Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

……3946…./2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Α΄ ανακοπής 3719/1730/2021)

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Β΄ ανακοπής 4501/2020/2021)

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Φεβρουαρίου 2022, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ :

Α. Των ανακοπτόντων : 1) …, με Α.Φ.Μ. … , 3) … κατοίκου … 4) …, κατοίκου …, 5) …, κατοίκου … και 6) …, κατοίκου …, άπαντες οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Λειβιδιώτου – Σαξώνη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1594), που προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Των καθ’ ων η ανακοπή : 1) … που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού … νόμιμα εκπροσωπούμενου, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία … στον …………..επί της … νόμιμα εκπροσωπούμενου, και 2) Εταιρείας με την επωνυμία …), που εδρεύει στην …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, εκ των οποίων το πρώτο παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Δημήτριου Κωνσταντίνου (…) και η δεύτερη δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Διαλινάκη …), που προσκόμισαν τα με αριθμούς … αντίστοιχα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Β. Του ανακόπτοντος : Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, με Α.Φ.Μ. … και ήδη, από 1η-1-2017, από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με Α.Φ.Μ. … ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ειδικότερα, εν προκειμένω, και από τους Προϊσταμένους των Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και Μυτιλήνης, το οποίο παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της δικαστικής πληρεξουσίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Βασιλικής Τζίφα (Α.Μ. Ν.Σ.Κ. 483).

Των καθ’ ων η ανακοπή : 1) 2 κατοίκου 2, 2) , κατοίκου 2 3) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «2, που εδρεύει στον ……… επί της … νόμιμα εκπροσωπούμενου και ήδη ως οιονεί καθολικού διαδόχου αυτού, του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «2Α), όπως μετονομάσθηκε από 1η-3-2020 το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…, που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, και 4) Εταιρείας με την επωνυμία «…, που εδρεύει στην …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, εκ των οποίων οι πρώτος και δεύτερος δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, το τρίτο παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Στυλιανού Μερεντίτη (…) και η τέταρτη δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Διαλινάκη …), οι οποίοι προσκόμισαν τα με αριθμούς … αντίστοιχα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Οι ανακόπτοντες της υπό στοιχείο Α΄ ανακοπής ζητούν να γίνει δεκτή η από 31-5-2021 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3719/2-6-2021 και 1730/2-6-2021 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 5ης-10-2021 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Το ανακόπτον της υπό στοιχείο Β΄ ανακοπής ζητεί να γίνει δεκτή η από 22-6-2021 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4501/23-6-2021 και 2020/23-6-2021 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 5ης-10-2021 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.

  ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 31-5-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3719/1730/2-6-2021, ανακοπή και η από 22-6-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4501/2020/23-6-2021, ανακοπή, η εκδίκαση των οποίων εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθόσον βάλλουν κατά του ίδιου πίνακα κατάταξης, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, αλλά και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιπλέον δε επέρχεται και μείωση των εξόδων της (άρθρα 246 και 591 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ).

Από τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Βορείου Αιγαίου …, που προσκομίζει με επίκληση το ανακόπτον, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό στοιχείο Β΄ ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 5ης-10-2021, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πρώτο και δεύτερο των καθ’ ων αντίστοιχα (άρθρα 122 § 1, 123, 124, 126 § 1 εδ. α΄, 128 §§ 1 και 4, 136 § 2 και 591 § 1 περ. α΄ ΚΠολΔ). Κατά την ως άνω δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε, με σημείωση στο οικείο πινάκιο, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη εκ νέου σε αυτό. Οι ως άνω καθ’ ων, όμως, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο (94 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας μετ’ αναβολή δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και επομένως, αφού η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο, επέχει θέση κλήτευσης ως προς όλους τους διαδίκους, χωρίς να απαιτείται νέα κλήτευση στη μετ’ αναβολή δίκη, πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην αυτών (άρθρα 226 § 4, 271 §§ 1 και 2 και 591 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι στη δίκη ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης μεταξύ πλειόνων καθ’ ων η ανακοπή, όπως εν προκειμένω, δεν δημιουργείται δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας και ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα αντιπροσώπευσης των μη παριστάμενων ως άνω καθ’ ων από τους παριστάμενους στη συζήτηση της υπόθεσης ομοδίκους τους, καθώς η διαδικασία της κατάταξης είναι μεν ενιαία, όχι, όμως, και αδιαίρετη (ΑΠ 1224/2006 ΕλλΔνη 2009, σελ. 1379, ΑΠ 1157/2004 ΕλλΔνη 2007, σελ. 459, ΑΠ 1456/1998 ΕΕΝ 2000, σελ. 166).

Οι ανακόπτοντες, με την υπό στοιχείο A΄ ανακοπή τους, εκθέτουν ότι στις 16-10-2019 εκπλειστηριάσθηκε ηλεκτρονικά ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μελπομένης Μπαρλαμά, σύμφωνα με την υπ’ αριθμό … έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, το υπό Ελληνική σημαία πλοίο με το όνομα «… με επίσπευση των …, δυνάμει πρώτων εκτελεστών απογράφων των με αριθμούς 371/2017 και 373/2017 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμό … πράξης αναγκαστικού πλειστηριασμού της ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου, το οποίο κατακυρώθηκε στην εταιρεία με την επωνυμία «…», έναντι πλειστηριάσματος 380.005,00 ευρώ. Ότι με την από 29-10-2019 αναγγελία τους στην ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ανήγγειλαν, νόμιμα και εμπρόθεσμα, τις απαιτήσεις τους από ναυτική εργασία, οι οποίες ανέρχονταν στα ποσά των : α) 16.619,57 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 15-11-2014 μέχρι 16-10-2019 ποσού 7.571,26 ευρώ αναφορικά με τον πρώτο εξ αυτών, β) 4.433,71 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 22-7-2014 μέχρι 16-10-2019 ποσού 2.151,47 ευρώ αναφορικά με τον δεύτερο εξ αυτών, γ) 3.869,96 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 19-7-2014 μέχρι 16-10-2019 ποσού 1.880,90 ευρώ αναφορικά με τον τρίτο εξ αυτών, δ) 9.399,71 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 3-5-2014 μέχρι 16-10-2019 ποσού 4.758,32 ευρώ αναφορικά με τον τέταρτο εξ αυτών, ε) 4.457,39 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 19-8-2014 μέχρι 16-10-2019 ποσού 2.130,82 ευρώ αναφορικά με τον πέμπτο εξ αυτών και στ) 34.389,73 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 23-12-2014 μέχρι 16-10-2019 ποσού 15.333,71 ευρώ αναφορικά με τον έκτο εξ αυτών, για τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν χρονικά διαστήματα εργασίας τους, με την εκτιθέμενη ειδικότητα, άπαντα τα ανωτέρω ποσά πλέον νόμιμων τόκων μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, όπως αναλυτικά αναφέρονται στην συνημμένη αναγγελία τους. Ότι στις 17-5-2021 τους κοινοποιήθηκε ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθμό … πίνακας κατάταξης δανειστών και πρόσκληση δανειστών, βάσει του οποίου προαφαιρέθηκε το συνολικό ποσό των 14.334,65 ευρώ ως έξοδα εκτέλεσης, απομένοντος υπολοίπου προς διανομή του ποσού των 365.670,35 ευρώ, στο οποίο κατατάχθηκαν οριστικά και προνομιακά, ως έχοντες προνόμιο α΄ τάξης : α) το …. για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησης ποσού 1.308.847,34 ευρώ και β) ο … για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησης στο ποσό των 14.979,65 ευρώ, ενώ η ικανοποίηση των δικών τους απαιτήσεων αποκλείστηκε με την αιτιολογία ότι εμπίπτουν στη β΄ τάξη των προνομίων του άρθρου 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., πλην, όμως, το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την πληρωμή των αξιώσεων ούτε της α΄ τάξης καθ’ ολοκληρίαν. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούν να ακυρωθεί ή/και τροποποιηθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης ώστε, κατ’ αποδοχή των λόγων της ανακοπής τους, να αποβληθούν από τον πίνακα κατάταξης οι απαιτήσεις των καθ’ ων και να καταταγούν οι ίδιοι οριστικά και προνομιακά για το σύνολο των απαιτήσεών τους, καθώς και να καταδικασθούν οι καθ’ ων στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή, αρμόδια καθ’ ύλη, λειτουργικά και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 584 και 933 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 εδ. α΄ και 3 Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 8ο § 2 του άρθρου 1ου Ν. 4335/2015,  και ίσχυε σύμφωνα με το άρθρο 9ο § 3 του άρθρου 1ου Ν. 4335/2015 εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση διενεργήθηκε μετά την 1η-1-2016, σε συνδυασμό με άρθρο 979 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 144 §§ 1 και 3 και 979 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ), καθώς αντίγραφο του υπ’ αριθμό … πίνακα κατάταξης δανειστών και πρόσκλησης δανειστών της υπαλλήλου του πλειστηριασμού επιδόθηκε στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας πληρεξούσια δικηγόρο-αντίκλητο των ανακοπτόντων στις 17-5-2021 (βλ. την από 17-5-2021 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, που τέθηκε, κατ’ άρθρο 139 § 3 ΚΠολΔ, επί του σώματος της ως άνω πρόσκλησης, που προσκομίζουν οι ανακόπτοντες), και η κρινόμενη ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 2-6-2021 και επιδόθηκε στους καθ’ ων στις 2-6-2021 και 4-6-2021 (βλ. τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά … προς το …. και τον … αντίστοιχα και την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας προς την δεύτερη καθ’ ης). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της.

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες της υπό στοιχεία Α΄ ανακοπής ισχυρίζονται ότι με την υπ’ αριθμό Φ 80000/οικ 60871/16291/2-1-2017 απόφαση του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης διαπιστώθηκε η παύση λειτουργίας του Ν.Π.Δ.Δ. …., στις απαιτήσεις του οποίου έκτοτε υποκαταστάθηκε το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…» (ήδη …) και συνεπώς, αφού από 2-1-2017 το μοναδικά νομιμοποιούμενο νομικό πρόσωπο προς αναγγελία απαιτήσεων από ασφαλιστικές εισφορές πλοίου και πλοιοκτητών ήταν το … και όχι το …., η αναγγελία του τελευταίου, στις 17-10-2019, προς την υπάλληλο του ένδικου πλειστηριασμού ήταν ανυπόστατη, καθ’ ότι έγινε από ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο, ακολούθως, δε και η κατάταξή του στον προσβαλλόμενο πίνακα ήταν παράνομη. O λόγος αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 68 και 972 ΚΠολΔ και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις του …. από ανεξόφλητα ναυτολόγια για τα έτη από 2012 έως 2017 έχουν εξοφληθεί πλήρως, δεδομένου ότι το νέο ναυτολόγιο εκδίδεται και παραδίδεται σύμφωνα με τον οργανισμό αυτού, μετά την εξόφληση του προηγούμενου ναυτολογίου και συνεπώς, παρά το νόμο κατετάγη στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης. Ειδικότερα, εκθέτουν ότι, δεδομένου ότι το εκπλειστηριασθέν πλοίο εκτελούσε δρομολόγια και το έτος 2015, δεν μπορεί παρά τα προηγούμενα του έτους αυτού ναυτολόγια να είναι εξοφλημένα, και αφού πληρώθηκε το τρίμηνο των μισθών των ναυτικών που είχαν κριθεί εγκαταλειμμένο πλήρωμα υποχρεωτικά έκλεισε και το ναυτολόγιο στις 22-7-2015. Ο προκείμενος λόγος είναι νόμιμος, στηριζόμενος στο άρθρο 416 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 979 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης νομιμοποιούνται μόνο ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθ’ ου η εκτέλεση, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον. Τέτοιο συμφέρον θεωρείται ότι έχει ο ανακόπτων, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα δικής του κατάταξης στον πίνακα. Αίτημα της ανακοπής είναι όχι μόνο η ακύρωση αλλά και η κατάταξη. Γι’ αυτό, το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, προς άσκηση της ανακοπής, δεν περιορίζεται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου η ανακοπή, αλλά συνδέεται και με τη δυνατότητα της δικής του κατάταξης. Έτσι, αν παρά την ακύρωση της κατάταξης και την εξαιτίας αυτής αποβολή του καθ’ ου, κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν δικαιούται να καταταγεί, η ανακοπή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της (ΑΠ 1375/2018, ΕφΠειρ 364/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Εν προκειμένω, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι το …. ανήγγειλε ως προνομιούχες, κατ’ άρθρο 205 περ. α΄ Κ.Ι.Ν.Δ., μεταξύ άλλων, και απαιτήσεις του χρονικής περιόδου από 23-4-2015 έως 22-7-2015, ανερχόμενες στο ποσό των 196.499,56 ευρώ για «τρίμηνες αποδοχές», οι οποίες συμπεριλαμβάνονταν στο ποσό του 1.403.657,61 ευρώ για το οποίο κατατάχθηκε και οι οποίες, όμως, υπάγονται στην δεύτερη τάξη των προνομίων του ως άνω άρθρου, διότι οι αποδοχές αυτές αποτελούν μέρος του μισθού των ναυτικών, που έχουν εκχωρηθεί από αυτούς στο …. και συνεπώς, μη νόμιμα κατατάχθηκε το ποσό των 247.493,77 ευρώ στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων. Επ’ αυτού του λόγου πρέπει, κατ’ αρχάς, να αναφερθεί ότι όπως προκύπτει από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης το …. αναγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, για το ποσό του 1.308.847,34 ευρώ, προερχόμενου από ασφαλιστικές εισφορές ναυτικών και πλοιοκτήτη του πωληθέντος πλοίου, για το οποίο κρίθηκε ότι τυγχάνει προνομιακής κατάταξης στην α΄ τάξη του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ., κατατάχθηκε δε οριστικά και κατά μέρος του αναγγελθέντος κεφαλαίου και μόνο, λόγω ανεπάρκειας του υπολειπόμενου διανεμητέου, για το ποσό των 350.690,70 ευρώ. Κατόπιν αυτού, όμως, οι ανακόπτοντες στερούνται εννόμου συμφέροντος για την προβολή του συγκεκριμένου λόγου της ανακοπής τους, καθόσον, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, έννομο συμφέρον έχει ο ανακόπτων όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου, αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα δικής του κατάταξης στον πίνακα. Στην προκειμένη δε περίπτωση, ακόμη κι αν ήθελε κριθεί ως βάσιμος ο ισχυρισμός τους ότι η επιμέρους απαίτηση του …. ποσού 247.493,77 ευρώ εμπίπτει στη β΄ τάξη των ναυτικών προνομίων, ο λόγος αυτός δεν συνεπάγεται ούτε την ακύρωση, έστω και εν μέρει, της κατάταξης του καθ’ ου, ούτε την κατάταξη των ιδίων, καθώς το καθ’ ου η ανακοπή, …., δεν κατατάχθηκε για το σύνολο της απαίτησής του ύψους 1.308.847,34 ευρώ, οπότε τυχόν παραδοχή ότι η επιμέρους απαίτηση ποσού 247.493,77 ευρώ δεν είναι προνομιούχα κατ’ άρθρο 205 εδ. α΄ Κ.Ι.Ν.Δ. θα συνεπαγόταν την αποβολή του κατά το ποσό αυτό και την κατάταξη των ανακοπτόντων. Πρέπει, επομένως, ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η αναγγελία του …. είναι αόριστη, διότι, καίτοι αφορά απαίτηση προερχόμενη από ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του πλοιάρχου και του πληρώματος του εν λόγω πλοίου, δεν αναφέρονται σε αυτήν ο αριθμός των μελών του πληρώματος, η ειδικότητα εκάστου εξ αυτών και η διάρκεια της ναυτολόγησης στο συγκεκριμένο πλοίο, εφόσον από τα στοιχεία αυτά προσδιορίζεται ο νόμιμος μισθός των ναυτικών και συνακόλουθα οι ανάλογες υπέρ του …. εισφορές αυτών και της πλοιοκτήτριας, καθώς και ο προνομιακός χαρακτήρας τους. Επιπρόσθετα, αναφορικά με το ποσό των 247.493,77 ευρώ (όπως παραδεκτά, κατ’ άρθρο 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ, διορθώθηκε ως προς το εν λόγω ποσό η ανακοπή με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου των ανακοπτόντων, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης), εκθέτουν ότι η αναγγελία είναι αόριστη, καθόσον δεν αναφέρεται ποιο είναι το πρακτικό της Επιτροπής Διαπίστωσης των Προϋποθέσεων Παροχής Προστασίας στους εγκαταλειπόμενους ναυτικούς, με ποια υπουργική απόφαση κυρώθηκε το πρακτικό αυτό, ποια ποσά καταβλήθηκαν και σε ποιο ναυτικό, ενώ δεν επισυνάπτεται το πρακτικό κύρωσης. Ωστόσο, για το ορισμένο της αναγγελίας δεν απαιτείται η παράθεση των ανωτέρω στοιχείων, όπως η αναφορά του αριθμού και των ειδικοτήτων όλων των μελών της νόμιμης σύνθεσης του πληρώματος, του μισθολογίου που έλαβε υπόψη το καθ’ ου για τον υπολογισμό των εισφορών ή του προεκτιθέμενου πρακτικού, εφόσον η έλλειψη των τελευταίων αυτών στοιχείων δεν καθιστά την ως άνω αναγγελία τόσο ελλιπή, ώστε να μην δύνανται ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές (εδώ ανακόπτοντες) να την αντικρούσουν και να υφίστανται βλάβη (βλ. ΕφΠειρ 16/2013, ΕφΠειρ 147/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος.

Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι η δεύτερη καθ’ ης, εταιρεία με την επωνυμία …, αβάσιμα ζήτησε την κατάταξή της και η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος χωρίς νόμιμη αιτία κατέταξε τις αξιώσεις της, καθόσον προκύπτει είτε η ανυπαρξία αποδεδειγμένης απαίτησης είτε η ανυπαρξία προνομίου αυτής. Ότι, ειδικότερα, με την αναγγελία επιβάλλεται επί ποινή απαραδέκτου ή ακυρότητας να προσκομίζονται στο συμβολαιογράφο τα έγγραφα που αναφέρονται σε αυτήν. Ότι παρέπεται ότι τα κονδύλια της αναγγελίας της δεύτερης καθ’ ης, για τα οποία από το ίδιο το κείμενο αυτής προκύπτει ότι δεν έχουν προσκομισθεί αποδεικτικά έγγραφα, ήτοι το κονδύλιο υπό στοιχείο Α ποσού κεφαλαίου 41.863,21 ευρώ πλέον προσαυξήσεων και το κονδύλιο υπό στοιχείο Γ ποσού 19.848,27 ευρώ δεν αποδεικνύονται, πέραν της αοριστίας του κονδυλίου των προσαυξήσεων και του ότι δεν απολαμβάνουν προνομίου ούτε οι προσαυξήσεις ούτε οι ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις προερχόμενες από δαπάνες που δεν έγιναν για διευκόλυνση της εκτελεστικής διαδικασίας και του συνόλου των πιστωτών. Ότι ως προς το κονδύλιο υπό στοιχείο Β ποσού κεφαλαίου 14.046,20 ευρώ πλέον προσαυξήσεων, για το οποίο και μόνο η καθ’ ης δήλωσε ότι προσκομίζει τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, αυτά δεν φέρουν σφραγίδα και υπογραφή του παραλήπτη των υπηρεσιών, ούτε και του επιδόσαντος αυτά στην οφειλέτιδα εταιρεία και συνεπώς, δεν έχουν αποδεικτική δύναμη, ενώ επιπλέον στερούνται νόμιμης επικύρωσης. Με τον ανωτέρω λόγο, όπως εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, οι ανακόπτοντες αφενός πλήττουν το ορισμένο και τη νομιμότητα της αναγγελίας και αφετέρου τη βασιμότητα της ύπαρξης, του ύψους και του προνομίου των αναγγελθεισών απαιτήσεων, είναι δε ορισμένος και νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 118, 972 και 979 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από τις διατάξεις των άρθρων 979 § 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 216 § 1 και 217 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου Κώδικα και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθ’ ου να αμυνθεί και στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης, καθώς και την ύπαρξη του προνομίου της. Ειδικότερα, η ανακοπή, ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης, της οποίας ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της, δηλαδή παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντος, αλλά και τη συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία πηγάζει η απαίτησή του και το προνόμιό της. Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών αυτών καθιστά την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με την αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 1281/2011, ΑΠ 1949/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Η αναφορά δε και εξειδίκευση της απαίτησης στο δικόγραφο της ανακοπής είναι αναγκαία ανεξάρτητα από το θεμελιωτικό λόγο του αιτήματός της, αφού μόνο έτσι παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της ανακοπής (τόσο, δηλαδή, της απαίτησης του ανακόπτοντος όσο και του τυχόν προνομίου της) και στον καθ’ ου να αμυνθεί (ΑΠ 1099/1996 ΕλλΔνη 1997, σελ. 1088, ΑΠ 1260/1991 ΕΕΝ 1993, σελ. 66). Είναι, επομένως, αναγκαία τα ανωτέρω, ακόμη και αν ο λόγος της ανακοπής συνίσταται στην απλή άρνηση της απαίτησης ή της σειράς και της τάξης κατάταξης (ΕφΠειρ 40/2018, ΕφΠειρ 229/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 198/2003 ΕΝαυτΔ 2003, σελ. 145). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1012 §§ 1 και 4 και 205 του Κ.Ι.Ν.Δ. προκύπτει ότι επί κατεσχημένου πλοίου, το οποίο πλειστηριάστηκε, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. Προηγούνται οι κατ’ άρθρο 205 του ανωτέρω κώδικα προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες. Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή τον ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ, όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι το πλοίο. Ως εκ τούτου, κατατάσσονται κατά πρώτο λόγο οι κατά το άρθρο 205 προνομιούχες απαιτήσεις, ακολουθούν οι ενυπόθηκες επί του πλοίου και μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, επί του τυχόν υπολοίπου του πλειστηριάσματος, γίνεται η κατάταξη των κατά τα άρθρα 975 και 976 Κ.Πολ.Δ προνομιούχων απαιτήσεων, κατά την έκταση κατά την οποία οι τελευταίες δεν καλύπτονται υπό του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ. Σύμφωνα με το τελευταίο αυτό άρθρο «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις : α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοίαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταιον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Κατά την έννοια του νόμου συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι δεν θεωρούνται όλες οι κατά του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου, ως εκ του ότι ασκούν ναυτική επιχείρηση, αλλά μόνον όσοι φόροι επιβάλλονται απ’ ευθείας επί του πλοίου ως μεταφορικού μέσου δια της νομοθεσίας περί φορολογίας πλοίων, ως του Ν. 1880/1951 περί φορολογίας πλοίων, οι φόροι και εισφορές επί των υπό Ελληνική σημαία πλοίων βάσει της ηλικίας και της χωρητικότητας κατ’ άρθρα 1, 2, 6 Ν 27/1975, τα κατά τον Ν. 820/1978 επιβαλλόμενα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις που αφορούν το πλοίο κ.λ.π., ως και τα προξενικά τέλη. Δεν εμπίπτουν στο ανωτέρω προνόμιο τα πρόστιμα που επιβάλλονται από τη λιμενική αρχή για παράβαση των διατάξεων περί εφοδιασμού του πλοίου με τα απαραίτητα ναυτιλιακά, σωστικά, πυροσβεστικά, υγειονομικά, τηλεπικοινωνιακά και ασφαλείας εν γένει μέσα (άρθρο 40 § 1 εδ. ε΄ Ν.Δ. 187/1973), δοθέντος ότι οι περί προνομίων διατάξεις ερμηνεύονται στενά (βλ. ΑΠ 511/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 40/2018 ό.π.). Εν προκειμένω, το ανακόπτον, με την υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή του, εκθέτει ότι με επίσπευση του πρώτου και δεύτερου των καθ’ ων, σε εκτέλεση πρώτων εκτελεστών απογράφων των με αριθμούς 371/2017 και 373/2017 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά, στις 16-10-2019, με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μελπομένης Μπαρλαμά το υπό Ελληνική σημαία πλοίο με το όνομα «Ε/Γ-Ο/Γ … όπως περιγράφεται αναλυτικά στην υπ’ αριθμό …9 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, καθώς και στο υπ’ αριθμό … απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή, όπως διορθώθηκε με την υπ’ αριθμό 1302/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ως προς την εκτίμηση της αξίας και την τιμή πρώτης προσφοράς, και κατακυρώθηκε στην εταιρεία με την επωνυμία «…» και διακριτικό τίτλο «…», έναντι πλειστηριάσματος 380.005,00 ευρώ. Ότι στην ανωτέρω συμβολαιογράφο αναγγέλθηκαν, μεταξύ άλλων, νόμιμα και εμπρόθεσμα : α) το Ελληνικό Δημόσιο-ΑΑΔΕ, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, με την υπ’ αριθμό πρωτ. … αναγγελία του, για ληξιπρόθεσμες και εκτελέσιμες προνομιακές απαιτήσεις του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 61 § 1 του Ν.Δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), 975 ΚΠολΔ και 205 Κ.Ι.Ν.Δ., συνολικού ποσού 15.026.875,21 ευρώ, εκ των οποίων συνολικό ποσό 1.249.632,10 ευρώ προέρχεται από τέλη ελλιμενισμού, που απολαύουν του προνομίου α΄ τάξης του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ., όπως οι εν λόγω απαιτήσεις εξειδικεύονται στη συνημμένη αναγγελία μετά του συνοδεύοντος αυτήν πίνακα χρεών και β) το Ελληνικό Δημόσιο-ΑΑΔΕ, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης, με την υπ’ αριθμό πρωτ. … αναγγελία του, για ληξιπρόθεσμες και εκτελέσιμες προνομιακές απαιτήσεις του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 61 § 1 του Ν.Δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), 975 ΚΠολΔ και 205 Κ.Ι.Ν.Δ., συνολικού ποσού 2.407.553,34 ευρώ, εκ των οποίων συνολικό ποσό 94.969,63 ευρώ προέρχεται από φόρο πλοίων και τέλη ελλιμενισμού, που απολαύουν του προνομίου α΄ τάξης του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ., όπως οι εν λόγω απαιτήσεις εξειδικεύονται στη συνημμένη αναγγελία μετά του συνοδεύοντος αυτήν πίνακα χρεών. Ότι λόγω ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος για την κάλυψη των εξόδων εκτέλεσης και την ικανοποίηση των αναγγελθέντων δανειστών, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθμό … πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο αφού προαφαίρεσε από το πλειστηρίασμα το ποσό των 12.478,55 ευρώ ως έξοδα εκτέλεσης και παρακράτησε το ποσό των 1.856,10 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 1/2 των αναλογικών δικαιωμάτων σύνταξης και έκδοσης περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, κατέταξε στο εναπομείναν πλειστηρίασμα ποσού 365.670,35 ευρώ το τρίτο και την τέταρτη των καθ’ ων για τα ποσά των 350.690,70 και 14.979,65 ευρώ αντίστοιχα, προνομιακά, κατ’ άρθρο 205 α΄ Κ.Ι.Ν.Δ., και οριστικά σε μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, ποσού 1.308.847,34 και 55.909,41 ευρώ αντίστοιχα, ενώ το ίδιο το ανακόπτον δεν κατατάχθηκε καθόλου, διότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού έκρινε τις ως άνω αναγγελίες του ως αόριστες. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί : α) να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης ώστε, κατ’ αποδοχή του λόγου της ανακοπής περί εσφαλμένης απόρριψης των αναγγελιών του λόγω αοριστίας, να καταταγεί το ίδιο το ανακόπτον προνομιακά, στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ., οριστικά και σύμμετρα : α) στο συνολικό ποσό των 174.041,26 ευρώ, και δη στο ποσό των 161.748,67 η Δ.Ο.Υ. Πλοίων και στο ποσό των 12.292,59 ευρώ η Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης, με ισόποση αποβολή του τρίτου καθ’ ου και β) στο συνολικό ποσό των 7.433,80 ευρώ και δη στο ποσό των 6.908,75 η Δ.Ο.Υ. Πλοίων και στο ποσό των 525,05 ευρώ η Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης, με ισόποση αποβολή του τέταρτου καθ’ ου, σε μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών προνομιακών απαιτήσεών του από τέλη ελλιμενισμού και φόρο πλοίων, β) να αποδεσμευθεί το ποσό των 3.570,69 ευρώ, που εσφαλμένα προαφαιρέθηκε από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ως έξοδα εκτέλεσης, και να καταταγεί σε αυτό το ίδιο προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα σε μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του και γ) να καταδικασθούν οι καθ’ ων στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή, για την εκδίκαση της οποίας έχει δικαιοδοσία το παρόν Δικαστήριο δεδομένου ότι πρόκειται για αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύσθηκε από ιδιώτες, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ, για την ικανοποίηση απαιτήσεων που προέρχονται από ιδιωτική διαφορά, στην οποία απλώς το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε με την αναγγελία των απαιτήσεων του (βλ. ΑΠ 679/1996, ΕφΔωδ 193/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), αρμόδια καθ’ ύλη, λειτουργικά και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 584 και 933 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 εδ. α΄ και 3 Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 8ο § 2 του άρθρου 1ου Ν. 4335/2015, και ίσχυε σύμφωνα με το άρθρο 9ο § 3 του άρθρου 1ου Ν. 4335/2015 εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση διενεργήθηκε μετά την 1η-1-2016, σε συνδυασμό με άρθρο 979 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 5 §§ 1 και 2, 10 του από 26-6/10-7-1944 Διατάγματος «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», 58 § 4, 85 § 1 Ν.Δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), 1 § 1, 36 § 1 N. 4389/2016 και 144 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ, καθώς αντίγραφο του υπ’ αριθμό … πίνακα κατάταξης δανειστών και πρόσκλησης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών Μελπομένης Μπαρλαμά, υπαλλήλου του πλειστηριασμού, επιδόθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία του Ν.Σ.Κ. για τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., ως εκπροσώπου του ανακόπτοντος, στις 14-6-2021 (βλ. την από 14-6-2021 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, που τέθηκε, κατ’ άρθρο 139 § 3 ΚΠολΔ, επί του σώματος της ως άνω πρόσκλησης, που προσκομίζει το ανακόπτον), και η κρινόμενη ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 23-6-2021 και επιδόθηκε στους καθ’ ων στις 5-7-2021, 28-6-2021 και 29-6-2021 (βλ. τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Βορείου Αιγαίου … προς τον πρώτο και δεύτερο των καθ’ ων και τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά … προς το τρίτο καθ’ ου, τον … και την τέταρτη καθ’ ου αντίστοιχα), καθώς και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή …). Ο πρώτος λόγος, όμως, της υπό κρίση ανακοπής, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, ήτοι της μεταρρύθμισης του πίνακα και κατάταξης των απαιτήσεών του ανακόπτοντος από τέλη ελλιμενισμού και φόρους πλοίων, τυγχάνει απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι με το δικόγραφό της δεν εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τις εν λόγω απαιτήσεις του ανακόπτοντος, ώστε να κριθεί αν αυτές εμπίπτουν στις προνομιούχες απαιτήσεις του άρθρου 205 § 1 Κ.Ι.Ν.Δ., όπως ισχυρίζεται με την ανακοπή του, ενόψει του ότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην παραπάνω μείζονα σκέψη, η προνομιακή κατάταξη με βάση το ως άνω άρθρο δεν αφορά όλες τις απαιτήσεις που προκύπτουν από την εκμετάλλευση του πλοίου εν γένει, αλλά μόνο αυτές που βαρύνουν το πλοίο ως πλωτό μεταφορικό μέσο. Συγκεκριμένα, πέραν της γενικής αναφοράς στο δικόγραφο της ανακοπής των απαιτήσεων του ανακόπτοντος ως τέλη ελλιμενισμού και φόρους πλοίων, ουδόλως αναφέρεται ο ειδικός χαρακτήρας αυτών ή η γενεσιουργός αιτία τους, προκειμένου να κριθεί εάν απολαύουν του προνομίου του άρθρου 205 § 1 Κ.Ι.Ν.Δ., ώστε σε περίπτωση μεταρρύθμισης του ανακοπτόμενου πίνακα να ικανοποιηθεί σύμμετρα με άλλες καταταγείσες απαιτήσεις που έχουν το αυτό προνόμιο. Τα στοιχεία δε αυτά δεν προκύπτουν ούτε από τις συνημμένες στην κρινόμενη ανακοπή αναγγελίες των Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και Μυτιλήνης, καθόσον σε αυτές γίνεται αναφορά μόνο για τα συνολικά οφειλόμενα ποσά για τα οποία αναγγέλθηκε το ανακόπτον δια των Προϊσταμένων των ως άνω Δ.Ο.Υ., με αίτημα την προνομιακή κατάταξή του σύμφωνα με το άρθρο 61 ΚΕΔΕ, χωρίς να αναφέρεται εάν οι οφειλές είναι προνομιακές σύμφωνα με το άρθρο 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., ούτε από ποια συγκεκριμένη αιτία απορρέουν και αν αφορούν στο εκπλειστηριασθέν πλοίο, ενώ, επίσης, δεν προκύπτουν ούτε από τους συνημμένους στις ως άνω αναγγελίες και την ένδικη ανακοπή πίνακες χρεών, όπου τα εν λόγω χρέη περιγράφονται μόνο ως τέλη ελλιμενισμού και φόρος πλοίων, χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση. Στον πίνακα χρεών, άλλωστε, που επισυνάπτεται στην αναγγελία του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι εγγραφές που αφορούν τέλη ελλιμενισμού αντιστοιχούν σε διαφορετικό Α.Φ.Μ. από αυτόν της καθ’ ης η εκτέλεση, ενώ στο πεδίο ιδιότητα αναγράφεται «…», ώστε να μην δύναται να συναχθεί ποιο κατ’ αρχήν νομικό ή φυσικό πρόσωπο αφορούν και για ποιο λόγο, επέκεινα, ευθύνεται η καθ’ ης η εκτέλεση εταιρεία για τις οφειλές αυτές, χωρίς να αρκεί μόνη η αναφορά στο δικόγραφο της ανακοπής ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις αφορούν την τελευταία. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά, που δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της ανακοπής, είναι απαραίτητα προκειμένου να καταστεί δυνατό για το Δικαστήριο να εκτιμήσει το είδος του προνομίου του ανακόπτοντος και τη σειρά κατάταξης των αναγγελθεισών απαιτήσεών του, καθώς και να προβεί στη δέουσα μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, τα εν λόγω δε στοιχεία δεν μπορούν να συμπληρωθούν ούτε με τις προτάσεις του ανακόπτοντος ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Επομένως, με βάση τις παραπάνω παραδοχές, γενομένου δεκτού και ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού του τρίτου καθ’ ου η ανακοπή, ο οποίος, άλλωστε, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, πρέπει ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Β΄ ανακοπής να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του τρίτου και της τέταρτης των καθ’ ων η ανακοπή, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους με τις προτάσεις τους (άρθρο 106 ΚΠολΔ), σε βάρος του ανακόπτοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 § 1 Ν. 3693/1957, δεδομένου ότι η προκείμενη δίκη διεξήχθη από το ανακόπτον, δια αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (βλ. ΑΠ 589/2015, ΑΠ 1362/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Κατά τα λοιπά, ήτοι ως προς το δεύτερο λόγο της, η ανακοπή πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 932, 971 και 975 ΚΠολΔ προκύπτει ότι από το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε με τον πλειστηριασμό, προαφαιρούνται, προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, όλα τα έξοδα εκτέλεσης (ΑΠ 840/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΑθ 783/2014 ΧρΙΔ 2015, σελ. 458). Η αφαίρεση των εξόδων γίνεται με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις, που κατατίθενται από το δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στο φάκελο του πλειστηριασμού. Για να είναι δε εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το Δικαστήριο, κρίνοντας επί σχετικού λόγου ανακοπής, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος απαιτείται να προβεί όχι σε απλή αναφορά αυτών, αλλά σε εξειδίκευση, με αναγραφή, επί της ιδιαίτερης πράξης εκκαθάρισης ή επί του πίνακα κατάταξης, των επί μέρους κονδυλίων αυτών, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών (ΕφΑθ 475/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟS με περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Στην αντίθετη περίπτωση, η αφαίρεση ως αναιτιολόγητη είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη (ΑΠ 1892/2013, ΑΠ 300/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΑθ 475/2022 ό.π.). Εξάλλου, τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του, αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεχώς με την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ. Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης. Σε περίπτωση, που αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης, και ειδικότερα αν προσβάλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών και, συνακόλουθα, ότι είναι έξοδα εκτέλεσης, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής (ΑΠ 199/2020, ΑΠ 658/2014, ΑΠ 2057/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΑΠ 300/2013 ό.π.). Αντίθετα, όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προσβάλλεται ότι τα έξοδα του δικαστικού επιμελητή ή του συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή, επίσης, του δικηγόρου του επισπεύδοντος την εκτέλεση, δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί Δικηγόρων ή άλλους νόμους και υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων πρέπει να στραφεί κατά των ανωτέρω προσώπων υπέρ των οποίων έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία και μόνο νομιμοποιούνται παθητικά (ΑΠ 199/2020, ΑΠ 1644/2018, ΑΠ 658/2014, ΑΠ 60/2011 ό.π., ΑΠ 1774/2007 ΕΠολΔ 2008, σελ. 273 contra ΑΠ 2057/2014, ΑΠ 300/2013 ό.π., ΑΠ 1722/1998 ΕλλΔνη 1999, σελ. 603 που δέχονται ότι στην περίπτωση αυτή η ανακοπή οφείλει να στραφεί όχι μόνον κατ’ αυτού που επέσπευσε την εκτέλεση, αλλά και κατά των προσώπων υπέρ των οποίων έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης). Περαιτέρω, στα έξοδα εκτέλεσης, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, περιλαμβάνονται οι δαπάνες που γίνονται για την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος όλων των δανειστών και αφορούν την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, την κατάσχεση, τη συντήρηση του κατασχεθέντος, τον πλειστηριασμό και την κατάταξη, ήτοι όλες τις δαπάνες που είναι αναγκαίες για τη διεξαγωγή της όλης εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΠ 840/2008, ΕφΑθ 783/2014 ό.π.). Αντίθετα δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, όπως είναι τα έξοδα πλειστηριασμού που ματαιώθηκε λόγω παρόδου προθεσμίας ή λόγω ακυρότητας των πράξεων (ΑΠ 2057/2014, ΑΠ 300/2013, ΑΠ 60/2001, ΑΠ 1359/1998 ό.π.). Περαιτέρω, το άρθρο 979 § 1 ΚΠολΔ επιβάλλει τη γνωστοποίηση του πίνακα κατάταξης. Προς τούτο καλούνται με έγγραφα από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ο επισπεύδων, ο καθ’ ου η εκτέλεση και οι αναγγελθέντες δανειστές να λάβουν γνώση του συνταγέντος πίνακα, μέσα σε τρεις ημέρες από τη σύνταξή του. Ο νόμος αρκείται σε απλή έγγραφη πρόσκληση προς τους ανωτέρω να λάβουν γνώση του πίνακα και δεν απαιτεί έγγραφη ανακοίνωση του περιεχομένου του πίνακα ούτε κοινοποίηση αντιγράφου αυτού. Αν ο συμβολαιογράφος, αντί να κοινοποιήσει προς τους ανωτέρω έγγραφη πρόσκληση για να λάβουν γνώση του πίνακα, εκδώσει, προκειμένου να χορηγήσει σ’ αυτούς, αντίγραφα του συνταγέντος πίνακα, δεν δικαιούται να εισπράξει δικαιώματα για την έκδοση των αντιγράφων αυτών, εφόσον κατά το νόμο δεν απαιτείτο η έκδοση αυτών, σε περίπτωση δε που από υπερβάλλουσα πρόνοια του συμβολαιογράφου εκδοθούν αντίγραφα του πίνακα, η σχετική δαπάνη δεν βαρύνει το πλειστηρίασμα, διότι δεν έγιναν για το κοινό συμφέρον όλων των δανειστών αλλά μόνον για το συμφέρον εκείνων που τα λαμβάνουν, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτουν στην κατά τις ανωτέρω διατάξεις έννοια των εξόδων εκτέλεσης. Τέλος, αν η ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης (άρθρο 979 ΚΠολΔ) ευδοκιμήσει, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής ο οποίος δεν άσκησε ανακοπή, έστω και αν έχει μείζον προνόμιο κατάταξης. Το αυτό θα ισχύει για την ταυτότητα του νομικού λόγου και στην περίπτωση που η ανακοπή πλήττει τον πίνακα για τα έξοδα εκτέλεσης, παρά το ότι δεν γίνεται κατάταξη γι’ αυτά (ΑΠ 840/2008, ΕφΑθ 783/2014 ό.π.). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, το ανακόπτον εκθέτει ότι μη νόμιμα συμπεριελήφθησαν στα έξοδα εκτέλεσης και προαφαιρέθηκαν υπέρ της υπαλλήλου του πλειστηριασμού τα κάτωθι ποσά, τα οποία δεν αποβλέπουν προς το συμφέρον όλων των δανειστών : α) συνολικό ποσό 3.674,76 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. για «την έκδοση των ανάλογων αντιγράφων, όσων δηλαδή οι παράγοντες του πλειστηριασμού (επισπεύδοντες, οφειλέτης, αναγγελθέντες)…», αντί του ποσού των 451,88 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. ποσού 86,88 ευρώ) που αντιστοιχεί σε ένα αντίγραφο, καθώς το υπερβάλλον ποσό των 3.222,88 ευρώ που αντιστοιχεί στην έκδοση πλέον του ενός αντιγράφου του πίνακα δεν εμπίπτει στα έξοδα εκτέλεσης και δεν βαρύνει τον πλειστηριασμό, αλλά τους λήπτες των αντιγράφων, β) ποσό 225,25 ευρώ, που αφορά «μέρος των εξόδων περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης», το οποίο πέραν της αοριστίας και του ότι δεν εξυπηρετεί το συμφέρον όλων των δανειστών, σε κάθε περίπτωση προκύπτει ότι από το πλειστηρίασμα παρακρατήθηκε το ποσό των 1.856,10 ευρώ, που όπως αναφέρεται «αποτελεί το ήμισυ των αναλογικών δικαιωμάτων της σύνταξης και έκδοσης της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης» και γ) ποσό 122,56 ευρώ, το οποίο αφορά «έξοδα των με αριθμούς … πράξεων μου κατάθεσης εγγράφων αναγγελίας επισπευδόντων δανειστών», διότι αυτό βαρύνει αποκλειστικά τον αναγγελλόμενο δανειστή. Ο λόγος αυτός ως προς και τα τρία σκέλη του, ήτοι της μη νόμιμης προαφαίρεσης εξόδων που δεν έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών αναφορικά με το πρώτο και τρίτο κονδύλιο και της αοριστίας ως προς το δεύτερο πληττόμενο κονδύλιο, χωρίς να πλήττεται η διενέργεια ή το ύψος των σχετικών εξόδων, είναι νόμιμος, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 932 ΚΠολΔ, και αφού δεν υπάρχει κάποια ένσταση που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα (άρθρο 271 § 3 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011, το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εφόσον δεν αντιβαίνει προς τις ειδικές διατάξεις της διαδικασίας αυτής, βλ. Κ. Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες στον ΚΠολΔ μετά το Ν. 4335/2015, εκδ. 2017, σελ. 41-42), πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ως προς τους παθητικά νομιμοποιούμενους, δύο πρώτους καθ’ ων η ανακοπή – επισπεύδοντες, λόγω της ερημοδικίας τους, να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης και ακολούθως, αφού αποδεσμευθεί τo ανωτέρω συνολικό ποσό των (3.222,88 + 225,25 + 122,56=) 3.570,69 ευρώ, που προαφαιρέθηκε ως έξοδα εκτέλεσης, να καταταγεί το ανακόπτον, δια των Προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης, προνομιακά οριστικά και σύμμετρα και ειδικότερα για τα ποσά των : α) [3.570,69 (αποδεσμευόμενο ποσό) χ 15.026.875,21 (απαίτηση της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά) /17.434.428,55 (σύνολο απαιτήσεων ανακόπτοντος)=] 3.077,61 ευρώ και β) [3.570,69 χ 2.407.553,34 (απαίτηση της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης) /17.434.428,55 =] 493,08 ευρώ αντίστοιχα, σε μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των πρώτου και δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 § 1 Ν. 3693/1957, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, ενώ παράβολο ανακοπής ερημοδικίας δεν ορίζεται, καθώς δεν επιτρέπεται η άσκηση του σχετικού ενδίκου μέσου κατά της παρούσας απόφασης (άρθρο 979 § 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ).

Η εκ του άρθρου 979 § 2 ΚΠολΔ ανακοπή μπορεί να θεμελιώνεται είτε σε μόνη την άρνηση της απαίτησης του καταταγέντος ή του προνομιακού χαρακτήρα της, οπότε ο καθ’ ου η ανακοπή που επέχει θέση ενάγοντος, φέρει το βάρος της επίκλησης και απόδειξης των γενεσιουργών της απαίτησής του γεγονότων, καθώς και εκείνων που της προσδίνουν προνομιακό χαρακτήρα, οπότε οφείλει να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το μέγεθος και τον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησης για την οποία έχει καταταγεί (ΑΠ 60/2011 ΕλλΔνη 2011, σελ. 772) είτε σε πραγματικούς ισχυρισμούς που αποτελούν τη βάση ενστάσεων κατά της απαίτησης του καθ’ ου ή προσδίνουν στη δική του απαίτηση ισχυρότερο προνόμιο, οπότε πλέον φέρει ο ίδιος (ο ανακόπτων) το βάρος επίκλησης και απόδειξης αυτών των ισχυρισμών (ΕφΠειρ 56/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 229/2013 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση και τα οποία, κατά την αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 346 ΚΠολΔ, λαμβάνονται υπόψη υπέρ όλων των διαδίκων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ’ αριθμό … έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών Μελπομένης Μπαρλαμά, εκπλειστηριάσθηκε με ηλεκτρονικά μέσα το, ειδικότερα περιγραφόμενο σε αυτήν, υπό Ελληνική σημαία, πλοίο …, με αριθμό …, που ήταν ελλιμενισμένο στην περιοχή του λιμένα Ελευσίνας στη θέση «Όρμος Βλύχας», πλοιοκτησίας της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία «….», και κατακυρώθηκε στην εταιρεία «…» αντί του ποσού των 380.005,00 ευρώ. Η ως άνω αναγκαστική εκτέλεση έλαβε χώρα με επίσπευση των … σε εκτέλεση των με αριθμούς 371/2017 και 373/2017 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης (διαδικασία εργατικών διαφορών) και δυνάμει της υπ’ αριθμό …9 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …. Η υπάλληλος του πλειστηριασμού, λόγω του ότι το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των επισπευδόντων και των αναγγελθέντων δανειστών, συνέταξε τον προσβαλλόμενο, υπ’ αριθμό …, πίνακα κατάταξης δανειστών και πρόσκληση δανειστών, όπου, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, ποσού 14.334,65 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου προς διανομή στους δανειστές ποσού 365.670,35 ευρώ, κατέταξε σε αυτό οριστικά και προνομιακά, στην α΄ τάξη των ναυτικών προνομίων κατ’ άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ. : α) το …. για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής του ποσού 1.308.847,34 ευρώ, λόγω ανεπάρκειας του υπολειπόμενου διανεμητέου, στο ποσό των 350.690,70 ευρώ και β) τον … για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής του ποσού 55.909,41 ευρώ, λόγω ανεπάρκειας του υπολειπόμενου διανεμητέου, στο ποσό των 14.979,65 ευρώ, ενώ τις απαιτήσεις, μεταξύ άλλων, των ανακοπτόντων της υπό στοιχεία Α΄ ανακοπής δεν τις κατέταξε διότι έκρινε ότι υπάγονται στη β΄ τάξη των προνομίων του άρθρου 205 Κ.Ι.Ν.Δ. και το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την πληρωμή των αξιώσεων ούτε της α΄ τάξης καθ’ ολοκληρίαν. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το …., με την από 17-10-2019 αναγγελία του προς την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ανήγγειλε τις απαιτήσεις του ύψους 1.308.847,34 ευρώ, ζητώντας να καταταχθεί προνομιακά. Όπως δε εκθέτει ρητά στην ως άνω αναγγελία του και αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από το πρώτο καθ’ ου στην υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή, …, ως οιονεί καθολικό του διάδοχο, δυνάμει της υπ’ αριθμό Φ80000/10124/3162/13-3-2017 (ΦΕΚ Β΄ 881/2017) απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ορίσθηκε ότι «Οι υπηρεσίες του …. μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018 εξακολουθούν να εκτελούν και να διεκπεραιώνουν πάσης φύσεως εργασίες επί θεμάτων παροχών, εισφορών και εσόδων των ενταγμένων στο … και να εκδίδουν τις προβλεπόμενες αποφάσεις για λογαριασμό του … σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του.». Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθμό 54721/Δ1.18853/12-11-2018 (ΦΕΚ Β΄ 5322/2018) απόφασης του ίδιου ως άνω Υφυπουργού παρατάθηκε η ισχύς της ανωτέρω απόφασης για δύο επιπλέον έτη, ήτοι έως 31.12.2020. Συνεπώς, το …. νομιμοποιούνταν να προβεί στην αναγγελία των αξιώσεών του, σύμφωνα με το περιεχόμενο των ανωτέρω υπουργικών αποφάσεων, βάσει των οποίων οι υπηρεσίες του εξακολουθούσαν να εκτελούν πάσης φύσης εργασίες επί εσόδων των ενταγμένων σε αυτό φορέων, και ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Α΄ ανακοπής περί έλλειψης νομιμοποίησής του πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων περί εξόφλησης των αναγγελθεισών απαιτήσεων του ως άνω Ν.Π.Δ.Δ. ουδόλως αποδεικνύεται, καθώς οι ανακόπτοντες, που, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, φέρουν το βάρος απόδειξης, δεν προσκομίζουν κανένα σχετικό αποδεικτικό αυτού μέσο, πέραν μιας εκτύπωσης από την ιστοσελίδα του καθ’ ου με γενικές πληροφορίες για την εξόφληση και αντικατάσταση του ναυτολογίου (βλ. σχετ. 30), και συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής τους πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία … με την από 29-10-2019 αναγγελία της ανήγγειλε νόμιμα στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο τις κάτωθι απαιτήσεις της : α) αξίωση συνολικού ποσού 51.405,62 ευρώ (κεφάλαιο 41.863,21 ευρώ, πλέον νόμιμων προσαυξήσεων του κεφαλαίου ποσού 8.286,53 ευρώ για το διάστημα έως 30-6-2019 και 1.255,89 ευρώ για το διάστημα από 1-7-2019 έως και 11-9-2019), από δικαιώματα τελών ελλιμενισμού του πλοίου «…» της καθ’ ης η εκτέλεση για το χρονικό διάστημα από 2-7-2016 έως 31-12-2018, β) αξίωση συνολικού ποσού 14.647,31 ευρώ (κεφάλαιο 14.046,20 ευρώ, πλέον νόμιμων προσαυξήσεων του κεφαλαίου ποσού 601,11 ευρώ για το διάστημα έως 11-9-2019), από ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της καθ’ ης η εκτέλεση από δικαιώματα τελών ελλιμενισμού του πλοίου «…» για το χρονικό διάστημα από 1-1-2019 έως 31-8-2019 και γ) αξίωση ποσού 19.848,27 ευρώ για μετακύλιση προς την καθ’ ης η εκτέλεση δαπάνης που καταβλήθηκε από αυτήν σε εκτέλεση της υπ’ αριθμό 71/2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστηρίου αυτού, αιτούμενη την προνομιακή της κατάταξη. Από τον προσβαλλόμενο δε πίνακα συνάγεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή κοινοποίησε μαζί με την αναγγελία της τα παραστατικά της απαίτησής της έγγραφα, τα οποία από το περιεχόμενο της αναγγελίας (καθώς ουδείς εκ των διαδίκων προσκομίζει τα συνημμένα στην αναγγελία έγγραφα) προκύπτει ότι είναι η υπ’ αριθμό 27/17-7-2019 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, με την οποία εγκρίθηκε η βεβαίωση των οφειλών σε βάρος της πλοιοκτήτριας, η οποία με συνημμένο πίνακα τελών ελλιμενισμού επιδόθηκε στην πλοιοκτήτρια, καθώς και δεκαπέντε (15) τιμολόγια παροχής υπηρεσιών σε βάρος της αναφορικά με την υπό στοιχείο Α απαίτησή της, εννέα (9) τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και πίνακα τελών ελλιμενισμού αναφορικά με την υπό στοιχείο Β απαίτησή της και τέλος, την υπ’ αριθμό 71/2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστηρίου αυτού, με επιταγή προς εκτέλεση αναφορικά με την υπό στοιχείο Γ απαίτησή της. Επομένως, στην ως άνω αναγγελία γινόταν περιγραφή των αναγγελθεισών απαιτήσεών της και ειδικότερα, περιλαμβανόταν το είδος και το ύψος των χρεών της καθ’ ης η εκτέλεση προς αυτήν, με συνέπεια το εν λόγω αναγγελτήριο να παρέχει στην μεν οφειλέτιδα και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στην δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα των απαιτήσεων (βλ. και ΑΠ 295/2002 ΕΝαυτΔ 30, σελ. 117, ΕφΠειρ 934/2006 ΕΝαυτΔ 2007, σελ. 44) και άρα, ο οικείος πέμπτος λόγος της ανακοπής, κατά το μέρος που αφορά το ορισμένο και τη νομιμότητα της αναγγελίας, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επισημαίνεται δε ότι το κατά πόσο τα προσκομιζόμενα έγγραφα, όπως εν προκειμένω τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις για την απόδειξη των αναγγελθεισών απαιτήσεων αφορά στην εξέταση της βασιμότητας ή μη των απαιτήσεων αυτών, εφόσον αυτές αμφισβητηθούν, και όχι τη νομιμότητα της αναγγελίας. Με τον ίδιο δε ως άνω λόγο της ανακοπής, όπως εκτιμήθηκε, οι ανακόπτοντες αρνούνται περαιτέρω τις απαιτήσεις της δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή, το ύψος τους και τον προνομιακό τους χαρακτήρα, πλην, όμως, η καθ’ ης, ως έχουσα το βάρος επίκλησης και απόδειξης των παραγωγικών των αξιώσεών της και του προνομίου τους πραγματικών περιστατικών, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, δεν προσδιόρισε με τις προτάσεις της τα περιστατικά αυτά, χωρίς να αρκεί η απλή παραπομπή στην αναγγελία της. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι οι ανακόπτοντες ναυτικοί ανήγγειλαν νόμιμα και εμπρόθεσμα με την από 29-10-2019 αναγγελία τους τις απαιτήσεις τους κατά της πλοιοκτήτριας, προερχόμενες από ναυτική εργασία, που παρείχαν στο εκπλειστηριασθέν πλοίο, ζητώντας την προνομιακή κατάταξή τους, κατ’ άρθρο 205 Κ.Ι.Ν.Δ., καταθέτοντας και τα παραστατικά της αναγγελίας τους, συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμό … πράξης κατάθεσης εγγράφων αναγγελίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Μελπομένης Μπαρλαμά. Ειδικότερα, ο πρώτος εξ αυτών, …, δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την εταιρεία με την επωνυμία «…», ναυτολογήθηκε στον Πειραιά, στις 28-7-2014, ως θαλαμηπόλος στο πλοίο «…», σύμφωνα με τους όρους της Σ.Σ.Ν.Ε. για τα πληρώματα επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων για το έτος 2014, που κυρώθηκε με την Υ.Α. 3525.1.5-1-2014, όπου υπηρέτησε μέχρι τις 14-11-2014, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω άδειας έως 29-12-2014. Σημειώνεται ότι κυρία του ως άνω πλοίου ήταν η καθ’ ης η εκτέλεση, εταιρεία με την επωνυμία «…», ενώ η προαναφερόμενη εταιρεία «…» ήταν εφοπλίστρια αυτού από 1-1-2014 έως 11-8-2014, οπότε η εκμετάλλευση του πλοίου επανήλθε στην καθ’ ης η εκτέλεση. Από την παραπάνω εργασία του στο ως άνω πλοίο δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 9.291,10 ευρώ, όπως κρίθηκε και με την υπ’ αριθμό 49/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών), κατά της οποίας έχει μεν ασκηθεί έφεση, αλλά συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Ο δεύτερος εξ αυτών, …, δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την εταιρεία με την επωνυμία «…», ναυτολογήθηκε στον Πειραιά, στις 30-6-2014, ως βοηθός φροντιστή στο ίδιο παραπάνω πλοίο «…», σύμφωνα με τους όρους της ίδιας ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., όπου υπηρέτησε μέχρι τις 21-7-2014, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω μετάθεσης. Από την παραπάνω εργασία του δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 1.679,40 ευρώ, όπως κρίθηκε και με την ανωτέρω υπ’ αριθμό 49/2020 πρωτοβάθμια απόφαση. Ο τρίτος εξ αυτών, …, δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την εταιρεία με την επωνυμία «…», ναυτολογήθηκε στον Πειραιά, στις 30-6-2014, ως μάγειρας Γ΄ στο ίδιο παραπάνω πλοίο, σύμφωνα με τους όρους της ίδιας ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., όπου υπηρέτησε μέχρι τις 18-7-2014, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω μετάθεσης. Από την παραπάνω εργασία του δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 1.204,62 ευρώ, όπως κρίθηκε και με την υπ’ αριθμό 49/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Ο τέταρτος εξ αυτών, …, δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την εταιρεία με την επωνυμία «…», ναυτολογήθηκε στον Πειραιά, στις 20-9-2013, ως ναυτόπαις στο παραπάνω πλοίο, σύμφωνα με τους όρους της Σ.Σ.Ν.Ε. για τα πληρώματα επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων για το έτος 2013, που κυρώθηκε με την Υ.Α. 3525.1.1.5-1-2013, όπου υπηρέτησε μέχρι τις 2-5-2014, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω άδειας. Από την εργασία του αυτή δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 6.026,45 ευρώ, όπως κρίθηκε και με προαναφερόμενη υπ’ αριθμό 49/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Ο πέμπτος εξ αυτών, …, δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την εταιρεία με την επωνυμία «…», ναυτολογήθηκε στον Πειραιά, στις 28-7-2014, ως θαλαμηπόλος στο παραπάνω πλοίο, σύμφωνα με τους όρους της προαναφερόμενης Σ.Σ.Ν.Ε. για τα πληρώματα επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων για το έτος 2014, όπου υπηρέτησε μέχρι τις 18-8-2014, οπότε απολύθηκε στη Θεσσαλονίκη λόγω μετάθεσης. Από την εργασία του δε αυτή δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 1.851,57 ευρώ, όπως κρίθηκε και με την ως άνω πρωτοβάθμια απόφαση. Ο έκτος εξ αυτών, …, δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε με την εταιρεία με την επωνυμία «…», ναυτολογήθηκε στον Πειραιά, στις 13-1-2014, ως θαλαμηπόλος στο παραπάνω πλοίο, σύμφωνα με τους όρους της προαναφερόμενης Σ.Σ.Ν.Ε. για τα πληρώματα επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων για το έτος 2014, όπου υπηρέτησε μέχρι τις 22-12-2014, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά αμοιβαία συναινέσει. Από την εργασία του αυτή δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 20.611,10 ευρώ, όπως κρίθηκε με την υπ’ αριθμό 2020/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία εργατικών διαφορών). Πρέπει, επομένως, να μεταρρυθμιστεί ο ανακοπτόμενος υπ’ αριθμό … πίνακας κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών Μελπομένης Μπαρλαμά και, αφού αποβληθεί η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή κατά το ποσό των 14.979,65 ευρώ για το οποίο κατετάγη, να καταταγούν οι ανακόπτοντες προνομιακά, κατ’ άρθρο 205 εδ. β΄ Κ.Ι.Ν.Δ., σύμμετρα και τυχαία υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους για τα κάτωθι ποσά : α) ο πρώτος για το ποσό των [14.979,65 (απελευθερούμενο μέρος του πλειστηριάσματος ως προς το οποίο είχε καταταγεί η δεύτερη καθ’ ης και ήδη αποβάλλεται) χ 9.291,10 (η απαίτηση του ως άνω ανακόπτοντος)/40.664,24 (σύνολο απαιτήσεων ανακοπτόντων)=] 3.422,60 ευρώ, β) ο δεύτερος για το ποσό των (14.979,65 χ 1.679,40/40.664,24=) 618,65 ευρώ, γ) ο τρίτος για το ποσό των (14.979,65 χ 1.204,62/40.664,24=) 443,75 ευρώ, δ) ο τέταρτος για το ποσό των (14.979,65 χ 6.026,45/40.664,24=) 2.219,99 ευρώ, ε) ο πέμπτος για το ποσό των (14.979,65 χ 1.851,57/40.664,24=) 682,07 ευρώ και στ) ο έκτος για το ποσό των (14.979,65 χ 20.611,10/40.664,24=) 7.592,59 ευρώ, σε μερική ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, κατά παραδοχή ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου της κρινόμενης ανακοπής. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή κατά του πρώτου καθ’ ου η ανακοπή και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδά του, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του με τις προτάσεις του (άρθρο 106 ΚΠολΔ), σε βάρος των ανακοπτόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180 § 1, 189, 191 § 2 ΚΠολΔ, 63, 65, 66 και 68 Ν. 4194/2013), και να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά της δεύτερης καθ’ ης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων σε βάρος αυτής, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 189, 191 § 2 ΚΠολΔ, 63, 65, 66 και 68 Ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει : α) την υπό στοιχείο Α΄, από 31-5-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3719/1730/2-6-2021 ανακοπή και β) την υπό στοιχείο Β΄, από 22-6-2021, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4501/2020/23-6-2021 ανακοπή, ερήμην των πρώτου και δεύτερου καθ’ ων η υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Απορρίπτει την υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή ως προς το πρώτο καθ’ ου.

Επιβάλλει σε βάρος των ανακοπτόντων της υπό στοιχείο Α΄ ανακοπής τα δικαστικά έξοδα του πρώτου καθ’ ου η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Δέχεται την υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή ως προς τη δεύτερη καθ’ ης.

Μεταρρυθμίζει τον υπ’ αριθμό … πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών Μελπομένης Μπαρλαμά, ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, ούτως ώστε, αποβαλλομένης της καταταγείσας απαίτησης της δεύτερης καθ’ ης η υπό στοιχείο Α΄ ανακοπή ποσού δεκατεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (14.979,65€), να καταταγούν οι ανακόπτοντες προνομιακά, κατ’ άρθρο 205 εδ. β΄ Κ.Ι.Ν.Δ., σύμμετρα και τυχαία, υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, για τα κάτωθι ποσά : α) ο πρώτος για το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι δύο ευρώ και εξήντα λεπτών (3.422,60€), β) ο δεύτερος για το ποσό των εξακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (618,65€), γ) ο τρίτος για το ποσό των τετρακοσίων σαράντα τριών ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (443,75€), δ) ο τέταρτος για το ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (2.219,99€), ε) ο πέμπτος για το ποσό των εξακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και επτά λεπτών (682,07€) και στ) ο έκτος για το ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (7.592,59€) αντίστοιχα.

Επιβάλλει σε βάρος της δεύτερης καθ’ ης της υπό στοιχείο Α΄ ανακοπής τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή.

Μεταρρυθμίζει τον υπ’ αριθμό … πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών Μελπομένης Μπαρλαμά, ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, όσον αφορά τα προαφαιρεθέντα από το πλειστηρίασμα έξοδα εκτέλεσης για τα εξής ποσά : α) τριών χιλιάδων διακοσίων είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (3.222,88€), που αφορά μέρος εξόδων εκτέλεσης για την έκδοση αντιγράφων της πρόσκλησης δανειστών, β) διακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (225,25€), που αφορά μέρος εξόδων περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και γ) εκατόν είκοσι δύο ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (122,56€), που αφορά έξοδα κατάθεσης εγγράφων αναγγελίας των επισπευδόντων δανειστών, ούτως ώστε στα αποδεσμευόμενα ως άνω ποσά να καταταγεί το ανακόπτον, Ελληνικό Δημόσιο, δια των Προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και Μυτιλήνης, προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα και ειδικότερα, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά στο ποσό των τριών χιλιάδων εβδομήντα επτά ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (3.077,61€) και δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Μυτιλήνης στο ποσό των τετρακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και οκτώ λεπτών (493,08€).

Επιβάλλει σε βάρος των πρώτου και δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή  της υπό στοιχείο Β΄ ανακοπής τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την υπό στοιχείο Β΄ ανακοπή.

Επιβάλλει σε βάρος του ανακόπτοντος της υπό στοιχείο Β΄ ανακοπής τα δικαστικά έξοδα των τρίτου και τέταρτης των καθ’ ων η ανακοπή αυτή, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ για έκαστο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 29 Δεκεμβρίου 2022 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ