Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

616…./2023

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρία Πίννα Πρωτοδίκη, Ευλαμπία Καπελούζου Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ιωάννα Κατσαρού – Στάθη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8η Νοεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, ο οποίος υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Χρήστου Οικονομάκη (ΑΜ ΔΣΠ …….), κατοίκου … και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στη … κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Σπυρίδωνος Τρίμπαλη – Γάλλου (ΑΜ ΔΣΑ …….), κατοίκου … και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-9-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7094/3331/24-9-2020 αγωγή που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2442/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο καθ’ ύλην αρμόδιο τμήμα του παρόντος Δικαστηρίου, ήτοι στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προκειμένου να δικαστεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία. Ήδη ο ενάγων επαναφέρει την ως άνω υπόθεση προς συζήτηση με την από 10-12-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 10070/4623/10-12-2021 κλήση, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 10-12-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 10070/4623/10-12-2021 κλήση, η από 23-9-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7094/3331/24-9-2020 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 2442/4-11-2021 μη οριστική απόφασή του, με την οποία κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο καθ’ ύλην αρμόδιο τμήμα του παρόντος Δικαστηρίου, ήτοι στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προκειμένου να δικαστεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111, 118, 119 παρ. 1 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την τήρηση της, για κάθε αίτηση δικαστικής προστασίας, έγγραφης προδικασίας, με ποινή απαραδέκτου, απαιτείται να αναγράφονται τα σε αυτά οριζόμενα στοιχεία, δηλαδή, μεταξύ των άλλων, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου διεξάγεται η δίκη, το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, η κατοικία και η διεύθυνση όλων των διαδίκων και των νόμιμων αντιπροσώπων τους καθώς και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του διαδίκου που επιδίδει ή υποβάλλει το δικόγραφο και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, η επωνυμία, η διεύθυνση της έδρας τους, καθώς και ο αριθμός του φορολογικού μητρώου τους. Ωστόσο, η παράλειψη ή η εσφαλμένη αναγραφή κάποιου εκ των στοιχείων αυτών, εφόσον δεν δημιουργείται εντεύθεν αμφιβολία για την ταυτότητα του διαδίκου, δεν επάγεται ακυρότητα του δικογράφου (ΑΠ 415/2016, ΑΠ 1126/2010, ΕφΔωδ 222/2018, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), ενώ η έλλειψη αυτή μπορεί να συμπληρωθεί εκ των υστέρων ή όταν από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι το εν λόγω στοιχείο εξατομίκευσης του διαδίκου καλύπτεται από την παραπομπή σε άλλα στοιχεία του φακέλου (ΑΠ 1215/2020, ΑΠ 1226/2017, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση η εναγομένη εκθέτει με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της ότι το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής τυγχάνει άκυρο και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, επειδή σε αυτό δεν αναγράφεται η ακριβής διεύθυνση κατοικίας του ενάγοντος. Πράγματι στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρεται μόνο ότι ο ενάγων είναι κάτοικος Περάματος Αττικής, χωρίς να καθορίζεται συγκεκριμένα η διεύθυνση κατοικίας του κατά οδό και αριθμό. Όμως η παραπάνω παράλειψη δεν καθιστά, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, άκυρο το δικόγραφο της αγωγής, εφόσον δεν δημιουργεί αμφιβολία για την ταυτότητα του εν λόγω διαδίκου, πολλώ δε μάλλον ενόψει του ότι η παραπάνω έλλειψη παραδεκτώς συμπληρώθηκε με τις προτάσεις του ενάγοντος, στις οποίες ρητώς αναφέρεται η διεύθυνση κατοικίας του (οδός Ηπείρου αρ. 58).

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 4640/2019 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 190/30.11.2019), όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 4647/2019 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 204/16.12.2019), «1. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 2. Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα». Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 4640/2019 ορίζει ότι: «1. Οι παρακάτω αστικές και εμπορικές διαφορές υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της μεταξύ τους διαφοράς: α) οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1, καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ, β) οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, γ) οι διαφορές για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης. Στις ανωτέρω περιπτώσεις για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής που τυχόν θα ασκηθεί, κατατίθεται μαζί με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης. 2. Εξαιρούνται από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης της παραγράφου 1 οι διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. 3. Η προσφυγή των μερών στη δικαστική μεσολάβηση δεν απαλλάσσει τα μέρη από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης». Επίσης, το άρθρο 7 παρ. 4 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζει ότι: «Μετά το πέρας της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας συντάσσεται πρακτικό από τον διαμεσολαβητή που υπογράφεται από τον ίδιο και όλους τους συμμετέχοντες και αν επακολουθήσει άσκηση αγωγής ή αν έχει ήδη ασκηθεί, αυτό κατατίθεται στο δικαστήριο επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης μαζί με τις προτάσεις. Στο πρακτικό αυτό αναγράφεται υποχρεωτικά ο τρόπος γνωστοποίησης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας στα μέρη και η συμμετοχή τους ή μη σε αυτήν». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η υποχρέωση προσκόμισης του ενημερωτικού εγγράφου περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς υφίσταται για όλες τις αγωγές, που αφορούν αστικές και εμπορικές διαφορές, οι οποίες κατατέθηκαν από την 30η-11-2019 και εντεύθεν, εφόσον βέβαια οι διάδικοι έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους, ανεξάρτητα από το αν οι αγωγές αυτές υπάγονται και στις περιπτώσεις του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, ήτοι στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (κατά τη διαδικασία του άρθρου 7 του νόμου αυτού), οπότε, στην τελευταία περίπτωση, επιβάλλεται και η πρόσθετη υποχρέωση κατάθεσης μαζί με τις προτάσεις και του πρακτικού της παραπάνω συνεδρίας, καθώς και η μνεία στο έντυπο του άρθρου 3 παρ. 2 της ενημέρωσης του εντολέα για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Σημειώνεται δε ότι, ενώ η έναρξη ισχύος των άρθρων 6 και 7 Ν. 4640/2019, ως προς τις υποθέσεις της περ. β’ του άρθρου 44 του νόμου αυτού, μετατέθηκε αναδρομικά για την 1η-7-2020 (άρθρ. 74 παρ. 14 Ν. 4690/2020), δεν μετατέθηκε η έναρξη ισχύος εφαρμογής του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, που παρέμεινε σε ισχύ από την άνω ημερομηνία (30-11-2019) (βλ. και ΠΠρΘεσ 1045/2021, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στο άρθρο 6 του Ν. 4640/2019 προσδιορίζονται οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου που υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία (ΥΑΣ). Ως τέτοια νοείται η συνεδρία στην οποία τα μέρη δέχονται ενημέρωση, κατευθύνσεις, οδηγίες και διασαφήσεις επί της διαδικασίας της διαμεσολάβησης και των ωφελειών της από πλευράς του διαμεσολαβητή σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Η υποχρεωτικότητα της συνεδρίας έγκειται στο γεγονός ότι η συζήτηση της τυχόν ασκηθησομένης αγωγής κηρύσσεται απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί πρακτικό υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης μαζί με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης. Περαιτέρω, αναφορικά με την ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής, δέον όπως επισημανθούν τα ακόλουθα: στην αιτιολογική σκέψη 13 της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης, διευκρινίσθηκε ότι ο προαιρετικός χαρακτήρας της διαμεσολάβησης δεν συνίσταται στην ελευθερία των μερών να προσφύγουν στη σχετική διαδικασία, αλλά στο γεγονός ότι «τα μέρη έχουν την ευθύνη της διαδικασίας και μπορούν να την οργανώσουν κατά την επιθυμία τους και να την ολοκληρώσουν οποιαδήποτε στιγμή». Η προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται, στις διαφορές του παρόντος άρθρου, συνιστά συμπληρωματικό, πλην όμως προσωρινό και βραχύχρονο, στάδιο πριν την προσφυγή στην τακτική δικαιοσύνη. Άλλωστε, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά υπόκεινται σε περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται πράγματι στους σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκονται με το επίμαχο μέτρο και δεν αποτελούν, ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που προσβάλλει την ουσία των διασφαλιζομένων δικαιωμάτων (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Alassini κ.λπ., C 317/08 έως C 320/08, EU :C:2010:146, σκέψη 62 και 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, η συμμετοχή των μερών σε μία υποχρεωτική αρχική συνεδρία ως προϋπόθεση για το παραδεκτό της συζήτησης της διαφοράς συνιστά σύννομο και ανάλογο προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα περιορισμό, ο οποίος είναι συμβατός με την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και δεν τελεί σε αντίθεση με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, καθώς η διαδικασία δεν καταλήγει σε δεσμευτική για τα εμπλεκόμενα μέρη απόφαση, δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση αγωγής, οι προθεσμίες παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας, καθώς και οι σχετικές δικονομικές προθεσμίες αναστέλλονται ενόσω διαρκεί η διαδικασία διαμεσολάβησης, δεν προκαλούνται ή προκαλούνται ελάχιστα έξοδα στα μέρη και δεν αποκλείεται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων (ΔΕΚ υπόθεση C-317- 320/2008, απόφαση της 18ης.03.2010, σκέψεις 54-57 και 61-63, ΔΕΕ υπόθεση C 75/16, με αντικείμενο αίτηση προ-δικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Πρωτοδικείο της Βερόνας, Ιταλία, με απόφαση της 28ης.01.2016). Σε κάθε περίπτωση, η υπαγωγή στη διαμεσολάβηση αναφέρεται στη συμμετοχή των μερών σε μία υποχρεωτική αρχική συνεδρία και όχι στην επίτευξη συμφωνίας, καθώς τα μέρη διατηρούν τη δυνατότητα να αποχωρήσουν από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης ανά πάσα στιγμή και να προσφύγουν στην τακτική δικαιοσύνη, ασκώντας τη σχετική αγωγή και προσκομίζοντας, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησής της, το πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν. 4640/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι το έτος 2019 αγόρασε ένα ταχύπλοο σκάφος αναψυχής, με αριθμό νηολογίου …΄, τύπου «…», το οποίο έφερε εξωλέμβια μηχανή, εργοστασίου κατασκευής SUZUKI, τύπου …. Ότι, μέσω του ασφαλιστικού πρακτορείου «…», ασφάλισε το παραπάνω σκάφος στην εναγόμενη εταιρεία δυνάμει της υπ’ αριθ. … σύμβασης ασφάλισης, το κείμενο της οποίας του δόθηκε έτοιμο προς υπογραφή, προδιατυπωμένο από την εναγομένη, το οποίο υπέγραψε, χωρίς να αναγνωστεί, αφού δια του ασφαλιστικού πρακτορείου αναφέρθηκε ότι η σύμβαση περιείχε αυτά ακριβώς που είχε ζητήσει περί μεικτής ασφάλισης του σκάφους. Ότι η περίοδος ασφαλιστικής κάλυψης ορίστηκε δωδεκάμηνη, με έναρξη από 19-7-2019 και ώρα 00.00 και λήξη 18-7-2020 και ώρα 00.00, η ασφαλιζόμενη αξία του σκάφους ορίστηκε στο συνολικό ποσό των 33.450 ευρώ, καθώς κι ότι κατέβαλε το σύνολο των ασφαλίστρων που ανέρχονταν στο ποσό των 500,17 ευρώ. Ότι την 22η προς 23η Οκτωβρίου 2019 έλαβε χώρα κλοπή της εξωλέμβιας μηχανής του σκάφους και του ναυτιλιακού του εξοπλισμού, ήτοι μιας συσκευής GPS και ενός βυθομέτρου, για την οποία ενημέρωσε άμεσα την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία. Ότι καίτοι αρχικώς η εναγομένη δεν αρνήθηκε την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, την οποία προσδιόρισε, σύμφωνα με τις ασφαλισμένες αξίες των μεταχειρισμένων τμημάτων του κινητού εξοπλισμού του σκάφους, στο συνολικό ποσό των 15.000 ευρώ, εντούτοις στη συνέχεια, μετά από καθυστέρηση πολλών μηνών, ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι η ζημία του δεν καλυπτόταν από τους όρους του υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, επειδή αφενός την περίοδο που δηλώθηκε η κλοπή το σκάφος έπρεπε να είναι παροπλισμένο στο ……..κι αφετέρου δεν είχε βεβαιωθεί ότι η μηχανή ήταν κλειδωμένη στο σκάφος πλέον της κανονικής μεθόδου εγκατάστασης της. Ότι κατόπιν τούτου απευθύνθηκε σε δικηγόρο και τότε για πρώτη φορά ενημερώθηκε ότι στο ασφαλιστήριο υπήρχαν όροι, τους οποίους ανυπαιτίως αγνοούσε, καθώς ουδέποτε του επεξηγήθηκαν ή επισημάνθηκαν από την εναγομένη, ούτε από το ασφαλιστικό πρακτορείο δια του οποίου συνήφθη η επίδικη σύμβαση. Ότι ειδικότερα από τη σύμβαση προβλεπόταν αφενός ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι το αγγλικό και αρμόδια για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς τα δικαστήρια του Πειραιά κι αφετέρου ότι το ασφαλιζόμενο σκάφος θα πρέπει να τίθεται σε παροπλισμό για το διάστημα από 1-10-2019 έως 30-4-2020 και να φυλάσσεται σε κλειστό αποθηκευτικό χώρο ιδιοκτησίας του ενάγοντος επί της …. Ότι ουδέποτε συμφώνησε ή διαπραγματεύτηκε με την εναγομένη να τεθεί ο παραπάνω όρος περί περιστασιακού παροπλισμού του σκάφους και δη για διάστημα επτά μηνών, αφού ρητώς είχε εκφράσει την επιθυμία για ετήσια ασφαλιστική κάλυψη του σκάφους. Ότι ο παραπάνω προδιατυπωμένος όρος είναι άκυρος ως καταχρηστικός και η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της προβλεπόμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού με τις έγγραφες προτάσεις του περιορισμού του αιτήματος της αγωγής (άρθρ. 223 εδ. β΄ ΚΠολΔ) στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ο ενάγων ζητεί: α) να κηρυχθεί άκυρος ως καταχρηστικός ο όρος στο δεύτερο μέρος του υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που προβλέπει ως περίοδο παροπλισμού του ασφαλισμένου σκάφους ιδιοκτησίας του το χρονικό διάστημα από 1-10-2019 έως 30-4-2020 και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 15.000 ευρώ, λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου την 22-10-2019 με την κλοπή μέρους του κινητού εξοπλισμού του σκάφους του, σύμφωνα με τις ασφαλισμένες αξίες των κλαπέντων, όπως αυτές προσδιορίστηκαν στο παραπάνω ασφαλιστήριο και συγκεκριμένα το ποσό των 11.000 ευρώ για την κλοπή της ασφαλισμένης ως ανωτέρω εξωλέμβιας μηχανής, το ποσό των 3.000 ευρώ για την κλοπή της συσκευής ……, τύπου … και το ποσό των 1.000 ευρώ για την κλοπή του βυθομέτρου, τύπου …, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της αναγγελίας της ζημίας στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία την 23-10-2019, άλλως κι επικουρικώς με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 18, 42 εδ. α΄, 43 και 44 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Β περ. θ΄, 4 Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, πλην όμως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση αυτής, καθόσον ο ενάγων δεν προσκόμισε πρακτικό υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) διαμεσολάβησης, ως είχε σχετική υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 εδ. α΄ περ. β΄, εδ. β΄ και 7 παρ. 4 Ν. 4640/2019, ενώ και το ενημερωτικό έγγραφο περί της δυνατότητας επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση που προσκόμισε δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, ενόψει του ότι η κρινόμενη αγωγή αφορά σε αστική διαφορά, που εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, οι διάδικοι έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της και η ένδικη αγωγή κατατέθηκε μετά την 1η Ιουλίου 2020 και δη την 24η-9-2020, υφίστατο υποχρέωση του ενάγοντος να προσκομίσει: α) είτε με το δικόγραφο της αγωγής είτε το αργότερο με τις προτάσεις του ενημερωτικό έγγραφο περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, υπογεγραμμένο από τον ίδιο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, με μνεία της ενημέρωσής του για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 και β) με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης (όφειλε να προσκομίσει) πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τα άρθρα 6 παρ. 1 και 7 παρ. 4 του ίδιου ως άνω νόμου. Ωστόσο, ο ενάγων ναι μεν προσκόμισε με την προσθήκη – αντίκρουση επί των προτάσεων του την από 23-3-2022 υπεύθυνη δήλωση, κατ’ άρθρο 8 του Ν. 1599/1986, δυνάμει της οποίας δηλώνει ότι ενημερώθηκε εγγράφως περί της δυνατότητας επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, πλην όμως το παραπάνω έγγραφο δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις, καθόσον είναι μεν υπογεγραμμένο ηλεκτρονικά, με βεβαίωση γνησίου υπογραφής, από τον ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, πλην όμως δεν περιέχει σαφή μνεία περί της ενημέρωσης του ενάγοντος ότι για την ένδικη διαφορά υπάρχει υποχρέωση προσφυγής σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, καθόσον στο σχετικό πεδίο του παραπάνω εγγράφου και δη στη δεύτερη σελίδα αυτού έχουν επιλεγεί και τα δύο τετράγωνα, ήτοι και αυτό περί υποχρέωσης προσφυγής της διαφοράς σε ΥΑΣ και αυτό περί μη ύπαρξης υποχρέωσης προσφυγής σε ΥΑΣ και δυνατότητας επίλυσης της διαφοράς εκουσίως με συμφωνία προσφυγής σε διαμεσολάβηση. Περαιτέρω, όμως, ο ενάγων δεν προσκόμισε με τις από 18-3-2022 έγγραφες προτάσεις του, πρακτικό υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) διαμεσολάβησης, συνταχθέν από διαπιστευμένο διαμεσολαβητή, στο οποίο να αναγράφεται τόσο ο τρόπος γνωστοποίησης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας στα μέρη, όσο και η συμμετοχή τους ή μη σε αυτήν, και το οποίο να υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή και όλους τους συμμετέχοντες, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις προαναφερθείσες διατάξεις.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης αγωγής, ενώ διάταξη για δικαστικά έξοδα δεν περιλαμβάνεται, διότι η παρούσα είναι μη οριστική (άρθρ. 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της ένδικης αγωγής.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά την 15η Φεβρουαρίου 2023 και δημοσιεύτηκε την 24η Φεβρουαρίου 2023 σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ