019 (βλ. σχετ. το από 16.07.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 01.07.2019 έως την 30.09.2019 (βλ. σχετ. το από 15.11.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 01.10.2019 έως την 31.12.2019 (βλ. σχετ. το από 06.02.2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 01.01.2020 έως την 30.06.2020 (βλ. σχετ. το από 25.08.2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 01.07.2020 έως την 31.12.2020 (βλ. σχετ. το από 15.03.2021 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από την 01.01.2021 έως την 31.03.2021 (βλ. σχετ. το από 15.04.2021 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), και από την 01.04.2021 έως την 25.06.2021 (βλ. σχετ. το από 22.06.2021 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Επίσης, η ενάγουσα απέστελλε, παράλληλα, στην εναγομένη τα εκάστοτε συνοδεύοντα τους ως άνω οικείους λογαριασμούς αντίστοιχα δικαιολογητικά, δηλαδή τιμολόγια, κουπόνια, προτιμολόγια και αποδείξεις, είτε επισυνάπτοντας αυτά στα οικεία μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (βλ. σχετ. τα από 08.12.2017,18.11.2019, 15.04.2021, 20.04.2021 και 22.06.2021 μηνύματα) είτε «αναρτώντας»/αποθηκεύοντας αυτά, λόγω του μεγάλου τους όγκου, σε υπηρεσία ψηφιακού νέφους δεδομένων («cloud») «OneDrive» της εταιρείας με την επωνυμία «Google» (βλ. σχετ. το από 24.04.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την … …), γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από την κατάθεση του ενόρκως βεβαιούντος μάρτυρα της εναγομένης …, παρά την αντίθετη μαρτυρία της ενόρκως βεβαιούσας … …, για την αξιοπιστία της οποίας το παρόν Δικαστήριο διατηρεί πλείστες αμφιβολίες, καθόσον τα κατατιθέμενα από αυτή πραγματικά περιστατικά αντικρούονται καταφανώς από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Συγκεκριμένα, οι γενικές και αόριστες αναφορές της ενόρκως βεβαιούσας ότι αφενός οι αποσταλείσες στην ενάγουσα, ανά διαστήματα («από καιρό σε καιρό»), μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, συνοπτικές αναφορές εσόδων – εξόδων του ένδικου πλοίου, σπάνια συνοδεύονταν από την πλήρη σειρά παραστατικών, τιμολογίων και άλλων εγγράφων, από τα οποία θα μπορούσαν να επαληθευθούν από την πλοιοκτήτρια οι εν λόγω εγγραφές, και ότι αφετέρου η εναγομένη παρέλειπε συστηματικά να παράσχει λεπτομερή ενημέρωση σχετικά με την είσπραξη των ναύλων ή τις ειδικότερες επί του πλοίου εκτελεσθείσες εργασίες, ενώ σε σχετικά αιτήματα της ενάγουσας, υποβαλλόμενα και μέσω της ιδίας, περί παροχής πληροφοριών φρόντιζε μεν να καθησυχάζει την τελευταία ότι τηρεί στο αρχείο της όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, χωρίς, ωστόσο, να ανταποκρίνεται ουσιαστικά στα οικεία αιτήματα προς διάθεση των εγγράφων, αντικρούονται πρώτιστα από τα από 05.12.2017, 08.12.2017, 25.08.2020 και 28.08.2020 μηνύματα της εναγομένης προς την ίδια (ενόρκως βεβαιούσα) και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, από την επισκόπηση του περιεχομένου των οποίων προκύπτει η άμεση ανταπόκριση αυτής στα από 01.12.2017 και 05.12.2017, 18.08.2020 και 26.08.2020 αιτήματα της ενάγουσας περί αποστολής εγγράφων (όπως αντιγράφων συμβολαίων χρονοναύλωσης, εκθέσεων για τη λειτουργική δραστηριότητα του πλοίου και συνοπτικού πίνακα για το κόστος και τους διακανονισμούς), αλλά και από τα από 26.08.2020, 08.09.2020, 16.04.2021 και 23.06.2021 μηνύματα της ενόρκως βεβαιούσας και του δικηγόρου Valery Mandriouc – ως εκπροσωπούντων την ενάγουσα – προς την εναγομένη, σύμφωνα με το περιεχόμενο των οποίων ενημερώνουν την τελευταία ότι όχι μόνο έχουν παραλάβει τις αιτούμενες πληροφορίες, αλλά, κατά περίπτωση, έχουν αποδεχθεί το περιεχόμενο αυτών (βλ. τα ως άνω μηνύματα, όπου αυτολεξεί «ευχαριστώ για τις πληροφορίες σχετικά με τις εκθέσεις», «ευχαριστούμε για τις πληροφορίες σχετικά με το γενικό ισοζύγιο για τα πλοία … “…”, οι οποίες παραδόθηκαν στον Πλοιοκτήτη. Το υπόλοιπο υπέρ σας θα ληφθεί υπόψη κατά την πώληση των πλοίων», «Οι πληροφορίες γίνονται αποδεκτές, σε ευχαριστούμε», «Το μήνυμα σου έχει δεόντως ληφθεί υπόψη. Ευχαριστούμε για το μήνυμά σου.»), γεγονός (αποδοχής πληροφοριών), εξάλλου, το οποίο, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας, δε θα λάμβανε χώρα, χωρίς την προηγούμενη λήψη και τυχόν έλεγχο των απαιτούμενων δικαιολογητικών εγγράφων. Εξάλλου, αξίζει να σημειωθεί ότι η ενάγουσα αιτήθηκε, διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, το πρώτον, μετά την από 05.05.2021, εκ μέρους της, καταγγελία της ένδικης σύμβασης, την αποστολή των αναλυτικά εκτιθέμενων στην οικεία, με την αυτή ημερομηνία, επιστολή της εγγράφων (ετήσιων τιμολογίων και αποδείξεων πληρωμής), μη αποδειχθέντος, περαιτέρω, του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της ότι, δηλαδή, συνεχώς και καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης σύμβασης, οχλούσε την εναγομένη προς παροχή λογοδοσίας, καθόσον τα προσκομιζόμενα από αυτή ανταποδεικτικά έγγραφα κρίνονται αλυσιτελή προς το σκοπό αυτό, δεδομένου ότι αφενός μεν ο επικαλούμενος στην από 30.07.2018 απόπειρα, εκ μέρους της εταιρείας με την επωνυμία “…”, καταγγελίας της ένδικης σύμβασης, σπουδαίος λόγος συνεχόταν με την κακοδιαχείριση (παύση χρονοναύλωσης και μη ανανέωση αυτής), εκ μέρους της εναγομένης, χωρίς να γίνεται κάποια αναφορά στη μη τήρηση της ένδικης συμβατικής της υποχρέωσης περί απόδοσης λογοδοσίας, και αφετέρου τα από 11.11.2019, 08.08.2021, 13.08.2021, 17.08.2021 και 23.08.2021 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ενάγουσας προς την εναγομένη, με αντικείμενο την παροχή πληροφοριών, αφορούσαν τη διαχείριση του πλοίου “…” και όχι του ένδικου. Άλλωστε, από την επισκόπηση του περιεχομένου των από 01.06.2021 και 10.06.2021 μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας προς την εναγομένη, προκύπτει – αντιφατικά προς την ως άνω αμφισβήτηση – ουσιαστικά η συνομολόγηση αυτής ότι έχουν αποσταλεί οι οικείοι λογαριασμοί. Ωστόσο, προκύπτει αντίφαση μεταξύ των τιμολογίων και του ισχυριζόμενου, εκ μέρους της εναγομένης, ποσού οφειλής, απαιτούμενου, ως εκ τούτου, περαιτέρω ελέγχου, καθόσον τα έγγραφα (γενικά και αόριστα, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό), που έχουν αποσταλεί προηγούμενα, δεν είναι κατάλληλα για τον έλεγχο αυτό κατά την ελεγκτική εταιρεία. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η εμπορική διαχείριση του πλοίου ξεκίνησε, το πρώτον το μήνα Νοέμβριο του έτους 2016 – ως άνω αναφέρθηκε – καθόσον αυτό, προγενέστερα, και ήδη από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2015, παρέμενε κατασχεμένο στη Θεσσαλονίκη, έχοντας απωλέσει την κλάση του και όντας φορτωμένο, με φορτίο νιτρικής αμμωνίας, που όφειλε να παραδώσει στο λιμένα της Μοζαμβίκης, απαιτήθηκαν δε ενέργειες, όπως η μεταφόρτωση του φορτίου του σε έτερο πλοίο, η ειδική επιθεώρηση, ο δεξαμενισμός και η ανανέωση της ισχύος των πιστοποιητικών του, διαρκουσών έως τα τέλη του μήνα Οκτώβριου του έτους 2016 – όπως κατέθεσε ο ενόρκως βεβαιών μάρτυρας της εναγομένης – χωρίς να προκύπτει, ωστόσο, ότι η εναγομένη προέβη σε πράξεις οικονομικής διαχείρισης επ’ αυτού, που συνεπάγονταν έσοδα και έξοδα – γεγονός, εξάλλου, που δεν αμφισβήτησε ειδικά η ενάγουσα – ώστε να οφείλει λογοδοσία, για το χρονικό διάστημα των μηνών Οκτωβρίου του έτους 2015 έως Νοεμβρίου του έτους 2016, ενώ, επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη προέβη σε αντίστοιχες ενέργειες, κατά το χρονικό διάστημα από την 25.06.2021 έως την 05.07.2021, οπότε και επήλθαν τα αποτελέσματα της από 05.05.2021 καταγγελίας της ένδικης σύμβασης κατά τον οικείο όρο αυτής. Κατόπιν των ως άνω εκτιθέμενων, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη εκπλήρωσε την υποχρέωση λογοδοσίας έναντι της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα της εμπορικής διαχείρισης του πλοίου M/V “…”, δηλαδή από την 01.11.2016 έως την 25.06.2021, εξώδικα, δεκτού γενόμενου και ως ουσία βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού αυτής και παρελκούσης, ως εκ τούτου, της ουσιαστικής εξέτασης του έτερου ισχυρισμού της περί εξώδικης έγκρισης της λογοδοσίας εκ μέρους της ενάγουσας. Με βάση τις ως άνω σκέψεις πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης πρέπει να επιβληθούν, σε βάρος της ενάγουσας, σύμφωνα με την αρχή της ήττας (άρθρα 106, 176, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 58 παρ. 5 εδ. α΄, 63 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 και 68 παρ. 1 ΚωδΔικ) – μη δυνάμενου, περαιτέρω, να ληφθεί υπόψη, για τον καθορισμό της αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγομένης, του από 03.09.2021 ιδιωτικού συμφωνητικού παροχής νομικών υπηρεσιών, που αυτή προσκομίζει, καθόσον, όπως η ίδια ομολογεί στις συμπληρωματικές προτάσεις της, δε δύναται να τιμολογήσει, στο στάδιο αυτό (κατάθεσης προτάσεων), τη σχετική αμοιβή – όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε, την 15.11.2022, στον Πειραιά.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύτηκε, την . .2022, στον Πειραιά, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ