Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

Αριθμός απόφασης

213/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 18η Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:

Α. ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», υπό το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην … επί της συμβολής των οδών … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην ίδια ως άνω διεύθυνση και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Χαρίση (ΑΜ ΔΣΑ 38670).

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα (ΑΜ ΔΣΠ 2852), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Β. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα (ΑΜ ΔΣΠ 2852), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», υπό το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην … επί της συμβολής των οδών … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην ίδια ως άνω διεύθυνση και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Χαρίση (ΑΜ ΔΣΑ 38670).

Ο εφεσίβλητος – εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 10-9-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 12591/125/13-12-2019 αγωγή του κατά των εκκαλουσών – εφεσιβλήτων και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 5/2022 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Ήδη, την απόφαση αυτή προσβάλλουν : α) οι εναγόμενες – εκκαλούσες με την από 6-7-2022 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 7480/172/7-7-2022 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 6293/3062/7-7-2022 και β) ο ενάγων – εκκαλών με την από 30-6-2022 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 7449/165/6-7-2022 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 6336/3083/8-7-2022, αμφότερες οι οποίες προσδιορίσθηκαν να συζητηθούν για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκαν στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών – εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 6-7-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 7480/172/7-7-2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς 6293/3062/7-7-2022 έφεση των εκκαλουσών – εναγομένων και β) από 30-6-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 7449/165/6-7-2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς 6336/3083/8-7-2022 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος, που στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 5/2022 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 10-9-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 12591/125/13-12-2019 αγωγή του δεύτερου κατά των πρώτων, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της την 11-2-2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδ. α΄ και 591 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ.

Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά τρεις φορές με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα από την 2-4-2018 έως και την 7-5-2019 στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά – οχηματαγωγά [Ε/Γ – Ο/Γ] πλοία «…» και «…», πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης ναυτιλιακής εταιρίας, αντί των προβλεπόμενων από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) μηνιαίου μισθού και επιδομάτων. Ότι ειδικότερα κατά το διάστημα από 19-6-2018 έως και 11-9-2018 τον εφοπλισμό του πλοίου «…» ασκούσε η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία. Ότι παρείχε τις υπηρεσίες του στα εν λόγω πλοία, εργαζόμενος ημερησίως επί 12 ώρες τις Δευτέρες, τις Τετάρτες, τις Παρασκευές και τα Σάββατα, επί 16 ώρες τις Τρίτες και τις Πέμπτες και επί 8 ώρες τις Κυριακές κατά το χρονικό διάστημα υπηρεσίας του στο πλοίο «…», επί 16 ώρες καθημερινά κατά το διάστημα υπηρεσίας του στο πλοίο «…» από 19-6-2018 έως 10-9-2018 και επί 12 ώρες τις Δευτέρες, τις Παρασκευές και τα Σάββατα και επί 16 τουλάχιστον ώρες τις υπόλοιπες ημέρες κατά τα υπόλοιπα διαστήματα υπηρεσίας του στο πλοίο «…». Ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του και ειδικότερα των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, στην αναλογία των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2018 και 2019, τα οποία δικαιούται, στην πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο «…» κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα και στο επίδομα άγονης γραμμής για τις δρομολογιακές γραμμές που εκτελούσαν τα δύο ως άνω πλοία. Ότι περαιτέρω του οφείλεται αποζημίωση απόλυσης, καθότι την 7-5-2019 απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά τύποις λόγω αμοιβαίας συναίνεσης, στην πραγματικότητα όμως λόγω καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας του από τον πλοίαρχο, άνευ δικής του υπαιτιότητας. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε ο ενάγων, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 10.844,28 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία του απόλυση, άλλως από την επίδοση της αγωγής, για τις αξιώσεις του που αφορούσαν το διάστημα υπηρεσίας του στο πλοίο «…» και τα διαστήματα υπηρεσίας του στο πλοίο «…» από 12-9-2018 έως 26-10-2018 και από 5-4-2019 έως 7-5-2019, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η πρώτη ως κυρία του πλοίου «…» κι η δεύτερη ως εφοπλίστρια αυτού, να του καταβάλουν για τις ίδιες ως άνω αιτίες (πλην της αποζημίωσης απόλυσης) το συνολικό ποσό των 9.151,43 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία του απόλυση, άλλως από την επίδοση της αγωγής, για τις αξιώσεις του που αφορούσαν το διάστημα υπηρεσίας του στο ως άνω πλοίο από 19-6-2018 έως 11-9-2018, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και, ακολούθως, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος σε αμφότερα τα ως άνω πλοία ανερχόταν σε έντεκα ώρες, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα υποχρεώθηκε η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, με διάταξη προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 2.000 ευρώ, να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.925,09 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, για όλες τις ανωτέρω αιτίες, πλην της αποζημίωσης απόλυσης, αφού το σχετικό κονδύλι απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμο, επιπλέον δε υποχρεώθηκαν αμφότερες οι εναγόμενες εταιρείες να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.111,33 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, για όλες τις αιτούμενες με την αγωγή αιτίες, ενώ απορρίφθηκαν ως αβάσιμες οι ενστάσεις των εναγομένων περί συμψηφισμού στις αξιώσεις του ενάγοντος από την υπερωριακή του απασχόληση του ποσού των 2.333,37 ευρώ, που του είχαν καταβληθεί συνολικά ως έκτακτες αμοιβές του κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα και περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, η μεν πρώτη κατ’ ουσίαν και η δεύτερη κατά το νόμο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ οι εκκαλούσες υποβάλλουν και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, και δη την επιστροφή του ποσού των 2.000 ευρώ που υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στον αντίδικό τους σε συμμόρφωση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταβολής του (15-3-2022). Διευκρινίζεται ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο μόνο για το μετά την επίδοση της παρούσας απόφασης χρονικό διάστημα, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινά εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΑθ 490/2010-ΝΟΜΟΣ).

Με τον έβδομο λόγο της έφεσής τους οι εναγόμενες επαναφέρουν τον ισχυρισμό που προέβαλαν και πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές ενέργειές του τους προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι υπέρογκες και τους δημιουργούν δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι ο ενάγων ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι δεν αμειβόταν κανονικά, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας του, καθώς και την αμοιβή του για υπερωριακή απασχόληση που πραγματοποιούσε πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλα τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και τις διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός τους όμως αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία οι εναγόμενες – εκκαλούσες, παρότι επικαλούνται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητούν ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, υποστηρίζοντας ότι τον έχουν εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (ΑΠ 1569/2017, ΑΠ 1554/2011, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1089/2006-ΔΕΕ 2006/1178, ΑΠ 75/2003 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ 48/2021, ΕφΛαρ 245/2019, ΕφΠειρ 54/2017, ΕφΠειρ 218/2016, ΕφΠειρ 442/2015, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, ΑΠ 1203/2000, ΕφΠειρ 48/2021, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 670/2019, ΕφΠειρ 397/2020, www.efeteio-peir.gr, ΕφΠειρ 218/2016, 441/2015, 71/2013, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του ενάγοντος, θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στις εναγόμενες η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση των εναγομένων κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο έβδομος λόγος της έφεσής τους, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. …/9-6-2021 ένορκης βεβαίωσης του … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς και της υπ’ αριθ. …/9-6-2021 ένορκης κατάθεσης του … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζωής Βενίτη, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια των εναγομένων και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης του ενάγοντος, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …/4-6-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών … και της από 15-10-2020 ένορκης βεβαίωσης του …, η οποία λήφθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης των εναγομένων (βλ. τις με αριθμό …/12-10-2020 και …12-10-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …), δόθηκε στο δικηγόρο Πειραιώς … και έλαβε την υπ’ αριθ. πρωτ. … ηλεκτρονική απόδειξη λήψης της από τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, οι οποίες άπασες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιών τυγχάνει αντίδικος της πρώτης εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΜονΕφΠειρ. 509/2022, ΜονΕφΠειρ 569/2022, δημοσιευμένες στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα παρακάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδ. β΄, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε την 2-4-2018 στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός και της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…», με αριθμό νηολογίου …, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμάνι του Πειραιά στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί των προβλεπόμενων μηνιαίων αποδοχών από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Ο ενάγων απασχολήθηκε στο άνω πλοίο έως την 9-5-2018, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στον Πειραιά την 19-6-2018, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…», με αριθμό νηολογίου …, με την ίδια ειδικότητα και τους αυτούς εργασιακούς όρους, απολύθηκε δε την 26-10-2018 στο ίδιο άνω λιμάνι «αμοιβαία συναινέσει». Κατά το διάστημα αυτό της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος και δη από 19-6-2018 έως και 11-9-2018 η πρώτη εναγομένη ήταν κυρία του πλοίου «…» και η δεύτερη εναγομένη ήταν εφοπλίστρια αυτού, ενώ από την 12-9-2018 και εντεύθεν, η εκμετάλλευση του πλοίου επανήλθε στην πρώτη εναγομένη, η οποία ως εκ τούτου κατέστη πλοιοκτήτρια αυτού. Ακολούθως, με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στον Πειραιά την 5-4-2019 ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά στο ίδιο ως άνω πλοίο, με την ίδια ειδικότητα, έναντι κλειστού μηνιαίου μισθού 2.881,89 ευρώ, απολύθηκε δε την 7-5-2019 στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Οι δυο πρώτες άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας υπάγονται στους όρους της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 17-11-2017 (Φ.Ε.Κ. Β’ 4005/17-11-2017) και η τρίτη σύμβαση ναυτικής εργασίας υπάγεται στους όρους της όμοιας ΣΣΝΕ του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 14-11-2018 (Φ.Ε.Κ. Β’ 5084/14-11-2018). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, τα παραπάνω Ε/Γ-Ο/Γ πλοία εκτελούσαν ακτοπλοϊκά δρομολόγια, τα οποία εξυπηρετούσαν τα νησιά του Βορείου Αιγαίου το μεν «…», τα Δωδεκάνησα, τα νησιά του Βορείου Αιγαίου και τις Κυκλάδες το δε πλοίο «…». Ειδικότερα, το πλοίο «…» εκτελούσε τακτικά τα εξής δρομολόγια:

 

……………….

 

 

 

 

 

 

 

 

Το πλοίο «…» εκτελούσε τακτικά τα εξής δρομολόγια:

 

 

…………………….

 

 

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 των προαναφερθεισών ΣΣΝΕ, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβομένης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 των προαναφερθεισών ΣΣΝΕ, η προβλεπόμενη σ’ αυτό ιδιαίτερη αμοιβή για τη μέχρι της οκταώρου εργασίας την Κυριακή καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας, μάλιστα, η παρασχεθείσα εντός του οκταώρου εργασία κατά την ημέρα αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά μόνον η πλέον του οκταώρου. Εξάλλου, τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4-10-1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι, ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία, διακρίνονται σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του Αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκουν και βοηθούν αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Στην προκείμενη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, κατ’ εντολή του Προϊστάμενου Αρχιθαλαμηπόλου του εκάστοτε πλοίου, απασχολούνταν σε καθήκοντα που αφορούσαν την προαναφερθείσα ειδικότητά του (άρθρ. 117 και 118 του ΒΔ 683/1960) και συγκεκριμένα ως διαμεριστής θαλαμηπόλος. Ειδικότερα, εκτελούσε εργασίες καθαρισμού, τακτοποίησης και ευπρεπισμού των διαμερισμάτων (καμπινών επιβατών), απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβαση, συνέδραμε τους επιβάτες κατά τη διευθέτηση των αποσκευών τους από τους λιμένες επιβίβασης στις καμπίνες τους, ενώ απασχολούνταν και στο εστιατόριο «σελφ σέρβις» με την προετοιμασία των γευμάτων, το μάζεμα των δίσκων και την καθαριότητα των τραπεζιών. Σημειωτέον ότι ο ενάγων εκτελούσε τις ως άνω εργασίες, καθημερινά (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών) και μάλιστα πέραν της ως άνω καθορισμένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των εκτεταμένων δρομολογίων που διενεργούσαν τα άνω πλοία. Έτσι, πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούσαν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα ήταν ναυτολογημένοι ως «προσωπικό γενικών υπηρεσιών» στο μεν πλοίο «…» ένας Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος, ένας Αρχιθαλαμηπόλος, πέντε επίκουροι και δέκα έξι θαλαμηπόλοι, αυξανόμενοι κατά δυο τη θερινή περίοδο από 1-4 έως 30-9, στο δε πλοίο «…» ένας Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος, οκτώ επίκουροι και δώδεκα θαλαμηπόλοι, αυξανόμενοι κατά δυο τη θερινή περίοδο από 1-4 έως 30-9. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στα παραπάνω πλοία υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή (η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 Κ.Δ.Ν.Δ, αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 166/2022, ΕφΠειρ 54/2022, www.efeteio-peir.gr). Από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί των άνω πλοίων, τα οποία κάθε εβδομάδα εκτελούσαν πολύωρα ταξίδια, προσέγγιζαν μεγάλο αριθμό λιμένων και εκτελούσαν και νυχτερινούς πλόες, σε συνδυασμό και με τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του, αλλά και με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, ήταν έντεκα (11) ώρες και όχι δώδεκα (12) ή δεκαέξι (16) ώρες, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ούτε οκτώ (8) και κατ’ εξαίρεση εννέα (9) ώρες, όπως επίσης καθ’ υπερβολή ισχυρίζονται οι εναγόμενες εταιρείες με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις ως άνω ΣΣΝΕ, ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας. Σημειωτέον ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 48/2021, ΕφΠειρ 284/2020, ΕφΠειρ 397/2020, ΕφΠειρ 699/2020, www.efeteio-peir.gr, ΕφΠειρ 48/2021, ΕφΠειρ 218/2016, ΕφΠειρ 45/2010, ΕφΠειρ 231/2013, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160). Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από τα σχετικώς αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντος …, που απασχολήθηκε στο πλοίο «…» ως β΄ μάγειρας, για μικρό μέρος του τρίτου επίδικου χρονικού διαστήματος, ενόψει του ότι και αυτός κατέθεσε ότι κάθε θαλαμηπόλος εργαζόταν καθημερινά σε συγκεκριμένο πόστο, ήτοι συνάγεται ότι ο ενάγων δεν εκτελούσε αποκλειστικά όλες τις εργασίες που αντιστοιχούσαν στα γενικά καθήκοντα του θαλαμηπόλου, αλλά οι εργασίες αυτές εκτελούνταν και από τα υπόλοιπα άνω πρόσωπα που ήταν ναυτολογημένα ως «προσωπικό γενικών υπηρεσιών» στα πλοία αυτά κατά τα άνω χρονικά διαστήματα, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται προς τούτο ημερήσια απασχόληση πλέον των έντεκα, κατά μέσο όρο, ωρών. Επίσης, δεν αναιρείται η ως άνω κρίση περί του μέσου όρου διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος από όσα αναφέρουν στις ένορκες βεβαιώσεις τους οι μάρτυρες των εναγομένων, … και …, οι οποίοι απασχολήθηκαν με την ειδικότητα του Προϊστάμενου Αρχιθαλαμηπόλου ο μεν πρώτος στο πλοίο «…» κι ο δεύτερος στο πλοίο «…», εντός των επιδίκων χρονικών διαστημάτων, ενόψει του ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν απέκλεισαν τη διενέργεια υπερωριών από τον ενάγοντα και δεν κατέθεσαν ότι τηρούνταν το προβλεπόμενο από το άρθρο 19 των άνω ΣΣΝΕ βιβλίο ημερήσιων υπερωριών, συνεκτιμημένου και του ότι και οι ίδιες οι εναγόμενες αναγνωρίζουν ότι για τις ανάγκες των άνω επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων δεν αποκλείονταν η παροχή εργασίας του ενάγοντος καθ’ υπέρβαση του οκταώρου λόγω αυξημένης κίνησης επιβατών ή όταν ο ενάγων συμμετείχε στις βάρδιες πυρασφάλειας (βλ. σελ. 18 και 19 της έφεσής τους). Όσον αφορά δε τις έγγραφες καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος και τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών που προσκομίζουν οι εναγόμενες, από τα ως άνω στοιχεία προέκυψε ότι οι σχετικές επ’ αυτών εγγραφές δεν είναι ακριβείς, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, ο οποίος πράγματι εργαζόταν υπερωριακά, όπως προεκτέθηκε και η τήρηση αυτών είχε μόνον τυπικό χαρακτήρα. Το γεγονός δε ότι ο ενάγων υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις άνω καταστάσεις και τα άνω εκκαθαριστικά σημειώματα που του χορηγούσε η εργοδότριά του, όπου επίσης αναφέρεται ο αριθμός ωρών υπερωριακής απασχόλησης και οι επιμέρους αποδοχές, δεν συνιστά πλήρη σε βάρος του απόδειξη, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά η διάρκεια της υπερωριακής του απασχόλησης μπορεί να προκύψει από την εκτίμηση όλων των εισφερόμενων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, καθώς αντίθετη παραδοχή θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παραίτηση του εργαζόμενου από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή των παραπάνω εγγράφων έγινε για να δηλωθεί παραίτηση (άφεση χρέους) εκ μέρους του ναυτικού, τούτο είναι χωρίς έννομη επιρροή, γιατί κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ.1 α.ν. 539/1945, 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα νόμιμα ελάχιστα όρια των αποδοχών του, όπως και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 1569/2017, ΑΠ 1554/2011, ΕφΠειρ 48/2021, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 397/2020, www.efeteio-peir.gr). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες των επίδικων περιόδων, κατά μέσο όρο, επί έντεκα (11) ώρες στα ανωτέρω πλοία, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στο δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγομένων και στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του τελευταίου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των ανωτέρω οικείων ΣΣΝΕ, για την προαναφερθείσα υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, ο τελευταίος δικαιούται να λάβει ως πρόσθετη αμοιβή: α) Για το χρονικό διάστημα από 2-4-2018 έως 9-5-2018, από την πρώτη εναγομένη το συνολικό ποσό των 932,07 ευρώ [(υπερωριακή εργασία έντεκα ωρών επί 9 ημέρες -5 Σάββατα και 4 αργίες: 6-4-2018 η Μεγάλη Παρασκευή, 9-4-2018 η Δευτέρα του Πάσχα, 23-4-2018 η ημέρα του Αγίου Γεωργίου και 1-5-2018, ήτοι 99 ωρών Χ 10,04 € =) 993,96 € – (424,79 € + 136,54  € =) 561,33 € που αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αναλύσεις μισθοδοσίας μηνών Απριλίου και Μαΐου 2018 ότι έλαβε από την εναγομένη για εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 432,63 € + (υπερωριακή εργασία τριών ωρών επί 24 καθημερινές, ήτοι 72 ωρών Χ 8,37 € =) 602,64 € – (78,09 € + 25,11 € =) 103,20 € που αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αναλύσεις μισθοδοσίας μηνών Απριλίου και Μαΐου 2018 ότι έλαβε από την εναγομένη για εκτέλεση υπερωριών = 499,44 €], β) Για το χρονικό διάστημα από 19-6-2018 έως 11-9-2018 από αμφότερες τις εναγόμενες, της δεύτερης εναγομένης ευθυνομένης ως εφοπλίστριας του πλοίου «…» και της πρώτης εναγομένης ως υπέχουσας παράλληλη ευθύνη ως κυρίας του πλοίου, η οποία, όμως, ευθύνεται περιορισμένα μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, το συνολικό ποσό των 1.119,86 ευρώ [(υπερωριακή εργασία έντεκα ωρών επί 13 ημέρες -12 Σάββατα και 1 αργία: 15-5-2018, ήτοι 143 ωρών Χ 10,04 € =) 1.435,72 € – (182,05 € + 455,13  € + 455,13 € + 166,88 € ως αναλογία του καταβληθέντος ποσού για το διάστημα από 1-9 έως 11-9-2018 =) 1.259,19 € που αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αναλύσεις μισθοδοσίας μηνών Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου 2 και Σεπτεμβρίου 1 του 2018 ότι έλαβε από την πρώτη εναγομένη για εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 176,53 € + (υπερωριακή εργασία τριών ωρών επί 72 ημέρες – 60 καθημερινές και 12 Κυριακές, ήτοι 216 ωρών Χ 8,37 € =) 1.807,92 € – (66,96 € + 167,40 € + 401,45 € + 167,40 € + 61,38 € ως αναλογία του καταβληθέντος ποσού για το διάστημα από 1-9 έως 11-9-2018 =) 864,59 € που αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αναλύσεις μισθοδοσίας μηνών Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου 1, Αυγούστου 2 και Σεπτεμβρίου 1 του 2018 ότι έλαβε από την πρώτη εναγομένη για εκτέλεση υπερωριών = 943,33 €], γ) Για το χρονικό διάστημα από 12-9-2018 έως 26-10-2018, από την πρώτη εναγομένη το συνολικό ποσό των 853,71 ευρώ [(υπερωριακή εργασία έντεκα ωρών επί 7 ημέρες -6 Σάββατα και 1 αργία: 14-9-2018 η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, ήτοι 77 ωρών Χ 10,04 € =) 773,08 € – (288,25 € ως αναλογία του καταβληθέντος ποσού για το διάστημα από 12-9 έως 30-9-2018 + 397,32  € + 7,95 € =) 693,52 € που αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αναλύσεις μισθοδοσίας μηνών Σεπτεμβρίου 1, Οκτωβρίου 1 και Οκτωβρίου 2 του 2018 ότι έλαβε από την εναγομένη για εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 79,56 € + (υπερωριακή εργασία τριών ωρών επί 38 ημέρες – 32 καθημερινές και 6 Κυριακές, ήτοι 114 ωρών Χ 8,37 € =) 954,18 € – (106,02 € ως αναλογία του καταβληθέντος ποσού για το διάστημα από 12-9 έως 30-9-2018 + 72,52  € + 1,45 € =) 179,99 € που αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αναλύσεις μισθοδοσίας μηνών Σεπτεμβρίου 1, Οκτωβρίου 1 και Οκτωβρίου 2 του 2018 ότι έλαβε από την εναγομένη για εκτέλεση υπερωριών = 774,15 €]. Σημειώνεται εν προκειμένω ότι οι προσαγόμενες από τις εναγόμενες εταιρείες τρεις αναλύσεις μισθοδοσίας που αφορούν αναδρομικά μηνός Δεκεμβρίου 2018 δεν λαμβάνονται υπόψιν ως προς τα ποσά που εμπεριέχουν, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων-εκκαλουσών καταβλήθηκαν στον ενάγοντα, αφού το Δικαστήριο αδυνατεί να διακρίνει ποιο ακριβώς διάστημα υπηρεσίας του τελευταίου αφορούν, προκειμένου να προβεί σε νόμιμο καταλογισμό των εν λόγω ποσών. δ) Για το χρονικό διάστημα από 5-4-2019 έως 7-5-2019, από την πρώτη εναγομένη το συνολικό ποσό των 770,62 ευρώ [(υπερωριακή εργασία έντεκα ωρών επί 8 ημέρες -5 Σάββατα και 3 αργίες: 26-4-2019 η Μεγάλη Παρασκευή, 29-4-2019 η Δευτέρα του Πάσχα και 1-5-2019, ήτοι 88 ωρών Χ 10,25 € =) 902 € – (405,27 € + 10,28  € + 109,11 € =) 524,66 € που αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αποδείξεις πληρωμής μηνών Απριλίου, Μαΐου 2019 και αναδρομικών για την επίδικη περίοδο ότι έλαβε από την εναγομένη για εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 377,34 € + (υπερωριακή εργασία τριών ωρών επί 25 ημέρες – 20 καθημερινές και 5 Κυριακές, ήτοι 75 ωρών Χ 8,54 € =) 640,50 € – (186,62 € + 4,84  € + 55,76 € =) 247,22 € που αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αποδείξεις πληρωμής μηνών Απριλίου, Μαΐου 2019 και αναδρομικών για την επίδικη περίοδο ότι έλαβε από την εναγομένη για εκτέλεση υπερωριών = 393,28 €]. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δεν έλαβε υπόψιν του την επικουρικώς υποβαλλόμενη από τις εναγόμενες ένσταση εξόφλησης των παραπάνω αγωγικών αξιώσεων για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής εργασίας, η οποία υποβλήθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις τους κι επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής τους, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο παραπάνω λόγος, κατά το σχετικό σκέλος του, καθόσον αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες κατέβαλαν μερικώς τα ποσά που όφειλαν στον ενάγοντα για την παραπάνω αιτία, γενομένης έτσι εν μέρει δεκτής ως ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η εκκαλουμένη έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον αφενός μεν για το χρονικό διάστημα υπηρεσίας του ενάγοντος στο πλοίο «…» από 2-4-2018 έως 9-5-2018, υπολόγισε εσφαλμένα ότι εργάστηκε επί 14 καθημερινές, 5 Σάββατα και 3 αργίες, έναντι του ορθού 24 καθημερινές, 5 Σάββατα και 4 αργίες, με αποτέλεσμα να του επιδικάσει μικρότερα ποσά από αυτά που του αναλογούσαν, αφετέρου δε υπολόγισε εσφαλμένα το προσαυξημένο ωρομίσθιο με το οποίο πολλαπλασιάζονται οι ώρες υπερωριακής απασχόλησης των ναυτικών και δη των θαλαμηπόλων κατά τα Σάββατα και τις αργίες, αφού πολλαπλασίασε τις παραπάνω ώρες με ωρομίσθιο 8,54 ευρώ, αντί του ορθού ωρομισθίου 10,04 ευρώ που προβλεπόταν από την ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας του 2017, η οποία τυγχάνει εφαρμογής σε όλα τα διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, πλην του διαστήματος από 5-4-2019 έως 7-5-2019, επί του οποίου τυγχάνει εφαρμογής η αντίστοιχη ΣΣΝΕ του έτους 2018, η οποία προβλέπει για την παραπάνω αιτία προσαυξημένο ωρομίσθιο που αντιστοιχεί σε 10,25 ευρώ. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος ο σχετικός πέμπτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος που βάλλει κατά των παραπάνω παραδοχών και υπολογισμών της εκκαλουμένης.

Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες γεννήθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύβασης. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (ΣΣΝΕ) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του θαλαμηπόλου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ πρόβλεψης «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτού στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (βλ. ΑΠ 1013/2003-ΕΝΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002-ΔΕΝ 200/1314, ΕφΠειρ 218/2016-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 526/2012-ΕΝΔ 2012/381, ΕφΠειρ 185/2012-ΕΝΔ 2012/397, ΕφΠειρ 471/2011-ΕΝΔ 2011/257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326). Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενες εταιρείες ζήτησαν με τις προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να καταλογιστεί το ποσό των 2.333,37 ευρώ που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» κατά τα έτη 2018 και 2019 στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής που ο τελευταίος δικαιούται να λάβει, καθόσον μεταξύ των διαδίκων υπήρξε συμφωνία να συμψηφίζονται τα παραπάνω ποσά με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε και το αίτημά τους αυτό, απορριφθέν ήδη πρωτοδίκως ως ουσία αβάσιμο, επαναφέρουν ήδη με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους. Ο ισχυρισμός τους αυτός πάσχει πολλαπλώς. Καταρχάς, τέτοια συμφωνία δεν περιελήφθη στις από 2-4-2018 και 19-6-2018 συμβάσεις ναυτολόγησης του ενάγοντος, παρά μόνον στην τελευταία από 5-4-2019 σύμβαση ναυτικής εργασίας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο της παραπάνω προσκομιζόμενης σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκε εγγράφως, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις των εναγομένων προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 120/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά των επίμαχων «πρόσθετων αμοιβών» δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν από τις εναγόμενες αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από την εταιρεία στην οποία είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των κυλικείων των πλοίων και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πώλησης των αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλε ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη του πληρώματος ενδιαίτησης (που το εισέπρατταν ως «έκτακτες αμοιβές» τους μέσω της μισθοδοσίας τους από τις εναγόμενες εταιρείες), ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί των πλοίων, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για συμψηφισμό κατ’ άρθρο 440 ΑΚ, ελλείψει της αμοιβαιότητας των απαιτήσεων, που έχει την έννοια ότι ο οφειλέτης δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες (ΑΠ 1703/2008-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995-ΝοΒ 1997/1112, ΜονΕφΠειρ 543/2022, αδημ., Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αρ. 1489, σελ. 794). Το συμπέρασμα τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το ποσό της έκτακτης μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος δεν ήταν σταθερό αλλά κυμάνθηκε, κατά πλήρη μήνα απασχόλησής του, από 135,17 ευρώ τον Απρίλιο του έτους 2018, έως και 649,77 ευρώ τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Η διακύμανση αυτή του ύψους της έκτακτης αμοιβής υποδηλώνει ότι δεν αποτελούσε, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενες, «επιμίσθιο», αντάλλαγμα δηλαδή της δραστηριότητας και του ζήλου του ενάγοντος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, που κατά τα διδάγματα της λογικής δεν μεταβάλλεται ανά μήνα, αλλά τελούσε σε συνάρτηση προς εξωγενή παράγοντα, μεταβαλλόμενο στο χρόνο, όπως τα έσοδα από την εκμετάλλευση των κυλικείων των πλοίων, που, κατά την κοινή πείρα, εξαρτώνται από την αυξομείωση της επιβατικής κίνησης κατά τη θερινή ή τη χειμερινή περίοδο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της έφεσης των εκκαλουσών.

Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 14 εκάστης προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, δικαιούνται αναλογίας 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003-ΔΕΕ 2004/212, ΜονΕφΠειρ. 403/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 55/2017, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 587/2011-ΕΝΔ 2012/19, ΕφΠειρ 521/2009-ΕΝΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011-ΕΝΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011-ΕΝΔ 2011/97), ενώ στις τακτικές αποδοχές δεν συγκαταλέγεται η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές (ΕφΠειρ 46/2011-ΕΝΔ 2011/97, ΕφΠειρ 465/2009-ΕΝΔ 2009/276, ΕφΠειρ 34/2008-ΕΝΔ 2008/290, ΕφΠειρ 1/2003-ΕΝΔ 2003/123). Τέλος, το μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. Θ αρ. 3 των εν λόγω ΣΣΝΕ συγκαταλέγονται οι θαλαμηπόλοι, χρηματικό ποσό, ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τους, αφού αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003-ΕΕΔ 2005/237 ΑΠ 226/2003-ΕΕΔ 2004/790, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012-ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011-ΕΝΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009-ΕΝΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 394/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ. ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013-ΕΝΔ 2013/204). Το συγκεκριμένο επίδομα επιδικάζεται μόνον όταν ο πλοιοκτήτης δεν παρέχει σε είδος τον απαιτούμενο ρουχισμό καλύπτοντας εξ ιδίας δαπάνης το κόστος της προμήθειάς του (ΜονΕφΠειρ. 56/2015, 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013-ΕΝΔ 2013/204, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012-ΠειρΝ 2012/354), εφόσον βέβαια και ο ενάγων αποδείξει ότι, επειδή η εναγόμενη πλοιοκτήτρια δεν του παρείχε τον ιματισμό σε είδος, υποχρεώθηκε να προβεί ο ίδιος στην αγορά του και υποβλήθηκε στην αντίστοιχη δαπάνη, προς αντιμετώπιση της οποίας το επίμαχο επίδομα καταβάλλεται (ΜονΕφΠειρ. 542/2022, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 56/2015, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ο.π.), διότι μόνον τότε το επίδομα αυτό συνιστά συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 259/2022, αδημ.).  Σε κάθε άλλη περίπτωση το επίδομα ιματισμού δεν συμπεριλαμβάνεται στις νόμιμες τακτικές αποδοχές του ναυτικού και δεν συνυπολογίζεται για τον καθορισμό  ούτε των επιδομάτων εορτών (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013-ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 254/2022, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 676/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 377/2011-ΕΝΔ 2011/262) ούτε της πρόσθετης αμοιβής για την πραγματοποίηση δρομολογίων εξπρές (ΜονΕφΠειρ. 543/2022, ο.π). Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, ο ενάγων δικαιούται: α) Για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2018, να λάβει από την πρώτη εναγομένη, για την υπηρεσία του από 2-4-2018 έως 9-5-2018: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 3.698,53 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 417,10 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,21 € Χ 5 ημέρες = 321,05 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 Χ 5 = 96,05 €) + 1.257,16 € μέσος όρος υπερωριών (σύνολο αμοιβής υπερωριών 1.596,60 € : 1,27 μήνες)], η αναλογία επιδόματος Πάσχα 2018 που δικαιούται ο ενάγων να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 585,58 ευρώ [3.698,53 € : 2 = 1.849,26 € ο μισός μηνιαίος μισθός : 15 ημέρες = 123,28 € ανά οκταήμερο Χ 4,75 οκταήμερα (38 ημέρες ναυτολόγησης : 8) =], έναντι του οποίου αποδεικνύεται από τη νομίμως προσαγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας μηνός Απριλίου 2018 που αφορά καταβολή δώρου Πάσχα ότι έλαβε το ποσό των 256,87 ευρώ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 328,71 ευρώ. β) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018, να λάβει από αμφότερες τις εναγόμενες, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η κάθε μία, για την υπηρεσία του από 19-6-2018 έως 11-9-2018: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 3.587,53 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 417,10 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 1.146,16 € μέσος όρος υπερωριών (σύνολο αμοιβής υπερωριών 3.243,64 € : 2,83 μήνες)], η αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018 που δικαιούται ο ενάγων να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 1.282,89 ευρώ [3.587,53 € Χ 2/25 = 287 € ανά δεκαεννεαήμερο Χ 4,47 δεκαεννεαήμερα (85 ημέρες ναυτολόγησης : 19)], έναντι του οποίου συνομολογεί με την ένδικη αγωγή ότι έλαβε το ποσό των 412,53 ευρώ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 870,36 ευρώ, γ) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018, να λάβει από την πρώτη εναγομένη, για την υπηρεσία του από 12-9-2018 έως 26-10-2018: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 3.592,87 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 417,10 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 1.151,50 € μέσος όρος υπερωριών (σύνολο αμοιβής υπερωριών 1.727,26 € : 1,5 μήνες)], η αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018 που δικαιούται ο ενάγων να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 681,21 ευρώ [3.592,87 € Χ 2/25 = 287,43 € ανά δεκαεννεαήμερο Χ 2,37 δεκαεννεαήμερα (45 ημέρες ναυτολόγησης : 19)], έναντι του οποίου συνομολογεί με την ένδικη αγωγή ότι έλαβε το ποσό των 215,59 ευρώ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 465,62 ευρώ, δ) Για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019, να λάβει από την πρώτη εναγομένη, για την υπηρεσία του από 5-4-2019 έως 30-4-2019: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 3.892,35 ευρώ [1.181,15 € μισθός ενεργείας + 259,86 € επίδομα Κυριακών + 35,92 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 587,70 € μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 425,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.181,15 € μισθός ενεργείας + 259,86 € επίδομα Κυριακών = 1.441,01 € Χ 1/22 = 65,50 € Χ 5 ημέρες = 327,50 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,59 Χ 5 = 97,95 €) + 1.402,27 € μέσος όρος υπερωριών (σύνολο αμοιβής υπερωριών 1.542,50 € : 1,1 μήνες)], η αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019 που δικαιούται ο ενάγων να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 421,65 ευρώ [3.892,35 € : 2 = 1.946,17 € ο μισός μηνιαίος μισθός : 15 ημέρες = 129,74 € ανά οκταήμερο Χ 3,25 οκταήμερα (26 ημέρες ναυτολόγησης : 8) =], έναντι του οποίου συνομολογεί με την ένδικη αγωγή ότι έλαβε το ποσό των 234,68 ευρώ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 186,97 ευρώ και ε) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019, να λάβει από την πρώτη εναγομένη, για την υπηρεσία του από 1-5-2019 έως 7-5-2019: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν, όπως ακριβώς παραπάνω αναλυτικά εκτέθηκε, στο ποσό των 3.892,35 ευρώ, η αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019 που δικαιούται ο ενάγων να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 115,21 ευρώ [3.892,35 € Χ 2/25 = 311,39 € ανά δεκαεννεαήμερο Χ 0,37 δεκαεννεαήμερα (7 ημέρες ναυτολόγησης : 19)], έναντι του οποίου αποδεικνύεται από τη νομίμως προσαγόμενη απόδειξη πληρωμής μηνός Μαΐου 2019 ότι έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 63,32 ευρώ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 51,89 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που δικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του, δεν εξειδίκευσε τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε, ήτοι δεν εξειδίκευσε τις επιμέρους τακτικές παροχές που συνάθροισε για την εξεύρεση των ως άνω τακτικών αποδοχών του, αλλά αρκέστηκε στη γενικόλογη αναφορά του συνολικού ποσού αυτών, ανά διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού με τον παραπάνω τρόπο καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της βασιμότητας και της ακρίβειας των σχετικών υπολογισμών, τόσο για τους διαδίκους, όσο και για το παρόν Δικαστήριο. Ομοίως έσφαλε και ως προς τον υπολογισμό του μέσου όρου της πρόσθετης αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας, αφού ναι μεν αξιολόγησε ορθά ότι οι ώρες υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος ανέρχονταν σε 3 κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, και σε 11 κατά τα Σάββατα και τις αργίες, πλην όμως κατά τον υπολογισμό της αξίας αυτών δεν χρησιμοποίησε, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, το προσαυξημένο ωρομίσθιο που προβλέπουν οι οικείες ΣΣΝΕ, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε εσφαλμένους υπολογισμούς της ως άνω πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, πρέπει κατά το σχετικό σκέλος τους να γίνουν δεκτοί ως ουσία βάσιμοι ο τέταρτος λόγος της έφεσης των εκκαλουσών κι ο δεύτερος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος. Ωστόσο, καθ’ ο μέρος με τον παραπάνω λόγο τους οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι μεταξύ των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, καθώς και καθ’ ο μέρος με τον παραπάνω λόγο του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι μεταξύ των παραπάνω αποδοχών του έπρεπε να συνυπολογιστεί το επίδομα ιματισμού και η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, τυγχάνουν απορριπτέοι ως νομικά αβάσιμοι, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, δεδομένου μάλιστα ότι για το επίδομα ιματισμού αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη πλοιοκτήτρια παρείχε στον ενάγοντα τον απαιτούμενο ιματισμό σε είδος. Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δεν έλαβε υπόψιν του την επικουρικώς υποβαλλόμενη από τις εναγόμενες ένσταση εξόφλησης των παραπάνω αγωγικών αξιώσεων για αναλογία δώρου Πάσχα 2018 και δώρου Χριστουγέννων 2019, η οποία υποβλήθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις τους κι επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο παραπάνω λόγος, κατά το σχετικό σκέλος του, καθόσον αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη κατέβαλε μερικώς τα ποσά που όφειλε στον ενάγοντα για τις παραπάνω αιτίες, γενομένης έτσι εν μέρει δεκτής ως ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης.

Εξάλλου, σε σχέση προς το κεφάλαιο της αγωγής με το οποίο επιδιώχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 33 των ως άνω ΣΣΝΕ, η καταβολή στον ενάγοντα πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, κατά τα χρονικά διαστήματα από 19-6-2018 έως 11-9-2018 και από 12-9-2018 έως 26-10-2018, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπολόγισε τον αριθμό των παραπάνω δρομολογίων εξπρές σε 12,755 και 1,99, αντίστοιχα, και επιδίκασε στον ενάγοντα πρόσθετη αμοιβή επί τη βάσει των μηνιαίων αποδοχών του, τις οποίες προσδιόρισε συνολικά, ήτοι χωρίς εξειδίκευση των επιμέρους τακτικών παροχών που συνάθροισε για την ανεύρεσή τους. Το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης πλήττουν ήδη οι εκκαλούντες, επικαλούμενοι, αφενός αμφότεροι, εσφαλμένο υπολογισμό των τακτικών αποδοχών, καθώς κι εσφαλμένο υπολογισμό του μέσου όρου της αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος και, αφετέρου, ο μεν ενάγων εσφαλμένο μη συνυπολογισμό στο ποσό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του του επιδόματος ιματισμού, οι δε εναγόμενες εσφαλμένο συνυπολογισμό στις παραπάνω αποδοχές του επιδόματος άδειας μετά τροφοδοσίας και του επιδόματος ιματισμού. Επ’ αυτών πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 19-6-2018 έως 11-9-2018 το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «…» εκτέλεσε 12,755 δρομολόγια εξπρές, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται ως προς τον αριθμό των παραπάνω δρομολογίων. Για τα κυκλικά αυτά δρομολόγια, που είχαν το καθένα διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή ίση προς το γινόμενο του πολλαπλασιασμού τους επί το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του. Για τον προσδιορισμό των αποδοχών αυτών συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του και το επίδομα άδειας μετά τροφοδοσίας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), όχι όμως, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, το επίδομα ιματισμού, καθόσον αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, σε κάθε δε περίπτωση εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι η πλοιοκτήτρια εναγόμενη εταιρεία παρείχε στο κατώτερο πλήρωμα τον απαιτούμενο ιματισμό σε είδος, απορριπτομένων ως νομικά αβάσιμων και δεκτών γενομένων αντιστοίχως των σχετικών ως άνω αιτιάσεων των εκκαλούντων. Με συνυπολογισμό λοιπόν του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του για τους μήνες του ερευνώμενου χρονικού διαστήματος στις νόμιμες αποδοχές του, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν, ως ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκε, στο ποσό των 3.587,53 ευρώ και, επομένως, δικαιούται αυτός ως πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές το χρηματικό ποσό των [(3.587,53 € Χ 1/30 =) 119,58 € Χ 12,755 =] 1.525,24 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των (233,27 € + 318,16 € + 144,50 € ως αναλογία του καταβληθέντος ποσού για το διάστημα από 1-9 έως 11-9-2018 =) 695,93 ευρώ, όπως τούτο αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αναλύσεις μισθοδοσίας μηνών Ιουλίου, Αυγούστου 2, Σεπτεμβρίου 1 και Σεπτεμβρίου 2 του 2018, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου ποσού 829,31 ευρώ, για το οποίο ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον κάθε μία από τις δύο εναγόμενες εταιρείες και β) Κατά το χρονικό διάστημα από 12-9-2018 έως 26-10-2018 το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «…» εκτέλεσε 1,99 δρομολόγια εξπρές, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται ως προς τον αριθμό των παραπάνω δρομολογίων. Για τα κυκλικά αυτά δρομολόγια, που είχαν το καθένα διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή ίση προς το γινόμενο του πολλαπλασιασμού τους επί το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του. Με συνυπολογισμό λοιπόν του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του για τους μήνες του ερευνώμενου χρονικού διαστήματος στις νόμιμες αποδοχές του, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν, ως ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκε, στο ποσό των 3.592,87 ευρώ και, επομένως, δικαιούται αυτός ως πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές το χρηματικό ποσό των [(3.592,87 € Χ 1/30 =) 119,76 € Χ 1,99 =] 238,32 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την πρώτη εναγομένη το συνολικό ποσό των (249,58 € ως αναλογία του καταβληθέντος ποσού για το διάστημα από 12-9 έως 30-9-2018 + 92,21 € + 1,85 € =) 343,64 ευρώ, όπως τούτο αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αναλύσεις μισθοδοσίας μηνών Σεπτεμβρίου 1 και Σεπτεμβρίου 2, Οκτωβρίου 1 και Οκτωβρίου 2 του 2018, με αποτέλεσμα η εν λόγω αξίωση να έχει εξοφληθεί ολοσχερώς. Σημειώνεται εν προκειμένω ότι οι προσαγόμενες από τις εναγόμενες εταιρείες τρεις αναλύσεις μισθοδοσίας που αφορούν αναδρομικά μηνός Δεκεμβρίου 2018 δεν λαμβάνονται υπόψιν ως προς τα ποσά που εμπεριέχουν, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων-εκκαλουσών καταβλήθηκαν στον ενάγοντα, αφού το Δικαστήριο αδυνατεί να διακρίνει ποιο ακριβώς διάστημα υπηρεσίας του τελευταίου αφορούν, προκειμένου να προβεί σε νόμιμο καταλογισμό των εν λόγω ποσών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές που δικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του, δεν εξειδίκευσε τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε, ήτοι δεν εξειδίκευσε τις επιμέρους τακτικές παροχές που συνάθροισε για την εξεύρεση των ως άνω τακτικών αποδοχών του, αλλά αρκέστηκε στη γενικόλογη αναφορά του συνολικού ποσού αυτών, ανά διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού με τον παραπάνω τρόπο καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της βασιμότητας και της ακρίβειας των σχετικών υπολογισμών, τόσο για τους διαδίκους, όσο και για το παρόν Δικαστήριο. Ομοίως έσφαλε και ως προς τον υπολογισμό του μέσου όρου της πρόσθετης αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας, αφού ναι μεν αξιολόγησε ορθά ότι οι ώρες υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος ανέρχονταν σε 3 κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, και σε 11 κατά τα Σάββατα και τις αργίες, πλην όμως κατά τον υπολογισμό της αξίας αυτών δεν χρησιμοποίησε, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, το προσαυξημένο ωρομίσθιο που προβλέπουν οι οικείες ΣΣΝΕ, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε εσφαλμένους υπολογισμούς της ως άνω πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, πρέπει κατά το σχετικό σκέλος τους να γίνουν δεκτοί ως ουσία βάσιμοι ο πέμπτος λόγος της έφεσης των εκκαλουσών κι ο τρίτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος. Επίσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δεν έλαβε υπόψιν του την επικουρικώς υποβαλλόμενη από τις εναγόμενες ένσταση εξόφλησης των παραπάνω αγωγικών αξιώσεων για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές, η οποία υποβλήθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις τους κι επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο παραπάνω λόγος, κατά το σχετικό σκέλος του, καθόσον αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη κατέβαλε μερικώς τα ποσά που όφειλε στον ενάγοντα για την παραπάνω αιτία, γενομένης έτσι εν μέρει δεκτής ως ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης.

Περαιτέρω, με το άρθρο 7 παρ. 1 των ως άνω ΣΣΝΕ, ο προβλεπόμενος τρόπος υπολογισμού του ειδικού επιδόματος, που χορηγείται σε ολόκληρο το πλήρωμα περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού, που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας καθορίσθηκε σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας για απασχόληση σε γραμμές δημοσίας υπηρεσίας (άγονες) επί 30 ημέρες και για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογικώς. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους αναλυτικώς παρατιθέμενους παραπάνω πίνακες πλόων, τα πλοία «…» και «…», κατά τα ως άνω κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, πραγματοποιούσαν επιδοτούμενα δρομολόγια, δυνάμει των οικείων συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων γραμμών), εξυπηρετώντας το μεν «…» τη δρομολογιακή γραμμή Πειραιάς–Χίος–Μυτιλήνη–Οινούσσες–Ψαρά–Πειραιάς, το δε «…» τις δρομολογιακές γραμμές: α) Πειραιάς–Πάρος–Νάξος–Πάτμος–Λειψοί–Λέρος–Κάλυμνος-Κως-Σύμη-Ρόδος-Κάρπαθος-Πειραιάς, β) Πειραιάς-Άγιος Κήρυκος-Φούρνοι-Πάτμος-Λειψοί-Κάλυμνος-Κως–Νίσυρος–Τήλος-Σύμη-Ρόδος–Καστελόριζο-Πειραιάς, γ) Πειραιάς-Χίος-Μυτιλήνη-Πειραιάς, δ) Πειραιάς-Πάρος-Νάξος–Αστυπάλαια-Κάλυμνος-Κως-Νίσυρος-Τήλος-Ρόδος-Καστελόριζο-Πειραιάς, ε) Πειραιάς-Σύρος-Μύκονος-Εύδηλος-Καρλόβασι-Βαθύ-Πειραιάς και στ) Πειραιάς-Σύρος-Μύκονος-Άγιος Κήρυκος-Φούρνοι-Καρλόβασι-Βαθύ-Χίος-Μυτιλήνη-Λήμνος-Καβάλα-Πειραιάς. Τα παραπάνω δρομολόγια άγονης γραμμής εκτελούνταν επί 30 ημέρες το μήνα, χωρίς τούτο να αμφισβητείται από τις εναγόμενες – εκκαλούσες. Κατά συνέπεια ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή: α) Για το διάστημα υπηρεσίας του από 2-4-2018 έως 9-5-2018 στο πλοίο «…» να λάβει από την πρώτη εναγομένη το ποσό των (μισθός ενεργείας 1.157,99 € Χ 7%  = 81,06 €  Χ  1,27 μήνες =) 102,95 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη το ποσό των (27,02 € + 16,21 € =) 43,23 ευρώ, όπως τούτο αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αναλύσεις μισθοδοσίας μηνών Απριλίου και Μαΐου 2018, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου ποσού 59,72 ευρώ, β) Για το διάστημα υπηρεσίας του από 19-6-2018 έως 11-9-2018 στο πλοίο «…» να λάβει από αμφότερες τις εναγόμενες, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η κάθε μία, το ποσό των (μισθός ενεργείας 1.157,99 € Χ 7%  = 81,06 €  Χ  2,83 μήνες =) 229,40 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των (32,42 € + 37,83 € + 9,90 € ως αναλογία του καταβληθέντος ποσού για το διάστημα από 1-9 έως 11-9-2018 =) 80,15 ευρώ, όπως τούτο αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αναλύσεις μισθοδοσίας μηνών Ιουλίου, Αυγούστου 2 και Σεπτεμβρίου 1 του 2018, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου ποσού 149,25 ευρώ, γ) Για το διάστημα υπηρεσίας του από 12-9-2018 έως 26-10-2018 στο πλοίο «…» να λάβει από την πρώτη εναγομένη, το ποσό των (μισθός ενεργείας 1.157,99 € Χ 7%  = 81,06 €  Χ  1,5 μήνες =) 121,59 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των (17,12 € ως αναλογία του καταβληθέντος ποσού για το διάστημα από 12-9 έως 30-9-2018 + 37,83 € + 0,75 € =) 55,70 ευρώ, όπως τούτο αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αναλύσεις μισθοδοσίας μηνών Σεπτεμβρίου 1, Οκτωβρίου 1 και Οκτωβρίου 2 του 2018, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου ποσού 65,89 ευρώ και δ) Για το διάστημα υπηρεσίας του από 5-4-2019 έως 7-5-2019 στο πλοίο «…» να λάβει από την πρώτη εναγομένη, το ποσό των (μισθός ενεργείας 1.181,15 € Χ 7%  = 82,68 €  Χ  1,1 μήνες =) 90,95 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των (19,29 € + 0,45 € + 2,76 € =) 22,50 ευρώ, όπως τούτο αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αποδείξεις πληρωμής μηνών Απριλίου, Μαΐου 2019 και αναδρομικών για την επίδικη περίοδο, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου ποσού 68,45 ευρώ. Σημειώνεται εν προκειμένω ότι οι προσαγόμενες από τις εναγόμενες εταιρείες τρεις αναλύσεις μισθοδοσίας που αφορούν αναδρομικά μηνός Δεκεμβρίου 2018 δεν λαμβάνονται υπόψιν ως προς τα ποσά που εμπεριέχουν, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων-εκκαλουσών καταβλήθηκαν στον ενάγοντα, αφού το Δικαστήριο αδυνατεί να διακρίνει ποιο ακριβώς διάστημα υπηρεσίας του τελευταίου αφορούν, προκειμένου να προβεί σε νόμιμο καταλογισμό των εν λόγω ποσών. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του αφενός έκρινε ότι για την ανωτέρω αιτία οφείλονται στον ενάγοντα α) το ποσό των 104,72 ευρώ για το διάστημα από 2-4-2018 έως 9-5-2018, β) το ποσό των 234,26 ευρώ για το διάστημα από 19-6-2018 έως 11-9-2018, γ) το ποσό των 124,02 ευρώ για το διάστημα από 12-9-2018 έως 26-10-2018 και δ) το ποσό των 90,94 ευρώ για το διάστημα από 5-4-2019 έως 7-5-2019, αφετέρου δεν έλαβε υπόψιν του την επικουρικώς υποβαλλόμενη από τις εναγόμενες ένσταση εξόφλησης των παραπάνω αγωγικών αξιώσεων για το επίδομα άγονης γραμμής, η οποία υποβλήθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις τους κι επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της έφεσής τους, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις κι ως εκ τούτου ο κρινόμενος έκτος λόγος της έφεσης των εκκαλουσών πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Σύμφωνα με το άρθρο 72 ΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, ο οποίος δεν υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδ. α΄ ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών. Κατόπιν τούτων, η κατ’ άρθρο 75 παρ. 2 ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο, κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ, τελεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 346/2011-ΕΝΔ 2011/271, ΕφΠειρ 719/2006-ΕΝΔ 2006/355). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι την 7-5-2019 ο ενάγων αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά, σύμφωνα με τη σχετική αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο, λόγω αμοιβαίας συναίνεσης μεταξύ αυτού και του πλοιάρχου, στην πραγματικότητα, όμως, η τελευταία επίδικη σύμβαση λύθηκε, λόγω μονομερούς καταγγελίας της από τον πλοίαρχο, χωρίς να υπάρχει παράπτωμα του ενάγοντος και χωρίς να επαναυτολογηθεί μετέπειτα αυτός στο ίδιο ή σε άλλο πλοίο της πρώτης εναγομένης. Η μεταγενέστερη αίτηση, που υπέβαλε ο ενάγων για συνταξιοδότηση, δεν δικαιολογεί λύση της σύμβασης μετά από δική του πρωτοβουλία, ούτε σχετίζεται με αδυναμία του να συνεχίσει το βιοποριστικό του επάγγελμα μέχρι να υλοποιηθεί η οριστική διακοπή της άσκησης του. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η λύση της τελευταίας σύμβασης έγινε ανυπαίτια και χωρίς τη θέληση του ενάγοντος, ενώ η αναγραφή από τον πλοίαρχο ότι η λύση επήλθε με αμοιβαία συναίνεση αυτών, είναι δεκτική ανταπόδειξης (ΕφΠειρ 977/2003-ΕπισκΕμπΔ 2003/1144). Επομένως, ενόψει του ότι από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντος …, η οποία δεν αναιρείται από οποιοδήποτε προσκομιζόμενο από τις εναγόμενες αποδεικτικό μέσο, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε μονομερώς την υφιστάμενη μεταξύ της ιδίας και του ενάγοντος σύμβαση ναυτικής εργασίας, χωρίς ο ενάγων να υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα που να δικαιολογεί την απόλυσή του, ο τελευταίος δικαιούται την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 76 ΚΙΝΔ αποζημίωση, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ισούται με το μισθό 15 ημερών, αφού ο ενάγων απολύθηκε σε λιμάνι της ημεδαπής, ήτοι με το ποσό των (3.892,35 € οι πάγιες αποδοχές του ενάγοντος κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του μήνα : 2 =) 1.946,17 ευρώ. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό κονδύλι ως ουσία αβάσιμο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος ο τέταρτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984-Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005-ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004-ΠειρΝομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, κατά τις αγωγικές διακρίσεις, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (932,07 € + 853,71 € + 770,62 € + 328,71 € + 465,62 € + 186,97 € + 51,89 € + 59,72 € + 65,89 € + 68,45 € + 1.946,17 € =) 5.729,82 ευρώ, ως διαφορές πρόσθετης αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση, διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών, διαφορές επιδόματος άγονης γραμμής και αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος (7-5-2019), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός από το επιμέρους ποσό των 51,89 ευρώ, που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 και είναι τοκοφόρο από 1-1-2020 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021-ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές) και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η κάθε μία, η δε πρώτη, ως κυρία, περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (1.119,86 € + 870,36 € + 829,31 € + 149,25  =) 2.968,78 ευρώ, ως διαφορές πρόσθετης αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση, διαφορά πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, διαφορά επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2018 και διαφορά επιδόματος άγονης γραμμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος (7-5-2019). Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος των εκκαλουσών – εναγομένων για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους τους καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 6-7-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 7480/172/7-7-2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς 6293/3062/7-7-2022 έφεση των εκκαλουσών – εναγομένων και την από 30-6-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 7449/165/6-7-2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς 6336/3083/8-7-2022 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 5/2022 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 10-9-2019 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 12591/125/13-12-2019 αγωγή κατ’ ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατά ένα μέρος.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων είκοσι εννιά ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (5.729,82 €), με το νόμιμο τόκο από την 8-5-2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην του επιμέρους κονδυλίου των πενήντα ενός ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (51,89 €), για το οποίο νόμιμος τόκος οφείλεται από την 1-1-2020.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον την κάθε μία, τη δε πρώτη, ως κυρία, περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (2.968,78 €), με το νόμιμο τόκο από την 8-5-2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων σαράντα (1.040) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την                            , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ