ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
211/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 18η Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον ….. επί της οδού … κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Σταμούλη (ΑΜ ΔΣΠ 2138), κατοίκου … και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στην …, κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν υπέβαλε προτάσεις, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-11-2021 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 9506/4345/25-11-2021, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 134 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο. Η διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη κλήτευση με πλασματική επίδοση στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την κύρωση, με το ν. 1334/1983, της από 15-11-1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης και την έναρξη εφαρμογής (13-11-2008) του 1393/2007 Κανονισμού (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Όμως εκτοπίζεται από τη μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της … υπογραφείσα την 12-4-1993 «Σύμβαση για την παροχή δικαστικής συνδρομής σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και σε αποφάσεις διαιτησίας», η οποία κυρώθηκε με το ν. 2228/11-8-1994 (ΦΕΚ Τ. Β’ 130/1994). Με τις διατάξεις της παραπάνω Σύμβασης προβλέπονται τα ακόλουθα: Οι δικαστικές αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών θα επικοινωνούν μεταξύ τους, με σκοπό τη δικαστική συνδρομή, μέσω των κεντρικών οργάνων τους, ήτοι των Υπουργείων Δικαιοσύνης των δύο χωρών (άρθρο 3). Οι δικαστικές αρχές του ενός από τα δύο Κράτη θα επιδίδουν, κατόπιν αιτήσεως των δικαστικών αρχών του άλλου Κράτους, τα δικαστικά ή εξωδικαστικά έγγραφα που απευθύνονται σε πρόσωπα τα οποία βρίσκονται στο έδαφος τους και αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις (άρθρο 8). Η αίτηση επιδόσεως θα διαβιβάζεται σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται από το άρθρο 3 της παρούσας Σύμβασης (άρθρο 9). Η αίτηση επιδόσεως θα περιέχει: 1. Την ονομασία της αρχής από την οποία προέρχεται. 2. Τα ονόματα και τις ιδιότητες των διαδίκων. 3. Την ακριβή διεύθυνση του παραλήπτη. 4. Το είδος του προς επίδοση εγγράφου (άρθρο 10). Η επίδοση θα γίνεται με τη φροντίδα της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Η αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση θα ενεργεί για την επίδοση του εγγράφου: α. Είτε κατά τους τύπους που ορίζονται από την εσωτερική της νομοθεσία για την εκτέλεση αναλόγων επιδόσεων, εννοουμένου ότι η αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση θα μπορεί να εκτελεί την επίδοση με απλή παράδοση του εγγράφου στον παραλήπτη, εάν αυτός το δέχεται εκουσίως, β. Είτε κατά τον ειδικό τύπο που ζητείται από την αιτούσα αρχή, υπό τον όρο ότι ο τύπος αυτός δεν θα είναι αντίθετος με τη νομοθεσία του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση (άρθρο 11). Η απόδειξη επιδόσεως θα γίνεται είτε με αποδεικτικό παραλαβής ημεροχρονολογημένο, υπογεγραμμένο από τον παραλήπτη και επικυρωμένο από την αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση, είτε με βεβαίωση της αρχής του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, η οποία βεβαιώνει την πράξη, τον τύπο και την ημερομηνία της επιδόσεως. Η αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση, θα διαβιβάζει το αποδεικτικό επιδόσεως στην αιτούσα αρχή και σε περίπτωση μη εκτελέσεως της επιδόσεως, θα της διαβιβάζει έγγραφο στο οποίο θα αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί η επίδοση. Οι διαβιβάσεις αυτές θα πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας Σύμβασης (άρθρο 12). Εάν μία αίτηση, κλήση ή άλλο εισαγωγικό έγγραφο δίκης σε αστική ή εμπορική υπόθεση, πρέπει να επιδοθεί στον εναγόμενο στο άλλο Κράτος και ο εναγόμενος αυτός δεν εμφανισθεί, το δικαστήριο δεν θα αποφασίζει πριν διαπιστωθεί ότι η αίτηση, κλήση ή άλλο εισαγωγικό έγγραφο δίκης α) έχει επιδοθεί στον εναγόμενο με τον προβλεπόμενο από την παρούσα Σύμβαση τρόπο ή β) έχει πραγματικά παραδοθεί στον εναγόμενο. Η επίδοση ή η παράδοση πρέπει να λαμβάνει χώρα εντός προθεσμίας ικανής για να είναι σε θέση ο εναγόμενος να υπερασπίσει τον εαυτό του (άρθρο 15 παρ. 1). Ωστόσο εντός εύλογης προθεσμίας, ακόμη και εάν δεν έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, το δικαστήριο θα μπορεί να αποφασίζει υπό τον όρο ότι θα έχει διαπιστωθεί ότι στο αιτούν Κράτος έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα για να επιτραπεί η εξέταση της αιτήσεως (άρθρο 15 παρ. 2). Τα δικαστικά όργανα των δύο Συμβαλλόμενων Μερών θα χρησιμοποιούν στις αμοιβαίες σχέσεις τους την εθνική τους γλώσσα, με μετάφραση στη γαλλική γλώσσα. Ωστόσο οι πράξεις και τα έγγραφα που θα διαβιβάζονται θα πρέπει να μεταφράζονται στη γλώσσα του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή στη γαλλική γλώσσα (άρθρο 21). Στην προκείμενη περίπτωση, από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, μεταφρασμένης στην αραβική γλώσσα, ήτοι στην επίσημη γλώσσα του μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αγωγή, με πράξη κατάθεσης της Γραμματέως του Δικαστηρίου, στην οποία ορίζεται προθεσμία κατάθεσης προτάσεων εκατόν τριάντα (130) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς εντός προθεσμίας 60 ημερών από την κατάθεσή της (άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ), για λογαριασμό της απολειπόμενης εναγομένης, η οποία εδρεύει σε γνωστή διεύθυνση στην …. Από, δε, τις υπ’ αριθ. πρωτ. … και … βεβαιώσεις του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, ο οποίος αποτελεί επί του προκειμένου υπηρεσία διαβίβασης, σύμφωνα με το άρθρο 27 της άνω διμερούς διεθνούς σύμβασης μεταξύ Ελλάδας και …ς, προκύπτει ότι η υπό κρίση αγωγή διαβιβάσθηκε από την ως άνω υπηρεσία σύμφωνα με τη διμερή σύμβαση δικαστικής συνδρομής στην αρμόδια δικαστική αρχή της …ς την 3η-1-2022, με σκοπό την επίδοσή της στην εναγομένη, καθώς και ότι δεν έχουν επιστραφεί τα σχετικά αποδεικτικά επίδοσης. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι από το αιτούν την επίδοση ελληνικό κράτος έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα για να επιδοθεί η υπό κρίση αγωγή στην εναγόμενη εταιρεία και να επιτραπεί η εξέταση της υπό κρίση αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, καθώς και ότι από τη διαβίβαση της υπό κρίση αγωγής προς την αρμόδια δικαστική αρχή της …ς (3-1-2022) και μέχρι τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης (18-10-2022), έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των εννέα μηνών, ήτοι έχει παρέλθει εύλογη προθεσμία. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο μπορεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 παρ. 2 της Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της …ς για την παροχή δικαστικής συνδρομής σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και σε αποφάσεις διαιτησίας, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2228/1994, να αποφασίσει επί της υπό κρίση αγωγής, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 παρ. 1 της ως άνω Σύμβασης. Συνεπώς, ενόψει του ότι η εναγομένη δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, αφού δεν κατέθεσε προτάσεις μέσα σε εκατόν τριάντα ημέρες από την κατάθεση της ένδικης αγωγής (άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ), θα πρέπει αυτή να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι αναγνωρισμένη εταιρεία με αντικείμενο την εκτέλεση έργων και την παροχή υπηρεσιών προστασίας του χερσαίου και παράκτιου περιβάλλοντος, η οποία αναλαμβάνει τη λήψη προληπτικών και κατασταλτικών αντιρρυπαντικών και απορρυπαντικών μέτρων, προς αντιμετώπιση χερσαίων, παράκτιων και θαλάσσιων ρυπάνσεων και καθαρισμών, σύμφωνα με τους ελληνικούς και διεθνείς κανονισμούς. Ότι η εναγόμενη εταιρεία, η οποία εδρεύει στην …, είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … ρυμουλκού πλοίου «…», το οποίο την 7η-12-2018 προσάραξε στο νότιο τμήμα της Κρήτης, στην ευρύτερη περιοχή των …, στον κόλπο της … κι εν συνεχεία βυθίστηκε. Ότι συνεπεία της προσάραξης και της μετέπειτα βύθισης του πλοίου προκλήθηκε ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, καθώς το πλοίο έφερε 20 μετρικούς τόνους ναυτιλιακών καυσίμων και 400 λίτρα λιπαντικών. Ότι η εναγομένη, μέσω του αντιπροσώπου της, …, επισκέφθηκε τα γραφεία της ενάγουσας κι εξέφρασε την επιθυμία να συνεργαστεί με αυτήν αναφορικά με την ανέλκυση του ναυαγίου. Ότι την 30-4-2019 υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση απομάκρυνσης ναυαγίου, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα ανέλαβε την ασφαλή ανέλκυση, μεταφορά και περαιτέρω διάθεση των συντριμμιών του ναυαγίου, τον καθαρισμό του πυθμένα και τη λήψη μέτρων πρόληψης θαλάσσιας ρύπανσης, με δικά της έξοδα, ενώ η εναγομένη ανέλαβε να της καταβάλει ως εργολαβική αμοιβή το κατ’ αποκοπή ποσό των 130.000 ευρώ. Ότι ειδικότερα συμφωνήθηκε το παραπάνω ποσό να καταβληθεί τμηματικά και δη σε τρεις δόσεις, η πρώτη εκ των οποίων, ποσού 50.000 ευρώ θα ήταν καταβλητέα κατά την υπογραφή της σύμβασης, η δεύτερη, ποσού 50.000 ευρώ θα ήταν καταβλητέα κατά την κινητοποίηση του εξοπλισμού και των μέσων της ενάγουσας προς το σημείο του ναυαγίου και η τρίτη δόση, ποσού 30.000 ευρώ θα ήταν καταβλητέα κατά την ολοκλήρωση των διαδικασιών απομάκρυνσης του ναυαγίου. Περαιτέρω, ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων η εν λόγω σύμβαση να διέπεται από το ελληνικό δίκαιο κι ότι σε περίπτωση διαφοράς αρμόδια για την επίλυσή της θα ήταν τα Δικαστήρια του Πειραιά. Ότι η εναγομένη κατέβαλε την πρώτη δόση την 19-6-2019, ενώ οι προγραμματισμένες για το καλοκαίρι του 2019 εργασίες ανέλκυσης αναβλήθηκαν αρχικά λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης κι εν συνεχεία λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας λόγω του κορονοϊού. Ότι τελικώς την 18η-12-2020 η ενάγουσα ανέθεσε αφενός μεν στην εταιρεία «…» την ανέλκυση και μεταφορά των βυθισμένων τμημάτων του ναυαγίου με τον πλωτό γερανό …, ο οποίος θα ρυμουλκείτο προς το σημείο βύθισης με το ρυμουλκό πλοίο …, αφετέρου δε στην εταιρεία «…» τη διενέργεια καταδυτικών εργασιών για την ανέλκυση του βυθισμένου ναυαγίου, ενώ την ίδια ως άνω ημέρα ενημέρωσε τον εκπρόσωπο της εναγομένης για την κινητοποίηση του ρυμουλκού …, του πλωτού γερανού …, του εξοπλισμού της και του καταδυτικού συνεργείου για την έναρξη των εργασιών ανέλκυσης. Ότι οι εργασίες ανέλκυσης του ναυαγίου ξεκίνησαν την 23η-12-2020 κι ολοκληρώθηκαν την 24η-12-2020, ότι μετά την ολοκλήρωση αυτών πραγματοποιήθηκε επιθεώρηση του βυθού προς απομάκρυνση οιουδήποτε είδους αποβλήτων και διαπιστώθηκε ότι αυτός ήταν καθαρός, καθώς κι ότι ο εκπρόσωπος της εναγομένης ενημερώθηκε για την ολοκλήρωση των παραπάνω εργασιών την 29η-12-2020. Ότι καίτοι η ενάγουσα προσέφερε προσηκόντως τις ανωτέρω υπηρεσίες ναυαγιαιρεσίας στο πλοίο της εναγομένης, κάνοντας χρήση του αναλυτικά αναφερόμενου εξοπλισμού, κοινοποιώντας τακτικά τόσο προς την αρμόδια λιμενική αρχή, όσο και προς την εναγόμενη πλοιοκτήτρια αναλυτική αναφορά των εργασιών της, εντούτοις η εναγομένη αρνήθηκε να της καταβάλει το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής της, το οποίο κατά το χρόνο ολοκλήρωσης των εργασιών ανέλκυσης του ναυαγίου ανερχόταν στο ποσό των 80.000 ευρώ. Ότι έναντι του ως άνω ποσού η εναγομένη της κατέβαλε την 12η-7-2021 το ποσό των 40.000 ευρώ, εναπομείναντος έτσι συνολικού υπολοίπου 40.000 ευρώ, εκ του οποίου 10.000 ευρώ αντιστοιχούσε σε υπόλοιπο της δεύτερης δόσης, η οποία ήταν καταβλητέα την 18η-12-2020 και 30.000 ευρώ αντιστοιχούσε στη μη καταβληθείσα τρίτη δόση, η οποία ήταν καταβλητέα την 24η-12-2020. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας και δη για το επιμέρους ποσό των 10.000 ευρώ εντόκως από 18-12-2020 και για το επιμέρους ποσό των 30.000 ευρώ εντόκως από 24-12-2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης αφενός ως δικαστήριο του τόπου όπου δυνάμει της σύμβασης έγινε η παροχή των υπηρεσιών ναυαγιαιρεσίας κι αφετέρου ως δικαστήριο που έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάσει τις διαφορές που θα προκύψουν από την επίδικη έννομη σχέση κατόπιν ειδικής προς τούτο συμφωνίας των διαδίκων, η οποία αποτυπώνεται στον υπ’ αριθ. 13 όρο της καταρτισθείσας μεταξύ τους από 30-4-2019 σύμβασης για την απομάκρυνση ναυαγίου και την παροχή θαλάσσιων υπηρεσιών όπου θεμελιώνεται η αποκλειστική δωσιδικία των Δικαστηρίων του Πειραιά (άρθρα 42 ΚΠολΔ, 1 παρ. 1, 7 παρ. 1 στ. β΄, 25 παρ. 1 και 66 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»). Ακολούθως, η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 7, 9, 10, 14 παρ. 2 και 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2, 3Α και 3Β περ. ιε΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, ενόψει του ότι με την ένδικη αγωγή εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την εν λόγω διαφορά είναι το ελληνικό, καθώς η ευθύνη της εναγομένης θεμελιώνεται στη σύμβαση για την απομάκρυνση ναυαγίου και την παροχή θαλάσσιων υπηρεσιών, στην οποία (βλ. τον υπ’ αριθ. 13 όρο αυτής υπό τον τίτλο «Διαιτησία και Διαμεσολάβηση») ρητά επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη το δίκαιο αυτό να διέπει την έννομη σχέση τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1, 2, 3 § 1 και 29 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» [(Κανονισμός Ρώμη Ι), ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Σύμβαση της Ρώμης), που είχε με τη σειρά της αντικαταστήσει το άρθρο 25 ΑΚ στις συμβατικές ενοχές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της (βλ. Χ. Μεϊδάνη, Η εμφανιζόμενη στη νομολογία σωρευτική εφαρμογή της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές και του άρθρου 25 ΑΚ, ΝοΒ 2005, σελ. 996 επ., Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, Η εφαρμογή της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές από τα ελληνικά δικαστήρια. Προβλήματα μεθοδολογικής προσέγγισης και σημεία τριβής με το άρθρο 25 του ελλΑΚ, ΕπισκΕΔ 1998, σελ. 298)]. Το ελληνικό δίκαιο, άλλωστε, η ενάγουσα ρητά επικαλείται με την αγωγή και τις προτάσεις της και η εναγομένη αποδέχεται σιωπηρά λόγω της ερημοδικίας της, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 § 2 του Κανονισμού, βλ. ΕφΠειρ 89/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γραμματικάκη–Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/ Βασιλακάκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ. 2017, σελ. 308-309). Με βάση, επομένως, το ελληνικό δίκαιο, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Ν. 2881/2001 «ρύθμιση θεμάτων ανέλκυσης ναυαγίων και άλλες διατάξεις», 346, 361, 681 επ., 694 ΑΚ, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. στ΄ ΚΠολΔ, με τη σημείωση ότι το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων επιδικίας είναι νόμιμο μόνο για το μετά την επίδοση της ένδικης καταψηφιστικής αγωγής χρονικό διάστημα. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται α1) η από 1-11-2021 έγγραφη ενημέρωση του νομίμου εκπρόσωπου της ενάγουσας από την πληρεξούσια δικηγόρο της για τη δυνατότητα επίλυσης της ένδικης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 και α2) το από 31-3-2022 πρακτικό περάτωσης υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) διαμεσολάβησης, υπογεγραμμένο από τη διαμεσολαβήτρια και το συμμετέχον μέρος και β) καταβλήθηκε το αντίστοιχο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπό τον κωδικό … e-παράβολο της ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από 19-4-2022 απόδειξη εκτέλεσης συναλλαγής της Τράπεζας ………).
Οι πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας, που δεν αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία απαγορεύεται η ομολογία, τεκμαίρονται ομολογημένοι λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, εναντίον δε της αγωγής δεν υπάρχει κάποια ένσταση που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 40.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το αίτημα περί κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό, καθώς κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ενόψει και της παλαιότητας της οφειλής και του εμπορικού χαρακτήρα αυτής (άρθρα 907 και 908 παρ. 1 περ. στ΄ ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από αυτήν κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ερημοδικίας και της ήττας της (άρθρα 176, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγόμενης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εναγομένη στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και δη για το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων (13.000) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ