Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 Αριθμός απόφασης

799/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 14η Φεβρουαρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: … ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ντέγκα (ΑΜ ΔΣΑ 7176).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Εταιρείας με την επωνυμία … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ενεργεί εν προκειμένω ως εκτελούσα χρέη ειδικού εκκαθαριστή του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία … το οποίο τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 68 του ν. 3601/2007 και εδρεύει στους …, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Σκούρα (ΑΜ ΔΣΠ 3708).

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 17-6-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 5581/2783/20-6-2022 ανακοπή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3347/2022 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δια της οποίας το Δικαστήριο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ήδη ο ανακόπτων επαναφέρει την ως άνω ανακοπή προς περαιτέρω συζήτηση με την από 14-12-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 11667/5768/2022 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 14-12-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 11667/5768/2022 κλήση, η από 17-6-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 5581/2783/20-6-2022 ανακοπή, μετά από την έκδοση επ’ αυτής της υπ’ αριθ. 3347/2022 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δια της οποίας το Δικαστήριο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Με την υπό κρίση ανακοπή, ο ανακόπτων ζητεί, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, να ακυρωθεί α) η με αριθμό 165/2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ύστερα από αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή και με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης, μέρος της οφειλής του, ήτοι το, κατά την ημέρα της πληρωμής της οφειλής, ισόποσο σε ευρώ εκ 100.000 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων, καθώς και το ποσό των 1.800 ευρώ για δικαστική δαπάνη, για απαίτηση που πηγάζει από σύμβαση δανείου, στην οποία συμβλήθηκαν ως δανείστρια η Τράπεζα με την επωνυμία … η οποία σήμερα έχει τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση και εκπροσωπείται από την καθ’ ης, ως δανειολήπτρια η μη διάδικος εταιρεία με την επωνυμία …» και ως προσωπικός εγγυητής ο ανακόπτων και β) το υπ’ αριθ. 177/2022 πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση ανακοπή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (βλ. άρθρα 14 παρ. 2, 632 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α΄, 2, 3Α – Β περ. α΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς) κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 παρ. 2 εδ. β΄ σε συνδυασμό με 614 επ. ΚΠολΔ). Εξάλλου, το παρόν Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, καθότι τα δικαστήρια του Πειραιά έχουν οριστεί ως έχοντα μη αποκλειστική δικαιοδοσία κατόπιν ειδικής προς τούτο συμφωνίας μεταξύ της δανείστριας Τράπεζας και του ανακόπτοντος, βάσει του υπ’ αριθ. 12.2 όρου της από 7-7-2008 σύμβασης εγγύησης, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Κανονισμός Βρυξέλλες Ια). Περαιτέρω, η ως άνω ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 632 παρ. 2 ΚΠολΔ), ήτοι πριν από την επίδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία επιδόθηκε στον ανακόπτοντα την 30-6-2022 (βλ. την υπ’ αριθ… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …) και η υπό κρίση ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την 21-6-2022 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …). Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής και του νομίμου των λόγων της, καθ’ ο μέρος αυτοί άπτονται των τυπικών προϋποθέσεων έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής θα κριθούν αποκλειστικά με βάση το ελληνικό δίκαιο (lex fori), καθ’ ο μέρος δε οι λόγοι της ανακοπής βάλλουν κατά της απαίτησης, η οποία στην προκείμενη περίπτωση φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο που υποδεικνύεται από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και συγκεκριμένα πάλι το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο το οποίο ρητά επέλεξαν οι αντισυμβαλλόμενοι να διέπει την έννομη σχέση τους βάσει του όρου 12.1 της από 7-7-2008 σύμβασης εγγύησης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), το οποίο, άλλωστε, ο ανακόπτων ρητά επικαλείται με την ανακοπή και τις προτάσεις του και η καθ’ ης δεν αντιλέγει, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (βλ. ΑΠ 1091/2010-ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της μόνον όμως ως προς το αίτημα ακύρωσης της διαταγής πληρωμής. Αντίθετα, το αίτημα ακύρωσης του υπ’ αριθ. 177/2022 πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο, καθόσον αίτημα της κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπής είναι η ακύρωση και μόνον της πληττόμενης διαταγής πληρωμής.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 847 ΑΚ, με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Επομένως, περιεχόμενο της εγγύησης είναι η ανάληψη από τον εγγυητή της υποχρέωσης απέναντι στο δανειστή να εκπληρώσει την παροχή του πρωτοφειλέτη, αν δεν το κάνει ο τελευταίος. Η εγγύηση είναι σύμβαση συναινετική, αφηρημένη και ετεροβαρής, με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα, καταρτίζεται δε μεταξύ εγγυητή και δανειστή χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη ή η συναίνεση του οφειλέτη (ΑΠ 191/2018, ΑΠ 2055/2017, ΑΠ 1946/2017, ΑΠ 1281/2017, ΑΠ 1280/2017, ΕφΔυτΜακ 3/2019, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Απόσβεση της εγγύησης επέρχεται είτε με τους γενικούς αποσβεστικούς λόγους των ενοχών είτε με τους ειδικούς αποσβεστικούς λόγους των ΑΚ 862 επ. (Ζέπος, ΕρμΑΚ 862 αριθ. 1 Φίλιος, σ. 405 – 406). Κατά τη διάταξη του άρθρου 436 ΑΚ η ενοχή αποσβήνεται αν με σύμβαση αντικατασταθεί, με σκοπό κατάργησης, με νέα ενοχή (ανανέωση) που περιλαμβάνει είτε τα ίδια πρόσωπα είτε άλλο οφειλέτη είτε άλλο δανειστή. Κατά την ΑΚ 438, ο σκοπός της ανανέωσης απαιτείται να συνάγεται ρητώς. Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθρου 439 ΑΚ, σε περίπτωση ανανέωσης οι εγγυητές, τα ενέχυρα ή οι υποθήκες της παλαιάς ενοχής διατηρούνται υπέρ της νέας μόνο αν συνήνεσε ο εγγυητής ή ο κύριος του ενυπόθηκου ή του πράγματος που έχει ενεχυρασθεί, οφειλέτης ή τρίτος. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι αποσβεστικός λόγος της ενοχής είναι σύμφωνα με την ΑΚ 436 και η ανανέωση, δηλαδή η σύμβαση με την οποία καταργείται η παλαιά ενοχή και δημιουργείται σε αντικατάστασή της νέα. Η απόσβεση ενοχής με ανανέωση προϋποθέτει λοιπόν σύμβαση, ήτοι σύμφωνο βούλησης των συμβαλλομένων και σκοπό κατάργησης της υφισταμένης ενοχής με σύσταση νέας, ο δε σκοπός αυτός πρέπει να συνάγεται σαφώς είτε ρητώς είτε σιωπηρώς, έστω από γεγονότα κείμενα εκτός της σύμβασης (ΕφΠατρ 649/2003-ΑχΝομ 2004/70). Η νέα ενοχή (ανανέωση) περιλαμβάνει είτε τα ίδια πρόσωπα είτε άλλο οφειλέτη είτε άλλο δανειστή. Είναι ως εκ τούτου τελικώς οι προϋποθέσεις της ανανέωσης ως λόγου απόσβεσης της ενοχής, κατά τις ως άνω διατάξεις του ΑΚ, οι ακόλουθες: α) η ύπαρξη παλαιάς ενοχής, β) η δημιουργία νέας ενοχής και γ) η πρόθεση απόσβεσης της παλαιάς ενοχής με τη δημιουργία νέας, η δε πρόθεση αυτή δεν τεκμαίρεται αλλά πρέπει να προκύπτει σαφώς. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 439 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 864 του ίδιου Κώδικα, ο εγγυητής ελευθερώνεται εάν γίνει ανανέωση της σύμβασης, που αφορά η εγγύηση, χωρίς τη συναίνεση του, αφού αποτέλεσμα της σύμβασης ανανέωσης είναι η κατάργηση αυτοδικαίως της υφιστάμενης ενοχής και η δημιουργία νέας ενοχής (ΕφΠειρ 766/2004-ΠειρΝομ 2005/302, ΕφΑθ 5751/1989-ΝοΒ 1990/102, ΠΠΑ 4270/2011-ΝΟΜΟΣ). Τέλος, αν ο σκοπός της ανανέωσης δεν συνάγεται σαφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη ανανέωσης κατά την ΑΚ 436 (Απόστολος Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, Τόμος Ι, άρθρ. 439, σελ. 895). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι συντρέχει λόγος απαλλαγής του από την εγγυητική ευθύνη, λόγω ανανέωσης της σύμβασης δανείου κατ’ άρθρο 436 ΑΚ. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε για απαίτηση που προέκυψε μετά την σύναψη των από 30-3-2009 Πρώτης Τροποποιητικής Πρόσθετης Σύμβασης και από 9-2-2010 Δεύτερης Τροποποιητικής Πρόσθετης Σύμβασης, οι οποίες υπεγράφησαν μεταξύ της δανείστριας Τράπεζας, της δανειολήπτριας εταιρείας …» και της εγγυήτριας εταιρείας «…» και στις οποίες δεν συνέπραξε ο ίδιος. Ότι οι παραπάνω συμβάσεις συνιστούν νέες συμβάσεις δανείου, αφού με αυτές τροποποιήθηκε ουσιωδώς η αρχική σύμβαση δανείου και εφόσον αυτός δεν υπέγραψε ούτε εγγυήθηκε για τις εν λόγω συμβάσεις, αυτές έχουν το χαρακτήρα ανανέωσης οφειλής, κατά την έννοια του άρθρου 436 ΑΚ, η οποία, ελλείψει συναίνεσης του ανακόπτοντος, επέφερε απόσβεση της εγγύησης, κατά το άρθρο 439 ΑΚ, με παραπέρα συνέπεια να είναι άκυρη και να μην παράγει έννομα αποτελέσματα ως προς αυτόν η από 3-6-2011 καταγγελία της δανειακής σύμβασης από τη δανείστρια Τράπεζα, δυνάμει της οποίας κλήθηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 6.283.161,74 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων, ως χρεωστικό κατάλοιπο των λογαριασμών που τηρήθηκαν για την εξυπηρέτηση των παραπάνω δανειακών συμβάσεων, για τις οποίες δεν εγγυήθηκε. Οι λόγοι αυτοί ανακοπής είναι ορισμένοι και νόμιμοι, στηριζόμενοι στις διατάξεις των άρθρων 180, 807, 436, 438, 439 και 864 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Από την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 περ. δ΄ και ε΄ ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι αυτή δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρα 631 και 904 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ). Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής, του καταβλητέου ποσού χρημάτων, απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος. Η δε απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό, με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1349/2013, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, δεν απαιτείται η διαταγή πληρωμής να περιλαμβάνει και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ’ αυτήν προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που τη συγκροτούν (ΑΠ 1094/2006-ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η συμφωνία μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1022/2003-ΕλλΔ/νη 45/90, ΑΠ 925/2002-ΕλλΔ/νη 38/1794), εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επιμέρους κονδυλίων πιστοχρέωσης, που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης (ΕφΑθ 3791/2008-ΕφΑΔ 2009/216). Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Ως εκ τούτου, αναφορικά με την αποδεικτική δύναμη των εν λόγω αποσπασμάτων, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, με την οποία ζητείται το κατάλοιπο δανειακής σύμβασης, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ’ ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται: α) ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε πως, το ποσό αυτό, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, β) ότι ο λογαριασμός που τηρήθηκε σε εξυπηρέτηση της σύμβασης, έκλεισε με ορισμένο κατάλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και γ) ότι το απόσπασμα αυτό, στο οποίο εμφαίνεται όλη η κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι και το κλείσιμο αυτού (και το οποίο αποτελεί έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ), επισυνάπτεται στην αίτηση, οπότε και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σε αυτήν και τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της αιτούσας τράπεζας (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 872/2017, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), ενώ στην περίπτωση, που ζητείται υπόλοιπο εντόκου δανείου, ο αιτών δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει το ποσό των νόμιμων τόκων, οι οποίοι με δεδομένο το κεφάλαιο καθώς και τα νόμιμα επιτόκια, όπως αυτά είναι καθορισμένα με τους νόμους, τις πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της …, εξευρίσκονται με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς (ΑΠ 150/2000-ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν είναι ανάγκη να εμπεριέχεται ούτε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, από το οποίο προέκυψε το κατάλοιπο, όπως το επιτόκιο υπερημερίας ή το συμβατικό επιτόκιο, βάσει των οποίων κινήθηκε ο λογαριασμός, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της πιστοδότριας τράπεζας (ΑΠ 370/2012-ΕΕμπΔ 2012/630, ΑΠ 1391/2011-ΕλλΔνη 2011/1369, ΑΠ 1512/2006-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 192/2005-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 925/2002-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 40/2021). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, ο ανακόπτων εκθέτει ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα, διότι δεν αναφέρονται σε αυτήν, ούτε άλλωστε στην αίτηση για την έκδοσή της, το ύψος του εκάστοτε υπολογιζόμενου νόμιμου επιτοκίου, το ποσό των επιβληθέντων τόκων υπερημερίας ή των ανατοκισμών των τόκων, ενώ επιπλέον δεν παρατίθενται όλα τα κονδύλια από τα οποία προέκυψε το κατάλοιπο που ζητείται ως οφειλόμενο, τουλάχιστον για το διάστημα από την 3-6-2011 και εντεύθεν, ότε αδιαμφισβήτητα δεν υπήρξε αναγνώριση του εν λόγω καταλοίπου από τον ανακόπτοντα. Ότι περαιτέρω τυγχάνει απολύτως άκυρη η αναγνώριση οφειλής που εμπεριέχεται στις από 30-3-2009 και 9-2-2010 τροποποιητικές πρόσθετες πράξεις της αρχικής δανειακής σύμβασης. Ότι στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό έχει χρεωθεί αφενός το ποσό των 351.674,53 δολαρίων ΗΠΑ, υπό την ακατάληπτη αιτιολογία «… και αφετέρου το ποσό των 174.079,34 δολαρίων ΗΠΑ με αιτιολογία «…», με συνέπεια, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, να καθίσταται μη εκκαθαρισμένη η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Με αυτό το περιεχόμενο ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι ως προς το πρώτο σκέλος του απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, τα επικαλούμενα από τον ανακόπτοντα στοιχεία δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο ούτε της διαταγής πληρωμής, ούτε της αίτησης για την έκδοσή της, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, αφενός μεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ δανείστριας και δανειολήπτριας ότι τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας καθώς και οι καταστάσεις λογαριασμών που έχουν υπογραφεί από εξουσιοδοτημένο υπάλληλο της Τράπεζας θα είναι οριστικά δεσμευτικά και θα αποτελούν πλήρη απόδειξη έναντι της δανειολήπτριας όσον αφορά την ύπαρξη και το ποσό των ανεξόφλητων οφειλών που πηγάζουν από τη δανειακή σύμβαση, αφετέρου δε κατά την έκδοση της ανακοπτόμενης η καθ’ ης προσκόμισε τα αποσπάσματα των εν λόγω λογαριασμών. Περαιτέρω, ο ίδιος ως άνω λόγος είναι ως προς το δεύτερο και τρίτο σκέλος του νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 180, 873 ΑΚ και 626 παρ. 2 περ. γ΄, 630 περ. ε΄ και 916 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Περαιτέρω, με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ’ αριθ. Ζ1-178/13.2.2001 των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 255/9.3.2001) και την ΥΑ υπ’ αριθ. Ζ1-798/25.6.2008 του υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β` 1353/11.7.2008), από τις οποίες, η μεν πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά, αλλά καταναλωτικά δάνεια και, ειδικότερα, τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη (στην παρ. 1 περ. στ΄ της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις, όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, αντί του ημερολογιακού έτους), αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1331/2012, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 “για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β΄/23-6- 2017), σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ, ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και «οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200,00 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000,00 ευρώ», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως «καταναλωτής» θεωρείται «κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του» (ΑΠ 368/2019, δημ. Νόμος). Εξάλλου, με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε, από την έναρξης ισχύος της, η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ Β΄ 172), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ Β΄ 947) και Ζ1178/2001 (ΦΕΚ Β΄ 255). Από τις παραπάνω διατάξεις, σαφώς προκύπτει ότι και η ανωτέρω ΚΥΑ, αφορά μόνον καταναλωτικά δάνεια (με την προϋπόθεση, μάλιστα, οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής) και όχι επαγγελματικά (ΑΠ 368/2019-ΝΟΜΟΣ). Γενικά, ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, διότι οι ΓΟΣ των συμβάσεων, πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε 360 ημέρες, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Όταν η Τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ’ αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή/δανειολήπτη, ο οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών), για κάθε ημέρα, επιβαρύνεται με περισσότερους τόκους κατά ποσοστό 1,3889% (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 2021/2010, ΕφΠατρ 507/2021, ΕφΠατρ. 58/2021, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών (ΑΠ 368/2019-ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 (ΦΕΚ Β`/23-6-2017) των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην καταναλωτική πίστη με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία, οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ’ αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α’ 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της … αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994 και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών, στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της …, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της … στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης. Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω ή εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΕφΛαμ 5/2022, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι τυγχάνει άκυρος ως παράνομος και καταχρηστικός ο περιλαμβανόμενος στην επίμαχη σύμβαση δανείου υπ’ αριθ. 5.5 όρος που προβλέπει ότι το επιτόκιο υπολογίζεται με βάση έτος 360 ημερών, διότι αφενός προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, καθόσον ο δανειολήπτης δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ, ενώ περαιτέρω η σύμβαση, με τον εν λόγω όρο, διασπά εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του δανειολήπτη, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του δανειολήπτη, ο οποίος πλέον, όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών, για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889%, περισσότερο τόκους και αφετέρου διότι το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα κατ’ επιταγή της Κοινοτικής Οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ Ζ1-178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β΄ 255/9.3.2001), στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον κατ’ αυτόν τον τρόπο ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου. Ότι περαιτέρω είναι άκυρος ως καταχρηστικός και δη ως αντικείμενος στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 περ. ια΄ του ν. 2251/1994 γενικός όρος σε σύμβαση που επιτρέπει στην Τράπεζα να καθορίζει συμβατικό επιτόκιο με το οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του δανειολήπτη, στις περιπτώσεις τμηματικών καταβολών ή τμηματικών εξοφλήσεων, καθότι δεν καθορίζονται εκ των προτέρων γνωστά και εύλογα για το δανειολήπτη κριτήρια. Ο λόγος αυτός, παραδεκτά προβάλλεται, δεδομένου ότι ο ανακόπτων έχει την ιδιότητα του καταναλωτή, ως εγγυητής δανείου, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στις συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες (χορήγηση δανείων και πιστώσεων), που απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, συνιστούν, δηλαδή, παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης, προς περαιτέρω μεταβίβασή τους (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 δημ. Νόμος). Πλην όμως, με τον τρόπο που είναι διατυπωμένος ο συγκεκριμένος λόγος, είναι, ως προς το πρώτο σκέλος του, προεχόντως απορριπτέος ως αόριστος, αφού ο ανακόπτων αμφισβητεί απλώς το ύψος της απαίτησης, χωρίς να προσβάλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, είτε ποιο συγκεκριμένο μέρος του επιτασσόμενου με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ποσού προέρχεται από τον παράνομο, κατά την άποψή του, υπολογισμό του επιτοκίου επί τη βάσει έτους 360 ημερών, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της βασιμότητας του σχετικού ισχυρισμού του και η αντίκρουσή του από την καθ’ ης, σε περίπτωση δε, ουσιαστικής παραδοχής του, το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κατά το παρανόμως επιδικασθέν χρηματικό ποσό, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής του, όπως αυτό θα είχε διαμορφωθεί, αν δεν είχαν λάβει χώρα τα ανωτέρω, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού. Για την εξεύρεση, μάλιστα, του ακριβούς ύψους της επιπλέον χρέωσης, δεν είναι δυνατόν να διενεργηθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη, καθώς έπρεπε ο ίδιος ο ανακόπτων να προσδιορίσει την επικαλούμενη επιπλέον χρέωσή του, με την ανακοπή (βλ. σχετ. ΕφΑθ 1159/2012-ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο διότι, οι κανόνες, την παραβίαση των οποίων επικαλείται ο ανακόπτων, αναφορικά με τον παράνομο υπολογισμό των τόκων με βάση το έτος 360 ημερών, δεν τυγχάνουν, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αρχή της παρούσας, εν προκειμένω, εφαρμογής, δεδομένου ότι οι διατάξεις της ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 (ΦΕΚ Β` 23-6-2017) των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”), αφορούν μόνον καταναλωτικά δάνεια (με την προϋπόθεση, μάλιστα, οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής) και όχι επαγγελματικά, όπως είναι εν προκειμένω η επίδικη σύμβαση δανείου για τη χρηματοδότηση μέρους της τιμής αγοράς πλοίου (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019-ΝΟΜΟΣ). Καθόσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του, ο υπό κρίση λόγος τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης, λόγω αοριστίας, αφού ο ανακόπτων περιλαμβάνει νομικά μόνο επιχειρήματα, χωρίς να προσδιορίζει ούτε ποιος επακριβώς όρος της επίδικης σύμβασης δανείου είναι καταχρηστικός, ούτε ποιο το ακριβές περιεχόμενο του επικαλούμενου συμβατικού όρου, ούτε άλλωστε εξειδικεύει ποιο το συμφωνηθέν επιτόκιο, ποια ποσά των τόκων επιδικάστηκαν με επιτόκιο που να αναπροσαρμόστηκε μη συννόμως μονομερώς από τη δανείστρια Τράπεζα σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και για ποια χρονική περίοδο, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να προβεί σε έλεγχο αυτού (λόγου) και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του να ακυρώσει την ως άνω πληττόμενη διαταγή πληρωμής κατά το υπερβάλλον ποσό των παρανόμων τόκων.

Με τον έκτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής ο ανακόπτων βάλλει κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, επικαλούμενος ότι τυγχάνει ακυρωτέα το μεν διότι επικαλείται διάταξη νόμου που έχει παύσει να ισχύει και έχει καταργηθεί και δη τη διάταξη του άρθρου 68 του ν. 3601/2007, δυνάμει της οποίας τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση η δανείστρια Τράπεζα … το δε διότι η καθ’ ης δεν νομιμοποιείτο ενεργητικά στην υποβολή της αίτησης, επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, επειδή δεν ανέφερε ότι έχει υποβάλει προς έγκριση στην Τράπεζα της … τους ετήσιους οικονομικούς στόχους και το ετήσιο επιχειρηματικό σχέδιο για το παραπάνω υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 2 της υπ’ αριθ. 182/1/4-4-2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) της ΤτΕ. Ωστόσο, ο παραπάνω λόγος είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι η επίκληση διάταξης νόμου που έχει καταργηθεί δεν συνιστά λόγο ανακοπής, αφού δεν ανάγεται ούτε στην έλλειψη των τυπικών (διαδικαστικών) προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, ούτε αφορά στην ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης. Περαιτέρω, η υποχρέωση της καθ’ ης, ως ειδικής εκκαθαρίστριας των υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στην προρρηθείσα απόφαση της ΕΠΑΘ της ΤτΕ, μεταξύ των οποίων και η δανείστρια Τράπεζα, να υποβάλει προς έγκριση από την Τράπεζα της … τους αναφερόμενους στο άρθρο 2 της παραπάνω απόφασης ετήσιους οικονομικούς στόχους και ετήσιο επιχειρηματικό σχέδιο, τέθηκε προς υλοποίηση της λειτουργικής ενοποίησης των κύριων δραστηριοτήτων των υπό ειδική εκκαθάριση ιδρυμάτων και ουδόλως ως προϋπόθεση της νομιμοποίησής της καθ’ ης για τη διεξαγωγή εξώδικων και δικαστικών ενεργειών για λογαριασμό των υπό ειδική εκκαθάριση εκπροσωπούμενων από αυτήν πιστωτικών ιδρυμάτων.

Καταγγελία είναι η μονομερής δήλωση του ενός των συμβαλλομένων που απευθύνεται στον άλλον, με την οποία εκφράζεται η βούλησή του για λύση της σύμβασης στο μέλλον (άρθρο 167 ΑΚ), για ορισμένο λόγο προβλεπόμενο στη σύμβαση ή στο νόμο, ασκείται δε είτε με εξώδικη δήλωση, είτε με αγωγή. Η καταγγελία ασκείται αυτοπροσώπως από κάποιον από τους συμβαλλόμενους. Δεν αποκλείεται όμως να ασκηθεί από αντιπρόσωπο πληρεξούσιο (άρθρα 211, 216, 217 ΑΚ). Εφόσον η καταγγελία είναι άτυπη και η πληρεξουσιότητα, που χορηγείται για την άσκησή της, είναι επίσης άτυπη (άρθρο 217 παρ. 2 ΑΚ). Επί νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσώπησής τους. Η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ απαιτεί για την επιχείρηση μονομερούς απευθυντέας σε άλλον δικαιοπραξίας, την επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου. Οι συνέπειες από τη μη επίδειξή του εξαρτώνται από το αν αποκρούεται ή όχι η καταγγελία χωρίς υπαίτια βραδύτητα. Έτσι, ειδικότερα, όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, αυτός πρέπει να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο γιατί αλλιώς, αυτός προς τον οποίο γίνεται, έχει το δικαίωμα να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα (άρθρο 226 ΑΚ) και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός προς τον οποίο γίνεται, το κύρος της καταγγελίας που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων και έγινε από αντιπρόσωπό του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντος) της καταγγελίας (Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 226, σελ. 396, αριθ.8), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσαγωγή συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου, είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 232 ΑΚ μονομερής δικαιοπραξία, που επιχειρήθηκε από αντιπρόσωπο χωρίς να έχει εξουσία αντιπροσώπευσης, είναι άκυρη. Κατά δε το άρθρο 233 ΑΚ μονομερής δικαιοπραξία, που επιχειρείται προς άλλον από αντιπρόσωπο, ο οποίος δεν έχει εξουσία, εφόσον ο άλλος δεν την απέκρουσε γι’ αυτόν τον λόγο, είναι ισχυρή, αφότου την ενέκρινε ο αντιπροσωπευόμενος. Το άλλο μέρος έχει το δικαίωμα να ζητήσει να εγκρίνει ρητά τη δικαιοπραξία ο αντιπροσωπευόμενος μέσα σε εύλογη προθεσμία που καθορίζει. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι κατ’ αρχήν η μονομερής δικαιοπραξία, όταν γίνεται από αντιπρόσωπο που στερείται πληρεξουσίου, είναι άκυρη και μόνο σε περίπτωση δικαιοπραξίας απευθυνόμενης σε άλλον, όπως είναι η καταγγελία μιας διαρκούς σύμβασης, αυτή, αν δεν αποκρουσθεί από τον παραλήπτη της χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, ισχυροποιείται εφόσον υπάρχει τέτοια πληρεξουσιότητα ή εγκριθεί από τον αντιπροσωπευόμενο, πρέπει όμως η έγκριση να γίνει πριν αποκρουστεί η δικαιοπραξία από το άλλο μέρος για το λόγο ότι έγινε χωρίς να έχει εξουσία αντιπροσώπευσης ο εμφανιζόμενος ως αντιπρόσωπος. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξης και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως (ΕφΑθ 2875/2022, ΕφΠατρ 9/2020, ΕφΔυτΜακ 3/2019, ΕφΛαρ 18/2019, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έβδομο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η από 3-6-2011 εξώδικη καταγγελία της επίδικης σύμβασης δανείου είναι άκυρη, καθόσον δεν φέρει την υπογραφή των νομίμων εκπροσώπων της δανείστριας Τράπεζας, αλλά των απλών υπαλλήλων αυτής, στους οποίους δεν είχε δοθεί πληρεξουσιότητα ή έγκριση από το ΔΣ της Τράπεζας, και ως εκ τούτου η ένδικη απαίτηση της καθ’ ης δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, γεγονός το οποίο εμπόδιζε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία, είναι για το λόγο αυτό άκυρη. Ωστόσο, με αυτό το περιεχόμενο ο προβαλλόμενος λόγος της κρινόμενης ανακοπής, ο οποίος στρέφεται κατά της απαίτησης, θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι ο ανακόπτων δεν εκθέτει ότι απέκρουσε την καταγγελία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, ήτοι εντός των κατά την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις επιβαλλομένων χρονικών ορίων, για το λόγο ότι δεν του επιδείχθηκε το πληρεξούσιο έγγραφο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό στην καθ’ ης να αμυνθεί αποτελεσματικά (ΜΠΑ 1138/2022-ΝΟΜΟΣ).

Με τον όγδοο λόγο της κρινόμενης ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν επιδόθηκε εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 630Α ΚΠολΔ κι ότι για το λόγο αυτό έχει απωλέσει αυτοδικαίως την ισχύ της. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 630Α ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 7-7-2008 σύμβασης δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που συνήφθη μεταξύ της Τράπεζας «… και της μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία …», η πρώτη χορήγησε στη δεύτερη δάνειο ύψους 9.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση μέρους της τιμής αγοράς του πλοίου «… Το συνολικό ποσό του παραπάνω δανείου εκταμιεύθηκε την επομένη της σύναψης της δανειακής σύμβασης, ήτοι την 8-7-2008, ενώ η αποπληρωμή του συμφωνήθηκε να γίνει τμηματικά και δη σε οκτώ συνεχόμενες τριμηνιαίες δόσεις, οι πρώτες τέσσερις εκ των οποίων θα ανέρχονταν στο ποσό των 1.300.000 δολαρίων ΗΠΑ η κάθε μία και οι υπόλοιπες τέσσερις στο ποσό των 950.000 δολαρίων ΗΠΑ η κάθε μία. Την πλήρη, συνολική και άμεση εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της δανειολήπτριας εταιρείας που απέρρεαν από την παραπάνω δανειακή σύμβαση, καθώς και τη νόμιμη και έγκαιρη πληρωμή προς τη δανείστρια Τράπεζα όλων των ποσών που ήταν ή θα καθίσταντο στο μέλλον πληρωτέα εγγυήθηκε ως πρωτοφειλέτης ο ανακόπτων με την από 7-7-2008 σύμβαση εγγύησης που συνήψε με τη δανείστρια Τράπεζα, παραιτούμενος, μεταξύ άλλων, από το ευεργέτημα της διζήσεως και από κάθε άλλο δικαίωμα, ευεργέτημα ή προνόμιο που παραχωρείται στον εγγυητή δυνάμει των άρθρων 853, 855, 856, 858, 860, 862, 863, 864, 867 και 868 του ΑΚ. Επίσης, την ίδια ως άνω ημερομηνία συνήφθη μεταξύ της δανείστριας Τράπεζας και της μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία «…» σύμβαση εταιρικής εγγύησης, δυνάμει της οποίας η τελευταία αυτή εταιρεία εγγυήθηκε ως εταιρική εγγυήτρια την εκπλήρωση των όρων της δανειακής σύμβασης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 30-3-2009 Πρώτης Τροποποιητικής Πρόσθετης Σύμβασης, που συνήφθη μεταξύ της δανείστριας Τράπεζας, της δανειολήπτριας εταιρείας και της εγγυήτριας εταιρείας, οι δύο τελευταίες αναγνώρισαν την οφειλή τους προς την πρώτη, η οποία τη δεδομένη χρονική στιγμή ανερχόταν στο ποσό των 7.700.000 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ συμφώνησαν ακόμη την αναδιάρθρωση του χρέους και δη την αποπληρωμή του σε τρεις συνεχόμενες τριμηνιαίες δόσεις ποσού 950.000 δολαρίων ΗΠΑ η κάθε μία και σε μία τέταρτη τελική δόση ποσού 4.850.000 δολαρίων ΗΠΑ. Ακολούθως, μεταξύ των ίδιων ως άνω νομικών προσώπων, υπεγράφη η από 9-2-2010 Δεύτερη Τροποποιητική Πρόσθετη Σύμβαση, με την οποία αφενός η δανειολήπτρια και η εγγυήτρια εταιρεία αναγνώρισαν την οφειλή τους προς τη δανείστρια Τράπεζα, η οποία τη δεδομένη χρονική στιγμή ανερχόταν σε 7.400.000 δολάρια ΗΠΑ κι αφετέρου συμφώνησαν την αναδιάρθρωση του χρέους και δη την αποπληρωμή του σε δώδεκα συνεχόμενες τριμηνιαίες δόσεις ποσού 300.000 δολαρίων ΗΠΑ η κάθε μία, καθώς και σε μία τελική δόση ποσού 3.800.000 δολαρίων ΗΠΑ. Στο μεταξύ, δυνάμει της υπ’ αριθ. 73/1/10-5-2013 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) της Τράπεζας της … (ΤτΕ) ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της δανείστριας Τράπεζας «… και τέθηκε αυτή υπό ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με το άρθρο 68 του τότε ισχύοντος ν. 3601/2007, ενώ στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθ. 182/1/4-4-2016 απόφασης της ΕΠΑΘ της ΤτΕ ορίστηκε ως ειδικός εκκαθαριστής, μεταξύ άλλων, και της παραπάνω δανείστριας Τράπεζας η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία με την επωνυμία …. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι επειδή η δανειολήπτρια δεν υπήρξε συνεπής ως προς τις συμβατικές της υποχρεώσεις και δεν κατέβαλε εμπροθέσμως τις συμφωνηθείσες δόσεις για την αποπληρωμή του επίδικου δανείου, η δανείστρια Τράπεζα κατήγγειλε την ως άνω δανειακή σύμβαση, με την από 3-6-2011 εξώδικη επίδοση εγγράφου ειδοποίησης υπερημερίας, καταγγελίας και όχλησης προς πληρωμή, με αποτέλεσμα να καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το συνολικό ποσό του δανείου, το οποίο ανερχόταν σε 6.283.161,84 δολάρια ΗΠΑ, πλέον τόκων από την επομένη της καταγγελίας και εξόδων. Η παραπάνω δε καταγγελία της δανειακής σύμβασης, η οποία είχε υπογραφεί για λογαριασμό της δανείστριας Τράπεζας από τον υπάλληλο …, επιδόθηκε νομίμως την 3-6-2011 στη δανειολήπτρια εταιρεία, την εταιρική εγγυήτρια και τον προσωπικό εγγυητή ανακόπτοντα (βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς …). Ακολούθως, επειδή οι καθ’ ων η καταγγελία δεν κατέβαλαν το παραπάνω ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ποσό η καθ’ ης η ανακοπή υπέβαλε ενώπιον της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10-3-2022 αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, στην οποία επισύναψε, μεταξύ άλλων, τα αποσπάσματα των υπ’ αριθ. λογαριασμών, που τηρήθηκαν προς εξυπηρέτηση της επίδικης δανειακής σύμβασης, τα οποία την 18-10-2021 εμφάνιζαν χρεωστικό κατάλοιπο, συνολικού ποσού 7.116.950,62 δολαρίων ΗΠΑ. Επί της ανωτέρω αίτησης εκδόθηκε η ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. 165/10-5-2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν η δανειολήπτρια εταιρεία, ο προσωπικός εγγυητής – ανακόπτων και η εταιρική εγγυήτρια να καταβάλουν στην καθ’ ης, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, μέρος της παραπάνω οφειλής τους προς αυτήν, ήτοι το, κατά την ημέρα της πληρωμής της οφειλής, ισόποσο σε ευρώ εκ 100.000 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων υπερημερίας από την 19-10-2021 και εξόδων, καθώς και το ποσό των 1.800 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Ο ανακόπτων ισχυρίζεται με την ένδικη ανακοπή ότι έχει απαλλαγεί από την εγγυητική του ευθύνη, καθότι λόγω ανανέωσης της οφειλής έχει αποσβεστεί η κύρια οφειλή που προέρχεται από την αρχική δανειακή σύμβαση, συνεπώς έχει αποσβεστεί και η παρεπόμενη σύμβαση προσωπικής εγγύησης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι οι παραπάνω τροποποιητικές πράξεις συνιστούν ουσιαστικά νέες συμβάσεις δανείου με αναγνώριση του καταλοίπου και κεφαλαιοποίηση αυτού, στις οποίες αυτός δεν συμβλήθηκε, με αποτέλεσμα να μην δεσμεύεται από αυτές, ούτε άλλωστε από την αναγνώριση της οφειλής που εμπεριέχεται σε αυτές, καθώς και ότι συνεπεία των ανωτέρω η από 3-6-2011 καταγγελία της δανειακής σύμβασης είναι άκυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα ως προς αυτόν. Από το περιεχόμενο της από 30-3-2009 Πρώτης Τροποποιητικής Πρόσθετης Σύμβασης και της από 9-2-2010 Δεύτερης Τροποποιητικής Πρόσθετης Σύμβασης αποδεικνύεται ότι αυτές αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο με την αρχική από 7-7-2008 σύμβαση δανείου, όπως τούτο ρητώς ορίζεται στον υπ’ αριθ. 7.1 όρο των παραπάνω πρόσθετων πράξεων. Οι πρόσθετες αυτές πράξεις είναι παρεπόμενες πράξεις της βασικής σύμβασης δανείου και δεν καθιστούν επαχθέστερη τη θέση του εγγυητή – ανακόπτοντος, ούτε άλλωστε επιφέρουν ουσιώδη μεταβολή της αρχικής δανειακής σύμβασης, αφού δι’ αυτών γίνεται ουσιαστικά ένας διακανονισμός της οφειλής (αναδιάρθρωση του χρέους) με παράταση του χρόνου απόδοσης του δανείου. Συνεπώς, η υπογραφή των προσθέτων αυτών πράξεων από τον ανωτέρω εγγυητή δεν ήταν απαραίτητη για τη λειτουργία της σύμβασης και της εγγύησης. Εξάλλου, η δανείστρια Τράπεζα δεν είχε τρόπο να υποχρεώσει τον ανακόπτοντα να προσέλθει για την υπογραφή των δύο αυτών πρόσθετων πράξεων και δεδομένου ότι δεν ήταν απαραίτητη η συμμετοχή του σε αυτές προχώρησε στην κατάρτισή τους χωρίς τη σύμπραξή του. Από το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να συναχθεί βούληση της δανείστριας Τράπεζας για απαλλαγή του εγγυητή ανακόπτοντος από την ευθύνη του. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο των προσκομιζόμενων πράξεων δεν προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν σκοπό να καταργήσουν την ενοχή που απορρέει από την ως άνω σύμβαση δανείου. Ειδικότερα, όπως ρητά ορίζεται στον υπ’ αριθ. 6 όρο των πρόσθετων αυτών πράξεων που φέρει τον τίτλο «Συνέχιση ισχύος της Κύριας Σύμβασης και των Εξασφαλιστικών Εγγράφων»: «Εκτός από τις αλλαγές στην Κύρια Σύμβαση που έλαβαν χώρα ή θεωρείται ότι έλαβαν χώρα σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση καθώς και τις τροποποιήσεις που (ενδέχεται να) πραγματοποιηθούν μεταγενέστερα σε αυτήν… η Κύρια Σύμβαση θα εξακολουθεί να ισχύει πλήρως και οι εξασφαλίσεις που έχουν συσταθεί … θα εξακολουθήσουν να ισχύουν πλήρως και θα είναι έγκυρες και εκτελεστές», μεταξύ δε των εξασφαλίσεων υπάγονται, όπως τούτο αποσαφηνίζεται στον υπ’ αριθ. 11.1 όρο της αρχικής από 7-7-2008 δανειακής σύμβασης, οι εγγυήσεις, ήτοι από κοινού η εταιρική εγγύηση και η προσωπική εγγύηση του ανακόπτοντος (βλ. σχετικό ορισμό στον υπ’ αριθ. 1.2 όρο της αρχικής σύμβασης). Επομένως, η αρχική σύμβαση δεν καταργήθηκε, αλλά διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την υπογραφή των παραπάνω πρόσθετων πράξεων, οι οποίες λειτουργούν ως τροποποιητικές αυτής. Σύμφωνα δε με τον υπ’ αριθ. 2.4 όρο της από 7-7-2008 σύμβασης εγγύησης που υπεγράφη μεταξύ της δανείστριας Τράπεζας και του ανακόπτοντος «ο εγγυητής δεν θα απαλλάσσεται και η ευθύνη του σύμφωνα με την παρούσα δεν θα περιορίζεται ή μειώνεται λόγω χρόνου, ανοχής ή βοήθειας που μπορεί να δοθεί από την Τράπεζα στο Δανειολήπτη, σε οποιονδήποτε άλλο εγγυητή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, με τυχόν τροποποίηση ή πρόσθετη πράξη στη Σύμβαση…». Έτσι, η ενοχή που απορρέει από την αρχική σύμβαση δανείου όχι μόνο εξακολούθησε να ισχύει, αλλά αναγνωρίστηκε και ρητώς από τη δανειολήπτρια εταιρεία, όπως και από την εγγυήτρια εταιρεία, στις πρόσθετες αυτές πράξεις, ανερχόμενη συγκεκριμένα στο ποσό των 7.700.000 δολαρίων ΗΠΑ κατά τη σύναψη της από 30-3-2009 πρώτης πρόσθετης πράξης και στο ποσό των 7.400.000 δολαρίων ΗΠΑ κατά τη σύναψη της από 9-2-2010 δεύτερης πρόσθετης πράξης, η παραπάνω δε αναγνώριση είναι καθ’ όλα έγκυρη και δεσμεύει τον ανακόπτοντα, σύμφωνα με το σχετικό υπ’ αριθ. 2.12 όρο της από 7-7-2018 σύμβασης εγγύησης. Ομοίως καθ’ όλα έγκυρη είναι και η από 3-6-2011 καταγγελία της δανειακής σύμβασης, δυνάμει της οποίας κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το ποσό των 6.283.161,74 δολαρίων ΗΠΑ, ως κατάλοιπο των λογαριασμών που τηρήθηκαν προς εξυπηρέτηση της δανειακής σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων αυτής, καθότι, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, οι εν λόγω τροποποιητικές της αρχικής σύμβασης πράξεις δέσμευαν τον ανακόπτοντα εγγυητή. Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι συνήφθη σύμβαση ανανέωσης ενοχής, δεν συντρέχει λόγος απαλλαγής του ανακόπτοντος από την εγγυητική του ευθύνη, ούτε άλλωστε λόγος ακυρότητας είτε της αναγνώρισης της οφειλής από τη δανειολήπτρια είτε της καταγγελίας της σύμβασης από τη δανείστρια Τράπεζα και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι μεν πρώτος και δεύτερος λόγος στο σύνολό τους, ο δε τρίτος λόγος κατά το σχετικό δεύτερο σκέλος του. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό συμπεριλήφθηκαν την 14-11-2011 αφενός το ποσό των 351.674,53 δολαρίων ΗΠΑ, με περιγραφή συναλλαγής «… και αφετέρου το ποσό των 174.079,38 δολαρίων ΗΠΑ με περιγραφή συναλλαγής «…», πλην όμως αμφότερα τα ως άνω ποσά πιστώθηκαν στον ως άνω λογαριασμό, μειώνοντας αντίστοιχα την οφειλή και δεν χρεώθηκαν σε αυτόν, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο ανακόπτων, με αποτέλεσμα ο τρίτος λόγος ανακοπής, κατά το σχετικό τρίτο σκέλος του, να καθίσταται απορριπτέος ως αλυσιτελώς υποβαλλόμενος. Τέλος, αποδείχθηκε ότι η ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. 165/2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εκδόθηκε την 10-5-2022 και επιδόθηκε στον ανακόπτοντα την 30-6-2022 (βλ. την υπ’ αριθ… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …), ήτοι εντός δύο μηνών από την έκδοσή της, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 630Α ΚΠολΔ και συνεπώς πρέπει ο περί του αντιθέτου όγδοος λόγος της κρινόμενης ανακοπής να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δοθέντος ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Τέλος, ο ανακόπτων, που ηττήθηκε στη δίκη, πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η ανακοπή, κατόπιν βάσιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρ. 63 και 65 Ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. 165/2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ανακόπτοντα στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400) ευρώ.

 

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την                     , χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ