Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

568/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. έφεσης 2431/1194/2022)

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Ιουνίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της εκκαλούσας : Εταιρείας με την επωνυμία «…, που εδρεύει στην … νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αικατερίνης Σταματελοπούλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 30968), που προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Του εφεσίβλητου : … ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Μιχαήλ Ιωαννίδη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1835), που προσκόμισε το υπ’ αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Π.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 27-12-2018, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 13561/163/2018, αγωγή του κατά της εναγόμενης – εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 39/2021 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Ήδη, την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγόμενη – εκκαλούσα με την από 19-11-2021 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 13295/208/22-11-2021 και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προς προσδιορισμό δικασίμου, με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2431/17-3-2022 και 1194/17-3-2022 αντίστοιχα, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.

  ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμό 39/2021 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591 και 614 σε συνδυασμό με και 621 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § 1, 499, 511, 513 § 1 περ. β’, 516, 517 και 518 § 2  ΚΠολΔ) με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 22-11-2021, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, καθώς πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 614 § 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Εισάγεται δε αρμόδια ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη (άρθρα 17 Α και 524 § 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 περ. γ΄, 2, 3Α και 3Β περ. ε΄ Ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Mε την από 27-12-2018 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στον Πειραιά, στις 6-6-2017, μεταξύ αυτού και της εναγόμενης, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά, με την ειδικότητα του ναύτη, στο υπό … κ.ο.χ. 161,63, πλοιοκτησίας της εναγόμενης, όπου υπηρέτησε μέχρι τις 11-10-2017, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει», και ακολούθως, στις 16-2-2018, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω λιμάνι, επί του ίδιου ως άνω πλοίου, με την ίδια ειδικότητα, όπου εργάσθηκε μέχρι τις 30-9-2018, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Ότι οι μηνιαίες αποδοχές του και οι λοιποί όροι εργασίας του είχαν συμφωνηθεί ρητά ότι θα είναι οι προβλεπόμενοι στην εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. των Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, η οποία για το διάστημα ναυτολόγησής του από 6-6-2017 έως 17-11-2017 ήταν η ΣΣΕ του έτους 2016 (ΦΕΚ Β 2796/5-9-2016) και για το διάστημα από 16-2-2018 έως 30-9-2018 ήταν η ΣΣΕ του έτους 2017 (ΦΕΚ Β΄ 4005/17-11-2017). Ότι η εναγόμενη άτυπα και κατά πάγια τακτική της, μετέθετε τα πληρώματα των υδροπτέρυγων πλοίων της, και έτσι, ο ίδιος εργαζόταν ως ναύτης και στο …αρόλο που στο ναυτικό του φυλλάδιο φερόταν ναυτολογημένος στο πλοίο «…», άπαντα, δε, τα εν λόγω πλοία εκτελούσαν τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν δρομολόγια από το λιμάνι του Πειραιά προς διάφορα νησιά και λιμάνια του Αργοσαρωνικού μετ’ επιστροφής. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των ανωτέρω ναυτολογήσεών του, λόγω της ειδικότητάς του, της φύσης των πλόων, αλλά και των αναγκών των πλοίων, εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, εκτελώντας τις εργασίες που αναλυτικά εκθέτει σε αυτήν, επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, κατά τη χειμερινή περίοδο, ήτοι τους μήνες από Ιανουάριο μέχρι Μάιο και από Οκτώβριο μέχρι Δεκέμβριο κάθε έτους, και επί δεκατρείς (13) ώρες ημερησίως, κατά τη θερινή περίοδο, οπότε η επιβατική κίνηση ήταν αυξημένη, ενώ ακόμη, μια φορά την εβδομάδα παρείχε την εργασία του στο Πέραμα, όπου ήταν ελλιμενισμένο ένα από τα ως άνω υδροπτέρυγα της εναγόμενης, σε εργασίες συντήρησης και καθαρισμού, με τις ίδιες ως άνω ώρες εργασίας αντίστοιχα. Ότι, ενόψει των ανωτέρω, δικαιούται το ποσό των 11.497,36 ευρώ για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, το ποσό των 5.256,66 ευρώ για υπερωριακή εργασία τα Σάββατα και τις αργίες, έναντι του οποίου του η εναγόμενη του είχε καταβάλει το ποσό των 5.256,66 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου του ποσού των 2.361,24 ευρώ, ενώ, επίσης, δικαιούται για διαφορά δώρων Πάσχα του έτους 2018 και Χριστουγέννων των ετών 2017 και 2018 τα ποσά των 1.242,45 ευρώ, 2.317,86 ευρώ και 2.771,81 ευρώ αντίστοιχα, έναντι των οποίων η αντίδικός του του είχε καταβάλει τα ποσά των 586,91 ευρώ, 1.015,00 ευρώ και 1.213,24 ευρώ αντίστοιχα, όπως τα επιμέρους ποσά για κάθε αιτία αναλύονται ειδικότερα σε αυτήν. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων με βάση τις διατάξεις από τις συμβάσεις εργασίας, άλλως, σε περίπτωση που ήθελε κριθούν άκυρες, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.375,57 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της απόλυσής του, στις 30-9-2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικασθεί στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, κατά την κύρια βάση της, απορριπτομένης σιωπηρά της επικουρικής βάσης της, δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 10.235,44 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 1-10-2018, επόμενη της απόλυσής του, κηρύσσοντας εκτελεστή την απόφαση για το ποσό των 3.000,00 ευρώ και επιβάλλοντας τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος σε βάρος της εναγόμενης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη-εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή στο σύνολό της, καθώς και την καταδίκη του εφεσίβλητου στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Από την εκτίμηση των από 12-10-2020 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων … του … που δόθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά Βασίλειου Ρεγκούτα (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1827), μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθμό … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …, σε συνδυασμό με την από 6-10-2020 κλήση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος), και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 671 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει των από 6-6-2017 και 16-2-2018 έγγραφων συμβάσεων ναυτολόγησης, που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος, απογεγραμμένου στις 13-4-1983 ναυτικού, με άδεια ναύτη από τις 29-3-2002, και της εναγόμενης, πλοιοκτήτριας του υπό … σημαία Ε/Γ-Υ/Γ πλοίου «…», με αριθμό … κ.ο.χ. 161,63, ο ενάγων προσλήφθηκε για να εργασθεί στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη. Ειδικότερα, ναυτολογήθηκε στις 6-6-2017 και εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο μέχρι τις 11-10-2017, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει», και στη συνέχεια, ναυτολογήθηκε εκ νέου στις 16-2-2018 και εργάσθηκε στο πλοίο ως τις 31-5-2018, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου, επαναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα και υπηρέτησε μέχρις τις 30-9-2018, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των ως άνω ναυτολογήσεών του, οι όροι εργασίας του, όπως και το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών, διέπονταν, με ρητή σχετική παραπομπή που περιλαμβανόταν στις παραπάνω ατομικές συμβάσεις εργασίας του, από τους όρους της εκάστοτε ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων και εν προκειμένω, για το πρώτο διάστημα από 6-6-2017 έως 17-11-2017 από την ΣΣΕ του έτους 2016, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμό 2242.5-1.5/72672/23-8-2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 2796/5-9-2016) και για το δεύτερο διάστημα από 16-2-2018 έως 30-9-2018 από την αντίστοιχη ΣΣΕ του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμό 2242.5-1.5/77056/27-10-2017 απόφαση του ως άνω Υπουργού (ΦΕΚ Β΄ 4005/17-11-2017). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το προαναφερόμενο πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγια σε λιμένες του Αργοσαρωνικού με αφετηρία και επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά και συγκεκριμένα, το ένα δρομολόγιο ήταν Πειραιάς-Πόρος-Ύδρα-Ερμιόνη- Σπέτσες-Πόρτο Χέλι-Σπέτσες-Ερμιόνη-Ύδρα-Πόρος-Πειραιάς και το έτερο Πειραιάς-Αίγινα-Αγκίστρι-Πειραιάς, με μέσο όρο διάρκειας ημερήσιου δρομολογίου δέκα (10) περίπου ωρών, ενώ σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση απασχολούνταν σε αυτό ένας πλοίαρχος, ένας ναύκληρος, ένας ναύτης, ένας μηχανικός Α΄ τάξης, ένας καθαριστής και ένας επίκουρος (βλ. τον προσκομιζόμενο από την εναγόμενη από 1-12-2018 πίνακα οργανικής σύνθεσης πληρώματος από το ναυτολόγιο του εν λόγω πλοίου). Ο ενάγων εκτελούσε καθήκοντα συναφή με την ειδικότητά του και συγκεκριμένα, γέμιζε τις δεξαμενές του πλοίου με νερό, παραλάμβανε τροφοεφόδια για το πλοίο και εφημερίδες προς διανομή στα διάφορα λιμάνια προσέγγισης, υποδεχόταν, από κοινού με το ναύκληρο, τους επιβάτες κατά την επιβίβασή τους και βοηθούσε αυτούς με τις αποσκευές τους κατά την επιβίβαση και αποβίβασή τους, απασχολούνταν σε εργασίες καθαρισμού του πλοίου (σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους), καθώς και σε εργασίες, από κοινού με τον επίκουρο, πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου. Επίσης, εάν παρίστατο ανάγκη, σε περιπτώσεις συνήθως ακινησίας του ως άνω πλοίου λόγω βλάβης ή επιθεώρησης, κατόπιν σχετικής εντολής της εναγόμενης, ο ενάγων μετατίθετο άτυπα σε άλλο υδροπτέρυγο πλοίο αυτής, και δη είτε στο «… τα οποία εξυπηρετούσαν την ίδια ακτοπλοϊκή γραμμή, όπου εργαζόταν με την προαναφερθείσα ειδικότητά του και υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας. Τέλος, μια ημέρα περίπου την εβδομάδα παρέμενε στο Πέραμα, όπου βρισκόταν ελλιμενισμένο κάποιο από τα ανωτέρω πλοία της εναγόμενης, απασχολούμενος σε εργασίες συντήρησης και καθαριότητας, εργαζόμενος τις ίδιες περίπου ώρες. Για να ανταποκριθεί ο ενάγων στα προεκτιθέμενα καθήκοντά του, εργαζόταν, κατ’ εντολή του πλοιάρχου και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, πέραν του νόμιμου ωραρίου του, ήτοι των δύο τετράωρων βαρδιών, ξεκινώντας την εργασία του μισή ώρα πριν τον απόπλου και τελειώνοντας μισή ώρα μετά τον τελευταίο κατάπλου, πραγματοποιώντας δυο μισάωρα διαλείμματα για ξεκούραση. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος και δη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος ενισχύεται τόσο από όσα κατέθεσε ο μάρτυράς του, …, με την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, ο οποίος συνυπηρέτησε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο, με την ειδικότητα του ναύκληρου, του οποίου η μαρτυρία, ενόψει του ότι βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγόμενη εταιρεία, εγείροντας παρόμοιες αξιώσεις (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εναγόμενη υπ’ αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 10025/4816/28-12-2020 αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού), συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα κατά το λόγο γνώσης και αξιοπιστίας του, σε συνδυασμό με τα διδάγματα κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, όσο και από την, ίδια εν πολλοίς, κατάθεση του μάρτυρα…, ο οποίος, αν και δεν συνυπηρέτησε στο προαναφερθέν πλοίο με τον ενάγοντα την ένδικη χρονική περίοδο, εργάσθηκε στα υδροπτέρυγα της εναγόμενης μέχρι και το Νοέμβριο του 2017, οπότε απολύθηκε, και ως εκ τούτου, έχει ίδια γνώση και αντίληψη περί των συνθηκών και του χρόνου εργασίας του ενάγοντος επ’ αυτού (πλοίου). Βάσει δε των προεκτεθέντων και ενόψει : α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του πλοίου, το οποίο λόγω των δρομολογίων που έκανε, είχε σταθερές και συχνές προσεγγίσεις σε λιμάνια, β) των χρονικών περιόδων κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, δ) του προγράμματος των δρομολογίων που εξυπηρετούσε το πλοίο, και ε) των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), κρίνεται ότι ο ενάγων, κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, απασχολούνταν στο ως άνω πλοίο επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών, λόγω της εκτέλεσης συνεχών πλόων καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας. Ο ισχυρισμός του περί μεγαλύτερης και δη περί 13ωρης και 12ωρης καθημερινής εργασίας κατά τη θερινή και χειμερινή περίοδο αντίστοιχα είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς κρίνεται υπερβολικός και δεν δικαιολογείται ούτε από την ειδικότητά του και τα καθήκοντα που είχε αναλάβει, πολλά από τα οποία δεν τα εκτελούσε αποκλειστικά ο ίδιος, όπως προαναφέρθηκε, σε συνδυασμό και με τη σύνθεση του πληρώματος, ούτε από τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθόσον θα επέφερε τη φυσική του εξάντληση. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε διαφοροποίηση ως προς τις ώρες εργασίας του καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και συγκεκριμένα, ότι τη θερινή περίοδο οι πλεύσιμες ώρες ήταν περισσότερες ή ότι τότε παρίστατο ανάγκη για μεγαλύτερη υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου ότι τα δρομολόγια στην ακτοπλοϊκή γραμμή του Αργοσαρωνικού είναι σύντομης και σταθερής διάρκειας, και τα υδροπτέρυγα πλοία έχουν συγκεκριμένη χωρητικότητα επιβατών, όσος και ο αριθμός των καθισμάτων, με αποτέλεσμα ο αριθμός επιβατών που εξυπηρετούν να μην έχει πολύ μεγάλες αποκλίσεις καθ’ όλη τη χρονιά σε βαθμό τέτοιο που να προκαλεί καθυστέρηση στα δρομολόγια. Σημειωτέον ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρο 57 § 1 Κ.Ι.Ν.Δ. (βλ. ΕφΠειρ 200/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013, σελ. 220). Το γεγονός, εξάλλου, ότι το ως άνω πλοίο «…», κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα, αλλά και τα άλλα πλοία της εναγόμενης που ήταν δρομολογημένα στην ίδια γραμμή, είχε πλήρη σύνθεση πληρώματος, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 50/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝαυτΔ 2003, σελ. 124). Ομοίως, δε, δεν αναιρεί τα παραπάνω αποδειχθέντα, και ο ισχυρισμός της εναγόμενης – εκκαλούσας ότι, καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησής του στα ανωτέρω πλοία, ενόψει του ότι εργαζόταν σε αυτήν από τον Ιούνιο του 2009, ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του και υπέγραφε τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, δηλώνοντας ρητά ότι εξοφλήθηκε και δεν έχει άλλη απαίτηση από αυτήν, αφού, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 Α.Ν. 539/1945 και 8 § 4 Ν.Δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη και θεωρείται μη γενόμενη, η παραίτηση του εργαζόμενου, έστω και με τη μορφή της άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, από το δικαίωμα λήψης των κατά νόμο ελάχιστων ορίων των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 875/2018, ΕφΠειρ 55/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), απορριπτομένων ως προς τούτο των περί αντιθέτου ισχυρισμών της εκκαλούσας, που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της και συνίστανται αφενός στο ότι το πλοίο της είχε πλήρη οργανική σύνθεση και αφετέρου στο ότι ο ενάγων καίτοι είχε πολυετή υπηρεσία στην ίδια ουδέποτε είχε εκφράσει οποιοδήποτε παράπονο. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δικαιούνταν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, με βάση την προαναφερόμενη Σ.Σ.Ν.Ε., για την ειδικότητα του ναύτη, για όλα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, τα ακόλουθα ποσά : α) για 242 καθημερινές και 51 Κυριακές, ήτοι 293 ημέρες χ 2 ώρες υπερωρίας χ 8,38 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 25%) = 4.910,68 ευρώ, και β) 50 Σάββατα και 10 αργίες [σύμφωνα με το άρθρο 18 των προαναφερόμενων Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι της Καθαρής Δευτέρας 19-2-2018, Μ. Παρασκευής 6-4-2018, Δευτέρας του Πάσχα 9-4-2018 και Αγίου Γεωργίου 23-4-2018, Πρωτομαγιάς 2018, Αναλήψεως 17-5-2018, 15ης-8-2017 και 2018 και 14ης-9-2017 και 2018), ήτοι 60 ημέρες χ 10 ώρες υπερωρίας χ 10,05 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%) = 6.030,00 ευρώ, και συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των (4.910,68+6.030,00=) 10.940,68 ευρώ, έναντι του οποίου είχε λάβει για υπερωριακή εργασία Σαββάτου και αργιών το ποσό των 5.256,66 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του, και ως εκ τούτου, εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των (10.940,68-5.256,66=) 5.684,02 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη έκρινε ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος παρείχε εντεκάωρη, και όχι δεκάωρη, ημερήσια υπερωριακή εργασία κατά τη θερινή περίοδο της ναυτολόγησής του, ήτοι κατά τα διαστήματα από 1-10-1017 έως 11-10-2017 και από 16-2-2018 έως 31-5-2018, για την οποία δικαιούνταν το ποσό των 9.228,90 ευρώ αντί του ποσού των [(200 καθημερινές και Κυριακές χ 2 χ 8,38) + (38 Σάββατα και αργίες χ 10 χ 10,05=] 7.171,00 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμος. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν, με βάση τις προαναφερόμενες Σ.Σ.Ε., στο ποσό των [1.157,99€ (μισθός ενεργείας, κατ’ άρθρο 1) + 254,76€ (επίδομα Κυριακών 22%, κατ’ άρθρο 6) + 35,22€ (επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, κατ’ άρθρο 8 § 6) + 576,30€ (ήτοι 19,21€ χ 30, αντίτιμο τροφής, κατ’ άρθρο 3) + 452,05€ (αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, υπολογιζόμενες κατ’ άρθρο 15 § 2 ως εξής : 1.157,99€ + 254,76€ + 576,30 /22 χ 5 ενόψει του ότι όπως προκύπτει από το ναυτικό του φυλλάδιο είχε θαλάσσια υπηρεσία άνω των 2 ετών, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εκκαλούσας με το δεύτερο λόγο της έφεσής της)=] 2.476,32 ευρώ, αφαιρουμένου, δηλαδή, του επιδόματος ιματισμού εξ ευρώ 56,50€ (κατ’ άρθρο 5), καθώς τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αλλά η κύρια και βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, ενώ ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής (για τον υπολογισμό της αναλογίας δώρου Πάσχα και Χριστουγέννων) ανερχόταν στο ποσό των (10.940,68 € /353 χ 30=) 929,80 ευρώ. Συνεπώς, δικαιούνταν : α) για αναλογία επιδόματος δώρου Πάσχα όσον αφορά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 16-2-2018 έως 30-4-2018, ήτοι για 74 ημέρες, το ποσό των [3.406,12 € χ 1/2 χ 1/15 χ (74/8=) 9,25=] 1.050,22 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 586,91 ευρώ, όπως εκθέτει με την αγωγή, β) για αναλογία επιδόματος δώρου Χριστουγέννων 2017 όσον αφορά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 6-6-2017 έως 11-10-2017, ήτοι για 128 ημέρες, το ποσό των [3.406,12 € χ 2/25 χ (128/19=) 6,74=] 1.836,58 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί, το ποσό των 1.015,00 ευρώ, και γ) για αναλογία επιδόματος δώρου Χριστουγέννων 2018 όσον αφορά το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1-5-2018 έως 30-9-2018, ήτοι για 153 ημέρες, το ποσό των [3.406,12 € χ 2/25 χ (153/19=) 8,06=] 2.196,27 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως ο ίδιος εκθέτει με το αγωγικό δικόγραφο, έλαβε το ποσό των 1.213,24 ευρώ, με συνέπεια να εξακολουθούν να του οφείλονται τα ποσά των (1.050,22-586,91=) 463,31 ευρώ, (1.836,58-1.015,00=) 821,58 ευρώ και (2.196,27 – 1.213,24=) 983,03 ευρώ αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο αναφορικά με το δώρο Πάσχα 2018 και Χριστουγέννων 2017 από την επόμενη ημέρα της απόλυσής του, δοθέντος ότι τα συγκεκριμένα κεφάλαια των τόκων που αποτελούν χωριστό κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 522 ΚΠολΔ, δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης εκ μέρους της εκκαλούσας (ΑΠ 174/2010, ΑΠ 842/20104, ΕφΑθ 406/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟS) και αναφορικά με το δώρο Χριστουγέννων 2018 από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους εκείνου κατά το οποίο κατέστη απαιτητό, ήτοι από 1η-1-2019 (βλ. σχετικά ΟλΑΠ 39-40/2002, ΑΠ 233/2004, ΕφΑθ 3734/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟS), δεκτού γενομένου του δεύτερου λόγου έφεσης κατά το επικουρικό σκέλος του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος δικαιούνταν τα ποσά των 490,44 ευρώ, 912,01 ευρώ και 1.091,07 ευρώ για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, άπαντα με το νόμιμο τόκο από 1η-10-2018, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και την ορθή εφαρμογή του νόμου και, συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς όλες τις διατάξεις της, για την ενότητα της εκτέλεσης, και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ), να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή – και μόνο κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ήτοι κατά την κύρια βάση της, δοθέντος ότι η επικουρική βάση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, καθόσον, καίτοι επιβοηθητικής φύσης, θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται και η κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση, χωρίς ο ενάγων να εκθέτει διαφορετικά ή πρόσθετα πραγματικά περιστατικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση (ΟλΑΠ 22 και 23/2003 ΧρΙΔ 2004, σελ. 117, ΑΠ 477/2021, ΑΠ 1509/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟS) – ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (5.684,02 + 463,31 + 821,58 + 983,03 =) επτά χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (7.951,94€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος, ήτοι από 1-10-2018, όσον αφορά τη διαφορά υπερωριακής αμοιβής, δώρου Πάσχα 2018 και Χριστουγέννων 2017 και από 1η-1-2019 όσον αφορά τη διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2018, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας. Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων και τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του με την αγωγή και τις προτάσεις του (άρθρο 106 ΚΠολΔ), για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας καθενός (άρθρα 178 § 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσία την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμό 39/2021 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (7.951,94€), με το νόμιμο τόκο για το επιμέρους ποσό των έξι χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών (6.968,91€) από 1η-10-2018 και για το επιμέρους ποσό των εννιακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και τριών λεπτών (983,03€) από 1η-1-2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 21 Φεβρουαρίου 2023 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ