ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
214/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Νοεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:
Α. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», υπό το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Χαρίση (ΑΜ ΔΣΑ 38670), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα (ΑΜ ΔΣΠ 2852), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Β. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα (ΑΜ ΔΣΠ 2852), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», υπό το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Χαρίση (ΑΜ ΔΣΑ 38670), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος – εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 17-12-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 9861/102/18-12-2020 αγωγή του κατά της εκκαλούσας – εφεσίβλητης και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 69/2021 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Ήδη, την απόφαση αυτή προσβάλλουν : α) η εναγομένη – εκκαλούσα με την από 6-7-2022 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 7474/170/7-7-2022 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 6296/3064/7-7-2022 και β) ο ενάγων – εκκαλών με την από 30-6-2022 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 7444/161/6-7-2022 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 6331/3081/8-7-2022, αμφότερες οι οποίες προσδιορίσθηκαν να συζητηθούν για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου και της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 6-7-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 7474/170/7-7-2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς 6296/3064/7-7-2022 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης και β) από 30-6-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 7444/161/6-7-2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς 6331/3081/8-7-2022 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος, που στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 69/2021 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 17-12-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 9861/102/18-12-2020 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της την 17-12-2021, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 παρ. 1 εδ. α΄ και 591 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ.
Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι με σύμβαση ναυτικής εργασίας που συνήψε στον ..… την … με την εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρεία, πλοιοκτήτρια του υπό …… σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (…) πλοίου «…», ναυτολογήθηκε αυθημερόν και απασχολήθηκε στο παραπάνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη έως την …, ότε προήχθη σε υποναύκληρο, αντί των προβλεπόμενων από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) μηνιαίου μισθού και επιδομάτων. Ότι στο παραπάνω πλοίο εργάστηκε έως την 9-11-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του …… λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Ότι παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, εργαζόμενος ημερησίως επί 12 ώρες κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-4-2019 έως 25-6-2019 και από 10-9-2019 έως 9-11-2019 και επί 14 ώρες καθημερινά κατά το χρονικό διάστημα από 26-6-2019 έως 9-9-2019. Ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του και ειδικότερα των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, στην αναλογία των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2019, τα οποία δικαιούται και στην πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο «…» κατά το χρονικό διάστημα από 26-6-2019 έως 9-9-2019. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε ο ενάγων, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 7.958,41 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία του απόλυση, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και, ακολούθως, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο ανερχόταν σε έντεκα ώρες, πλην του χρονικού διαστήματος από 26-6-2019 έως 9-9-2019, κατά το οποίο η ημερήσια απασχόλησή του ανερχόταν σε δώδεκα ώρες, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα υποχρεώθηκε η εναγόμενη εταιρεία, με διάταξη προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.046,33 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, για όλες τις ανωτέρω αιτίες, πλην του επιμέρους ποσού των 1.145,56 ευρώ που αντιστοιχούσε σε αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, για το οποίο κρίθηκε ότι οφείλεται νόμιμος τόκος από την επομένη της 31-12-2019, ενώ απορρίφθηκαν ως νομικά αβάσιμες οι ενστάσεις της εναγομένης περί συμψηφισμού στις αξιώσεις του ενάγοντος από την υπερωριακή του απασχόληση του ποσού των 216,58 ευρώ και του ποσού των 322,25 ευρώ, που του είχαν καταβληθεί αντίστοιχα ως έκτακτες αμοιβές και ως «ρολόγια ναυτών» κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα και περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, ενώ έγινε δεκτή ως ουσία βάσιμη η ένσταση μερικής εξόφλησης των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος για όλες τις ανωτέρω αιτίες. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, και δη την επιστροφή του ποσού των 4.759,65 ευρώ που υποχρεώθηκε να καταβάλει στον αντίδικό της σε συμμόρφωση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταβολής του (17-2-2022). Διευκρινίζεται ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο μόνο για το μετά την επίδοση της παρούσας απόφασης χρονικό διάστημα, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινά εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΑθ 490/2010-ΝΟΜΟΣ).
Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της η εναγομένη επαναφέρει τον ισχυρισμό που προέβαλε και πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι υψηλές και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων ουδέποτε την όχλησε ως προς την εξόφληση των επίδικων απαιτήσεων, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας του, καθώς και την αμοιβή του για υπερωριακή απασχόληση που πραγματοποιούσε πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλα τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και την διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός της όμως αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγομένη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (ΑΠ 1569/2017, ΑΠ 1554/2011, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1089/2006-ΔΕΕ 2006/1178, ΑΠ 75/2003 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ 48/2021, ΕφΛαρ 245/2019, ΕφΠειρ 54/2017, ΕφΠειρ 218/2016, ΕφΠειρ 442/2015, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, ΑΠ 1203/2000, ΕφΠειρ 48/2021, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 670/2019, ΕφΠειρ 397/2020, www.efeteio-peir.gr, ΕφΠειρ 218/2016, 441/2015, 71/2013, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του ενάγοντος, θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγομένη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση της εναγομένης κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο πέμπτος λόγος της έφεσής της, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης του ενάγοντος, όπως προκύπτει από τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών … και της από … ένορκης βεβαίωσης του …, η οποία λήφθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …), δόθηκε στο δικηγόρο Πειραιώς Ανδρέα Τσάκο και έλαβε την υπ’ αριθ. πρωτ. ΔΣΠ_ … ηλεκτρονική απόδειξη λήψης της από τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, οι οποίες αμφότερες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιών τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΜονΕφΠειρ. 509/2022, ΜονΕφΠειρ 569/2022, δημοσιευμένες στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα παρακάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδ. β΄, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε την ……… στην …… μεταξύ του ενάγοντος, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός και της εναγόμενης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό …….. σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…», με αριθμό νηολογίου ………, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε στο άνω πλοίο έως την 27-3-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του ……. λόγω κλεισίματος του ναυτολογίου. Με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στον …… την …, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ίδιο ως άνω πλοίο και με την ίδια ειδικότητα, απολύθηκε δε την … στο ίδιο άνω λιμάνι λόγω προαγωγής. Ακολούθως, με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στον …… την … μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ίδιο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του υποναύκληρου και απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο έως την 9-11-2019, ότε απολύθηκε στο λιμάνι του ……… λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Για τις παραπάνω ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό (μικτό) χρηματικό ποσό, με τη μεν πρώτη των 3.257,52 ευρώ, με τη δεύτερη των 3.189,13 ευρώ και με την τρίτη των 3.349,34 ευρώ. Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν όροι κατά τους οποίους «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά του ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Οι δυο πρώτες άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας υπάγονται στους όρους της υπογραφείσας την 4-9-2018 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 14-11-2018 (Φ.Ε.Κ. Β’ 5084/14-11-2018), ενώ η τρίτη ως άνω σύμβαση ναυτικής εργασίας υπάγεται στους όρους της υπογραφείσας την 8-7-2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε μεν την 24-7-2019 με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 12-8-2019 (ΦΕΚ Β΄ 3170/12-8-2019) και έτσι κατέστη εφεξής και μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειάς της γενικά υποχρεωτική, οι φορείς όμως της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1-1-2019 ισχύος της, με αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις της ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών να καταλαμβάνουν και τους διαδίκους, κανονιστικώς μεν οπωσδήποτε μετά την κύρωσή της αλλά ενοχικώς και πριν από αυτήν, δεδομένου ότι αμφότεροι ήταν κατά το έτος 2019 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ), όπως πιστοποιείται από το γεγονός της παρακράτησης από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ αυτής, η δε εναγομένη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί. Και τούτο διότι κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την υπουργική κύρωσή της και δεσμεύει από την υπογραφή της αναδρομικά τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους, ενώ οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη, δεσμεύονται μόνο μετά από αυτήν και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται μεν και πέραν των οργανώσεων που συμβλήθηκαν αλλά μόνο για το μέλλον [ΑΠ 1905/1987-ΕΕΔ 1989/275, ΑΠ 1263/1987-ΕΕΝ 1988/669, ΑΠ 1267/1987-ΕΕΝ 1988/673, ΜονΕφΠειρ. 603/2015-ΝΟΜΟΣ, βλ. ήδη και τη γνήσια ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019)]. Πάντως, η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει μόνον όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε (ΜονΕφΠειρ 543/2022, δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005-ΕΝΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000-ΔΕΕ 2000/895). Για το λόγο αυτό, ενόψει του ότι οι μεν δύο πρώτες συμβάσεις ναυτικής εργασίας καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή της ΣΣΝΕ του έτους 2019, πλην όμως κατά το χρόνο υπογραφής της εν λόγω ΣΣΝΕ (8-7-2019) είχαν λυθεί (η μεν πρώτη από …….. και η δεύτερη από …), δεν καταλαμβάνονται από την αναδρομική ισχύ που δόθηκε στην ως άνω ΣΣΝΕ, αλλά από τις διατάξεις της τελευταίας ισχύσασας ΣΣΝΕ, ήτοι αυτής του έτους 2018, αφού οι μεταγενέστερες συλλογικές ρυθμίσεις, ακόμα και αν είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο, δεν μπορούν να αλλοιώσουν αναδρομικά το καθεστώς ατομικής σύμβασης εργασίας, που κατά την εισαγωγή τους δεν βρίσκεται σε ισχύ, επειδή έχει λυθεί ή λήξει (βλ. ΜονΕφΠειρ 569/2022, δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Αντίθετα, η τελευταία από τις επίδικες (από …) ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας καταρτίστηκε μεν πριν την υπογραφή της ΣΣΝΕ του έτους 2019 (8-7-2019), πλην όμως κατά την εν λόγω υπογραφή ήταν ενεργή, αφού δεν είχε λυθεί, ούτε λήξει μέχρι τότε, οπότε καταλαμβάνεται από την αναδρομική ισχύ που δόθηκε στην ανωτέρω ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή της. Η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 39 της εν λόγω ΣΣΝΕ του έτους 2019 περί της αναδρομής της ισχύος της, έκρινε τους αγωγικούς ισχυρισμούς νόμιμους στο σύνολό τους θεωρώντας ότι υπήρχε αναδρομική εφαρμογή των διατάξεων της ως άνω ΣΣΝΕ για όλα τα διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος. Το σφάλμα αυτό ανάγεται στη νομική βασιμότητα της αγωγής και ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. Όφειλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να εφαρμόσει ως προς το επίδικο διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος από 1-4-2019 έως 13-5-2019 τους όρους της παραπάνω ΣΣΝΕ του έτους 2018 κι όχι τους αντίστοιχους της ΣΣΝΕ του έτους 2019. Επομένως, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, οι ελάχιστες (νόμιμες) αποδοχές του ενάγοντος καθορίζονταν: α) Για το χρονικό διάστημα από 1-4-2019 έως 13-5-2019 από τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας του έτους 2018, με την οποία οι μηνιαίοι μισθοί ενέργειας των αξιωματικών και των κατωτέρων πληρωμάτων, όπως και τα προβλεπόμενα πάσης φύσεως επιδόματά τους, αυξήθηκαν, έναντι των αντιστοίχων της προηγούμενης ΣΣΝΕ (του έτους 2017) κατά ποσοστό 2% και, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1, 3, 6, 8 § 6 αρ. 13, 10 § 4, 13 και 15 §§ 1, 2 αυτής, ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα ευρώ και οκτώ λεπτά (2.490,08 €), καθώς ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναύτη ορίστηκε πλέον σε 1.181,15 ευρώ, το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε 259,86 ευρώ, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε 19,59 ευρώ την ημέρα, δηλαδή σε 587,70 ευρώ το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε 35,92 ευρώ και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε 425,45 ευρώ {[(1.181,15 € + 259,86 € : 22) = 65,50 € + 19,59 € =] 85,09 € Χ 5 ημέρες = 425,45 €}, το δε ωρομίσθιο του ναύτη καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των 6,83 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 8,54 ευρώ και σε 10,25 ευρώ αντίστοιχα και β) για το χρονικό διάστημα από … έως 9-11-2019 από τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας του έτους 2019, με την οποία οι μηνιαίοι μισθοί ενέργειας των αξιωματικών και των κατωτέρων πληρωμάτων, όπως και τα προβλεπόμενα πάσης φύσεως επιδόματά τους, αυξήθηκαν, έναντι των αντιστοίχων της προηγούμενης ΣΣΝΕ (του έτους 2018) κατά ποσοστό 2% για τη και, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1, 3, 6, 8 § 6 αρ. 13, 10 § 4, 13 και 15 §§ 1, 2 αυτής, ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες εξακόσια ένα ευρώ και είκοσι εννιά λεπτά (2.601,29 €), καθώς ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του υποναύκληρου ορίστηκε πλέον σε 1.245,82 ευρώ, το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε 274,08 ευρώ, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε 19,98 ευρώ την ημέρα, δηλαδή σε 599,40 ευρώ το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε 36,64 ευρώ και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε 445,35 ευρώ {[(1.245,82 € + 274,08 € : 22) = 69,09 € + 19,98 € =] 89,07 € Χ 5 ημέρες = 445,35 €}, το δε ωρομίσθιο του υποναύκληρου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των 7,20 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 9,00 ευρώ και σε 10,80 ευρώ αντίστοιχα. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο συμβατικός μισθός του ενάγοντος, που αναφέρεται στις από 14-2-2019, 2-4-2019 και … ατομικές του συμβάσεις, υπερτερούσε των νομίμων αποδοχών που καθόριζαν οι ΣΣΝΕ των ετών 2018 και 2019 και, υπό την έννοια αυτή, ήταν πράγματι «κλειστός» μισθός και συνομολογήθηκε εγκύρως (ΑΠ 1013/2003-ΕΝΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002-Δνη 2003/160, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΜονΕφΠειρ. 202/2021, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 218/2020, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 361/2013-ΕΝΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009-ΕΝΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008-ΕΝΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008-ΕΝΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το παραπάνω …… πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, τα οποία εξυπηρετούσαν κυρίως τα Δωδεκάνησα και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Ειδικότερα, το πλοίο «…» εκτελούσε κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-4-2019 έως 10-6-2019 και από 10-9-2019 έως 30-9-2019 τα εξής δρομολόγια:
Κατά το χρονικό διάστημα από 11-6-2019 έως 25-6-2019 το παραπάνω πλοίο εκτελούσε τα εξής δρομολόγια:
Κατά το χρονικό διάστημα από 26-6-2019 έως 9-9-2019 το πλοίο «…» εκτελούσε τα εξής δρομολόγια:
Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2019 έως 9-11-2019 το παραπάνω πλοίο εκτελούσε τα εξής δρομολόγια:
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-2019 έως 13-5-2019, ήταν επιφορτισμένος με τα προβλεπόμενα στο νόμο καθήκοντα του ναύτη (άρθρα 62, 63 σε συνδυασμό με 52 – 59 του ΒΔ 683/1960) και συγκεκριμένα εκτελούσε δύο τετράωρες κυλιόμενες βάρδιες στις φυλακές γέφυρας του πλοίου, συμμετέχοντας παράλληλα στις εργασίες κατάπλου και απόπλου στα εκάστοτε λιμάνια του οικείου δρομολογίου, μαζί με το λοιπό κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, ήτοι τους ναύτες που εργάζονταν ως ημερεργάτες, το ναύκληρο, τους υποναύκληρους και τους ναυτόπαιδες, στην απόδεση και πρόσδεση του πλοίου, καθώς και στη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων στο γκαράζ, ενώ εκτελούσε και εργασίες καθαριότητας στους χώρους και τα καταστρώματα του πλοίου, έκανε περιπολίες σε όλο το πλοίο για την ασφάλειά του, συμμετείχε στο σκούπισμα και το πλύσιμο του γκαράζ του πλοίου μετά την ολοκλήρωση του κάθε δρομολογίου, περιπολούσε και παρακολουθούσε όλα τα ρολόγια που ήταν τοποθετημένα σε διάφορες θέσεις του πλοίου. Επίσης, τις ημέρες που το πλοίο διανυκτέρευε σε λιμένα, πραγματοποιούνταν από όλο το προσωπικό καταστρώματος εκτεταμένες εργασίες συντήρησης όπως βαψίματα, ματσακόνι, αστάρι κλπ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το διάστημα υπηρεσίας του από … έως 9-11-2019, ο ενάγων ήταν επιφορτισμένος με τα προβλεπόμενα στο νόμο καθήκοντα του υποναύκληρου (άρθρο 59 σε συνδυασμό με 52 – 58 του ΒΔ 683/1960) και ειδικότερα ήταν υπεύθυνος για τη διατήρηση της τάξης και της πειθαρχίας του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος, ασχολείτο με την καθαριότητα και την τάξη των καταστρωμάτων, του πρόστεγου, μεσοστέγου και επιστέγου, καθώς και των πλυντηρίων του πληρώματος, εκτελώντας πολλές φορές και ο ίδιος τις εργασίες καθαριότητας και βαψίματος των καταστρωμάτων και των εξωτερικών χώρων του πλοίου. Είχε μαζί με το ναύκληρο την επίβλεψη των μηχανημάτων αγκυροβολίας κατά τον απόπλου και τον κατάπλου του πλοίου στα λιμάνια, βοηθώντας πολλές φορές και στο χειρισμό των μηχανημάτων αυτών, μεριμνούσε για την περισυλλογή των εργαλείων, υλικών και άλλων αντικειμένων και τη διάθεση και φύλαξη αυτών σε αποθήκη του πλοίου, κατένειμε κατόπιν εντολής του ναύκληρου σε καθένα από τα μέλη του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος τις εργασίες που έπρεπε ο καθένας να εκτελεί, φρόντιζε για την έγκαιρη προσέλευση των μελών του κατώτερου προσωπικού στις εργασίες τους, φρόντιζε στα λιμάνια για την τοποθέτηση χοανών στα πρυμνήσια, επέβλεπε την πρόσδεση κι απόδεση του πλοίου, μεριμνούσε για την ευπρέπεια και την καθαριότητα των τόπων εργασίας, φρόντιζε για την καλή κατάσταση κι ετοιμότητα των σωστικών μέσων του πλοίου, είχε την επίβλεψη των ιστών, κεραιών και εξαρτισμού και γενικότερα την ευθύνη ως βοηθός του ναύκληρου για την υπηρεσία του καταστρώματος και το κατώτερο προσωπικό αυτού. Πέραν δε των ανωτέρω εργασιών, συμμετείχε προσωπικά μαζί με όλους τους ναύτες στις εργασίες απόπλου και κατάπλου του πλοίου, στις φορτοεκφορτώσεις οχημάτων, καθώς και στο πλύσιμο και την καθαριότητα του γκαράζ που γινόταν μετά τη λήξη του κάθε δρομολογίου. Σημειωτέον ότι ο ενάγων εκτελούσε τις ως άνω εργασίες, καθημερινά (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών) και μάλιστα πέραν της ως άνω καθορισμένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των εκτεταμένων δρομολογίων που διενεργούσε το άνω πλοίο. Έτσι, πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούσαν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα ήταν ναυτολογημένοι ως «προσωπικό σκάφους» στο πλοίο «…» ένας ναύκληρος, δύο υποναύκληροι, δώδεκα ναύτες και δύο ναυτόπαιδες. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο παραπάνω πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή (η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 Κ.Δ.Ν.Δ, αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 166/2022, ΕφΠειρ 54/2022, www.efeteio-peir.gr). Από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του άνω πλοίου, το οποίο κάθε εβδομάδα εκτελούσε πολύωρα ταξίδια, προσέγγιζε μεγάλο αριθμό λιμένων και εκτελούσε και νυχτερινούς πλόες, σε συνδυασμό και με τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του, αλλά και με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα μεν χρονικά διαστήματα από 1-4-2019 έως 25-6-2019 και από 10-9-2019 έως 9-11-2019 ήταν έντεκα (11) ώρες, κατά το δε χρονικό διάστημα της θερινής περιόδου, ήτοι από 26-6-2019 έως 9-9-2019 ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δώδεκα (12) και δέκα τέσσερις (14) ώρες, αντίστοιχα, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ούτε οκτώ (8) και κατ’ εξαίρεση εννέα (9) ή δέκα (10) ώρες, όπως επίσης καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται η εναγόμενη εταιρεία με το δεύτερο λόγο της έφεσής της. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις ως άνω ΣΣΝΕ, ο ενάγων παρείχε, τα μεν χρονικά διαστήματα από 1-4-2019 έως 25-6-2019 και από 10-9-2019 έως 9-11-2019, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας, το δε χρονικό διάστημα από 26-6-2019 έως 9-9-2019, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας. Σημειωτέον ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 48/2021, ΕφΠειρ 284/2020, ΕφΠειρ 397/2020, ΕφΠειρ 699/2020, www.efeteio-peir.gr, ΕφΠειρ 48/2021, ΕφΠειρ 218/2016, ΕφΠειρ 45/2010, ΕφΠειρ 231/2013, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160). Η κρίση αυτή περί του μέσου όρου διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος δεν αναιρείται από τα σχετικώς αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντος …, που απασχολήθηκε στο πλοίο «…» ως θαλαμηπόλος, για μικρό μέρος της θερινής περιόδου 2019, ενόψει του ότι ο ενάγων δεν εκτελούσε αποκλειστικά όλες τις εργασίες που αντιστοιχούσαν στα γενικά καθήκοντα του ναύτη και του υποναύκληρου, αλλά οι εργασίες αυτές εκτελούνταν και από τα υπόλοιπα άνω πρόσωπα που ήταν ναυτολογημένα ως «προσωπικό σκάφους» στο πλοίο αυτό κατά τα άνω χρονικά διαστήματα, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται προς τούτο ημερήσια απασχόληση πλέον των έντεκα ή δώδεκα, κατά μέσο όρο, ωρών. Επίσης, δεν αναιρείται η ως άνω κρίση από όσα αναφέρει στην ένορκη βεβαίωσή του ο μάρτυρας της εναγομένης, …, ο οποίος απασχολήθηκε με την ειδικότητα του ναύκληρου στο πλοίο «…» κατά το έτος 2019, ενόψει του ότι ο μάρτυρας αυτός δεν απέκλεισε τη διενέργεια υπερωριών από τον ενάγοντα και δεν κατέθεσε ότι τηρούνταν το προβλεπόμενο από το άρθρο 19 των άνω ΣΣΝΕ βιβλίο ημερήσιων υπερωριών, συνεκτιμημένου και του ότι και η ίδια η εναγομένη αναγνωρίζει ότι για τις ανάγκες του άνω επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου δεν αποκλείονταν η παροχή εργασίας του ενάγοντος καθ’ υπέρβαση του οκταώρου λόγω αυξημένης κίνησης επιβατών κατά τους θερινούς μήνες και κατά τη διάρκεια των εορτών (βλ. σελ. 16 της έφεσής της). Το γεγονός δε ότι ο ενάγων υπέγραφε ανεπιφύλακτα τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών που του χορηγούσε η εργοδότριά του, από τα οποία προκύπτει ο αριθμός ωρών υπερωριακής απασχόλησης και οι επιμέρους αποδοχές, δεν συνιστά πλήρη σε βάρος του απόδειξη, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά η διάρκεια της υπερωριακής του απασχόλησης μπορεί να προκύψει από την εκτίμηση όλων των εισφερόμενων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, καθώς αντίθετη παραδοχή θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παραίτηση του εργαζόμενου από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή των παραπάνω εγγράφων έγινε για να δηλωθεί παραίτηση (άφεση χρέους) εκ μέρους του ναυτικού, τούτο είναι χωρίς έννομη επιρροή, γιατί κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ.1 α.ν. 539/1945, 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα νόμιμα ελάχιστα όρια των αποδοχών του, όπως και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 1569/2017, ΑΠ 1554/2011, ΕφΠειρ 48/2021, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 397/2020, www.efeteio-peir.gr). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες για τα μεν χρονικά διαστήματα από 1-4-2019 έως 25-6-2019 και από 10-9-2019 έως 9-11-2019 επί 11 ώρες, για δε το χρονικό διάστημα από 26-6-2019 έως 9-9-2019 επί 12 ώρες, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στο δεύτερο λόγο της έφεσης της εναγομένης και στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του τελευταίου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των ανωτέρω οικείων ΣΣΝΕ, για την προαναφερθείσα υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, ο τελευταίος δικαιούται να λάβει ως πρόσθετη αμοιβή: α) Για το χρονικό διάστημα από 1-4-2019 έως 13-5-2019, κατά το οποίο υπηρέτησε ως ναύτης, το συνολικό ποσό των 487,32 ευρώ [(υπερωριακή εργασία έντεκα ωρών επί 9 ημέρες -6 Σάββατα και 3 αργίες: 26-4-2019 η Μεγάλη Παρασκευή, 29-4-2019 η Δευτέρα του Πάσχα και 1-5-2019, ήτοι 99 ωρών Χ 10,25 € =) 1.014,75 € – (467,62 € + 202,63 € =) 670,25 € που αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αποδείξεις πληρωμής μηνών Απριλίου και Μαΐου 1 του 2019 ότι έλαβε από την εναγομένη για εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 344,50 € + (υπερωριακή εργασία τριών ωρών επί 34 ημέρες – 28 καθημερινές και 6 Κυριακές, ήτοι 102 ωρών Χ 8,54 € =) 871,08 € – (506,37 € + 221,89 € =) 728,26 € που αποδεικνύεται από τις νομίμως προσαγόμενες αποδείξεις πληρωμής μηνών Απριλίου και Μαΐου 1 του 2019 ότι έλαβε από την εναγομένη για εκτέλεση υπερωριών = 142,82 €] και β) για το χρονικό διάστημα από … έως 9-11-2019, κατά το οποίο υπηρέτησε ως υποναύκληρος, δικαιούται να λάβει για την υπερωριακή εργασία που παρείχε κατά τα Σάββατα και τις αργίες το ποσό των 3.574,80 ευρώ, έναντι του οποίου αποδεικνύεται ότι έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 2.893,55 ευρώ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 681,25 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, ενώ για την υπερωριακή εργασία που παρείχε κατά τις καθημερινές και τις αργίες το ποσό των 4.653 ευρώ, έναντι του οποίου αποδεικνύεται ότι έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 3.554,73 ευρώ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 1.098,27 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη. Συνεπώς, για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά το παραπάνω διάστημα ναυτολόγησής του, ως υποναύκληρου, πρέπει να του καταβληθεί από την εναγομένη ως πρόσθετη αμοιβή το συνολικό ποσό των (681,25 €+ 1.098,27 € =) 1.779,52 ευρώ, όπως ακριβώς έκρινε και η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι το παρόν Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αναλυτική παράθεση των επιμέρους υπολογισμών της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος για το διάστημα από … έως 9-11-2019, καθότι η εκκαλουμένη το μεν δεν πλήττεται ως προς την ορθότητα των υπολογισμών της, το δε εφάρμοσε ως προς το παραπάνω διάστημα τις διατάξεις της ορθής ΣΣΝΕ, ήτοι αυτής του έτους 2019 κι έκρινε ορθώς, όπως αναλυτικώς εκτέθηκε ανωτέρω, τον αριθμό ωρών υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, τις οποίες προσδιόρισε για τα μεν χρονικά διαστήματα από … έως 25-6-2019 και από 10-9-2019 έως 9-11-2019 σε 11 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες και σε 3 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, για δε το χρονικό διάστημα από 26-6-2019 έως 9-9-2019 σε 12 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες και σε 4 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές. Κατόπιν όλων των προαναφερθέντων, αποδείχθηκε ότι η πρόσθετη αμοιβή που δικαιούται να λάβει ο ενάγων για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο πλοίο «…» ανέρχεται συνολικά στο ποσό των (487,32 € + 1.779,52 € =) 2.266,84 ευρώ και η εκκαλουμένη, η οποία προσδιόρισε το ως άνω ποσό σε (522,45 € + 1.779,52 € =) 2.301,97 ευρώ έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός, κατά το σχετικό σκέλος του, ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας, κατά το μέρος του που μέμφεται την εκκαλουμένη για το ποσό που επιδίκασε, ενώ αντίστοιχα πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος, κατά το σχετικό σκέλος του, με το οποίο αιτιάται ότι η εκκαλουμένη έπρεπε να του επιδικάσει μεγαλύτερο ποσό για την ως άνω αιτία. Αντίθετα, η εκκαλουμένη συνυπολόγισε ορθώς τα ποσά που κατέβαλε η εναγομένη για τις ανωτέρω αιτίες στον ενάγοντα, κάνοντας δεκτή την υποβαλλόμενη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ένσταση μερικής εξόφλησης, την οποία η εναγομένη επαναφέρει με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της. Η εν λόγω ένσταση μερικής εξόφλησης, ναι μεν δεν επαναφέρεται με λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο έφεσης, πλην όμως, ενόψει του ότι εξαφανίζεται η πρωτοβάθμια απόφαση για άλλο λόγο, ως ανωτέρω εκτέθηκε, είναι δυνατή η εξέτασή της, εφόσον επαναφέρεται νομίμως εν προκειμένω κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ (βλ. Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 3η έκδοση, άρθρο 522, σε΄. 1047-1048) και γίνεται δεκτή ως ουσία βάσιμη κι από το παρόν Δικαστήριο, στο ίδιο ακριβώς μέτρο που έγινε δεκτή και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες γεννήθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύβασης. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (ΣΣΝΕ) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του ναύτη και του υποναύκληρου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ πρόβλεψης «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτού στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (βλ. ΑΠ 1013/2003-ΕΝΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002-ΔΕΝ 200/1314, ΕφΠειρ 218/2016-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 526/2012-ΕΝΔ 2012/381, ΕφΠειρ 185/2012-ΕΝΔ 2012/397, ΕφΠειρ 471/2011-ΕΝΔ 2011/257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγόμενη εταιρεία ζήτησε με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να καταλογιστεί το ποσό των 216,58 ευρώ που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, καθώς και το ποσό των 322,25 ευρώ που ο ενάγων έλαβε ως «ρολόγια ναυτών» στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής που ο τελευταίος δικαιούται να λάβει, καθόσον μεταξύ των διαδίκων υπήρξε συμφωνία να συμψηφίζονται τα παραπάνω ποσά με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε και το αίτημά της αυτό, απορριφθέν ήδη πρωτοδίκως ως νόμω αβάσιμο, επαναφέρει ήδη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της. Ο ισχυρισμός της αυτός πάσχει πολλαπλώς. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο των επίδικων προσκομιζόμενων συμβάσεων ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκαν εγγράφως, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών» και «ρολογιών ναυτών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές» και «ρολόγια ναυτών», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 120/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Άλλωστε, με βάση τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι κατέβαλε στον ενάγοντα τακτικά και μόνιμα αμοιβή για εξήντα (60) ώρες υπερωριακής εργασίας για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του, ακόμη κι αν αυτός δεν εργαζόταν για κάποιο μήνα υπερωριακώς ή απασχολούταν για λιγότερες ώρες, ο συγκεκριμένος συμβατικός όρος επιτρέπει (και) την ερμηνευτική εκδοχή ότι στις πραγματοποιούμενες από τον ενάγοντα, κατά τον επόμενο μήνα εκείνου κατά τον οποίον έλαβε την αχρεώστητη υπερωριακή αμοιβή, καθώς και την ως άνω «έκτακτη αμοιβή» και τα «ρολόγια ναυτών», πραγματικές υπερωρίες του μπορούσε να καταλογιστεί όχι το ποσόν των «εκτάκτων αμοιβών» και των «ρολογιών ναυτών», αλλά το καταβληθέν τον προηγούμενο μήνα ως «επίδομα υπερωριών» ποσό, που αντιστοιχούσε στις εν λόγω εξήντα (60) ώρες, κατά τις οποίες όμως ο ενάγων είτε δεν είχε εργαστεί υπερωριακώς, είτε δεν τις είχε εξαντλήσει. Τέλος, η επικαλούμενη χρηματική παροχή για «ρολόγια ναυτών» αποδείχθηκε ότι καταβλήθηκε για συγκεκριμένη αιτία, δηλαδή για την αντίστοιχη εργασία περιπολίας και παρακολούθησης όλων των ρολογιών που ήταν τοποθετημένα σε διάφορες θέσεις του εν λόγω πλοίου, την οποία πραγματοποιούσε καθημερινά ο ενάγων και ουδόλως συνδέεται με την παροχή υπερωριακής εργασίας, αλλά έχει το χαρακτήρα αμοιβής για πρόσθετη εργασία, που η καταβολή της είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ως ειδικότερη ρύθμιση της συμφωνίας για τις αποδοχές του ενάγοντος (άρθρο 659 Α.Κ, ΑΠ 18/2011-ΕλλΔνη 2011/1595, ΑΠ 1062/2001-ΕλλΔνη 2003/453, ΕφΠειρ 618/2014-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 814/2003-ΔΕΕ 2004/1047). Κατόπιν, τούτων πρέπει η εξεταζόμενη ένσταση συμψηφισμού να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας.
Η απόρριψη εν μέρει του δεύτερου λόγου της έφεσης της εκκαλούσας και συνολικά του πρώτου λόγου της έφεσης του εκκαλούντος, με τους οποίους μέμφονταν την εκκαλουμένη ως προς τις επιδικασθείσες ώρες υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, συμπαρασύρει στο ίδιο αποτέλεσμα μερικώς και τον τρίτο λόγο της έφεσης της εκκαλούσας, όπως και το δεύτερο λόγο της έφεσης του εκκαλούντος, με τους οποίους κάθε εκκαλών πλήττει την εκκαλουμένη για, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, λανθασμένο υπολογισμό της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2019, που δικαιούτο ο ενάγων για το διάστημα υπηρεσίας του ως υποναύκληρος από … έως 9-11-2019, επειδή προς τούτο, αντιστοίχως, είτε συνυπολογίστηκαν περισσότερες από τις πραγματικές ώρες υπερωρίας του, είτε δεν λήφθηκαν υπόψιν οι αυξημένες ώρες υπερωριακής απασχόλησής του, όπως εκτέθηκαν στην αγωγή. Και τούτο διότι η ουσιαστική έρευνά τους θα προϋπέθετε την παραδοχή των συναφών ισχυρισμών των διαδίκων, που όμως ήδη απορρίφθηκαν. Ίδια απορριπτική κρίση προσήκει και ως προς το σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, με το οποίο μέμφεται την εκκαλουμένη επειδή για τον καθορισμό των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του αντιδίκου της, επί τη βάσει των οποίων προσδιόρισε τα εορταστικά του επιδόματα, συνυπολόγισε το επίδομα αδείας του. Και τούτο διότι κατά την έννοια του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των §§ 1, 2, 3 και 7 του άρθρου μόνου της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων και το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003-ΔΕΕ 2004/212, ΜονΕφΠειρ 543/2022, δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011-ΕΝΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009-ΕΝΔ 2009/273). Αντίθετα, καθ’ ο μέρος με τον ίδιο πιο πάνω λόγο έφεσής τους οι εκκαλούντες πλήττουν την εκκαλουμένη για, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, λανθασμένο υπολογισμό της αναλογίας δώρου Πάσχα 2019 και της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2019, που δικαιούτο ο ενάγων για το διάστημα υπηρεσίας του ως ναύτης από 1-4-2019 έως 13-5-2019, σημειώνονται τα ακόλουθα: α) Για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019, ο ενάγων δικαιούται να λάβει από την εναγομένη, για την υπηρεσία του από 1-4-2019 έως 30-4-2019: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 3.808,84 ευρώ [1.181,15 € μισθός ενεργείας + 259,86 € επίδομα Κυριακών + 35,92 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 587,70 € μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 425,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 1.318,76 € μέσος όρος υπερωριών (σύνολο αμοιβής υπερωριών 1.885,83 € : 1,43 μήνες)], η αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019 ανέρχεται στο ποσό των 476,10 ευρώ [3.808,84 € : 2 = 1.904,42 € ο μισός μηνιαίος μισθός : 15 ημέρες = 126,96 € ανά οκταήμερο Χ 3,75 οκταήμερα (30 ημέρες ναυτολόγησης : 8) =], έναντι του οποίου αποδεικνύεται από τη νομίμως προσαγόμενη απόδειξη πληρωμής μηνός Απριλίου 2019 ότι έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 306,36 ευρώ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 169,74 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής ως ουσία βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που επανέφερε η εναγομένη με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατατεθειμένες προτάσεις της και β) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019, δικαιούται να λάβει από την εναγομένη, για την υπηρεσία του από 1-5-2019 έως 13-5-2019: Ενόψει του ότι οι πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές αποδοχές του ανέρχονταν, όπως ακριβώς παραπάνω αναλυτικά εκτέθηκε, στο ποσό των 3.808,84 ευρώ, η αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019 ανέρχεται στο ποσό των 207,20 ευρώ [3.808,84 € Χ 2/25 = 304,71 € ανά δεκαεννεαήμερο Χ 0,68 δεκαεννεαήμερα (13 ημέρες ναυτολόγησης : 19)], έναντι του οποίου αποδεικνύεται από τη νομίμως προσαγόμενη απόδειξη πληρωμής μηνός Μαΐου 1 του 2019 ότι έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 133,48 ευρώ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 73,72 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής ως ουσία βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που επανέφερε η εναγομένη με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατατεθειμένες προτάσεις της. Περαιτέρω, για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019, για το διάστημα υπηρεσίας του ως υποναύκληρος από … έως 9-11-2019, δικαιούται να λάβει το ποσό των 3.016,43 ευρώ, έναντι του οποίου αποδεικνύεται ότι έλαβε το συνολικό ποσό των 1.962,20 ευρώ, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 1.054,23 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα: α) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019 το ποσό των 174,83 ευρώ, αντί του ορθού 169,74 ευρώ και β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019 το ποσό των 91,33 ευρώ, αντί του ορθού 73,72 ευρώ έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσία βάσιμος ο τρίτος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας και να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος, καθ’ ο μέρος με αυτόν αιτιάται ο εκκαλών ότι έπρεπε να του επιδικασθεί μεγαλύτερο ποσό για τα δώρα εορτών του έτους 2019.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων πλήττει για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, με το οποίο κρίθηκε η αξίωσή του σε πρόσθετη αμοιβή για τη συμμετοχή του στα δρομολόγια εξπρές του πλοίου «…», κατά το χρονικό διάστημα από 26-6-2019 έως 9-9-2019, επικαλούμενος αποκλειστικά αποδεικτικό σφάλμα της κατά τον προσδιορισμό της μέσης υπερωριακής αμοιβής του, που συνυπολογίστηκε για τον καθορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του και υποστηρίζοντας ότι αυτή έπρεπε να είναι υπέρτερη εκείνης που έγινε δεκτή. Μετά, όμως, την απόρριψη του πρώτου λόγου της έφεσής του, η έρευνα της βασιμότητας του συγκεκριμένου λόγου παρέλκει, δεδομένου ότι, όπως ήδη κρίθηκε, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσδιόρισε τις κατά μέσο όρο ώρες της ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κι επιπλέον εφάρμοσε την προσήκουσα για το εν λόγω διάστημα υπηρεσίας ΣΣΝΕ. Το ίδιο ισχύει εν μέρει και ως προς τον τέταρτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, κατά το σκέλος του με το οποίο η εναγομένη μέμφεται την εκκαλουμένη για εσφαλμένο προσδιορισμό της πρόσθετης αμοιβής του αντιδίκου της για την ίδια αιτία. Περαιτέρω, καθ’ ο μέρος με τον ίδιο ως άνω λόγο της η εκκαλούσα – εναγομένη ισχυρίζεται ότι δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος το επίδομα αδείας, ο λόγος αυτός τυγχάνει, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές το ποσό των 423,97 ευρώ, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας και τρίτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.
Κατόπιν όλων αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η έφεση του ενάγοντος ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος του ανωτέρω εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή ως βάσιμου του νόμιμου σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και Β) να γίνει δεκτή εν μέρει η έφεση της εναγομένης ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984-Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005-ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004-ΠειρΝομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, κατά τις αγωγικές διακρίσεις, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (2.266,84 € + 169,74 € + 73,72 € + 1.054,23 € + 423,97 € =) 3.988,50 ευρώ, ως διαφορές πρόσθετης αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση, διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών και διαφορά πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος (9-11-2019), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός από το επιμέρους ποσό των 1.127,95 ευρώ, που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 και είναι τοκοφόρο από 1-1-2020 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021-ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, από τη νομίμως προσκομιζόμενη από την εναγομένη από 17-2-2022 απόδειξη πληρωμής, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη, σε εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του επιδικασθέντος ποσού και δη για το ποσό των 4.046,33 ευρώ, κατέβαλε στον ενάγοντα, την 17-2-2022, το ανωτέρω ποσό, πλέον τόκων ποσού 713,32 ευρώ, δηλαδή κατέβαλε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.759,65 ευρώ. Συνεπώς, εφόσον η απόφαση εξαφανίστηκε και το τελικώς επιδικασθέν με την παρούσα απόφαση ποσό υπολείπεται του ανωτέρω προαποδεικνυομένου καταβληθέντος σε αυτόν ποσού, το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης της υπ’ αριθ. 69/2021 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς κατάσταση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο ενάγων να αποδώσει στην εναγομένη τη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος και του τελικώς επιδικασθέντος με την παρούσα ποσού (στο οποίο αυτονόητα, κατά τον υπολογισμό της διαφοράς, θα προστεθούν οι νόμιμοι τόκοι κατά το διαχωρισμό που έγινε ανωτέρω, ήτοι από την απόλυση του ενάγοντος κι ως προς το επιμέρους κονδύλι του δώρου Χριστουγέννων 2019 από την 1-1-2020), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης (ΕφΔωδ 30/2019-ΝΟΜΟΣ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 6-7-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 7474/170/7-7-2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς 6296/3064/7-7-2022 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης και την από 30-6-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 7444/161/6-7-2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς 6331/3081/8-7-2022 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικώς.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση του εκκαλούντος.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση της εκκαλούσας.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 69/2021 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 17-12-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 9861/102/18-12-2020 αγωγή κατ’ ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και πενήντα λεπτών (3.988,50 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 10-11-2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην του επιμέρους κονδυλίου των χιλίων εκατόν είκοσι επτά ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (1.127,95 €), για το οποίο νόμιμος τόκος οφείλεται από την 1-1-2020.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την εκτέλεση της ανωτέρω υπ’ αριθ. 69/2021 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον ενάγοντα να αποδώσει στην εναγομένη-εκκαλούσα τη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος σε αυτόν ποσού που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας και του ποσού που επιδικάζεται με την παρούσα απόφαση συν τους νόμιμους τόκους, το ποσό δε που θα προκύψει, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ