Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

40/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Ελένη Κατιρτζόγλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Ιανουαρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Των εκκαλουσών : 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στο …, επί της οδού …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, και 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στην …, επί της οδού …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, αμφότερες οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Κοραή (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 25915), βάσει της από 17-1-2022 δήλωσής του, κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/17-1-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Του εφεσίβλητου : 1) … με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 2852), βάσει της από 17-1-2022 δήλωσής του, κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 4-8-2016, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2196/68/2016, αγωγή του κατά των εναγόμενων – εκκαλουσών και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 77/2018 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Ήδη, την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι εναγόμενες – εκκαλούσες με την από 1-9-2020 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6493/199/3-9-2020 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 6412/3-9-2020 και 3022/3-9-2020 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 24ης-11-2020, οπότε ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων, δυνάμει του άρθρου 1 α.α. 4 της υπ’ αριθμό Δ1α/Γ.Π.οικ.71342/2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β 4899/6-11-2020), επαναπροσδι-ορίσθηκε, ακολούθως, οίκοθεν προς συζήτηση, δυνάμει του άρθρου 60 Ν. 4753/2020, στη δικάσιμο της 16ης-2-2021, βάσει της υπ’ αριθμό 150/12-1-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, οπότε ματαιώθηκε εκ νέου λόγω της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων, δυνάμει του άρθρου 1Β α.α. 4 περ. 5Α της υπ’ αριθμό Δ1α/Γ.Π.οικ.9147/2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β 534/10-2-2021), επαναπροσδιορίσθηκε, στη συνέχεια, οίκοθεν προς συζήτηση, δυνάμει του άρθρου 83 Ν. 4790/2021, στη δικάσιμο της 14ης-9-2021, βάσει της υπ’ αριθμό 2104/20-5-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, οπότε αναβλήθηκε με κοινό αίτημα των διαδίκων για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

  ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση των εναγόμενων και ήδη εκκαλουσών κατά της υπ’ αριθμό 77/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591 και 614 σε συνδυασμό με και 621 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § 1, 499, 511, 513 § 1 περ. β’, 516, 517 και 518 § 2  ΚΠολΔ) με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 3-9-2020, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, καθώς πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 614 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Εισάγεται δε αρμόδια ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη (άρθρα 17 Α και 524 § 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 περ. γ΄, 2, 3Α και 3Β περ. ε΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Mε την από 4-8-2016 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στον Ασπρόπυργο, στις 19-9-2014, μεταξύ αυτού και της δεύτερης εναγόμενης, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στην Ελευσίνα, με την ειδικότητα του ναύτη, στο υπό Ελληνική σημαία Δ/Ξ πλοίο «…», με αριθμό νηολογίου …, κ.ο.χ. 1.723,00 και τ. d.w. 1985, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της οικείας και κάθε φορά ισχύουσας Σ.Σ.Ε. των Πληρωμάτων των Φορτηγών πλοίων από 501-3.000 κ.ο.χ. ή 801-4.500 τόνων TDW. Ότι στο πλοίο αυτό εργάσθηκε μέχρι τις 19-1-2015, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας «αμοιβαία συναινέσει». Ότι, στη συνέχεια, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμάνι της Ελευσίνας, στις 3-3-2015, επί του ίδιου ως άνω πλοίου, με την ίδια ειδικότητα και τους ίδιους παραπάνω όρους και συμφωνίες, στο οποίο εργάσθηκε μέχρι τις 18-11-2015, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας «αμοιβαία συναινέσει».  Ότι, τέλος, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμάνι της Ελευσίνας, στις 18-1-2016, επί του ίδιου ως άνω πλοίου, με την ίδια ειδικότητα και τους ίδιους ως άνω όρους και συμφωνίες, όπου εργάσθηκε μέχρι τις 18-7-2016, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας «αμοιβαία συναινέσει». Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο, το τελευταίο εκτελούσε πλόες μεταξύ των αναφερόμενων ειδικότερα σε αυτήν λιμένων μεταφέροντας πετρέλαιο, εκτός από το διάστημα από 1-5-2015 έως 31-5-2015, κατά το οποίο εκτελούσε εργασίες επισκευής όντας ελλιμενισμένο στην Ελευσίνα. Ότι λόγω της ειδικότητάς του, της φύσης των πλόων, αλλά και των αναγκών του πλοίου, εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, εκτελώντας τις εργασίες που αναλυτικά εκθέτει σε αυτήν, επί δεκαέξι (16) τουλάχιστον ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, και επί δέκα (10) περίπου ώρες ημερησίως, από 8:00 το πρωί έως τις 18:00 το απόγευμα, κατά το προαναφερόμενο διάστημα του ενός μηνός, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε εργασίες επισκευής, με αποτέλεσμα να δικαιούται το συνολικό ποσό των 30.412,80 ευρώ για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, έναντι του οποίου έλαβε συνολικά για υπερωρίες το ποσό των 14.361,36 ευρώ, όπως τα επιμέρους ποσά αναλύονται ειδικότερα σε αυτήν. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η μεν πρώτη ως κυρία του πλοίου, η δε δεύτερη ως εφοπλίστρια, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 16.051,44 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικασθούν στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρεώνοντας τις εναγόμενες, εις ολόκληρον έκαστη, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.787,23 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 19-7-2016, επόμενη της απόλυσής του, κηρύσσοντας εκτελεστή την απόφαση και επιβάλλοντας τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος σε βάρος των εναγόμενων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εναγόμενοι-εκκαλούσες, με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή στο σύνολό της, να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ήτοι να υποχρεωθεί ο ενάγων-εφεσίβλητος στην επιστροφή στην δεύτερη εξ αυτών του καταβληθέντος σε αυτόν προσωρινώς εκτελεστού ποσού των 3.113,05 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων τόκων ποσού 671,71 ευρώ, μείον παρακράτησης 10%, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της καταβολής του, άλλως από την επίδοση της εκδοθησόμενης απόφασης, καθώς και την καταδίκη του εφεσίβλητου στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα άλλα στοιχεία, πρέπει να περιέχει : α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν την αγωγή β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και συνεπάγεται την απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη προδικασίας, η οποία αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής (ΑΠ 1611/2008 ΔΙΚΗ 2008, σελ. 1131, ΑΠ 187/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 53 του Κ.Ι.Ν.Δ., η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με το είδος ή τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε. (ΑΠ 225/2002, ΕφΠειρ 98/2020, ΕφΠειρ 369/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS). Περαιτέρω, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του δικογράφου της αγωγής για την καταβολή υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικά με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Εξάλλου, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και τις αργίες υπερωριακή εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωρίας κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη, η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 98/2020, ΕφΠειρ 369/2016 ό.π., ΕφΠειρ 892/2002 ΠειρΝομ 2002, σελ. 479), καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΕφΠειρ 98/2020, ΕφΠειρ 369/2016 ό.π., ΕφΠειρ 1312/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), ούτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των συγκεκριμένων ημερών, κατά τις οποίες ο ναυτικός απασχολήθηκε υπερωριακά, ούτε ο αριθμός των ημερών αυτών, αλλά αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας, που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (ΑΠ 1600/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 98/2020, ΕφΠειρ 369/2016 ό.π., ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝΑΥΤΔ 2007, σελ. 385). Τέλος, δεν χρειάζεται να αναφέρονται τα σχετικώς στον ίδιο τον ενάγοντα καταβληθέντα έναντι των αξιώσεών του χρηματικά ποσά, εφόσον το γεγονός αυτό πρέπει να επικαλεστεί κατ’ ένσταση (άρθρο 416 ΑΚ) ο εναγόμενος, κατά του οποίου προβάλλεται με την αγωγή η σχετική αξίωση (ΑΠ 1171/2007 ΕΕργΔ 2009, σελ. 258). Εάν όμως γίνει, ως εκ περισσού, ενέχει καθ’ υποφορά άρνηση άλλων περαιτέρω καταβολών. Έτσι, η αγωγή, στην οποία τυχόν αναφέρονται συνολικές μόνο καταβολές έναντι της αγωγικής αξίωσης, χωρίς επιμερισμό τους κατά κονδύλιο, δεν πάσχει αοριστίας (ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝαυτΔ 2010, σελ. 397, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007, σελ. 385). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης, οι εκκαλούσες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη της ένστασης αοριστίας της αγωγής, για το λόγο ότι δεν αναφέρονται σε αυτήν ποιες συγκεκριμένες ώρες της ημέρας ο ενάγων εκτελούσε τις επικαλούμενες δεκαέξι (16) ώρες εργασίας του, σε τι ακριβώς συνίσταντο οι πρόσθετες εργασίες που απαιτούσαν καθημερινές υπερωρίες, πόσο χρόνο απαιτούσε καθεμία από τις εργασίες αυτές, ποιο ήταν το ύψος της νόμιμης αμοιβής και ποιο το ύψος της συμφωνηθείσας μηνιαίας αμοιβής, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και το εξ ελευθεριότητας μηνιαίως καταβληθέν «μπόνους», και τέλος, τι χρηματικό ποσό του έχει καταβληθεί χωριστά για κάθε κονδύλι. Ωστόσο, η αγωγή με το προπαρατεθέν περιεχόμενο είναι ορισμένη, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική και πραγματική της θεμελίωση, για να ταχθούν οι αποδείξεις από το Δικαστήριο και να δύνανται οι εναγόμενες-εκκαλούσες να αντικρούσουν και να αντιτάξουν τους αμυντικούς τους ισχυρισμούς επί των εκτιθέμενων στην αγωγή, δοθέντος ότι προσδιορίζονται σε αυτήν το είδος του πλοίου, κυριότητας της πρώτης εναγόμενης, στο οποίο εργάσθηκε ο ενάγων, η καθαρή χωρητικότητά του, τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο πλοίο αυτό με την αναφερόμενη ειδικότητα, οι κάθε φορά συμφωνηθείσες με την δεύτερη εναγόμενη, εφοπλίστρια του πλοίου, κατά τις ναυτολογήσεις του, ως εφαρμοστέες στις εν γένει εργασιακές του σχέσεις και τις αποδοχές του ισχύουσες Σ.Σ.Ν.Ε., καθώς και οι ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης κάθε ημέρα. Εξάλλου, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, δεν αποτελούν κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής αναφορικά με το κονδύλιο διαφορών υπερωριακής εργασίας, η έλλειψη μνείας των οποίων θα καθιστούσε το δικόγραφο αόριστο και απορριπτέο, το είδος των εργασιών, που ο ενάγων εκτελούσε, καίτοι αυτές εκτίθενται εν γένει, ο χρόνος παροχής εκάστης ειδικότερης εργασίας και η κατανομή τους χρονικά στο εικοσιτετράωρο, στοιχεία που μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις, ενώ, ομοίως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται τα καταβληθέντα στον ενάγοντα έναντι των αξιώσεών του χρηματικά ποσά, πολλώ δε μάλλον, εάν αυτά αναφέρονται καθ’ υποφορά άρνησης άλλων περαιτέρω καταβολών, να χρήζουν ειδικότερου επιμερισμού. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε με την εκκαλουμένη ορισμένη την αγωγή, απορρίπτοντας την ένσταση αοριστίας της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης των εναγόμενων και ήδη εκκαλουσών, με τον οποίο επαναφέρουν τον ίδιο αμυντικό ισχυρισμό τους.

Από την εκτίμηση της υπ’ αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …, που δόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της συμβολαιογράφου Ξάνθης Ευαγγελίας Παντερμαλή, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με την από 3-5-2018 γνωστοποίηση – κλήση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος), της υπ’ αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …, που δόθηκε με επιμέλεια των εναγόμενων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Θεοφανούς Σχοινοχωρίτου, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …, σε συνδυασμό με την από 4-5-2018 κλήση και γνωστοποίηση για την εξέταση μάρτυρα του πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόμενων, και όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 671 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει των από 23-6-2014, 3-3-2015 και 18-1-2016 έγγραφων συμβάσεων ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ιδιότητα του ναύτη, στο υπό Ελληνική σημαία Δ/Ξ-Ο/Γ πλοίο «…», με αριθμό νηολογίου …, κ.ο.χ. 1723, κυριότητας της πρώτης και εφοπλισμού της δεύτερης των εναγόμενων. Ειδικότερα : α) ναυτολογήθηκε στις 23-6-2014 και εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο μέχρι τις 19-9-2014 (διάστημα που δεν περιλαμβάνεται στην αγωγή), οπότε απολύθηκε στην Ελευσίνα λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου, επαναυτολογήθηκε αυθημερόν και εργάσθηκε έως τις 19-1-2015, οπότε απολύθηκε στην Ελευσίνα «αμοιβαία συναινέσει», β) στη συνέχεια, ναυτολογήθηκε εκ νέου στις 3-3-2015 και εργάσθηκε στο πλοίο ως τις 19-3-2015, οπότε απολύθηκε στη Σύρο λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα και υπηρέτησε μέχρις τις 19-9-2015, οπότε απολύθηκε στη Σύρο για τον ίδιο πιο πάνω λόγο, επαναυτολογήθηκε αυθημερόν και εργάσθηκε έως τις 18-11-2015 οπότε απολύθηκε στην Ελευσίνα «αμοιβαία συναινέσει» και γ) τέλος, ναυτολογήθηκε εκ νέου στις 18-1-2016 και προσέφερε την υπηρεσία του μέχρι τις 18-3-2016, οπότε απολύθηκε στην Ελευσίνα λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, και επαναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα και υπηρέτησε μέχρις τις 18-7-2016, οπότε απολύθηκε στην Ελευσίνα «αμοιβαία συναινέσει». Ο συμφωνηθείς μηνιαίος «κλειστός» μισθός του, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις εργασίας του, ανερχόταν στο ποσό των 2.904,76 ευρώ, ήτοι βασικός μισθός ποσού 891,11 ευρώ και επιδόματα/παροχές, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ποσού 816,86 ευρώ, όπως τα ποσά αυτά καθορίζονταν και με βάση την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501 – 3000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων ΤDW του έτους 2010 (υπ’ αριθμό 3525.1.4-1-2011 – ΦΕΚ Β΄ 127/9-2-2011), για την ειδικότητα του ναύτη [βασικός μισθός 891,11 € + επίδομα Κυριακών 196,04 € + επίδομα πετρελαιοφόρου-Δ/Ξ 89,11 € + διορθωτικό επίδομα 18,95 € + επίδομα κατώτερου πληρώματος 85,03 € + επίδομα αδείας άνευ τροφοδοσίας (891,11+196,04+89,11/22χ8ημέρες=) 427,73 €], καθώς και επιπλέον ποσό 1.196,78 ευρώ για την κάλυψη του συνόλου των μηνιαίων υπερωριών και της τυχόν εκτελεσθείσας πρόσθετης εργασίας. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το προαναφερόμενο πλοίο, μετέφερε πετρέλαιο, βενζίνη και βυτιοφόρα οχήματα, εκτελώντας πλόες από το λιμένα των Αγίων Θεοδώρων, όπου φόρτωνε, προς τους λιμένες διάφορων νήσων και ειδικότερα, Λήμνου, Μυτιλήνης, Σύρου, Πάρου, Νάξου, Κύθνου, Μυκόνου, Σκύρου, Σκιάθου, Σκόπελου, Αλόννησου, Ρεθύμνου και Αγίου Νικολάου Κρήτης, όπου εκφόρτωνε. Ο ενάγων, ως ένας εκ των τριών ναυτών του πλοίου, εκτελούσε καθήκοντα συναφή με την ειδικότητά του και συγκεκριμένα, απασχολούνταν σε καθημερινή βάση στη γέφυρα του πλοίου, εκτελώντας χρέη ναύτη οπτήρα, όταν το πλοίο ταξίδευε, ή φύλακα, όταν το πλοίο παρέμενε σε λιμάνι, χωρίς να εκτελούνται εργασίες φορτοεκφόρτωσης, αλλά και εργασίες καθαρισμού και συντήρησης (χρωματισμούς και λιπάνσεις του καταστρώματος και των διαμερισμάτων του πλοίου, επισκευές σε αντλίες και σωληνώσεις και άλλες μικροεπισκευές), όταν δεν υπήρχε πρόγραμμα φορτοεκφορτώσεων, πρόσδεσης και απόδεσης, και φόρτωσης και εκφόρτωσης. Αναφορικά με τις εργασίες πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου απαιτούνταν η ενασχόληση δύο ναυτών, εκ των οποίων ο ένας τουλάχιστον (εναλλάξ) απασχολούνταν υπερωριακά, ενώ όσον αφορά τις εργασίες φορτοεκφόρτωσης ήταν απαραίτητη η ενασχόληση ενός ναύτη, ο οποίος προέβαινε στο άνοιγμα ή κλείσιμο των επιστομίων των δεξαμενών φορτίου, χειριζόταν τις αντλίες των καυσίμων και επέβλεπε εν γένει το γέμισμα και το άδειασμα των δεξαμενών. Η φόρτωση δε του πλοίου διαρκούσε 15 με 18 ώρες, ενώ η εκφόρτωση, ανάλογα με το λιμάνι, από 3 έως 10 ώρες. Για να ανταποκριθεί ο ενάγων στα προεκτιθέμενα καθήκοντά του, εργαζόταν, κατ’ εντολή του πλοιάρχου και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, πέραν του νόμιμου ωραρίου του, ήτοι των δύο τετράωρων βαρδιών, όπως τούτο συνάγεται αφενός από το γεγονός της πάγιας καταβολής από την δεύτερη εναγόμενη χρηματικού ποσού σε αυτόν για υπερωριακή αμοιβή ή/και πρόσθετη εργασία και αφετέρου από τις καταστάσεις ωρών εργασίας/ανάπαυσης του ενάγοντος για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, που τηρούνταν στο πλοίο, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει η Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας 2006 (MLC 2006) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Άλλωστε, τα ανωτέρω, αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος και δη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης, αποδεικνύονται από τις ένορκες καταθέσεις τόσο του μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος είχε εργασθεί στο ίδιο πλοίο, με την ίδια ειδικότητα, το διάστημα από τον Αύγουστο του 2014 έως και τον Μάρτιο του 2015, όσο και του μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος, επίσης, εργάσθηκε στο ίδιο πλοίο, με την ειδικότητα του υποπλοίαρχου, επί επτά έτη, συνυπηρέτησε δε με τον ενάγοντα το διάστημα από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο του 2016, με την κύρια, όμως, διαφοροποίηση ότι ο μεν μάρτυρας απόδειξης ισχυρίζεται ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος ήταν 16ωρη, ο δε μάρτυρας ανταπόδειξης ότι δεν παρίστατο ανάγκη για υπερωριακή απασχόληση πέραν 1 έως 4 ωρών κατά μέσο όρο και τούτο όχι σε καθημερινή βάση. Βάσει δε των προεκτεθέντων και ενόψει : α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, το οποίο λόγω των δρομολογίων που έκανε, είχε συχνές προσεγγίσεις σε λιμάνια, β) των χρονικών περιόδων κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, δ) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας ή/και πρόσθετης εργασίας και ε) των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), κρίνεται ότι ο ενάγων, κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του απασχολούνταν στο ως άνω δεξαμενόπλοιο επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών, λόγω της εκτέλεσης συνεχών πλόων καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας, εκτός του διαστήματος από 1 έως 31-5-2015, οπότε το πλοίο εκτελούσε εργασίες επισκευής στο λιμάνι της Ελευσίνας, κατά το οποίο εργαζόταν επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί 16ωρης καθημερινής εργασίας είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς κρίνεται υπερβολικός και δεν συνάδει ούτε με την ειδικότητά του και τα καθήκοντα που είχε αναλάβει, σε συνδυασμό και με τη σύνθεση του πληρώματος, καθώς στο εν λόγω πλοίο ήταν ναυτολογημένοι τρείς ναύτες, ούτε με τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθόσον θα επέφερε μετά βεβαιότητας την φυσική του εξάντληση. Εξάλλου, ο αγωγικός ισχυρισμός του δεν μπορεί να συναχθεί άνευ ετέρου ούτε από το ότι η επιπλέον μηνιαία αμοιβή που λάμβανε από την δεύτερη των εναγόμενων, ποσού 1.196,78 ευρώ, αντιστοιχούσε σε 12,5 ώρες ημερήσια απασχόληση, κατά τους υπολογισμούς που περιλαμβάνει στην προσθήκη-αντίκρουση των πρωτόδικων προτάσεών του. Και τούτο διότι, ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι αυθαίρετος, αφού, όπως ήδη προεκτέθηκε, με βάση τις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος, συμφωνήθηκε, εκ των προτέρων, ως μέρος του μισθού του το ως άνω ποσό για την κάλυψη του συνόλου των μηνιαίων υπερωριών και της τυχόν εκτελεσθείσας πρόσθετης εργασίας. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δικαιούνταν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, με βάση την προαναφερόμενη Σ.Σ.Ν.Ε. και τη χωρητικότητα του ως άνω πλοίου, για την ειδικότητα του ναύτη, τα ακόλουθα ποσά : 1. αναφορικά με τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2015 έως 19-1-2015, από 3-3-2015 έως 30-4-2015, από 1-6-2015 έως 18-11-2015 και από 18-1-2016 έως 18-7-2016 : α) για 295 καθημερινές χ 4 ώρες υπερωρίας χ 6,44 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 25%) = 7.599,20 ευρώ, β) 34 Σάββατα και 15 αργίες [σύμφωνα με το άρθρο 10 της προαναφερόμενης Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι της Πρωτοχρονιάς 2015, Θεοφανίων 2015, 25ης Μαρτίου 2015, Μ. Παρασκευής (10-4-2015), Δευτέρας του Πάσχα (13-4-2015), Αγίου Γεωργίου (23-4-2015), 15ης Αυγούστου 2015, Σταυρού (14-9-2015), 28ης Οκτωβρίου 2015, Κ. Δευτέρας (14-3-2016), 25ης Μαρτίου 2016, Μ. Παρασκευής (29-4-2016), Πρωτομαγιάς 2016, Δευτέρας του Πάσχα που συνέπεσε με την εορτή του Αγίου Γεωργίου (2-5-2016) και Αναλήψεως (9-6-2016)], ήτοι 49 ημέρες χ 12 ώρες υπερωρίας χ 7,73 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%)  = 4.545,24 ευρώ, και γ) για 60 Κυριακές χ 4 ώρες υπερωρίας χ 7,73 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 1.855,20 ευρώ, και 2. αναφορικά με το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 31-1-2015 : α) για 21 καθημερινές χ 2 ώρες υπερωρίας χ 6,44 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 25%) = 270,48 ευρώ, β) 5 Σάββατα και 2 αργίες [Πρωτομαγιάς 2015 και Αναλήψεως (29-5-2015)], ήτοι 7 ημέρες χ 10 ώρες υπερωρίας χ 7,73 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 541,10 ευρώ, και γ) για 5 Κυριακές χ 2 ώρες υπερωρίας χ 7,73 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 77,30 ευρώ και συνολικά, για την αιτία αυτή (13.999,64 + 888,88=) 14.888,52 ευρώ. Έναντι του παραπάνω ποσού, ο ενάγων αποδεικνύεται ότι έλαβε το συνολικό ποσό των 18.270,85 ευρώ ως δώρο πλοιοκτήτη (και δη ποσό 757,96 ευρώ για αναλογία μηνός Ιανουαρίου 2015, ποσό 1.156,89 για αναλογία μηνός Μαρτίου 2015, ποσό 1.196,78 ευρώ για έκαστο των μηνών Απριλίου έως και Οκτωβρίου 2015, ποσό 718,07 ευρώ για αναλογία μηνός Νοεμβρίου 2015, ποσό 558,50 ευρώ για αναλογία μηνός Ιανουαρίου 2016, ποσό 1.196,78 ευρώ για έκαστο των μηνών Φεβρουαρίου έως και Ιουνίου 2016 και ποσό 718,07 ευρώ για αναλογία μηνός Ιουλίου 2016), όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τις εναγόμενες αντίγραφα εκκαθαριστικού σημειώματος της μισθοδοσίας του, το οποίο (ποσό), όπως προαναφέρθηκε, είχε συμφωνηθεί ότι καλύπτει το σύνολο των μηνιαίων υπερωριών και της τυχόν εκτελεσθείσας πρόσθετης εργασίας, και ως εκ τούτου, έχει εξοφληθεί, δεκτής γενομένης της παραδεκτά προβληθείσας ένστασης των εναγόμενων περί εξόφλησης (ένσταση απόσβεσης της παραπάνω αξίωσης λόγω καταβολών κατ’ άρθρο 416 ΑΚ), και ουδέν δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής εργασίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη έκρινε ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος παρείχε εξάωρη, και όχι τετράωρη, ημερήσια υπερωριακή εργασία κατά τα επίδικα διαστήματα της ναυτολόγησής του, εκτός του μηνός Μαΐου του 2015, επιδικάζοντας σε αυτόν για την ως άνω αιτία, το συνολικό ποσό των 2.787,23 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 19-7-2016, επόμενη ημέρα της τελευταίας απόλυσής του, μέχρι την πλήρη εξόφληση, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς όλες τις διατάξεις της, για την ενότητα της εκτέλεσης, και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ), να απορρίψει την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το παραδεκτά σωρευθέν στο ίδιο δικόγραφο με την έφεση αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης της εκκαλουμένης κατάσταση, επειδή η κηρυχθείσα εν όλω προσωρινά εκτελεστή πρωτοβάθμια απόφαση εκτελέσθηκε από την δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, η οποία κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 3.113,05 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων τόκων έως την 7η-2-2019 ποσού 671,71 ευρώ, μείον παρακράτησης 10%, ποσού 345,89 ευρώ, ζητώντας πλέον να της επιστραφεί νομιμοτόκως από την επόμενη της καταβολής του, άλλως από την επίδοση της απόφασης, το οποίο είναι νόμιμο, στηριζόμενο στο άρθρο 914 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος καταβολής νόμιμων τόκων για χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της εκδοθησόμενης απόφασης (βλ. ΟλΑΠ 5/2001, ΕφΠειρ 44/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), και προαποδεικνύεται με την προσκομιδή αντιγράφου της υπ’ αριθμό 30800249-1 επιταγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, με ημερομηνία έκδοσης 6-2-2019, ποσού 3.113,05 ευρώ, με χρέωση του λογαριασμού της δεύτερης εναγόμενης και σε διαταγή του αναγραφόμενου στην αρχή της παρούσας πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος, που φέρει την υπογραφή και σφραγίδα του τελευταίου, γεγονός που δεν αμφισβητείται, πρέπει να γίνει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο ενάγων-εφεσίβλητος να καταβάλει στην δεύτερη εναγόμενη -εκκαλούσα το ανωτέρω ποσό νομιμοτόκως από την επίδοση σε αυτόν της παρούσας απόφασης και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων και τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων – εκκαλουσών, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους με τις πρωτόδικες προτάσεις και την έφεσή τους (άρθρο 106 ΚΠολΔ), για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος – εφεσίβλητου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσία την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμό 77/2018 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση.

Απορρίπτει την αγωγή.

Δέχεται το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

Υποχρεώνει τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο να καταβάλει στην δεύτερη εναγόμενη και ήδη δεύτερη εκκαλούσα το ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν δεκατριών ευρώ και πέντε λεπτών (3.113,05€), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος – εφεσίβλητου τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων – εκκαλουσών για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 10 Ιανουαρίου 2023 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ