ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
3755/2022
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 11η Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) …, κατοίκου …, …, ως νομίμου κληρονόμου της αρχικώς ενάγουσας …, 2) …, κατοίκου …, οδός …, …, ως νομίμου κληρονόμου της αρχικώς ενάγουσας …, 3) …, κατοίκου …, οδός …, για λογαριασμό του και ως νομίμου κληρονόμου της αρχικώς ενάγουσας …, 4) … του … και της …, κατοίκου …, οδός …, 5) …, χήρας … …, το γένος …, κατοίκου …, οδός …, 6) … … του …, κατοίκου ομοίως ως άνω, 7) … … του …, κατοίκου ομοίως ως άνω, 8) … … του …, κατοίκου ομοίως ως άνω, 9) … … του …, κατοίκου ομοίως ως άνω, 10) … … του …, κατοίκου ομοίως ως άνω, 11) … … του …, κατοίκου …, οδός …, 12) … … του …, κατοίκου ομοίως ως άνω, 13) … … του …, κατοίκου …, οδός … και 14) … … του …, κατοίκου ομοίως ως άνω, οι οποίοι υπέβαλαν προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Γεώργιου Τρανταλίδη (ΑΜ ΔΣΑ 5287), κατοίκου … κι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) … του …, κατοίκου …, ο οποίος υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Παναγιώτη Γεωργόπουλου (ΑΜ ΔΣΠ 4117), κατοίκου … κι εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) … – … κατοίκου …, 3) … του … και της … – Ι…, κατοίκου …, οι οποίοι υπέβαλαν προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Βουρλιώτη (ΑΜ ΔΣΑ 35103), κατοίκου … και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, 4) Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει τυπικά στη … του … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 5) Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον …. επί της … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 6) Εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει τυπικά στη … του … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 7) Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει τυπικά στη … του …, ουσιαστικά στον ….. επί της οδού … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 8) Εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει τυπικά στη … του … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 9) Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη … … επί της … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 10) Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού … … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 11) Εταιρείας με την επωνυμία «….», 12) Εταιρείας με την επωνυμία «….», 13) Εταιρείας με την επωνυμία «….», 14) Εταιρείας με την επωνυμία «….» , 15) Εταιρείας με την επωνυμία «….», 16) Εταιρείας με την επωνυμία «….», 17) Εταιρείας με την επωνυμία «…», 18) Εταιρείας με την επωνυμία «…», 19) Εταιρείας με την επωνυμία «… & ….» που εδρεύει τυπικά στο … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 20) Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει τυπικά στην … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 21) Εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει τυπικά στη … του … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 22) Εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει τυπικά στη … του … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 23) Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει τυπικά στη … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 24) Εταιρείας με την επωνυμία «…», 25) Εταιρείας με την επωνυμία «….», 26) Εταιρείας με την επωνυμία «…», 27) Εταιρείας με την επωνυμία «…», 28) Εταιρείας με την επωνυμία «… …», 29) Εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει τυπικά στη … του … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 30) Εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει στη … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 31) Εταιρείας με την επωνυμία «…», 32) Εταιρείας με την επωνυμία «….», 33) Εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει στην Ελλάδα επί της οδού …, 34) Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο … κι εκπροσωπείται νόμιμα, 35) Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη … κι εκπροσωπείται νόμιμα και 36) Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον ….επί της οδού … κι εκπροσωπείται νόμιμα, γενικής πράκτορος κι αντικλήτου της 35ης εναγομένης, οι οποίες δεν υπέβαλαν προτάσεις, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 24-9-2021 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7398/3311/24-9-2021, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος, 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και 110 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος δικαιούται να παρίσταται στις επισπευδόμενες από άλλο διάδικο δικαστικές πράξεις επί της υπόθεσής του και πρέπει να κλητεύεται προς τούτο υπό την προθεσμία και τις διατυπώσεις που τάσσει ο νόμος. Συνεπώς, πρέπει, κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις, να καλείται για να συμμετάσχει στη συζήτηση αυτών, όταν αυτή επισπεύδεται από τον αντίδικό του (ΑΠ 890/2015-ΝΟΜΟΣ). Η τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης, που απορρέει από το παραπάνω άρθρο, επιβάλλει, προκειμένου για συζήτηση στο ακροατήριο, την πρωταρχική και αυτεπάγγελτη έρευνα για τη νόμιμη και εμπρόθεσμη επίδοση της αγωγής και της κλήσης για συζήτηση προς τον απολιπόμενο διάδικο. Υπό το προϊσχύσαν σύστημα, η αγωγή ασκείτο με δύο διαδικαστικές πράξεις, κατάθεση και επίδοση, ωστόσο, το δικαστήριο ερευνούσε αυτεπαγγέλτως αν ο εναγόμενος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα μόνο επί ερημοδικίας του (άρθρο 271 § 1 ΚΠολΔ) και αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν είχαν επιδοθεί εμπρόθεσμα (εντός της προθεσμίας του άρθρου 228 ΚΠολΔ) κήρυσσε απαράδεκτη τη συζήτηση. Αντίθετα, αν ο εναγόμενος ήταν παρών στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία και δεν εξέφερε αντιρρήσεις ως προς την έλλειψη επίδοσης της αγωγής ή την τυχόν πλημμελή (εκπρόθεσμη κλπ.) επίδοσή της προς αυτόν, επικαλούμενος δικονομική βλάβη την οποία και απεδείκνυε, δεν υπήρχε απαράδεκτο, αλλά το δικαστήριο εξέταζε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων (βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τ. I (2000). άρθρο 221, αριθ.3, ΑΠ 622/1994-ΕλλΔνη 1995/858-859, βλ. επίσης Χρήστου Τριανταφυλλίδη – Πρωτοδίκη, Η άσκηση και συζήτηση της αγωγής κατά την τακτική διαδικασία με βάση το νέο ΚΠολΔ, ΕφΑΔ 11 (2015).973επ.). Η άσκηση της αγωγής (κατά τη νέα πλέον τακτική διαδικασία), περιλαμβάνει δύο επιμέρους διαδικαστικές πράξεις, την κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και την επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Ειδικότερα: α) κατά την κατάθεση της αγωγής, εκτός από την έκθεση που συντάσσεται κάτω από το πρωτότυπο και στην οποία πρέπει να αναγράφονται τα στοιχεία των άρθρων 117 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο νομοθέτης, ενόψει της νέας αρχιτεκτονικής της τακτικής διαδικασίας που θέλει να επιδίδεται στον εναγόμενο μόνο η αγωγή και θέλοντας να γνωστοποιήσει στους διαδίκους με σαφήνεια τον κίνδυνο που διατρέχουν από τη μη έγκαιρη κατάθεση των προτάσεών τους, θέτει στη Γραμματεία των πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων ένα επιπρόσθετο σημαντικό βάρος. Με ειδική πρόβλεψη στο άρθρο 226 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, επιβάλλει την υποχρέωση να σημειώνει στο πρωτότυπο της αγωγής, αλλά και στα αντίγραφα την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων, καθώς και υπόμνηση ότι οι εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη. Επιδίδεται έτσι πλέον μόνο η αγωγή, χωρίς κλήση προς συζήτηση, αφού ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή στο πινάκιο γίνονται σε μεταγενέστερο χρόνο. Κατά συνέπεια, το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής που συνδεόταν μέχρι πρότινος με εκπρόθεσμη ή ανύπαρκτη επίδοση της κλήσης για συζήτηση, από την έναρξη εφαρμογής του νέου νόμου δε νοείται πλέον στην τακτική διαδικασία (βέβαια ισχύει στις ειδικές διαδικασίες). β) Η δεύτερη διαδικαστική πράξη της άσκησης της αγωγής είναι η επίδοσή της. Στο νέο άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι αντίγραφο του κατατεθέντος εισαγωγικού δικογράφου επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή του και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν δε η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215, 226, 229, 233, 271 §§ 1, 2 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η άσκηση της αγωγής ολοκληρώνεται με κατάθεσή της στο δικαστήριο που απευθύνεται και επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Η επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο απαιτείται όχι μόνο για την επέλευση των ουσιαστικών συνεπειών της αγωγής, αλλά και τη νόμιμη γνώση του τελευταίου και κλήτευσή του στη συζήτησή της και τον απαραίτητο χρόνο ετοιμασίας της υπεράσπισης του, έναντι των ισχυρισμών της αγωγής. Αν δεν έγινε νόμιμη κλήτευση, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (όπως ίσχυε πριν τον Ν.4335/2015), δοθέντος μάλιστα ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 111 § 2 ΚΠολΔ, καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για παροχή δικαστικής προστασίας δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς την τήρηση προδικασίας, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η αίτηση που έχει εισαχθεί χωρίς προδικασία απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτει ότι, αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ.1 ΚΠολΔ. Κατά δε το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011) και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ.2 του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.4 του άρθρου 1 του ιδίου νόμου, αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα (ΠολΠρΘεσ 5706/2018-ΕλλΔνη 2018/1504, ΠολΠρΘεσ 14411/2017-Αρμ 2017/2103). Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης (ΕφΑθ 4430/1990-ΕλλΔνη 33/910, ΕφΑθ 2143/1990-Δίκη 22/389, ΠολΠρΘεσ 5706/2018-ΕλλΔνη 2018/1504), δεδομένου ότι συντρέχει περίπτωση τεκμαρτής βλάβης του τελευταίου, λόγω ακριβώς της ερημοδικίας του (άρθρο 271§3 ΚΠολΔ -βλ. σχετ. Σταυρόπουλου, ΕρμΚΠολΔ, έκδ.1979, άρθρο 228 §1ε΄, σελ.335, Μπέη, ΠολΔικ, άρθρο 228 §3, σελ.1043-1044, βλ. αναλόγως και ΕφΑθ 11416/1987-Δίκη 19/333). Η μη τήρηση των διατάξεων αυτών καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση αν απουσιάζει ο διάδικος, λόγω μη τήρησης της εκ του νόμου προβλεπομένης προδικασίας για την κλήτευσή του (βλ. ΑΠ 1083/2013, ΠολΠρΑθ 55/2013, ΠολΠρΑθ 252/2010, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσής του στη δίκη, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Πάντως, στην περίπτωση, των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, πλέον, εάν ο εναγόμενος δεν κλητεύθηκε νομίμως κι εμπροθέσμως, θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 215 § 2 εδ. β΄ και 271 § 2 εδ.β΄ ΚΠολΔ (ΠολΠρΘεσ 5706/2018 ΕλλΔνη 2018.1504). Ειδικότερα, με την παρ. 2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ, η οποία αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1-1-2016, ορίζεται ότι, στην περίπτωση του άρθρου 237 ΚΠολΔ, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί νομοτύπως μέσα στην προθεσμία αυτή (μη επίδοση, μη νόμιμη επίδοση ή μη εμπρόθεσμη επίδοση), θεωρείται ως μη ασκηθείσα (ΠολΠρΗρακλ 31/2019-ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΘεσ 5706/2018-ΕλλΔνη 2018/1504, ΠολΠρΘεσ 14411/2017-Αρμ 2017/2103, ΠολΠρΘεσ 12935/2017-Αρμ 2017/1946). Με τη νέα αυτή διάταξη θεσπίζεται προθεσμία για την επίδοση της αγωγής στην τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια. Η διάταξη αυτή συνδυάζεται συστηματικά με τις ρυθμίσεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, οι οποίες εισάγουν τον κανόνα της έγγραφης διαδικασίας και εκμεταλλεύονται χρονικά προς εξυπηρέτηση της οικονομίας της δίκης τον μέχρι σήμερα «νεκρό» χρόνο από την κατάθεση της αγωγής και μέχρι τη συζήτησή της. Αν ο ενάγων δεν εκπληρώσει το δικονομικό αυτό βάρος, τότε η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και ως εκ τούτου, δεν παράγει δικονομικές έννομες συνέπειες (βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν.4335/2015). Πλέον η επίδοση της αγωγής συνιστά όρο του υποστατού της άσκησης της αγωγής, στην τακτική διαδικασία, μετά τις τροποποιήσεις του Ν.4335/2015. Κατά παρέκκλιση από τη μέχρι σήμερα πάγια νομολογία, κατά την οποία η παράλειψη της επίδοσης δεν καθιστά την αγωγή ανυπόστατη, εφόσον ο εναγόμενος συμμετάσχει νόμιμα στη συζήτηση και δεν προβάλλει κατ’ αυτήν ένσταση μη επίδοσης επικαλούμενος δικονομική βλάβη, πλέον στην τακτική διαδικασία η επίδοση της αγωγής καθίσταται προϋπόθεση του υποστάτου της άσκησης της αγωγής, υπό την έννοια ότι αν ο ενάγων δεν εκπληρώσει αυτό το δικονομικό βάρος, τότε η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε. Διευκρινίζοντας μάλιστα ο νομοθέτης τη συνέπεια αυτή στην αιτιολογική του έκθεση αναφέρει ότι η ανεπίδοτη ή η μη νομίμως ή η εκπροθέσμως επιδοθείσα αγωγή δεν παράγει δικονομικές μόνο συνέπειες, ενώ διατηρούνται οι ουσιαστικές συνέπειές της (βλ. αιτιολογική έκθεση για άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επιδιώκει δηλαδή, κατά την αυθεντική δήλωσή του στο ίδιο το κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης, να παράξει για την ανεπίδοτη αγωγή συνέπειες όμοιες με αυτές που συντρέχουν στην παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (άρθρο 294 ΚΠολΔ). Για την περίπτωση, όμως, που η σχετική αγωγή ουδόλως επιδόθηκε στον εναγόμενο, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η μη επίδοση της αγωγής στον τελευταίο θίγει ευθέως την υπόσταση της ίδιας της αγωγής ως δικογράφου και, ως εκ τούτου, δεν παράγει ούτε δικονομικές αλλά ούτε και ουσιαστικές συνέπειες (βλ. για όλα τα ανωτέρω Εισήγηση Νικολάου Βόκα, Προέδρου Πρωτοδικών και Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά την ημερίδα της ΕΣΔι της 01.12.2015 με θέμα την «Εφαρμογή του ν. 4335/2015 στην τακτική διαδικασία»).
Στην προκείμενη περίπτωση, η 4η έως και η 36η των εναγόμενων εταιρειών, άλλες από τις οποίες εδρεύουν στο εσωτερικό, άλλες στο εξωτερικό και για κάποιες από τις οποίες δεν αναγράφεται καν που εδρεύουν, δεν έλαβαν μέρος κανονικά στη δίκη, αφού δεν κατέθεσαν νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις, ήτοι μέσα σε εκατόν τριάντα (130) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής (άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015). Συνεπώς, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή επιδόθηκε σε αυτές νόμιμα και εμπρόθεσμα. Από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι οι ενάγοντες προσκόμισαν μόνο τις υπ’ αριθ. …/24-9-2021, …΄/24-9-2021 και …΄/24-9-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, δυνάμει των οποίων επιδόθηκε η ένδικη αγωγή στον πρώτο, τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγομένων, αντίστοιχα, ενώ ως προς τις λοιπές εναγόμενες εταιρείες δεν προσκομίζεται κάποιο αποδεικτικό επίδοσης. Αντίθετα δε, από το περιεχόμενο του από 7-1-2022 πρακτικού περάτωσης Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης (σελ. 6 αυτού), προκύπτει ότι δεν έχει γίνει κοινοποίηση της ένδικης αγωγής στις εναγόμενες εταιρείες. Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφόσον δεν έλαβε χώρα νόμιμη επίδοση της αγωγής στις εναγόμενες εταιρείες εντός των προβλεπόμενων με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμιών, πρέπει, κατά το άρθρο 271 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, η αγωγή να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα ως προς αυτές. Δικαστικά έξοδα ωστόσο δεν επιδικάζονται υπέρ των εναγόμενων εταιρειών, αφού λόγω της ερημοδικίας τους, δεν υποβλήθηκαν σε τέτοια.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 286 περ. α’ ΚΠολΔ, όπως ισχύει, «Η δίκη διακόπτεται αν, έως ότου τελειώσει η συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση: α) πεθάνει κάποιος διάδικος ή νόμιμος αντιπρόσωπός του ή συμβεί άλλη μεταβολή στο πρόσωπο κάποιου από αυτούς, η οποία επηρεάζει την ικανότητα της δικαστικής παράστασής του ή την εξουσία εκπροσώπησης του νόμιμου αντιπροσώπου, εκτός αν πρόκειται για θάνατο ή άλλες μεταβολές στο πρόσωπο του νόμιμου αντιπροσώπου ανώνυμης εταιρίας, εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, σωματείου ή ιδρύματος, β)…….». Από το συνδυασμό δε, των άρθρων 286, 287 παρ.1 και 290 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η δίκη διακόπτεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, αν μέχρι να τελειώσει η συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, αποβιώσει κάποιος διάδικος, με αποτέλεσμα την ακυρότητα κάθε διαδικαστικής πράξης που ενεργείται μετά από αυτήν και πριν από την επανάληψή της, εκτός αν την ενεργήσει ο διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. Η εκούσια επανάληψη της δίκης που έχει βιαίως διακοπεί λόγω θανάτου ενός διαδίκου αυτής, γίνεται από τους κληρονόμους του τελευταίου, ανεξαρτήτως αν αυτοί καλούνται στην κληρονομία εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου, σε περίπτωση δε που ο αποβιώσας κληρονομήθηκε από περισσοτέρους, οι οποίοι και συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της απλής ομοδικίας, καθένας από αυτούς μπορεί να επαναλάβει τη δίκη σε σχέση με το μερίδιό του, χωρίς να είναι αναγκαία η σύμπραξη όλων των κληρονόμων για την επανάληψη της δίκης, η δε δήλωση του ενός δεν ενεργεί έναντι των υπολοίπων, αλλά η δίκη συνεχίζεται ως προς τη μερίδα του κληρονόμου που προέβη στη δήλωση επανάληψης, χωρίς από αυτό να δημιουργείται απαράδεκτο της επανάληψης από τη μη σύμπραξη όλων των ομοδίκων (ΕφΠατρ 331/2017-ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 290, §5, σελ. 302 επ.). Περαιτέρω, η γνωστοποίηση του θανάτου του διαδίκου, ως διακοπτικού της δίκης λόγου, πρέπει να γίνει στον αντίδικο του αποβιώσαντος με επίδοση δικογράφου ή με τις προτάσεις ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, που καταχωρείται στα πρακτικά ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης. Η δίκη που έχει διακοπεί μπορεί να επαναληφθεί εκουσίως με ρητή ή σιωπηρή δήλωση [όπως με την κοινοποίηση κλήσης για συζήτηση ή με την κατάθεση προτάσεων (ΕφΠατρ 151/2019-ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 179/2007-ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2007/489)] εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, που μπορεί να γίνει και ταυτόχρονα με την περί διακοπής δήλωση, οπότε επέρχεται άμεση επανάληψη της δίκης, ο δε κληρονόμος του αποβιώσαντος απλώς συνεχίζει τη δίκη για το ίδιο αντικείμενο, υπεισερχόμενος στα δικαιώματα του τελευταίου. Εφόσον, δε, αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξαγάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επανάληψης και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (ΑΠ 618/2010-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 397/2010-ΝοΒ 2011/1228, ΑΠ 253/2010-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 211/2010-ΝΟΜΟΣ), ενώ εάν, αντιθέτως, ο αντίδικος προβάλλει αντιρρήσεις, η κληρονομική ιδιότητα εξετάζεται από το Δικαστήριο παρεμπιπτόντως και κατ’ ελεύθερη εκτίμηση του υφισταμένου αποδεικτικού υλικού (ΑΠ 187/2018, ΑΠ 234/2018, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 548/2012-ΧΡΙΔ 2012/655, ΑΠ 1414/2007, ΕφΠειρ 845/2014, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π., 1994, άρθρο 291, αριθ. 6, σελ. 306, Μακρίδου σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 290, αριθ. 3, σελ. 582). Για τη συνέχιση της δίκης με δήλωση του κληρονόμου δεν είναι αναγκαία η προηγούμενη υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομίας (ΑΠ 12/1996-ΕλλΔνη 1996/1321) ή η παρέλευση της προθεσμίας για αποποίηση της κληρονομίας, αφού η δήλωση επανάληψης της δίκης ενέχει σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας του θανόντος διαδίκου (ΕφΠατρ 190/2021-ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7798/1984-ΕλλΔνη 1985/483).
Στην προκείμενη περίπτωση, η πρώτη (αρχική) ενάγουσα της ένδικης αγωγής, … …, το γένος …, απεβίωσε την 8-12-2021, δηλαδή μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής (δεδομένης και της επίδοσής της στους τρεις πρώτους των εναγομένων την 24η-9-2021, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …/24-9-2021, …΄/24-9-2021 και …΄/24-9-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, αντίστοιχα). Με δήλωσή τους στις έγγραφες προτάσεις τους, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της ως άνω θανούσας, … … του …, … … του … και … … του …, αφενός μεν γνωστοποίησαν το γεγονός του θανάτου εκείνης, κατ’ άρθρο 287 παρ.1 του ΚΠολΔ, αφετέρου δε δήλωσαν ότι συνεχίζουν την παρούσα δίκη, υπεισερχόμενοι στη θέση της αρχικώς ενάγουσας ως καθολικοί της διάδοχοι, αποδεχόμενοι -έτσι- την κληρονομία, προσκομίζοντας την υπ’ αριθ. 82/1/2021 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου του Δήμου Τεμπών Λαρίσης και το υπ’ αριθ. πρωτ. …/15-12-2021 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Λαρισαίων. Ενόψει αυτών και μη υπαρχούσης αμφισβήτησης της ιδιότητας όλων των ανωτέρω, ως κληρονόμων της προαναφερόμενης αποβιώσασας αρχικής διαδίκου, νομίμως επαναλαμβάνεται άμεσα η προκείμενη δίκη, κατ’ άρθρο 290 ΚΠολΔ.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 104 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι: α) στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, β) η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο, μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων, γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και, αν δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο, εξετάζει αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της (ΑΠ 1473/2009-ΕφΑΔ 2009/1365). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 105 ΚΠολΔ, αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης αυτής, χωρίς διάκριση μεταξύ γενικής πληρεξουσιότητας (άρθρο 97 ΚΠολΔ) και ειδικής (άρθρο 98 του ΚΠολΔ), επιτρέποντας σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν προσωρινά, εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της έλλειψης (άρθρο 105 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ). Η οριστική απόφαση, σύμφωνα με την δεύτερη παράγραφο της ανωτέρω διάταξης, δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού συμπληρωθεί η έλλειψη ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίσθηκε, προς τούτο δε, αλλά και προς αποφυγή αδικαιολόγητων ακυροτήτων, επιστρατεύεται η διάταξη του άρθρου 105 ΚΠολΔ και μπορεί να διαταχθεί και η, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, επανάληψη της συζήτησης (βλ. ΠΠρΑθ 2514/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΜΠΠειρ 1617/2014-ΝΟΜΟΣ, Π. Αρβανιτάκης: Ζητήματα αποδεικτικών εγγράφων κατά του ΚΠολΔ, έκδ. 1992, σελ. 96 επ.). Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις που επιβάλλουν την περάτωση της διαδικασίας μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, εφόσον η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτόν θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (254 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ). Η συμπλήρωση δε της ελλείπουσας πληρεξουσιότητας έχει τον χαρακτήρα μεταγενέστερης έγκρισης της δικαστικής πράξης εκ μέρους του διαδίκου υπέρ του οποίου επιχειρήθηκε (βλ. Κων. Μπέης, ΠολΔ, υπ’ άρθρ. 105, 111, 1, σελ. 489 και Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Τόμος Α΄, σελ. 663 επ.). Αν δεν συμπληρώθηκε η έλλειψη μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδικάζει εκείνον που παραστάθηκε χωρίς πληρεξουσιότητα να πληρώσει τα έξοδα που προκλήθηκαν από την παράσταση του αυτή (105 παρ. 3 ΚΠολΔ, βλ. ΠΠρΧαν 26/2013-ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως αυτό ίσχυε μετά την τροποποίησή του από το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α 87 και, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 1 του αυτού άρθρου και νόμου, εφαρμόζεται για τις κατατιθέμενες μετά την 1.1.2016 αγωγές, «Μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης. Η παραπάνω προθεσμία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής».
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, οι τρεις πρώτοι ενάγοντες εκθέτουν ότι είναι νόμιμοι κληρονόμοι της αρχικώς ενάγουσας …, η οποία διατηρούσε σε βάρος του πρώτου εναγομένου αξίωση ύψους 17.608,21 ευρώ, πλέον τόκων, που της επιδικάστηκε τελεσίδικα με αναγνωριστική διάταξη, δυνάμει της υπ’ αριθ. 890/2001 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, για την ικανοποίηση της ψυχικής της οδύνης, από ναυτεργατικό θανατηφόρο ατύχημα του υιού της, … …, κατά τη βύθιση του υπό κυπριακή σημαία φορτηγού – ψυγείου πλοίου «…». Ότι ο τρίτος ενάγων διατηρεί επιπλέον σε βάρος του πρώτου εναγομένου αξίωση ύψους 20.542,89 ευρώ, πλέον τόκων, που του επιδικάστηκε τελεσίδικα με αναγνωριστική διάταξη, δυνάμει της ίδιας ως άνω απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, για την ικανοποίηση της ψυχικής του οδύνης, από το θανατηφόρο ατύχημα του παραπάνω ναυτικού, ο οποίος ήταν πατέρας του. Ότι άπαντες οι λοιποί ενάγοντες, από την τέταρτη έως και τη δέκατη τέταρτη αυτών, τυγχάνουν νόμιμοι κληρονόμοι της … …, η οποία διατηρούσε σε βάρος του πρώτου εναγομένου αξίωση ύψους 17.608,24 ευρώ, πλέον τόκων, που της επιδικάστηκε τελεσίδικα, δυνάμει της υπ’ αριθ. 891/2001 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, για την ικανοποίηση της ψυχικής της οδύνης, από ναυτεργατικό θανατηφόρο ατύχημα του υιού της, … …, κατά τη βύθιση του ίδιου ως άνω πλοίου. Ότι ο πρώτος των εναγομένων ήταν εφοπλιστής του εν λόγω πλοίου, η δε δεύτερη εναγομένη εν διαστάσει σύζυγός του και ο τρίτος εναγόμενος θετό του τέκνο. Ότι οι εναγόμενες εταιρείες, ήτοι από την τέταρτη έως και την τριακοστή έκτη των εναγομένων, είναι συμφερόντων του πρώτου εναγομένου, τις οποίες ελέγχει πλήρως ως διαχειριστής και κύριος μέτοχός τους και τις οποίες χρησιμοποιεί ως οχήματα για την απόκτηση από τον ίδιο σειράς ακινήτων, προκειμένου να περιορίσει την ευθύνη του και να προστατέψει την ατομική του περιουσία από τους επιχειρηματικούς κίνδυνους που ενέχει η δραστηριοποίησή του στο χώρο της ναυτιλίας. Ότι ειδικότερα ο πρώτος εναγόμενος χρησιμοποιώντας τις εναγόμενες εταιρείες ως παρένθετα πρόσωπα, ενεργώντας κατά κατάχρηση της περιουσιακής τους αυτοτέλειας, απέκτησε μέσω αυτών περιουσιακά στοιχεία, επιφέροντας σύγχυση της περιουσίας των ως άνω εταιρειών και της ατομικής του περιουσίας, με σκοπό την αποφυγή εκπλήρωσης των ατομικών του υποχρεώσεων προς πάσης φύσεως δανειστές, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ενάγοντες. Ότι κατόπιν τούτου κρίνεται επιβεβλημένη η αντίστροφη άρση της αυτοτέλειας των ως άνω νομικών προσώπων, προκειμένου να επεκταθούν οι αντίστοιχες συνέπειες από τον πρώτο εναγόμενο στις εναγόμενες εταιρείες και να δημιουργηθεί εις ολόκληρον ευθύνη τους για τις οφειλές αυτού έναντι των εναγόντων. Επίσης, εκθέτουν ότι ο πρώτος εναγόμενος χρησιμοποίησε κάποιες από τις εταιρείες συμφερόντων του, προκειμένου να προβεί σε εικονικές μεταβιβάσεις ακινήτων προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγομένων. Ότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ήτοι το ότι οι εναγόμενες εταιρείες είναι συμφερόντων του πρώτου εναγομένου και το ότι οι μεταβιβάσεις ακινήτων που έγιναν προς τη δεύτερη και τον τρίτο των εναγομένων ήταν εικονικές, συνομολογούνται από τον πρώτο εναγόμενο σε πλήθος δικογράφων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι εξαιτίας των χρεών της δεύτερης και του τρίτου των εναγομένων συντρέχει κίνδυνος κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας τους, η οποία στην πραγματικότητα ανήκει στον πρώτο των εναγομένων και στις εταιρείες συμφερόντων του. Ότι στα αναφερόμενα στην αγωγή ακίνητα ιδιοκτησίας του πρώτου εναγομένου και των εταιρειών του έχουν εγγραφεί τα αναλυτικά αναφερόμενα βάρη, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η πιθανότητα ματαίωσης ικανοποίησης των χρηματικών απαιτήσεων των εναγόντων. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού με τις έγγραφες προτάσεις τους περιορισμού των αγωγικών αιτημάτων (άρθρ. 223 εδ. β΄, 294 και 295 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ) οι ενάγοντες ζητούν: 1) να γίνει αντίστροφη άρση της νομικής αυτοτέλειας των 4ης έως και 36ης των εναγόμενων εταιρειών, των οποίων η νομική προσωπικότητα γίνεται αντικείμενο κατάχρησης αντίθετα προς την καλή πίστη, το νόμο και τα συναλλακτικά ήθη και έθιμα και 2) να χαρακτηρισθούν τα επιδικασθέντα με την υπ’ αριθ. 890/2001 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς ποσά, ήτοι: α) το ποσό των 17.608,21 ευρώ με το νόμιμο τόκο που επιδικάστηκε στην πρώτη αρχική ενάγουσα, … … και β) το ποσό των 20.542,89 ευρώ με το νόμιμο τόκο που επιδικάστηκε στον τρίτο ενάγοντα καταψηφιστικά. Τέλος, ζητούν να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρ. 18, 22 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2, 3Α, 3Β περ. ιζ΄ του Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Ωστόσο, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προέκυψε ότι οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν εντός της νόμιμης προθεσμίας που ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι μέσα σε εκατόν τριάντα (130) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, τα πληρεξούσια έγγραφα, δυνάμει των οποίων παρέχουν στο δικηγόρο Αθηνών, Γεώργιο Τρανταλίδη (ΑΜ ΔΣΑ 5287), την εντολή και πληρεξουσιότητα να τους εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη και δη να καταθέσει για λογαριασμό τους προτάσεις και προσθήκη στις προτάσεις και να ενεργήσει οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη χρειαστεί προς υποστήριξη της ένδικης από 24-9-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7398/3311/24-9-2021 αγωγής που άσκησαν σε βάρος των εναγομένων. Συνεπώς, υφίσταται έλλειψη πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του ως άνω δικηγόρου που υπέβαλε εμπρόθεσμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για λογαριασμό των εναγόντων, τις από 1-2-2022 έγγραφες προτάσεις κι ως εκ τούτου σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει για να κριθεί το παραδεκτό ή όχι της παράστασης των εν λόγω διαδίκων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 ΚΠολΔ, να επιτραπεί στο δικηγόρο τους Γεώργιο Τρανταλίδη να συμμετάσχει προσωρινά στη δίκη με την υποχρέωση όμως να αποδείξει την πληρεξουσιότητά του, να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης και να ταχθεί προθεσμία προκειμένου να συμπληρωθεί, με επιμέλεια των εναγόντων, η έλλειψη της προαναφερθείσας πληρεξουσιότητας του ανωτέρω δικηγόρου για την εκπροσώπησή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και την έγκριση ως νόμιμων, έγκυρων και ισχυρών όλων των σχετικών διαδικαστικών πράξεων που έγιναν από αυτόν, η οποία στην προκείμενη περίπτωση φέρει το χαρακτήρα μεταγενέστερης έγκρισης των διαδικαστικών πράξεων εκ μέρους των εναγόντων, υπέρ των οποίων άλλωστε επιχειρήθηκαν. Η ανωτέρω έλλειψη πρέπει να συμπληρωθεί εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της παρούσας απόφασης, μετά την πάροδο της οποίας, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, θα επανεισαχθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση με κλήση οποιουδήποτε από τα διάδικα μέρη σε δικάσιμο που θα οριστεί νόμιμα. Από την εμπρόθεσμη δε συμπλήρωση αυτής, εξαρτάται το κύρος των πράξεων που ο δικηγόρος των εναγόντων επιχείρησε κατά το παρόν στάδιο της δίκης (άρθρα 96 παρ. 1, 104, 105 παρ. 1 εδ. β΄ και 3 ΚΠολΔ). Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, καθόσον η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 176 σελ. 1019 επ., με παραπομπές στη νομολογία).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των εναγόντων και των τριών πρώτων εναγομένων και ερήμην των λοιπών εναγομένων.
ΘΕΩΡΕΙ την αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς την τέταρτη (4η) έως και την τριακοστή έκτη (36η) των εναγομένων.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς τους τρεις πρώτους των εναγομένων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο.
ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ στον εκπροσωπούντα τους ενάγοντες δικηγόρο Αθηνών, Γεώργιο Τρανταλίδη (ΑΜ ΔΣΑ 5287) να συμμετάσχει προσωρινά στην παρούσα δίκη και ορίζει προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της παρούσας απόφασης, προκειμένου αυτός να συμπληρώσει την ελλείπουσα στο πρόσωπό του πληρεξουσιότητα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά την 23η Νοεμβρίου 2022 και δημοσιεύτηκε την 6η Δεκεμβρίου 2022 σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ